08 Φεβρουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Σύ δέ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καί ἐπιστώθης» (Β´ Τιμ. 3, 14)

῾Η προβολή ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο στόν μαθητή καί συνεργάτη του Τιμόθεο τῆς ἐν δοκιμασίαις καί θλίψεσι προσωπικῆς του ζωῆς χάριν τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί προτροπή του νά παραμένει αὐτός σέ ,τι ἔμαθε καί βεβαιώθηκε προσωπικά ἀπό τόν ἴδιο καί ἀπό τήν ῾Αγία Γραφή προκειμένου νά ἐπιτύχει τή σωτηρία του τήν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο τοῦ μικροῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος πού ᾽Εκκλησία μας ἔχει θέσει κατά τήν ἔναρξη τοῦ εὐλογημένου Τριωδίου, τό ὁποῖο θά ἐκβάλει στό Πάθος καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου. Κι αὐτό γιατί σέ κάθε ἐποχή, πολύ περισσότερο στή δική μας, ἡ μόνη σωτήρια ὁδός σ᾽ ἕναν κόσμο διαρκῶς μεταβαλλόμενο καί ἀδιάκοπα πορευόμενο ἀπό τό κακό στό χειρότερο εἶναι νά μένουμε κι ἐμεῖς σταθεροί στήν παράδοση τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων ᾽Αποστόλων, πού σημαίνει νά μένουμε πιστοί σέ ὅ,τι ἡ ᾽Εκκλησία μας ζεῖ καί διδάσκει μέ ὅλη τή ζωή της. ῾Σύ δέ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καί ἐπιστώθης᾽: σύ δέ μένε ἀκλόνητος σ᾽ ἐκεῖνα πού ἔμαθες καί βεβαιώθηκες γιά τήν ἀλήθεια τους ἀπό τήν προσωπική σου πεῖρα.

1. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἀπόλυτα ρεαλιστής. Καταγράφοντας τήν πορεία τοῦ ἴδιου, ὅπως καί κάθε ἄλλου χριστιανοῦ στόν κόσμο τοῦτο, ἐπισημαίνει ὅτι τό τίμημα γιά τή χριστιανοσύνη ἑνός πιστοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ διωγμοί καί τά παθήματα πού θά ὑποστεῖ χάριν ἀκριβῶς τῆς πίστεώς του. ῾Οἵους διωγμούς ὑπήνεγκα᾽ (τί φοβερούς διωγμούς ὑπέφερα), θά πεῖ μεταξύ ἄλλων, γιά νά γενικεύσει: ῾Καί πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται᾽ (Κι ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζήσουν μέ εὐσέβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς). Ζητᾶς νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό; - εἶναι σά νά λέει στόν Τιμόθεο. ῾Ετοιμάσου νά βρεῖς τόν κόσμο ἐνάντιο σέ σένα. Θά σέ ἀπορρίψει καί θά σέ καταδιώξει. Κι αὐτό γιατί; Διότι ἀκολουθεῖς ᾽Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος ῾εἰς τά ἴδια ἦλθε καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον᾽. Κι ὄχι μόνον δέν Τόν ἀποδέχτηκαν, ἀλλά καί Τόν πολέμησαν καί Τόν σταύρωσαν καί Τόν θανάτωσαν. ῾῏Ην γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα᾽, κατά συνέπεια δέν ἄντεχαν τό φῶς Του πού ἀπεκάλυπτε τή σκοτεινιά τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων τους. ῎Ετσι ὅ,τι στάση κράτησε ὁ πεσμένος στήν ἁμαρτία κόσμος ἀπέναντι στόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό ᾽Ιησοῦ Χριστό, τήν ἴδια στάση κρατάει κι ἀπέναντι στούς μαθητές καί ἀκολούθους Του. ῾Ο Κύριος δέν τό ἀπέκρυψε. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν᾽ εἶπε. Καί: ῾διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν᾽.

2. ῎Ετσι ὁ ἀπόστολος στοιχώντας μέ συνέπεια στόν Χριστό προτείνει στόν Τιμόθεο μία ζωή πού ἀποτελεῖ πρόκληση γιά τή λογική τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου, κυριολεκτικά ἀνατροπή ὅλων τῶν ῾σταθερῶν᾽ του, ὁ ὁποῖος ἔχοντας διαγράψει τόν Θεό ἀπό τή ζωή του ἐπιζητεῖ στόν κόσμο τοῦτο τήν ἄνεση, τήν ἀποδοχή ἀπό τούς ἄλλους, τή δύναμη τοῦ πλούτου, τήν κυριαρχία, ὅ,τι δηλαδή συνιστᾶ τήν ἴδια τήν ἁμαρτία καί τήν ὑποδούλωση στόν Πονηρό.  Κι ἀκόμη περισσότερο: ἡ ἁμαρτωλή αὐτή κατάστασή του ἐπιτείνεται χωρίς σταματημό, γιατί ῾πονηροί ἄνθρωποι καί γόητες προκόψουσιν ἐπί τό χεῖρον, πλανῶντες καί πλανώμενοι᾽ (οἱ πονηροί ἄνθρωποι καί οἱ ἀπατεῶνες θά προκόβουν στό χειρότερο, θά ἐξαπατοῦν τούς ἄλλους καί οἱ ἄλλοι θά τούς ἐξαπατοῦν).  Καμμία μεσσιανικότητα ὡς προσδοκία καλλιτέρευσης τοῦ κόσμου ἀπό μόνου του δέν χαρακτηρίζει τά λόγια τοῦ ἀποστόλου. ῾Ο κόσμος θά χειροτερεύει ὁλοένα καί περισσότερο.

