06 Φεβρουαρίου 2025

ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ

«Τίποτε δεν είναι σπουδαιότερο για τον Θεό από την αγάπη. Λόγω της αγάπης αυτής έγινε άνθρωπος και υπήκοος μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό άλλωστε και τους πρώτους που κάλεσε από τους μαθητές Του ήταν δύο αδέλφια: για να δείξει ευθύς εξαρχής ο πάνσοφος Σωτήρας ότι θέλει όλοι οι μαθητές Του να συνδέονται αδελφικά μεταξύ τους» (Όσιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης).

Ο όσιος Ισίδωρος, ο μεγάλος αυτός άγιος της Εκκλησίας που έχει μείνει στην εκκλησιαστική ιστορία ως ο σημαντικότερος επιστολογράφος αυτής, τονίζει σε μία επιστολή του, και όχι μόνον βεβαίως σ’ αυτήν, το αυτονόητο και το πιο γνωστό για τη χριστιανική πίστη: ότι για τον Θεό το σπουδαιότερο όλων είναι η αγάπη. Διότι βεβαίως «ο Θεός αγάπη εστί» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος). Κάθε τι που υπάρχει, είτε άνθρωπος είτε κόσμος είτε χρόνος είτε ζώο είτε φυτό είτε αέρας είτε οτιδήποτε μπορεί να επισημανθεί ως μέτοχο της ζωής, ενόργανης ή ανόργανης, την ενέργεια της αγάπης του Θεού έχει αποτυπωμένο πάνω του. Όλα διαλαλούν τη δόξα Εκείνου, συνεπώς τα πάντα και όλα τα σύμπαντα λειτουργούν στην κανονικότητά τους ως μέτοχα της αγκαλιάς του Θεού,  δεχόμενα, αλλά και αντανακλώντας τη στοργή και το ιλαρό φως των οφθαλμών Του! «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών Αυτού αναγγέλλει το στερέωμα».

Και γι’ αυτό εκτός της αγάπης Αυτής δεν μπορεί να εξηγηθεί το μυστήριο της οικονομίας Του, κατά το οποίο «έκλινεν ουρανούς και κατέβη» γενόμενος άνθρωπος τέλειος, πλην φυσικά της αμαρτίας. «Λόγω της αγάπης αυτής έγινε άνθρωπος», σημειώνει ο άγιος, εξηγώντας όμως ότι η αγάπη είναι αληθινή όταν συνυπάρχει με την ταπείνωση, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η υπακοή. Κατανοεί αμέσως κανείς ότι ο άγιος Ισίδωρος δεν αυτοσχεδιάζει ούτε φιλοσοφεί. Κινείται επακριβώς στο μήκος κύματος της Αγίας Γραφής, μάλιστα στη θεολογία του αποστόλου Παύλου, ο οποίος στην προς Φιλιππησίους ιδίως επιστολή μαρτυρεί το φρόνημα του Κυρίου Ιησού Χριστού, που συνιστά από κει και πέρα ασφαλώς το φρόνημα της Παναγίας μας και όλων των αγίων της Εκκλησίας: «Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου˙ έγινε άνθρωπος και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού».

Οπότε το «αυτονόητο» επιτείνεται με τον άγιο Ισίδωρο: όχι μόνον ο Θεός είναι αγάπη, αλλά εξίσου καλείται να είναι και να γίνεται διαρκώς αγάπη και ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου» άνθρωπος. Μπορεί μεν αυτός να έχασε λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία τη χάρη αυτή, την ξαναβρήκε όμως μετά τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος τον ικανώνει, εφόσον πιστέψει σ’ Αυτόν, να γίνει ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο, αληθινά μία δική Του προέκταση. Λοιπόν, το κύριο γνώρισμα ενός χριστιανού, θυμίζει περιφραστικά ο άγιος, είναι η αγάπη, όπως όμως την έζησε και τη δίδαξε ο Χριστός με αποκορύφωμα τον Σταυρό Του! Τα λόγια του ίδιου του Κυρίου επ’ αυτού δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης: «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις»! Και η πίστη σ’ Αυτόν δηλαδή, και ό,τι κάνουμε για χάρη Του, εάν δεν προϋποθέτει και δεν καταλήγει στην αγάπη προς τον συνάνθρωπο και τον κόσμο όλον, δεν έχει κανένα νόημα ούτε κι ωφελεί. Ο ύμνος του αποστόλου Παύλου στην Α΄ Κορ. επιστολή του αποτελεί τον καλύτερο υπομνηματισμό της πραγματικότητας αυτής.

Γνωστά αυτά, θα πει ένας λίγο μυημένος στην πίστη χριστιανός. Τι προσθέτει επιπλέον ο άγιος; Πέραν του γεγονότος ότι δεν χρειάζεται «προσθήκη» στα λόγια του Κυρίου – γιατί το ζητούμενο από Εκείνον και την Εκκλησία Του είναι αυτά τα λόγια να τα κάνουμε βίωμά μας, που θα πει να γίνουμε κι εμείς μέτοχοι της απόλυτης «έκπληξης» να Τον έχουμε «ένοικο» της ύπαρξής μας – το «επιπλέον» που κομίζει ο άγιος είναι η απρόσμενη εξήγησή του για την κλήση των πρώτων μαθητών του Κυρίου από Εκείνον: αδέλφια κάλεσε πρώτους, σημειώνει, τον Ανδρέα και τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, «για να δείξει ευθύς εξαρχής ο πάνσοφος Σωτήρας ότι θέλει όλοι οι μαθητές Του να συνδέονται αδελφικά μεταξύ τους». Κι είναι όντως κάτι στο οποίο «χωλαίνουμε» πολλοί σύγχρονοι χριστιανοί: μένουμε περισσότερο στη διδασκαλία του Κυρίου και «υποτιμάμε» τις λοιπές ενέργειές Του: τις κινήσεις Του, τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων μέσα στα οποία κινείται, τη σιωπή Του συχνά, τις θεωρούμενες «τυχαίες» ή δεδομένες επιλογές Του. Όπως αυτήν για την οποία κάνουμε λόγο. Μα, για τον Κύριο τίποτε δεν είναι «τυχαίο» - πώς θα ήταν άλλωστε για Εκείνον που είναι ο παντοδύναμος και παντογνώστης Θεός; Κι αν σε κάτι δεν δίνουμε σημασία, γιατί το παρερχόμαστε ως «δευτερεύον», είναι γιατί εμείς δεν βρισκόμαστε στον φωτισμό που πρέπει, ώστε να κατανοήσουμε τον βαθύτερο συμβολισμό Του, τη διδασκαλία Του που πραγματοποιείτο ανά πάσα στιγμή της ώρας και της στιγμής.

Γιατί τονίζουμε και το «αυτονόητο» πια αυτό; Διότι με τον ίδιο τρόπο δρα ο Κύριος και μετέπειτα και σε όλους τους αιώνες. Απλό παράδειγμα: Τον παρακαλεί κάποιος με ένα αίτημά Του και φαίνεται ότι ο Κύριος «κωφεύει», με αποτέλεσμα να απογοητεύεται ο πιστός και να αρχίσει να κλονίζεται η όποια πίστη του! Αλλά ασφαλώς Εκείνος έχει τους λόγους Του, που είναι πάντοτε καρπός της αγάπης Του. Και βεβαίως ακούει και βλέπει, αλλά χρειάζεται ένα ελάχιστο ποσοστό αληθινής πίστεως από τον χριστιανό, για να αφήσει τον Κύριο να ενεργήσει με τον τρόπο που Εκείνος κρίνει για την επίλυση του προβλήματός του! Πρέπει μάλλον να το κατανοήσουμε: ο Κύριος διδάσκει με τα πάντα, κυνηγώντας μας για τη σωτηρία μας – τίποτε δεν είναι τυχαίο και στη δική μας ζωή, την τόσο πολύτιμη όμως για τον Πατέρα και Δημιουργό μας. Ο άγιος Ισίδωρος μας έδωσε μικρή αφορμή να θυμηθούμε και την απειρία της αγάπης Του αλλά και την εφευρετικότητά Της που εκτείνεται μέχρι και της ελάχιστης λεπτομέρειας!  

