28 Ιανουαρίου 2025

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗ... ΣΥΝΗΘΕΙΑ!

«Μη συνηθίζεις να ηττάσαι στον πνευματικό πόλεμο, γιατί η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο» (όσιος Εφραίμ ο Σύρος).

Μία βαθειά ψυχολογική αλλά και πνευματική παρατήρηση κάνει με τη φράση του ο μέγας όσιος Πατήρ Εφραίμ ο Σύρος. Μία παρατήρηση που την αλήθεια της τη διαπιστώνουμε όλοι στην καθημερινότητά μας: ποιος αμφιβάλλει για τη δύναμη της συνήθειας; Ό,τι κάναμε μία φορά και το επαναλάβαμε έπειτα, είναι δύσκολο να το σταματήσουμε. Τόσο που η επανάληψή του που μας έγινε συνήθεια καταστάθηκε τελικώς δεύτερη φύση μας – η προσπάθεια να σταματήσουμε μία συνήθειά μας βιώνεται συχνά ως... ξεριζωμός! Κι εδώ αναδεικνύεται η σημασία της συνήθειας στον πνευματικό πόλεμο, τον αγώνα δηλαδή του πιστού ανθρώπου να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού και όχι κατά το δικό του αμαρτωλό θέλημα: αν ο πιστός είναι χαλαρωμένος πνευματικά και ηττάται διαρκώς ή πολύ συχνά στη χριστιανική του πορεία – δεν μιλάμε για μία ήττα περιστασιακή που υφίσταται σε όλους και έχει γρήγορη μετάνοια -, τότε δυστυχώς η συνήθεια της ήττας του τον κάνει να βρίσκεται σχεδόν μόνιμα σε αντίθεση προς τον Θεό, που θα πει ότι τα πάθη και οι αδυναμίες του τον έχουν υποδουλώσει, όπως το δηλώνει και ο λόγος του αποστόλου: «σε ό,τι κανείς έχει ηττηθεί, σ’ αυτό και έχει υποδουλωθεί». Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με το ξερίζωμα ενός φυτού: όσο είναι μικρό εύκολα ξεριζώνεται, όσο βγάζει ρίζες βαθειές και μεγαλώνει, τα πράγματα δυσκολεύουν μέχρι πλήρους αδυναμίας. Οπότε καταλαβαίνει κανείς την αξία του λόγου του οσίου Εφραίμ: μη συνηθίζεις την πτώση στην αμαρτία σου, γιατί όταν θελήσεις να την ξεπεράσεις θα δυσκολευτείς απεριόριστα – είναι σαν να πολεμάς πια τον βαθύτερο εαυτό σου!

Από την άλλη όμως υπάρχει το θετικό στοιχείο: όταν κανείς επιμένει στο θέλημα του Θεού, έστω και διά της βίας, τότε η συνήθεια της επιμονής και της υπομονής του αυτής τον κάνει να νικά τον εαυτό του, οπότε η πνευματική του ζωή γίνεται διαρκώς και ευκολότερη. Μπορεί ο πονηρός διάβολος, κατά θεία παραχώρηση, να πολεμά περισσότερο έναν τέτοιο χριστιανό, όμως και η χάρη του Θεού τον ενισχύει αντιστοίχως, συνεπικουρούμενη από την αυτοκυριαρχία πια του χριστιανού – η συνήθεια της θετικής προς τον Θεό πορείας του καθιστά τη χριστιανοσύνη του πορεία από δόξης εις δόξαν, μία άνοδο δηλαδή χωρίς σταματημό.

Κι ένα στοιχείο που συντελεί στην αδιάκοπη καλή συνήθεια του «γενηθήτω το θέλημά Σου» και όχι στην επιπόλαιη χαλαρή αντιμετώπιση της πνευματικής ζωής είναι η υπενθύμιση ότι στην πνευματική αυτή ζωή διαλείμματα και στάσεις δεν υπάρχουν – ή προχωρεί κανείς μαζί με τον Χριστό ή Τον εγκαταλείπει και αρχινά την κατακρύλα ως δέσμιος του πονηρού. Ο λόγος του Ίδιου ακούγεται με τον πιο ηχηρό τρόπο και επιβεβαιώνεται καθημερινά από κάθε πιστό: «όποιος δεν είναι μαζί Μου είναι εναντίον Μου και όποιος δεν μαζεύει μαζί Μου σκορπίζει».

 Και το παρήγορο βεβαίως στοιχείο: ακόμη και στη μεγαλύτερη κακή συνήθεια υπάρχει ελπίδα, όταν ο άνθρωπος μετανοήσει με την καρδιά του. Τότε αν ζητήσει τη βοήθεια του Θεού με πόνο και πόθο, τότε η δύναμη Εκείνου θα επιτελέσει το ακατόρθωτο: ο άνθρωπος θα απεμπλακεί από το κακό στρεφόμενος προς το Αγαθό. Διότι «τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ

«Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἦταν ἀπό τήν Ἀνατολή, Σύρος στήν καταγωγή. Διδάχτηκε τήν εὐσέβεια καί τήν κατά Χριστόν πίστη ἀπό τούς προγόνους του κι ἔζησε στούς χρόνους τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Ἀσπάστηκε ἀπό τά παιδικά του χρόνια τόν μοναχικό βίο, καί λέγεται ὅτι ἐκχύθηκε χάρη ἀπό τόν Θεό πάνω του, διά τῆς ὁποίας, ἀφοῦ ἔγραψε πάρα πολλά κατανυκτικά συγγράμματα, καθοδήγησε πολλούς πρός τήν ἀρετή κι ἔγινε παράδειγμα ἀσκητικῆς ἀρετῆς στίς ἑπόμενες γενιές. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στό Μαρτύριο τῆς ἁγίας Ἀκυλίνας, στόν τόπο τοῦ Φιλόξενου, πλησίον τοῦ φόρου».

Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος εἶναι ἀπό τούς γνωστότερους ὁσίους καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν γνωρίζουν καί ἐκεῖνοι πού δέν τόν γνωρίζουν. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Μπορεῖ κανείς νά μήν ἔχει ὑπ’ ὄψιν του ὅτι ἡ κατεξοχήν προσευχή τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, τό «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου», εἶναι δική του προσευχή, σίγουρα ὅμως τήν ἔχει ἀκούσει, τήν ἔχει καί αὐτός ψιθυρίσει, μπορεῖ νά τήν ἔχει ἐντάξει καί στίς δικές του προσευχές. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει προκληθεῖ καί προκαλεῖται κάθε φορά μέ τήν προσευχή αὐτή νά ζήσει τή μετάνοια, ὡς ἀγώνα ἀποφυγῆς τῶν κακῶν παθῶν: τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀργολογίας, καί ἀποκτήσεως τῶν ἀρετῶν: τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης, διά τῶν ὁποίων ζεῖ κανείς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ὑμνογράφος του ἅγιος Θεοφάνης ἀφενός τόν προβάλλει ὡς κήρυκα τῆς μετανοίας, ἀφετέρου ὡς «θεῖον κρατῆρα τῆς κατανύξεως». Ὅπως τονίζει τό κοντάκιο καί ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου μάλιστα «ἐν τοῖς λόγοις καί ἔργοις σου ραθύμους ἐγείρεις πρός μετάνοιαν» (μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα σου ξυπνᾶς ὅλους γιά νά μετανοήσουν).  

Τά δάκρυα τῆς κατανύξεως ἀποτελοῦσαν τό κύριο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου, ὅπως καί δάκρυα κατανύξεως προκαλοῦσαν καί προκαλοῦν τά συγγράμματα πού ἔγραψε. Κατά τόν ἅγιο Θεοφάνη «ἀμέμπτως ἤνυσας τόν βίον δάκρυσι σεαυτόν ἀποπλύνας» (Πέρασες τή ζωή σου μέ ἄμεμπτο τρόπο, ἀφοῦ ξέπλυνες τόν ἑαυτό σου μέ τά δάκρυά σου). Ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ζεῖ μέ δάκρυα καί νά ἔχει τήν κατάνυξη κυριολεκτικά σύνοικο τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ διαρκής μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως πού τόν ἀκολουθεῖ. Πράγματι, ὅποιος ἐνθυμεῖται τόν θάνατό του μέ ἐπίγνωση, ὅποιος ἔχει τή μνήμη ὅτι ἀκολουθεῖ ἡ κρίση, ἐκεῖνος εἶναι πού φτάνει σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας, διότι ἔχει διαρκή ἀφορμή στό νά μή ἁμαρτάνει. Ὅπως τό λέει καί ἡ Γραφή: «Μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (Θυμήσου τό τέλος τῆς ζωῆς σου καί δέν θά ἁμαρτήσεις ποτέ).

Κι ἀσφαλῶς ὁ ὅσιος δέν ζοῦσε σέ μία φοβική, δηλαδή ἀρρωστημένη, ἀτμόσφαιρα. Ὁ φόβος τῆς κρίσεως δέν λειτουργοῦσε γι’ αὐτόν ὡς μία πνευματική τρομοκρατία, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει ἀρνητικά τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φόβος αὐτός ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης του πρός τόν Κύριο, μή τυχόν δηλαδή ἐκπέσει ἀπό τήν ἀγκαλιά Του, μήπως χάσει τή χάρη Του. «Πληγώθηκες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου, γι’ αὐτό καί πέρασες ὅλη τή ζωή σου μέ θρήνους, ὅσιε, φωνάζοντας μέ ἔκπληξη: πάρε μου πίσω, Σωτήρα, τά κύματα τῆς χάρης Σου, κρατώντας την γιά μένα πλούσια, κατά τή μέλλουσα ζωή». Ζητοῦσε ὁ ὅσιος νά μήν ἔχει τόσο μεγάλη χάρη στή ζωή αὐτή, μή τυχόν συμβεῖ καί μειωθεῖ αὐτή κατά τή μέλλουσα ζωή. Τό κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς του δηλαδή ἦταν ὁ βαθύς ἔρωτάς του πρός τόν Κύριο. Αὐτός ὁ ἔρωτας τόν ἔκανε νά δακρυρροεῖ διαρκῶς καί νά ζεῖ πάντοτε μέ τήν προσμονή τῆς συναντήσεώς του μέ τόν Κύριο.

Καί δέν πρέπει νά ἀφήσουμε κατά μέρος ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ζεῖ μέ καρδιακό πένθος καί μετάνοια, προκειμένου νά εἶναι στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου∙ τήν ἐγκράτεια. Ὁ ὅσιος ζοῦσε μέ ἀδιάκοπη ἐγκράτεια – τήν προϋπόθεση τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τῆς χαρισματικῆς κατανύξεως – κάτι πού ὁ ὑμνογράφος ἐπισημαίνει στόν οἶκο τοῦ κοντακίου καί πάλι, μέ ἕνα συγκεκριμένο περιστατικό. «Θέλοντας νά ἀκολουθεῖς τά ἴχνη τοῦ δρόμου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἔφυγες ἐσύ μόνος σου ἀπό τόν κόσμο καί κατοίκησες στήν ἔρημο. Βλέποντας λοιπόν ὁ ἐχθρός διάβολος ἐσένα τόν δίκαιο νά ζεῖς ἔτσι, ξεσήκωσε μία πολύ ἀναιδή γυναίκα τοῦ δρόμου, νομίζοντας ὅτι θά καταβάλει τήν ἀνδρεία σου μέ τό ἀρχαῖο ὅπλο, δηλαδή τή λαγνεία, καί θά μολύνει τήν ἁγνότητά σου». Τό περιστατικό δηλαδή εἶναι γνωστό: ὁ ἐχθρός διάβολος ἔβαλε στή σκέψη μίας πόρνης γυναίκας νά παρασύρει τόν ὅσιο. Πῆγε λοιπόν καί τοῦ ἔκανε ἀνήθικες προτάσεις. Κι ἐκεῖνος, μή πτοούμενος, μᾶλλον λυπούμενος βαθιά γιά τήν κατάντια της, τήν πῆρε καί τήν ὁδήγησε στό μέσο μίας πλατείας, κι ἐκεῖ τήν προέτρεψε νά τοῦ πεῖ τί ἀκριβῶς θέλει νά κάνει. Κι ἐκείνη ἐκφράζοντας τήν ἀπορία της ὅτι αὐτά δέν γίνονται στό μέσο τοῦ δρόμου, ἄκουσε τόν λόγο του: Πῶς λοιπόν νά κάνω κάτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐσύ ντρέπεσαι νά τό κάνεις μπροστά στούς ἀνθρώπους; Ἀμέσως τό μυαλό μας πηγαίνει ἐδῶ στόν ἅγιο Ἰωσήφ τόν πάγκαλο, τόν γιό τοῦ Ἰακώβ, πού προκαλούμενος παρομοίως ἀπό τή γυναίκα τοῦ ἀφεντικοῦ του στήν Αἴγυπτο, εἶπε τά ἴδια λόγια: «Πῶς ποιήσω τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός καί ἁμαρτήσομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου;»