῾Ο ἀπόστολος λοιπόν μέ ἀπόλυτη σαφήνεια περιγράφει τόν κόσμο μέσα στόν ὁποῖο πορεύεται ὁ χριστιανός: εἶναι ἕνας κόσμος ὑπό τόν κοσμοκράτορα Διάβολο, μέσα στόν ὁποῖο φαίνεται ὅτι ὁ πιστός δέν ἔχει θέση. ᾽Αλλ᾽ ἐνῶ ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας θά ἐπιθυμεῖ νά ἀφανίσει τούς ἀκολούθους τοῦ Χριστοῦ, δέν θά τά καταφέρνει, γιατί τελικῶς Αὐτός πού προσδιορίζει τά σύμπαντα μέχρι κεραίας εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Παντοδύναμος Θεός. ῾Οἵους διωγμούς ὑπήνεγκα! Καί ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος᾽ (Καί ἀπ᾽ ὅλους τούς διωγμούς πού ὑπέφερα μέ γλύτωσε ὁ Κύριος). Νά λοιπόν ἡ πραγματικότητα τοῦ βάθους τῆς πίστεως, στήν ὁποία προσανατολίζει τή σκέψη τοῦ Τιμοθέου ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ἐκεῖ πού φαίνεται ὅτι ἡττᾶται ὁ πιστός ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ σκότους, ἐκεῖ ἀκριβῶς ἀναδύεται τό φῶς τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στή Σταύρωση καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός φάνηκε ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἀδύναμος καί ἡττημένος. ᾽Αλλ᾽ ἐκεῖ φάνηκε καί ἡ ἀπόλυτη παντοδυναμία Του: ἀναστήθηκε τριήμερος. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον: ἡ πίστις ἡμῶν!᾽

3. Μέ τά παραπάνω δεδομένα κατανοεῖ κανείς τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου στόν μαθητή του: ῾σύ δέ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καί ἐπιστώθης᾽. Δηλαδή μέσα σ᾽ ἕναν κόσμο πού φαίνεται ὅτι κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία καί ὁ Πονηρός, πού οἱ διωγμοί πᾶνε νά ἐξαφανίσουν τούς πιστούς, ἐσύ, Τιμόθεε, (καί κάθε χριστιανέ συνεπῶς), μή παρασυρθεῖς, ἀλλά νά μένεις σταθερός. Σέ τί; Στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ πού διδάχθηκες ἀπό ἐμένα πού γνώρισα ἐμπειρικά τόν Κύριο καί εἶσαι βεβαιωμένος γιά τήν ἀλήθεια τῆς ἐμπειρίας μου αὐτῆς, καί στά ἱερά γράμματα τά δοσμένα ἀπό τόν Θεό, πού ᾽χουν τή δύναμη νά σέ κάνουν σοφό ὥστε νά κερδίσεις τή σωτηρία σου ἐν Χριστῷ. ῎Ετσι ἡ μαρτυρία καί ἡ πρόσκληση τοῦ ἀποστόλου γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς σχέση μέ τόν Χριστό καί ἔνταξη στή Βασιλεία Του εἶναι ἡ πιστότητα στήν παράδοση. Τήν παράδοση πού ἀναφέρεται στίς ῞Αγιες Γραφές καί τή ζωντανή βίωση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ ἀπό τούς πραγματικά πιστούς Του. ῾Αγία Γραφή, ζωή τῶν ἁγίων. ᾽Αλλ᾽ αὐτό δέν εἶναι ἡ ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας; ῾Η ᾽Εκκλησία μας ὡς τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν πορεύεται ἐν Πνεύματι πάνω στό θεμέλιο τῆς κεφαλῆς της ὅπως τοῦτο καταγράφεται ἀπό τήν ῾Αγία Γραφή κι ὅπως ἐξαγγέλλεται ἀπό ἐκείνους πού κατεξοχήν Τόν ἔζησαν καί Τόν κήρυξαν, τούς ἁγίους ἀποστόλους πρῶτα, τούς ἁγίους Πατέρες  ἔπειτα κι ὅλους τούς ἄλλους ἁγίους;

4. Κι εἶναι εὐνόητο ἑπομένως ὅτι μιλᾶμε γιά μία Παράδοση πού ἔχει τή ζωντάνια τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί τή φανέρωση ἔτσι τοῦ Χριστοῦ ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ σέ κάθε ἐποχή. Μιλᾶμε λοιπόν γιά μία πιστότητα πού ἐνῶ φαίνεται ὅτι στηρίζεται στό παρελθόν, ἐκβάλλει ἀδιάκοπα στό ἑκάστοτε παρόν. Μόνο ἄσχετοι πρός τήν πίστη ἤ ἐλλειμματικοί κατά τόν νοῦ μποροῦν νά ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας συνιστᾶ συντηρητισμό καί στεῖρα προσκόλληση πρός τό παρελθόν. Μόνον ὅσοι ἔχουν διαγράψει ἀπό τή ζωή τους τόν Χριστό καί ἡ ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας τούς εἶναι ἐντελῶς ξένη μποροῦν νά ὑποστηρίζουν τέτοια ἰδεολογήματα, ἀποκυήματα τῆς φαντασίας τους. ᾽Αλλά αὐτοί δυστυχῶς, ὅσο δέν θά μετανοοῦν, θά ἀνήκουν στούς πονηρούς καί τούς γόητες, ῾ὧν ὁ Θεός ἡ κοιλία καί τό τέλος ἡ ἀπώλεια᾽. Γιά τούς πιστούς ὁ Χριστός καί τό σῶμα Του ἡ ᾽Εκκλησία θά εἶναι καί θά παραμένει πάντοτε ἡ μόνη σωτηρία.

