01 Φεβρουαρίου 2025

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. β΄ 22-40)

«Tῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνήγαγον οἱ γονεῖς τό παιδίον Ἰησοῦν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου «ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται», καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου, «ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν». Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἰερουσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν ἅγιον ἐπ' αὐτόν· καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου. Καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, 30 ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ. Καὶ ἦν Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπεν πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί. Καὶ ἦν Ἅννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα μετὰ ἀνδρὸς ἔτη ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς, καὶ αὐτὴ χήρα ἕως ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν· καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ὡς ἐτέλεσαν πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ' αὐτό».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκεῖνο τόν καιρό, οἱ γονεῖς ἔφεραν τό παιδί, τόν Ἰησοῦ, στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά τό ἀφιερώσουν στό Θεό. Σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Κυρίου, ἄν τό πρῶτο παιδί πού φέρνει μία γυναίκα στόν κόσμο εἶναι ἀγόρι, πρέπει νά θεωρεῖται ἀφιερωμένο στόν Κύριο. Ἐπίσης θά πρόσφεραν θυσία ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἤ δύο μικρά περιστέρια, ὅπως λέει ὁ νόμος τοῦ Κυρίου. Στά Ἱεροσόλυμα βρισκόταν ἕνας ἄνθρωπος πού τόν ἔλεγαν Συμεών. Ἦταν πιστός καί εὐλαβής, περίμενε τή σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ καί τόν καθοδηγοῦσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τοῦ εἶχε φανερώσει, λοιπόν, τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι δέ θά πεθάνει προτοῦ νά δεῖ τό Μεσσία. Τότε τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ὑπέδειξε νά πάει στό ναό. Μόλις οἱ γονεῖς ἔφεραν ἐκεῖ τό παιδί, τόν Ἰησοῦ, γιά νά κάνουν γι΄ αὐτό τά ἔθιμα τοῦ νόμου, τόν πῆρε στήν ἀγκαλιά του, δόξασε τό Θεό καί εἶπε: «Τώρα, Κύριε, μπορεῖς ν΄ ἀφήσεις τό δοῦλο σου νά πεθάνει εἰρηνικά, ὅπως τοῦ ὑποσχέθηκες, γιατί τά μάτια μου εἶδαν τό σωτήρα ποῦ ἑτοίμασες γιά ὅλους τούς λαούς, φῶς πού θά φωτίσει τά ἔθνη καί θά δοξάσει τό λαό σου τόν Ἰσραήλ». Ὁ Ἰωσήφ καί ἡ μητέρα του θαύμαζαν γιά ὅσα λέγονταν γι΄ αὐτό. Ὁ Συμεών τούς εὐλόγησε καί εἶπε στή Μαριάμ, τή μητέρα τοῦ Ἰησοῦ: «Αὐτός θά γίνει αἰτία νά καταστραφοῦν ἤ νά σωθοῦν πολλοί Ἰσραηλίτες. Θά εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο, γιά νά φανερωθοῦν οἱ πραγματικές διαθέσεις πολλῶν. Ὅσο γιά σένα, ὁ πόνος γιά τό παιδί σου θά διαπεράσει τήν καρδιά σου σάν δίκοπο μαχαίρι». Στά Ἱεροσόλυμα ζοῦσε μία γυναίκα πού προφήτευε καί τήν ἔλεγαν Ἄννα: ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουήλ ἀπό τή φυλή Ἀσήρ. Αὐτή ἦταν πολύ ἡλικιωμένη. Ἔζησε ἑφτά χρόνια μέ τόν ἄντρα της μετά τό γάμο καί τώρα χήρα, ἡλικίας ὀγδόντα τεσσάρων χρονών, δέν ἔφευγε ἀπό τό ναό, ἀλλά λάτρευε τό Θεό νύχτα καί μέρα μέ νηστεῖες καί προσευχές. Αὐτή παρουσιάστηκε ἐκείνη τήν ὥρα καί δοξολογοῦσε τό Θεό καί μιλοῦσε γιά τό παιδί σέ ὅλους ὅσοι στήν Ἱερουσαλήμ περίμεναν τή λύτρωση. Ὅταν ἔκαναν ὅλα ὅσα πρόσταζε ὁ νόμος τοῦ Κυρίου, γύρισαν στή Γαλιλαία, στήν πόλη τους τή Ναζαρέτ. Στό μεταξύ τό παιδί μεγάλωνε καί τό πνεῦμα του δυνάμωνε· ἦταν γεμάτος σοφία, καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν μαζί του.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ἑβρ. ζ΄ 7-17)

«Ἀδελφοί, χωρὶς πάσης ἀντιλογίας τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται. Καὶ ὧδε μὲν δεκάτας ἀποθνήσκοντες ἄνθρωποι λαμβάνουσιν, ἐκεῖ δὲ μαρτυρούμενος ὅτι ζῇ. Καὶ ὡς ἔπος εἰπεῖν, διὰ Ἀβραὰμ καὶ Λευῒ ὁ δεκάτας λαμβάνων δεδεκάτωται· ἔτι γὰρ ἐν τῇ ὀσφύϊ τοῦ πατρὸς ἦν ὅτε συνήντησεν αὐτῷ Μελχισεδέκ. Εἰ μὲν οὖν τελείωσις διὰ τῆς Λευϊτικῆς ἱερωσύνης ἦν· ὁ λαὸς γὰρ ἐπ' αὐτῇ νενομοθέτητο· τίς ἔτι χρεία κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἕτερον ἀνίστασθαι ἱερέα καὶ οὐ κατὰ τὴν τάξιν Ἀαρὼν λέγεσθαι; Μετατιθεμένης γὰρ τῆς ἱερωσύνης ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται. Ἐφ' ὃν γὰρ λέγεται ταῦτα, φυλῆς ἑτέρας μετέσχηκεν, ἀφ' ἧς οὐδεὶς προσέσχηκε τῷ θυσιαστηρίῳ. Πρόδηλον γὰρ ὅτι ἐξ Ἰούδα ἀνατέταλκεν ὁ Κύριος ἡμῶν, εἰς ἣν φυλὴν οὐδὲν περὶ ἱερωσύνης Μωϋσῆς ἐλάλησε. Καὶ περισσότερον ἔτι κατάδηλόν ἐστιν, εἰ κατὰ τὴν ὁμοιότητα Μελχισεδὲκ ἀνίσταται ἱερεὺς ἕτερος, ὃς οὐ κατὰ νόμον ἐντολῆς σαρκικῆς γέγονεν, ἀλλὰ κατὰ δύναμιν ζωῆς ἀκαταλύτου· μαρτυρεῖ γὰρ «Ὃτι σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, ἀναντίρρητα, αὐτός πού εὐλογεῖ εἶναι ἀνώτερος ἀπ’ αὐτόν πού εὐλογεῖται. Κι ἐνῶ οἱ λευίτες πού συγκεντρώνουν τή δεκάτη εἶναι κοινοί θνητοί, ὁ Μελχισεδέκ, ὃπως μαρτυροῦν οἱ Γραφές, ζεῖ. Θά μποροῦσε μάλιστα νά πεῖ κανείς πώς, δίνοντας ὁ Ἀβραάμ τό ἓνα δέκατο, ἒδωσε τή δεκάτη καί ὁ Λευί, αὐτός δηλαδή πού εἶχε πάρει τήν ἐντολή νά τήν εἰσπράττει. Δέν ἦταν βέβαια γεννημένος ἀκόμα, ἦταν ὃμως στό σῶμα τοῦ προπάτορά του Ἀβραάμ, ὃταν τόν τελευταῖο τόν συνάντησε ὁ Μελχισεδέκ. Ἂν ἡ λευιτική ἱερωσύνη ὁδηγοῦσε στήν τελειότητα-γιατί ἀπό τό νόμο αὐτή ἡ ἱερωσύνη δόθηκε στό λαό- ποια ἀνάγκη ὑπῆρχε νά ἐμφανιστεῖ νέο εἶδος ἱερωσύνης ὃπως ἐκείνη τοῦ Μελχισεδέκ. Δέν ἀρκοῦσε ἡ ἱερωσύνη ἀπό τή γενιά τοῦ Ἀαρών; Ὃταν ὃμως ἀλλάζει ὁ φορέας τῆς ἱερωσύνης, τότε ἀναγκαστικά ἀλλάζει καί ὁ νόμος. Καί ὁ Κύριός μας, γιά τόν ὁποῖο λέγονται τά παραπάνω, ἀνῆκε σέ ἂλλη φυλή, ἀπ’ τήν ὁποία κανείς δέν ὑπηρέτησε ὡς ἱερέας τό θυσιαστήριο. Ὃλοι ξέρουμε πώς γεννήθηκε ἀπ’ τή φυλή Ἰούδα, γιά τήν ὁποία ὁ Μωυσῆς δέν ἒκανε καθόλου λόγο γιά ἱερωσύνη. Αὐτό γίνεται ἀκόμη σαφέστερο· ἐμφανίζεται ἓνας ἂλλος ἱερέας, ὂμοιος μέ τόν Μελχισεδέκ, ὂχι σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τοῦ ἀνθρώπινου νόμου, ἂλλά μέ τή δύναμη πού δίνει μιά δίχως τελειωμό ζωή. Ὃπως μαρτυρεῖ ἡ Γραφή, Ἐσύ εἶσαι ἱερέας γιά πάντα ὃπως ὁ Μελχισεδέκ.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΠΕΡΠΕΤΟΥΑ

«Η αγία καλλιμάρτυς Περπέτουα υπήρξε γόνος εύπορης και ευγενούς οικογένειας της Καρχηδόνας. Ενώ ήταν έγγαμη και μητέρα θηλάζοντος βρέφους σε ηλικία εικοσιδύο ετών, διακρινόταν για την αγάπη της προς τον Χριστό. Ζώντας δε σύμφωνα με το ευαγγέλιο Εκείνου προσέλκυε στην πίστη πολλούς. Την κατήγγειλαν όμως κατά το 203 στον ανθύπατο της Αφρικής Ιλαρίωνα, όταν βασίλευε στη Ρώμη ο διώκτης των χριστιανών ειδωλολάτρης Σεπτίμιος Σεβήρος, γι’ αυτό και συνελήφθη. Κλείστηκε αμέσως στη φυλακή μαζί μ’  αυτούς που κατηχούσε στην πίστη, δηλαδή την Φιλικητάτη που ήταν έγγυος, τον διδάσκαλό της Σάτυρο, καθώς και τους Σεκούνδο, Σατορνίνο και Ρευκάτο, κι εκεί όλοι ντύθηκαν τον Χριστό διά του βαπτίσματος.

Ο πατέρας της άλλοτε με ήπια γλυκόλογα και άλλοτε με απειλές, προβάλλοντας μάλιστα μπροστά της το νιογέννητο βρέφος της, προσπαθούσε να την μεταπείσει ώστε να θυσιάσει στα είδωλα. Γεμάτος οργή κάποια στιγμή από την άρνησή της προσπάθησε να βγάλει τα μάτια της, αλλά απέτυχε.

Οι νεοφώτιστοι δέσμιοι μαζί με την Περπέτουα μπροστά στο βήμα του Ιλαρίωνα ομολόγησαν πάλι με θάρρος τον Χριστό, γι’  αυτό και διατάχθηκε να ριχτούν στα άγρια θηρία και μάλιστα την ημέρα των γενεθλίων του Καίσαρα. Πριν από τη μάχη τους με τα θηρία η Περπέτουα με τους χριστιανούς δέσμιους τέλεσαν στη φυλακή δείπνο αγάπης προς έκπληξη όλων των υπολοίπων απίστων δεσμίων.

Την ημέρα του μαρτυρίου όλοι οι χριστιανοί μάρτυρες γεμάτοι χαρά ρίχτηκαν στα θηρία και γίνανε γλυκός άρτος στα δόντια τους. Η Περπέτουα με τη Φιλικητάτη τραυματίστηκαν από τα θηρία, οπότε έκοψαν τα κεφάλια τους με μαχαίρι.

Με τις άγιες πρεσβείες τους, Χριστέ ο Θεός, ελέησε και σώσε μας. Αμήν».   

Από τις πιο αγαπημένες μάρτυρες της πρώτης Εκκλησίας η αγία Περπέτουα, «πρώταθλος» κι αυτή σαν την αγία Θέκλα, αποτελεί τρανή επιβεβαίωση των λόγων του Κυρίου ότι «όποιος αγαπάει τον πατέρα του ή τη μάνα του ή τη γυναίκα του ή τα παιδιά του ή τα κτήματά του ή οτιδήποτε άλλο, ακόμη και τη δική του ζωή, πάνω από τον Ίδιο, δεν είναι άξιός Του». Κι αυτό γιατί η οποιαδήποτε εγκόσμια αγάπη αν εκφραστεί χωρίς το «πέρασμά» της από την αγάπη του Θεού δεν αποτελεί καθαρή αγάπη -  λειτουργεί σ’ αυτήν, έστω κι αν φαίνεται υπερβολική η έκφραση, το εγωιστικό στοιχείο ή αλλιώς μαζί με την αγάπη αυτή υπάρχουν αρρωστημένες εγωιστικές προσμείξεις που θολώνουν την καθαρότητά της. Λοιπόν η φαινομενική σκληρότητα του λόγου του Κυρίου περί της απόλυτης αναφοράς πρώτιστα στην αγάπη Εκείνου και έπειτα στην αγάπη των άλλων συνιστά έκφραση ευεργεσίας Του προς τον άνθρωπο: να φιλτράρει την αγάπη του από ό,τι εγωιστικό και αρρωστημένο, ώστε να προσφερθεί στον συνάνθρωπο με καθαρότητα, κατά τον τρόπο αγάπης του Ίδιου˙ με σταυρική και θυσιαστική γι’ αυτόν διάθεση.

Στην αγία Περπέτουα λοιπόν διαπιστώνουμε ακριβώς τη χαρισματική και υπέρ φύσιν αυτήν πραγματικότητα, που σημαίνει ότι η αγία σε τόσο νεαρή ηλικία, έχοντας σύζυγο που τον αγαπούσε και βρέφος που το λάτρευε και το θήλαζε, είχε κατανοήσει ότι υπεράνω όλων για να έχει νόημα η ζωή της και να μπορεί ουσιαστικά να βοηθάει και την οικογένειά της και τους λοιπούς συνανθρώπους τους ήταν η πιστότητά της στο θέλημα του Θεού, το ευαγγελικώς ζην. Αυτό δεν αποτελεί και την ουσία της αγιότητας; Η τήρηση των εντολών του Χριστού – ο μόνος τρόπος που ο άνθρωπος γεύεται των δωρεών του Θεού και γίνεται κατοικητήριο της Τριαδικής θεότητας. Όπως το επισημαίνει και το απολυτίκιο της ακολουθίας της: «Πρόκρινες την αγάπη Κυρίου του Χριστού σου από τη στοργή του βρέφους σου που το θήλαζες, βάση των μαρτύρων Περπέτουα, κι έτσι καθαγίασες την πατρίδα σου την Καρχηδόνα με τα ρείθρα των ιερών αιμάτων σου».  

Κι ένας ύμνος από τη λιτή της ακολουθίας μάς δίνει εξίσου μία γεύση της μεγάλης και μοναδικής ψυχής της.

«Βλέποντας τον πειρασμό να έρχεται μέσω του πατέρα σου που σε παρότρυνε να θυσιάσεις στα είδωλα για να απαλλαγείς από τη θανατική σου καταδίκη, έστρεψες τα μάτια σου στον ουρανό κι αφού πήρες δύναμη από τον Θεό έτρεξες προς το γενναιότατο μαρτύριο σαν ελάφι διψασμένο που τρέχει στις πηγές των υδάτων, συ που είσαι η ομορφιά της Καρχηδόνας. Γι’ αυτό και έλαβες χρυσόπλοκο βραβείο νίκης από τον Θεό και χάρη να πρεσβεύεις στον Κύριο γι’ αυτούς που σε τιμούν».