26 Ιανουαρίου 2025

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΣ ΠΑΤΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Αυτός ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν καταφρονούσε το δίκαιο ανάλογα με τα πρόσωπα, αλλά έλεγχε και την ίδια τη βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες που γίνονταν από αυτήν, δύο φορές εξορίζεται και πάλι ανακαλείται. Για τρίτη και τελευταία φορά στέλνεται στην Κουκουσό της Αρμενίας. Από εκεί οδηγείται στην Αραβισσό, έπειτα στην Πιτυούντα, περιοχές όχι μόνον έρημες και με έλλειψη των αναγκαίων, αλλά που πολιορκούνταν πάντοτε και από τους γειτονεύοντες Ίσαυρους. Εκεί λοιπόν στην Πιτυούντα ο ένσαρκος άγγελος Ιωάννης καλείται από τον Δεσπότη όλων Χριστό μέσω του Πέτρου και του Ιωάννου, των ιερών αποστόλων, και μεταβαίνει προς τις αιώνιες σκηνές, ενώ το άγιο λείψανό του κατατίθεται στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τους αγίους μάρτυρες Βασιλίσκο και Λουκιανό, όπως του το φανέρωσαν οι ίδιοι σε νυκτερινό όνειρο. Επειδή δε μετά από λίγο και ο βασιλιάς Αρκάδιος, όπως και η γυναίκα του Ευδοξία πέθαναν, έγινε δε βασιλιάς ο υιός τους Θεοδόσιος, ενώ και ο Πρόκλος ο μαθητής και υπηρέτης του αγίου Χρυσοστόμου με κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης, κατά το τέταρτο έτος της ιεραρχίας του πείθει ο μακάριος Πρόκλος τον βασιλιά Θεοδόσιο και στέλνει εκείνος στρατιώτες για την ανακομιδή του ιερού λειψάνου. Ο άγιος όμως δεν έδινε τον εαυτό του και έμενε ακίνητος, γι’ αυτό και ο βασιλιάς τον παρακαλεί με επιστολή, η οποία περιείχε τα εξής:

Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου, Προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και Πνευματικό Πατέρα, Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Θεοδόσιος βασιλεύς. «Επειδή νομίσαμε, τίμιε Πάτερ, ότι το σώμα σου είναι νεκρό, όπως συμβαίνει και με τους άλλους ανθρώπους, θελήσαμε με απλότητα να το μετακομίσουμε και να το φέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό δικαίως  και λαθέψαμε στον σκοπό μας. Αλλά συ όμως, τιμιώτατε Πάτερ, συγχώρησέ μας τώρα που καταλάβαμε το λάθος μας, συ που δίδαξες σε όλους τη μετάνοια. Και σαν σε παιδιά που αγαπούν τους πατέρες τους δώσε μας πίσω τον εαυτό σου και εύφρανε αυτούς που σε ποθούν με την παρουσία σου». Όταν πήγαν λοιπόν την επιστολή στον άγιο και την έθεσαν πάνω στη σορό του, αμέσως εκείνος άφησε να τον πάρουν, οπότε οι απεσταλμένοι σήκωσαν τη σορό χωρίς κόπο. Μόλις έφτασαν αντίπερα από την Πόλη, φθάνει μεν ο βασιλιάς και όλη η σύγκλητος και ο πατριάρχης μαζί με τον κλήρο, ενώ βάζουν τη σορό, που είχε το σώμα του αγίου,  μέσα στο βασιλικό πλοίο. Έπεσε όμως καταιγίδα και τα μεν υπόλοιπα πλοία διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη, εκείνο δε στο οποίο ήταν το σώμα του αγίου, πήγε και άραξε στον αγρό της χήρας. Εκείνης της χήρας, την οποία αδίκησε η Ευδοξία, όταν άρπαξε τον αμπελώνα της. Κι επειδή ελέγχθηκε τότε από τον άγιο τον εξόρισε. Όταν αποδόθηκε λοιπόν ο αγρός στη χήρα, αμέσως έγινε γαλήνη στη θάλασσα, και πρώτα μεν το πλοίο οδηγείται στον ναό του αποστόλου Θωμά, στην περιοχή του Αμαντίου, έπειτα στον ναό της αγίας Ειρήνης, όπου και τον έβαλαν πάνω στο σύνθρονο, οπότε όλοι φώναξαν δυνατά: «Πάρε πίσω τον θρόνο σου, άγιε». Ύστερα, αφού εναποτέθηκε η σορός σε βασιλικό όχημα, φέρεται προς τον περιώνυμο ναό των Αποστόλων. Εκεί μόλις τοποθετήθηκε στην ιερά καθέδρα, φώναξε στο Ποίμνιο το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα τον έθεσαν κάτω από τη γη, μέσα στο άγιο Βήμα, όπου τώρα βρίσκεται. Καθώς τελείτο δε η θεία Λειτουργία, γίνονταν θαυμάσια μεγάλα , μεταξύ των οποίων και αυτό: Κάποιος άνδρας δηλαδή, που έπασχε από αρθρίτιδα και δεν μπορούσε να εργαστεί, σχεδόν παντελώς ακίνητος, όταν άγγιξε τη σορό, αμέσως θεραπεύτηκε εντελώς από την αρρώστια του. Έτσι γνωρίζει ο Θεός να δοξάζει αυτούς που σε όλη τη ζωή τους δοξάζουν Αυτόν. Τελείται δε η Σύναξή του στον πάνσεπτο Ναό των αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκεται και το ιερό του σώμα, κάτω από το Θυσιαστήριο».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας με αφορμή την ανακομιδή του ιερού λειψάνου του μεγάλου Πατρός Ιωάννου του Χρυσοστόμου μας υπενθυμίζουν αυτό που προβάλλει πάντοτε η Εκκλησία εξ αφορμής οποιασδήποτε αναφοράς της στον μεγάλο αυτόν άγιο: το κήρυγμα της μετανοίας. Διότι έτσι κυρίως χαρακτηρίζεται ο ιερός Χρυσόστομος: «κήρυξ της μετανοίας». Ο άγιος κηρύσσει εκείνη τη μετάνοια στον πιστό λαό, η οποία προϋποθέτοντας την άπειρη αγάπη του Θεού προς αυτόν, γίνεται η μεγαλύτερη παρηγοριά του, εκείνη που του «σφουγγίζει οποιαδήποτε υγρότητα  της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καρδιές που έχουν καεί από την αμαρτία». «Ας τιμήσουμε με επάξιο τρόπο τον χρυσό στους λόγους Ιωάννη, τον κήρυκα της μετάνοιας, το πάγχρυσο σφουγγάρι που παίρνει την υγρότητα της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καμένες από τις αμαρτίες καρδιές». Και πρέπει να προσέξουμε: ο άγιος δεν αμνηστεύει τις αμαρτίες ούτε υποβαθμίζει τις κακές της συνέπειες στο να αλλοιώνουν την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει τούτο εκείνος που υπήρξε «ο ποιμήν ο καλός και του αρχιποίμενος Χριστού μαθητής», δηλαδή εκείνος που τόνιζε ότι «διά της αμαρτίας ο θάνατος» και «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν»;

