12 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ

«Ο άγιος Μελέτιος, λόγω της πολύ μεγάλης αρετής του και της καθαρής αγάπης του στον Χριστό, έγινε επιθυμητός από πολλούς τόσο πολύ, ώστε από την πρώτη ημέρα της χειροτονίας του που εισήλθε στην Αντιόχεια, ο κάθε πιστός κινούμενος από πόθο γι’ αυτόν τον καλούσε στην οικία του, πιστεύοντας ότι ο άγιος θα την αγιάσει με την είσοδό του. Δεν συμπλήρωσε τριάντα ημέρες στην πόλη και εκδιώχθηκε από τους εχθρούς της αλήθειας, διότι παρασύρθηκε τότε ο βασιλιάς και βεβαίως  ο Θεός επέτρεψε αυτό. Όταν επανήλθε μετά την παράνομη εκείνη δίωξη, έμεινε περισσότερο από δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Και πάλι ο βασιλιάς με γράμματα τον καλεί όχι κάπου κοντά, αλλά στη Θράκη. Το ίδιο συνέρρευσαν εκεί και άλλοι επίσκοποι από πολλά μέρη, που κλήθηκαν κι αυτοί με βασιλικά γράμματα, επειδή οι Εκκλησίες, που βγήκαν από δοκιμασίες σαν από μακρύ χειμώνα, άρχισαν να ειρηνεύουν και να γαληνεύουν. Τότε δε ο μέγας αυτός Μελέτιος, αφού εγκωμιάστηκε από όλους, άφησε την ψυχή του στα χέρια του Θεού και αναπαύτηκε με ειρήνη σε ξένη γη. Αυτόν τον μακάριο και ο τίμιος Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Νύσσης τον τίμησαν με εγκώμια».

Δύο είναι τα σημεία στα οποία κινείται η εκκλησιαστική υμνογραφία της ημέρας, διά γραφίδος Θεοφάνους του ποιητού: η ορθόδοξη πίστη του αγίου Μελετίου, γεγονός όχι τόσο αυτονόητο για την Αντιόχεια της τότε εποχής (4ος αι.), και η αγιασμένη ζωή του. Ο άγιος Μελέτιος πράγματι, χωρίς να είναι μεγάλος θεολόγος, κατά την εκτίμηση των Πατρολόγων, υπήρξε άνθρωπος που γρήγορα ασπάστηκε το ορθό δόγμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325), έγινε διαπρύσιος κήρυκας της αλήθειας περί της Αγίας Τριάδος  και προετοίμασε το έδαφος για την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381). Το ορθόδοξο αισθητήριό του και ο αγώνας του για την ορθοδοξία κατανοείται σωστά, όταν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι η Αντιόχεια στην εποχή του σπαρασσόταν από εκκλησιαστική πολυαρχία, την οποία προσπάθησαν με μεγάλο αγώνα να ξεπεράσουν αναστήματα εκκλησιαστικά της περιωπής του Μεγάλου Αθανασίου και του Μεγάλου Βασιλείου. Ο άγιος Μελέτιος λοιπόν κήρυσσε ό,τι ο Μ. Αθανάσιος και ο Μ. Βασίλειος είχαν αγωνιστεί να δείξουν στην Εκκλησία – τη γνήσια αποστολική παράδοση – κάτι που ακριβώς σ’ ένα μεγάλο ποσοστό με τους ύμνους δείχνει ο άγιος Θεοφάνης.

«Επειδή έγινες κατά χάρη υιός Θεού, δεν υποβίβασες σε κτίσμα χωρίς φρόνηση τον εκ Θεού Θεό Λόγο, αλλά Τον δόξασες ως συνάναρχο και σύνθρονο με τον Πατέρα, Δημιουργό και Κτίστη όλων των δημιουργημάτων, θεόληπτε» (ωδή γ΄). Ο αγώνας του δηλαδή ήταν και εκείνου κατά των αιρετικών διαστρεβλώσεων του Αρείου και των ομοφρόνων του, οι οποίοι με τις αντιλήψεις τους καταργούσαν ουσιαστικά την αποκάλυψη του Χριστού και τη διδασκαλία των Αποστόλων. «Φωτίστηκες από τη θεία έλλαμψη και θεολόγησες τον από τον άναρχο Πατέρα μονογενή Λόγο, όσιε,  ότι είναι άκτιστος και αιώνιος, γι’ αυτό και έφερες σύγχυση στους συμμάχους και ομόφρονες του Αρείου, με την ενίσχυση της θείας δύναμης» (ωδή α΄).

