12 Ιανουαρίου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΡΜΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι Έρμυλος και Στρατόνικος έζησαν επί Λικινίου του βασιλέως. Ήταν δε ο άγιος Έρμυλος κατά την Εκκλησιαστική τάξη Διάκονος. Όταν παραστάθηκε μπροστά στον βασιλιά και ομολόγησε το όνομα του Χριστού, πρώτον μεν κτυπήθηκε στους σιαγόνες με κάποια χάλκινα όργανα, έπειτα καταξύσθηκε από πλήθος πληγών, ενώ προσκαλούσε και τον Στρατόνικο, που ήταν φίλος του, να ομολογήσει την πίστη του. Αυτός όταν στράφηκε και είδε τον άγιο Έρμυλο να κτυπιέται στους σιαγόνες και με ράβδους από ξίφη να του ανοίγουν την κοιλιά και την καρδιά, δάκρυσε. Επειδή αμέσως έγινε φανερός ότι συνέπασχε με τον άγιο Έρμυλο με την προαίρεσή του, ομολόγησε ότι και ο ίδιος είναι Χριστιανός. Οπότε κτυπήθηκε κι αυτός και ρίχτηκε μαζί με τον άγιο Έρμυλο στον ποταμό Ίστρο, όπου δέχτηκαν και οι δύο το μακάριο τέλος. Τελείται δε η σύναξή τους στον ευκτήριο οίκο του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που βρίσκεται στην Οξεία».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος εμμένει στον τρόπο του μαρτυρικού τέλους των αγίων, τον πνιγμό τους στον ποταμό Ίστρο, τον Δούναβη. Θεωρεί ότι ο πνιγμός τους αυτός υπήρξε και το ισχυρότερο όπλο τους, προκειμένου να πνίξουν και οι ίδιοι με τη χάρη του Θεού τον διάβολο, εισερχόμενοι έτσι θριαμβευτικά στη Βασιλεία των Ουρανών. «Στα νερά και οι δύο μαζί δεχτήκατε, σοφοί, το μακάριο τέλος και βυθίσατε σ’ αυτά τον Βελίαρ, τον διάβολο, με τη χάρη του Θεού μας, μακάριοι. Γι’ αυτό και αφού λάβατε ως νικηφόροι το στεφάνι του μαρτυρίου, χαίρεστε μαζί με τις χορείες των αγγέλων». Η νίκη τους αυτή απέναντι στον διάβολο μέσω του βυθισμού τους στα νερά παραπέμπει, κατά τον υμνογράφο, στον ίδιο τον Κύριο: και Εκείνος στα ρείθρα του Ιορδάνη ποταμού βύθισε την αμαρτία και την ασέβεια ημών των ανθρώπων, οπότε κατά αντίστοιχο τρόπο και οι άγιοι με το μαρτύριό τους αποξήραναν τους ποταμούς της αθεΐας.

Ο βυθισμός τους στα νερά του ποταμού οδηγεί τον άγιο υμνογράφο να τους δει «αφαιρετικά» με τα μάτια της πίστεως: πριν να ριχτούν οι άγιοι στο ποτάμι, είχαν ήδη «βυθιστεί» οι ίδιοι, είχαν γεμίσει από τα ζωοποιά νάματα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος. Βυθισμένοι λοιπόν στα νερά της χάρης του Θεού, ρίχτηκαν στα ρείθρα του ποταμού. Με αποτέλεσμα: αφενός, όπως είπαμε, να πνίξουν τον διάβολο, τον προστάτη της κακίας, αφετέρου οι ίδιοι να γίνουν ένα νέο ποτάμι, που προσφέρει ως κρουνός τα ιάματα της χάρης του Θεού. «Ναμάτων ζωοποιών πληρωθέντες, ποταμίοις απερρίφητε ρείθροις∙ και εν αυτοίς δεδεγμένοι το τέλος, τον της κακίας προστάτην επνίξατε, πανεύφημοι∙ και νυν ημίν ιαμάτων κρουνούς αναβλύζετε». Θυμάται όμως ο άγιος Ιωσήφ και από την Παλαιά Διαθήκη τον προφήτη που ρίχτηκε στη θάλασσα και τον κατάπιε το θαλάσσιο κήτος, τον προφήτη Ιωνά. Στα νερά ο προφήτης, στα νερά και οι σημερινοί άγιοι. Και ποια η εν προκειμένω σχέση; Όπως, λέει, ο Θεός διά του κήτους έσωσε τον προφήτη, έτσι και τώρα έσωσε τους αγίους, ως προς τα αγιασμένα λείψανά τους. Θαυμάζει κανείς την άνεση με την οποία  κινείται ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στον ευρύτερο χώρο της αποκάλυψης του Θεού. Το Πνεύμα του Θεού τον εμπνέει να κάνει συσχετισμούς, που οι πολλοί αδυνατούμε να κάνουμε. «Αυτός που διέσωσε με παράδοξο τρόπο  από την κοιλιά του κήτους τον Προφήτη που κινδύνευε, ο Ίδιος διασώζει από τα ποτάμια ύδατα και τα δικά σας νικηφόρα λείψανα μετά το τέλος σας, αθλοφόροι». Κι είναι σαν να μας λέει ο άγιος υμνογράφος: όπως ο προφήτης – τύπος της Αναστάσεως του Κυρίου -  μετά τη διάσωσή του κήρυξε τη μετάνοια στους Νινευίτες, έτσι και οι άγιοι κηρύσσουν τη μετάνοια και σε εμάς, μέσα όμως από τα αγιασμένα λείψανά τους. Διότι τα λείψανα των αγίων, μεταφέροντας τη χάρη του Θεού που έχουν, τι άλλο συνιστούν,  παρά μία διαρκή υπόμνηση αφενός της υπέρβασης του θανάτου, αφετέρου της μετάνοιας προς σωτηρία των ανθρώπων;

Πέραν και άλλων εποικοδομητικών διαστάσεων που επισημαίνει από τη ζωή των αγίων ο άγιος υμνογράφος, μας θυμίζει και το εξής: οι άγιοι χριστομάρτυρες Έρμυλος και Στρατόνικος, με την όλη κατά Χριστό πορεία τους κατεδάφισαν τα ινδάλματα της πλάνης, την ειδωλολατρία. Η κατεδάφιση όμως αυτή έγινε με θετικό τρόπο, δηλαδή με τη φανέρωση μέσω της ίδιας τους της ύπαρξης της αλήθειας του Θεού, της γνώσης του αληθινού Θεού, συνεπώς γενόμενοι οι ίδιοι ναοί του ζωντανού Θεού. Κι είναι το σημαντικότερο τούτο  που μας φανερώνουν οι άγιοι: όταν ζούμε με τον τρόπο που θέλει ο Θεός, όταν γινόμαστε φανέρωση του αγίου θελήματός Του, τότε εξαφανίζεται το όποιο σκοτάδι της πλάνης και κτίζονται στον κόσμο οι αληθινοί ναοί, οι ίδιες οι υπάρξεις των χριστιανών. «Κατεδαφίσατε τα ινδάλματα της πλάνης, απλανείς χριστομάρτυρες. Κι αναστήσατε τους εαυτούς σας σαν σεπτούς ναούς και στήλες της θεογνωσίας».