Εκείνο όμως που τονίζει και διαπρυσίως κηρύσσει είναι ότι μπορεί κάποιος να έχει αμαρτήσει με πολλά και μεγάλα αμαρτήματα, όμως τα αμαρτήματα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν ισοστάσια της αγάπης του Θεού. Τίποτε δεν είναι σαν εκείνην, διότι η Αυτοαγάπη, ο ίδιος ο Θεός,  τόσο μας αγάπησε, ώστε έπαθε και θυσιάστηκε για εμάς τους ανθρώπους, παρέχοντάς μας τη συγχώρηση. Αρκεί βεβαίως να θέλουμε κι εμείς τη συγχώρηση αυτή, δηλαδή να μετανοούμε - η όλη προσφορά του Θεού υπάρχει άπειρη και αιώνια, μένει όμως ανενέργητη χωρίς και τη δική μας θέληση. Αυτό τόνιζε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος ενόσω ζούσε, αλλά και το ίδιο κηρύσσει και μετά θάνατον, γινόμενος έτσι ο μεγαλύτερος παρηγορητής των ανθρώπων.  Ο άγιος Θεοφάνης με πολλή ενάργεια και σαφήνεια μας το επισημαίνει: «Αν και είσαι νεκρός μέσα στον τάφο, όμως  ως ζωντανός μέσα στον κόσμο, Χρυσόστομε, κηρύσσεις και γράφεις τη μετάνοια, δίνοντας την εγγύηση της συγχώρησης γι’ αυτούς που μετανοούν με θερμό τρόπο».

Και οι δύο υμνογράφοι – διότι εκτός του Θεοφάνη και ο άγιος Ιωσήφ έγραψε για τον μεγάλο Πατέρα - εμμένουν σε ό,τι εξίσου  προβάλλει η σημερινή εορτή: τη ζωντάνια του και μετά θάνατον. Δεν είναι μόνον το παραπάνω τροπάριο που τονίζει την αλήθεια αυτή, αλλά και όλη η υμνογραφία τους κινείται πάνω στη γραμμή αυτή, όπως άλλωστε φάνηκε και από το συναξάρι. Για παράδειγμα: «Ο Χρυσόστομος δίδαξε και πάλι με σαφήνεια τους βασιλείς ότι μολονότι νεκρός δεν υπέστη νέκρωση. Διότι αφού απείθησε την πρώτη φορά στα προστάγματά τους, δηλαδή να  φέρουν το λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη, τη δεύτερη φορά, με τις δεήσεις τους επανήλθε».  Για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας σήμερα κηρύσσει τη νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο. Νίκησε ο Χριστός, συνεπώς κάθε άνθρωπος, όταν είναι αληθινά πιστός, νικά και αυτός. Ο θάνατος θεωρείται μετά τον ερχομό του Χριστού ως απλό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Ουσιαστικά δεν υφίσταται. Και τα άγια λείψανα στην Εκκλησία μας είναι μία ισχυρή κραυγή της αλήθειας αυτής, την οποία ζούμε οι πιστοί και την χαιρόμαστε ιδίως σε εορτές ανακομιδής λειψάνων, σαν του αγίου Χρυσοστόμου σήμερα.

Η ΕΓΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΞΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

«Ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου ἐπαγρυπνῶν, ἐφ’ ὁμοίοις τε τρόποις παῖδας τούς σούς ρυθμίζων, μακάριε Ξενοφῶν, καί τήν σύζυγον, σύν αὐτοῖς τά ἄνω κληροῦσαι βασίλεια, πειρασμῶν παντοίων λιπών τό κλυδώνιον˙ ὅθεν εὐφημοῦμεν εὐσεβῶς ὑμᾶς πάντας καί πόθῳ γεραίρομεν καί πιστῶς ἀνακράζομεν˙ Θεοφόροι πανόλβιοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν» (κάθισμα όρθρου).

(Ξαγρυπνώντας στις εντολές του Δεσπότου Χριστού και ρυθμίζοντας τα παιδιά σου και τη σύζυγό σου στον ίδιο τρόπο ζωής, μακάριε Ξενοφών, μαζί μ’ αυτούς απέκτησες κλήρο στη Βασιλεία του Θεού, αφού άφησες πίσω σου τα κύματα των διαφόρων πειρασμών. Γι’ αυτό και σας υμνολογούμε ευσεβώς όλους σας και σας δοξολογούμε με πόθο και με πίστη φωνάζουμε δυνατά: Θεοφόροι μακάριοι, πρεσβεύσατε στον Χριστό τον Θεό μας, να δωρίσει σ’ εμάς που εορτάζουμε με πόθο την αγία μνήμη σας την άφεση των αμαρτιών μας).

Πλούσιος με μεγάλη περιουσία ο όσιος Ξενοφών ζούσε με πίστη στον Θεό μαζί με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Κι είναι από τους ανθρώπους που έδειξαν ότι ναι μεν είναι πολύ δύσκολη η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού όταν κανείς έχει μεγάλη περιουσία, κατά τον λόγο του Κυρίου: «πόσο δύσκολα οι πλούσιοι θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι ένα καραβόσχοινο να περάσει από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού», δεν είναι όμως τούτο τελικώς ακατόρθωτο. Διότι το θέμα δεν είναι το έχειν και το βιος του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτό. Κι ο όσιός μας διαχειρίστηκε την περιουσία του κατά τρόπο όντως θεάρεστο: κάλυπτε βεβαίως τις ανάγκες της οικογενείας του, αλλά παράλληλα με πόθο καρδιάς κάλυπτε και τις ανάγκες των φτωχών συνανθρώπων του, όπως και εκείνων που έβλεπε πλούσια τη χάρη του Θεού σ’ αυτούς: των πτωχών καλογέρων που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο κάθε καλόγερος έβρισκε κατάλυμα στη φιλόξενη κατοικία του, όπως και ο οποιοσδήποτε αναγκεμένος, δείχνοντας έτσι ο Ξενοφών ότι βρίσκεται στον κόσμο ως ένας δεύτερος Αβραάμ.

