17 Ιανουαρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΝΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ

 

«Ὁ ἔνδοξος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος, υἱός εὐσεβῶν καί ἐναρέτων γονέων, τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς Βασίλως, καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό τῶν Γρεβενῶν πού ὀνομαζόταν Τσούρχλι (τώρα Ἅγιος Γεώργιος). Λόγω τῆς φτώχειας τῶν γεωργῶν γονέων του δέν μπόρεσε νά μάθει γράμματα κι ὅταν ἔμεινε ὀρφανός σέ νεαρή ἡλικία ἔμεινε γιά μικρό διάστημα μαζί μέ τά ἀδέλφια του. Ἔφυγε ἀργότερα γιά τά Ἰωάννινα, ὅπου ἔκανε κάποιες μικρές δουλειές γιά νά τρέφεται, ὄντας ἁπλός, σεμνός καί πρᾶος, ἐνῶ δέν παρέλειπε ὅταν τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία νά βρίσκεται στόν Ναό τοῦ Κυρίου. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 ἦταν ἱπποκόμος σέ κάποιον Ὀθωμανό, ἀξιωματοῦχο τοῦ διοικητῆ τῶν Ἰωαννίνων. Κάποιοι τότε  Ὀθωμανοί, κατώτερης κοινωνικῆς τάξης, κινούμενοι ἀπό φθόνο καί ἐμπάθεια τόν συκοφάντησαν ὅτι τάχα εἶχε ἐξομόσει πρίν ἀπό καιρό καί ἔπειτα ξανάγινε χριστιανός. Τόν ὁδήγησαν λοιπόν στόν Τοῦρκο δικαστή, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέκρινε καί διεπίστωσε, μετά καί τήν ἄρνηση του Γεωργίου ὅτι συνέβη κάτι παρόμοιο, ὅτι πρόκειται περί συκοφαντίας, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν ἀφήσει ἐλεύθερο.   

Συνεχίζοντας λοιπόν τή ζωή του κοντά στόν ἀξιωματοῦχο Ὀθωμανό στά Ἰωάννινα, συζεύχθηκε μέ τή γυναίκα του, ὀνόματι Ἑλένη, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1837.  Τόν μήνα αὐτόν, ἦλθε ἕνας ἡγεμόνας τοῦ Μουσταφᾶ πασᾶ στά Ἰωάννινα, κι ἔτυχε τότε νά προσληφθεῖ ὁ ἅγιος ἀπό τόν νεοδιορισμένο Μουσελίμη τῶν Φιλιατῶν, τόν ὁποῖο καί ἀκολούθησε ἐκεῖ. Μετά ἀπό λίγο ὅμως ἐπέστρεψε ὁ Μουσελίμης γιά ὑποθέσεις του στά Ἰωάννινα κι ἦλθε καί ὁ Γεώργιος ὡς ἱπποκόμος του, ὁπότε μέ τό πέρας τῶν ὑποθέσεων καθώς ξεκίνησε καί πάλι ὁ Μουσελίμης γιά τίς Φιλιάτες, ὁ Γεώργιος τόν παρεκάλεσε νά παραμείνει γιά λίγες ἡμέρες ἀκόμη στά Ἰωάννινα, γιατί εἶχε γεννήσει ἡ γυναίκα του υἱό καί ἤθελε νά παρευρίσκεται στή βάπτισή του. 12 Ἰανουαρίου, ἡμέρα Τετάρτη, πρωϊνή ὥρα, κάποιος Ὀθωμανός τόν συνάντησε στόν δρόμο, τόν ἅρπαξε βίαια καί τοῦ εἶπε: Ἐσύ ἔγινες Τοῦρκος καί πῶς τώρα ζεῖς ὡς χριστιανός; Αὐτός ἀπάντησε: οὔτε Τοῦρκος ἔγινα ποτέ οὔτε τόν Χριστό μου ἀρνήθηκα ποτέ. Χριστιανός καί ἤμουνα καί πάντοτε θά εἶμαι. Ἐπειδή μαζεύτηκαν καί ἄλλοι Ὀθωμανοί ἀπό ὅσους ἦταν στόν δρόμο καί μαρτυροῦσαν κι αὐτοί τά ἴδια μ’ ἐκεῖνον πού τόν εἶχε ἁρπάξει, λόγω τοῦ θορύβου πού δημιουργήθηκε, ἔφτασε ὁ Διοικητής Καβάζπασης, ὁ ὁποῖος ρώτησε νά μάθει γιά τήν αἰτία τοῦ θορύβου καί ἄκουσε ἀπό τούς Ὀθωμανούς τήν κατηγορία κατά τοῦ Γεωργίου: εἶχε τουρκέψει καί τώρα ζεῖ καί πάλι ὡς χριστιανός. Ὁ Γεώργιος στό μεταξύ συνεχῶς ἔκραζε δυνατά, Χριστιανός καί ἤμουν πάντοτε, καί εἶμαι, καί ποτέ δέν ἔγινα Τοῦρκος. Τόν συνέλαβε ὁ Καβάζπασης, τόν φυλάκισε καί περί τό δειλινό τόν ὁδήγησαν στόν δικαστή, ὅπου τόν ἐξέτασαν, τόν πίεσαν ποικιλοτρόπως γιά νά ἐξομόσει, ἀλλά αὐτός παρέμεινε ἀκράδαντος στήν ὁμολογία τῆς ἀμώμητης πίστεώς μας. Τόν ἔκλεισαν καί πάλι στή φυλακή. Τότε ὁ ἁρχιερατεύων στά Ἰωάννινα Ἰωακείμ ὁ ἀπό Δρυϊνουπόλεως (κατόπιν Πατριάρχης), πῆγε στόν δικαστή καί μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα ἀναίρεσε ὅλες τίς κατηγορίες κατά τοῦ Γεωργίου – κάτι πού ἔκανε στή συνέχεια καί ἐνώπιον τοῦ Διοικητῆ - ἀλλά τελικῶς δέν κατάφερε τίποτε.