Τι λέει ο ύμνος; Η αγία βρίσκεται στεφανωμένη στους ουρανούς με δύναμη μεσιτείας για όλους τους πιστούς. Γιατί; Διότι αντιμετώπισε το μαρτύριο για χάρη της πίστεώς της στον Κύριο με γενναιότητα και με θερμότητα αγάπης  τέτοια, ώστε να το θεωρεί ανάγκη της και ευφροσύνη της, όπως το διψασμένο ελάφι τρέχει να ξεδιψάσει στις πηγές των υδάτων. Και τι ήταν εκείνο που της έδινε αυτή τη δύναμη, που ανθρωπίνως δεν μπορεί να κατανοηθεί; Η ουράνια χάρη που φανέρωνε την αγάπη και τον έρωτά της προς τον Κύριο. Χάρη Θεού είναι η πίστη στον Χριστό, μεγάλη χάρη δε η θερμή κίνηση της καρδιάς που οδηγεί τον πιστό στο μαρτύριο. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «μας δόθηκε ως χάρη από τον Χριστό όχι μόνο να πιστεύουμε σ’ Αυτόν αλλά και να πάσχουμε για χάρη Του».

Επισημαίνει όμως και κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό ο καλός υμνογράφος: η αγία στην πορεία πιστότητάς της στο θέλημα του Κυρίου αντιμετώπισε σκληρούς πειρασμούς. Κι αυτοί ήταν και οι προτροπές του πατέρα της να τον λυπηθεί που χάνει το παιδί του, και το μητρικό φίλτρο της ίδιας, το οποίο παρόξυνε ο πατέρας της φέρνοντας ενώπιόν της το βρέφος της που ζητούσε το γάλα της, αλλά και το ένστικτο ακόμη της αυτοσυντήρησης, να γλιτώσει από τον θάνατο. Σκληροί όντως πειρασμοί που ανάγονται σε ό,τι βαθύτερο και άγιο θεωρούμενο υπόστρωμα υπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Και πώς τους αντιμετώπισε η αγία και που γι’ αυτό γίνεται παράδειγμα και πρότυπο για όλους μας; Με την ύψωση των οφθαλμών της στον μόνον δυνάμενον σώζειν από τους πειρασμούς, τον Κύριο. Άνθρωπος που τίθεται σε πειρασμό, αν στραφεί με την καρδιά του έμπονα στον Κύριο, θα δει πολύ σύντομα, άμεσα καλύτερα, τη βοήθειά Του. Αυτό έκανε η αγία και σώθηκε, αυτό απαιτείται βεβαίως να κάνουμε και εμείς, ιδιαιτέρως στις κρίσιμες στιγμές της ζωής μας. Η αγιότητα δεν είναι μακρινή υπόθεση και για εμάς˙ μόλις αποφασίσουμε να μείνουμε σταθεροί στο θέλημα του Θεού την ώρα κυρίως των πειρασμών, ήδη την έχουμε «αγγίξει» και «κατακτήσει».     

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΤΡΥΦΩΝ

«Ο άγιος Τρύφων ήταν από την κώμη της Λαμψάκου της επαρχίας των Φρυγών, επί της βασιλείας του Γορδιανού, κατά το διακοσιοστό ενενηκοστό πέμπτο έτος από της βασιλείας του Αυγούστου. Όταν ακόμη ήταν πολύ νέος και ασχολείτο με εργασία κατάλληλη για την ηλικία του (διότι έβοσκε χήνες, όπως λένε), γέμισε από Άγιο Πνεύμα και θεράπευε κάθε ασθένεια και έβγαζε και δαίμονες. Θεράπευσε μάλιστα και τη θυγατέρα του βασιλιά, που κυριαρχείτο από τον δαίμονα. Στην περίπτωση αυτή λέγεται ότι υπέδειξε ο άγιος στους παρόντες τον δαίμονα σαν μαύρο σκυλί, εξαγγέλλοντας τις πονηρές πράξεις του, και ότι με το θαύμα αυτό οδήγησε πολλούς στην πίστη του Χριστού. Την εποχή του βασιλιά Δεκίου, που διαδέχτηκε τον Φίλιππο, τον κυρίαρχο μετά τον Γορδιανό, κατηγορήθηκε στον έπαρχο της Ανατολής Ακυλίνο, ότι έλεγε να μη λατρεύουν οι άνθρωποι τους δαίμονες. Οδηγήθηκε προς αυτόν στη Νίκαια, κι επειδή ομολόγησε το όνομα του Χριστού, πρώτον κτυπήθηκε με σπαθιά. Έπειτα τον έδεσαν σε άλογα και τον έτρεχαν, χειμώνα καιρό, μέσα από δύσβατα και δυσπρόσιτα μέρη. Και μετά από αυτό, τον έσυραν γυμνό πάνω σε σιδερένια καρφιά. Κι ακόμη:  τον μαστίγωσαν και του έκαψαν τα πλευρά με λαμπάδες πυρός, ενώ στο τέλος αποφάσισαν να τον σκοτώσουν με ξίφος, κάτι που δεν πρόφτασαν να το κάνουν, διότι είχε παραδώσει  ήδη το πνεύμα του στον Θεό. Τελείται δε η σύναξή του στο Μαρτύριό του, που βρίσκεται μέσα στο ναό του Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της Αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας».

Δεν είναι γνωστός ο άγιος Τρύφων για τις σπουδές του,  τη μόρφωσή του και τη θεολογική του κατάρτιση∙ δεν προβάλλεται από την Εκκλησία μας ως κάποιος Ιεράρχης που την βοήθησε στην υπέρβαση κάποιας κρίσεως εξαιτίας αιρέσεως ή για το θαυμαστό κοινωνικό έργο που επιτέλεσε. Τιμάται από την Εκκλησία, γιατί μέσα στην όλη απλότητα της ζωής του κατάλαβε ένα πράγμα, που προσπάθησε μέχρι τέλους, έστω και με θυσία αυτής της ζωής, να το κρατήσει: ότι δηλαδή σκοπός του στον κόσμο τούτο που βρέθηκε, ήταν να γίνει άγιος∙ να μοιάσει του Χριστού ζώντας με σωφροσύνη. Δηλαδή ό,τι είχε ακούσει από τον λόγο του Θεού, ό,τι ο Ίδιος ο Θεός τού φανέρωσε ως τρόπο ζωής, να το κάνει βίωμά του. Κι είναι αυτό που σημειώνει και ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του κανόνα του: «Άκουσες μέσα στην καρδιά σου τα θεία λόγια και τα έκανες πράξη, πανσεβάσμιε, διότι αγάπησες την αγιοσύνη και ασπάστηκες τη σωφροσύνη».

Η αγάπη για την αγιοσύνη συνιστά και το σκοπό της ζωής του κάθε ανθρώπου, ιδίως εκείνου που έχει τη δύναμη γι’ αυτό, του χριστιανού. Η εντολή του Θεού είναι σαφής: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι», να γινόμαστε άγιοι, διότι ο ίδιος ο Θεός είναι άγιος. Κι αυτό σημαίνει ότι η αγιοσύνη ως σκοπός ζωής δεν αποτελεί ιδιορρυθμία ενός περίεργου ανθρώπου, ένα «βίτσιο» ίσως. Είναι το όραμα προς το οποίο καθημερινώς και αδιαλείπτως κατατείνει, πρέπει να κατατείνει, κάθε χριστιανός. Και θεολογική βάση γι’ αυτό είναι η «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργία του ανθρώπου. Δημιουργηθήκαμε από τον Θεό να Τον εικονίζουμε, με σκοπό να Του μοιάσουμε όσο το δυνατόν πληρέστερα στα πλαίσια της ανθρώπινης φύσης μας. Έτσι η φυσιολογία του ανθρώπου είναι να γίνεται -  που σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς για να το φτάσει -  άγιος. Ο άγιος Τρύφων, έστω και απλός βοσκός χηνών – προστάτης των γεωργών αλλά και των ζώων θεωρείται - χωρίς κάποια μόρφωση, χωρίς μελέτες και ακούσματα κηρυγμάτων, αλλά με μόνη την αγνότητα των προθέσεών του, το κατάλαβε και το άκουσε στο βάθος της καρδιάς του. Κι επειδή πήρε στα σοβαρά αυτό που κατάλαβε, το ενεργοποίησε στη ζωή του. Το «ασπάστηκες τη σωφροσύνη» που λέει ο υμνογράφος, αυτό ακριβώς φανερώνει.