Κι ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης μάς επισημαίνει με τον πιο καθαρό τρόπο τι συνιστούσε αγία βιοτή του Ξενοφώντα και κατ’ επέκταση και όλης της οικογενείας του: ο αγώνας του να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου: όχι απλώς είχε την έγνοια να πορεύεται κατά τις εντολές, αλλά ξαγρυπνούσε πάνω σ’ αυτές, που σημαίνει ότι αυτή ήταν η προτεραιότητά του νυχθημερόν. Ξεκινώντας η ημέρα του αλλά και κλείνοντας το βράδυ του ο νους του ήταν προσκολλημένος στον λόγο του Κυρίου, ώστε να τον κάνει πράξη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος το εξαγγέλλει: «η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία», δηλαδή στην κίνηση του ανθρώπου να εφαρμόζει τον λόγο του Θεού ανοίγονται τα μάτια του για να θεάται, να βλέπει την παρουσία Εκείνου στη ζωή του.

Κι ο υμνογράφος προσθέτει: στον τρόπο της ζωής αυτής προσπαθούσε να συντονίσει, να ρυθμίσει και τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Όχι ασφαλώς με τρόπο «στανικό», με το ζόρι. Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι ξεφεύγει και ο ίδιος από τις εντολές του Κυρίου που επιτάσσουν την ταπείνωση και την αγάπη – η ταπείνωση και η αγάπη τοποθετούν τον άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό έναντι του όποιου συνανθρώπου του, ιδίως δε των οικείων και συγγενών του. Αλλά με το παράδειγμά του, χωρίς πολλά ή περιττά λόγια. Φανταζόμαστε τον δίκαιο Ξενοφώντα να ομιλεί με τη σύζυγό του γεμάτος ευγένεια, να παίζει με τα παιδιά του και να τα διαπαιδαγωγεί γεμάτος υπομονή και χιούμορ, να υπηρετεί μαζί τους τους φτωχούς και τους δυσκολεμένους αδελφούς. Γι’ αυτό και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε για την οικογένεια ως μαγνήτης – ήταν το «κεφάλι» που όλοι ήταν στραμμένοι προς αυτό. Γιατί; Διότι έβλεπαν ό,τι πιο καλό και ευχάριστο, όπως όταν βλέπει κανείς τον ίδιο Χριστό παρόντα στη ζωή του. Έτσι δεν γίνεται «αρχηγός» ο πατέρας στην οικογένεια; Αυτή δεν είναι και η ερμηνεία της «κεφαλής» για τη γυναίκα του άνδρα, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου; Όπως κεφαλή για το σώμα Του την Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Κύριος: με τη θυσιαστική αγάπη Του απέναντι σ’ αυτήν!

Ο όσιος Ξενοφών είναι το άμεσο παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η χριστιανική οικογένεια και τι σημαίνει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Μας δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τι ήθελε να πει και στις ημέρες μας ο άγιος μέγας Πορφύριος, όταν διαρκώς επεσήμαινε ότι τα προβλήματα των παιδιών στην οικογένεια και στην κοινωνία μας είναι κυρίως προβλήματα των γονέων. Γονιός, έλεγε, που έχει ως προτεραιότητα τον αγιασμό του είναι αυτός που θα έχει και μία ευλογημένη οικογένεια, που τα παιδιά του – ακόμη κι αν αποκλίνουν κάποια στιγμή – θα μεγαλώσουν χωρίς ψυχολογικά προβλήματα και πάντα θα έχουν μπροστά στα μάτια τους ως πολικό αστέρι τον Κύριο!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΙΑ ΑΥΤΟΥ

«Ο όσιος Ξενοφών ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μεγάλη υλική περιουσία, αλλά και μεγάλη κατά Θεόν ευσέβεια. Απέστειλε λοιπόν τους δύο υιούς του στην πόλη της Βηρυτού, μία από τις πόλεις της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να μάθουν νομικά. Επειδή όμως το πλοίο που τους μετέφερε ναυάγησε, βγήκε αυτός μαζί με τη γυναίκα του σε αναζήτησή τους. Πράγματι βρήκε τα παιδιά του στα Ιεροσόλυμα, αλλά τα βρήκε ντυμένα το μοναχικό σχήμα, οπότε παρακινήθηκε και ο ίδιος με τη γυναίκα του να ακολουθήσουν και αυτοί τον μοναχικό βίο. Και τόσο πολύ πρόκοψαν στην αρετή, ο Ξενοφών, η γυναίκα του και τα παιδιά του, ώστε να αξιωθούν να κάνουν και θαύματα. Ευαρέστησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους τον Θεό και εξεδήμησαν προς Αυτόν».

Οι όσιοι Ξενοφών, Μαρία η σύζυγός του και τα παιδιά τους Αρκάδιος και Ιωάννης αγωνίστηκαν ολοκάρδια να τηρήσουν τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό και κέρδισαν τη Βασιλεία του Θεού – μία αλήθεια που τονίζει πολλές φορές η Εκκλησία μας σήμερα, διά γραφίδος του αγίου υμνογράφου Θεοφάνη. «Βαδίζοντας με ζήλο την οδό των εντολών σου ο δούλος σου, Δέσποτα, κατάκτησε τις μονές εκείνες που υποσχέθηκες, επειδή αγωνίστηκε με πόθο για την αιώνια ζωή». «Αγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, μακάριε Ξενοφών». Κι αυτός ο αγώνας του ήταν εκείνος που τον έκανε (όπως βεβαίως και την οικογένειά του) να τιμηθεί με τις πιο λαμπρές αξίες που οδηγούν από την πράξη στη θεωρία. «Τιμημένος με τις πιο λαμπρές αξίες, διέπρεψες στον γεμάτο φως τρόπο ζωής σου. Διότι την πράξη την ανέδειξες σε σκαλοπάτι για τη θεωρία».

