08 Φεβρουαρίου 2025

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 18, 10-14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ ̓ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή· «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά κι ἔκανε τήν ἑξῆς προσευχή σχετικά μέ τόν ἑαυτό του: “Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ’ ὅλα τα εἰσοδήματά μου”. Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω καί δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό. Χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό”. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτός ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι· γιατί ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Τιμ. 3, 10-15)

Τέκνον Τιμόθεεπαρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳτῇ ἀγωγῇτῇ προθέσειτῇ πίστειτῇ μακροθυμίᾳτῇ ἀγάπῃτῇ ὑπομονῇτοῖς διωγμοῖςτοῖς παθήμασινοἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳἐν Ίκονίῳἐν Λύστροιςοἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκακαὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο  ΚύριοςΚαὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρονπλανῶντες καὶ πλανώμενοιΣὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθηςεἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθεςκαὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδαςτὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Παιδί μου Τιμόθεε, ἐσύ συμπορεύτηκες μαζί μου στή διδασκαλία, στόν τρόπο ζωῆς, στούς σκοπούς, στήν πίστη, στή μακροθυμία, στήν ἀγάπη,στήν ὑπομονή, στούς διωγμούς, στά παθήματα σάν αὐτά πού ὑπέμεινα στήν Ἀντιόχεια, στό Ἰκόνιο, στά Λύστρα. Τί διωγμούς ὑπέφερα! Κι ἀπ’ ὅλα μέ γλίτωσε ὁ Κύριος. Κι ὄχι μόνο ἐγώ, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζήσουν μέ εὐσέβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οἱ πονηροί ἄνθρωποι καί οἱ ἀπατεῶνες θά προκόβουν στό χειρότερο· θά ἐξαπατοῦν τούς ἄλλους καί οἱ ἄλλοι θά τούς ἐξαπατοῦν. Ἐσύ ὅμως νά μένεις σ’ αὐτά πού ἔμαθες καί πού γιά τήν ἀξιοπιστία τούς ἔχεις τεκμήρια. Ξέρεις ἀπό ποιόν τά ἔμαθες· καί μή λησμονεῖς ὅτι ἀπό τή βρεφική σου ἡλικία γνωρίζεις τή Γραφή, πού μπορεῖ νά σέ κάνει σοφό ὀδηγώντας σε στή σωτηρία διά τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦ Χριστό.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ

«Ο άγιος Θεόδωρος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου (τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα). Καταγόταν από τα Ευχάϊτα, αλλά κατοικούσε στην Ηράκλεια του Πόντου. Υπερείχε από τους περισσοτέρους ως προς το κάλλος της ψυχής του, το μέγεθος του σώματος και τη δύναμη των λόγων. Όλοι, γι’ αυτό, προσπαθούσαν να αποκτήσουν τη φιλία του. Για τον ίδιο λόγο και ο Λικίνιος ήθελε πάρα πολύ να τον συναντήσει, μολονότι είχε ακούσει  ότι είναι χριστιανός και βδελύσσεται τους λεγόμενους θεούς. Έστειλε λοιπόν από τη Νικομήδεια μερικούς, του ιδίου αξιώματος με τον Θεόδωρο, και τους πρόσταξε να του φέρουν τον μάρτυρα με ευγενικό τρόπο. Όταν αυτοί επέστρεψαν λέγοντας ότι ο μακάριος Θεόδωρος έφερε ως αντίρρηση ότι πρέπει ο βασιλιάς μάλλον να έλθει μαζί με τους μεγαλύτερους από αυτόν θεούς, αμέσως ο βασιλιάς ήλθε στην Ηράκλεια.

Ο άγιος Θεόδωρος, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να συναντήσει τον Λικίνιο μετά από νυκτερινό όραμα που του έστειλε ο Θεός, όταν πληροφορήθηκε ότι ο βασιλιάς πλησιάζει, ανέβηκε σε άλογο, τον συνάντησε και τον τίμησε όπως έπρεπε. Ο βασιλιάς τότε του έδωσε το δεξί του χέρι και χαιρέτισε τον Θεόδωρο πολύ θερμά. Εισήλθε έπειτα στην πόλη κι αφού κάθισε σε υψηλό βήμα, προέτρεπε τον μακάριο Θεόδωρο να προσφέρει στους δικούς του θεούς θυσία. Ο άγιος  ζήτησε να πάρει στο σπίτι του τα αγάλματα των επισημοτέρων θεών, να προσφέρει εκεί πρώτα τις προσευχές του, και έπειτα πάλι δημόσια να προσφέρει στους θεούς αυτούς σπονδές. Ο βασιλιάς συμφώνησε κι έδωσε εντολή  να του δοθούν τα χρυσά και τα αργυρά αγάλματα, ο άγιος τα έλαβε και κατά το μέσο της νύκτας τα συνέτριψε, τα έκανε μικρά κομμάτια και τα έδωσε στους ενδεείς και τους πένητες.

Την επομένη ημέρα, όταν ο Μαξέντιος ο Κομενταρήσιος είπε ότι είδε την κεφαλή της μεγάλης θεάς Αφροδίτης να περιφέρεται από κάποιον πτωχό, ο Λικίνιος διέταξε και αμέσως ο άγιος συνελήφθη από τη φρουρά του Λικινίου. Και πρώτα μεν τον ξέντυσαν, τον κράτησαν τεντωμένο τέσσερις, και τον κτύπησαν με μαστίγια από νεύρα βοδιών: επτακόσιες πληγές στην πλάτη, πενήντα στην κοιλιά, όπως και κτυπήματα με μολύβδινες σφαίρες στον αυχένα. Έπειτα τον χαράκωσαν μέχρι αίματος, τον κατέφλεξαν με λαμπάδες, και έτριψαν με όστρακα τις πρησμένες και καμένες πληγές, οπότε τον έριξαν στη φυλακή, ασφαλίζοντας τα πόδια του σε ξύλινη μέγγενη.

Έμεινε χωρίς φαγητό και νερό στη φυλακή επί επτά ημέρες. Τον έβγαλαν πάλι και κάρφωσαν τα χέρια και τα πόδια του σε σταυρό, κι εκεί του πέρασαν περόνη από το κάτω μέρος του σώματος, που έφθασε μέχρι τα έγκατά του. Γύρω του στέκονταν και παιδιά, που τόξευαν τον άγιο στο πρόσωπο και τα μάτια, ενώ από τις βολές των βελών που κτυπούσαν τα μάτια, έπεσαν κάτω οι κόρες των οφθαλμών του. Άλλοι δε, έκοψαν τα γεννητικά του όργανα, κάνοντας εγκάρσιες τομές σ’ αυτά. Πέρασε τη νύκτα πάνω στο σταυρό και νόμισε ο Λικίνιος ότι είχε ήδη πεθάνει. Αλλά απατήθηκε. Διότι άγγελος Κυρίου τον έλυσε από τα δεσμά και έγινε ολόκληρος υγιής, και έψαλλε και ευλογούσε τον Θεό.