Τήν ἴδια νύχτα ὁ Γεώργιος βασανίστηκε μέ πολλούς τρόπους στή φυλακή γιά νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του στόν Χριστό, ἀλλά μένοντας σταθερός καί ἀμετακίνητος ὁδηγήθηκε ἐκ νέου στόν δικαστή τήν Πέμπτη τό πρωί. Ἐκεῖ στήν ἀρχή προσπάθησαν νά τόν μεταπείσουν μέ κολακεῖες κι ὕστερα μέ ἀπειλές, ἀλλά καί πάλι δέν ἐνέδωσε καθόλου. Τόν ἔφτυναν, τόν μαστίγωναν, ἀλλά αὐτός τό μόνο πού ἔλεγε ἦταν: Χριστιανός εἶμαι. Πάλι τόν ἔριξαν στή φυλακή καί τόν βασάνισαν ὅλη τή νύκτα. Ξημερώματα Παρασκευῆς, τοῦ ἔμπηξαν ἀκίδες κάτω ἀπό νύχια του, τοῦ ἔβαλαν μεγάλες πέτρες πάνω στό στῆθος του, ἀλλά αὐτός μέ γενναῖο τρόπο ἐξακολουθοῦσε νά ἀναφωνεῖ: Χριστιανός εἶμαι. Σάββατο πρωί τόν ἔσυραν γιά μία ἀκόμη φορά ἐνώπιον τοῦ δικαστῆ, ὅπου εἶχαν μαζευτεῖ καί πολλοί Ὀθωμανοί, ὁπότε τοῦ εἶπαν νά ἐκλέξει ἕνα ἀπό τά δύο: ἤ νά λάβει πολλές ἀμοιβές ἄν ἐξομόσει ἀπό τήν πάτρια πίστη του ἤ νά λάβει θάνατο σκληρό ἄν ἐπιμείνει σ’ αὐτήν. Ὁ μακάριος ὅμως μέ ἀνδρεία ψυχή καί θαρραλέο στόμα εὐθαρσῶς καί πάλι ὁμολόγησε μέ δυνατή φωνή μπροστά σέ ὅλους τούς ἀσεβεῖς: «Χριστιανός καί ἤμουν ἀπαρχῆς, Χριστιανός εἶμαι καί θά εἶμαι μέχρι τῆς τελευταίας μου πνοῆς». Τρεῖς φορές τόν ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ κριτῆ καί τρεῖς φορές τόν ἔβγαλαν, χωρίς νά τοῦ ἀλλάξουν τήν εὐσεβή ὁμολογία. Τότε δόθηκε ἡ τελευταία ἀπόφαση, γραμμένη μέ τό χέρι τοῦ δικαστῆ, νά παραδοθεῖ σέ θάνατο. Τόν ὁδήγησαν λοιπόν στόν ἀνθύπατο (Κεχαγιάμπεη), ὅπου παρά τίς νέες ἀπειλές δέν ἐνέδωσε. Τόν ἔφεραν ἀπό ἐκεῖ καί στόν διοικητή Μουσταφᾶ πασᾶ, μπροστά στόν ὁποῖο χωρίς κανένα φόβο ὁμολόγησε ἐκ νέου τόν Σωτήρα καί Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁπότε ρίχτηκε στή φυλακή γιά μία ἀκόμη φορά. Τή Δευτέρα 17 Ἰανουαρίου, 12 τό μεσημέρι, ἀπαγχονίστηκε στήν ἀγορά τοῦ χάνδακα τοῦ μεγάλου φρουρίου, συνεχῶς φωνάζοντας δυνατά: «Χριστιανός εἶμαι, κάντε μου ὅ,τι φοβερό καί κακό γνωρίζετε». Ἔμεινε τό σῶμα τοῦ μακάριου Γεωργίου κρεμασμένο μέχρι τήν Τετάρτη, 19 Ἰανουαρίου, ὁπότε κατ’ αὐτήν δωρήθηκε τό μαρτυρικό σῶμα ἀπό τόν διοικητή Μουσταφᾶ Πασᾶ Βεζύρη στόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τό ἔφερε στόν ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς πόλεως Ἰωαννίνων, ὅπου καί τάφηκε ἔξω ἀπό τό ἱερό Βῆμα, στό ἀριστερό μέρος, μέ μεγάλη συνδρομή τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, μέ μεγάλη εὐλάβεια καί κατάνυξη, καί μέ τήν ἱερή παράταξη ὅλου τοῦ ἱερατικοῦ κλήρου. Καί τί συνέβη; Ἐνῶ ἦταν κρεμασμένο τό μαρτυρικό σῶμα, κατερχόταν ἀπό τόν οὐρανό ἄπλετο φῶς τίς νύχτες καί τό κατακάλυπτε, πρός ἔκπληξη καί μεγάλο θαυμασμό ὅλων αὐτῶν πού τό ἔβλεπαν. Κι αὐτό τό φῶς φαινόταν λαμπρότατο ὄχι μόνον στούς κοντινούς, ἀλλά καί σ’ αὐτούς πού ἦταν πολύ μακριά. Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου ἐπιτελεῖ πάρα πολλές πραγματικές θεραπεῖες σέ ὅσους προσέρχονται μέ πίστη, ἐνῶ χῶμα καί λάδι πού μεταφέρονται σέ ἄλλα μέρη ἀπό τό μνῆμα του καί τή φωταγωγία του ἀπό πιστούς καί εὐλαβεῖς χριστιανούς, ἀπάλλαξαν ὅσους τά ἔλαβαν μέ θερμή πίστη ἀπό δεινά πάθη καί ἀπό ἀνίατες νόσους».

Ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου νεομάρτυρα Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις προκαλεῖ θαυμασμό καί κατάπληξη, ὅπως βεβαίως συμβαίνει καί σέ παρόμοιες ἄλλες περιπτώσεις ἁγίων. Γιατί; Διότι ἡ εἰκόνα πού παρουσιάζει πρίν ἀπό τό μαρτύριό του εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνός ἁπλοῦ ἀνθρώπου, ἀγραμμάτου, μέ μία «κατώτερη» ἐργασία – φροντιστής ἀλόγων ἤτανε – μέ μία ἁπλή γυναίκα νυμφευμένος, πού μόλις μάλιστα εἶχε γεννηθεῖ τό παιδί τους, χωρίς καμία ἰδιαίτερη ἀπαίτηση ἀπό τή ζωή, ὅταν μάλιστα αὐτή ἡ ζωή ἦταν περιχαρακωμένη ἀπό τήν κυριαρχία καί τή δυναστεία τῶν Ὀθωμανῶν - ἡ περιοχή τῆς Ἠπείρου καί τῶν Ἰωαννίνων δέν εἶχε ἀκόμη ἀπελευθερωθεῖ. Ἕνας πολύ ἥσυχος ἄνθρωπος δηλαδή μέ μία πολύ ἁπλή καί ἥσυχη ζωή. Καί τό παράδοξο καί τό καταπληκτικό εἶναι ὅτι μόλις δίνεται ἡ ἀφορμή, ἀφορμή ὡς πρός τήν πίστη πού προκαλεῖ τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἥσυχος αὐτός ἄνθρωπος πού κανείς ἴσως νά μήν τοῦ ἔδινε σημασία σέ ἄλλη περίσταση, ἀποκαλύπτεται κυριολεκτικά λιοντάρι στήν ψυχή, μέ μία καρδιά πού κόχλαζε ἀπό τή φλόγα καί τή θερμότητα τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό.

Ὁ ἅγιος Γέροντας ὑμνογράφος μακαριστός π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ὁ νεωστί  ἁγιοκαταταχθείς ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, ἐπανειλημμένως προσανατολίζει τή σκέψη μας,  προκειμένου νά προβάλει τό μεγαλεῖο τοῦ νεομάρτυρα, ἀκριβῶς σ’ αὐτήν τήν «παραδοξότητα»: τήν ἁπλότητα καί τήν πραότητά του, πού ὅμως ἔκρυβαν τόν πάντιμο θησαυρό τῆς χριστιανικῆς πίστεώς του. «Τί παράδοξο θαῦμα! Αὐτός πού ἦταν ἁπλός κατά τόν τρόπο τῆς ζωῆς του... ντρόπιασε τό πονηρό φίδι...». «Πράγματι, νά, ὁ ἰδιώτης καί ἀκαλλιέργητος ὡς πρός τόν λόγο, ὁ λαμπρός Γεώργιος, κυριάρχησε μέ τή στέρεα γνώμη του ἀπέναντι στή φοβερή καί τρομερή δύναμη τῶν ἐχθρῶν» (στιχ. ἑσπερ.). Καί θυμᾶται ὁ ὅσιος ὑμνογράφος ἔτσι, αὐτό πού σημειώνει στούς Κορινθίους ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν προβαίνει σέ ἀποτίμηση τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτόν τόν κοσμο:  ὁ Χριστός ἀποκάλυψε τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ὄχι στούς σοφούς καί τούς θεωρουμένους μεγάλους καί ἰσχυρούς τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά στούς μικρούς καί ἄσημους, τούς περιθωριακούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶχαν «καρδιά» γιά νά γευτοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους. «Βλέπετε ποιοί ἔχετε κληθεῖ στήν πίστη, ἀδελφοί. Δέν εἶστε πολλοί σοφοί κατά κόσμον, δέν εἶστε πολλοί δυνατοί, δέν εἶστε πολλοί εὐγενεῖς. Γιατί ὁ Θεός διάλεξε τούς θεωρούμενους ἀνόητους τοῦ κόσμου, γιά νά ντροπιάσει τούς σοφούς, καί τούς ἀδύναμους διάλεξε ὁ Θεός, γιά νά ντροπιάσει τούς ἰχυρούς». Τό ἴδιο λοιπόν λέει καί ὁ Γέροντας Γεράσιμος: «Σύ, Χριστέ, διάλεξες τούς μικρούς καί ἀδύναμους τοῦ κόσμου καί ντρόπιασες μέσω αὐτῶν αὐτούς πού ἦταν περήφανοι μέ ἐπηρμένο νοῦ» (στιχ. ἑσπερ.).