Σ᾽ ἕναν κόσμο πού μοιάζει μέ φουσκωμένο ποτάμι καί στό διάβα του παρασύρει τά πάντα ὁδηγώντας τα στό βάραθρο, τό μόνο σταθερό σημεῖο πού μπορεῖ νά κρατήσει τόν ἄνθρωπο γιά νά ζήσει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς Σωτήρα εἶναι ἡ παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας. ῞Ο,τι λέει ὁ ἀπόστολος στόν μαθητή καί συνεργάτη του Τιμόθεο: νά μένει σταθερός σ᾽ ἐκείνου τή διδαχή καί τή ζωή καί στίς ἅγιες Γραφές, τό ἴδιο λέει καί σήμερα. ῎Εχουμε σημεῖο ἀναφορᾶς. ῎Ας τό κρατοῦμε χωρίς ταλαντεύσεις.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 18, 10-14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ ̓ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή· «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά κι ἔκανε τήν ἑξῆς προσευχή σχετικά μέ τόν ἑαυτό του: “Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ’ ὅλα τα εἰσοδήματά μου”. Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω καί δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό. Χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό”. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτός ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι· γιατί ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Τιμ. 3, 10-15)

Τέκνον Τιμόθεεπαρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳτῇ ἀγωγῇτῇ προθέσειτῇ πίστειτῇ μακροθυμίᾳτῇ ἀγάπῃτῇ ὑπομονῇτοῖς διωγμοῖςτοῖς παθήμασινοἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳἐν Ίκονίῳἐν Λύστροιςοἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκακαὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο  ΚύριοςΚαὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρονπλανῶντες καὶ πλανώμενοιΣὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθηςεἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθεςκαὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδαςτὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Παιδί μου Τιμόθεε, ἐσύ συμπορεύτηκες μαζί μου στή διδασκαλία, στόν τρόπο ζωῆς, στούς σκοπούς, στήν πίστη, στή μακροθυμία, στήν ἀγάπη,στήν ὑπομονή, στούς διωγμούς, στά παθήματα σάν αὐτά πού ὑπέμεινα στήν Ἀντιόχεια, στό Ἰκόνιο, στά Λύστρα. Τί διωγμούς ὑπέφερα! Κι ἀπ’ ὅλα μέ γλίτωσε ὁ Κύριος. Κι ὄχι μόνο ἐγώ, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζήσουν μέ εὐσέβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οἱ πονηροί ἄνθρωποι καί οἱ ἀπατεῶνες θά προκόβουν στό χειρότερο· θά ἐξαπατοῦν τούς ἄλλους καί οἱ ἄλλοι θά τούς ἐξαπατοῦν. Ἐσύ ὅμως νά μένεις σ’ αὐτά πού ἔμαθες καί πού γιά τήν ἀξιοπιστία τούς ἔχεις τεκμήρια. Ξέρεις ἀπό ποιόν τά ἔμαθες· καί μή λησμονεῖς ὅτι ἀπό τή βρεφική σου ἡλικία γνωρίζεις τή Γραφή, πού μπορεῖ νά σέ κάνει σοφό ὀδηγώντας σε στή σωτηρία διά τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦ Χριστό.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ

«Ο άγιος Θεόδωρος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου (τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα). Καταγόταν από τα Ευχάϊτα, αλλά κατοικούσε στην Ηράκλεια του Πόντου. Υπερείχε από τους περισσοτέρους ως προς το κάλλος της ψυχής του, το μέγεθος του σώματος και τη δύναμη των λόγων. Όλοι, γι’ αυτό, προσπαθούσαν να αποκτήσουν τη φιλία του. Για τον ίδιο λόγο και ο Λικίνιος ήθελε πάρα πολύ να τον συναντήσει, μολονότι είχε ακούσει  ότι είναι χριστιανός και βδελύσσεται τους λεγόμενους θεούς. Έστειλε λοιπόν από τη Νικομήδεια μερικούς, του ιδίου αξιώματος με τον Θεόδωρο, και τους πρόσταξε να του φέρουν τον μάρτυρα με ευγενικό τρόπο. Όταν αυτοί επέστρεψαν λέγοντας ότι ο μακάριος Θεόδωρος έφερε ως αντίρρηση ότι πρέπει ο βασιλιάς μάλλον να έλθει μαζί με τους μεγαλύτερους από αυτόν θεούς, αμέσως ο βασιλιάς ήλθε στην Ηράκλεια.