Το ξημέρωμα, απέστειλε ο Λικίνιος να σηκώσουν το σώμα του Μάρτυρα και να το ρίξουν στη θάλασσα. Όταν όμως έφθασαν οι απεσταλμένοι και είδαν τον άγιο να είναι ακόμη ζωντανός και όλος υγιής, πίστεψαν στον Χριστό, άνδρες περίπου ογδόντα πέντε στον αριθμό. Και μετά από αυτούς, άλλοι τριακόσιοι στρατιώτες, στους οποίους ηγείτο ο ανθύπατος Κέστης, που στάλθηκαν για να φονεύσουν τους πρώτους, και αυτοί πίστεψαν στον Χριστό. Όταν είδε ο Λικίνιος την πόλη αναστατωμένη, διέταξε να κοπεί η κεφαλή του αγίου. Στάθηκαν όμως τότε πάμπολλα πλήθη χριστιανών και εμπόδιζαν τους στρατιώτες. Μόλις λοιπόν ο άγιος τους ησύχασε και προσευχήθηκε στον Χριστό, του έκοψαν το κεφάλι και πήρε τέλος ο δρόμος του μαρτυρίου. Μετατέθηκε δε από την Ηράκλεια στα Ευχάϊτα, στο γονικό οίκημά του, καθώς ο μάρτυς είχε δώσει τις κατάλληλες εντολές από πριν στον γραμματέα του Αύγαρο. Ο Αύγαρος, που ήταν μαζί με τον άγιο καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του, έγραψε το μαρτυρολόγιο του αγίου κατά πλάτος, δηλαδή και τις ερωτήσεις που του έθεσαν και τις απαντήσεις που έδωσε και τα ποικίλα είδη των βασανιστηρίων που πέρασε, και τις εκ Θεού φανερώσεις και βοήθειες».

Ο πυρπολημένος από θείο πόθο νους του αγίου Θεοδώρου αποτελεί το κλειδί που ερμηνεύει την καρτερία του στα τόσα βασανιστήρια που υπέστη, όπως βεβαίως και τη δύναμή του να υπερβεί πρώτα όλες τις προσφορές του ίδιου του βασιλιά. Απαιτείται να έχει κάποιος ολοκληρωτικά στραμμένο τον νου του στον Θεό, να φλέγεται από την αγάπη Εκείνου, για να μπορεί να περιφρονεί τη φιλία ενός βασιλιά, και μάλιστα με τέτοιες εξουσίες την εποχή εκείνη, και να καταφρονεί τα μαρτύρια που τσακίζουν το σώμα του ανθρώπου. Κι αυτό είναι το διαρκώς ζητούμενο από την Εκκλησία για τον πιστό άνθρωπο: όχι απλώς να τον περιορίσει με κάποιες εντολές και κανόνες – αυτό αποτελεί εξιουδαϊσμό της πνευματικής της ζωής – αλλά να τον προσανατολίσει στην αγάπη προς τον Θεό, την πρώτη και μεγάλη εντολή που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο. «Με πυρπολημένο τον νου από τον θείο πόθο, με γενναιότητα και μεγάλη τόλμη  προχώρησες στον θάνατο της φωτιάς», σημειώνει σε κάθισμα του όρθρου ο υμνογράφος του αγίου. «Ο πόθος σου προς τον Θεό διέγραψε κάθε εμπαθή σχέση με τα γήινα, παμμακάριστε, δηλαδή και την ηδονή της δόξας, τον πλούτο και την τρυφή, και το περιβόητο ύψος της αναγνώρισης από όλους» (ωδή δ΄ ).

Ο υμνογράφος του αγίου Θεοδώρου Νικόλαος προβάλλει την ομορφιά του και το παράστημά του: ο άγιος Θεόδωρος ήταν «ωραίος νέος, με σπάνια ομορφιά, διακρινόμενος για το κάλλος της ψυχής και του σώματος». Αλλά η ομορφιά του ανθρώπου, κατά τον υμνογράφο, κάτι που βλέπουμε στους αγίους μας σαν τον σημερινό, έγκειται κατεξοχήν στην ομορφιά της ψυχής. «Η ομορφιά των αρετών τον έκανε ωραίο, κυρίως όμως στολιζόταν από τα στίγματα των μαρτύρων» (ωδή γ΄). Πράγματι, για την πίστη μας, η ομορφιά του σώματος είναι ένα αγαθό, το οποίο όμως επειδή είναι φθαρτό δεν έχει πρωτεύουσα σημασία. Έρχονται τα γηρατειά κι αυτό που αποτελεί συνήθως καύχημα για τον έχοντα το αγαθό τούτο, εξαφανίζεται. Χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν πιθανούς τραυματισμούς, αρρώστιες που αλλοιώνουν τον άνθρωπο, ή και τον αφανίζοντα τα πάντα θάνατο. Η αληθινή ομορφιά έγκειται, όπως λέει για τον άγιο ο υμνογράφος, στην απόκτηση των αρετών. Όταν η ανθρώπινη ψυχή ντύνεται τις αρετές, όταν η χάρη του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο, τότε και ο πιο άσχημος εξωτερικά θεωρούμενος άνθρωπος αποκτά μία γλυκύτητα και μία «επιφάνεια» που γοητεύει και μαγνητίζει τους πάντες. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» ακούμε να λέει επ’ αυτού ο λόγος του Θεού. Στον άγιο Θεόδωρο βεβαίως συνυπήρχαν και τα δύο στοιχεία: και το κάλλος του σώματος και το κάλλος της ψυχής. Για τον άγιο όμως η προτεραιότητα ήταν δεδομένη˙ το κάλλος της ψυχής. Και μάλιστα όχι μόνο με τις αρετές, αλλά κυρίως με τα βάσανα που υπέστη. Κι αυτό διότι προφανώς τον έβαζαν στα χνάρια του κατ’ εξοχήν «ωραίου κάλλει παρά πάντας ανθρώπους» Ιησού Χριστού.