Και μπορεί βεβαίως να μην ήταν μεγάλος θεολόγος, με την έννοια ότι δεν ήταν από εκείνους που μπορούσαν να δώσουν λύση σε εκκλησιαστικά προβλήματα, όμως, όπως είπαμε, είχε δυνατή αίσθηση του ορθοδόξου φρονήματος, κάτι που το απέκτησε, εκτός από την αγιασμένη ζωή του, και με τη διαρκή ενασχόληση και μελέτη της Αγίας Γραφής. Ο άγιος υμνογράφος μάλιστα, προκειμένου να τονίσει την αγάπη του οσίου για τον λόγο του Θεού, αξιοποιεί το ίδιο το όνομά του: Μελέτιος, (αγαπημένη ενέργεια των υμνογράφων),  χρησιμοποιώντας την εικόνα του πρώτου κιόλας ψαλμού περί του ξύλου που είναι φυτεμένο στις όχθες του ποταμού. «Μελέτησες, μακάριε Ιεράρχα Μελέτιε, τον σωτήριο νόμο του Θεού, όπως έχει γραφεί, και δείχτηκες σαν το ξύλο που βρίσκεται στο νερό της ασκήσεως και φανερώνει με τη χάρη του Θεού τους καρπούς των αρετών» (στιχηρό εσπερινού).

Οι ύμνοι επικεντρώνουν και στην αγιασμένη ζωή του αγίου Μελετίου. Τον παραλληλίζουν μάλιστα με τους αγίους αποστόλους, τον τρόπο ζωής των οποίων προσπάθησε να ακολουθήσει και γι’ αυτό τοποθετήθηκε και στη θέση τους. «Ομοιώθηκες διά των αρετών σου με τους Αποστόλους του Χριστού και έλαβες την αυθεντία και τον θρόνο εκείνων κατά προφανή τρόπο, Μελέτιε πανένδοξε» (ωδή γ΄). Σ’ ένα στιχηρό του εσπερινού όμως η ασκητική ζωή του αγίου καταγράφεται σε όλα σχεδόν τα στάδιά της: «Μάρανες με την εγκράτεια τα σκιρτήματα της σάρκας. Και υπέταξες τα πάθη, Μελέτιε, και λάμπρυνες και εύφρανες τον εαυτό σου με τη λαμπρότητα της απάθειας. Και ιερούργησες τον Χριστό με αγνότητα και με καθαρότητα». Ο άγιος Θεοφάνης παίρνει τη ζωή του αγίου Μελετίου ως βάση και αξιωματικά μας λέγει: δεν μπορεί κανείς να ιερουργεί τον Χριστό, να προσφέρει δηλαδή τη ζωή του θυσία σ’ Εκείνον με όλη την ύπαρξή του – μη ξεχνάμε δε ότι ιερείς με τη γενική ιερωσύνη είναι όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα της αγίας Τριάδος και όχι μόνο οι κληρικοί  - παρά μόνον αν αγωνίζεται να φτάσει στην απάθεια ως υπέρβαση των κακών παθών. Κι αυτό επιτυγχάνεται με την εγκράτεια, που αποτελεί γενική αρετή στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας. 

11 Φεβρουαρίου 2025

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΝ... ΒΑΤΡΑΧΟ!

 

«Μερικές φορές καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές, αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, και έναν βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπεπλεγμένες μαζί τους» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄ 37).

Μην τρέφεις αυταπάτες για την ανθρώπινη φύση σου! Το νερό που αντλείς από τις καθάριες, καθώς νομίζεις, πηγές, έχει μέσα και… βατράχια! Μιλάει για σένα και τις υποτιθέμενες αρετές σου: οι αρετές σου πάνε μαζί με τις συνοδευτικές κακίες τους! Την ώρα δηλαδή που ασκείς μία αρετή, ή που πιστεύεις ότι την έχεις κατακτήσει, την ίδια ώρα έχεις εισπράξει και τον αρνητικό συνοδό της! Και κοίταξε την πονηριά του συνοδού! Ενώ είναι «κολλημένος» με την αγαθή κυρία της, ο ίδιος είναι αφανής. Ο άγιος γίνεται σαφής: «με την αρετή της φιλοξενίας συμπλέκεται και η γαστριμαργία∙ με την αγάπη η πορνική διάθεση∙ με την πραότητα  η υπουλότητα και η οκνηρία∙ με τη σιωπή η διδασκαλική υπεροψία∙… με την ταπεινοφροσύνη η παρρησία. Και σ’ όλα αυτά μέσα, το δηλητήριο της κενοδοξίας»!