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΤΑΤΙΑΝΗ

«Η αγία Τατιανή ήταν από την πρεσβυτέρα Ρώμη επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου (3ος αι.), από πατέρα που υπήρξε ύπατος Ρώμης τρεις φορές, ενώ κατά την τάξη της Εκκλησίας είχε το αξίωμα της Διακόνισσας. Επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά, κι όταν εισήλθε μαζί του στον ναό των ειδώλων, τράνταξε με την προσευχή της τα είδωλα που υπήρχαν εκεί και τα έριξε στη γη. Γι’  αυτό τον λόγο και την κτύπησαν στο πρόσωπο και ξύρισαν την κεφαλή της. Μετά δε την έριξαν στη φωτιά και στα θηρία, από τα οποία εξήλθε αβλαβής, οπότε τέλος δόθηκε η εντολή και της έκοψαν την κεφαλή».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, προκειμένου να τονίσουν την αγιότητα και το δοξασμένο μαρτυρικό τέλος της αγίας Τατιανής, μας προβάλλουν με εποπτικό τρόπο ό,τι συνέβη κατά την ώρα της αποτομής της τιμίας κεφαλής της: ήταν η ώρα του θριάμβου της και, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, άγγελοι όταν ανέβαινε στον ουρανό την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα, ενώ ο παντοκράτωρ Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του στεφάνωνε τη μάρτυρα, που άθλησε με τον νόμιμο τρόπο. «Μετά από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστης, σε υποβάλλει ο φοβερός δικαστής στην καταδίκη του διά ξίφους θανάτου. Την άνοδό σου στους ουρανούς τη χειροκρότησαν οι ουράνιες αγγελικές τάξεις, ενώ ο Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του σου φόρεσε στεφάνι, μάρτυς, γιατί αθλήθηκες νόμιμα». Έκτοτε η αγία, κατά τον άγιο υμνογράφο που την βλέπει με τα μάτια της πίστεως, «είναι μαζί με τους φωτεινούς μάρτυρες, πολύ πιο κοντά στον Θεό από ό,τι πριν, και βλέπει όσα βλέπουν και οι άγγελοι. Βρίσκεται ως παρθένος στον νυμφώνα του νυμφίου της Χριστού, παρακαλώντας και αυτή για εμάς που την εγκωμιάζουμε, να βρούμε τη σωτηρία μας».

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία να φθάσει σ’ αυτό το μεγάλο ύψος δόξας και τιμής; Μα τίποτε άλλο από εκείνο που διαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεως: ο σφοδρός έρωτάς της προς τον Κύριο, η πυρωμένη από αγάπη καρδιά της προς Αυτόν, που την έκανε να υπερβεί οποιοδήποτε φόβο των βασάνων και να θεωρήσει ως μηδέν όλα τα υπάρχοντα στη γη. «Ούτε το ξίφος ούτε η φωτιά ούτε τα κτυπήματα, ούτε οι θλίψεις, η πείνα, το κάθε είδος τιμωρίας, χαλάρωσαν τον έρωτά σου προς τον Κύριο. Με πυρωμένη μάλιστα καρδιά αναζητούσες Αυτόν, κάνοντας πέρα ως τίποτε όλα τα ορώμενα». Κι αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία το μαρτύριό της και φανερώνεται ακόμη εντονότερα η αγάπη της προς τον Χριστό, όταν σκεφτεί κανείς ότι η αγία ήταν μία πριγκιποπούλα, κόρη υπάτου της Ρώμης, δηλαδή ανθρώπου με τη μεγαλύτερη μετά τον αυτοκράτορα εξουσία στην αυτοκρατορία, με πλούτη και τιμές και δόξες πολλές. Κι όμως, σαν τον απόστολο Παύλο, «ηγήσατο πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήση», όλα τα θεώρησε σαν σκουπίδια, για να έχει τον Χριστό. Κι είναι φυσικό ο άγιος υμνογράφος να επισημαίνει και τη διάσταση αυτή: «Δεν υπολόγισες καθόλου, μάρτυς, τον φθαρτό πλούτο, διότι αναζητούσες με προθυμία τον άφθαρτο και αιώνιο πλούτο στους ουρανούς».

Η υμνογραφία της αγίας δεν παύει βεβαίως να μας θυμίζει το αυτονόητο: ότι αν μπόρεσε η αγία να υπερβεί τη γοητεία του πλούτου, της δόξας, της σάρκας, και να φτάσει μάλιστα και στο μαρτύριο,  ήταν διότι πέραν της δικής της καλής προαίρεσης είχε συνεργούσα και την παντοδύναμη χάρη του Θεού. «Κατάσβεσες τη δυσωδία του σαρκικού φρονήματος και τη φλόγα της αμαρτίας, Αγνή, με τη δροσιά του Θείου Πνεύματος που συνεργούσε μαζί σου»∙ «Προς τις τιμωρίες, προς τα βάσανα και τις διάφορες μάστιγες, μάρτυς, προχώρησες απτόητη, γιατί είχες συνεργούσα τη χάρη του Σωτήρα Χριστού, που σε δυνάμωνε».