Ο άγιος Θεόδωρος, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να συναντήσει τον Λικίνιο μετά από νυκτερινό όραμα που του έστειλε ο Θεός, όταν πληροφορήθηκε ότι ο βασιλιάς πλησιάζει, ανέβηκε σε άλογο, τον συνάντησε και τον τίμησε όπως έπρεπε. Ο βασιλιάς τότε του έδωσε το δεξί του χέρι και χαιρέτισε τον Θεόδωρο πολύ θερμά. Εισήλθε έπειτα στην πόλη κι αφού κάθισε σε υψηλό βήμα, προέτρεπε τον μακάριο Θεόδωρο να προσφέρει στους δικούς του θεούς θυσία. Ο άγιος  ζήτησε να πάρει στο σπίτι του τα αγάλματα των επισημοτέρων θεών, να προσφέρει εκεί πρώτα τις προσευχές του, και έπειτα πάλι δημόσια να προσφέρει στους θεούς αυτούς σπονδές. Ο βασιλιάς συμφώνησε κι έδωσε εντολή  να του δοθούν τα χρυσά και τα αργυρά αγάλματα, ο άγιος τα έλαβε και κατά το μέσο της νύκτας τα συνέτριψε, τα έκανε μικρά κομμάτια και τα έδωσε στους ενδεείς και τους πένητες.

Την επομένη ημέρα, όταν ο Μαξέντιος ο Κομενταρήσιος είπε ότι είδε την κεφαλή της μεγάλης θεάς Αφροδίτης να περιφέρεται από κάποιον πτωχό, ο Λικίνιος διέταξε και αμέσως ο άγιος συνελήφθη από τη φρουρά του Λικινίου. Και πρώτα μεν τον ξέντυσαν, τον κράτησαν τεντωμένο τέσσερις, και τον κτύπησαν με μαστίγια από νεύρα βοδιών: επτακόσιες πληγές στην πλάτη, πενήντα στην κοιλιά, όπως και κτυπήματα με μολύβδινες σφαίρες στον αυχένα. Έπειτα τον χαράκωσαν μέχρι αίματος, τον κατέφλεξαν με λαμπάδες, και έτριψαν με όστρακα τις πρησμένες και καμένες πληγές, οπότε τον έριξαν στη φυλακή, ασφαλίζοντας τα πόδια του σε ξύλινη μέγγενη.

Έμεινε χωρίς φαγητό και νερό στη φυλακή επί επτά ημέρες. Τον έβγαλαν πάλι και κάρφωσαν τα χέρια και τα πόδια του σε σταυρό, κι εκεί του πέρασαν περόνη από το κάτω μέρος του σώματος, που έφθασε μέχρι τα έγκατά του. Γύρω του στέκονταν και παιδιά, που τόξευαν τον άγιο στο πρόσωπο και τα μάτια, ενώ από τις βολές των βελών που κτυπούσαν τα μάτια, έπεσαν κάτω οι κόρες των οφθαλμών του. Άλλοι δε, έκοψαν τα γεννητικά του όργανα, κάνοντας εγκάρσιες τομές σ’ αυτά. Πέρασε τη νύκτα πάνω στο σταυρό και νόμισε ο Λικίνιος ότι είχε ήδη πεθάνει. Αλλά απατήθηκε. Διότι άγγελος Κυρίου τον έλυσε από τα δεσμά και έγινε ολόκληρος υγιής, και έψαλλε και ευλογούσε τον Θεό.

Το ξημέρωμα, απέστειλε ο Λικίνιος να σηκώσουν το σώμα του Μάρτυρα και να το ρίξουν στη θάλασσα. Όταν όμως έφθασαν οι απεσταλμένοι και είδαν τον άγιο να είναι ακόμη ζωντανός και όλος υγιής, πίστεψαν στον Χριστό, άνδρες περίπου ογδόντα πέντε στον αριθμό. Και μετά από αυτούς, άλλοι τριακόσιοι στρατιώτες, στους οποίους ηγείτο ο ανθύπατος Κέστης, που στάλθηκαν για να φονεύσουν τους πρώτους, και αυτοί πίστεψαν στον Χριστό. Όταν είδε ο Λικίνιος την πόλη αναστατωμένη, διέταξε να κοπεί η κεφαλή του αγίου. Στάθηκαν όμως τότε πάμπολλα πλήθη χριστιανών και εμπόδιζαν τους στρατιώτες. Μόλις λοιπόν ο άγιος τους ησύχασε και προσευχήθηκε στον Χριστό, του έκοψαν το κεφάλι και πήρε τέλος ο δρόμος του μαρτυρίου. Μετατέθηκε δε από την Ηράκλεια στα Ευχάϊτα, στο γονικό οίκημά του, καθώς ο μάρτυς είχε δώσει τις κατάλληλες εντολές από πριν στον γραμματέα του Αύγαρο. Ο Αύγαρος, που ήταν μαζί με τον άγιο καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του, έγραψε το μαρτυρολόγιο του αγίου κατά πλάτος, δηλαδή και τις ερωτήσεις που του έθεσαν και τις απαντήσεις που έδωσε και τα ποικίλα είδη των βασανιστηρίων που πέρασε, και τις εκ Θεού φανερώσεις και βοήθειες».