Η πιστότητα και η αγάπη του στο όραμα αυτό της ζωής του τον έκανε αφενός να δεχτεί τις ακτίνες της χάρης του Θεού, γινόμενος δεύτερο φως μετά το πρώτο, του Θεού («έγινες δεύτερο φως, επειδή πλησίασες το πρώτο φως, γινόμενος σαν πυρσός και παίρνοντας μορφή από τη δόξα Αυτού»), αφετέρου να γίνει, ακριβώς γι’ αυτό,  θαυμαστό όργανο Εκείνου για τη θεραπεία ασθενών και δαιμονισμένων, ωθώντας έτσι τους ανθρώπους στο να βρίσκουν  τον δρόμο τους για τον Θεό.  Κι αυτό σημαίνει ότι όπου ο Θεός βρίσκει άνθρωπο καλοπροαίρετο και με διάθεση στροφής προς Αυτόν εν αγάπη, τον κάνει κατοικητήριό Του και οδό Του για την εύρεση του Ίδιου από τους ανθρώπους. Ο άγιος άνθρωπος, με άλλα λόγια, και χωρίς να μιλάει, με μόνο το παράδειγμά του, δρα ως ιεραπόστολος. Οι άνθρωποι βλέποντάς τον καθοδηγούνται προς Αυτόν.

Την παραπάνω αλήθεια ο άγιος Θεοφάνης μας την προσφέρει με έναν έξοχο ύμνο, ήδη από την πρώτη ωδή του κανόνα: «Υπήρξες πράγματι ποιμένας, με το να ποιμαίνεις  με σοφία τους λογισμούς της ψυχής σου, και με το να επιστρέφεις τις πλανεμένες ψυχές και να τις οδηγείς στον Θεό, ένδοξε». Είναι μία καταπληκτικής εμπνεύσεως αλήθεια: ο άγιος Τρύφων, αλλά και κάθε πιστός, είτε κληρικός είτε λαϊκός, είναι ποιμένας, γιατί ποιμαίνει πρώτα από όλα τον εαυτό του. Πώς; Με το να ελέγχει τους λογισμούς της ψυχής του, καθοδηγώντας τους, όπως ο βοσκός τα πρόβατα στο μαντρί, εκεί που είναι ο τόπος της καταπαύσεώς του, ο ίδιος ο Θεός. Επομένως, όταν οι λογισμοί του ανθρώπου απομακρύνονται από τον Θεό, κινδυνεύουν να «φαγωθούν» από τον λύκο διάβολο, ή από το λιοντάρι διάβολο, κατά την εικόνα του αποστόλου Πέτρου: «ο διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη». Και βεβαίως, με τον τρόπο αυτό γίνεται ποιμένας και των υπολοίπων ανθρώπων: επιστρέφει στον Θεό τις πλανεμένες ψυχές. Το συμπέρασμα είναι προφανές: κανείς δεν μπορεί να γίνει αληθινός ποιμένας, κυρίως μάλιστα ο κληρικός, αν πρώτα δεν είναι και δεν γίνεται ποιμένας του εαυτού του. Εκείνος που έχει μάθει να διαποιμαίνει τους λογισμούς του, εκείνος χαριτώνεται από τον Θεό και για την καθοδήγηση των άλλων.

31 Ιανουαρίου 2025

ΦΟΒΑΤΑΙ ΚΑΙ ΤΗ… ΣΚΙΑ ΤΟΥ!

«Εκείνος που έγινε δούλος του Κυρίου, θα φοβηθεί μόνο τον δικό του Δεσπότη. Και εκείνος που δεν φοβάται ακόμη Αυτόν, φοβάται πολλές φορές τη σκιά του» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κ΄ 10).

Ο φόβος είναι αγαπημένο θέμα των ασκητικών δασκάλων της Εκκλησίας μας. Γιατί γνωρίζουν καλά και τον ίδιο τον άνθρωπο και τις πολυποίκιλες μεθοδείες του Πονηρού διαβόλου. Γνωρίζουν καλά δηλαδή ότι  αφ’ ης στιγμής ο άνθρωπος αμάρτησε, ο φόβος εισήλθε μέσα στον ψυχισμό του: ο φόβος ακολουθεί σαν σκιά την αμαρτία· κι επίσης ότι ακριβώς για τον λόγο αυτόν, ο Πονηρός προσπαθεί αδιάκοπα να δημιουργεί κλίμα φόβου στον άνθρωπο, γιατί έτσι μπορεί πολύ εύκολα να τον κάνει δούλο και υποχείριό του. Μελέτησε λίγο επ’ αυτού ιδίως τον βίο του μεγάλου οσίου Αντωνίου.

Οπότε είναι αυτονόητο: όσο ο άνθρωπος ζει υπό το απόλυτο καθεστώς της αμαρτίας, όσο δηλαδή δεν μετανοεί και δεν αγωνίζεται να ζει κατά Θεόν, που θα πει ότι άγεται και φέρεται από τα πάθη του εγωισμού του – τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία του – τόσο θα ζει αντιστοίχως και υπό το καθεστώς του φόβου. Κι ο φόβος αυτός περαιτέρω δημιουργεί κλίμα ανελευθερίας και κλίμα κόλασης στην ψυχή  του ανθρώπου, συνεπώς και στο συνδεδεμένο άρρηκτα με αυτήν σώμα.

Δεν θέλουμε να το ομολογούμε, αλλά είναι η αλήθεια: ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας – πόσο άραγε; - το περνάμε σε κατάσταση φόβου κι ίσως… πανικού. Διότι κάποιες φορές, λίγες ή πολλές, δεν βρισκόμαστε στη συχνότητα του Θεού, δεν βρισκόμαστε δηλαδή πάνω στις άγιες εντολές Του. Με αποτέλεσμα, κάθε που αμαρτάνουμε, άρα έχουμε διαγράψει τον φόβο του Θεού, να φοβόμαστε και τη… σκιά μας!

Ο Χριστός όμως ήλθε  να καταργήσει την αμαρτία και «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Συνεπώς να διαγράψει και τον φόβο. Τον φόβο τον διαλυτικό που απορρυθμίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Μπορεί να υφίσταται ακόμη το φυσικό ιδίωμα της δειλίας ως απόηχος της αμαρτίας, όμως ο φόβος τελικώς καταργήθηκε. Και το ξέρουν και το βιώνουν αυτό οι συνεπείς πιστοί, οι άγιοι, γιατί ζουν την παρουσία του Χριστού με την τήρηση των αγίων Του εντολών, κυρίως δε της αγάπης. Όπου αγάπη, εκεί δεν υφίσταται πια φόβος, γιατί έχει ανατείλει η παρουσία της παντοδυναμίας Του. «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Και τι διαπιστώνουν οι άγιοι; Στη χαρισματική αυτή κατάσταση αναπτύσσεται ένα άλλο είδος φόβου: ο φόβος του Θεού· ο οποίος όμως όχι μόνο δεν διαλύει τον άνθρωπο, αλλά τον εξυψώνει σε υιό Εκείνου και τον κάνει να δρα ως άλλος… Θεός!

Η γενναιότητα και η ανδρεία είναι το χαρακτηριστικό των αγίων!