 Ὁ ἅγιος Γεώργιος μέ ἄλλα λόγια ἔχει, γιά τόν ἐκκλησιαστικό μας ποιητή, τό βασικότερο καί οὐσιαστικότερο στοιχεῖο γιά νά ὑπάρχει καί νά ἀναπτύσσεται ἡ πίστη τοῦ Θεοῦ∙ τήν ἁγία ταπείνωση. Ὄχι βεβαίως ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ταπείνωση καί ἡ πίστη σ’ ἕναν ἄνθρωπο πού «διαπρέπει» στόν κόσμο αὐτόν∙ ἕναν μορφωμένο ἐπιστήμονα γιά παράδειγμα. Ἀλλά θέλει νά πεῖ ὅτι εἶναι ἴσως πιό εὔκολο σέ ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο νά πιστέψει στόν Χριστό, καί τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία γιά νά τό τονίσει μέ τόν ἅγιο Γεώργιο.

Κι ἴσως, πρίν δοῦμε ἄλλες «ματιές» τοῦ ὁσίου ὑμνογράφου γιά τόν ἅγιο, νά σταθοῦμε σ’ αὐτήν τήν ἐξωτερική εἰκόνα πού εἶχε στόν κόσμο, τοῦ ἁπλοῦ ὅπως εἴπαμε καί ἥσυχου καί ταπεινοῦ ἀνθρώπου. Γιατί; Διότι προκαλούμαστε νά προβληματιστοῦμε πάνω γενικά στήν εἰκόνα τοῦ χριστιανοῦ στόν κόσμο κάθε ἐποχῆς. Ὁ χριστιανός δηλαδή δέν «ἀκούγεται» συνήθως, δέν φωνασκεῖ, δέν δηλώνει τήν παρουσία του σ’ ἕναν κόσμο χαλασμένο ἀπό τήν ἁμαρτία μέ «πυροτεχνήματα» καί ἐκδηλώσεις πού τραβοῦν τήν προσοχή. Κάτι τέτοιο συνήθως φανερώνει μία κενότητα καί μία ἀπουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανός ζεῖ τόν Θεό μέσα στήν καρδιά του (μέ τίς ἐξωτερικές ἐκκλησιαστικές ἐκδηλώσεις ἐννοεῖται τῆς ζωῆς αὐτῆς ἐν κατακοσμίῳ ἤθει), ἀγωνίζεται ἀδιάκοπα νά βρίσκεται στό διαρκῶς ζητούμενο, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ - βάση μας εἶναι τό «γενηθήτω τό θέλημά Σου» τῆς Κυριακῆς προσευχῆς - ὁ ἐναγώνιος προσανατολισμός του εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Κυρίου, ἰδίως τό ὑψηλό τῆς ἀγάπης καί πρός τόν ἐχθρό,  πράγματα δηλαδή πού τόν κάνουν ἐξωτερικά μέν νά περνάει ἀπαρατήρητος, ἐσωτερικά ὅμως νά τόν τραντάζουν συθέμελα καί νά τόν θέτουν στήν ἔνταση, κατά τόν λόγο τοῦ ὁσίου Σωφρονίου, τῆς τεταμένης χορδῆς. Αὐτό δέν εἶναι καί τό ἦθος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας, ὁ Ὁποῖος Θεός ὤν ἦρθε σέ ἕναν κόσμο μέ τόν ἁπλούστερο καί ταπεινότερο τρόπο, χωρίς κανείς νά Τόν πάρει «εἴδηση»; Κι ἄρχισε τή φανέρωσή Του ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς λυτρωτικῆς δράσεώς Του μέ ἀποκορύφωμα τόν Σταυρό. Σάν τόν ἅγιο Γεώργιο ἐν προκειμένω, πού κανείς δέν μποροῦσε νά καταλάβει τόν ἐσωτερικό του ἀγώνα, ἀλλά μόλις προκλήθηκε ὡς πρός τήν πίστη του ὅπως εἴπαμε, ἐκεῖ πιά κατ’ ἀνάγκην φανέρωσε τό μεγαλεῖο τῆς ὀδυνωμένης καρδιᾶς του ἀπό τόν ἐσωτερικό του πνευματικό ἀγώνα.

Διότι βεβαίως αὐτό ἀποκαλύπτει τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου: Ὅτι ἀγωνιζόταν διαρκῶς νά ζεῖ μέ τήν ἑτοιμότητα πού ζητάει ὁ Κύριος. «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται». Ἡ ἀντίδρασή του στούς ἐχθρούς Ὀθωμανούς πού θέλησαν νά τόν ἀλλαξοπιστήσουν, αὐτό ἀκριβῶς ἐπιβεβαιώνει. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἔχει τή διάθεση νά θυσιαστεῖ γιά τήν πίστη του, ἄν δέν τήν καλλιεργεῖ διαρκῶς μέσα του καί δέν τήν ἔχει ὡς προτεραιότητα τῆς ζωῆς του. Καί νά, ἡ ἀπόδειξη: νιόπαντρος ὅπως εἴπαμε, μ’ ἕνα μικρό παιδί στά χέρια πού μόλις εἶχε βαπτιστεῖ, οὔτε στιγμή δέν προβληματίζεται. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα, γυναῖκα ἤ τέκνα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» εἶναι ἐκεῖνο πού τόν συνέχει. Κι ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί τό ἐπιβεβαιώνει: κανείς δέν ὁδηγεῖται στό μαρτύριο γιά τήν πίστη του στόν Χριστό, ἄν δέν ἔχει ξεχωριστή καί ἰδιαίτερη χάρη ἀπό Ἐκεῖνον. Ὅπως ἀκριβῶς τό διατυπώνει: «ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν (τόν Χριστόν) πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν». Ὁ ἅγιος Γεώργιος λοιπόν ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη σπουδαῖο παράδειγμα ἀπό τό νέφος τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἀλήθεια αὐτή. Κι αὐτό σημειώνει βεβαίως καί ὁ ἅγιος ποιητής, κι ὄχι μόνον μία φορά. «Στερεωμένος στό θεμέλιο τῆς πίστεως, τρισμακάριε Γεώργιε, φάνηκες ἀκλόνητος ἀπέναντι στήν ἀλαζονεία τῶν ἐχθρῶν... Καί προτίμησες εὐχαρίστως τήν ἀγχόνη γιατί ἀγαποῦσες τόν Κύριο» (Δοξαστικό μ. ἑσπερ.). Κι ἀλλοῦ ἐνδεικτικά: «Κράτησες ἄσυλο τόν θησαυρό τῆς πίστεως, γιατί ἀκολουθοῦσες ἐπακριβῶς τή θεία ἀγάπη. Κι ἔκανες πέρα τόν πόθο τῶν οἰκείων σου, γιατί πρόκρινες χάριτι Θεοῦ νά πεθάνεις ὑπέρ Χριστοῦ » (λιτή).