Ο ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ, Ο ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο μέγας Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας Φώτιος (9ος αι.), ο ομολογητής της πίστεως και ισαπόστολος, έζησε στους χρόνους των βασιλέων Μιχαήλ υιού Θεοφίλου, Βασιλείου του Μακεδόνα και Λέοντος του υιού αυτού. Επίγεια πατρίδα του ήταν η βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, με καταγωγή από ευσεβή και επιφανή οικογένεια, ενώ ουράνια η άνω Ιερουσαλήμ. Πριν από την είσοδό του στην ιερωσύνη διέπρεψε σε μεγάλα αξιώματα, όντας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, και ζώντας πάντοτε ενάρετη και θεοφιλή ζωή ανέλαβε έπειτα ως Πατριάρχης και την καθοδήγηση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλως. Τούτο δε έγινε ως εξής: Όταν ο άγιος Ιγνάτιος καταβιβάστηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο διά της βίας του αυτοκράτορα, ο θρόνος που έμεινε κενός έπρεπε να πληρωθεί, οπότε ο βασιλιάς στράφηκε προς αυτόν και τον εξανάγκασε να διαδεχτεί κανονικά τον ιερό Ιγνάτιο. Εκάρη λοιπόν μοναχός πρώτα και διήλθε έπειτα «αθρόον» όλες τις βαθμίδες της ιερωσύνης.

Αγωνίστηκε ως Πατριάρχης πολύ υπέρ της ορθοδόξου πίστεως κατά των Μανιχαίων και των Εικονομάχων και άλλων αιρετικών, προπάντων όμως κατά της τότε για πρώτη φορά αναφανείσας παπικής αιρέσεως, αρχηγός της οποίας ήταν ο πατέρας του Λατινικού σχίσματος πάπας Νικόλαος. Τον Νικόλαο αυτόν αφού τον έλεγξε για τις αιρετικές του απόψεις με αποδείξεις από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες και τον έκρινε συνοδικά, τον θεώρησε εκτός της Εκκλησίας και τον παρέπεμψε στο ανάθεμα. Για τις ενέργειές του αυτές βεβαίως υπέστη από τους θιασώτες του παπισμού πολλούς διωγμούς και κινδύνους, πολλές επιθέσεις και εις βάρος του κακώσεις, τις οποίες όλες τις αντιμετώπισε με χριστομίμητο τρόπο, αυτός που διακρινόταν για την καρτεροψυχία και την υπομονή του και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του – πράγματα γνωστά για όποιον μελετά την εκκλησιαστική ιστορία.

Εκείνο όμως που είναι αναγκαίο να θυμίσει κανείς είναι ότι ο μακάριος Φώτιος που ιερουργούσε το Ευαγγέλιο ως άλλος απόστολος Παύλος, μετέστρεψε στην πίστη του Χριστού όλο το έθνος των Βουλγάρων με τον βασιλιά τους, αφού τους κατήχησε και τους βάπτισε, όπως επίσης αναγέννησε και επέστρεψε στην Καθολική του Χριστού Εκκλησία, με τους πλήρεις χάριτος και σοφίας και αληθείας λόγους του, πολλούς διαφορετικούς αιρετικούς, Αρμενίους, Εικονομάχους και άλλους ετεροδόξους. Όταν μάλιστα με τη σταθερότητα του φρονήματός του κατέπληξε τον βασιλοκτόνο και αγνώμονα Βασίλειο τον αυτοκράτορα και ξερίζωσε τα ζιζάνια κάθε ετεροδιδασκαλίας με τον ένθερμο ζήλο του, τότε αναφάνηκε όσο κανείς άλλος γνήσιος συνεχιστής των αποστόλων και γεμάτος από την πνευματέμφορη διδασκαλία τους.

Έτσι λοιπόν αφού ποίμανε όσια και ευαγγελικά την Εκκλησία του Χριστού και δύο φορές ανέβηκε χωρίς τη θέλησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο κι επίσης δύο φορές εξορίστηκε με τυραννική βία από αυτόν, κι αφού άφησε στην Εκκλησία και στον λαό του Θεού πολλά και διάφορα συγγράμματα, άριστα και σοφότατα, τέτοια που κάθε εποχή πράγματι μπορεί να θαυμάσει, κι αφού όπως είπαμε υπέφερε πολλά για τους αγώνες του υπέρ της αληθείας και της δικαιοσύνης, στο τέλος εξεδήμησε προς τον Κύριο ο πολύαθλος, εξόριστος στη Μονή των Αρμενιανών, όπως ο θείος Χρυσόστομος στα Κόμανα. Το δε ιερό και πάντιμο σώμα του εναποτέθηκε στη Μονή που λεγόταν Ερημία ή Ηρεμία. Και από παλαιά μεν τελείτο η αγιότατη σύναξή του στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου που βρισκόταν στη Μονή που είπαμε, τώρα όμως τελείται στην ιερά και Πατριαρχική Μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου είναι και η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας».

Και μόνον το γεγονός ότι ο άγιος Φώτιος είχε προπάτορες αγίους γονείς που μαρτύρησαν για την πίστη τους, είχε τεράστια κοσμική μόρφωση κυρίως στους τομείς της ελληνικής φιλολογίας, της ρητορικής και της ιατρικής, και χαρακτηρίστηκε από την Εκκλησία και την Ιστορία ως Μέγας, Ομολογητής και Ισαπόστολος λόγω της αγίας βιοτής του και του τεράστιου ιεραποστολικού έργου του, φανερώνει το πνευματικό ύψος και μέγεθός του, τέτοιο που παραβάλλεται με τους αγίους τρεις Ιεράρχες, Βασίλειο τον Μέγα, τον Θεολόγο Γρηγόριο και τον ιερό Χρυσόστομο. Πράγματι, σπάνια στην Ιστορία, την εκκλησιαστική αλλά και τη θύραθεν λεγόμενη, να βρει κανείς τέτοιες προσωπικότητες που μέχρι σήμερα θεωρούνται αξιοζήλευτες και τόσο πνευματικά απαστράπτουσες, γι’ αυτό και είναι επόμενο ιδίως η υμνολογία της Εκκλησίας μας να χρησιμοποιεί όλες τις εικόνες και τα σχήματα λόγου που υπάρχουν προκειμένου να καλλιτεχνήσουν το «άγαλμά» του και την πληθώρα των αρετών του.

Θα αρκεστούμε όμως σε ένα μόνο ύμνο από την ακολουθία του, που νομίζουμε πως έστω και σκιωδώς μάς δίνει μικρή εικόνα της φωτεινής, όπως δηλώνει και το όνομά του, ζωής του.

«Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί, τὸν Ἱεράρχην καὶ φίλον Κυρίου, Φώτιον τὸν πανθαύμαστον, εὐσεβῶς ἀνευφημήσωμεν· οὗτος γὰρ ἀποστολικῆς διδασκαλίας γενόμενος ἔμπλεως, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταγώγιον, δι' ἐνάρετου πολιτείας ἀναδειχθείς, ἐκ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας διὰ δογμάτων τοὺς λύκους ἀπήλασε· καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν σαφῶς τρανώσας, στῦλος ἀναδέδεικται, καὶ εὐσεβείας πρόμαχος· διὸ καὶ μετὰ πότμον παριστάμενος ἐγγύτερον τῷ Χριστῷ, ἀδιαλείπτως πρεσβεύει ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Δόξα μ. εσπ.).