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ

«Οι άγιοι μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης ζούσαν επί Διοκλητιανού του βασιλιά. Ο μεν Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ο δε Ιωάννης από την Έδεσσα. Λόγω του επικρατούντος τότε λοιπόν διωγμού, ο οποίος κατέστρεφε τους χριστιανούς, ο Κύρος προχώρησε προς την Αραβία, σε έναν παραθαλάσσιο τόπο, έγινε μοναχός και κατοίκησε εκεί. Ο δε Ιωάννης που έφθασε στα Ιεροσόλυμα, άκουσε για τις θαυματουργίες του αγίου Κύρου (διότι θεράπευε κάθε νόσο και αρρώστια), πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί, από ό,τι φημολογείτο για τον άγιο ως προς τον τόπο διαμονής του, έφθασε εκεί που έμενε και έζησε μαζί του. Όταν συνελήφθη κάποια γυναίκα, που λεγόταν Αθανασία, μαζί με τις τρεις θυγατέρες της, την Θεοδότη, την Θεοκτίστη και την Ευδοξία, για την πίστη τους στον Χριστό, και επρόκειτο να παρασταθούν στο δικαστικό βήμα, φοβήθηκαν οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης μήπως πάθουν κάτι που είναι φυσικό να συμβαίνει και μάλιστα στις γυναίκες, δηλαδή να  τρομάξουν από το μέγεθος των μαρτυρικών βασάνων, γι’ αυτό και πήγαν εκεί που τις κρατούσαν, τις έδιναν θάρρος και τις προετοίμαζαν για τα μαρτύρια. Επειδή συνελήφθησαν και αυτοί όμως και ομολόγησαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ότι είναι αληθινός Θεός, υποβλήθηκαν σε πολλές τιμωρίες, οπότε στο τέλος τούς έκοψαν τα κεφάλια, μαζί με τις γυναίκες που αναφέραμε. Τελείται δε η σύναξή τους στο Μαρτύριό τους, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης ανήκουν στη μεγάλη χορεία των αναργύρων αγίων, όπως οι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφων. Η υμνολογία τους μάλιστα τους χαρακτηρίζει και ως «εξάρχους των Αναργύρων», πλην των άλλων εγκωμιασμών τους. Είναι ευνόητο δε να επικεντρώνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό στη θαυματουργία των αγίων και στη χάρη που πηγάζει από τα τίμια λείψανά τους, χάρη που ιάται «άπαντα ημών τα πάθη» και όλους «τους εν ποικίλαις νόσοις υπάρχοντας», είτε σωματικά είτε και ψυχικά, διότι ακριβώς «θείοι ιατροί υπάρχουσιν». Ιατροί λοιπόν των ψυχών και των σωμάτων και αυτοί οι ανάργυροι άγιοι. Ενώ όμως οι ύμνοι αναφέρονται στην θεραπευτική εκ Θεού χάρη των αγίων για τον όλο άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του, τονίζουν ιδιαιτέρως την ιατρεία που παρέχουν ως προς τα ψυχικά πάθη των ανθρώπων, καλύτερα: ο υμνογράφος στρέφει εκεί περισσότερο την προσοχή μας. «Συντρίψατε τις αμαρτωλές εκτροπές του νου μου που με τυραννούν, και γιατρέψτε τα πάθη της ψυχής μου»∙ «Ανέτειλε για εμάς σήμερα η δυάδα των μαρτύρων, που θεραπεύει τα ψυχικά τραύματά μας, ο Κύρος και ο Ιωάννης, οι θαυματουργοί».

Δεν πρόκειται ασφαλώς περί υποβάθμισης της σημασίας των σωματικών πόνων και ασθενειών: το σώμα μας είναι και αυτό δημιούργημα του Θεού, αξιότιμο και ισοστάσιο με την ψυχή μας, γι’ αυτό και ο Κύριος θεράπευε και τις σωματικές αρρώστιες των ανθρώπων. Ο άγιος υμνογράφος όμως θέλει να τονίσει την προτεραιότητα της ψυχής, διότι όταν πάσχει η ψυχή, το αντίκτυπο είναι αιώνιο, κάτι που δεν συμβαίνει με τις σωματικές αρρώστιες, οι οποίες μάλιστα πολλές φορές γίνονται μέσον αγιασμού των ανθρώπων με την υπομονή που μπορεί αυτοί να επιδείξουν. «Καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου» (θα καυχηθώ για τις ασθένειές μου) όπως λέει και ο απόστολος, διότι «όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι», αφού ο ίδιος ο Κύριος βεβαιώνει: «η δύναμίς μου εν ασθενείαις τελειούται» (η δύναμή μου φθάνει στην τελείωσή της μέσα από τις αρρώστιες). Και βλέπουμε μάλιστα ότι ο υμνογράφος θεωρεί ως αρρώστια, ως «τυραννία» κυριολεκτικά της ψυχής, «τις εκτροπές του νοός». Γιατί άραγε; Διότι ο νους του ανθρώπου, ο ηγεμόνας της ψυχής, θα έπρεπε πάντοτε να είναι στραμμένος προς τον Θεό, με όλη την αγάπη και την έντασή του. Η εντολή του Θεού είναι σαφής: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Με το σκεπτικό βεβαίως ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Ό,τι πιο φυσιολογικό λοιπόν είναι να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο ο ηγεμόνας νους, ώστε και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής: τα συναισθήματα και οι επιθυμίες, να τον ακολουθούν, κάνοντας βεβαίως και το σώμα να βρίσκεται σε υπακοή προς την αγάπη του Θεού.  Λόγω της πτώσεως όμως στην αμαρτία και της επιρροής του αρχεκάκου εχθρού διαβόλου, ο νους γοητεύεται από τον κόσμο και τις προκλήσεις του μέσω των αισθήσεων του σώματος, οπότε από τη φυσιολογική πορεία του προς τον Θεό οδηγείται στην ανώμαλη πορεία του προς τον κόσμο, με αποτέλεσμα να τυραννείται από τις εκτροπές των παθών και ο άνθρωπος ψυχοσωματικά να διαστρέφεται.

 Η κατεξοχήν ιατρεία λοιπόν που παρέχουν οι άγιοι, εν προκειμένω οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης, είναι σε αυτό το επίπεδο˙ να βοηθήσουν με τη χάρη του Θεού ο νους μας να σταθεροποιηθεί στην κανονική του πορεία: την αγάπη προς τον Θεό, η οποία βεβαίως εκφράζεται ως αγάπη προς τον συνάνθρωπο.  Τη φυσιολογία αυτή την έζησαν πρώτα από όλα στον εαυτό τους οι άγιοι, γι’ αυτό και χαριτώθηκαν από τον Θεό να την δωρίζουν και σε εμάς, όπως άλλωστε έκαναν και με τις συναθλήσασες με αυτούς άγιες Αθανασία με τις κόρες της. «Εσένα, Σωτήρα Κύριε, η δυάδα των μαρτύρων πόθησε». «Καταγοητεύθηκαν από τον έρωτα της αγίας Τριάδος ο Κύρος και ο Ιωάννης, και αφού πήραν τεράστια δύναμη  από αυτήν οι μάρτυρες, με την πιο ανώτερη και καλύτερη ένωση που υπάρχει, αναδείχτηκαν όργανα του Θεού». Και από την άλλη: «Καθοδήγησαν τις παρθένους με τη μητέρα τους βεβαίως, ο Ιωάννης και ο Κύρος, με άφοβο φρόνημα, και τις έκαναν να είναι ανδρείες».

 Είναι γνωστό για την Εκκλησία μας: όσο ο άνθρωπος είναι στραμμένος προς τον Θεό και Αυτόν έχει ως προτεραιότητα της ζωής του, όσο δηλαδή βρίσκεται στη φυσιολογική του κατάσταση, τόσο και υπερβαίνει όλα τα προβλήματα της ζωής αυτής, ιδίως μάλιστα τα ψυχολογικά λεγόμενα, τα οποία ταλαιπωρούν πλήθος συνανθρώπων μας και τους κάνουν τη ζωή «κόλαση» που λέμε. Οι άγιοι ανάργυροι δίνουν σήμερα με τη μνήμη τους και την πρόκληση αυτή: να θυμηθούμε ότι η ιατρεία του ανθρώπου είναι πρώτιστα ιατρεία ψυχής, και μάλιστα ρύθμισης του νου.

30 Ιανουαρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

 

Μήνυμα της Ιεράς Συνόδου προς τους μαθητές και τις μαθήτριες εν όψει της εορτής των Τριών Ιεραρχών

29 Ιανουαρίου 2025

Α­γα­πη­τά μας παι­δι­ά,

Η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος της Εκ­κλη­σί­ας μας ε­πι­κοι­νω­νεί σή­με­ρα μα­ζί σας γι­α να σας εκ­φρά­σει τις πλέ­ον εγ­κάρ­δι­ες ευ­χές Της με την ευ­και­ρί­α της ε­ορ­τής των Τρι­ών Ι­ε­ραρ­χών, οι ο­ποί­οι εί­ναι προ­στά­τες της Παι­δεί­ας και των Γραμ­μά­των.

Ι­ε­ράρ­χης, ό­πως γνω­ρί­ζε­τε, ση­μαί­νει Ε­πί­σκο­πος. Ε­πο­μέ­νως, οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες, Βα­σί­λει­ος ο Μέ­γας, Γρη­γό­ρι­ος ο Θε­ο­λό­γος και Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος, ή­ταν Ε­πί­σκο­ποι της Εκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή Πα­τέ­ρες πνευ­μα­τι­κοί των πι­στών και Δι­δά­σκα­λοι της Εκ­κλη­σί­ας, φο­ρείς του χα­ρί­σμα­τος της Ι­ε­ρω­σύ­νης του Χρι­στού και συ­νε­χι­στές του έρ­γου Του.