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἐντελῶς λογικό γιά τόν ὅσιο ποιητή  Γεράσιμο νά συγκρίνει τόν ἅγιο Γεώργιο τόν νεομάρτυρα μέ τούς παλαιούς μεγάλους ἁγίους μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἅγιο Δημήτριο, τόν συνονόματό του ἅγιο Γεώργιο καί τούς λοιπούς. Γιατί; Διότι καί ἐκεῖνοι ὡς ποιητικό αἴτιο τῆς ζωῆς καί τοῦ μαρτυρίου τους εἶχαν τή θερμή ἀγάπη καί τόν ἔρωτα πρός τόν Χριστό. Ὅπως πολλάκις ἔχει σημειωθεῖ: βγάλε τήν ἀγάπη αὐτή ἀπό τούς ἁγίους καί ὅλη ἡ ζωή τους, πολύ περισσότερο τό μαρτύριό τους εἶναι ἀκατανόητα - ὅ,τι ἐπισημαίνει καί πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά μάρτυρες πού τό μαρτύριό τους λόγω ἐλλείψεως τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο ἦταν μάταιο: «εἰκῇ καί ἐμαρτύρησαν». «Φάνηκες, Γεώργιε, νά ἔχεις τόν ἴδιο ζῆλο μέ τούς παλαιούς μάρτυρες» (ἀπόστ. (μ.) ἑσπερ.). «Ὄλη ἡ Ἤπειρος μέ χαρά μεγάλη ὑμνεῖ μέ ἄσματα τούς λαμπρούς ἀγῶνες τῆς ἔνδοξης ἄθλησής σου, ἅγιε, μέ τούς ὁποίους ἀγῶνες ἀναδείχτηκες ἰσοστάσιος τῶν λαμπρῶν μεγάλων μαρτύρων» (στιχ. ἑσπ.). Ἀποτελεῖ ὁ ἅγιος «τή λαμπρή προσθήκη τῶν ἀθλοφόρων τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἦταν κατά πάντα ὁμότροπός τους» (ἀπόστ. ἑσπ.).

Γιά νά προχωρήσει βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος στήν ἀποτίμηση τοῦ μαρτυρίου κάθε ἐποχῆς, ὅταν γίνεται γιά τόν Χριστό: ἀποτελεῖ συμμετοχή στό Πάθος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. «Βαστάζεις κι ἐσύ στό σῶμα σου τά στίγματα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ» (Δοξαστικό ἑσπερινοῦ). Μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα∙ τήν κατατρόπωση τοῦ διαβόλου. Δηλαδή ὅπως ὁ Κύριος πάνω στόν Σταυρό κατάργησε τόν διάβολο καί καταπάτησε τόν θάνατο, ἔτσι καί ὁ ἅγιος μάρτυρας ἐν προκειμένῳ: μέ τή θυσία τῆς ἀγάπης του γιά τόν Χριστό διά τῆς ἀγχόνης, ἀπαγχόνισε τόν διάβολο. «Μέ θάρρος ὁμολόγησε τό σωτήριο τοῦ Χριστοῦ ὄνομα, καί μέ τόν θάνατο τῆς ἀγχόνης ἀπαγχόνισε τόν ἀρχέκακο ἐχθρό» (Δοξαστικό ἑσπ.).

Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι ἕνας τέτοιος χαρισματικός θάνατος, μέσω τοῦ ὁποίου εἰσέρχεται κανείς θριαμβευτικά στήν ὄντως ζωή, γίνεται ἀφενός ἀφορμή γιά δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἀφετέρου εὐκαιρία νά ὑπάρξει ἕνας ἀκόμη ἰσχυρός πρεσβευτής τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Κι ἰδιαιτέρως μέ τά λείψανα τά ὁποῖα μένουν στά χέρια τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων, διά τῶν ὁποίων ἐπιτελοῦνται πλεῖστα θαύματα. Ὁ ἅγιος ποιητής δέν παύει νά τονίζει καί τίς δύο αὐτές πραγματικότητες, ἐπισημαίνοντας βεβαίως καί τήν ξεχωριστή χάρη πού εἰσπράττουν ἀπό τόν ἅγιο ἡ Ἤπειρος γενικά καί πιό συγκεκριμένα ἡ πόλη τῶν Ἰωαννίνων. «Ἀγωνίστηκες μαρτυρικά μέ ἀκλόνητη καρδιά καί δόξασες τόν Χριστό μέ τή γενναία σου ἄθληση, Γεώργιε νεομάρτυς» (ἐξαπ. ὄρθρου).  «Χαῖρε, Γεώργιε, ὁ πυρσός τῆς Ἠπείρου και ὁ θερμότατος βοηθός τῶν Ἰωαννίνων... Καί τώρα παρακάλει Χριστόν τόν Θεό χωρίς διακοπή γιά ἐμᾶς πού ὑμνολογοῦμε δυνατά τήν ἱερή καί χαρμόσυνη μνήμη σου» (Δοξ. ἑσπ.). «Ὁ Κύριος τῆς δόξας, ἐπειδή δοξάστηκε ἀπό τήν ἄθλησή σου, σέ δοξάζει λαμπρά, γι’ αὐτό καί ἀνέδειξε τή σορό τῶν λειψάνων σου ὡς κρήνη ἰαμάτων» (λιτή).

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο Αντώνιος γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην κωμόπολη Κομά της Αιγύπτου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί, πλούσιοι και αριστοκράτες που του μετάγγισαν την πίστη τους στον Χριστό. Σε νεαρή ηλικία τους έχασε κι έμεινε μόνος με τη μικρή αδελφή του. Είκοσι ετών περίπου νιώθει την κλήση του Θεού να αποσυρθεί από τα κοσμικά και να αφιερωθεί πλήρως στον Θεό. Εμπιστεύεται την αδελφή του σε παρθενώνα (ένα είδος γυναικείου μοναστηριού) της περιοχής του, μοιράζει στους φτωχούς όλη την περιουσία που είχε από τους γονείς του και αποσύρεται πρώτα κοντά στο χωριό του κι ύστερα σε πιο απομακρυσμένες κι ερημικές περιοχές. Η δίψα του κι ο πόθος του για τον Θεό και την αρετή ήταν πολύ μεγάλοι. Όπου άκουγε ότι υπάρχει κάποιος ενάρετος ασκητής πήγαινε και τον επισκεπτόταν για να τον μιμηθεί στον καλό τρόπο της ζωής του. Σιγά σιγά έτσι απέκτησε σχεδόν όλες τις αρετές, χαρακτηριζόμενος από όλους θεοφιλής. Ο Θεός επέτρεψε, για να του αυξήσει τις δωρεές και τα χαρίσματα, να μπει και στη σκληρή δοκιμασία των δαιμονικών πειρασμών. Μέσα από το καμίνι αυτό, με τη βοήθεια του Θεού, αναδείχτηκε ως «χρυσός εν χωνευτηρίω». Προχώρησε πολύ στην αγιότητα, απέκτησε τα μεγάλα χαρίσματα της διόρασης και της προόρασης, καθώς και της διάκρισης των πνευμάτων. Η φήμη του από τα θαύματα και τα χαρίσματά του άρχισε να απλώνεται παντού. Έγινε πρότυπο στους πάντες, κοσμικούς και μοναχούς. Η ταπείνωσή του όμως τον κρατούσε προσγειωμένο στην πραγματικότητα. Αποσύρθηκε σε ακόμη ερημικότερες περιοχές, μα ο πιστός λαός τον αναζητούσε οπουδήποτε. Τέλος σε βαθύτατο γήρας, το 356, σε ηλικία 105 ετών, αφού έδωσε τις τελευταίες συμβουλές στους συνασκητές του και με την εντολή να τον θάψουν σε μέρος που δεν θα το γνωρίζει κανείς, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, μέσα σε άφατη χαρά και ιλαρότητα».

Ο Μέγας Αθανάσιος, ο οικουμενικός αυτός Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, ο οποίος και συνέγραψε τον βίο του αγίου Αντωνίου – στην πραγματικότητα μία εκτεταμένη επιστολή – λέει ότι είναι «μεγάλο κέρδος γι’ αυτόν και να θυμάται μόνον τον Αντώνιο». Ο ιερός Αυγουστίνος, ο μεγάλος κι αυτός άγιος της Εκκλησίας, πήρε την οριστική απόφαση να μεταστραφεί στη χριστιανική πίστη και να βαπτιστεί, με την καθοδήγηση βεβαίως του επισκόπου Μεδιολάνων αγίου Αμβροσίου, όταν μελέτησε τον βίο του αγίου Αντωνίου. Ο σπουδαίος ασκητής του Γεροντικού, ο οποίος ζήτησε από τον Θεό να του φανερώσει όλους τους μεγάλους αγίους της εποχής του, είδε να εκπληρώνεται το αίτημά του, πλην του Αντωνίου. Και στο ερώτημά του στον Κύριο γιατί συνέβη αυτό, έλαβε την πληροφορία ότι «ο Αντώνιος είναι πολύ κοντά μου και δεν μπορείς να τον δεις». Όταν μιλάμε για τον άγιο Αντώνιο λοιπόν δεν μιλάμε για απλό άγιο της Εκκλησίας. Το πνευματικό ύψος του είναι τρισμέγιστο, φθάνει μέχρι και σ’ αυτά τα «κράσπεδα» της Τριαδικής Θεότητος.