Δεν φταίει ασφαλώς η ίδια η αρετή! Η αρετή από τη φύση της είναι αγαθή και καλή. Χριστιανικά μάλιστα θεωρούμενη αποτελεί καρπό του Αγίου Πνεύματος. Το πρόβλημα βρίσκεται μέσα σου: στη χαλασμένη φύση σου∙ στις επιρροές της αμαρτίας, η οποία αν και καταργημένη λόγω της σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας και του αγίου βαπτίσματός σου, εξακολουθεί να σε ταλανίζει, γιατί πολύ συχνά είσαι αμελής και ξεχνάς τη χάρη που σου δόθηκε. Οπότε, μια και δεν βρίσκεσαι στο ύψος του χαρίσματος να λειτουργείς απολύτως ως μέλος Χριστού, η στρεβλή διάθεσή σου χαλάει και την… αρετή. Καλύτερα, αφήνει χώρο στην κακία να αμαυρώνει την έκπαγλη ομορφιά της!

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επισημάνει την πραγματικότητα αυτή, χωρίς όμως να υποψιαστούν αυτό που θα επακολουθούσε: τη δυνατότητα υπέρβασης της τραγικότητας του ανθρώπου λόγω του ερχομού του ενανθρωπήσαντος Θεού μας! Και τι έλεγαν; «Ουδέν καλόν αμιγές κακού». Όπως και το αντίστροφο. Δηλαδή τίποτε δεν υπάρχει απολύτως καλό, όπως η αρετή για παράδειγμα, χωρίς τη μίξη του με το κακό. Το καλό συνοδεύεται πάντοτε και με το κακό!

Αλλά είμαστε μετά Χριστόν! Που σημαίνει ότι με τη χάρη Του μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, μπορεί κανείς να κάνει την υπέρβαση: να καλλιεργεί δηλαδή τις αρετές, χωρίς όμως να υπηρετεί και την «παρέα» τους, τις κακίες. Πώς; Ζώντας διαρκώς με νήψη και επαγρύπνηση: ο νους ως άγρυπνος φρουρός να ελέγχει τους όποιους λογισμούς και τις όποιες διαθέσεις της ψυχής. Και κυρίως με ταπείνωση. Γιατί τότε αναλαμβάνει δράση η χάρη του Θεού, η οποία ενεργεί ως προστατευτικό δίχτυ και συλλαμβάνει κάθε… βατράχι. Γιατί λένε οι άγιοί μας ότι στην περίπτωση αυτή ο χριστιανός έχει γίνει «όλος μάτια»;

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΛΑΣΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΛΑΣΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Βλάσιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικινίου (αρχές 4ου μ.Χ. αι.), ήταν επίσκοπος Σεβαστείας και κατοικούσε σε κάποιο από τα σπήλαια του Αργαίου όρους. Σ’ αυτό το όρος τα άγρια ζώα εξημερώνονταν με την ευλογία του Αγίου και φαίνονταν ήσυχα. Επειδή ήταν έμπειρος και της ιατρικής επιστήμης, επιτελούσε πολλές ιάσεις, έχοντας λάβει από τον Κύριο και την ενέργεια των θαυμάτων. Συνελήφθη όμως και οδηγήθηκε προς τον ηγεμόνα Αγρικόλαο. Ομολόγησε το όνομα του Χριστού και γι’ αυτό ο ηγεμόνας διέταξε να τον κτυπήσουν με ράβδους, να τον αναρτήσουν σε σταυρό και να τον χαρακώσουν με σιδερένια νύχια. Έπειτα, όταν τον οδηγούσαν στη φυλακή, τον ακολούθησαν επτά γυναίκες, των οποίων έκοψαν και τα κεφάλια, γιατί και αυτές ομολόγησαν ότι ο Χριστός είναι Θεός. Ο δε άγιος Βλάσιος, αφού τον έριξαν και στον βυθό της λίμνης, χωρίς να πάθει απολύτως τίποτε,  στη συνέχεια του έκοψαν το κεφάλι, μαζί και με δύο βρέφη που βρίσκονταν στη φυλακή. Λέγεται ότι αυτός ήταν ο επίτροπος της διάταξης του μεγαλομάρτυρα Ευστρατίου, κατά τον καιρό του μαρτυρίου αυτού, όπως έχει βρεθεί να στέκεται εικονισμένος ο άγιος Βλάσιος και σε ένα παλαιό ύφασμα ανάμεσα στους πέντε αγίους μάρτυρες, πολύ κοντά στον άγιο Ευστράτιο, και να δέχεται από το χέρι του τον τόμο της διάταξης. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο Μαρτύριό του, που βρίσκεται πλησίον του αγίου Αποστόλου Φιλίππου, στα του Μιλτιάδου».