Η Ι­ε­ρω­σύ­νη έ­χει δο­θεί στην Εκ­κλη­σί­α γι­α να τε­λούν­ται τα ά­γι­α Μυ­στή­ρι­α, το Βά­πτι­σμα, το Χρί­σμα, η Θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α κ.λπ., ώ­στε να α­γι­ά­ζον­ται οι πι­στοί και να ε­νώ­νον­ται με τον Χρι­στό και με­τα­ξύ τους. Γι’ αυ­τό οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες με ό­λη την δύ­να­μη της ψυ­χής τους καλ­λι­έρ­γη­σαν το πνεύ­μα της ε­νό­τη­τας τό­σο στον χώ­ρο της Εκ­κλη­σί­ας, ό­σο και γε­νι­κό­τε­ρα στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον ό­που έ­ζη­σαν. Θε­ω­ρού­με ό­τι δεν χρει­ά­ζε­ται καν να α­να­φέ­ρου­με ό­τι η ε­νό­τη­τα εί­ναι μί­α κα­τά­στα­ση, έ­νας τρό­πος ζω­ής, που χρει­ά­ζε­ται πο­λύ μό­χθο και κό­πο γι­α να ε­πι­τευ­χθεί και να δι­α­τη­ρη­θεί σε ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό ε­πί­πε­δο.

Και τού­το συμ­βαί­νει γι­α­τί, δυ­στυ­χώς, δεν ε­πι­κρα­τεί πάν­το­τε στις σχέ­σεις μας με τους άλ­λους αν­θρώ­πους η δύ­να­μη της α­λη­θι­νής α­γά­πης, της ει­ρή­νης, της συ­ναλ­λη­λί­ας. Αν­τι­θέ­τως, ό­χι σπά­νι­α, κυ­ρι­αρ­χεί η ι­δι­ο­τέ­λει­α, δη­λα­δή η πέ­ραν του δέ­ον­τος προ­σή­λω­ση του αν­θρώ­που στο α­το­μι­κό του συμ­φέ­ρον, η φι­λαυ­τί­α, η αλ­λοί­ω­ση της α­γά­πης και έτ­σι δι­α­σπά­ται η ε­νό­τη­τα και ε­πέρ­χε­ται ο δι­χα­σμός, η δι­αί­ρε­ση, η σχά­ση. Γι’ αυ­τό η Εκ­κλη­σί­α δεν παύ­ει να προ­βάλ­λει με κά­θε τρό­πο τις φω­τει­νές Μορ­φές των Τρι­ών Ιε­ραρ­χών· κα­θό­τι, οι Πα­τέ­ρες αυ­τοί έ­ζη­σαν ό­σο πι­ο έν­το­να γί­νε­ται την Α­λή­θει­α και την Ζω­ή του Ευ­αγ­γε­λί­ου του Χρι­στού. Τοι­ου­το­τρό­πως, α­να­δει­κνύ­ον­ται πρό­τυ­πα και γι­α την δι­κή μας πο­ρεί­α σε αυ­τόν τον κό­σμο· πρό­τυ­πα ζω­ής, α­γω­νι­στι­κό­τη­τας, θάρ­ρους, προ­ση­λώ­σε­ως στις αρ­χές, τις α­ξί­ες, τα ι­δα­νι­κά με τα ο­ποί­α εί­χαν δι­α­μορ­φώ­σει την προ­σω­πι­κό­τη­τά τους και εί­χαν νο­η­μα­το­δο­τή­σει την ζω­ή τους.

Ε­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, ο Μέ­γας Βα­σί­λει­ος και ο Γρη­γό­ρι­ος ο Θε­ο­λό­γος α­γω­νί­σθη­καν να δι­α­φυ­λά­ξουν την ε­νό­τη­τα της Εκ­κλη­σί­ας, δι­ό­τι κα­τά τον 4ο αι­ώ­να, ο­πό­τε έ­ζη­σαν, κιν­δύ­νευ­σε σε με­γά­λο βαθ­μό η α­κε­ραι­ό­τη­τα, η αυ­θεν­τι­κό­τη­τα της πί­στε­ως από μί­α φο­βε­ρή αί­ρε­ση που ο­νο­μά­σθη­κε «Α­ρει­α­νι­σμός» και αρ­νι­ό­ταν την θε­ό­τη­τα του Χρι­στού. Ό­μως, οι Α­πό­στο­λοι, οι Πα­τέ­ρες, οι Μάρ­τυ­ρες έ­δω­σαν και την ί­δι­α τους την ζω­ή, προ­κει­μέ­νου να δι­α­κη­ρύ­ξουν ό­τι ο Ι­η­σούς Χρι­στός εί­ναι ο Α­λη­θι­νός Θε­ός, μα­ζί με τον Πα­τέ­ρα και το Ά­γι­ο Πνεύ­μα, και έτ­σι κά­θε έ­νας που πι­στεύ­ει ορ­θά σε Αυ­τόν γί­νε­ται υι­ός του Θε­ού, σύμ­φω­να με την δω­ρε­ά του Θε­ού.

Έ­πει­τα, οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες μό­χθη­σαν με ό­λες τους τις δυ­νά­μεις γι­α να βο­η­θή­σουν τους αν­θρώ­πους να εν­νο­ή­σουν ό­τι χω­ρίς την α­λη­θι­νή α­γά­πη κα­τα­στρέ­φε­ται εύ­κο­λα η ε­νό­τη­τα με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων. Γι’ αυ­τό οι ί­δι­οι έ­γι­ναν έμ­ψυ­χες ει­κό­νες αγά­πης και μά­λι­στα υ­πέ­στη­σαν πολ­λές θλί­ψεις και κα­κου­χί­ες ε­ξαι­τί­ας της προ­ση­λώ­σε­ώς τους σε έρ­γα α­λη­θι­νής α­γά­πης. Λό­γου χά­ριν, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι έ­νας α­πό τους λό­γους γι­α τους ο­ποί­ους ε­ξο­ρί­σθη­κε στα βά­θη της Α­σί­ας α­πό την τό­τε πο­λι­τι­κή εξου­σί­α ο Ά­γι­ος Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος ή­ταν ό­τι ί­δρυ­σε λε­προ­κο­μεί­α κον­τά σε ε­κτά­σεις πλου­σί­ων γαι­ο­κτη­μό­νων, οι ο­ποί­οι ζη­μι­ώ­θη­καν οι­κο­νο­μι­κά. Βλέ­πε­τε, σε κά­θε ε­πο­χή, η ε­νό­τη­τα, η α­γά­πη, η φι­λί­α α­πει­λούν­ται α­πό τα οι­κο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρον­τα, α­πό τον ε­γω­ι­σμό, α­πό τους πο­λέ­μους και τις δι­α­μά­χες.

Ό­μως, οι άν­θρω­ποι λη­σμο­νούν ό­τι δι­α­σπών­τας την ε­νό­τη­τα, κα­ταρ­γών­τας την ει­ρή­νη και την α­γά­πη, βλά­πτουν α­νε­πα­νόρ­θω­τα τον ί­δι­ο τον ε­αυ­τό τους. Γι­α­τί κα­νείς δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει μό­νος του. Υ­πάρ­χου­με σε σχέ­ση και α­να­φο­ρά με τον Θε­ό και τον συ­νάν­θρω­πο. Και γι’ αυ­τό η ζω­ή μας έ­χει μο­να­δι­κή α­ξί­α, νό­η­μα και πε­ρι­ε­χό­με­νο. Το δώ­ρο της ζω­ής μάς δό­θη­κε γι­α να μά­θου­με ό­τι χω­ρίς τον α­γώ­να γι­α συ­νύ­παρ­ξη, αυ­το­κα­ταρ­γεί­ται η ύ­παρ­ξη· χω­ρίς την ε­νό­τη­τα ε­πέρ­χε­ται ο μα­ρα­σμός και ο ξε­πε­σμός του αν­θρώ­που.