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ηλία και τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ό,τι ο ίδιος ο άγιος Αντώνιος είδε σαν τρόπο ζωής στον προηγηθέντα από αυτόν όσιο Παύλο τον Θηβαίο («του Παύλου συμμέτοχος του Θηβαίου»),  το ίδιο αγωνίστηκε και αυτός να πράξει. Νέος προφήτης Ηλίας και νέος Ιωάννης Πρόδρομος ο όσιος Παύλος, παρομοίως και ο άγιος Αντώνιος. Κατά πώς το λέει και το απολυτίκιό του: «Μιμήθηκες στον τρόπο της ζωής τον ζηλωτή Ηλία κι ακολούθησες τους ίσιους δρόμους του Βαπτιστή, πάτερ Αντώνιε». Κι ακόμη: τον παραλληλίζει και με τον Μωυσή, ονομάζοντάς τον «νέον Μωυσή», διότι «στην έρημο έστησε το τρόπαιο κατά των εχθρών και των αντιπάλων ως αρχηγός του λαού». Δεν παραξενεύουν λοιπόν οι χαρακτηρισμοί που του αποδίδει η Εκκλησία μας διά των ύμνων της: «Πατήρ Πατέρων», «φωστήρ φωστήρων», «οικουμένης το κλέος», «ο επί γης άγγελος και εν ουρανοίς άνθρωπος Θεού».

Ο άγιος υμνογράφος κάνοντας, με τα δεδομένα της ζωής του οσίου και με φωτισμό Θεού, μία πνευματική «ακτινογραφία» του Αντωνίου, επικεντρώνει στην καρδιά του: ήταν ένα πυρακτωμένο καμίνι αγάπης και έρωτα που η φλόγα του ανέβαινε διαρκώς στο ακρότατο των επιθυμητών, στην πιο υψηλή κορυφή της αγάπης, τον ίδιο τον Θεό. «Ο θείος έρωτας σού έβαλε φωτιά και έδωσε φτερά στην ψυχή σου να ποθήσεις το πράγματι ακρότατο όριο της αγάπης, τον Θεό δηλαδή». Αυτός ο έρωτάς του ήταν η κινητήρια δύναμη για να απαγκιστρωθεί από όλες τις γοητείες του παρόντος κόσμου του απατεώνος, και στη συνέχεια με την πολλή άσκησή του και την ησυχία να αυξηθεί  σ’ αυτήν την  αγάπη του Θεού, να ενωθεί πλήρως με Αυτόν και να γεμίσει από όλα τα καλά που ο Θεός ξέρει να δίνει: όχι κάτι από Αυτόν, αλλά ολόκληρο τον Εαυτό Του. «Τότε λοιπόν, με τον θείο έρωτά σου, έκανες πέρα οποιαδήποτε  σχέση με άνθρωπο και ήλθες στην έρημο, αγωνιζόμενος να ενωθείς με Αυτόν με την πολλή άσκηση και την ησυχία. Γι’ αυτό και γέμισες, όπως ζήτησες, από τα καλά του Θεού και έλαμψες σαν ήλιος, φωτίζοντας τις ψυχές μας, Αντώνιε».

Ο άγιος υμνογράφος με τα παραπάνω λεγόμενά του δίνει απάντηση και σε ένα ερώτημα που μπορεί να δημιουργηθεί και σε εμάς σήμερα: τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να δώσει τόση χάρη στον Αντώνιο; Κάνει διακρίσεις ο Θεός; Αγάπησε περισσότερο εκείνον από ό,τι εμάς ή άλλους άλλων εποχών; Η απάντηση είναι αρνητική. Ο Θεός αγαπά τους πάντες εξίσου. «Ουκ έστιν προσωπολήπτης ο Θεός». Ό,τι αγάπη είχε στον Αντώνιο έχει και σε εμάς και σε όλους τους ανθρώπους. Ποιο λοιπόν το «μυστικό» του Αντωνίου; «Ως εζήτησας» σημειώνει ο υμνογράφος. Η απάντηση βρίσκεται στη μικρή αυτή φράση. Ο άγιος Αντώνιος πυρακτώθηκε από την χάρη του Θεού, έγινε όλος φωτιά, διότι και ο ίδιος αναζητούσε τον Θεό. Κι εκεί υπάρχει το έλλειμμα το δικό μας. Ε μ ε ί ς  δεν αναζητούμε τον Θεό ή αν Τον αναζητούμε, Τον αναζητούμε με πολύ αναιμικό τρόπο. Ο Θεός προσφέρεται στον άνθρωπο κατά την αναλογία και της δικής του επιθυμίας. Μεγάλη αναζήτηση; Μεγάλη και η προσφορά. Μικρή αναζήτηση; Μικρή και η προσφορά. Με άλλα λόγια και εμείς θα μπορούσαμε να αναδειχτούμε άγιοι της περιωπής του αγίου Αντωνίου. Καταθέτουμε όμως την καρδιά και τη διάθεσή μας στον Θεό με απόλυτο τρόπο, χωρίς προαπαιτούμενα, σαν τον άγιο Αντώνιο; Την ευθύνη της μικρής ή και της μηδαμινής χάρης του Θεού μέσα μας πρέπει να την αναζητήσουμε στον ίδιο μας τον εαυτό.

16 Ιανουαρίου 2025

ΤΟ ΒΑΡΥΤΕΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ!

«Όλα τα άλλα πάθη καταπολεμούνται με μία αντίστοιχη αρετή το καθένα. Η ακηδία όμως είναι για τον μοναχό ένας ψυχικός θάνατος που περιέχει όλα τα κακά» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ιγ΄ 6).

Φοβερός ο λόγος του οσίου! Η ακηδία είναι μία… αγκαλιά πονηριών και κακών. Ένας κυριολεκτικά πνευματικός… «βόθρος»! Που σημαίνει αν καταλάβει κανείς τη βαρύτητά της, διαμιάς θα υπερπηδήσει πάμπολλα άλλα βαρίδια της πνευματικής ζωής. Πρόκειται για «το βαρύτερο από τα οκτώ πρωταρχικά πάθη της ψυχής» (8), που αν δεν παλεύει κανείς να το αντιμετωπίζει καθημερινά, θα δει να τον απομακρύνει εντελώς από τον Θεό και να τον οδηγεί έτσι πράγματι σε «ψυχικό θάνατο».

Μην πιστέψεις πως αυτό πιάνει μόνο τους μοναχούς: η ανθρώπινη φύση είναι κοινή για όλους. Κοίτα τα συμπτώματα στη δική σου ζωή του κεντρικού αυτού πάθους, που φανερώνει με τον πιο άμεσο τρόπο την ουσία της αμαρτίας, τον εγωισμό: πας να προσευχηθείς και μεταθέτεις τον χρόνο της προσευχής για… αργότερα· ξεκινάς τελικά να προσευχηθείς, κι αρχίζεις τα χασμουρητά· έρχεται η ώρα για την Εκκλησία, και… αλλάζεις πλευρό, για να γλιτώσεις χρόνο· ξέρεις ότι πρέπει να μελετήσεις λίγο τον λόγο του Θεού ή κάποιο πνευματικό βιβλίο, και επικαλείσαι χίλιες δυο δικαιολογίες και εργασίες για να μη πιάσεις ποτέ το βιβλίο στα χέρια σου· είσαι στην Εκκλησία και το μυαλό σου περιφέρεται «τήδε κακείσε», ενώ κοιτάς διαρκώς το ρολόι σου για να δεις μήπως έχουν… αυξήσει τις ώρες· η συνείδησή σου σού λέει πώς πρέπει να βοηθήσεις κάποιον στην ανάγκη και την αδυναμία του, αλλά εύκολα το ξεπερνάς.  Και πάει λέγοντας…

Συμπτώματα που αποκαλύπτουν τη λιγοστή πίστη και την ελλειμματική αγάπη σου προς τον Θεό, αλλά και προς τον συνάνθρωπο. Όντως «τον καιρό της ακηδίας φαίνονται οι βιασταί», εκείνοι δηλαδή που κατά τον Κύριο ασκούν λίγη βία στον εαυτό τους για να υπερπηδήσουν τον εγωισμό τους και να βρίσκονται στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη.