Με το μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου όμως έχουμε και ένα είδος  επιβεβαίωσης της αναστάσεως των σωμάτων που θα φέρει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Θέλουμε να πούμε ότι ο Κύριος δίνοντας τη χάρη Του δι’ αγγέλου να αποκαταστήσει το διαμελισμένο από τα βασανιστήρια σώμα του αγίου, να το ξανακάνει υγιές καθ’ ολοκληρίαν όπως ήτανε πριν από την αποτομή της κεφαλής του, μας δίνει με μεγάλη ενάργεια μία εικόνα της εκ νέου δημιουργίας των σωμάτων που θα πραγματοποιήσει. Διότι υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι διερωτώνται: μα πώς τα διαλυμένα σώματα από τον θάνατο ή τα πυρπολημένα από τη φωτιά ή τα φαγωμένα από θηρία θα αναστηθούν; Και η απάντηση βεβαίως είναι απλή: ο Θεός θα προβεί σε μία νέα δημιουργία τους. Αυτός που «εξ ουκ όντων» δημιούργησε τα πάντα, ο Ίδιος και πάλι θα δημιουργήσει τα φθαρμένα και διαλυμένα. Κι εδώ ακριβώς, στο μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου, παίρνουμε μία εικόνα αυτής της μελλοντικής δημιουργίας: με μία απλή ενέργειά Του, και μάλιστα δι’ αγγέλου Του, το σώμα αποκαθίσταται. «Φάνηκες νικητής, ολοκληρωτικά άρτιος, μετά τη σταύρωση και την κάθε άλλη αποκοπή των μελών σου  και  νέκρωση, συ που νίκησες τον κόσμο. Διότι ο Χριστός με το χέρι του αγγέλου σαν αρχηγός της ζωής, σου ξανάδωσε ζωή» (ωδή ε΄).

07 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ (ΣΤΕΙΡΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ)

 

«Αυτός ο όσιος είναι βλάστημα και εντρύφημα της Ελλάδας. Οι πρόγονοί του ήταν από τη νήσο Αίγινα, οι οποίοι μη αντέχοντας τις συνεχείς επιθέσεις των Αγαρηνών μετανάστευσαν και έφτασαν στην κεντρική Ελλάδα, στην οποία και γεννήθηκε ο μακάριος Λουκάς. Αυτός από μικρό παιδί απείχε όχι μόνον από το κρέας, αλλά και από τα αυγά και τα τυριά. Το φαγητό και το πιοτό του ήταν ο κρίθινος άρτος, το νερό και τα όσπρια. Ταλαιπωρώντας το σώμα του με κάθε ασκητική κακοπάθεια και σκληραγωγία, θεωρούσε ευχαρίστησή του να τρέφει τον πεινασμένο και να χαρίζει ενδύματα στον γυμνό, και με αυτά χόρταινε. Γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή δηλαδή πολλές φορές είχε δώσει και το δικό του ένδυμα, γύριζε στην κατοικία του γυμνός. Κι όποτε ανέπεμπε τις προσευχές του στον Θεό, τα πόδια του απομακρύνονταν ένα πήχυ σχεδόν από το έδαφος, και φαίνονταν να μην ακουμπούν στη γη. Όταν μάλιστα ακολούθησε και τον μοναχικό βίο, δεν είναι δυνατόν να πει κανείς πόση εγκράτεια και κακουχία επέδειξε ο μακάριος. Ως μοναχός πέρασε από όλες τις παραλιακές περιοχές και με τα θαύματα που τελέστηκαν από αυτόν έγινε αίτιος σωτηρίας για πολλούς. Ύστερα άφησε τις μετακινήσεις και έμεινε στο χώρο του Μοναστηριού. Επτά έτη αργότερα στον χώρο αυτόν, προείπε το τέλος του σε όλους και έτσι άφησε τη ζωή αυτή».

Η ζωή του οσίου Λουκά του εν Ελλάδι, του γνωστού μας οσίου Λουκά του εν Στειρίω Βοιωτίας, αποτελεί επακριβή έμπρακτο υπομνηματισμό του λόγου του Κυρίου: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα…υπέρ εμέ ούκ εστι μου άξιος». Ο όσιος Λουκάς πράγματι, από πολύ μικρός στην ηλικία, στράφηκε με πόθο αγάπης προς τον Χριστό τέτοιο, που ξεπέρασε τη φυσική αγάπη προς τους γονείς του, και μάλιστα προς τη μητέρα του που τον υπεραγαπούσε. Ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει την ολοσχερή αυτή αγάπη του: «Ολωσδιόλου από τη νεότητά του ακολούθησες τον Κύριο και γι’ αυτό εγκατέλειψες, ένδοξε, τον σύνδεσμό σου με τους γονείς και τη στοργή προς τον κόσμο» (στιχηρό εσπερινού)∙ «Αναπτερώθηκες από τον θερμό έρωτα του Σωτήρος Χριστού και έκανες πέρα το φίλτρο των γονέων για χάρη Του, και έγινες, ω Λουκά, ξένος από όλα τα τερπνά της ζωής, μακάριε» (ωδή γ΄).

Η φυγή του από τον κόσμο λόγω της προς Κύριο αγάπης του ήταν η απαρχή. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας σημειώνουν ότι ο νεαρός Λουκάς αποδύθηκε έπειτα σε μεγάλες ασκήσεις εγκρατείας και ταπείνωσης του σώματος, ώστε να υποτάξει τα άτακτα θελήματα αυτού στον ηγεμόνα νου και να μπορέσει να προσαρμοστεί πλήρως στο θέλημα του Κυρίου, κάτι που βεβαίως σήμαινε αύξηση της αγάπης του και προς Εκείνον και προς τον συνάνθρωπο. «Ο ιερός Λουκάς, Σωτήρα Κύριε, σε πόθησε ολοκληρωτικά και γι’ αυτό στράφηκε με στέρεο τρόπο προς την άσκηση, υπομένοντας καρτερικά θλίψεις, μόχθους, κόπους, για τα οποία βρήκε την ατελεύτητη τρυφή» (ωδή α΄)∙ «Πίεζες το σώμα σου πάντοτε, πάτερ Λουκά, με την εγκράτεια, με τη συνεχή αγρυπνία, με κάθε κακουχία διακριτικά, και κυριάρχησες στις ορμές των εμπαθών ηδονών» (ωδή α΄)∙ «Αναδείχτηκες, μακάριε, υπάκουος σαν δούλος σε κάθε θεία εντολή» (ωδή γ΄).

Θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαιτέρως αυτό που με σοφό τρόπο εξαγγέλλει ο ιερός υμνογράφος: ότι η σκληρή ασκητική του προσπάθεια  ήταν για να παραμένει στις εντολές του Κυρίου, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Διότι αν η όλη ασκητική διαγωγή του χριστιανού δεν κατατείνει προς αυτόν τον σκοπό, την αγάπη δηλαδή, δεν έχει νόημα. Διαστρέφεται και γίνεται φαρισαϊκή ηθική, ευσεβισμός, καύχηση για αρετές χωρίς νόημα, σκλήρυνση της καρδιάς. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος έχει αρετές, όχι όμως Θεό. Λείπει η ταπείνωση ως οριστικό άφημα του εαυτού στον Χριστό. «Πέρασες τη ζωή σου με σωφροσύνη και με καλό τρόπο, φιλοξενώντας αδιάκοπα και ελεώντας τον συνάνθρωπό σου πλούσια και άφθονα» (ωδή ς΄). Είναι ευνόητο λοιπόν για τον άγιο Ιωσήφ να συμπεράνει ότι αυτή η απλότητα και η ταπείνωση και η αγάπη και η πραότητα του οσίου Λουκά τον έχουν κατατάξει στη βασιλεία του Θεού, μαζί με τους αγίους και δικαίους Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ. «Έδειξες, πάτερ, αληθινά απλό και απονήρευτο και ταπεινό, γεμάτο από έλεος προς τους φτωχούς, και φιλόξενο και φιλέρημο, ήσυχο και πράο ήθος. Γι’ αυτό και κατατάχτηκες με τον Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ» (ωδή θ΄).

Ο άγιος Ιωσήφ μας υπενθυμίζει όμως  με δύο ύμνους του μία ενέργεια του Θεού, που φανερώνει πόσο βαθιά φιλόστοργος και φιλάνθρωπος είναι. Είναι ίσως η κορυφαία στιγμή της σύνθεσης του κανόνα του για τον όσιο Λουκά. Περί τίνος πρόκειται; Ο όσιος, είπαμε, από μικρή ηλικία στράφηκε ένθερμα προς τον Χριστό. Έφυγε μάλιστα κρυφά από τους γονείς του και προχώρησε στις πνευματικές ασκήσεις του, ακολουθώντας και τη μοναχική ζωή. Η μητέρα του ιδιαιτέρως πόνεσε πολύ από την κρυφή φυγή του, γι’ αυτό και με δάκρυα και σπαραγμό ψυχής παρακαλούσε τον Κύριο να της φανερώσει το πού βρίσκεται. Κι ο Κύριος ακριβώς κάμφθηκε. Χωρίς να θέλει κάτι τέτοιο ο αγαπημένος του δούλος Λουκάς, Εκείνος της τον φανέρωσε. Έτσι και ο Λουκάς στεφανώθηκε από τον Χριστό για την ολοσχερή αγάπη του προς Αυτόν, την υπερβαίνουσα και το γονεϊκό φίλτρο, και η μητέρα του δέχτηκε τον καρπό της προσευχής της: έμαθε για το παιδί της. Θεωρούμε ότι είναι η κορυφαία στιγμή της ακολουθίας, διότι δείχνει ότι ο Κύριος μπροστά στα καρδιακά αιτήματα του ανθρώπου κάμπτεται. Δεν ξέρουμε, αλλά μας θυμίζει λίγο η υπενθύμιση αυτή του αγίου υμνογράφου αυτό που είναι γνωστό σαν θρύλος από τις επεμβάσεις της Παναγίας: οι απορριπτόμενοι του Παραδείσου, λόγω της «ακρίβειας» του αποστόλου Πέτρου, του κρατούντος τα κλειδιά της Βασιλείας, γίνονταν δεκτοί «παρανόμως» από την Παναγία, η οποία τους εισήγαγε στον Παράδεισο από το πλάι της θύρας με το μαφόρι της.

 «Πληγώθηκες από τον πόθο του Κυρίου και θεώρησες όλα τα ευχάριστα της ζωής ως μηδέν. Τη στέρηση δε της μητέρας σου και την ξενιτεία αγάπησες, και ντύθηκες το μοναχικό ένδυμα, ιερώτατε. Αλλά σε φανερώνει ο Θεός, έστω και παρά τη θέλησή σου, όσιε Λουκά, γιατί κάμφθηκε ο φιλάνθρωπος από τις μητρικές προσευχές» (στιχηρό εσπερινού).  «Τον πόθο της μητέρας σου μη λαμβάνοντας  καθόλου υπόψη και φέρνοντας τον εαυτό σου σε τόπο άσκησης, τον παρέδωσες εκεί κρυφά. Πάλι όμως ο Θεός σε φανερώνει στη μητέρα σου, που θρηνούσε τη στέρησή σου δίκαια, πανάριστε» (κάθισμα του όρθρου).

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΡΚΙΝΟΥΣ: ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΜΨΑΚΟΥ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Τῆς Λαμψάκου ὁ μέγας θαυματουργός, ἀναβάς ἐν τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν, ἀστράπτεις τοῖς πέρασι, τῷ φωτί τῶν ἰάσεων, τούς ζοφώδεις Δαίμονας, σκορπίζων φαιδρότατα, καί ἐλαύνων νόσους, χρησταῖς ἐπικλήσεσιν· ὅθεν καί τῆς πλάνης, τῶν εἰδώλων καθάρας, πᾶσαν τήν Ἑλλήσποντον, καταλάμπεις τοῖς θαύμασιν· Θεοφόρε Παρθένιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τήν ἁγίαν μνήμην σου» (Κάθισμα ὄρθρου).

(Θεοφόρε Παρθένιε, πού εἶσαι ὁ μέγας θαυματουργός τῆς πόλης τῆς Λαμψάκου, ἀφοῦ ἀνέβηκες στό ὕψος τῶν ἀρετῶν, ἀστράφτεις τά πέρατα μέ τό φῶς τῶν ἰάσεων, σκορπίζοντας τούς σκοτεινούς Δαίμονες μέ εὔκολο τρόπο καί διώχνοντας μακριά τίς ἀρρώστιες μέ τίς γεμάτη ἀγάπη προσευχές σου. Γι’ αὐτό, κι ἀφοῦ καθάρισες ὅλη τήν περιοχή τοῦ Ἑλλησπόντου ἀπό τήν πλάνη τῶν εἰδώλων, τήν καταφωτίζεις μέ τά θαύματά σου. Πρέσβευε στόν Χριστό τόν Θεό, νά δωρίσει τήν ἄφεση τῶν πταισμάτων σέ μᾶς πού ἑορτάζουμε μέ πόθο τήν ἁγία μνήμη σου).