Α­γα­πη­τά μας παι­δι­ά,

Σε μί­α ε­πο­χή σαν την δι­κή μας, στην ο­ποί­α με θλί­ψη βλέ­που­με τις τρα­γι­κές συ­νέ­πει­ες της α­πο­μα­κρύν­σε­ως του αν­θρώ­που α­πό την πί­στη, την Εκ­κλη­σί­α και τον Θε­ό· σε μί­α ε­πο­χή στην ο­ποί­α οι άν­θρω­ποι θέ­τουν το Ευ­αγ­γέ­λι­ο της ει­ρή­νης, της ε­νό­τη­τας, της α­γά­πης στο πε­ρι­θώ­ρι­ο της ζω­ής τους, γι­α­τί α­γνο­ούν την ευ­ερ­γε­τι­κή του ε­πί­δρα­ση και δύ­να­μη στην δι­α­μόρ­φω­ση της αν­θρώ­πι­νης συ­νει­δή­σε­ως, ε­μείς ας πα­ρα­μεί­νου­με ε­νω­μέ­νοι με τον Χρι­στό και με­τα­ξύ μας, ό­πως οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες. Ας δι­α­τη­ρή­σου­με ζων­τα­νή την φλό­γα της πί­στε­ως και ας την με­τα­δί­δου­με και στους άλ­λους με τα έρ­γα και τον λό­γο μας· με την ζω­ή και το ή­θος μας· με την α­γά­πη και την ε­νό­τη­τά μας. Αυ­τό δεν έ­πρα­ξαν και οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες; Υ­πήρ­ξαν κά­πο­τε και αυ­τοί παι­δι­ά. Αν­τι­με­τώ­πι­σαν τις δυ­σκο­λί­ες κά­θε πε­ρι­ό­δου της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής. Τα­λαι­πω­ρή­θη­καν α­φάν­τα­στα α­πό αυ­τό που ονο­μά­ζου­με «κα­τε­στη­μέ­νο». Ό­μως στά­θη­καν όρ­θι­οι, ε­νω­μέ­νοι, δυ­να­τοί· κα­θό­τι η ζω­ή τους στη­ρι­ζό­ταν στην Πέ­τρα, στον Βρά­χο της πί­στε­ως, που ο­νο­μά­ζε­ται Ι­η­σούς Χρι­στός.

Σας ευ­χό­μα­στε στον Χρι­στό να θε­με­λι­ώ­νε­ται και η δι­κή σας ζω­ή. Να έ­χε­τε α­γά­πη, ε­πι­θυ­μί­α γι­α ε­νό­τη­τα και συ­ναλ­λη­λί­α· γι­α να κυ­ρι­αρ­χή­σει κά­πο­τε στον κό­σμο μας η πο­λυ­πό­θη­τη ει­ρή­νη, η κα­ταλ­λα­γή, η συμ­φι­λί­ω­ση.

Σας ευ­χό­μα­στε ε­πί­σης, να προ­ο­δεύ­σε­τε στις σπου­δές σας και, εν γέ­νει, στην ζω­ή σας και να γί­νε­τε φά­ροι φω­τει­νοί, άν­θρω­ποι α­λη­θι­νοί, ό­πως έ­λε­γε και ο αρ­χαί­ος ποι­η­τής Μέ­ναν­δρος· «Ὡς χαρίεν ἐστ΄ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ!» (Πό­σο χα­ρι­τω­μέ­νος, πό­σο ό­μορ­φος εί­ναι ο άν­θρω­πος, ό­ταν εί­ναι άν­θρω­πος!­). Και ας μη λη­σμο­νού­με ό­τι πραγ­μα­τι­κά ά­δει­ος εί­ναι ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος, που εί­ναι γε­μά­τος μό­νον α­πό τον ί­δι­ο τον ε­αυ­τό του.

Εκ της Ιε­ράς Συνόδου

της Εκκλησίας της Ελλάδος

ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

«Η αιτία της σημερινής εορτής είναι αυτή: Επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού, ο οποίος πήρε τα σκήπτρα της βασιλείας μετά τον Βοτανειάτη, υπήρξε διαφωνία στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των λογίων και εναρέτων ανδρών:  Άλλοι εκθείαζαν τον μέγα Βασίλειο, λέγοντας ότι είναι μεγαλοπρεπής στον λόγο, αφού ερεύνησε με αυτόν  τη φύση των όντων και συναγωνιζόταν ως προς τις αρετές σχεδόν και τους αγγέλους, κι επίσης ότι δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων με πρόχειρο τρόπο, κι ήταν σπουδαίος στο ήθος του, χωρίς να έχει κάτι το γήινο, από την άλλη δε υποβίβαζαν τον θείο Χρυσόστομο, διότι τάχα ήταν αντίθετος προς τον Βασίλειο λόγω της προχειρότητάς του να συγχωρεί εύκολα και να γίνεται ευχάριστος στους ανθρώπους. Άλλοι πάλι υπερύψωναν τον θεϊκό Χρυσόστομο και έλεγαν ότι προηγείται του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου, διότι στεκόταν πιο κοντά στον άνθρωπο με τις διδασκαλίες του, καθοδηγώντας και προσκαλώντας όλους με την πιο απλή γλώσσα του στη μετάνοια, όπως και με το πλήθος των γλυκών σαν μέλι λόγων του και την ερμηνευτική του δεινότητα. Άλλοι τέλος έπαιρναν το μέρος του Θεολόγου Γρηγορίου, λόγω της κομψότητας και της φροντισμένης φράσης του, της διεισδυτικότητας των λόγων του και της ζωντάνιας των λέξεων, ο οποίος υπερέβαινε όλους τους φημισμένους για την ελληνική παιδεία τους, αλλά και τους δικούς μας της Εκκλησίας, και έδιναν σ’ αυτόν την ψήφο της νίκης και βεβαίως τον έθεταν υπεράνω των άλλων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαιρεθούν τα πλήθη και άλλοι να ονομάζονται Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και οι υπόλοιποι Γρηγορίτες.

Επειδή λοιπόν διαφωνούσαν έντονα και ήταν χωρισμένοι οι λόγιοι, λίγα χρόνια αργότερα φανερώνονται σε όραμα οι μέγιστοι αυτοί Πατέρες, ο καθένας χωριστά κι έπειτα όλοι μαζί, όχι σε όνειρο αλλά όταν ήταν ξύπνιος,  στον Επίσκοπο Ιωάννη τον μεγάλο, τον δάσκαλο των ιερών γραμμάτων της πόλεως των Ευχαΐτων, άνδρα λόγιο μεν κατά τα άλλα, με παιδεία ελληνική όχι ευκαταφρόνητη (όπως δείχνουν τα κείμενά του), ενάρετο δε σε μέγιστο βαθμό. Και με μια γλώσσα λένε προς αυτόν: Εμείς είμαστε ένα, όπως βλέπεις, ενώπιον του Θεού, και δεν υπάρχει τίποτε ενάντιο και εχθρικό μεταξύ μας, αλλά ο καθένας μας στον δικό του καιρό, με φωτισμό του θείου Πνεύματος, συγγράψαμε τις διδασκαλίες που οδηγούν στη σωτηρία των ανθρώπων, και τους δώσαμε όσα είχαμε μυηθεί από τον Θεό. Πρώτος μεταξύ μας δεν υπάρχει, γι’ αυτό βεβαίως και ούτε δεύτερος. Αλλά αν θα πεις για τον ένα, είναι σαν να λες και για τους άλλους. Γι’ αυτό σήκω και διάταξε αυτούς που μαλώνουν να μη χωρίζονται εξ αιτίας μας. Διότι η έγνοια και η φροντίδα μας, και όσο ζούσαμε και τώρα στη μετάστασή μας στους ουρανούς, ήταν και είναι  να ειρηνεύουν οι πάντες και να είναι μονοιασμένοι μεταξύ τους. Κι ακόμη: σε μία ημέρα βάλε τη μνήμη μας και, όπως εσύ ξέρεις, φτιάξε τα σχετικά με την εορτή μας και κάνε το τούτο παράδοση για τους μεταγενεστέρους, διότι εμείς είμαστε ένα στον Θεό. Οπωσδήποτε δε και εμείς θα βοηθήσουμε στη σωτηρία αυτών  που θα εκτελούν τη μνήμη μας, αφού νομίζουμε ότι έχουμε κάποια δύναμη μπροστά στον Θεό. Αυτά είπαν και φάνηκαν πάλι να ανεβαίνουν προς τον ουρανό, μέσα σε άπειρο φως λάμψης, προσφωνώντας ο ένας τον άλλον με τα ονόματά τους.