Ο άγιος Βλάσιος θεωρείται διπλός προστάτης των ανθρώπων: και για τις παθήσεις του λαιμού και για την αποφυγή των επιθέσεων των αγρίων ζώων, ειδικά των λύκων και των τσακαλιών. Από το συναξάρι του υπάρχει εύκολα η εξήγηση: υπήρξε ιατρός, και μάλιστα έφυγε μαρτυρικά με αποτομή της κεφαλής του∙ ο ίδιος στο όρος που ζούσε εξημέρωνε τα άγρια ζώα. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σημειώνει ως προς το πρώτο, από τους  στίχους του συναξαριού του: «Αποκόπηκε με ξίφος ο λαιμός του Βλασίου, κι έτσι θεραπεύει τις ασθένειες αυτών που πονούν στα λαιμά τους»[1]. Και ως προς το δεύτερο, από στιχηρό του εσπερινού: «Ως εκείνον που φροντίζει τους πάντες σε υμνούμε, Βλάσιε, και τους ανθρώπους και τα ζώα που έπασχαν»[2]. Τα καταγεγραμμένα θαύματα του αγίου από την «ειδικότητά» του αυτή είναι πάμπολλα[3]. Ήδη αναφέρεται ότι πορευόμενος προς το μαρτύριο θεράπευσε με το άγγιγμα του χεριού του ένα παιδάκι που είχε μείνει άφωνο και κινδύνευε να πεθάνει από ασφυξία, γιατί είχε καρφωθεί στο λαιμό του ένα ψαροκόκαλο. Και αυτό συνήργησε στο να θεωρηθεί ο προστάτης των παθήσεων του λαιμού. Η δε λαογραφία της πατρίδας μας αναφέρει πολλές διηγήσεις και έθιμα που ακριβώς προβάλλουν την προστασία του αγίου από τα άγρια ζώα[4].

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος όμως δεν ενδιαφέρεται πρώτιστα για τα παραπάνω. Εκείνο που τονίζει είναι η κατά Χριστόν πολιτεία του αγίου, το γεγονός δηλαδή ότι υπήρξε ένθεος ιεράρχης με μεγάλη δραστηριότητα και ότι μαρτύρησε χάριν της πίστεώς του στον Χριστό. Αιτία γι’ αυτό ήταν ότι προσπάθησε να ζήσει αυτό που αδιάκοπα μελετούσε στις άγιες Γραφές, και ιδίως το του αποστόλου Παύλου: «εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος»[5], για μένα ζωή σημαίνει Χριστός και ο θάνατος μού είναι κέρδος. Πράγματι, ο Χριστός ήταν το κέντρο της ύπαρξής του που το απέδειξε και με το μαρτύριό του. Σ’ ένα από τα στιχηρά του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός ήταν η ζωή σου, παμμακάριε, και ο θάνατος αληθινά δείχτηκε κέρδος με την πίστη σου, σύμφωνα με τον μέγα Παύλο, Βλάσιε θεόφρον, επειδή για χάρη Του με μεγάλη προθυμία πέθανες»[6].

Ζώντας λοιπόν τον Χριστό ο άγιος φωτιζόταν ολόκληρος με το φως Εκείνου, γι’ αυτό και το φως αυτό σκορπούσε παντού: και με τις αστραπές του κηρύγματός του και με τη λαμπρότητα των θαυμάτων του και με το φέγγος του μαρτυρίου του. Για τον υμνογράφο δηλαδή ο άγιος Βλάσιος θεωρείται ένα είδος πνευματικού ήλιου, κοντά στον οποίο τα πάντα έλαμπαν. «Μείωσες τη νύκτα της αθεΐας – σημειώνει – με τις αστραπές του ιερού κηρύγματος, ήλιε, και φάνηκες να κοσμείσαι με τις λαμπρότητες των θαυμάτων και με το φέγγος του μαρτυρίου και γι’ αυτό καταφωτίζεις όλην τη δημιουργία»[7] (ωδή α΄).