(Εμπρός όλοι οι πιστοί, ας υμνολογήσουμε ευσεβώς τον Ιεράρχη και φίλο του Κυρίου, Φώτιο τον πανθαύμαστο. Γιατί αυτός αφού έγινε πλήρης από την αποστολική διδασκαλία και αναδείχτηκε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος με την ενάρετη ζωή του, έδιωξε μακριά τους λύκους αιρετικούς από την Καθολική Εκκλησία με τη διδασκαλία του. Κι αφού διατράνωσε την Ορθόδοξη Πίστη, αναδείχτηκε στύλος και πρόμαχος της ευσέβειας. Γι’  αυτό και μετά την κοίμησή του, ευρισκόμενος πολύ πιο κοντά στον Χριστό από όσο ζούσε, πρεσβεύει αδιαλείπτως υπέρ των ψυχών μας).

Τι κυρίως μας λέει ο υμνογράφος; Πρώτον, ο άγιος Φώτιος υπήρξε και είναι φίλος του Κυρίου Ιησού Χριστού. Δηλαδή έζησε με τέτοιον τρόπο που αναδείχτηκε σε φίλο Του, όπως ο Ίδιος το είχε πει: «Υμείς φίλοί μου εστέ, εάν ποιήτε όσα εντέλλομαι υμίν», είστε φίλοι μου, αν κάνετε στη ζωή σας όσα σας δίνω ως εντολή. Οπότε ο άγιος Φώτιος, όπως και οι άγιοι απόστολοι, απέδειξε  έμπρακτα την αγάπη του προς Εκείνον, γιατί η αγάπη προς τον Κύριο μόνο διά της τηρήσεως των εντολών Του αποδεικνύεται αληθινή και ο Φώτιος τις εντολές του Κυρίου, την πίστη και την αγάπη, «την ενάρετον πολιτείαν», ως κόρην οφθαλμού τηρούσε στη ζωή του.

Γι’ αυτό δεύτερον, αναδείχτηκε σε κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος, αφού αυτή είναι η υπόσχεση του Κυρίου: «όποιος τηρεί τις εντολές μου και δείχνει ότι με αγαπά, θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου και θα έλθουμε σ’ Αυτόν και θα κάνουμε κατοικητήριό μας την ύπαρξή του». Αυτό δεν είναι και κάθε άγιος; Ένα μοναστήρι της αγίας Τριάδος! Προσεγγίζεις τον άγιο και απολαμβάνεις τη φιλοξενία του ίδιου του Θεού. Ο Θεός ενεργεί μέσω αυτού!

 Τρίτον, η χαρισματική και υπέρ φύσιν αυτή πραγματικότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο σε κοινωνία με τους αγίους αποστόλους. Ποτέ κανείς δεν αγιάζει μόνος του! Χωρίς την ένταξη στην Εκκλησία και την εμβάπτιση στο ποτάμι της Παραδόσεως που κατ’ ανάγκην περνά από τους αγίους αποστόλους, τους θεμελίους της πίστεως, κανείς δεν μπορεί να είναι χριστιανός, πολύ περισσότερο άγιος! Μας το δηλώνει με τον σαφέστερο τρόπο και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Α΄ καθολική του επιστολή ήδη από την αρχή: «η κοινωνία σας μαζί με μας τους αποστόλους είναι κοινωνία και με τον Ιησού Χριστό». Κι αυτό γιατί ο Κύριος έτσι θέλησε να «οργανώσει» τα πράγματα: είμαστε μαζί Του όταν είμαστε μαζί με τους άλλους τους φίλους και δικούς Του, πρώτιστα και εξαιρέτως τους αγίους μαθητές και αποστόλους Του! Αυτό δεν υμνολογεί λοιπόν και ο ύμνος; Ο άγιος Φώτιος έγινε  «έμπλεως αποστολικής διδασκαλίας». Γι’ αυτό και γέμισε Πνεύμα άγιο, γι’ αυτό και έγινε και είναι φίλος του Χριστού.   

Τέταρτον, μία τέτοια ζωή αγιοπνευματική έκανε τον Φώτιο αφενός στύλο και μπροστάρη της ορθόδοξης πίστεως, γιατί δεν μπορεί αυτός που ακολουθεί το Φως του Χριστού να μην αναδεικνύεται δεύτερο φως κατά τον λόγο του Ίδιου και πάλι: «όποιος με ακολουθεί δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι αλλά θα έχει το φως της ζωής» και «εσείς είστε το φως του κόσμου˙ δεν μπορεί μία πόλη που είναι πάνω σε βουνό να μένει κρυμμένη», πολύ περισσότερο όταν ο φωτισμένος αυτός άνθρωπος έχει τέτοιο διευρυμένο νου που μπορεί να εκφράσει και με λόγο  την εμπειρία του Θεού που ζει, συνεπώς να βοηθήσει τους πιστούς στη διαφύλαξη της αλήθειας όταν αυτή σκοτίζεται από τους αρνητές της˙ αφετέρου με όπλο την αλήθεια που είναι το φως του Χριστού να ελέγξει τους ανθρώπους του σκότους, τους αιρετικούς που επιπίπτουν ως λύκοι προκειμένου να κατασπαράξουν το ποίμνιο της Εκκλησίας. Λοιπόν, ο άγιος Φώτιος εκλέχτηκε από τον Χριστό παιδιόθεν ώστε να είναι και να κινείται ως όργανο του Κυρίου, προς έκφραση της αλήθειας και καταδίκη της κάθε αιρέσεως, ιδίως της νεοφανούς της εποχής του με την παπική εκτροπή και ως προς τις παράλογες διαθέσεις του, πρωτείου στην Εκκλησία, και ως προς τις απαράδεκτες επεμβάσεις στο ίδιο το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως – ένα Σύμβολο που αποτελεί πράγματι κριτήριο στην πίστη μας απαρχής και έως το τέλος των καιρών.

Πέμπτον, ο άγιος Φώτιος όχι μόνο στην εποχή του αλλά και στη δική μας και σε κάθε εποχή, στέκει ακοίμητος φύλακας της πίστεως, ζώντας μέσα στο Φως της τρισήλιας θεότητας ο ίδιος, αλλά και ευχόμενος «αδιαλείπτως» και για τη σωτηρία των ψυχών μας. Είμαστε βέβαιοι και αυτό συνιστά και την παρηγοριά μας, γιατί αυτή είναι η εμπειρία της Εκκλησίας και όλων των αγίων: η παρρησία του αγίου και μεγάλου Φωτίου ενώπιον του Κυρίου είναι πολύ μεγάλη, που σημαίνει ότι Τον «επηρεάζει» θετικά ώστε να είναι πάντοτε «ίλεως» σε κάθε κυρίως αδυναμία και εκτροπή μας από το άγιο θέλημά Του. 

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΟΥΚΟΛΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

«Ο άγιος Βουκόλος από νεαρή ηλικία αγίασε τον εαυτό του και έγινε δοχείο του αγίου Πνεύματος. Αυτόν βρήκε δόκιμο και άξιο ο πανεύφημος και από τον Χριστό αγαπώμενος θείος Ιωάννης ο Θεολόγος, και τον χειροτόνησε Επίσκοπο και ποιμένα καλό της Εκκλησίας της Σμύρνης. Ο Βουκόλος, ο οποίος φωτιζόταν από το Άγιον Πνεύμα, οδηγεί στο φως της πίστεως του Χριστού τους ευρισκομένους στο σκοτάδι της πλάνης, και με το άγιο βάπτισμα τους κάνει υιούς ημέρας, σώζοντάς τους από μύρια ανήμερα θηρία. Αυτός λοιπόν, πριν  φύγει από τη ζωή αυτή, χειροτόνησε και έβαλε ποιμένα και Διδάσκαλο των λογικών προβάτων στην ίδια πόλη, τη Σμύρνη, τον μακάριο Πολύκαρπο, οπότε και εκοιμήθη εν Κυρίω. Όταν το τίμιο σώμα του το έθεσαν κάτω από τη γη, ο Θεός έκανε να ανατείλει φυτό, που παρέχει ιάσεις μέχρι σήμερα».