Είναι γνωστό: η πίστη και η αγάπη ως εντολές του Κυρίου είναι ο δρόμος του χριστιανού, ο δρόμος της αγιότητας. Ο άγιος υμνογράφος  αυτό μας θυμίζει για τον όσιο Ξενοφώντα και τη συνοδεία του: πορεύτηκαν πάνω στην εν πίστει  αγάπη, που φανερωνόταν κυρίως με την ελεημοσύνη τους. «Λάμποντας, λάμπρυνες τον εαυτό σου από τα αξιώματα της ψυχής, την ελεημοσύνη και την πίστη». Η φράση «αξιώματα ψυχής» δεν πρέπει να παρέλθει ασχολίαστη. Ο υμνογράφος εδώ μας αποκαλύπτει ότι τηρώντας κανείς την πίστη και την ελεημοσύνη, δηλαδή την αγάπη, αποκτά αξιώματα, γίνεται αξιωματούχος. Η πίστη και η ελεημοσύνη είναι, μας λέει, τα πραγματικά αξιώματα του ανθρώπου. Όχι αυτά που θαυμάζουν οι πολλοί, τα επίγεια και κοσμικά αξιώματα, αλλά τα ψυχικά και πνευματικά, συνεπώς αυτά που μπορεί να αποκτήσει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να θελήσει και να προσπαθήσει.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως διατυπώνει και κάτι σ’ αυτό που γράφει για την τήρηση των εντολών του Χριστού από τον όσιο Ξενοφώντα, το οποίο είναι εξόχως ενδιαφέρον και επίκαιρο για κάθε εποχή, κυρίως όμως την δική μας. «Ξαγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, όπως και ρύθμιζες στους όμοιους με σένα τρόπους τα παιδιά σου, μακάριε Ξενοφών». Ο άγιος δηλαδή ένιωθε την ευθύνη του και ως γονιός. Δεν έλεγε ότι  αγωνίζεται μόνον για τον εαυτό του ή, ακόμη χειρότερα, δεν πίστευε ότι η ευθύνη του εξαντλείται στο να καλύψει τις σωματικές, βιοτικές και μορφωτικές  ανάγκες των παιδιών του. Χωρίς να υποβαθμίζει και αυτήν την προσφορά του – είδαμε και στο συναξάρι ότι έστειλε τα παιδιά του στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά – η έγνοια και η πρώτιστη φροντίδα του ήταν η ρύθμιση των παιδιών του στις εντολές του Κυρίου: να πιστεύουν σωστά στον Θεό και να αγαπούν τον συνάνθρωπό τους. Πώς όμως; Όχι τόσο με τα λόγια, όσο με το προσωπικό του παράδειγμα. «Επαγρυπνών ο ίδιος στις εντολές». Είναι άλλωστε γνωστό: λόγια χωρίς παράδειγμα είναι λόγια κενά, άσαρκα και ανούσια.  Είναι μία υποκρισία, που το μόνο που καρποφορούν είναι η αντίδραση και η ανυπακοή.

25 Ιανουαρίου 2025

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός, (γεννήθηκε περί το 329/30), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε  ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381). Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένια του δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».

Και οι δύο υμνογράφοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο άγιος Θεοφάνης και ο άγιος Κοσμάς ο Μαϊουμά, κυριολεκτικά δεν φείδονται επαίνων και εγκωμίων, προκειμένου να τονίσουν την υψηλότατη κορυφή της θεολογίας, τον άγιο Γρηγόριο. Δεν είναι μόνο ότι τον χαρακτηρίζουν, εκφράζοντας τη συνολική θέση της Εκκλησίας μας, ως «Πατέρα Πατέρων και Ποιμένα Ποιμένων και δόξαν Πιστών και φωστήρα Ιερέων και οικουμένης το κλέος», αλλά ακόμη, επιμένοντας στη θεολογική συμβολή του, τον  ονομάζουν «Θεολόγον τον δεύτερον και μύστην της θείας ελλάμψεως», «τον δεύτερον Επιστήθιον, τον του Λόγου αυτόπτην, τοις δόγμασι γενόμενον» (αυτόν που έγινε με τα δόγματά του δεύτερος επιστήθιος φίλος του Χριστού, σαν τον Ιωάννη τον αυτόπτη του Λόγου),  «Τριαδικόν Θεολόγον», «Θεολογίας Θεολόγον» (ωδή γ΄) – είναι ο δεύτερος μετά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο συνεπώς που τιμήθηκε από την Εκκλησία με τον τίτλο του Θεολόγου.  Ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε πράγματι, μοναδικός αυτός, ο Θεολόγος της ίδιας της Θεολογίας. Κατά τον μακαριστό καθηγητή της Πατρολογίας Σ. Παπαδόπουλο «ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως». Γι’ αυτό για την Εκκλησία μας ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι το δώρο του Θεού σ’ αυτήν την ίδια: «Ο άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα, αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία».

Παραξενεύει το γεγονός ότι και οι δύο υμνογράφοι στους κανόνες τους για τον άγιο Γρηγόριο δεν κάνουν καθόλου μνεία της σχέσεώς του για παράδειγμα με τον άλλο μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας, τον άγιο Βασίλειο - σε άλλη περίπτωση αυτό θα προβαλλόταν ως καίριο στοιχείο της μεγαλωσύνης ενός αγίου. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι έχουν μείνει έκθαμβοι μπρος στη θεολογική δεινότητα του αγίου Γρηγορίου, τον ιδιαίτερο φωτισμό που δέχτηκε από τον Θεό, ώστε ως θεόπτης να μπορεί να εκφράσει και την εμπειρία της θέας και της αλήθειας του Θεού. Είναι ίσως μία έμμεση αναφορά τους ότι εκείνος που είναι τόσο φίλος με τον ίδιο τον Κύριο, που διείσδυσε τόσο πολύ στα της Τριαδικής Θεότητος, δεν έχει ανάγκη άλλων «εξωτερικών» βοηθημάτων, για να κατανοηθεί η μεγαλωσύνη του. «Μπόρεσες και χώρεσες μέσα σου τους θείους φωτισμούς, γι’ αυτό και μας φώτισες έντονα, Γρηγόριε, ώστε να σεβόμαστε τον ένα Θεό σε τρία πρόσωπα». Η είσδυση του αγίου μέσα στο φως της τρισηλίου θεότητος, ώστε με τη λάμψη αυτής να φωτίζει και τους πιστούς, γίνεται αγαπημένο κεντρικό θέμα των ύμνων των κανόνων. Κι αυτό όχι τυχαία: ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον 28ο ιδιαιτέρως λόγο του μιλάει προσωπικά και εμπειρικά για ό,τι έπαθε: «Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα…Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού…και εκεί έσκυψα». Οι υμνογράφοι λοιπόν ακολουθώντας πιστά τα λόγια του ίδιου του αγίου επισημαίνουν την ίδια πραγματικότητα: «Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα».