Η αγία λοιπόν και πριν φτάσει στο μαρτύριο, που ήταν η απογείωση της ψυχικής δύναμης και ομορφιάς της, ήταν ήδη καταστολισμένη με όλες τις αρετές («αφού καλλωπίστηκες με τις αρετές, έγινες ακόμη πιο ωραία με τις καλλονές του μαρτυρίου»), τόσο που «η ψυχή της έμοιαζε με ένα ωραίο κατάστημα, λόγω της ομορφιάς  της ευσέβειάς της». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας την είχε χαριτώσει με το αξίωμα της Διακόνισσας, του πρώτου βαθμού της ιερωσύνης δηλαδή που υπήρχε τότε στην Εκκλησία, με έργο τη βοήθεια του επισκόπου και των ιερέων στη φιλανθρωπία και τη διακονία των διαφόρων αναγκών των ανθρώπων, ακόμη δε και στο κήρυγμα. Ο ζήλος της μάλιστα για τη διακονία της και για το μαρτύριό της παρομοιάζεται με την πρώτη μάρτυρα γυναίκα και ισαπόστολο αγία Θέκλα. «Όπως πριν η Θέκλα, έτσι κι εσύ, αοίδιμε, απέκτησες τον ζήλο αυτής».

Η αγία Τατιανή μας παραδειγματίζει με την αγάπη της προς τον Χριστό και το μαρτυρικό της φρόνημα. Και μας δείχνει μεταξύ των άλλων και τον δρόμο της υπέρβασης της όποιας στον κόσμο ανομίας. Η ανομία και το πλήθος των κακών στον κόσμο υπερβαίνεται, όταν ο άνθρωπος μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, έχοντας ετοιμότητα να δώσει και τη ζωή του για την πίστη αυτού. «Τους χείμαρρους της ανομίας τους αποξήρανες, μακαρία, με τα ρείθρα των αιμάτων σου». Διότι «όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».

11 Ιανουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Ο καταβάς αυτός εστιν και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφ. 4, 10)

(Αυτός που κατέβηκε είναι ο ίδιος που ανέβηκε πάνω απ’ όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει με την παρουσία Του το σύμπαν).

Αναφέρεται ο απόστολος Παύλος στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος όντας Θεός γίνεται άνθρωπος για να ενώσει και πάλι με τον Θεό τον απομακρυσμένο από Εκείνον και για τον λόγο αυτό χαμένο και νεκρωμένο λόγω της αμαρτίας του άνθρωπο. Ο Χριστός είναι ο λυτρωτής του κόσμου, που γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του κάνοντάς τα πια να ανασαίνουν μέσα στη στοργική αγκαλιά Του. Ο Χριστός κατά τον απόστολο είναι «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».

Η πανταχού παρουσία του Κυρίου δεν αποτελεί μία περιθωριακή σκέψη του αποστόλου. Αποτελεί τη βασική αλήθεια της 'Εκκλησίας και το ίδιο το θεμέλιό της: ο Χριστός εκτός από άνθρωπος είναι ο Υιός του Θεού, ο Οποίος βρίσκεται παντού και γεμίζει με την παρουσία Του όλο το σύμπαν. Δεν πρόκειται βεβαίως για μία φυσικού τύπου παρουσία Του, ένα είδος πανθεϊσμού για παράδειγμα οπότε το κάθε τι είναι και Θεός, αλλά για την πανσθενή και πανάγαθη ενέργειά Του, η οποία όχι μόνο δημιούργησε τον κόσμο, αλλά και τον διακρατεί στην ύπαρξη και τον καθοδηγεί στον τελικό του προορισμό. «Οτι εξ αυτού και δι' αυτού και εις αυτόν τα πάντα έκτισται». Κατά τον μεγάλο Πατέρα μάλιστα όσιο Μάξιμο τον ομολογητή «πάντα απέχει του Θεού ου τόπω αλλά φύσει» - όλα απέχουν από τον Θεό όχι τοπικά αλλά φυσικά, διότι άλλη η φύση των κτισμάτων και άλλη η φύση του Δημιουργού Θεού.

Κι είναι τόσο σημαντική η παραπάνω αλήθεια, ώστε ο απόστολος σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής (κεφ. 1) την έχει ξανατονίσει: η 'Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, «η πληρότητα Εκείνου που με την παρουσία Του γεμίζει πλήρως τα πάντα». Πρόκειται για συνέπεια αυτού που θεόπνευστα καταγράφει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης ήδη στην αρχή του ευαγγελίου του: «Πάντα δι' Αυτού (του Χριστού) εγένετο και χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε». Όλα δημιουργήθηκαν από τον Χριστό και συνεπώς όλα έχουν τη δική Του σφραγίδα και παρουσία. Όπως ποιητικά έχει κάπου γραφτεί: όποια πέτρα της Δημιουργίας κι αν σηκώσουμε, πίσω στέκει ο Χριστός.

Μιλώντας βεβαίως για την πανταχού παρουσία του Κυρίου σε οτιδήποτε  υπάρχει, εννοείται ότι την κατανοούμε ως κοινή παρουσία και ενέργεια όλης της Αγίας Τριάδος. Τρισυπόστατος ο Θεός μας, αλλά με μία κοινή ενέργεια: του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.   Συνεπώς η επίκληση στο κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος συνιστά επίκληση και στα άλλα πρόσωπα. Όλος ο Θεός μας βρίσκεται ως ενέργεια μαζί μας και δίπλα μας και μέσα μας, έχοντάς μας στο κέντρο της γεμάτης άπειρης αγάπης καρδιάς του, κατά το γνωστό πατερικό λόγιο «ο Πατήρ δι' Υιού εν Αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα».

Η καλλιέργεια της αίσθησης αυτής της πανταχού παρουσίας του Κυρίου και Θεού μας αποτελεί και την προϋπόθεση της πνευματικής ζωής του χριστιανού. Χριστιανός που δεν καλλιεργεί μέσα του αυτήν την αίσθηση δεν μπορεί να σταθεί ή να προοδεύσει ως χριστιανός, αφού ούτε προσευχή μπορεί να κάνει σωστά, (πού να στραφεί για προσευχή;), ούτε μπορεί να τηρήσει τις εντολές του Χριστού, («χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»), κι ούτε πολλώ μάλλον μπορεί να νιώσει ως μέλος Χριστού, συνεπώς να ζήσει το βάπτισμά του, ενδεδυμένος τον Χριστό και έχοντας αίσθηση της εγγύτητάς Του περισσότερη από ό,τι εμείς οι ίδιοι του εαυτού μας. Με τη φράση του αποστόλου Παύλου και πάλι: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Από την άποψη αυτή όσο κανείς βλέπει στον εαυτό του και στα πάντα τον Χριστό, τόσο και παίρνει δύναμη και θάρρος για να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα και οποιαδήποτε δοκιμασία τού παρουσιαστεί, ακόμη δε και τον ίδιο τον θάνατο. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ' ημών;» λέει ο κάθε γνήσιος πιστός μαζί με τον απόστολο, όπως και «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ».