Ο πυρπολημένος από θείο πόθο νους του αγίου Θεοδώρου αποτελεί το κλειδί που ερμηνεύει την καρτερία του στα τόσα βασανιστήρια που υπέστη, όπως βεβαίως και τη δύναμή του να υπερβεί πρώτα όλες τις προσφορές του ίδιου του βασιλιά. Απαιτείται να έχει κάποιος ολοκληρωτικά στραμμένο τον νου του στον Θεό, να φλέγεται από την αγάπη Εκείνου, για να μπορεί να περιφρονεί τη φιλία ενός βασιλιά, και μάλιστα με τέτοιες εξουσίες την εποχή εκείνη, και να καταφρονεί τα μαρτύρια που τσακίζουν το σώμα του ανθρώπου. Κι αυτό είναι το διαρκώς ζητούμενο από την Εκκλησία για τον πιστό άνθρωπο: όχι απλώς να τον περιορίσει με κάποιες εντολές και κανόνες – αυτό αποτελεί εξιουδαϊσμό της πνευματικής της ζωής – αλλά να τον προσανατολίσει στην αγάπη προς τον Θεό, την πρώτη και μεγάλη εντολή που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο. «Με πυρπολημένο τον νου από τον θείο πόθο, με γενναιότητα και μεγάλη τόλμη  προχώρησες στον θάνατο της φωτιάς», σημειώνει σε κάθισμα του όρθρου ο υμνογράφος του αγίου. «Ο πόθος σου προς τον Θεό διέγραψε κάθε εμπαθή σχέση με τα γήινα, παμμακάριστε, δηλαδή και την ηδονή της δόξας, τον πλούτο και την τρυφή, και το περιβόητο ύψος της αναγνώρισης από όλους» (ωδή δ΄ ).

Ο υμνογράφος του αγίου Θεοδώρου Νικόλαος προβάλλει την ομορφιά του και το παράστημά του: ο άγιος Θεόδωρος ήταν «ωραίος νέος, με σπάνια ομορφιά, διακρινόμενος για το κάλλος της ψυχής και του σώματος». Αλλά η ομορφιά του ανθρώπου, κατά τον υμνογράφο, κάτι που βλέπουμε στους αγίους μας σαν τον σημερινό, έγκειται κατεξοχήν στην ομορφιά της ψυχής. «Η ομορφιά των αρετών τον έκανε ωραίο, κυρίως όμως στολιζόταν από τα στίγματα των μαρτύρων» (ωδή γ΄). Πράγματι, για την πίστη μας, η ομορφιά του σώματος είναι ένα αγαθό, το οποίο όμως επειδή είναι φθαρτό δεν έχει πρωτεύουσα σημασία. Έρχονται τα γηρατειά κι αυτό που αποτελεί συνήθως καύχημα για τον έχοντα το αγαθό τούτο, εξαφανίζεται. Χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν πιθανούς τραυματισμούς, αρρώστιες που αλλοιώνουν τον άνθρωπο, ή και τον αφανίζοντα τα πάντα θάνατο. Η αληθινή ομορφιά έγκειται, όπως λέει για τον άγιο ο υμνογράφος, στην απόκτηση των αρετών. Όταν η ανθρώπινη ψυχή ντύνεται τις αρετές, όταν η χάρη του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο, τότε και ο πιο άσχημος εξωτερικά θεωρούμενος άνθρωπος αποκτά μία γλυκύτητα και μία «επιφάνεια» που γοητεύει και μαγνητίζει τους πάντες. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» ακούμε να λέει επ’ αυτού ο λόγος του Θεού. Στον άγιο Θεόδωρο βεβαίως συνυπήρχαν και τα δύο στοιχεία: και το κάλλος του σώματος και το κάλλος της ψυχής. Για τον άγιο όμως η προτεραιότητα ήταν δεδομένη˙ το κάλλος της ψυχής. Και μάλιστα όχι μόνο με τις αρετές, αλλά κυρίως με τα βάσανα που υπέστη. Κι αυτό διότι προφανώς τον έβαζαν στα χνάρια του κατ’ εξοχήν «ωραίου κάλλει παρά πάντας ανθρώπους» Ιησού Χριστού.

Με το μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου όμως έχουμε και ένα είδος  επιβεβαίωσης της αναστάσεως των σωμάτων που θα φέρει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Θέλουμε να πούμε ότι ο Κύριος δίνοντας τη χάρη Του δι’ αγγέλου να αποκαταστήσει το διαμελισμένο από τα βασανιστήρια σώμα του αγίου, να το ξανακάνει υγιές καθ’ ολοκληρίαν όπως ήτανε πριν από την αποτομή της κεφαλής του, μας δίνει με μεγάλη ενάργεια μία εικόνα της εκ νέου δημιουργίας των σωμάτων που θα πραγματοποιήσει. Διότι υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι διερωτώνται: μα πώς τα διαλυμένα σώματα από τον θάνατο ή τα πυρπολημένα από τη φωτιά ή τα φαγωμένα από θηρία θα αναστηθούν; Και η απάντηση βεβαίως είναι απλή: ο Θεός θα προβεί σε μία νέα δημιουργία τους. Αυτός που «εξ ουκ όντων» δημιούργησε τα πάντα, ο Ίδιος και πάλι θα δημιουργήσει τα φθαρμένα και διαλυμένα. Κι εδώ ακριβώς, στο μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου, παίρνουμε μία εικόνα αυτής της μελλοντικής δημιουργίας: με μία απλή ενέργειά Του, και μάλιστα δι’ αγγέλου Του, το σώμα αποκαθίσταται. «Φάνηκες νικητής, ολοκληρωτικά άρτιος, μετά τη σταύρωση και την κάθε άλλη αποκοπή των μελών σου  και  νέκρωση, συ που νίκησες τον κόσμο. Διότι ο Χριστός με το χέρι του αγγέλου σαν αρχηγός της ζωής, σου ξανάδωσε ζωή» (ωδή ε΄).