Δηλώνεις τελικά… αδυναμία. Δεν μπορείς, λες, να βρίσκεσαι  πάντοτε στην εγρήγορση που πρέπει. Μολονότι αυτό δεν μπορεί να το λέει ένας χριστιανός, τουλάχιστον αναφέρσου εν ταπεινώσει στον Κύριο! Κάνε προσευχή ώστε την πνευματική… παραλυσία σου να τη θεραπεύσει Εκείνος. Και σκέψου τα παραδείγματα των αγίων. Φαντάσου τα αγαθά που απολαμβάνουν εκείνοι γιατί ακριβώς αγωνίστηκαν! «Εκείνο που θανατώνει τελείως την ακηδία είναι η προσευχή, ενωμένη με τη βεβαία ελπίδα των μελλόντων αγαθών» (10).

Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΑΛΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

«Κατ’ αυτήν την ημέρα εορτάζουμε την προσκύνηση της τιμίας αλυσίδας του αγίου Πέτρου, την οποία του έβαλε, όταν τον φυλάκισε, ο τετράρχης Ηρώδης, καθώς ιστορεί ο απόστολος Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων. Αυτήν την αλυσίδα που λύθηκε από εμφάνιση Αγγέλου, κάποιοι από τους πιστούς την βρήκαν και την διαφύλαξαν κατά διαδοχή. Αυτή ύστερα μεταφέρθηκε από τους ευσεβείς  στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου που βρίσκεται μέσα στη μεγάλη Εκκλησία, όπου τελείται και η σύναξή του».

Δύο τινά προβάλλει η υμνολογία της Εκκλησίας σήμερα με αφορμή την τιμία αλυσίδα του αποστόλου Πέτρου: πρώτον, την ύπαρξη της ίδιας της αλυσίδας και την ερμηνεία της προσκυνήσεώς της, δεύτερον την τιμή της Εκκλησίας απέναντι στο ιερό πρόσωπο του αποστόλου Πέτρου. Κι είναι φυσικό: η αλυσίδα αυτή του αποστόλου κατανοείται όπως και οι εικόνες στην Εκκλησία: ως μέσα αναγωγής προς τους αγίους. «Η τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Το ίδιο και με την αλυσίδα: δι’ αυτής αναφερόμαστε σ’ εκείνον που υπήρξε ο πρώτος των αποστόλων, «αυτός που καθώς ενώθηκε ολόκληρος με το καθαρότατο φως, τον Χριστό, με τη θεία μετοχή σ’ Αυτόν, φάνηκε δεύτερο φως που καταυγάζει και τις δικές μας ψυχές». Την διά της αλύσεως αναγωγή στον απόστολο καταγράφει ο υμνογράφος ποικιλοτρόπως, όπως και στην παρακάτω προτροπή: «Εμπρός όλοι αγκαλιάζοντας την αλυσίδα, ας στεφανώσουμε τον απόστολο με εγκωμιασμούς».

Η υμνολογία της εορτής κινείται με μεγάλη ευελιξία και με θεία έμπνευση, προκειμένου να βρει τις διάφορες εποικοδομητικές και ψυχωφελείς διαστάσεις που δίνει η προσκύνηση της αλύσεως, όπως για παράδειγμα ότι η αλυσίδα που λύθηκε από τον άγγελο να γίνει με τη δύναμη του αποστόλου στους εν πίστει προσκυνητές της μέσον να λυθούν και οι δικές τους αμαρτίες («Σπάσε τα δεσμά της αμαρτίας μας, απόστολε, εμάς που προσκυνούμε με πίστη τη θεία σου άλυση»), ή ότι ο απόστολος που φόρεσε την αλυσίδα ενόσω ήταν δέσμιος, ο ίδιος με αυτήν δέσμευσε τον τύραννο διάβολο. Εκεί όμως που ρίχνουν περισσότερο το βάρος τους οι υμνογράφοι μας είναι στην ερμηνεία της προσκύνησης της αλυσίδας. Έχουν την έγνοια να ξεκαθαρίσουν το θεολογικό υπόβαθρο της τιμής της αλυσίδας, προφανώς για να μην αφήσουν καμία υποψία «ειδωλολατρικής» προσέγγισής της. Και η εξήγηση την οποία προσάγουν είναι σαφέστατη: δεν τιμάται η αλυσίδα του αποστόλου Πέτρου καθεαυτήν – τούτο, είπαμε, θα ήταν σαφής ειδωλολατρία –, τιμάται διότι την φόρεσε ένας άνθρωπος που ήταν πλήρης αγίου Πνεύματος, μετά μάλιστα την αγία Πεντηκοστή, οπότε ο αγιασμός και του σώματός του μεταγγίστηκε και στα πράγματα με τα οποία ήλθε σε επαφή. «Απόστολε, η αλυσίδα και τα δεσμά σου που σε άγγιξαν και  έγιναν έτσι μέτοχα της χάρης του Θεού από το θείο και πάνσεπτο σώμα σου, αγιάζουν και αυτούς που τα προσκυνούν».  

Είναι μία θεολογική αλήθεια, η οποία αναδεικνύει και τη μετοχή της άψυχης φύσης στη χάρη του Θεού, κάτι που θεμελιώνεται επανειλημμένως στην αποκάλυψη του Χριστού, όπως για παράδειγμα στο γεγονός της Μεταμορφώσεώς Του, όταν και τα ίδια τα ενδύματα του Κυρίου έλαμψαν και αυτά και «εγένοντο λευκά ως χιών». Γι’ αυτό και στην Εκκλησία μας βλέπουμε το πόσο χρησιμοποιείται το υλικό στοιχείο ως μέτοχο και αυτό της αγιαστικής δύναμης του Πνεύματος του Θεού. Με άλλα λόγια με τέτοια γεγονότα και φαινόμενα καταδεικνύεται με τρόπο ανάγλυφο ο «υλισμός» του χριστιανισμού, καλύτερα: η εν-πνευμάτωση και της ύλης, καθώς η χάρη του Θεού μεταστοιχειώνει όχι μόνον την ψυχή, αλλά και το σώμα του ανθρώπου, περαιτέρω δε όλη τη φυσική δημιουργία.  Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας μιλάει πάντοτε για σωτηρία όλου του ανθρώπου, δηλαδή και της ψυχής και του σώματός του, συνεπώς και της υλικής δημιουργίας στο πρόσωπο του αναγεννημένου εν Χριστώ ανθρώπου.