Ο κόσμος είναι ακατανόητος και συνήθως μας φοβίζει, όταν τον βλέπουμε έξω από την παρουσία του Κυρίου. Και δικαίως. Διότι διαγράφοντας τον πανταχού παρόντα Κύριο και την ενέργειά Του αφήνουμε δίοδο εισόδου στον πονηρό και τις καταστροφικές δυνάμεις του. Είναι γνωστό ότι η πνευματική χαλάρωση δεν συνιστά μία απλή στάση, αλλά κάθοδο και αλλοίωση του ανθρώπου. Ο φόβος έτσι γίνεται το καθοριστικό γνώρισμα της ψυχής ενός τέτοιου ανθρώπου. Αντιθέτως, δυναμώνοντας την πίστη μας και βλέποντας τον εαυτό μας και τον κόσμο μέσα στην παντοδύναμη ενέργεια του Κυρίου, ο κόσμος γίνεται φιλικός και κοντινός, κυριολεκτικά μέσο δοξολογίας του Θεού, που σημαίνει ότι μας οδηγεί στην εύρεση της αληθινής αγάπης. Όπου όμως αγάπη εκεί και ο Θεός, εκεί και η σωτηρία μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ματθ. 4, 16)

 Στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου στην Καπερναούμ αναφέρεται το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Κύριος ξεκινά το έργο Του μετά τη σύλληψη του αγίου Προδρόμου. Σ’  έναν κόσμο ευρισκόμενο στο σκοτάδι φάνηκε το μέγα φως. «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».

 1. Δύο κόσμοι αντιπαραβάλλονται εν προκειμένω: ο κόσμος πριν από την έλευση του Χριστού και ο κόσμος μετά την έλευσή Του. Ο πρώτος ήταν κόσμος σκότους θανάτου, δηλαδή άγνοιας του Θεού, αμαρτίας και παθών. Διότι ήταν ο κόσμος όχι όπως εξήλθε από τα δημιουργικά χέρια του Θεού, αλλά όπως ξέπεσε από την ανταρσία του δημιουργήματος έναντι του Δημιουργού του. Ο δεύτερος μετά τον ερχομό του Χριστού είναι ο κόσμος που γεμίζει φως από την παρουσία Εκείνου, που σημαίνει ότι του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει και πάλι τον Θεό, κι ακόμη περισσότερο, να ζήσει την παρουσία Του στην ύπαρξή του. Διότι ο Χριστός είναι ακριβώς ο ενσαρκωθείς Θεός, το φως και η ζωή των ανθρώπων και του κόσμου, κατά την αψευδή μαρτυρία Του.

2. Προϋπόθεση όμως για την αποδοχή του καινού αυτού κόσμου που έφερε ο Χριστός είναι η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή στον Θεό ως απεμπλοκή από τη ζωή της αμαρτίας και ζωή κατά το θέλημα Εκείνου. Αν θέλαμε με μία εικόνα να δώσουμε την πραγματικότητα αυτή, θα λέγαμε ότι ανέτειλε το φως της ημέρας, αλλά κάποιος έχει κλειστά τα παράθυρα της οικίας του. Χρειάζεται να τα ανοίξει για να εισέλθει το φως, που θα πει ότι πρέπει κανείς να μετανοήσει – να ανοίξει τα παράθυρα της ψυχής του – για να γευθεί την παρουσία του φωτός στην ύπαρξή του. ΄Ετσι η μετάνοια προϋποθέτει ασφαλώς την κίνηση του Θεού: Εκείνος έχει πάντοτε την πρωτοβουλία, αλλά και την ανταπόκριση του ανθρώπου.

3. Η ένσταση είναι προφανής: αυτό ήταν για τότε. Εμείς είμαστε ήδη χριστιανοί, συνεπώς έχουμε φύγει από το σκοτάδι και βρισκόμαστε στο φως. Ορθή η επισήμανση, αρκεί να ζούμε οι χριστιανοί σε διαρκή μετάνοια. Διότι η εμπειρία όλων δυστυχώς βεβαιώνει πως η αμαρτία υφίσταται αδιάκοπα κι έρχεται κι επικαλύπτει καθημερινά την ψυχή και το σώμα μας. «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν μεθ’  ημών». Η μετάνοια λοιπόν (πρέπει να) συνιστά διαρκές βίωμα για τον χριστιανό, διότι υφίσταται διαρκώς και η αμαρτία. Κι όταν λέμε αμαρτία εννοούμε όχι μόνο την πράξη της, αλλά και ό,τι ανάγεται και στις διαθέσεις του ανθρώπου, τους λογισμούς και τις σκέψεις του.

4. Μήπως όμως έτσι κοροϊδεύουμε τον Θεό; Ναι, αν η αμαρτία αποτελεί την ενσυνείδητη επιλογή μας! Κι επειδή ο Θεός δεν κοροϊδεύεται, γι’  αυτό και η επιλογή αυτή αποτελεί τον δρόμο του θανάτου μας. «Θεός ου μυκτηρίζεται». Και «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»! Διαφορετικά, αν η αμαρτία μάς καταβάλλει, ενώ κάνουμε πνευματικό αγώνα, τότε η χάρη του Θεού δεν μας εγκαταλείπει, δημιουργώντας μέσα μας συνθήκες μετανοίας. Το «εις εαυτόν ελθών» του ασώτου της ομωνύμου παραβολής και το «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου» θα συναντά πάντοτε την ανοικτή αγκαλιά του Θεού Πατέρα, ο Οποίος θα σπεύδει μάλιστα εν απείρω αγάπη προς συνάντησή μας. Ουδέποτε πρέπει να λησμονούμε ότι η αγάπη του Θεού υπέρκειται οποιασδήποτε αμαρτίας μας, την οποία κατήργησε άλλωστε με τον ερχομό Του, κυρίως δε με τη Σταυρική Του θυσία.