07 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ (ΣΤΕΙΡΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ)

 

«Αυτός ο όσιος είναι βλάστημα και εντρύφημα της Ελλάδας. Οι πρόγονοί του ήταν από τη νήσο Αίγινα, οι οποίοι μη αντέχοντας τις συνεχείς επιθέσεις των Αγαρηνών μετανάστευσαν και έφτασαν στην κεντρική Ελλάδα, στην οποία και γεννήθηκε ο μακάριος Λουκάς. Αυτός από μικρό παιδί απείχε όχι μόνον από το κρέας, αλλά και από τα αυγά και τα τυριά. Το φαγητό και το πιοτό του ήταν ο κρίθινος άρτος, το νερό και τα όσπρια. Ταλαιπωρώντας το σώμα του με κάθε ασκητική κακοπάθεια και σκληραγωγία, θεωρούσε ευχαρίστησή του να τρέφει τον πεινασμένο και να χαρίζει ενδύματα στον γυμνό, και με αυτά χόρταινε. Γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή δηλαδή πολλές φορές είχε δώσει και το δικό του ένδυμα, γύριζε στην κατοικία του γυμνός. Κι όποτε ανέπεμπε τις προσευχές του στον Θεό, τα πόδια του απομακρύνονταν ένα πήχυ σχεδόν από το έδαφος, και φαίνονταν να μην ακουμπούν στη γη. Όταν μάλιστα ακολούθησε και τον μοναχικό βίο, δεν είναι δυνατόν να πει κανείς πόση εγκράτεια και κακουχία επέδειξε ο μακάριος. Ως μοναχός πέρασε από όλες τις παραλιακές περιοχές και με τα θαύματα που τελέστηκαν από αυτόν έγινε αίτιος σωτηρίας για πολλούς. Ύστερα άφησε τις μετακινήσεις και έμεινε στο χώρο του Μοναστηριού. Επτά έτη αργότερα στον χώρο αυτόν, προείπε το τέλος του σε όλους και έτσι άφησε τη ζωή αυτή».

Η ζωή του οσίου Λουκά του εν Ελλάδι, του γνωστού μας οσίου Λουκά του εν Στειρίω Βοιωτίας, αποτελεί επακριβή έμπρακτο υπομνηματισμό του λόγου του Κυρίου: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα…υπέρ εμέ ούκ εστι μου άξιος». Ο όσιος Λουκάς πράγματι, από πολύ μικρός στην ηλικία, στράφηκε με πόθο αγάπης προς τον Χριστό τέτοιο, που ξεπέρασε τη φυσική αγάπη προς τους γονείς του, και μάλιστα προς τη μητέρα του που τον υπεραγαπούσε. Ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει την ολοσχερή αυτή αγάπη του: «Ολωσδιόλου από τη νεότητά του ακολούθησες τον Κύριο και γι’ αυτό εγκατέλειψες, ένδοξε, τον σύνδεσμό σου με τους γονείς και τη στοργή προς τον κόσμο» (στιχηρό εσπερινού)∙ «Αναπτερώθηκες από τον θερμό έρωτα του Σωτήρος Χριστού και έκανες πέρα το φίλτρο των γονέων για χάρη Του, και έγινες, ω Λουκά, ξένος από όλα τα τερπνά της ζωής, μακάριε» (ωδή γ΄).

Η φυγή του από τον κόσμο λόγω της προς Κύριο αγάπης του ήταν η απαρχή. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας σημειώνουν ότι ο νεαρός Λουκάς αποδύθηκε έπειτα σε μεγάλες ασκήσεις εγκρατείας και ταπείνωσης του σώματος, ώστε να υποτάξει τα άτακτα θελήματα αυτού στον ηγεμόνα νου και να μπορέσει να προσαρμοστεί πλήρως στο θέλημα του Κυρίου, κάτι που βεβαίως σήμαινε αύξηση της αγάπης του και προς Εκείνον και προς τον συνάνθρωπο. «Ο ιερός Λουκάς, Σωτήρα Κύριε, σε πόθησε ολοκληρωτικά και γι’ αυτό στράφηκε με στέρεο τρόπο προς την άσκηση, υπομένοντας καρτερικά θλίψεις, μόχθους, κόπους, για τα οποία βρήκε την ατελεύτητη τρυφή» (ωδή α΄)∙ «Πίεζες το σώμα σου πάντοτε, πάτερ Λουκά, με την εγκράτεια, με τη συνεχή αγρυπνία, με κάθε κακουχία διακριτικά, και κυριάρχησες στις ορμές των εμπαθών ηδονών» (ωδή α΄)∙ «Αναδείχτηκες, μακάριε, υπάκουος σαν δούλος σε κάθε θεία εντολή» (ωδή γ΄).

Θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαιτέρως αυτό που με σοφό τρόπο εξαγγέλλει ο ιερός υμνογράφος: ότι η σκληρή ασκητική του προσπάθεια  ήταν για να παραμένει στις εντολές του Κυρίου, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Διότι αν η όλη ασκητική διαγωγή του χριστιανού δεν κατατείνει προς αυτόν τον σκοπό, την αγάπη δηλαδή, δεν έχει νόημα. Διαστρέφεται και γίνεται φαρισαϊκή ηθική, ευσεβισμός, καύχηση για αρετές χωρίς νόημα, σκλήρυνση της καρδιάς. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος έχει αρετές, όχι όμως Θεό. Λείπει η ταπείνωση ως οριστικό άφημα του εαυτού στον Χριστό. «Πέρασες τη ζωή σου με σωφροσύνη και με καλό τρόπο, φιλοξενώντας αδιάκοπα και ελεώντας τον συνάνθρωπό σου πλούσια και άφθονα» (ωδή ς΄). Είναι ευνόητο λοιπόν για τον άγιο Ιωσήφ να συμπεράνει ότι αυτή η απλότητα και η ταπείνωση και η αγάπη και η πραότητα του οσίου Λουκά τον έχουν κατατάξει στη βασιλεία του Θεού, μαζί με τους αγίους και δικαίους Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ. «Έδειξες, πάτερ, αληθινά απλό και απονήρευτο και ταπεινό, γεμάτο από έλεος προς τους φτωχούς, και φιλόξενο και φιλέρημο, ήσυχο και πράο ήθος. Γι’ αυτό και κατατάχτηκες με τον Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ» (ωδή θ΄).