Κι αυτό το φως Χριστού που τον διακατείχε, κυρίως την καρδιά του και έπειτα και όλη την ύπαρξή του, ήταν εκείνο που έκανε τον άγιο να ξεπερνά όλα τα εμπόδια που έσπερνε ο πονηρός διάβολος στην πορεία του. Για τον άγιο υμνογράφο το πράγμα είναι σαφές: ο πονηρός πάντα βάζει και θα βάζει εμπόδια στον άνθρωπο, και μάλιστα τον πιστό που θέλει να ακολουθεί με συνέπεια τον Κύριο. Ο πιστός όμως μπορεί και πάντα θα μπορεί να ξεπερνά τα εμπόδια με ένα και μόνον τρόπο: όταν είναι συνδεδεμένος με την πηγή της δύναμης και του φωτός, τον ίδιο τον Κύριο, που σημαίνει ότι αγωνιζόμενος τον δρόμο της καθάρσεως της καρδιάς του από τα πάθη, βλέπει την παρουσία Του μέσα του. «Απόκτησες καρδιά γεμάτη από θείο φωτισμό, γι’ αυτό και εύκολα ξεπέρασες τα εμπόδια της πλάνης, υποσκελίζοντας τις επιθέσεις των εχθρών, σοφέ, με την παρουσία σου»[8] (ωδή ζ΄). Θυμίζει αυτό που διαβάζουμε στο Γεροντικό για τον μέγα άγιο Αντώνιο, ο οποίος έλεγε: «Είδα απλωμένες τις παγίδες του διαβόλου στη γη και στέναξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις διαβεί χωρίς να πέσει σ’ αυτές; Κι άκουσα φωνή που έλεγε: Μόνον ο ταπεινόφρων». Ο ταπεινόφρων είναι ο κεκαθαρμένος και φωτισμένος άνθρωπος, που γίνεται πανίσχυρος λόγω του Χριστού.  Η Εκκλησία μας διαλαλεί την αλήθεια αυτή πάντοτε, σήμερα δε και με την προβολή του αγίου ιερομάρτυρα Βλασίου.


[1] «Λαιμόν Βλάσιος εκκοπείς διά ξίφους, αλγούσι λαιμοίς ρευμάτων είργει βλάβας».

[2] «Ως προμηθέα σε πάντων υμνούμεν, Βλάσιε, και λογικών θρεμμάτων και αλόγων πασχόντων».

[3] Ένα από τα πιο ωραία τροπάρια πάνω στην αλήθεια αυτή καταγράφει ο υμνογράφος στην ωδή ε΄: «Ενθέω πεποιθήσει, προσευχών σου μάστιξι θήρα, Πάτερ, συνώθησας αποβαλέσθαι την θήραν, ην αδίκως συνέσχε, πιστού γυναίου πληρών, συμπαθεστάτη καρδία, την αίτησιν, Βλάσιε» (Με βαθειά πίστη Θεού, με τη μάστιγα των προσευχών σου, Πάτερ Βλάσιε, εξανάγκασες ένα άγριο ζώο να αφήσει το θήραμά του που το άρπαξε άδικα, εκπληρώνοντας έτσι λόγω της συμπαθέστατης καρδιάς σου το αίτημα μιας πιστής γυναίκας).

[4] «Ο άγιος Βλάσιος, όταν ξέσπασε ο απηνής διωγμός του Λικινίου (308- 323), αρχικά εγκατέλειψε τον επισκοπικό θρόνο και εγκαταστάθηκε στο όρος Αργαίο, στην περιοχή της Καππαδοκίας, μέσα σε ένα σπήλαιο, ως ασκητής και ερημίτης. Στο σπήλαιο, λοιπόν, αυτό άρχισαν να τον επισκέπτονται διάφορα ζώα, που, όμως, ποτέ δεν τον πείραζαν και με τα οποία ο Άγιος είχε την ικανότητα να έρχεται σε καθημερινή επαφή και επικοινωνία και, όταν αυτά ήταν άρρωστα, ύστερα από προσευχή του στον Κύριο, και να τα θεραπεύει. Ζώντας όπως και ο προπτωτικός άνθρωπος, ο άγιος Βλάσιος έφτασε σε μια τέτοια αγαπητική προς τα ζώα σχέση, που, λέγεται ότι ήταν παρόμοια προς αυτήν του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, που όταν και αυτός τα έβλεπε μπροστά του τους μιλούσε και τα «καλημέριζε». Τα άγρια ζώα σκλαβώνονταν από την πραότητα και την ταπείνωση του Αγίου, ημέρευαν και μεταβάλλονταν σε υποζύγια και κατοικίδια ζώα η, κατά τα λόγια του ιερού Συναξαριστή: «τα άγρια των ζώων εξημερούμενα διά της ευλογίας του Αγίου χειροήθη εφαίνοντο». Λέγεται, μάλιστα, ότι πολλές φορές αν δεν τα ευλογούσε και τα χάιδευε με τα χέρια του δεν απομακρύνονταν από την σπηλιά του.