Μέγας γιά τήν Ἐκκλησία ἅγιος Παρθένιος, ἐπίσκοπος Λαμψάκου, ὁποῖος ἔζησε ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου κι ἦταν υἱός ἑνός Διακόνου τῆς Ἐκκλησίας στό ὄνομα Χριστόφορος. Γράμματα δέν ἤξερε πολλά, ὅμως ὑπῆρξε μέγας ἀσκητής, τηρώντας μέ ἀκρίβεια ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. ταπείνωσή του ἦταν παροιμιώδης - ἔδινε τά πάντα στούς ἀναγκεμένους ὑπό τό κάλυμμα τοῦ φτωχοῦ ψαρᾶ, γιαὐτό καί Κύριος λόγω τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσέβειάς του τόν χαρίτωσε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, δηλαδή νά βγάζει δαιμόνια, ἀλλά καί νά θεραπεύει κάθε νόσο καί ἀσθένεια. Φρόντισε ὅμως νά μάθει καί γράμματα, ὁπότε ἐπίσκοος Φίλιππος τῆς Μελιτουπόλεως τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο, ἐνῶ στή συνέχεια Ἀχίλλειος Μητροπολίτης Κυζίκου τόν χειροτόνησε ἐπίσκοπο τῆς ΛαμψάκουἌν ὡς λαϊκός ἐπιτελοῦσε πολλά θαύματα, ὡς κληρικός καί μάλιστα ἐπίσκοπος ἔκανε πάμπολλα. Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀρετή του δηλαδή ὄχι μόνον δέν μειώθηκαν ἀπό τά ἀξιώματα πού ἔλαβε, ἀλλά πολλαπλασιάστηκαν, γι’ αὐτό καί ἡ ἐπωνυμία θαυματουργός σφράγισε τήν ὅλη βιοτή καί πορεία του. Γιά παράδειγμα: Θεράπευσε τόν ὀφθαλμό ἑνός ἄνδρα, τόν ὁποῖο τύφλωσε μέ κτύπημα ἕνας ταῦρος· ἐξαφάνισε τόν καρκίνο ἀπό μία γυναίκα μέ μόνη τήν εὐλογία του· νέκρωσε μ’ ἕνα φύσημά του ἕναν λυσσασμένο σκύλο πού ὅρμησε ἐναντίον του· ἀνέστησε ἄνθρωπο πού πέθανε ἀπό πάτημα πάνω του μίας ἅμαξας καί εἶχε διαρραγεῖ ἡ κοιλιά του· ἐξεδίωξε τούς δαίμονας ἀπό πολλούς ἀνθρώπους κ.ο.κ. Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν μία προσφορά στόν συνάνθρωπο, μέχρις ὅτου ἀφοῦ προεῖπε καί τά μέλλοντα νά συμβοῦν ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο. 

Δέν παραξενεύει λοιπόν τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος του στό θαυματουργικό κυρίως χάρισμά του ἐπικεντρώνει τήν προσοχή μας, ἀφοῦ ὅμως τονίζει καί τήν προϋπόθεση ὑπάρξεώς του, ὅπως ἄλλωστε σημειώνεται καί ἀπό τό συναξάρι του: τήν ἄνοδό του στό ὕψος τῶν ἀρετῶν. Ὁ ἅγιος Παρθένιος δηλαδή ὅ,τι θαυμαστό ἔκανε, τό ἔκανε γιατί ἄφησε τόν ἑαυτό του στά χέρια τοῦ Κυρίου του καί ἔγινε δίοδος νά ἐνεργεῖ Ἐκεῖνος μέσω αὐτοῦ. Διότι μιλώντας γιά ἀρετές, τό ἄκρο τῶν ὁποίων ἔφτασε, μιλᾶμε ὄχι γιά κάτι πού ἀποτελεῖ κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἔκφραση καί καρπό τῆς ὑπάρχουσας χάρης τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ὕπαρξη ἑνός ἁγίου. Κι εἶναι πολύ παρήγορο τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Παρθένιος, ὡς ζῶν αἰωνίως μέσα στόν Κύριο, συνεπῶς εὑρισκόμενος διαρκῶς κι αὐτός ἀνάμεσά μας, εἶναι ἕτοιμος νά συνδράμει καί καθέναν ἀπό ἐμᾶς, ἀρκεῖ νά τόν ἐπικαλούμαστε ἐν πίστει καί νά προστρέχουμε σ’ αὐτόν. Ἰδιαιτέρως σήμερα πού τόσος κόσμος ταλαιπωρεῖται ἀπό τόν καρκίνο, ἐκεῖνος ἔχει ἀναλάβει ἔντονη δράση καί βρίσκεται στήν ἡμερήσια διάταξη, ἐνῶ ἐκεῖ πού ὑπάρχουν τά ἅγια λείψανά του, ὅπως γιά παράδειγμα στήν ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μακρυμάλλης στά Ψαχνά Ευβοίας ὅπου φυλάσσεται ἡ κάρα του, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ αἰσθητή ἔντονη παρουσία του.

06 Φεβρουαρίου 2025

ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ

«Τίποτε δεν είναι σπουδαιότερο για τον Θεό από την αγάπη. Λόγω της αγάπης αυτής έγινε άνθρωπος και υπήκοος μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό άλλωστε και τους πρώτους που κάλεσε από τους μαθητές Του ήταν δύο αδέλφια: για να δείξει ευθύς εξαρχής ο πάνσοφος Σωτήρας ότι θέλει όλοι οι μαθητές Του να συνδέονται αδελφικά μεταξύ τους» (Όσιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης).

Ο όσιος Ισίδωρος, ο μεγάλος αυτός άγιος της Εκκλησίας που έχει μείνει στην εκκλησιαστική ιστορία ως ο σημαντικότερος επιστολογράφος αυτής, τονίζει σε μία επιστολή του, και όχι μόνον βεβαίως σ’ αυτήν, το αυτονόητο και το πιο γνωστό για τη χριστιανική πίστη: ότι για τον Θεό το σπουδαιότερο όλων είναι η αγάπη. Διότι βεβαίως «ο Θεός αγάπη εστί» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος). Κάθε τι που υπάρχει, είτε άνθρωπος είτε κόσμος είτε χρόνος είτε ζώο είτε φυτό είτε αέρας είτε οτιδήποτε μπορεί να επισημανθεί ως μέτοχο της ζωής, ενόργανης ή ανόργανης, την ενέργεια της αγάπης του Θεού έχει αποτυπωμένο πάνω του. Όλα διαλαλούν τη δόξα Εκείνου, συνεπώς τα πάντα και όλα τα σύμπαντα λειτουργούν στην κανονικότητά τους ως μέτοχα της αγκαλιάς του Θεού,  δεχόμενα, αλλά και αντανακλώντας τη στοργή και το ιλαρό φως των οφθαλμών Του! «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών Αυτού αναγγέλλει το στερέωμα».