Ο άγιος Ιωσήφ μας υπενθυμίζει όμως  με δύο ύμνους του μία ενέργεια του Θεού, που φανερώνει πόσο βαθιά φιλόστοργος και φιλάνθρωπος είναι. Είναι ίσως η κορυφαία στιγμή της σύνθεσης του κανόνα του για τον όσιο Λουκά. Περί τίνος πρόκειται; Ο όσιος, είπαμε, από μικρή ηλικία στράφηκε ένθερμα προς τον Χριστό. Έφυγε μάλιστα κρυφά από τους γονείς του και προχώρησε στις πνευματικές ασκήσεις του, ακολουθώντας και τη μοναχική ζωή. Η μητέρα του ιδιαιτέρως πόνεσε πολύ από την κρυφή φυγή του, γι’ αυτό και με δάκρυα και σπαραγμό ψυχής παρακαλούσε τον Κύριο να της φανερώσει το πού βρίσκεται. Κι ο Κύριος ακριβώς κάμφθηκε. Χωρίς να θέλει κάτι τέτοιο ο αγαπημένος του δούλος Λουκάς, Εκείνος της τον φανέρωσε. Έτσι και ο Λουκάς στεφανώθηκε από τον Χριστό για την ολοσχερή αγάπη του προς Αυτόν, την υπερβαίνουσα και το γονεϊκό φίλτρο, και η μητέρα του δέχτηκε τον καρπό της προσευχής της: έμαθε για το παιδί της. Θεωρούμε ότι είναι η κορυφαία στιγμή της ακολουθίας, διότι δείχνει ότι ο Κύριος μπροστά στα καρδιακά αιτήματα του ανθρώπου κάμπτεται. Δεν ξέρουμε, αλλά μας θυμίζει λίγο η υπενθύμιση αυτή του αγίου υμνογράφου αυτό που είναι γνωστό σαν θρύλος από τις επεμβάσεις της Παναγίας: οι απορριπτόμενοι του Παραδείσου, λόγω της «ακρίβειας» του αποστόλου Πέτρου, του κρατούντος τα κλειδιά της Βασιλείας, γίνονταν δεκτοί «παρανόμως» από την Παναγία, η οποία τους εισήγαγε στον Παράδεισο από το πλάι της θύρας με το μαφόρι της.

 «Πληγώθηκες από τον πόθο του Κυρίου και θεώρησες όλα τα ευχάριστα της ζωής ως μηδέν. Τη στέρηση δε της μητέρας σου και την ξενιτεία αγάπησες, και ντύθηκες το μοναχικό ένδυμα, ιερώτατε. Αλλά σε φανερώνει ο Θεός, έστω και παρά τη θέλησή σου, όσιε Λουκά, γιατί κάμφθηκε ο φιλάνθρωπος από τις μητρικές προσευχές» (στιχηρό εσπερινού).  «Τον πόθο της μητέρας σου μη λαμβάνοντας  καθόλου υπόψη και φέρνοντας τον εαυτό σου σε τόπο άσκησης, τον παρέδωσες εκεί κρυφά. Πάλι όμως ο Θεός σε φανερώνει στη μητέρα σου, που θρηνούσε τη στέρησή σου δίκαια, πανάριστε» (κάθισμα του όρθρου).

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΡΚΙΝΟΥΣ: ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΜΨΑΚΟΥ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Τῆς Λαμψάκου ὁ μέγας θαυματουργός, ἀναβάς ἐν τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν, ἀστράπτεις τοῖς πέρασι, τῷ φωτί τῶν ἰάσεων, τούς ζοφώδεις Δαίμονας, σκορπίζων φαιδρότατα, καί ἐλαύνων νόσους, χρησταῖς ἐπικλήσεσιν· ὅθεν καί τῆς πλάνης, τῶν εἰδώλων καθάρας, πᾶσαν τήν Ἑλλήσποντον, καταλάμπεις τοῖς θαύμασιν· Θεοφόρε Παρθένιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τήν ἁγίαν μνήμην σου» (Κάθισμα ὄρθρου).

(Θεοφόρε Παρθένιε, πού εἶσαι ὁ μέγας θαυματουργός τῆς πόλης τῆς Λαμψάκου, ἀφοῦ ἀνέβηκες στό ὕψος τῶν ἀρετῶν, ἀστράφτεις τά πέρατα μέ τό φῶς τῶν ἰάσεων, σκορπίζοντας τούς σκοτεινούς Δαίμονες μέ εὔκολο τρόπο καί διώχνοντας μακριά τίς ἀρρώστιες μέ τίς γεμάτη ἀγάπη προσευχές σου. Γι’ αὐτό, κι ἀφοῦ καθάρισες ὅλη τήν περιοχή τοῦ Ἑλλησπόντου ἀπό τήν πλάνη τῶν εἰδώλων, τήν καταφωτίζεις μέ τά θαύματά σου. Πρέσβευε στόν Χριστό τόν Θεό, νά δωρίσει τήν ἄφεση τῶν πταισμάτων σέ μᾶς πού ἑορτάζουμε μέ πόθο τήν ἁγία μνήμη σου).