Δεν είναι πολύ γνωστός ο άγιος Βουκόλος σε πολλούς από τους χριστιανούς μας, μολονότι ανήκει στους αποστολικούς Πατέρες που έλαμψαν με τη ζωή και το κήρυγμά τους. Ίσως διότι βρέθηκε ανάμεσα σε δύο σπουδαιότατους άνδρες, μεγάλους αστέρες της Εκκλησίας μας, που τον επισκίασαν με τη λάμψη τους: τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης. Κι από την άλλη, βρέθηκε να συνεορτάζει και με έναν άλλο αστέρα, οικουμενικό πατέρα και διδάσκαλο, ισαπόστολο και ομολογητή, μεγάλο ως προς τον χαρακτηρισμό του, τον άγιο Φώτιο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Παρ’ όλα όμως τα φώτα των σπουδαίων και μεγάλων αυτών, ο άγιος Βουκόλος, κατά την Εκκλησία μας, δεν παύει «να αστράπτει με το φως των θεουργών αρετών του, ευρισκόμενος ως φως στη λυχνία της θείας Εκκλησίας και να καθιστά λαμπρή αυτή με τις ιερές διδασκαλίες του» (Στιχηρό εσπερινού). Είναι ο άνθρωπος, που, όπως σημειώνει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος σε άλλο σημείο του κανόνα του, «έλαμψε σαν φως, σαν φέγγος, σαν μέγα ήλιος, σαν αστραπή στην Εκκλησία του Χριστού, και φώτισε τις διάνοιες των πιστών» (ωδή θ΄).

Τι ήταν εκείνο που τον έκανε και αυτόν δεύτερο φως μετά το πρώτο, τον Χριστό, και «ιερόν κειμήλιον» Αυτού; Ο άγιος υμνογράφος απαντά: «Το ωραίον της ψυχής και η καθαρότης του νοός» (ωδή δ΄), αποτέλεσμα των πνευματικών του ασκήσεων προς υπέρβαση των αμαρτωλών παθών: «Κυριεύσας δι’ ασκήσεως του σώματος, των παθημάτων, ένδοξε» (ωδή ζ΄). Γι’ αυτό και όλες οι αρετές του Θεού εγκατοίκησαν σ’ αυτόν και τον κατέστησαν κατοικητήριο Εκείνου. «Ο ένδοξος Βουκόλος αναδείχθηκε σε κατοικητήριο της αγίας Τριάδος, διότι απέκτησε την ταπείνωση που υψώνει, την καθαρότητα του νου, την ανυπόκριτη αγάπη, την ειλικρινή πίστη και ελπίδα» (ωδή ς΄).

Είπαμε όμως ότι η αγιότητά του αυτή, λόγω και της υπεύθυνης θέσης του  ως επισκόπου, έπαιρνε μορφή ιεραποστολική. Ο άγιος Βουκόλος κήρυττε αδιάκοπα τον λόγο του Θεού, «κηρύσσοντας τη μία ουσία της Τριάδος με ευσεβή τρόπο, ώστε να ξεριζώνει την πολύθεη πλάνη» (ωδή γ΄), πάντοτε βεβαίως προβάλλοντας το διαρκές κήρυγμα του διδασκάλου και πνευματικού του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, δηλαδή την πραγματικότητα της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού. «Έγιναν ωραία, παμμακάριε, τα σαγόνια σου, γιατί κήρυσσαν τη σάρκωση αυτού που έλαμψε σε εμάς από την άφατη ευσπλαχνία του» (ωδή ζ΄). «Θεολόγησες τον Λόγο του Θεού που σαρκώθηκε, και έσωσες πολλούς λαούς από την αλογία της πλάνης, γιατί έγινες θείος μαθητής εκείνου που έλαμψε για τις θεολογικές διδασκαλίες του, τον άγιο Ιωάννη δηλαδή, κήρυκα Βουκόλε» (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιωσήφ δεν αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι στον τάφο του οσίου φύτρωσε φυτό που παρείχε ιάσεις στους προστρέχοντες. Θεωρεί  ότι το θαυμαστό αυτό γεγονός συνιστά μαρτυρία από τον Θεό της δικαίωσης του αγίου, και για τη δράση του ως ποιμένα και για την κατάστασή του στους ουρανούς. «Βλάστησες σαν φοίνικας στις αυλές του Θεού, γι’ αυτό και κοιμήθηκες όπως πρέπει στους δικαίους. Και τώρα φέρεις φυτό στο θείο σου μνήμα, που αποτελεί θαύμα σ’ αυτούς που το βλέπουν, θεοκήρυκα Βουκόλε» (ωδή η΄). Ο άγιος Βουκόλος είναι ένας φωτεινός αποστολικός πατέρας που παραπέμπει στον κατά πολύ νεώτερό του,  συνεορτάζοντα με αυτόν, άλλον φωτεινό, και λόγω ονόματος, άγιο Φώτιο, τον «ομότροπον των αποστόλων»,  τον οικουμενικό πατέρα και μέγαν εν διδασκάλοις.

04 Φεβρουαρίου 2025

ΤΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ; ΜΑΛΛΟΝ... ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΗΣ!

 

«Ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι ειδωλολάτρης. Φαινομενικά μεν σέβεται τον Θεό, αλλά στην πραγματικότητα επιζητεί να αρέσει στους ανθρώπους και όχι στον Θεό. Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός άνθρωπος» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κα΄ 6).

Νομίζεις ότι η ειδωλολατρία είναι γεγονός ξεπερασμένο, γιατί ήταν σύμπτωμα της παλαιάς μη πολιτισμένης εποχής. Ή νομίζεις ότι ορισμένοι σύγχρονοι επανέρχονται σ’ αυτήν για λόγους εντυπωσιασμού ή ιδιορρυθμίας.

Όμως: ειδωλολάτρης είναι επίσης κάθε φιλάργυρος - η αγάπη του για τα χρήματα ή για κάθε τι επίγειο φανερώνει την παθολογική προσκόλλησή του σ’ αυτά σαν σε… θεότητα! Ανοίγεις την καρδιά του φιλάργυρου και βλέπεις… πράγματα, πολύτιμα ίσως, μα… πράγματα!

Κι ακόμη πιο τραγικά: ειδωλολάτρης, λέει ο όσιος, είσαι οπωσδήποτε κι εσύ, ίσως πολλές φορές την ημέρα, έστω κι αν βδελύσσεσαι τα είδωλα ή ακόμη και τα χρήματα! Πώς; Κάθε φορά που θέλεις να επιδειχθείς, είτε για πράγμα αυτού του κόσμου που έχεις, είτε για φυσικό προτέρημά σου, είτε, άκουσον άκουσον!, και για αρετή σου! Με ό,τι θέλεις να φανείς στον κόσμο, ακόμη και θεωρούμενο θεάρεστο, με αυτό φανερώνεις την ειδωλολατρία σου. Γιατί; Διότι θηρεύεις την ανθρώπινη δόξα. Δεν ζητάς τη δόξα του Θεού - με το στήριγμά της  την ταπείνωση - αλλά το μπράβο και το εύγε των ανθρώπων. Θεός σου λοιπόν είναι η γνώμη των ανθρώπων· το τι θα πουν οι άλλοι!

Σου θυμίζει μήπως τον Φαρισαίο της γνωστής παραβολής, ο οποίος καταδικάστηκε από τον Κύριο; Ασφαλώς, γιατί τελικώς είσαι κι εσύ ένας... Φαρισαίος!

Βλέπω την αντίδρασή σου! Φαρισαίος εγώ; Εγώ τον Φαρισαίο τον καταδικάζω. Αλλά και ο λόγος του οσίου είναι μάλλον πιο αξιόπιστος από την ένστασή σου: «Παντού λάμπει ο ήλιος άφθονα, και παντού σε κάθε έργο χαίρεται η κενοδοξία… Όπως και αν την ρίξεις αυτή την τρίβολο άκανθα, την κενοδοξία, (την επιδίωξη δηλαδή της ανθρώπινης κούφιας δόξας), ίσταται όρθιο το κεντρί της» (5).