5. ΄Ετσι η απαισιοδοξία λόγω της αδυναμίας μας υπερβαίνεται με την αισιοδοξία της πίστης στην αγάπη του Θεού. Αρκεί να θέλουμε τον Θεό στη ζωή μας. Δεν στηριζόμαστε στον εαυτό μας - τι να προσφέρουν  τα μαύρα χάλια μας; Στηριζόμαστε στου Θεού την αγάπη και τη δύναμη, γι’  αυτό ουδέποτε καταβαλλόμαστε παρ’ όλες τις πτώσεις μας. «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση». ΄Ετσι η διαλεκτική σκότους-φωτός προσδιορίζει τη ζωή μας. Αμαρτάνουμε ως αδύναμοι άνθρωποι; Μας καταλαμβάνει το σκότος. Μετανοούμε; Φως Χριστού πλημμυρίζει και πάλι την ύπαρξή μας. Ούτε αγγελισμός λοιπόν ούτε δαιμονισμός. Η ανθρωπότητα μετά Χριστόν θα πορεύεται κατά το σχήμα: πτώση και ανάσταση. «΄Ιδιο των αγγέλων είναι να μην αμαρτάνουν καθόλου. ΄Ιδιο των δαιμόνων είναι να αμαρτάνουν πάντοτε. ΄Ιδιο των ανθρώπων είναι πότε να αμαρτάνουν και πότε να μετανοούν» (όσιος Ιωάννης της Κλίμακος). ΄Ετσι ο χριστιανός βιώνει εν σμικρώ την εικόνα του προ- και του μετά Χριστόν κόσμου: ζει και το δράμα του σκότους της αμαρτίας, ζει και την ανάσταση και το φως του Χριστού, έχοντας όμως τη βεβαιότητα της τελικής κατίσχυσης του ελέους Του, και για εδώ και για την αιωνιότητα.

 ΄Εχουμε το μεγαλύτερο προνόμιο στον κόσμο· να είμαστε χριστιανοί - τέκνα φωτός. Το μονοπάτι που μας διατηρεί στην κατάσταση αυτή είναι η διαρκής μετάνοιά μας, αφού η μετάνοια δεν είναι μόνο για να γίνουμε χριστιανοί, αλλά και να διατηρούμαστε χριστιανοί. Το γνωρίζουμε: δεν θα σωθούν οι έτσι κι αλλιώς μη υπάρχοντες αναμάρτητοι, αλλά οι μετανοημένοι. Να ευχόμαστε το τέλος μας να μας εύρει στη μετάνοια. Γιατί θα κριθούμε εκεί που θα βρεθούμε. 

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 4, 12-17)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ὅτι ̓Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶ νἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅταν ἔμαθε ὁ Ἰησοῦς πώς συνέλαβαν τόν Ἰωάννη, ἔφυγε γιά τή Γαλιλαία. Ἐγκατέλειψε ὅμως τή Ναζαρέτ καί πῆγε κι ἔμεινε στήν Καπερναούμ, πόλη πού βρίσκεται στίς ὄχθες τῆς λίμνης, στήν  περιοχή τῶν φυλῶν Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ. Ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα πού λέει: Ἡ χώρα τοῦ Ζαβουλών καί ἡ χώρα τοῦ Νεφθαλείμ, ἐκεῖ πού ὁ δρόμος πάει γιά τή θάλασσα καί πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη, ἡ Γαλιλαία πού τήν κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, οἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦνε στό σκοτάδι εἶδαν φῶς δυνατό. Καί γιά ὅσους μένουν στή χώρα πού τή σκιάζει ὁ θάνατος ἀνέτειλε ἕνα φῶς γιά χάρη τους. Ἀπό τότε ἄρχισε κι ὁ Ἰησοῦς νά κηρύττει καί νά λέει: «Μετανοεῖτε γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εφεσ. 4, 7-13)

Ἀδελφοί, ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ,μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, στόν καθένα μας ἔχει δοθεῖ κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα, σύμφωνα μέ τό μέτρο πού δωρίζει ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό λέει ἡ Γραφή: Ἀνέβηκε ψηλά, πῆρε μαζί του αἰχμαλώτους, ἔδωσε δῶρα στούς ἀνθρώπους. Τό ἀνέβηκε ὅμως, τί ἄλλο σημαίνει παρά πώς προηγουμένως εἶχε κατέβει ἐδῶ κάτω στή γῆ; Αὐτός πού κατέβηκε εἶναι ὁ ἴδιος πού ἀνέβηκε πάνω ἀπ’ ὅλους τούς οὐρανούς, γιά νά γεμίσει μέ τήν παρουσία του τό σύμπαν. Αὐτός, λοιπόν, σέ ἄλλους ἔδωσε τό χάρισμα τοῦ ἀποστόλου, σέ ἄλλους τοῦ προφήτη, σέ ἄλλους τοῦ εὐαγγελιστῆ καί σ’ ἄλλους τοῦ ποιμένα καί δασκάλου, γιά νά καταρτίζουν τούς πιστούς γιά τό ἔργο τῆς διακονίας,ὥστε νά οἰκοδομεῖται τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι θά καταλήξουμε ὅλοι στήν ἑνότητα πού δίνει ἡ πίστη καί ἡ βαθιά γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θά γίνουμε ὥριμοι καί θά φτάσουμε στήν τελειότητα πού μέτρο της εἶναι ὁ Χριστός. 