Αυτός είναι ο λόγος που ο άγιος Βλάσιος θεωρήθηκε διά των αιώνων θεράπων άγιος και των ζώων γενικά και μαζί με τον άγιο Μόδεστο (16 Δεκ.), τον άγιο Μάμα, τον άγιο Μηνά (11 Νοεμβρ.) και τον άγιο Φίλιππο (14 Νοεμβρ.) λατρεύεται από τους βοσκούς και ως ποιμενικός Άγιος, που προστατεύει τα ποίμνια από τα άγρια σαρκοβόρα ζώα, το τσακάλι και τον κατεξοχήν εχθρό τους, τον λύκο. Σε περιοχές, μάλιστα, αγροτικές- όπως η Κρήτη και η Λακωνία- ο άγιος Βλάσιος, ως βουκόλος, με το μοσχαράκι στην αγκαλιά- ένα σύμβολο που τονίζει αυτήν ακριβώς την προστασία του προς τα ζώα και συνάδει με τις ασχολίες των κατοίκων αγροτικών περιοχών- καταλαμβάνει, συχνά, θέση ιδιαίτερα τιμητική μέσα στο ιερό των εκκλησιών» (Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Επίκαιρα θέματα από την Ελληνική Λαογραφία, Λαογραφικά του αγίου Βλασίου, στο: anadromes.blogspot.com).

[5] Φιλ. 1, 21.

[6] «Χριστός το ζην σοι, παμμάκαρ, και το θανείν αληθώς κέρδος εδείχθη πίστει, κατά Παύλον τον μέγαν, Βλάσιε θεόφρον, επεί δι’ αυτόν προθυμότατα τέθνηκας».

[7] «Νύκτα αθεῒας αστραπαίς του ιερού κηρύγματος απομειώσας, φωστήρ, κοσμούμενος εδείχθης θαυμάτων λαμπρότησι, φέγγει τε μαρτυρίου, και την κτίσιν πάσαν καταυγάζεις».

10 Φεβρουαρίου 2025

ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ "ΞΕΣΚΑΡΤΑΡΙΣΜΑ"!

 

 «Ας προσπαθήσουμε να μάθουμε τα θεία με ιδρώτες μάλλον παρά με ξερά λόγια. Διότι στην ώρα του θανάτου θα χρειαστεί να δείξουμε όχι λόγια, αλλά έργα» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄ 26)

Θα έχεις ακούσει για τους αγίους μας ότι «έμαθον τα θεία αφ’ ων έπαθον». Τα θεία δηλαδή, τον Θεό και ό,τι σχετίζεται με την αποκάλυψή Του, τα μαθαίνει κανείς όχι διαβάζοντας βιβλία ή ακούγοντας πιθανόν κάποιες διαλέξεις και ομιλίες γι’ αυτά, αλλά βάζοντας τον εαυτό του πάνω στο άγιο θέλημά Του και τις άγιες εντολές Του. Η γνώση του Θεού έτσι είναι θέμα έργων και ζωής, θέμα συντονισμού του ανθρώπου με ό,τι ο Θεός έχει φανερώσει ως δρόμο Του. Που θα πει: τον Θεό Τον γνωρίζει μόνον όποιος Τον υπακούει ελεύθερα, συνεπώς αγωνίζεται να μεταποιεί αδιάκοπα τα ψεκτά πάθη του σε ένθεα πάθη: τον εγωισμό σε αγάπη Θεού και ανθρώπου. Πάνω σ’ αυτή τη διαδικασία, όπου «δίνει κανείς αίμα και λαμβάνει Πνεύμα», πάσχει τα θεία, συνεπώς του δίνεται η χάρη της παρουσίας του Θεού στη ζωή του, άρα και της γνώσης Αυτού.