Λοιπόν, είμαστε χαμένοι; Όχι, εφόσον ο Κύριος ήλθε και είναι ο Σωτήρας μας. Μας έδειξε όμως λόγω και έργω τον μονόδρομο στον οποίο πρέπει να βρισκόμαστε εσαεί: την ταπείνωση. Αν το βλέμμα μας ξεφύγει έστω και επ’ ελάχιστον από αυτήν τη θεοΰφαντη στολή, μπλεχτήκαμε ήδη στα δίχτυα του Πονηρού! «Δος δόξαν τω Θεώ» λοιπόν και όχι στον εαυτό σου!

Και προσοχή στα ενάρετα έργα σου! Παραμονεύει αδιάκοπα το δηλητήριο της… κενοδοξίας, που σε κάνει «βρομερό» ενώπιον του Κυρίου! Διότι «ακάθαρτος και βδέλυγμα παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος»   

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ

Α. «Ο άγιος Ισίδωρος, που ήταν Αιγύπτιος κατά το γένος, ήταν γνωστός ως υιός ευγενών και θεοφιλών γονέων, και  ήταν συγγενής του Θεοφίλου και του Κυρίλλου, των Επισκόπων της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων. Ο όσιος αυτός, πεπαιδευμένος πάρα πολύ και από τη θεία σοφία, αλλά και από την έξωθεν, άφησε πάμπολλα συγγράμματα, άξια λόγου και μνήμης στους φιλομαθείς. Αφού εγκατέλειψε κάθε είδος πλούτου, τη λαμπρότητα του γένους του, την ευδαιμονία του βίου, επήγε στο Πηλούσιο όρος και ακολούθησε τη μοναχική ζωή. Εκεί διάγοντας με πλήρη αφιέρωση στον Θεό, φώτιζε με τη διδασκαλία των θείων του λόγων  όλη την οικουμένη, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε μετάνοια τους αμαρτάνοντες, να στηρίζει αυτούς που αγωνίζονταν στην πίστη, να διεγείρει προς την αρετή αυτούς που απειθούσαν, με την αυστηρότητα των θείων ελέγχων του. Κι ακόμη: να υπενθυμίζει και να νουθετεί και  βασιλείς, για το συμφέρον της οικουμένης, και γενικά να ερμηνεύει με σοφότατο τρόπο τα λόγια της Αγίας Γραφής σε όλους αυτούς που τον ρωτούσαν. Λέγεται μάλιστα ότι οι επιστολές του φτάνουν τις δέκα χιλιάδες. Αφού έζησε λοιπόν άριστα και πολιτεύτηκε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, έφυγε από τη ζωή αυτή σε βαθύ γήρας».

Β. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου Ισιδώρου, είναι επόμενο να εστιάζει την προσοχή του σε αυτό που αποτέλεσε το μεγαλύτερο χάρισμα του αγίου: τη διδασκαλία του. Σχεδόν στο σύνολο των ύμνων που έγραψε γι’ αυτόν, στο διδακτικό του οσίου αναφέρεται, με παράλληλη αναφορά στη διαχρονική επιρροή του στους πιστούς και στις προϋποθέσεις του λόγου του, προφορικού και γραπτού. Σε τροπάριο του καθίσματος του όρθρου για παράδειγμα, κατά συμπυκνωμένο τρόπο επισημαίνει: «Αναδείχτηκες βίβλος διδασκαλίας της γνώσης, που συντάχθηκε με τον φωτισμό του πανάγνου Πνεύματος από τον πλούτο της πίστης σου, και φανερώνεις τα θεία σε όλους που έχουν ανάγκη τον Θεό και Τον αναζητούν, όπως και θησαυρίζεις τη ζωή γι’ αυτούς που την θέλουν». Και σ’ ένα από τα στιχηρά του εσπερινού παρουσιάζει τον όσιο με ωραία έμπνευση: «Με την πλημμύρα της χάρης του Θεού και με τη βροχή των λόγων σου, ποτίζεις όλους του πιστούς. Διότι βάζοντας το στόμα σου στον κρατήρα της θεϊκής σοφίας σαν να πίνεις από πηγή, άντλησες από εκεί με αφθονία, και διέδωσες παντού τις ακτίνες των δογμάτων σου, στέλνοντας επιστολές και διδάσκοντας και νουθετώντας, θαυμάσιε».

Είπαμε βεβαίως ότι αναφέρεται ο άγιος υμνογράφος και στις προϋποθέσεις του οσίου ως προς το χάρισμα του λόγου που είχε. Ο όσιος Ισίδωρος δηλαδή δεν έγραφε ή δεν κήρυσσε, και μάλιστα με μεγάλη καλλιέπεια, επειδή απλώς μελέτησε – η μελέτη του ήταν πράγματι κοπιώδης και επισταμένη, τόσο των εκκλησιαστικών Πατέρων και συγγραφέων, όσο και των διαφόρων φιλοσόφων – αλλά κυρίως επειδή «έμαθε αφ’ ων έπαθε» κατά την εκκλησιαστική ορολογία. Έζησε με άλλα λόγια την πνευματική ζωή, φωτίστηκε από το Πνεύμα του Θεού, γνώρισε τον Θεό, τον κήρυξε. Όπως σημειώνει μεταξύ άλλων ο υμνογράφος: «Θανάτωσες με την εγκράτεια το αμαρτωλό φρόνημα, καθώς ντύθηκες τη ζωηφόρο νέκρωση που δίνει ο Χριστός. Κι αφού πλάτυνες  την κατάσταση της ψυχής σου, πανόσιε, την έκανες να χωράει καθαρά τα χαρίσματα του Πνεύματος, και έγινες έτσι δοχείο θεοπνεύστων διδαγμάτων και κατοικητήριο της υπέρ νουν θεϊκής σοφίας».

Αξίζει να σταθούμε περισσότερο. Διότι οι επισημάνσεις του αγίου υμνογράφου, και για τις προϋποθέσεις του διδασκαλικού του αξιώματος και για το περιεχόμενο της διδασκαλίας του, είναι πολύ σημαντικές, ιδίως ως προς τη χρήση του όρου «πλάτυνση της κατάστασης της ψυχής». Ασφαλώς δηλαδή ο άγιος εξέφραζε τη σοφία του Θεού, αλλά αφού είχε καταστήσει τον εαυτό του ικανό (μέσω της εγκρατείας που καταργούσε το σαρκικό φρόνημα) για να ζει η σοφία αυτή (ως κυριολεκτικά ένδυμά του) στην ύπαρξή του. Επαναλαμβάνει δηλαδή ο υμνογράφος την ίδια αλήθεια για την ένωση του Θεού με τον άγιο (και με κάθε συνεπώς γνήσιο χριστιανό), αλλά μέσω και ενός άλλου όρου, μίας άλλης λέξης: Ο άνθρωπος μπορεί να «πλατυνθεί» τόσο, ώστε να χωρέσει ολόκληρο τον Θεό!