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

«Ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος ήταν από την κώμη Μωγαρισό της επαρχίας της Καππαδοκίας, τον πατέρα του τον έλεγαν Προαιρέσιο και τη μητέρα του Ευλογία, που ήταν και οι δύο ευσεβείς και πιστοί χριστιανοί. Ακολούθησε δε τη μοναχική ζωή και το ιερό ένδυμα αυτής. Πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί έφθασε στην Αντιόχεια προς τον μέγα Συμεών τον Στυλίτη, από τον οποίο και μυήθηκε την επίδοση στην αρετή, που θα παρουσίαζε αργότερα. Διότι θα γινόταν ποιμένας πολλών λογικών προβάτων. Έπειτα ησυχάζει κοντά σε κάποιο σεβαστό άνδρα, ονόματι Λογγίνο. Ακολουθώντας την άκρα εγκράτεια, ώστε να σιτίζεται μία φορά την εβδομάδα, και χωρίς να γευτεί καθόλου άρτο για τριάντα χρόνια, κι αφού εξάσκησε κάθε άλλη αρετή, έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος, ώστε να επιτελεί και παράδοξα θαύματα. Για παράδειγμα: - Τον μοναχό Βασίλειο, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του και εγκαινίασε τον τάφο που ο άγιος είχε κατασκευάσει για τον ίδιο, για μνήμη θανάτου, ο όσιος μόνος με έναν ακόμη μοναχό, ενώ στους υπόλοιπους ήταν αθέατος,  τον έβλεπε να στέκεται μαζί με τους αδελφούς και να συμψάλλει˙ - χωρίς να υπάρχει φωτιά, άναψε τα σβησμένα κάρβουνα, εκεί που επρόκειτο να ιδρύσει το μοναστήρι˙ - κάποια γυναίκα που τον πλησίασε, την απάλλαξε από την αιμορραγία της˙ - από έναν κόκκο, τον οποίο ευλόγησε  και τον έδωσε πίσω, έκανε να ξεχειλίζουν τα χωράφια με σιτάρι˙ - ένα παιδί που έπεσε μέσα σε φρεάτιο, ήλθε αόρατα και το έβγαλε από τον λάκκο˙ - σταμάτησε τον θάνατο των παιδιών που γεννώνταν, τα οποία δεν πρόφταιναν να φτάσουν ζωντανά στη ζωή. Τη μητέρα τους λοιπόν, που ήταν όπως σχεδόν οι στείρες γυναίκες, με την προσευχή του την έκανε εύτεκνο˙ - και απεσόβησε νέφος ακρίδων με μόνη την επιτίμησή του˙ - και τον Κήρυκο, τον κόμητα της Ανατολής, τον έκανε άτρωτο στους πολέμους, διότι αντί για θώρακα φόρεσε αυτός την τρίχινη εσθήτα του αγίου˙ - και τη γη που ταλαιπωρείτο από την ξηρασία, την απάλλαξε από την αδικία περί τους καρπούς, κάνοντας να έλθει βροχή με την προσευχή του˙ - προείπε και την πτώση των οικοδομημάτων από σεισμό που επρόκειτο να καταλάβει την Αντιόχεια, όπως και πολλούς έσωσε από τα θαλάσσια κύματα, εμφανιζόμενος σ᾽ αυτούς που κινδύνευαν. Έγινε καθηγητής πολλών μαθητών και έτσι εξεδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή του στο σεπτό αποστολείο του αγίου αποστόλου Πέτρου».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν είναι δυνατόν να μη προβάλλουν τη σπουδαία ασκητική διαγωγή ενός από τους μεγαλυτέρους οσίους της Εκκλησίας μας, ο οποίος μάλιστα έχει και τον τίτλο του καθηγητού της ερήμου, αφού καθοδήγησε πλήθος άλλων μοναχών όχι με τα λόγια, αλλά πρώτιστα με την ίδια την αγιασμένη ζωή του. «Όσιε πάτερ, θεοφόρε Θεοδόσιε, αγωνίστηκες σπουδαία στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, με τους ύμνους και τις νηστείες και τις αγρυπνίες, γενόμενος έτσι παράδειγμα των μαθητών που ήταν μαζί σου». Η μεγαλωσύνη του μάλιστα παρομοιάζεται με εκείνην του μεγίστου οσίου Αντωνίου, δείχνοντας με τον τρόπο αυτόν πράγματι το μέγεθος της αγιότητας και του ίδιου. «Ασκήθηκες αληθινά όπως ακριβώς ο μέγας Αντώνιος».

Η κατεξοχήν άσκησή του, κατά τον υμνογράφο του, ήταν στην προσευχή, στο κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, στη μνήμη του θανάτου. Ασκούμενος σ᾽ αυτά, έφτασε σε μεγάλα ύψη ταπείνωσης και καθαρότητας, συνεπώς δημιούργησε μέσα στην καρδιά του τον κατάλληλο χώρο για την ενοίκηση της αγίας Τριάδος. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν», όπως και «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Με την ενοίκηση του Θεού στην ύπαρξή του, έγινε και ο ίδιος φως, το οποίο φώτισε και τους μοναχούς του μοναστηριού του, αλλά και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «όπως ποθούσε η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, βρήκε την καθαρή σου ψυχή και κατασκήνωσε σε σένα σαν άχραντο φως». Είπαμε όμως: η καθαρότητα αυτή της ψυχής του ήταν αποτέλεσμα του αδιάκοπου κατά των ψεκτών παθών αγώνα του, κυρίως στην προσευχή, το κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, τη μνήμη του θανάτου. «Σηκώνοντας τα θεϊκά σου χέρια προς τον Θεό, όσιε, φάνηκες φωτεινός στύλος, που λάμπει με τις ακτίνες των προσευχών». «Θεοδόσιε, οι κρουνοί των δακρύων σου έσταξαν γλυκασμό ευφροσύνης από τον Χριστό τον Θεό, ο Οποίος  μετέτρεψε τα δάκρυα των Μυροφόρων σε χαρά». Και κυρίως η μνήμη του θανάτου: «Κρατώντας πάντοτε στη ζωή σου τη μελέτη του θανάτου και σπεύδοντας να φύγεις από τη ζωή αυτή προς τον Χριστό, που φάνηκε για εμάς ως άνθρωπος, κατασκεύασες για τον εαυτό σου τον τάφο σου, Θεοδόσιε». Μοιάζει και σ᾽ αυτό με τον άγιο Αντώνιο, ο οποίος τόνιζε ότι δεν είναι δυνατόν να φτάσει σε αγιότητα ο άνθρωπος, αν δεν θεωρήσει την κάθε του ημέρα ως την τελευταία  της ζωής του. Κι αν για τους μεγάλους αυτούς οσίους η μελέτη του θανάτου θεωρείτο ως απαραίτητη πνευματική άσκηση, ας φανταστούμε πόσο πιο απαραίτητη είναι για εμάς, τους εν τη ταραχή και συγχύσει του κόσμου ευρισκομένους. Είναι αυτό που προτρέπει ο λόγος του Θεού ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Θυμήσου το τέλος της ζωής σου, και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ».