Μη ξεχνάς όμως: της χαρισματικής αυτής γνώσης του Θεού προηγείται η χάρη για την ίδια την εργασία των εντολών, δεδομένου ότι «χωρίς τον Χριστό δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Εννοούμε ότι και η ίδια η επιθυμία να είναι κανείς εν Θεώ, η προσπάθεια να μένει εν Αυτώ, δηλαδή να μένει πάνω στα λόγια Του, μέχρι να φτάσει στο σημείο της αισθητής παρουσίας Εκείνου στην ψυχή και στο σώμα του, είναι καρπός της ενέργειας του Θεού. Οπότε «τα σα εκ των σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Γι’ αυτό και βλέπουμε σε όλους τους βίους των αγίων μας ότι το καθοριστικότερο στοιχείο της ζωής τους, εκείνο που κυριολεκτικά σφράγιζε την πορεία τους και ανεδείκνυε τις όποιες αρετές τους, ήταν η ταπείνωση. Γιατί ακριβώς είχαν την παραπάνω επίγνωση: «τι έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών

Το τραγικό στην περίπτωση που κάποιος θέλει να μάθει τα του Θεού «με ξερά λόγια και όχι με τους ιδρώτες της ζωής», πέρα από το ότι δεν πρόκειται τελικώς να γνωρίσει τον Θεό, είναι ότι θα οδηγηθεί σε αλλοιωμένες αντιλήψεις περί Αυτού – το βλέπουμε διαχρονικά σε όλους τους αιρετικούς της πίστης – θα οδηγηθεί σε ένα είδος δαιμονισμού του, γιατί «η (ξερή) γνώσις φυσιοί», κι ακόμη, σε περίπτωση που κάτι μάθει αληθινό, πολύ γρήγορα θα το ξεχάσει. Το σημειώνει με πολλή ενάργεια ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, ο οποίος μάς λέει ότι «εκείνος που είναι ακροατής του λόγου του Θεού χωρίς να τον τηρεί στη ζωή του μοιάζει μ’ εκείνον που κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέπτη, είδε το είδωλό του, κι ευθύς μόλις απομακρύνθηκε, το ξέχασε».

Το τελικό επιχείρημα του οσίου Ιωάννου για την έμπρακτη γνώση του Θεού είναι συντριπτικό: θυμήσου, επισημαίνει, ότι το τελικό «ξεσκαρτάρισμα» της ζωής σου θα γίνει την ώρα του θανάτου. Ο θάνατος δεν «διαλέγεται»: έρχεται και σε παίρνει με την αποσκευή της ζωής σου. Και η αποσκευή είναι τα έργα και όχι ασφαλώς τα λόγια!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Χαραλάμπης έζησε επί της βασιλείας του Σεβήρου, όταν ηγεμόνευε ο Λουκιανός στην πόλη της Μαγνησίας. Επειδή ήταν ιερέας των Χριστιανών και δίδασκε την οδό της αληθείας, οι τύραννοι πρόσταξαν να τον ξεντύσουν από την ιερατική του στολή κι έπειτα να γδάρουν όλο το δέρμα του σώματός του. Καθώς λοιπόν ο ηγεμόνας τον έβλεπε  να υπομένει καρτερικά τα βασανιστήρια, εξοργίστηκε και επιχείρησε να ξέσει τον άγιο με τα δικά του χέρια, οπότε αμέσως αποκόπηκαν τα χέρια του και έμειναν μετέωρα στο σώμα του μάρτυρα. Ο άγιος όμως προσευχήθηκε και τον έκανε υγιή. Όταν είδαν αυτό το θαύμα οι δήμιοι, που ονομάζονταν Πορφύριος και Βάπτος, αρνήθηκαν τα είδωλα και πίστεψαν στον Χριστό. Το ίδιο και τρεις γυναίκες από αυτούς που παρίσταντο εκεί. Όλους αυτούς τους συνέλαβε ο ηγεμόνας και αφού τους καθυπέβαλε σε βασανιστήρια, χωρίς έλεος τους αποκεφάλισε. Διότι αν και θεραπεύτηκε, όμως παρέμεινε στην απιστία».