Ο άγιος Γρηγόριος είχε συνεπώς την αίσθηση ότι κινείται σαν τον Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως εκείνος πήρε τον γραπτό Νόμο του Θεού, τις δέκα εντολές στο όρος Σινά, έτσι κι ο ίδιος, κατά νοερό τρόπο, εν Πνεύματι, γίνεται ένας νέος Μωυσής, που φωτίζεται σαν σε νέο Σινά, για να γνωρίσει την αλήθεια της ομοουσίου Τριάδος, και αυτήν την αλήθεια έπειτα και να εξαγγείλει. Ο ύμνος του αγίου Θεοφάνους στην ε΄ ωδή είναι σαφέστατος και επ’ αυτού: «Κατά τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο». Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν, δείχνοντας και την ουσία  της αληθινής θεολογίας, δηλαδή ότι πρόκειται περί εκφράσεως της αλήθειας του Θεού, την οποία όμως ζει εμπειρικά και θεοπτικά, ήταν μυημένος στα της Τριαδικής Θεότητος – «μύστης της τρισυποστάτου Μοναρχίας και Θεότητος της εν Τριάδι» - γι’ αυτό και δίδαξε «ίσον τον Λόγον και το άγιον Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα, ως προς την αγαθότητα και τη βασιλική εξουσία, γνωρίζοντας ο άγιος ότι η ταυτότητα και η ένωση μεταξύ τους των θείων προσώπων είναι ουσιαστική και φυσική».

Ο τονισμός της ισότητας του αγίου Πνεύματος και του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Θεό Πατέρα (κάτι που διατυπώθηκε επισήμως στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συμπλήρωσε με πέντε ακόμη άρθρα τα επτά πρώτα  του Συμβόλου της Πίστεως, εξ ου και Σύμβολο Νικαίας (από την Α΄ Σύνοδο) – Κωνσταντινουπόλεως (από την Β΄ Σύνοδο) ονομάζεται) δεν ήταν βεβαίως μία αυθαιρεσία του αγίου Γρηγορίου. Φωτίστηκε όπως είπαμε από τον ίδιο τον Θεό, διείσδυσε στα της Θεότητας εν Πνεύματι, ακολουθώντας την ίδια την Αγία Γραφή και τους προγενεστέρους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ο ίδιος λέει ότι «σκεπάστηκε από την πέτρα, δηλαδή τον Χριστό». Με άλλα λόγια ο άγιος Γρηγόριος προέκτεινε ό,τι η Εκκλησία μέχρι εκείνη την ώρα είχε διατυπώσει, με την έννοια ότι γνώρισε πιο βαθιά, με φωτισμό Θεού, αυτό που  η Εκκλησία είχε διατυπώσει μέχρι την εποχή του. Και το γεγονός ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε Συνοδικά αυτό που εκείνος κατεξοχήν εξήγγελλε, απέδειξε την αλήθεια της θεοπτίας και εμπειρίας του. Μη ξεχνάμε ότι τελικό κριτήριο για ό,τι μπορεί να διατυπώσει ακόμη και ένας μεγάλος άγιος είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου.

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαίως αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν», να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία». Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς».

Μακρηγορούμε, αλλά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο άγιος μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία όπως είπαμε της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Ο το ευτελές ένδυμα του νομικού περιρρήξας γράμματος και το εν αυτώ θείον κάλλος και μυστικόν των θείων του Πνεύματος ημίν αναπτύξας Γραφών, παμμακάριστε Πάτερ, σε μεγαλύνομεν» (Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε).

23 Ιανουαρίου 2025

ΧΩΡΙΣ ΒΙΑ ΖΩΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!

Καθημερινά πια γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών βίας είτε στον χώρο των ενηλίκων είτε δυστυχώς και στον χώρο των ανηλίκων. Δυσανασχετούμε, επαναστατούμε, αγανακτούμε, ψάχνουμε να βρούμε τις αιτίες, επιρρίπτουμε συνήθως τις ευθύνες στην πολιτεία και το κράτος, μας φταίνε συνήθως όλοι και όλα, εκτός «αυτονοήτως» από τον ίδιο τον εαυτό μας! Αλλά εκεί που η είδηση για βία έρχεται με πιο οδυνηρό τρόπο να διαπεράσει ως ξίφος την καρδιά μας είναι στον χώρο των ανηλίκων, όχι μόνο της πρώτης εφηβικής ηλικίας, όπου τα πράγματα εκ των πραγμάτων γίνονται πιο οξυμμένα λόγω των αναταραχών που προξενεί η ίδια αυτή περίοδος της εφηβείας και σωματικά και ψυχολογικά, αλλά και ακόμη πιο κάτω: στα μικρά παιδιά του Δημοτικού Σχολείου, σ’ αυτά που τα βλέπεις και σου ανοίγει η ψυχή, γιατί διακρίνεις τη χάρη που έχει κατά φυσικό τρόπο η άδολη αυτή ηλικία.

Κι όμως! Ακόμη και σ’ αυτά πια ή σε κάποια από αυτά βλέπεις συχνά μία ένταση, ένα πάθος και μία οργή που σε ξαφνιάζει, που σε σοκάρει, γιατί δεν το περιμένεις – κινείσαι ακόμη με τα δεδομένα ίσως παλαιότερων, πιο «ειδυλλιακών» θεωρούμενων εποχών! Οι λέξεις: συμμορία, bulling, περιθωριοποίηση, γρονθοκοπήματα, ακόμη και «μαχαίρια» είναι σε ημερήσια διάταξη. Σχεδόν δεν υπάρχει δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο που να μην περιλαμβάνει τέτοιου περιεχομένου ρεπορτάζ, τα οποία συνήθως συνοδεύονται και από ανάλογα βίντεο που έχουν τραβηχτεί από άλλα παιδιά που παρακολουθούσαν(;) τις «μάχες»!