Και γι’ αυτό εκτός της αγάπης Αυτής δεν μπορεί να εξηγηθεί το μυστήριο της οικονομίας Του, κατά το οποίο «έκλινεν ουρανούς και κατέβη» γενόμενος άνθρωπος τέλειος, πλην φυσικά της αμαρτίας. «Λόγω της αγάπης αυτής έγινε άνθρωπος», σημειώνει ο άγιος, εξηγώντας όμως ότι η αγάπη είναι αληθινή όταν συνυπάρχει με την ταπείνωση, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η υπακοή. Κατανοεί αμέσως κανείς ότι ο άγιος Ισίδωρος δεν αυτοσχεδιάζει ούτε φιλοσοφεί. Κινείται επακριβώς στο μήκος κύματος της Αγίας Γραφής, μάλιστα στη θεολογία του αποστόλου Παύλου, ο οποίος στην προς Φιλιππησίους ιδίως επιστολή μαρτυρεί το φρόνημα του Κυρίου Ιησού Χριστού, που συνιστά από κει και πέρα ασφαλώς το φρόνημα της Παναγίας μας και όλων των αγίων της Εκκλησίας: «Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου˙ έγινε άνθρωπος και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού».

Οπότε το «αυτονόητο» επιτείνεται με τον άγιο Ισίδωρο: όχι μόνον ο Θεός είναι αγάπη, αλλά εξίσου καλείται να είναι και να γίνεται διαρκώς αγάπη και ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου» άνθρωπος. Μπορεί μεν αυτός να έχασε λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία τη χάρη αυτή, την ξαναβρήκε όμως μετά τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος τον ικανώνει, εφόσον πιστέψει σ’ Αυτόν, να γίνει ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο, αληθινά μία δική Του προέκταση. Λοιπόν, το κύριο γνώρισμα ενός χριστιανού, θυμίζει περιφραστικά ο άγιος, είναι η αγάπη, όπως όμως την έζησε και τη δίδαξε ο Χριστός με αποκορύφωμα τον Σταυρό Του! Τα λόγια του ίδιου του Κυρίου επ’ αυτού δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης: «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις»! Και η πίστη σ’ Αυτόν δηλαδή, και ό,τι κάνουμε για χάρη Του, εάν δεν προϋποθέτει και δεν καταλήγει στην αγάπη προς τον συνάνθρωπο και τον κόσμο όλον, δεν έχει κανένα νόημα ούτε κι ωφελεί. Ο ύμνος του αποστόλου Παύλου στην Α΄ Κορ. επιστολή του αποτελεί τον καλύτερο υπομνηματισμό της πραγματικότητας αυτής.

Γνωστά αυτά, θα πει ένας λίγο μυημένος στην πίστη χριστιανός. Τι προσθέτει επιπλέον ο άγιος; Πέραν του γεγονότος ότι δεν χρειάζεται «προσθήκη» στα λόγια του Κυρίου – γιατί το ζητούμενο από Εκείνον και την Εκκλησία Του είναι αυτά τα λόγια να τα κάνουμε βίωμά μας, που θα πει να γίνουμε κι εμείς μέτοχοι της απόλυτης «έκπληξης» να Τον έχουμε «ένοικο» της ύπαρξής μας – το «επιπλέον» που κομίζει ο άγιος είναι η απρόσμενη εξήγησή του για την κλήση των πρώτων μαθητών του Κυρίου από Εκείνον: αδέλφια κάλεσε πρώτους, σημειώνει, τον Ανδρέα και τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, «για να δείξει ευθύς εξαρχής ο πάνσοφος Σωτήρας ότι θέλει όλοι οι μαθητές Του να συνδέονται αδελφικά μεταξύ τους». Κι είναι όντως κάτι στο οποίο «χωλαίνουμε» πολλοί σύγχρονοι χριστιανοί: μένουμε περισσότερο στη διδασκαλία του Κυρίου και «υποτιμάμε» τις λοιπές ενέργειές Του: τις κινήσεις Του, τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων μέσα στα οποία κινείται, τη σιωπή Του συχνά, τις θεωρούμενες «τυχαίες» ή δεδομένες επιλογές Του. Όπως αυτήν για την οποία κάνουμε λόγο. Μα, για τον Κύριο τίποτε δεν είναι «τυχαίο» - πώς θα ήταν άλλωστε για Εκείνον που είναι ο παντοδύναμος και παντογνώστης Θεός; Κι αν σε κάτι δεν δίνουμε σημασία, γιατί το παρερχόμαστε ως «δευτερεύον», είναι γιατί εμείς δεν βρισκόμαστε στον φωτισμό που πρέπει, ώστε να κατανοήσουμε τον βαθύτερο συμβολισμό Του, τη διδασκαλία Του που πραγματοποιείτο ανά πάσα στιγμή της ώρας και της στιγμής.

Γιατί τονίζουμε και το «αυτονόητο» πια αυτό; Διότι με τον ίδιο τρόπο δρα ο Κύριος και μετέπειτα και σε όλους τους αιώνες. Απλό παράδειγμα: Τον παρακαλεί κάποιος με ένα αίτημά Του και φαίνεται ότι ο Κύριος «κωφεύει», με αποτέλεσμα να απογοητεύεται ο πιστός και να αρχίσει να κλονίζεται η όποια πίστη του! Αλλά ασφαλώς Εκείνος έχει τους λόγους Του, που είναι πάντοτε καρπός της αγάπης Του. Και βεβαίως ακούει και βλέπει, αλλά χρειάζεται ένα ελάχιστο ποσοστό αληθινής πίστεως από τον χριστιανό, για να αφήσει τον Κύριο να ενεργήσει με τον τρόπο που Εκείνος κρίνει για την επίλυση του προβλήματός του! Πρέπει μάλλον να το κατανοήσουμε: ο Κύριος διδάσκει με τα πάντα, κυνηγώντας μας για τη σωτηρία μας – τίποτε δεν είναι τυχαίο και στη δική μας ζωή, την τόσο πολύτιμη όμως για τον Πατέρα και Δημιουργό μας. Ο άγιος Ισίδωρος μας έδωσε μικρή αφορμή να θυμηθούμε και την απειρία της αγάπης Του αλλά και την εφευρετικότητά Της που εκτείνεται μέχρι και της ελάχιστης λεπτομέρειας!  

Ο ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ, Ο ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο μέγας Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας Φώτιος (9ος αι.), ο ομολογητής της πίστεως και ισαπόστολος, έζησε στους χρόνους των βασιλέων Μιχαήλ υιού Θεοφίλου, Βασιλείου του Μακεδόνα και Λέοντος του υιού αυτού. Επίγεια πατρίδα του ήταν η βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, με καταγωγή από ευσεβή και επιφανή οικογένεια, ενώ ουράνια η άνω Ιερουσαλήμ. Πριν από την είσοδό του στην ιερωσύνη διέπρεψε σε μεγάλα αξιώματα, όντας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, και ζώντας πάντοτε ενάρετη και θεοφιλή ζωή ανέλαβε έπειτα ως Πατριάρχης και την καθοδήγηση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλως. Τούτο δε έγινε ως εξής: Όταν ο άγιος Ιγνάτιος καταβιβάστηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο διά της βίας του αυτοκράτορα, ο θρόνος που έμεινε κενός έπρεπε να πληρωθεί, οπότε ο βασιλιάς στράφηκε προς αυτόν και τον εξανάγκασε να διαδεχτεί κανονικά τον ιερό Ιγνάτιο. Εκάρη λοιπόν μοναχός πρώτα και διήλθε έπειτα «αθρόον» όλες τις βαθμίδες της ιερωσύνης.