Ποια η εξήγηση; Πρόκειται για το μεγαλείο της δημιουργίας του από Εκείνον – «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν» - ο Οποίος θέλησε κατά κάποιον τρόπο να «επαναλάβει» (όσιος Σωφρόνιος) τον εαυτό Του μέσω του τελευταίου και ανωτέρου δημιουργήματός Του. Ο άνθρωπος δημιουργείται με προοπτική να «χωρέσει» όλο τον Θεό! Χάνεται η προοπτική λόγω της αμαρτίας – η αμαρτία σμικρύνει και συρρικνώνει τον άνθρωπο μέχρις εξαντλήσεως και εξουδενώσεώς του – αλλά την επαναποκτά με τον ερχομό του ενανθρωπήσαντος Θεού. Ο Ιησούς Χριστός ανοίγει και πάλι τη χαμένη προοπτική και έτσι ο πιστός πια άνθρωπος, ενσωματωμένος στον Χριστό, «πλατύνεται» μέχρι απειρίας: ο άνθρωπος όπως είπαμε χωράει τον Θεό και κατ’ επέκταση όλους τους συνανθρώπους του! Ο κάθε άνθρωπος, εν Χριστώ μπορεί να γίνει ένας άλλος Χριστός. Γι’ αυτό και η πλάτυνσή του αυτή τον καθιστά «στόμα Χριστού» με λόγο αιώνιο! Η Παναγία Μητέρα του Κυρίου ως «πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» δακτυλοδεικτεί με τον πιο σαφή τρόπο το υπερφυές αυτό όριο!   

Ο όσιος Ισίδωρος μας άφησε περί τις δέκα χιλιάδες (δύο κατά πιο ακριβή έρευνα) επιστολές. Όπως κι αν έχει το πράγμα όμως, σημασία έχει το γεγονός ότι υπήρξε «ο πολυγραφότερος επιστολογράφος της αρχαίας Εκκλησίας» (Σ. Παπαδόπουλος).  Κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί και καθοδηγεί και νουθετεί και πλουτίζει, πέραν εκείνων της εποχής του, και τους πιστούς όλων των εποχών. Οι επιστολές του είναι πράγματι ένας θησαυρός, που πολύ συχνά μάλιστα παραπέμπουν στον ατίμητο θησαυρό των κειμένων του αγίου Χρυσοστόμου, τον οποίο αγαπούσε υπερβαλλόντως και τον οποίο, γι’ αυτόν τον λόγο,  αξιοποίησε και στα δικά του γραπτά σε μεγάλο βαθμό. «Ὡς κάλαμος τοῦ ἁγίου Πνεύματος» ο άγιος Ισίδωρος έτσι, αποτελεί μία διαρκή πρόκληση και πρόσκληση για όλους εμάς, να έλθουμε μέσω των κειμένων του σε επαφή με το ίδιο το άγιο Πνεύμα, τη ζωντανή παρουσία του Θεού.

Γ. Μερικά μικρά κεφάλαιά του (η μορφή που αγαπούσε να γράφει) δείχνουν ανάγλυφα το «πολύτιμο κληροδότημά» του.

- «Τίποτε δεν είναι σπουδαιότερο για τον Θεό από την αγάπη. Λόγω της αγάπης αυτής έγινε άνθρωπος και υπήκοος μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό άλλωστε και τους πρώτους που κάλεσε από τους μαθητές Του ήταν δύο αδέλφια: για να δείξει ευθύς εξαρχής ο πάνσοφος Σωτήρας ότι θέλει όλοι οι μαθητές Του να συνδέονται αδελφικά μεταξύ τους».

- «Αν και κρύβεις το έλλειμμα και την αδυναμία σου, όμως αυτό που φαίνεται είναι η υπερηφάνεια σου, καθώς αγωνίζεσαι υπερβολικά και για τη γενιά σου και για τη δύναμή σου και για την αξία σου. Ή λοιπόν απόκτησε ίδιο φρόνημα μ’ αυτό που είσαι πραγματικά, ή θα γίνεις περίγελως όλων».

- «Είναι βραχύβια όχι μόνο η νεότητα, αλλά και ολόκληρη η ζωή σου. Γιατί λοιπόν αμαρτάνεις αδιάκοπα, κατασκευάζοντας για τον εαυτό σου  μέσα σε λίγες ώρες την αιώνια κόλαση; Αφού μάθεις λοιπόν καλά ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τα πράγματα της εδώ ζωής που στρέφονται και αλλάζουν διαρκώς, σπούδαζε να γίνεσαι γνωστός για τα ενάρετα έργα σου, τα οποία και εδώ (στον κόσμο αυτόν) επαινούνται, αλλά και οι μελλοντικοί τους μισθοί δεν χάνονται».

03 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΘΕΟΔΟΧΟΣ

«Ο άγιος Συμεών που η ζωή του παρατάθηκε στον παρόντα βίο, λόγω του χρησμού που είχε δεχθεί από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει πριν δει τον Χριστό, υποδέχτηκε στην αγκαλιά του Αυτόν, και αφού του αποκαλύφθηκαν από το Πνεύμα το Άγιο όλα όσα θα γίνουν γι’ Αυτόν και τα προφήτεψε, σύμφωνα με τον χρησμό που του δόθηκε δέχτηκε το τέλος της ζωής. Η δε προφήτις Άννα ήταν θυγατέρα του Φανουήλ, ο οποίος καταγόταν από τη φυλή Ασήρ. Έζησε με τον άνδρα της επί επτά χρόνια, κι αφού τον έχασε λόγω θανάτου του, ζούσε διαρκώς στον Ναό με νηστεία και προσευχή, περνώντας εκεί όλη τη ζωή της. Γι’ αυτό, επειδή αυτός ήταν ο τρόπος της ζωής της αδιάκοπα, αξιώθηκε και αυτή να δει τον Κύριο να προσφέρεται ως άνθρωπος στον Ναό, σαράντα ημερών, από την Παναγία Μητέρα Του και τον δίκαιο Ιωσήφ. Δοξολογούσε δε τον Θεό και τον κήρυσσε με δύναμη σε όλους όσους βρίσκονταν στον Ναό, λέγοντας: Αυτό το βρέφος είναι ο Κύριος που στερέωσε τον ουρανό και τη γη. Αυτός είναι ο Χριστός, τον Οποίον προφήτεψαν όλοι οι προφήτες. Αυτών των αγίων λοιπόν, του Συμεών και της Άννας, επιτελούμε σήμερα τη μνήμη και κηρύσσουμε τη φρικτή και άρρητη προς εμάς συγκατάβαση του Θεού». 

 Όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις: η επομένη μίας μεγάλης Δεσποτικής εορτής να είναι αφιερωμένη στα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτήν, η σημερινή εορτή, συνέχεια της Υπαπαντής του Κυρίου, είναι αφιερωμένη στο κατεξοχήν πρόσωπο που πρωταγωνίστησε, τον δίκαιο Συμεών τον θεοδόχο, κατ’ επέκταση δε και στην Άννα την προφήτιδα. Κι ενώ η ίδια η ημέρα της Υπαπαντής κινήθηκε μέσα σε ατμόσφαιρα θάμβους και μυστηρίου, διότι ο παντοδύναμος και παντοκράτωρ Κύριος προσφέρθηκε ως βρέφος στον Ναό, κρατούμενος από τις γηραλέες χείρες του Συμεών, η σημερινή, ως προέκτασή της, χωρίς να αφίσταται του μυστηρίου αυτού επικεντρώνει και στις προϋποθέσεις του πρεσβύτη Συμεών, προκειμένου αυτός να γίνει μέτοχος της δωρεάς του Θεού, της χάρης Του δηλαδή να κρατηθεί στα δικά του χέρια. Διότι η όποια δωρεά του Θεού στον άνθρωπο δεν είναι χωρίς προϋποθέσεις. Αν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να δεχτεί τον Θεό, ο Θεός δεν προσφέρεται σ’ αυτόν. Όχι γιατί δεν θέλει ο Θεός – η χαρά του Θεού είναι να είναι πάντοτε με τον άνθρωπο – αλλά γιατί δεν θα ήταν τούτο συμφέρον στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος σε κατάσταση μη συντονισμού του με τον Θεό – αυτό σημαίνει προϋποθέσεις του ανθρώπου – «καίγεται» από την θέα του Θεού. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται».