Ο δε θεϊκός εκείνος άνδρας σηκώθηκε, ο Ιωάννης Ευχαΐτων δηλαδή, και έκανε όπως τον προέτρεψαν οι άγιοι: και το πλήθος και τους διαφωνούντες ησύχασε (διότι ο άνδρας θεωρείτο φημισμένος για την αρετή του), και την εορτή αυτή παρέδωσε στην Εκκλησία, ώστε να την εορτάζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και πρόσεξε το φρόνημα του άνδρα: Επειδή βρήκε τον μήνα Ιανουάριο να έχει και τους τρεις αυτούς, δηλαδή κατά την πρώτη του μηνός, τον μέγα Βασίλειο, κατά την εικοστή Πέμπτη, τον θείο Γρηγόριο, και κατά την εικοστή έβδομη, τον θείο Χρυσόστομο, τους μάζεψε πάλι κατά την τριακοστή, στέφοντάς τους με κανόνες και τροπάρια και εγκώμια, όπως τους αρμόζει. Κι όλα αυτά -  που έγιναν, όπως νομίζω, και με τη σύμφωνη γνώμη τους - δεν υπολείπονται διόλου από τίποτε που  είναι άξιο επαίνου, ώστε να ξεπερνούν και όλα όσα από εκείνον και έγιναν και θα γίνουν».

Ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαῒτων είναι όχι μόνον αυτός που δέχτηκε την κατά χάρη Θεού εμφάνιση των αγίων τριών Ιεραρχών, ώστε να επιλυθεί η διαφωνία των λογίων της Κωνσταντινουπόλεως περί του ποιος είναι ο μεγαλύτερος από τους τρεις, αλλά και αυτός που εμπνεύστηκε να γράψει «κανόνες και τροπάρια και εγκώμια» κατά το συναξάρι. Και πράγματι, η σημερινή υμνολογία αποτελεί εν πρώτοις έναν εγκωμιασμό από τον άγιο Ευχαΐτων του πνευματικού ύψους και των τριών Ιεραρχών, οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ άλλων «άλλοι άγγελοι μετά σαρκός», «κατά μέθεξιν θεοί, διότι είχαν μέσα τους ζωντανό και λαλούντα τον από τη φύση Του μόνο αληθινό Θεό», «οι διορθωτές των ηθών και οι φροντιστές των ψυχών, οι κοινοί σωτήρες όλων, αυτοί που έδειξαν σε εμάς τα παραδείγματα των πράξεων και των λόγων, οι εκπαιδευτές του βίου μας, όπως και «οι μεγάλοι φωστήρες, οι αρραγείς πύργοι της Εκκλησίας», «οι λαβόντες σοφίαν παρά Θεού, ως άλλοι τρεις απόστολοι του Χριστού». Δεν υπάρχει εγκώμιο που δεν χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος, για να αποδώσει πρώτον, αυτό που οραματικά και θεοπτικά έζησε: την παρουσία των αγίων στη ζωή του, δεύτερον, την τεράστια θεολογική συμβολή τους στη ζωή της Εκκλησίας.

Κι ως προς το πρώτο. Η υπέρ φύσιν εμπειρία του να δει οραματικά τους αγίους προβάλλεται δεόντως από τον άγιο. Προκειμένου μάλιστα να προβάλει την ισότητά τους, όπως ήταν και ο κύριος σκοπός του οράματος, χρησιμοποιεί φράσεις που αναφέρονται στη συζυγία του άνδρα με τη γυναίκα. «Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω», λέει ο λόγος του Θεού, «αυτούς που ο Θεός συνένωσε σε ομότιμη ένωση, άνθρωπος εγκωμιαστής ας μη τους χωρίζει», λέει ο υμνογράφος. Για να συνεχίσει: «θεωρώντας τους ίσους στα χαρίσματά τους,  ας τους καθιστά με τους ύμνους του άξιους και ίσων ύμνων».   Μπορεί να φαίνεται υπερβολική η σύγκριση, αλλά ο υμνογράφος στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία και κάνει υπακοή: εξαγγέλλει ό,τι οι άγιοι, συνεπώς και ο Κύριος, του είπαν. Και προχωρεί και σε άλλη εικόνα για να αποδώσει και πάλι την ίδια αλήθεια: «Από τον Ουρανό δύο μεγάλα λυχνάρια φωτίζουν όλον τον κόσμο με διαδοχή του ενός προς το άλλο: ο ήλιος και η σελήνη. Από τη γη με πολύ φανερό τρόπο φωτίζουν όλη την οικουμένη τρεις ίδιοι υπερμεγέθεις ήλιοι, που λάμπουν μαζί: ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος».

Και ως προς το δεύτερο: η τεράστια θεολογική συμβολή τους στην Εκκλησία. Ο υμνογράφος βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον αγώνα των αγίων υπέρ της αληθούς πίστεως: τη διακράτηση της αλήθειας για την αγία Τριάδα. Και οι τρεις αγωνίστηκαν να φανερώσουν ανόθευτη την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Θεού. Για παράδειγμα: «Διδαχθήκαμε να θεολογούμε την Μοναδική Τριάδα και παραλάβαμε να υμνούμε την Τριαδική Μονάδα. Μάθαμε να προσκυνούμε από τους Πατέρες μία τρισυπόστατη Φύση». «Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν από την αρχή συνάναρχος με τον Πατέρα. Συνυπήρχε το άγιον Πνεύμα με τον Λόγο του Θεού, αλλά προερχόμενο από τον Γεννήτορα Πατέρα. Απλή, ομοούσια, συμφυής Θεότητα, όπως κηρύσσουν οι θείοι Κήρυκες, οι τρεις Ιεράρχες».

Ο άγιος υμνογράφος όμως εν προκειμένω προβαίνει σε μία σημαντική επισήμανση: Βεβαίως οι άγιοι Πατέρες αυτοί εξήγγελλαν  ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε και οι Απόστολοι κήρυσσαν, αλλά με τη σοφία που τους δόθηκε από τον Θεό και τη βοήθεια βεβαίως των ανθρωπίνων γνώσεών τους, αυτό που οι απόστολοι κήρυσσαν με απλό τρόπο, εκείνοι το στερέωσαν και το περιχαράκωσαν, ώστε να είναι απρόσβλητο από τις φιλοσοφικές ενστάσεις της εποχή τους. Με άλλα λόγια την αλήθεια που αποκαλύφθηκε εν Χριστώ, οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν να  την διατυπώσουν με τέτοιον ισχυρό ανθρώπινο λόγο, ώστε να μην μπορούν οι διάφοροι αιρετικοί να την αλλοιώσουν με τα φληναφήματά τους – κάτι που έγινε δεκτό από την Εκκλησία μας, διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου, και της συνειδήσεως της Εκκλησίας, του φρονήματος των πιστών.  Κι είναι αυτοί συνεπώς που προέβησαν στη σύνθεση αυτού που λέμε «ελληνορθοδοξία». Ελληνορθοδοξία δηλαδή είναι η αποκαλυμμένη από τον Χριστό πίστη, δοσμένη όμως με κατηγορίες ελληνικές και με όρους φιλοσοφικούς. Περιεχόμενο ο χριστιανισμός, ένδυμα ο ελληνισμός. Κι αυτό το έκαναν, διότι αυτή τότε ήταν η πρόκληση της εποχής: να δοθεί η πίστη μέσω του ελληνισμού. Δεν ήταν σκοπός τους η διάσωση του ελληνισμού. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η προβολή της αληθινής πίστεως, της ίδιας της αλήθειας, δηλαδή ο Χριστός. Στην εποχή τους όμως το ένδυμα για να διατυπωθεί αυτή η αλήθεια ήταν ο ελληνισμός. Κι από την άποψη αυτή ο ελληνισμός αναβαπτίστηκε και εσαεί παραμένει λαμπρυσμένος, λόγω ακριβώς της σύνδεσής του με τη χριστιανική πίστη. Σ’ ένα από τα καθίσματα του όρθρου λοιπόν λέει ο υμνογράφος: «Λάβατε τη σοφία από τον Θεό, σαν άλλοι τρεις Απόστολοι του Χριστού, και με τον λόγο της γνώσεως στερεώνετε τα δόγματα με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος, τα οποία προηγουμένως με απλά λόγια αλλά και με γνώση έδωσαν οι αλιείς απόστολοι του Χριστού. Διότι έπρεπε και με αυτόν τον τρόπο ο απλός σεβασμός μας να γίνει στέρεος και να αποκτήσει σύσταση, μέσα από σας, πανσεβάσμιοι Πατέρες».