Και πέραν τούτων: ο υμνογράφος με αφορμή την τιμία άλυση του αγίου Πέτρου βλέπει μία εξισορρόπηση της χάρης του μεταξύ Ανατολής και Δύσεως: δεν είναι μόνον η Ρώμη που καυχάται, επειδή κατέχει το θείο σώμα του αποστόλου, είναι και η νέα Ρώμη πια, η Κωνσταντινούπολη, η οποία και αυτή φωτίζεται από την  κατοχή της τιμίας αλύσεως. «Αγιάζεις, Πέτρε, τη Ρώμη, επειδή εκεί είναι κατατεθειμένο το θείο σώμα σου, αλλά και τη Νέα Ρώμη φωτίζεις, η οποία κατέχει με πίστη τη τιμία σου αλυσίδα». Πρόκειται για τον ερχομό και την παραμονή του αποστόλου Πέτρου στην Ανατολή, χωρίς να εγκαταλείπει όμως και τη Δύση. Ο απόστολος ήλθε και έμεινε μέσω της αλύσεώς του στην Κωνσταντινούπολη, οπότε  ο προσκυνητής της έχει παρρησία προς τον ίδιο, προκειμένου να πρεσβεύει στον Κύριο υπέρ ελέους του πιστού. «Χωρίς να εγκαταλείπεις τη Ρώμη, ήλθες προς εμάς μέσω των τιμίων αλυσίδων που φόρεσες, Πρωτόθρονε των αποστόλων. Κι αυτές τις αλυσίδες προσκυνώντας με πίστη, σε παρακαλούμε, με τις πρεσβείες σου προς τον Θεό, δώρισέ μας το μέγα έλεος».   

15 Ιανουαρίου 2025

ΨΕΜΑΤΑΚΙ "ΑΘΩΟ";

 

«Κανείς συνετός άνθρωπος ας μη θεωρεί μικρό το αμάρτημα του ψεύδους, διότι το Πανάγιον Πνεύμα εξέδωσε εναντίον του την πιο φοβερή απόφαση: “Απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος” (Ψαλμ. ε΄ 7), όπως λέγει ο Δαβίδ προς τον Θεό. Και εάν συμβεί αυτό, τι πρόκειται να πάθουν εκείνοι που συρράπτουν επί πλέον το ψεύδος με τους όρκους;» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ιβ΄ 2).

Ο άγιος το ξέρει καλά: ο άφρων και ανόητος άνθρωπος έχει συμπλέξει τη ζωή του με το ψεύδος. Γι’ αυτό απευθύνεται στον συνετό και έμφρονα: μην πέσεις στην παγίδα, λέει, και θεωρήσεις κι εσύ μικρό το αμάρτημα του ψεύδους. Κοίτα το πιο συντριπτικό επιχείρημα της θεόπνευστης Γραφής: «Ο Θεός θα διαγράψει από μπροστά Του όλους αυτούς που λένε ψέματα»!

Δεν διαφεύγει από τον όσιο βεβαίως ό,τι έχει πει ο ίδιος ο Κύριος περί της μεγάλης αυτής αμαρτίας: «Ο ψεύτης γίνεται τέκνο του διαβόλου», αφού εκείνος  είναι «ο πατήρ του ψεύδους». Οπότε: «το ναι σας να είναι ναι, και το όχι σας όχι. Το περισσόν εκ του πονηρού εστι». Ούτε και την εξήγηση που δίνει ο μέγας απόστολος Παύλος από άλλη πλευρά: «Μα πώς είναι δυνατόν να λες ψέματα, εσύ που είσαι μέλος του Χριστού, και μάλιστα σε άλλο μέλος Εκείνου»; Εφόσον δηλαδή είσαι οργανικά δεμένος με τον Χριστό που είναι η αλήθεια, το ψέμα δεν έχει θέση στη ζωή σου. Σαν να πας να συνδυάσεις το νερό με τη φωτιά. Δεν γίνεται.

Ο άγιος Ιωάννης σε φέρνει διαμιάς ενώπιον του Θεού: ο Θεός εφόσον λες ψέματα θα σε κάνει πέρα! Κι αν συνδυάσεις το ψέμα σου και με όρκο που τον απαγορεύει ο Θεός, τότε τα πράγματα φτάνουν στο… απροχώρητο.

Ακόμη κι εδώ όμως παρουσιάζεται απόλυτα προσγειωμένος: «Διαφορετική είναι η ενοχή ενός που ψεύδεται από τον φόβο της τιμωρίας, και διαφορετική όταν δεν υπάρχει κίνδυνος. Άλλος πάλι είπε ψεύδος χάριν της τρυφής και της υλικής απόλαυσης, άλλος χάριν της φιληδονίας, κάποιος για να κάνει τους άλλους να γελάσουν και άλλος για να επιβουλευθεί και κακοποιήσει τον αδελφό του» (6). Σημασία έχει πάντως ότι το ψεύδος είναι σύμπτωμα της πονηρίας και της υποκρισίας, και «εξαφανίζει την αγάπη» (1).

Μόνο σε μία περίπτωση μπορεί ίσως να πεις ψέματα: όταν ζεις την ενότητά σου με τον Χριστό, ζεις δηλαδή ως αληθινός άνθρωπος, οπότε έχεις τη διάκριση και τον φωτισμό να δεις ότι το ψέμα κάποια φορά μπορεί να σώσει έναν συνάνθρωπό σου ή την πατρίδα σου. (Δες για παράδειγμα τον άγιο Διονύσιο). «Όταν καθαριστούμε τελείως από το πάθος του ψεύδους, τότε, σε μία εξαιρετική περίσταση, ας το χρησιμοποιήσουμε, αλλά και πάλι με φόβο» (8).

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΘΗΒΑΙΟΣ

«Ο όσιος Παύλος ζούσε στα χρόνια των διωκτών του χριστιανισμού Δεκίου και Ουαλεριανού και καταγόταν από την Αίγυπτο της Κάτω Θηβαΐδος. Επειδή κατάλαβε ότι ο γαμπρός από την αδελφή του επρόκειτο να τον προδώσει, προκειμένου να κατάσχει το μερίδιο της περιουσίας του, απομακρύνθηκε και έφυγε στα όρη. Προχωρώντας πάντοτε πιο βαθιά, συν τω χρόνω ξεπέρασε τον φόβο του κι αντί να φοβάται τους διώκτες, έφτασε να επιθυμεί τη μοναχική ζωή. Προσεγγίζει λοιπόν κάποιο σπήλαιο, το βαθύτερο στην έρημο, στο οποίο πέρασε με ειρήνη όλον τον χρόνο της ζωής του, που υπήρξε μακρύς, και εξεδήμησε προς τον Κύριο με αταραξία παθών. Όπως λένε, ο μέγας Αντώνιος έφτασε σ’ αυτόν και θαύμασε τη δυσχέρεια του τόπου και το μήκος του χρόνου της άσκησής του και της αναχώρησής του. Διότι πρώτος αυτός από τους άλλους τόλμησε να προχωρήσει στα ενδότερα της ερήμου και παρέτεινε τον δρόμο της ασκήσεως μέχρι του εκατοστού δέκατου τρίτου έτους του. Τόσο πολύ έζησε, αφού από νεαρή ηλικία απομακρύνθηκε από τις φροντίδες του βίου».

Και μόνον το γεγονός ότι ο μέγας όσιος Αντώνιος θαύμασε την ασκητική διαγωγή του οσίου Παύλου και ότι ο μέγας θεολόγος και ποιητής της Εκκλησίας μας Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνέθεσε τον κανόνα του, είναι αρκετό για να καταλάβουμε το ύψος και το μέγεθος της αγιότητας του σήμερα εορταζομένου οσίου. Κατά τον άγιο υμνογράφο του μάλιστα, με θείο φωτισμό ο άγιος Αντώνιος έφτασε στα απόμακρα μέρη που ασκήτευε, προκειμένου και να παραδειγματιστεί βεβαίως ο ίδιος, αλλά και να τον καταστήσει φανερό στον κόσμο προς γενικότερη ωφέλεια. Διαφορετικά θα παρέμενε ένας μέγιστος άγιος, αγνοούμενος όμως υπό πάντων, πλην βεβαίως του ίδιου του Κυρίου. «Πρώτος προχώρησες στην πιο βαθιά έρημο, Παύλε, παραπάνω από κάθε μοναχό, και φάνηκες να αγνοείσαι σε όλη τη ζωή σου. Γι’ αυτό ο Αντώνιος σε βρήκε με θείο φωτισμό, σαν κρυμμένο θησαυρό, και σε φανέρωσε στην οικουμένη».