 Ο γέρων Συμεών λοιπόν πριν δει τον Χριστό και τον αγκαλιάσει, ήδη είχε καταστήσει τον εαυτό του άξιο για κάτι τέτοιο. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας, ακολουθώντας ακριβώς την ευαγγελική διήγηση, που τονίζει τη δικαιοσύνη του Συμεών και την πνευματοφορία του («Πνεύμα άγιον ην επ’ αυτώ»), επανειλημμένως αναφέρεται στον αγιασμένο τρόπο ζωής του, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής. Εντελώς δειγματοληπτικά: «Έφτασες με τις ιερές πράξεις της ζωής σου σε πνευματικό ύψος, θεηγόρε, κι έγινες σαν φωτεινός στύλος, γιατί στηριζόσουν σαφώς στο Πανάγιο Πνεύμα»∙ «Μακάριε Συμεών, σαν άγγελος λειτούργησες στον παντοκράτορα Θεό, με την καθαρότητα του νου σου»∙ «Έκανες τον εαυτό σου πανάγιο ναό του Θεού, με τις ένθεες πράξεις σου, θεηγόρε. Γι’ αυτό και είδες τον Θεό με ανθρώπινη σάρκα ως βρέφος μέσα στον άγιο Ναό». Κάθαρση του νου, πρακτική ζωή σύμφωνα με τις εντολές του Θεού: να οι προϋποθέσεις που μας δείχνει ο άγιος Συμεών, για να μπορεί κανείς να γίνει θεόπτης, να έχει εν αγκάλαις και μέσα του τον ίδιο τον Θεό.

Το πνευματικό αυτό ύψος του αγίου Συμεών, η σύμφωνη με τον Θεό ζωή του και η καθαρότητα της ψυχής του που τον κατέστησαν ναό του Θεού και θεόπτη, κάνει τον άγιο Ιωσήφ τον υμνογράφο να βγάλει το λογικό συμπέρασμα ότι με τις προϋποθέσεις αυτές μπορεί μεν ο Συμεών να είναι γέρων στην ηλικία, είναι όμως νέος στο πνεύμα - αυτό προκαλεί στο πνεύμα του ανθρώπου η παρουσία της χάρης του Θεού: να το κρατά πάντοτε σε νεανική σφριγηλότητα. Όταν δηλαδή ο άνθρωπος ζει την παρουσία του Θεού, τότε δεν μαραζώνει από το δηλητήριο της αμαρτίας. Η αμαρτία είναι αυτή που γερνά τον άνθρωπο, γιατί τον πληγώνει και τον τραυματίζει, οδηγώντας τον σιγά σιγά στον πνευματικό θάνατο. Κι αυτό σημαίνει ότι, κατά την πίστη μας, η νεότητα είναι πρώτιστα θέμα «καρδιάς», θέμα του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, κι όχι θέμα απλώς ηλικιακό. Πόσες φορές δεν βλέπουμε και σήμερα νέα παιδιά να είναι με μαραμένη και γερασμένη «καρδιά», διότι έχουν εκδοθεί στις διάφορες αμαρτίες αμετανόητα, και γέρους ανθρώπους να σφύζουν από χαρά και διάθεση, γιατί ακριβώς αγωνίζονται να μένουν εν Θεώ. Κι είναι κάτι που το επεσήμαινε  με πίκρα και στενοχώρια και ο όσιος της εποχής μας Παΐσιος ο αγιορείτης, μιλώντας ακριβώς για τέτοια νέα παιδιά: «Καινούργιες μηχανές, με παγωμένα λάδια»!  Ο υμνογράφος λοιπόν αναφερόμενος στην παραπάνω πραγματικότητα μας λέει: «Με νεανική ακμή στο πνεύμα, αλλά προχωρημένης ηλικίας στο σώμα, Συμεών». Κι αλλού: «Γέρασες πολύ, Συμεών, αλλά ήσουν νέος με την πίστη σου, θέλοντας να δεις σαν μικρό βρέφος τον παντέλειο Θεό, ο Οποίος κάνει καινούργιο τον κόσμο που γέρασε από την επίθεση του παλαιού εχθρού διαβόλου».

Μία τέτοια θέαση των πραγμάτων μας οδηγεί και στη σκέψη, μήπως θα έπρεπε η σημερινή εορτή να προταθεί, αν δεν έχει γίνει ήδη, ως εορτή της τρίτης ή και της τέταρτης, όπως πια λένε, ηλικίας. Με σκοπό να προβληθεί η αξία και η προσφορά της, πέρα από την διαπιστούμενη απλώς κάμψη των σωματικών δυνάμεων. Και το λέμε αυτό, διότι συνήθως από πολλούς η γεροντική ηλικία θεωρείται αν όχι «αρρώστια» από μόνη της – και έτσι τη χαρακτηρίζουν ορισμένοι – πάντως μία ηλικία εν πολλοίς άχρηστη, που και βλεπομένη προκαλεί βάρος. Με τη συνάντηση του γέροντα Συμεών και του Ιησού Χριστού όμως, όπως και με την παρουσία της αγίας Άννας, τα πράγματα τοποθετούνται εντελώς διαφορετικά. Τα γεροντικά χέρια γίνονται θρόνος του Θεού, το στόμα γίνεται προφητικό κήρυγμα, ο ίδιος ο Συμεών  γίνεται ο προάγγελος του Κυρίου και σ’ αυτόν τον Άδη. Το ίδιο και η γερόντισσα Άννα. Ποιος δεν θα ζήλευε τους γέροντες αυτές; Ποιος δεν θα ήθελε να είναι στη θέση τους; Κι ας σκεφτεί κανείς έπειτα πόσοι άγιοι γέροντες, άνδρες και γυναίκες, δεν ήταν το στήριγμα της Εκκλησίας και του κόσμου, όσο ζούσαν; Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη δύναμη αγιότητας του αγίου Αντωνίου, που έφυγε από τη ζωή αυτή σε ηλικία 105 ετών; Ποιος μπορεί να καταφρονήσει την αγιότητα του οσίου Παύλου του Θηβαίου, που μέχρι τα 113 έτη του ήταν αστέρας της Εκκλησίας; Αλλά και μετέπειτα: οι (όσιοι πια) Γέροντες Πορφύριος, Σωφρόνιος, Παΐσιος, Ιάκωβος, Εφραίμ Κατουνακιώτης; Γέροντες, προχωρημένης ηλικίας, κι όμως τόσο νέοι, τόσο ακμαίοι στην ψυχή, που θα τους ζήλευε και ο πιο νέος άνθρωπος.

Κι εν προκειμένω, ο άγιος Ιωσήφ, ακριβώς προς επιβεβαίωση του νεανικού φρονήματος του δικαίου Συμεών, μας λέει κάτι που αποτελεί καταδίκη της μιζέριας άλλων γερόντων, που πάσχουν όμως και από γεροντική «καρδιά», από μαρασμό δηλαδή γιατί δεν βλέπουν συνέχεια σ’ αυτήν τη ζωή, από διαρκή ανακύκλωση των αρρωστιών και των πόνων τους, από τη βαθιά επιθυμία τους να «παγιδεύουν» τους άλλους παίζοντας το παιχνίδι του θύματος. Τι λέει ο υμνογράφος; Ο γέρων Συμεών, λέει, έδινε παρηγοριά, προσανατόλιζε τους άλλους στην υπέρβαση της θλίψης τους, τους μιλούσε για τη χαρά που έφερε ο Χριστός, έβλεπε και το δικό του τέλος ως χαρά. Ένα άνοιγμα στο μέλλον, παρήγορο και λυτρωτικό, ήταν ο λόγος του αγίου Γέροντα, κι αυτό έδειχνε το υπέρ και τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης νεάζον φρόνημά του. «Έφτασε στον κόσμο η χαρά των θλιβομένων, αληθινά φάνηκε σαν νήπιο στον Ναό Του η απολύτρωση του Ισραήλ, που με αφήνει να φύγω και να πάω προς τη μέλλουσα ζωή, φώναζε με χαρά ο Συμεών».