Αγωνίστηκε ως Πατριάρχης πολύ υπέρ της ορθοδόξου πίστεως κατά των Μανιχαίων και των Εικονομάχων και άλλων αιρετικών, προπάντων όμως κατά της τότε για πρώτη φορά αναφανείσας παπικής αιρέσεως, αρχηγός της οποίας ήταν ο πατέρας του Λατινικού σχίσματος πάπας Νικόλαος. Τον Νικόλαο αυτόν αφού τον έλεγξε για τις αιρετικές του απόψεις με αποδείξεις από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες και τον έκρινε συνοδικά, τον θεώρησε εκτός της Εκκλησίας και τον παρέπεμψε στο ανάθεμα. Για τις ενέργειές του αυτές βεβαίως υπέστη από τους θιασώτες του παπισμού πολλούς διωγμούς και κινδύνους, πολλές επιθέσεις και εις βάρος του κακώσεις, τις οποίες όλες τις αντιμετώπισε με χριστομίμητο τρόπο, αυτός που διακρινόταν για την καρτεροψυχία και την υπομονή του και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του – πράγματα γνωστά για όποιον μελετά την εκκλησιαστική ιστορία.

Εκείνο όμως που είναι αναγκαίο να θυμίσει κανείς είναι ότι ο μακάριος Φώτιος που ιερουργούσε το Ευαγγέλιο ως άλλος απόστολος Παύλος, μετέστρεψε στην πίστη του Χριστού όλο το έθνος των Βουλγάρων με τον βασιλιά τους, αφού τους κατήχησε και τους βάπτισε, όπως επίσης αναγέννησε και επέστρεψε στην Καθολική του Χριστού Εκκλησία, με τους πλήρεις χάριτος και σοφίας και αληθείας λόγους του, πολλούς διαφορετικούς αιρετικούς, Αρμενίους, Εικονομάχους και άλλους ετεροδόξους. Όταν μάλιστα με τη σταθερότητα του φρονήματός του κατέπληξε τον βασιλοκτόνο και αγνώμονα Βασίλειο τον αυτοκράτορα και ξερίζωσε τα ζιζάνια κάθε ετεροδιδασκαλίας με τον ένθερμο ζήλο του, τότε αναφάνηκε όσο κανείς άλλος γνήσιος συνεχιστής των αποστόλων και γεμάτος από την πνευματέμφορη διδασκαλία τους.

Έτσι λοιπόν αφού ποίμανε όσια και ευαγγελικά την Εκκλησία του Χριστού και δύο φορές ανέβηκε χωρίς τη θέλησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο κι επίσης δύο φορές εξορίστηκε με τυραννική βία από αυτόν, κι αφού άφησε στην Εκκλησία και στον λαό του Θεού πολλά και διάφορα συγγράμματα, άριστα και σοφότατα, τέτοια που κάθε εποχή πράγματι μπορεί να θαυμάσει, κι αφού όπως είπαμε υπέφερε πολλά για τους αγώνες του υπέρ της αληθείας και της δικαιοσύνης, στο τέλος εξεδήμησε προς τον Κύριο ο πολύαθλος, εξόριστος στη Μονή των Αρμενιανών, όπως ο θείος Χρυσόστομος στα Κόμανα. Το δε ιερό και πάντιμο σώμα του εναποτέθηκε στη Μονή που λεγόταν Ερημία ή Ηρεμία. Και από παλαιά μεν τελείτο η αγιότατη σύναξή του στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου που βρισκόταν στη Μονή που είπαμε, τώρα όμως τελείται στην ιερά και Πατριαρχική Μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου είναι και η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας».

Και μόνον το γεγονός ότι ο άγιος Φώτιος είχε προπάτορες αγίους γονείς που μαρτύρησαν για την πίστη τους, είχε τεράστια κοσμική μόρφωση κυρίως στους τομείς της ελληνικής φιλολογίας, της ρητορικής και της ιατρικής, και χαρακτηρίστηκε από την Εκκλησία και την Ιστορία ως Μέγας, Ομολογητής και Ισαπόστολος λόγω της αγίας βιοτής του και του τεράστιου ιεραποστολικού έργου του, φανερώνει το πνευματικό ύψος και μέγεθός του, τέτοιο που παραβάλλεται με τους αγίους τρεις Ιεράρχες, Βασίλειο τον Μέγα, τον Θεολόγο Γρηγόριο και τον ιερό Χρυσόστομο. Πράγματι, σπάνια στην Ιστορία, την εκκλησιαστική αλλά και τη θύραθεν λεγόμενη, να βρει κανείς τέτοιες προσωπικότητες που μέχρι σήμερα θεωρούνται αξιοζήλευτες και τόσο πνευματικά απαστράπτουσες, γι’ αυτό και είναι επόμενο ιδίως η υμνολογία της Εκκλησίας μας να χρησιμοποιεί όλες τις εικόνες και τα σχήματα λόγου που υπάρχουν προκειμένου να καλλιτεχνήσουν το «άγαλμά» του και την πληθώρα των αρετών του.

Θα αρκεστούμε όμως σε ένα μόνο ύμνο από την ακολουθία του, που νομίζουμε πως έστω και σκιωδώς μάς δίνει μικρή εικόνα της φωτεινής, όπως δηλώνει και το όνομά του, ζωής του.

«Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί, τὸν Ἱεράρχην καὶ φίλον Κυρίου, Φώτιον τὸν πανθαύμαστον, εὐσεβῶς ἀνευφημήσωμεν· οὗτος γὰρ ἀποστολικῆς διδασκαλίας γενόμενος ἔμπλεως, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταγώγιον, δι' ἐνάρετου πολιτείας ἀναδειχθείς, ἐκ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας διὰ δογμάτων τοὺς λύκους ἀπήλασε· καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν σαφῶς τρανώσας, στῦλος ἀναδέδεικται, καὶ εὐσεβείας πρόμαχος· διὸ καὶ μετὰ πότμον παριστάμενος ἐγγύτερον τῷ Χριστῷ, ἀδιαλείπτως πρεσβεύει ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Δόξα μ. εσπ.).