Μέγας γιά τήν Ἐκκλησία ἅγιος Παρθένιος, ἐπίσκοπος Λαμψάκου, ὁποῖος ἔζησε ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου κι ἦταν υἱός ἑνός Διακόνου τῆς Ἐκκλησίας στό ὄνομα Χριστόφορος. Γράμματα δέν ἤξερε πολλά, ὅμως ὑπῆρξε μέγας ἀσκητής, τηρώντας μέ ἀκρίβεια ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. ταπείνωσή του ἦταν παροιμιώδης - ἔδινε τά πάντα στούς ἀναγκεμένους ὑπό τό κάλυμμα τοῦ φτωχοῦ ψαρᾶ, γιαὐτό καί Κύριος λόγω τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσέβειάς του τόν χαρίτωσε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, δηλαδή νά βγάζει δαιμόνια, ἀλλά καί νά θεραπεύει κάθε νόσο καί ἀσθένεια. Φρόντισε ὅμως νά μάθει καί γράμματα, ὁπότε ἐπίσκοος Φίλιππος τῆς Μελιτουπόλεως τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο, ἐνῶ στή συνέχεια Ἀχίλλειος Μητροπολίτης Κυζίκου τόν χειροτόνησε ἐπίσκοπο τῆς ΛαμψάκουἌν ὡς λαϊκός ἐπιτελοῦσε πολλά θαύματα, ὡς κληρικός καί μάλιστα ἐπίσκοπος ἔκανε πάμπολλα. Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀρετή του δηλαδή ὄχι μόνον δέν μειώθηκαν ἀπό τά ἀξιώματα πού ἔλαβε, ἀλλά πολλαπλασιάστηκαν, γι’ αὐτό καί ἡ ἐπωνυμία θαυματουργός σφράγισε τήν ὅλη βιοτή καί πορεία του. Γιά παράδειγμα: Θεράπευσε τόν ὀφθαλμό ἑνός ἄνδρα, τόν ὁποῖο τύφλωσε μέ κτύπημα ἕνας ταῦρος· ἐξαφάνισε τόν καρκίνο ἀπό μία γυναίκα μέ μόνη τήν εὐλογία του· νέκρωσε μ’ ἕνα φύσημά του ἕναν λυσσασμένο σκύλο πού ὅρμησε ἐναντίον του· ἀνέστησε ἄνθρωπο πού πέθανε ἀπό πάτημα πάνω του μίας ἅμαξας καί εἶχε διαρραγεῖ ἡ κοιλιά του· ἐξεδίωξε τούς δαίμονας ἀπό πολλούς ἀνθρώπους κ.ο.κ. Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν μία προσφορά στόν συνάνθρωπο, μέχρις ὅτου ἀφοῦ προεῖπε καί τά μέλλοντα νά συμβοῦν ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο. 

Δέν παραξενεύει λοιπόν τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος του στό θαυματουργικό κυρίως χάρισμά του ἐπικεντρώνει τήν προσοχή μας, ἀφοῦ ὅμως τονίζει καί τήν προϋπόθεση ὑπάρξεώς του, ὅπως ἄλλωστε σημειώνεται καί ἀπό τό συναξάρι του: τήν ἄνοδό του στό ὕψος τῶν ἀρετῶν. Ὁ ἅγιος Παρθένιος δηλαδή ὅ,τι θαυμαστό ἔκανε, τό ἔκανε γιατί ἄφησε τόν ἑαυτό του στά χέρια τοῦ Κυρίου του καί ἔγινε δίοδος νά ἐνεργεῖ Ἐκεῖνος μέσω αὐτοῦ. Διότι μιλώντας γιά ἀρετές, τό ἄκρο τῶν ὁποίων ἔφτασε, μιλᾶμε ὄχι γιά κάτι πού ἀποτελεῖ κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἔκφραση καί καρπό τῆς ὑπάρχουσας χάρης τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ὕπαρξη ἑνός ἁγίου. Κι εἶναι πολύ παρήγορο τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Παρθένιος, ὡς ζῶν αἰωνίως μέσα στόν Κύριο, συνεπῶς εὑρισκόμενος διαρκῶς κι αὐτός ἀνάμεσά μας, εἶναι ἕτοιμος νά συνδράμει καί καθέναν ἀπό ἐμᾶς, ἀρκεῖ νά τόν ἐπικαλούμαστε ἐν πίστει καί νά προστρέχουμε σ’ αὐτόν. Ἰδιαιτέρως σήμερα πού τόσος κόσμος ταλαιπωρεῖται ἀπό τόν καρκίνο, ἐκεῖνος ἔχει ἀναλάβει ἔντονη δράση καί βρίσκεται στήν ἡμερήσια διάταξη, ἐνῶ ἐκεῖ πού ὑπάρχουν τά ἅγια λείψανά του, ὅπως γιά παράδειγμα στήν ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μακρυμάλλης στά Ψαχνά Ευβοίας ὅπου φυλάσσεται ἡ κάρα του, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ αἰσθητή ἔντονη παρουσία του.