Δεν θα έπρεπε όμως τελικά να απορούμε και να χαρακτηρίζουμε παράδοξα τα γεγονότα αυτά. Διότι τα παιδιά και οι νέοι μας πορεύονται συνήθως κατά αντιστοιχία με τον χώρο των μεγάλων. Τι εικόνα ζωής δίνουμε σ’ αυτά οι μεγαλύτεροι στην ηλικία; Την εικόνα ενός συνεχούς πολέμου που τον χαρακτηρίζει η σφοδρή επιθυμία της κυριαρχίας του ενός πάνω στον άλλον και που τον διαπιστώνουμε και μέσα στην οικογένεια και μέσα στους επαγγελματικούς χώρους, αλλά και σε διεθνές επίπεδο στις σχέσεις μεταξύ των χωρών. Πόλεμοι, πόλεμοι, πόλεμοι, απ’ άκρου σε άκρο σχεδόν του πλανήτη μας, με αμείωτη ένταση και με κλιμακούμενη προς τα πάνω σκληρότητα. Και μόλις πάει κάπου να σταματήσει η οδύνη του ενός πολέμου, ευθύς ήδη έχει ξεκινήσει ένας άλλος κάπου αλλού! Και όπως είπαμε: και μέσα στην οικογένεια! Σύζυγοι και σύντροφοι που διαπληκτίζονται, τις περισσότερες φορές μπροστά στα παιδιά τους, εξαγριωμένα πρόσωπα που είναι έτοιμα να κατασπαραχτούν μεταξύ τους, ο πόθος να επιβληθεί ο καθένας στον άλλον – η πιο ισχυρή «παιδαγωγική» για ανάλογη δράση και του παιδιού. Και πράγματι, ό,τι συμβαίνει και διαδραματίζεται στην οικογένεια, ό,τι ακούγεται και λέγεται αυτό και επαναλαμβάνεται από τα παιδιά, τα παιδιά με τις καταπληγωμένες βεβαίως ψυχές που μαθαίνουν από πρώτο χέρι ότι η επιβολή επί του άλλου, του «αντιπάλου», είναι ο μόνος δρόμος για να πορευτεί κανείς στη ζωή του.

Κι ασφαλώς δεν είναι έτσι σε όλες τις οικογένειες. Σε πολλές ή αρκετές όμως είναι, κι αυτό προβαλλόμενο και επαναλαμβανόμενο από τα Μ.Μ.Ε. καθίσταται σχεδόν «κανονικότητα», γίνεται αποδεκτό ως κατάσταση που εντάσσεται στη ζωή μας, λοιπόν δεν θέλει και πολύ για να «σπρώχνει» κυρίως τα παιδιά προς τη συγκεκριμένη αυτή πλευρά αντιμετώπισης των προβλημάτων της ζωής. «Η βία γεννάει τη βία» λέει ένα γνωμικό και όχι άστοχα. Κι ακόμη: ό,τι συνηθίζει κανείς – κι έχει γίνει συνήθειο πια η βία! – καθίσταται δεύτερη φύση του, γίνεται το έτερο εγώ, ο άλλος εαυτός, η βία όπως είπαμε ως «κανονικός» τρόπος ζωής!

Η αιτία της όλης αυτής τραγικότητας είναι προφανής. Είναι η κυριαρχία της αμαρτίας, η κυριαρχία δηλαδή του εγωισμού που κάνει τον άνθρωπο, τον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένο, αντί να λειτουργεί με τον φυσικό τρόπο που ζει ο Πατέρας του Θεός, με την αγάπη δηλαδή αφού «ο Θεός είναι αγάπη», να κινείται διεστραμμένα με τη νοσηρή αγάπη που έχει κέντρο μόνο τον εαυτό του και τα του εαυτού του. Οπότε, πράγματι ό,τι δεν εξυπηρετεί τον άρρωστο εαυτό του θέλει να το κάνει πέρα, να το υποτάξει, να το καταστρέψει. Κι από την άποψη αυτή η θεραπεία είναι μονόδρομος: να μάθει ο άνθρωπος, έμπρακτα όμως με το βίωμά του, να εγκαταλείπει τη νοσηρότητά του για να βρίσκεται εκεί που είναι η υγεία του, ο αληθινός εαυτός του, γεγονός που τον παραπέμπει στο άγιο θέλημα του Θεού. Διότι σ’ αυτό οδηγεί το θέλημα του Θεού: στην υγεία και την αποκατάσταση του ανθρώπου, στην ανάδειξή του στην ομορφιά της απαρχής κτιστότητάς του.

Η εγκατάλειψη όμως της νοσηρότητας που έχει γίνει δεύτερη φύση και «κανονικότητα» δεν είναι κάτι εύκολο. Απαιτεί «αιματηρό» αγώνα, τον αγώνα της απάρνησης του εαυτού και της άρσης ενός σταυρού – ό,τι ο Κύριος προέτρεψε: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει ας απαρνηθεί τον (αμαρτωλό) εαυτό του, ας σηκώνει τον σταυρό του (της υπομονής και της αγάπης) και ας με ακολουθεί». Μόνο με την ταύτιση αυτή προς τον Κύριο ως ακολουθία Του, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη δύναμη που υπάρχει γιατί ενισχύεται από την ίδια τη χάρη Εκείνου εν Εκκλησία, ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να απεμπλακεί και να αποκολληθεί από την προσκόλληση προς το κακό και το πονηρό.

 Από την άποψη αυτή η ορθή κανονικότητα, η υγεία η πραγματική του ανθρώπου, το να βρίσκεται στη θέση του υιού προς τον Πατέρα του Θεό, προϋποθέτει μία διαρκή και αδιάκοπη βία. Βία ακριβώς προς τον διεστραμμένο εαυτό. Για να αποκτήσει την απλότητα και την ευθύτητά του, να «ισιώσει» για να πορεύεται τις «ευθείες οδούς» του Κυρίου συντονισμένος με Αυτόν. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι άγιοί μας θεωρούν ότι το αγωνιστικό αυτό στοιχείο αποτελεί τη βάση του κατά Χριστόν πνευματικού αγώνα, δεν υπάρχει δηλαδή περίπτωση να είναι κανείς χριστιανός χωρίς άσκηση βίας απέναντι στον… εαυτό του! «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται» είπε άλλωστε ο Κύριος «και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Κάτοικοι του Παραδείσου είναι και θα είναι μόνο… «βιασταί» του είδους αυτού. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος, εξέφρασε την αλήθεια αυτή με μία φράση: Τι είναι ο μοναχός, αλλά και κάθε χριστιανός; «Βία φύσεως διηνεκής»!

Λοιπόν, όντως: «ζωή χωρίς βία δεν υπάρχει»!