Ο άγιος Δαμασκηνός δείχνει ότι η πρωτιά αυτή του οσίου Παύλου δεν ήταν κάτι αμελητέο. Αφενός την προβάλλει πολλές φορές, προφανώς διότι φανερώνει το μεγάλο ψυχικό σθένος του οσίου και την πυρωμένη αγάπη του προς τον Κύριο – «αγάπησες μόνο τον Θεό από την ψυχή σου και έτσι έφτασες στην έρημο, Παύλε, σαν πόλη που κατοικείται» -  αφετέρου θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό έζησε ο όσιος αντίστοιχο βίο με τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο («ζήλεψες, θεόφρον, τον Ιωάννη Πρόδρομο κι ασκήθηκες στην έρημο»), και πιο πίσω με τον προφήτη Ηλία, αγίους που και αυτοί είχαν μία παρόμοια πρωτιά.  Η θαυμαστή μάλιστα διατροφή του οσίου  με ουράνιο άρτο κεντρίζει ακόμη περισσότερο τον άγιο Δαμασκηνό για να τον παραλληλίσει με τον προφήτη Ηλία, που και αυτός διατρεφόταν στην έρημο από κοράκι («Τράφηκες με ουράνιο άρτο, όπως ο Ηλίας παλιά με κοράκι, και ξέφυγες τη νοητή Ιεζάβελ, Πάτερ, με τη βοήθεια του Χριστού»).

Στην έρημο διέπρεψε στους ύμνους και τις νηστείες, στις προσευχές και τις αγρυπνίες, γι’ αυτό και κατασκήνωσε στον ίδιο τον Θεό. «Εν ύμνοις και νηστείαις, μακάριε, προσευχαίς και αγρυπνίαις διαπρέψας, όσιε, προς τον Θεόν κατεσκήνωσας». Διότι πράγματι, μόνον όποιος αφιερώσει χρόνο για τον Θεό και ασχοληθεί με Εκείνον,  μπορεί και να Τον γνωρίσει, με την έννοια της αληθινής  σχέσης μαζί Του. Όπως το έχει διατυπώσει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δει σχολάσαι και γνώναι Θεόν». Η επιμονή αυτή στα του Θεού είναι εκείνο που κάνει τον πιστό να υπερβεί τα πάθη του και να ερημώσει τις όποιες κακίες του. Τα πάθη δεν φεύγουν εύκολα από την ψυχή του ανθρώπου. «Βαθιές ρυτίδες στην ψυχή» χαρακτηρίζονται από τους αββάδες του Γεροντικού. Πρέπει λοιπόν κανείς να επιμείνει. Αυτό διαπιστώνει και ο άγιος υμνογράφος για τον όσιο Παύλο: προχώρησε με χαρά στις άβατες ερήμους, φλογισμένος από τον έρωτα της στοργής του Κυρίου, γι’ αυτό και με την επιμονή των θεωριών του Θεού ερήμωσε τα ψεκτά πάθη του, ζώντας πια σαν άγγελος: «χαίρων κατέλαβες αβάτους ερήμους, έρωτι πυρούμενος της του Κυρίου στοργής∙ όθεν ερημώσας τα πάθη τη επιμονή των κρειττόνων, άγγελος καθάπερ επεβίωσας».

14 Ιανουαρίου 2025

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

«Ο φίλος της σιωπής προσεγγίζει τον Θεό και συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται από Αυτόν. Η σιωπή του Ιησού δημιούργησε στον Πιλάτο σεβασμό. Και η ηρεμία και η σιωπή ενός (ταπεινού) ανδρός καταργεί την κενόδοξη καυχησιολογία ενός άλλου» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ια΄ 4).

«Η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος», σημειώνει ο μέγας ασκητικός δάσκαλος όσιος Ισαάκ ο Σύρος. Που θα πει:  πρώτον, αυτός που προσπαθεί να την εξασκήσει στον παρόντα αιώνα, ήδη από τώρα μετέχει στον μέλλοντα – ζει καταστάσεις παραδείσιες της Βασιλείας των Ουρανών· και δεύτερον, ο παρών αιών, ο απατεών, χαρακτηρίζεται από την πολυλογία και την αμετροέπεια, τη φλυαρία και την αργολογία. Κι ακόμη, ίσως τραγικότερα:  χαρακτηρίζεται πολύ συχνά από μία… δαιμονική σιωπή, η οποία όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με την παραπάνω, αλλά μαζί με τη φλυαρία των λογισμών που συνήθως τη συνοδεύει, οδηγεί σε μεγαλύτερη ζόφωση την καρδιά του ανθρώπου. Γιατί είναι σιωπή αδιάκριτη, καρπός του εγωισμού, που δείχνει απροκάλυπτα την έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους, όπως και την έχθρα και το μίσος που συχνά τους καταλαμβάνει. Μία σιωπή δηλαδή, που κάνει τον έναν να μη θέλει ούτε και να βλέπει τον άλλον, γιατί απλώς τον… έχει «εξαφανίσει» από το πρόσωπο της γης του, και τον έχει "θάψει" με τους πονηρούς λογισμούς του!

Δεν μιλάει εδώ ο όσιος γι’ αυτήν τη δεύτερη σιωπή. Μιλάει για την πρώτη, την αρετή του ουρανού, την οποία ακριβώς χαρακτηρίζει ως «εν γνώσει» σιωπή, αυτή δηλαδή που ασκείται με επίγνωση και διάκριση. Και τι λέει; Κρατάει κανείς σιωπή, γιατί θέλει να… συνομιλεί με τον Θεό. Μυστικά και εσωτερικά. Στην καρδιά του μέσα, γιατί ξέρει ότι εκεί είναι ο τόπος συνάντησης μαζί Του. «Ιδού, η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι». Μας καθοδηγεί μαζί με τον όσιο Ισαάκ που και πάλι επισημαίνει: «Στρέψου στην καρδιά σου κι εκεί θα βρεις τον Θεό. Γιατί μία είναι η σκάλα που οδηγεί στην καρδιά και στον Θεό». Όσο δηλαδή κατεβαίνεις τόσο και ανεβαίνεις. Όσο πας προς τα κάτω, τόσο βρίσκεις… Ουρανό!  

Μιλάμε λοιπόν για μία σιωπή που όχι μόνο δεν καταργεί τον λόγο, αλλά τον εξυψώνει στο ανώτερο δυνατό σημείο του: τον κάνει  διάλογο  με τον ίδιο τον Θεό.  Κι αυτός ο διάλογος, η προσευχή, ως επικοινωνία και «συνουσία» με τον Θεό, σε φέρνει ολοένα και περισσότερο κοντά Του, συνεπώς σε φωτίζει και σε αγιάζει και σε κάνει αληθινό, γιατί Εκείνος είναι το φως και ο αγιασμός και η αλήθεια. Οπότε σιωπάς, για να ζεις -  ο Θεός είναι η ζωή· «εξαφανίζεσαι» από την οχλοβοή του κόσμου, για να είσαι… παρών στο πανηγύρι του Θεού και των αγίων! «Η με επίγνωση σιωπή είναι μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβαση!» (3). 

Λάμποντας μέσα στο φως του Θεού, εν σιωπή, προκαλείς τον μέγιστο σεβασμό. Σαν τον Κύριο, που με τη σιωπή Του έκανε τον Πιλάτο να… μαζευτεί! Ο ηγεμόνας με σεβασμό μπροστά στον κατάδικο!

Λοιπόν, επιχείρησέ το! Μάθε και να σιωπάς. Και γέμιζε τη σιωπή σου με τη… «φλυαρία» σου προς τον Θεό. Και τότε θα δεις τη διάκριση που θ’ ανατείλει μέσα σου: Θα ξέρεις πότε να μιλάς στον κόσμο και πότε να σιωπάς. Θα μιλάς «διά τον Θεόν», και θα σιωπάς «διά τον Θεόν»!