01 Φεβρουαρίου 2025

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

 

«Αφού πέρασαν σαράντα ημέρες, μετά τη σωτήρια ενανθρώπηση του Κυρίου, τη γέννησή Του άνευ ανδρός από την αγία αειπάρθενο Μαρία, κατά τη σεβασμιότατη αυτή ημέρα, η πάναγνη Μητέρα Του και ο δίκαιος Ιωσήφ έφεραν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στο Ιερό, σύμφωνα με τη συνήθεια του  σκιώδους και νομικού γράμματος, του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε και ο γηραιός  και πρεσβύτης Συμεών, που είχε δεχθεί ως χρησμό από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει, πριν να δει τον Χριστό Κυρίου, δέχτηκε αυτόν στην αγκαλιά του, και αφού ευχαρίστησε και ομολόγησε τον Θεό, φώναξε: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα Σου»: τώρα μπορείς να πάρεις τον δούλο σου, Κύριε, ειρηνικά. Και μετά, γεμάτος χαρά, έφυγε από τη ζωή αυτή, ανταλλάσσοντας τα επίγεια με τα ουράνια και αιώνια. Η σύναξη αυτή τελείται στον σεβάσμιο Ναό της αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, που βρίσκεται στις Βλαχέρνες».

Όλη η υμνογραφία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής και Θεομητορικής εορτής κινείται μέσα σε ατμόσφαιρα θάμβους και μυστηρίου: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Οι ύμνοι τονίζουν βεβαίως την ιστορική πραγματικότητα: τον ερχομό της αγίας οικογένειας στον Ναό, όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες από την ημέρα της Γεννήσεως του Κυρίου, και τη συνάντηση Αυτού με τον γέροντα Συμεών, αλλά μας ανοίγουν και τα μάτια της ψυχής εν πνεύματι, για να δούμε το «βάθος» της πραγματικότητας αυτής: τη γεμάτη έκπληξη στάση των αγίων αγγέλων, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν τα διαδραματιζόμενα εν γη, καθώς βλέπουν τον Δημιουργό του ανθρώπου να βαστάζεται ως βρέφος, τον αχώρητο και άπειρο Θεό να περιορίζεται μέσα στην αγκαλιά ενός γέροντα, τον απερίγραπτο  Υιό και Λόγο του Θεού, τον ομοούσιον τω Πατρί, να γίνεται περιγραπτός ως άνθρωπος με τη θέλησή Του. Και η μόνη εξήγηση που μπορούν να δώσουν για τα ακατανόητα αυτά πράγματα είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.

Στο μέγα αυτό μυστήριο - που θεωρείται ως συνέχεια της Γεννήσεως και της Περιτομής του Κυρίου, συνεπώς ως επίταση της εξαγγελίας ότι Χριστός ο Θεός μας φάνηκε στον κόσμο ως άνθρωπος όχι θεωρητικά και φανταστικά, αλλά αληθινά και πραγματικά («ου δοκήσει ουδέ φαντασία, αλλ’ αληθεία τω κόσμω φανέντα») – μετέχει ο γέρων Συμεών, ο οποίος φέρεται να μυσταγωγείται στο μυστήριο αυτό και να έχει θεοπτία μεγαλύτερη και καθαρότερη και από εκείνην του Μωυσή στο όρος Σινά («Ο Μωυσής αξιώθηκε  να γίνει θεόπτης μέσα σε γνόφο και φωνή που μόλις ακουγόταν, ο Συμεών βάστασε τον Λόγο του Πατρός με το σώμα Του και αποκάλυψε το φως των Εθνών, δηλαδή  τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού»).

Η μυσταγωγία και θεοπτία αυτή του Συμεών μέσα από το μυστήριο της συναντήσεώς Του με τον τεσσαρακονθήμερο Χριστό συνιστά το μέγιστο γεγονός της ζωής του. Διότι αφενός η γεροντική  αγκαλιά του γίνεται θρόνος του παντοκράτορα Θεού, αφετέρου, ακριβώς γι’ αυτό, φτάνει στο σημείο της πλήρους ελευθερίας, δηλαδή της επιθυμίας του να φύγει πια από τον κόσμο τούτο με χαρά. «Αυτός που φέρεται επί των Χερουβίμ και υμνείται από τα Σεραφίμ, σήμερα προσφέρεται στο θείο Ιερό, σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, και ενθρονίζεται σε πρεσβυτικές αγκάλες». «Λέγε Συμεών, ποιον φέρεις στην αγκαλιά σου και χαίρεσαι μέσα στον Ναό; Σε ποιον κράζεις και βοάς: Τώρα έχω ελευθερωθεί, διότι είδα τον Σωτήρα μου».

Η επιθυμία του Συμεών να φύγει πια από τον κόσμο τούτο, επιθυμία μάλιστα που συνοδεύεται με μεγάλη χαρά («Ο Συμεών ο δίκαιος αφού δέχτηκε τον Χριστό και είδε ότι έφτασε το τέλος της ζωής του με μεγάλη χαρά φώναζε»), συνιστά το όριο της αγιότητας. Μόνον ο άγιος είναι εκείνος που θέλει να φύγει από τη ζωή αυτή, όχι γιατί την βαρέθηκε ή απελπίστηκε – αυτό αποτελεί τον ορισμό της απιστίας – αλλά γιατί έζησε και ζει τη σχετική γι’ αυτήν τη ζωή πληρότητα της σχέσης του με τον Χριστό, και προσδοκά την τελειότητα της σχέσης μετά τη φυγή του από τον κόσμο. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό). Το ίδιο βεβαιώνουν και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας μας, σαν τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, που σημειώνει: «Ο άγιος προσδοκά κάθε ημέρα τον θάνατό του».

Οι ύμνοι μάλιστα της εορτής αποκαλύπτουν και μία διάσταση της με χαρά επιθυμίας του Συμεών να εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο,  που δεν είναι πολύ γνωστή στον πιστό λαό: Θέλει να φύγει γρήγορα, διότι δεν αντέχει να μη πάει να αναγγείλει στους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα, το χαρμόσυνο άγγελμα, ότι δηλαδή ό,τι ο Θεός τους υποσχέθηκε μετά την πτώση τους στην αμαρτία: ότι θα έλθει κάποτε ως άνθρωπος για να σώσει το ανθρώπινο γένος, τώρα έγινε πραγματικότητα. Και από την άποψη αυτή προηγείται ο Συμεών του Ιωάννου του Προδρόμου που κι αυτός στον Άδη προετοίμασε τον δρόμο του Μεσσία. «Ο Συμεών φώναζε: Φεύγω από τη ζωή αυτή, για να φανερώσω στον Αδάμ, που  ζει στον Άδη, και να φέρω στην Εύα, τα ευαγγέλια, το χαρμόσυνο δηλαδή μήνυμα του ερχομού του Χριστού στον κόσμο».

Είναι ευνόητο ότι η συνάντηση του αγίου Συμεών με τον σαράντα ημερών Κύριο λειτουργεί και για εμάς κατά παραδειγματικό τρόπο, κάτι που το σημειώνει βεβαίως η υμνογραφία. Κι αυτό σημαίνει ότι όπως συναντήθηκε τότε ο άγιος Συμεών με τον Χριστό, έτσι καλούμαστε και εμείς να συναντηθούμε μαζί Του, μέσα στο πλαίσιο της Εκκλησίας μας και με τις προσευχές αυτής. Να τον υποδεχτούμε ως Σωτήρα μας και να Τον προσκυνήσουμε ως Θεό μας. «Εμπρός και εμείς, με ένθεα άσματα, ας συναντηθούμε με τον Χριστό και ας υποδεχτούμε Εκείνον, του Οποίου τη σωτηρία είδε ο Συμεών. Αυτός είναι Εκείνος τον Οποίον κηρύσσει ο Δαυίδ, Αυτός είναι Εκείνος που λάλησε μέσα από τους προφήτες, Αυτός που σαρκώθηκε για εμάς και μιλά με τον Νόμο Του. Αυτόν ας προσκυνήσουμε».