(Εμπρός όλοι οι πιστοί, ας υμνολογήσουμε ευσεβώς τον Ιεράρχη και φίλο του Κυρίου, Φώτιο τον πανθαύμαστο. Γιατί αυτός αφού έγινε πλήρης από την αποστολική διδασκαλία και αναδείχτηκε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος με την ενάρετη ζωή του, έδιωξε μακριά τους λύκους αιρετικούς από την Καθολική Εκκλησία με τη διδασκαλία του. Κι αφού διατράνωσε την Ορθόδοξη Πίστη, αναδείχτηκε στύλος και πρόμαχος της ευσέβειας. Γι’  αυτό και μετά την κοίμησή του, ευρισκόμενος πολύ πιο κοντά στον Χριστό από όσο ζούσε, πρεσβεύει αδιαλείπτως υπέρ των ψυχών μας).

Τι κυρίως μας λέει ο υμνογράφος; Πρώτον, ο άγιος Φώτιος υπήρξε και είναι φίλος του Κυρίου Ιησού Χριστού. Δηλαδή έζησε με τέτοιον τρόπο που αναδείχτηκε σε φίλο Του, όπως ο Ίδιος το είχε πει: «Υμείς φίλοί μου εστέ, εάν ποιήτε όσα εντέλλομαι υμίν», είστε φίλοι μου, αν κάνετε στη ζωή σας όσα σας δίνω ως εντολή. Οπότε ο άγιος Φώτιος, όπως και οι άγιοι απόστολοι, απέδειξε  έμπρακτα την αγάπη του προς Εκείνον, γιατί η αγάπη προς τον Κύριο μόνο διά της τηρήσεως των εντολών Του αποδεικνύεται αληθινή και ο Φώτιος τις εντολές του Κυρίου, την πίστη και την αγάπη, «την ενάρετον πολιτείαν», ως κόρην οφθαλμού τηρούσε στη ζωή του.

Γι’ αυτό δεύτερον, αναδείχτηκε σε κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος, αφού αυτή είναι η υπόσχεση του Κυρίου: «όποιος τηρεί τις εντολές μου και δείχνει ότι με αγαπά, θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου και θα έλθουμε σ’ Αυτόν και θα κάνουμε κατοικητήριό μας την ύπαρξή του». Αυτό δεν είναι και κάθε άγιος; Ένα μοναστήρι της αγίας Τριάδος! Προσεγγίζεις τον άγιο και απολαμβάνεις τη φιλοξενία του ίδιου του Θεού. Ο Θεός ενεργεί μέσω αυτού!

 Τρίτον, η χαρισματική και υπέρ φύσιν αυτή πραγματικότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο σε κοινωνία με τους αγίους αποστόλους. Ποτέ κανείς δεν αγιάζει μόνος του! Χωρίς την ένταξη στην Εκκλησία και την εμβάπτιση στο ποτάμι της Παραδόσεως που κατ’ ανάγκην περνά από τους αγίους αποστόλους, τους θεμελίους της πίστεως, κανείς δεν μπορεί να είναι χριστιανός, πολύ περισσότερο άγιος! Μας το δηλώνει με τον σαφέστερο τρόπο και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Α΄ καθολική του επιστολή ήδη από την αρχή: «η κοινωνία σας μαζί με μας τους αποστόλους είναι κοινωνία και με τον Ιησού Χριστό». Κι αυτό γιατί ο Κύριος έτσι θέλησε να «οργανώσει» τα πράγματα: είμαστε μαζί Του όταν είμαστε μαζί με τους άλλους τους φίλους και δικούς Του, πρώτιστα και εξαιρέτως τους αγίους μαθητές και αποστόλους Του! Αυτό δεν υμνολογεί λοιπόν και ο ύμνος; Ο άγιος Φώτιος έγινε  «έμπλεως αποστολικής διδασκαλίας». Γι’ αυτό και γέμισε Πνεύμα άγιο, γι’ αυτό και έγινε και είναι φίλος του Χριστού.   

Τέταρτον, μία τέτοια ζωή αγιοπνευματική έκανε τον Φώτιο αφενός στύλο και μπροστάρη της ορθόδοξης πίστεως, γιατί δεν μπορεί αυτός που ακολουθεί το Φως του Χριστού να μην αναδεικνύεται δεύτερο φως κατά τον λόγο του Ίδιου και πάλι: «όποιος με ακολουθεί δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι αλλά θα έχει το φως της ζωής» και «εσείς είστε το φως του κόσμου˙ δεν μπορεί μία πόλη που είναι πάνω σε βουνό να μένει κρυμμένη», πολύ περισσότερο όταν ο φωτισμένος αυτός άνθρωπος έχει τέτοιο διευρυμένο νου που μπορεί να εκφράσει και με λόγο  την εμπειρία του Θεού που ζει, συνεπώς να βοηθήσει τους πιστούς στη διαφύλαξη της αλήθειας όταν αυτή σκοτίζεται από τους αρνητές της˙ αφετέρου με όπλο την αλήθεια που είναι το φως του Χριστού να ελέγξει τους ανθρώπους του σκότους, τους αιρετικούς που επιπίπτουν ως λύκοι προκειμένου να κατασπαράξουν το ποίμνιο της Εκκλησίας. Λοιπόν, ο άγιος Φώτιος εκλέχτηκε από τον Χριστό παιδιόθεν ώστε να είναι και να κινείται ως όργανο του Κυρίου, προς έκφραση της αλήθειας και καταδίκη της κάθε αιρέσεως, ιδίως της νεοφανούς της εποχής του με την παπική εκτροπή και ως προς τις παράλογες διαθέσεις του, πρωτείου στην Εκκλησία, και ως προς τις απαράδεκτες επεμβάσεις στο ίδιο το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως – ένα Σύμβολο που αποτελεί πράγματι κριτήριο στην πίστη μας απαρχής και έως το τέλος των καιρών.

Πέμπτον, ο άγιος Φώτιος όχι μόνο στην εποχή του αλλά και στη δική μας και σε κάθε εποχή, στέκει ακοίμητος φύλακας της πίστεως, ζώντας μέσα στο Φως της τρισήλιας θεότητας ο ίδιος, αλλά και ευχόμενος «αδιαλείπτως» και για τη σωτηρία των ψυχών μας. Είμαστε βέβαιοι και αυτό συνιστά και την παρηγοριά μας, γιατί αυτή είναι η εμπειρία της Εκκλησίας και όλων των αγίων: η παρρησία του αγίου και μεγάλου Φωτίου ενώπιον του Κυρίου είναι πολύ μεγάλη, που σημαίνει ότι Τον «επηρεάζει» θετικά ώστε να είναι πάντοτε «ίλεως» σε κάθε κυρίως αδυναμία και εκτροπή μας από το άγιο θέλημά Του.