Οι πνευματικές του ασκήσεις και η εν Χριστώ πρόοδός του ενισχύονταν από δύο στοιχεία: πρώτον, από τον τόπο που ευρισκόταν, δηλαδή  κοντά στον τόπο που έζησε ο ίδιος ο Κύριος, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος προβάλλει τα στάδια της πνευματικής του πορείας κατά αντιστοιχία με την πορεία του Χριστού – «Άφησες τον κόσμο και τα εν τω κόσμω, όσιε, επειδή μιμήθηκες τη γύμνωση που υπέστη ο Δεσπότης Κύριος στον Ιορδάνη, Θεοδόσιε», «Μιμούμενος την υπακοή και την άριστη ταπείνωση του Χριστού, που έκλινε την κεφαλή του στον Πρόδρομο, Πάτερ Θεοδόσιε, ανέβηκες και εσύ στον στέρεο πύργο των αρετών», «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό του Σωτήρα και έτρεξες στον τάφο εκείνου, όπως τρέχει το ελάφι στις σωτήριες πηγές των υδάτων, παμμάκαρ Θεοδόσιε» – δεύτερον, από το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να προσεύχεται και να ζει μέσα στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία αγαπούσε υπερβαλλόντως – «Αφού λειτούργησες στην Παρθένο και Μητέρα Χριστού του Θεού, δέχτηκες την ακαταμάχητη χάρη του αγίου Πνεύματος», «Αξιώθηκες να κατοικείς στον θείο  ναό της Θεοτόκου και να τον επισκέπτεσαι. Διότι αγάπησες να βλέπεις τη λαμπρότητα του Θεού». Κι είναι ευνόητο: δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να προχωρήσει σε αγιότητα, να έχει την οποιαδήποτε αγιότητα, αν δεν αγαπήσει τη Μητέρα του Κυρίου, την υπεραγία Θεοτόκο. Η αγάπη προς Εκείνην είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης προς τον ίδιο τον Χριστό και Θεό μας.

Αναφέραμε προηγουμένως ότι ο όσιος Θεοδόσιος ήταν φωτισμένος εκ Θεού άνθρωπος, ο οποίος φώτιζε και τους μοναχούς του και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Κι ο φωτισμός αυτός φανερωνόταν και με τις θεόπνευστες διδασκαλίες του. Ο όσιος μπορεί να ήταν μέγας ασκητής, αλλά λόγω της θέσεώς του και της ευθύνης την οποία είχε, είχε και διδασκαλικό χάρισμα. Και τι δίδασκε; Μα, ό,τι η Εκκλησία μας κήρυσσε. Δεν θα ήταν άλλωστε ο άγιος που ξέρουμε, αν η αγιότητά του δεν στηριζόταν στην παράδοση της Εκκλησίας. Ελεύθερη και αυτόνομη αγιότητα δεν υφίσταται. Ό,τι αγιότητα έχει κανείς, οφείλεται στην ένταξή του στην Εκκλησία και τη σχέση του με τον Χριστό, τους Αποστόλους, τους προηγουμένους από αυτόν αγίους. Ο όσιος λοιπόν ήταν παραδοσιακός, συνδεδεμένος δηλαδή με την πηγή της χάρης, γι᾽αυτό και κήρυσσε τα δόγματα της πίστεως. Υπέρμαχος των Οικουμενικών Συνόδων, των τεσσάρων δηλαδή που υφίσταντο μέχρι την εποχή του, κήρυσσε ορθά το τριαδολογικό και το χριστολογικό δόγμα. Και μάλιστα η υπερμάχησή του για την ορθή εικόνα του Χριστού, ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου, δηλαδή ως έχοντος δύο φύσεις, συνεπώς και δύο θελήσεις και ενέργειες, αλλά μία θεϊκή προσωπικότητα, ήταν εκείνο που τον συνείχε, μέχρι σημείου να θέλει να δώσει και τη ζωή του για την αλήθεια αυτή. Γι᾽ αυτό και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας τονίζουν και την ορθή από αυτόν εξαγγελία της πίστεως, αλλά και το μαρτυρικό του φρόνημα. «Ενθυμούμενοι τα διδάγματά σου, Θεοδόσιε, κηρύσσουμε τον Χριστό  με δύο ουσίες, γνωρίζοντας δύο και τις φυσικές θελήσεις και τις ενέργειες και τα αυτεξούσια, του Θεού που βαπτίστηκε ως άνθρωπος». «Κήρυξες, θεόφρον Θεοδόσιε, τις ισάριθμες με τα σεπτά ευαγγέλια του Χριστού Συνόδους, έτοιμος να δώσεις το αίμα της προαίρεσής σου με μαρτυρικό ζήλο, γι᾽αυτό και αναδείχτηκες και αναίμακτος μάρτυρας της πίστεως». 

10 Ιανουαρίου 2025

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΥΣΣΗΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, λαμπρός στους λόγους και ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης. Γι’ αυτόν τον λόγο κι έγινε προεστώς της Εκκλησίας του Χριστού. Κι όταν ήλθε μαζί με αυτούς που συγκρότησαν την Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη Οικουμενική Σύνοδο (381), οι οποίοι εναντιώνονταν κατά των δυσσεβών αιρέσεων, βρέθηκε υπέρμαχος των Πατέρων, κατατροπώνοντας τους αιρετικούς με τη δύναμη των λόγων του και με τις αποδείξεις που έφερνε από τις Άγιες Γραφές. Διότι νίκησε, μετερχόμενος κάθε επιχείρημα λόγων και ευδοκιμώντας στην αρετή. Έφτασε σε προχωρημένο γήρας και εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, όμοιος σχεδόν με τον αδελφό του Βασίλειο».

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ανήκει στη μεγάλη χορεία των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας, μαζί με τον αδελφό του Βασίλειο τον μέγα, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Η μεγαλωσύνη του αναδείχτηκε ιδίως κατά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, «στην οποία έγινε ο κατεξοχήν εκφραστής της τριαδολογίας και πνευματολογίας των καππαδοκών και αναγνωρίστηκε ως μεγάλη θεολογική μορφή» (Σ. Παπαδόπουλος). Δεν είναι τυχαίο ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787) τον χαρακτήρισε «Πατέρα Πατέρων». Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος του Ιωάννης μοναχός, έχοντας υπ’ όψιν την όλη προσφορά του και την αξιολόγηση της ίδιας της Εκκλησίας διά του στόματός της, των Οικουμενικών Συνόδων, αφενός τον χαρακτηρίζει εξίσου «διδασκάλων το λαμπρόν εγκαλλώπισμα», αφετέρου τον τιμά με παρόμοιο τρόπο με τον αδελφό του άγιο και μέγα Βασίλειο: «Ω η θαυμαστή αδελφική δυάδα, ίδιου αίματος σαρκικά, ίδιου φρονήματος ως προς τα θεία! Αυτήν τη δυάδα τιμώντας, τον Βασίλειο κατά λόγο δικαιοσύνης, μαζί με τον Γρηγόριο, τιμάμε στους αιώνες».

Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει την προσοχή μας με τον κανόνα του στον άγιο, στο μεγαλύτερο τουλάχιστον ποσοστό, στη θεολογική προσφορά του Γρηγορίου, δηλαδή στην υπεράσπιση των ορθοδόξων δογμάτων, τα οποία αποτελούν το στήριγμα του κόσμου. Κι η υπεράσπιση αυτή βεβαίως δεν ήταν πρώτιστα καρπός της μεγάλης όντως παιδείας του και της μεγαλοφυούς διανοίας του.  Ήταν καρπός του φωτισμού του από τον Θεό λόγω της ασκητικής του διαγωγής και του άυλου βίου του. «Έχοντας την έλλαμψη από τον Θεό και έχοντας εξασκηθεί στον αγγελικό βίο, διέπρεψες στη γεμάτη εγρήγορση ιερατική σου διακονία. Διότι αφού διατράνωσες με τη χάρη του Θεού τα δόγματα, στήριξες τον κόσμο στην ορθοδοξία». Ο εκ Θεού φωτισμός του ήταν εκείνος που του έδινε τη δυνατότητα, όπως συνέβη άλλωστε και με τους άλλους μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους, να μη μένει στην επιφάνεια των λόγων της Αγίας Γραφής, στο «νομικόν ένδυμα», αλλά να διεισδύει στο κρυμμένο κάλλος των εννοιών, στο «απόθετον κάλλος» κατά την αντίστοιχη φράση του άλλου μεγάλου Γρηγορίου, του Θεολόγου. «Έχοντας δεχθεί τη χάρη του αγίου Πνεύματος, άνοιξες το ευτελές ένδυμα του νομικού γράμματος και μας αποκάλυψες το κρυμμένο κάλλος των εννοιών».

Ο πλουτισμός του αγίου Γρηγορίου από το Πνεύμα του Θεού, η μεγαλοφυία του από πλευράς φυσικών καταβολών, η μεγάλη παιδεία του (κυρίως από τον αδελφό του Μεγάλο Βασίλειο και τις προσωπικές μελέτες του), θύραθεν και εκκλησιαστική, τον ανέδειξαν αφενός «ολόφωτο στύλο ορθοδοξίας με τον βίο του και με τον θερμό του λόγο», αφετέρου μέγα αντιαιρετικό, που κατατρόπωσε, κατά το συναξάρι, τους διαφόρους αιρετικούς, ήτοι τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο, τις παραφυάδες του Αρείου, τον Σαβέλλιο, εκείνους δηλαδή που αμφισβήτησαν στην εποχή του την αποκαλυμμένη από τον Κύριο αγία Τριάδα, την εν Τριάδι Μονάδα και την εν Μονάδι Τριάδα. Είναι κατά τον υμνογράφο «ο πέλεκυς που κόβει τις ορμές των αιρετικών, το δίκοπο ξίφος του Παρακλήτου, το μαχαίρι που κόβει τις νόθες σπορές, η φωτιά που καταφλέγει τις σαν φρύγανα αιρέσεις». Κι ας σημειώσουμε ότι ο αντιαιρετικός του αγώνας είχε κατεξοχήν θετικό χαρακτήρα. Πίστευε δηλαδή ότι τότε εξαλείφεται η οποιαδήποτε αίρεση, όταν προβάλλεται με σαφήνεια  η αλήθεια του λόγου του Θεού.

Ο υμνογράφος του βεβαίως δράττεται της ευκαιρίας να προβάλει τη νηπτική και εσωτερική της καρδιάς  διάθεση και θεολογία του αγίου Γρηγορίου αναφερόμενος στο ίδιο του το όνομα: Γρηγόριος.  Ο άγιος Γρηγόριος ήταν «ο γρήγορος νους», «αυτός που ήταν σε εγρήγορση ως προς το όμμα της ψυχής και σε εγρήγορση ποιμένας», ο οποίος «υπέταξε στον μεν ηγεμόνα νου τα αμαρτωλά σκιρτήματα της σάρκας, τον δε νου στον Παμβασιλέα Χριστό», γι’ αυτό και χωρίς εμπόδια διήνυσε την οδόν των εντολών του Χριστού και έγινε εύκολα κατοικητήριο της αγίας Τριάδος («όθεν απροσκόπτως την οδόν των εντολών ανύσας, συ της Τριάδος ενδιαίτημα γέγονας εικότως, Γρηγόριε»). Η πρακτική αυτή εξάσκηση των αρετών διά των εντολών του Κυρίου, η οποία τον οδήγησε  και στη θεωρία του Θεού, ήταν η προϋπόθεση για τον ιδιαίτερο φωτισμό του από τον Θεό, προκειμένου να διακρίνει την αλήθεια της πίστης από την πλάνη των αιρέσεων. Κι είναι τούτο βασικότατη αλήθεια της χριστιανικής πίστης: μόνον όποιος καθαρίζει την καρδιά του από τις πονηρίες των παθών, μπορεί και να δεχτεί τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, συνεπώς να γίνει και αληθής θεολόγος.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε και εμείς είναι να συντονιστούμε με τον υμνογράφο της Εκκλησίας μας: να παρακαλέσουμε τον άγιο, με την παρρησία που έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού, «ως γρήγορος ποιμήν», να διεγείρει και εμάς από τον πνευματικό μας ύπνο και να «κοιμίσει» τα πάθη που μας τυραννούν, λόγω της αμελείας μας. «Από αμέλεια ο δειλός ξανάπεσα στην αμαρτία και μέχρι θανάτου κοιμήθηκα. Αλλά σαν ποιμένας ευρισκόμενος σε μεγάλη εγρήγορση, ξύπνησέ με, Πάτερ, και κοίμισε τα πάθη μου, που με τυραννούν με κακό τρόπο».