Ο άγιος Χαραλάμπης, και πιο λαϊκά Χαράλαμπος, θεωρείται, κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας,  καύχημα της Ελλάδας. Της Ελλάδας που φέρει το όνομα του Χριστού∙ που είναι χριστιανική και αναγνωρίζει και τιμά τους αγίους∙ που θεωρεί ως μεγίστη ευλογία και θησαυρό πολύτιμο την ύπαρξη των λειψάνων τους, όπως της κάρας του αγίου ιερομάρτυρα∙ που προστρέχει με πίστη και πόθο στις εκκλησιές για να πανηγυρίσει τη μνήμη τους. «Καυχάται σήμερα όλη η χριστιανική Ελλάδα. Γιατί απέκτησε τη δική σου κάρα σαν κρήνη που αναβλύζει ποταμούς ιαμάτων και αστείρευτο πλούτο και χάρη που δεν αδειάζει ποτέ, και διώχνει νόσους και την πολύφθορη πανώλη από τους ανθρώπους που σε μακαρίζουν» (στιχηρό εσπερινού). «Την πάντιμη κάρα σου η Ελλάδα την απέκτησε ως παντοτινό πλούτο της και πολύτιμο θησαυρό» (στιχηρό της λιτής).

Υπάρχει αυτή η Ελλάδα; Υπάρχουν οι πόλεις της που ευφραίνονται και σκιρτούν από αγαλλίαση για τους αγίους, σαν τον άγιο Χαράλαμπο; («Ευφραίνεσθε εν Κυρίω πόλεις της Ελλάδος και σκιρτήσατε αγαλλώμεναι»). Κανείς δεν γνωρίζει. Μία επιφανειακή κρίση θα έλεγε όχι. Ή τουλάχιστον όχι τόσο,  σε σχέση με αυτό  που φαινόταν πριν και από κάποια χρόνια. Φαίνεται ότι υπάρχει ένας γενικότερος αποχρωματισμός από αυτό που συνιστά θεωρητικά την ταυτότητα του Έλληνα: του ορθόδοξου πιστού που ταυτοχρόνως διακατέχεται από την βαθιά αγάπη και προς την πατρίδα. Τείνουμε σ’ αυτό, αν δεν το έχουμε φτάσει κιόλας, που λέει ο λόγος του Χριστού για το μικρό ποίμνιο -  τους λίγους που πράγματι είναι συνεπείς πιστοί και αγαπούν τον Κύριο και γενικώς τις παραδόσεις του έθνους μας - και το προτρέπει να μη φοβάται. «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον». Αλλά είπαμε, κανείς δεν γνωρίζει. Διότι σε ανάλογο προβληματισμό και του μεγάλου Προφήτη Ηλία, όταν διωκόταν η αληθινή πίστη και κανείς δεν φαινόταν να την ακολουθεί, ο ίδιος άκουσε τον Θεό να του λέει ότι γύρω του, χωρίς εκείνος να το ξέρει, «επτά χιλιάδες Ιουδαίοι δεν είχαν κλίνει το γόνυ στον Βάαλ». Κανείς λοιπόν δεν ξέρει τι σημαίνει χριστιανική Ελλάδα.

Ας επανέλθουμε όμως στον άγιο Χαράλαμπο. Ο υμνογράφος ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού μας δείχνει το μέγεθος της αγιότητάς του και την προσφορά του στην Εκκλησία. «Όλος από τη νεότητά σου – σημειώνει – αφιερώθηκες στον Δεσπότη Χριστό, κι Αυτόν πόθησες βαθιά κι Αυτού τα ίχνη ακολούθησες. Κι αφού καθάρισες την καρδιά σου από κάθε κηλίδα των παθών, γέμισες υπέρμετρα από τη θεία χάρη». Ο άγιος υπήρξε δηλαδή ένα εκτύπωμα του Χριστού˙ Αυτόν αγάπησε και Αυτού τη ζωή φανέρωσε, διά της τηρήσεως των αγίων εντολών Του.  Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε πολύ, για να δούμε ποιος είναι ο άγιος. Άγιος είναι όποιος ζει κατά το θέλημα του Κυρίου, που ζει όπως Εκείνος έζησε. Αλλά ο υμνογράφος γίνεται πιο συγκεκριμένος: το να ζει κανείς όπως ο Χριστός, σημαίνει ότι καθαρίζει την καρδιά του από τα πάθη του και φωτίζεται από τη χάρη του Θεού.

Με άλλα λόγια η πνευματική ασκητική μέθοδος της Εκκλησίας μας είναι το μόνο «αποδεικτικό» στοιχείο ότι πράγματι κανείς ανήκει στον Χριστό, ότι είναι άγιος. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η πνευματική ζωή ακολουθεί τα γνωστά τρία στάδια, όπως φανερώνουν οι άγιοί μας: την κάθαρση, τον φωτισμό, τη θέωση. Πάνω σ’ αυτήν την πορεία κρίνεται η γνησιότητα της αγιότητας κάποιου και όχι από άλλες εξωτερικές επιφανειακές εκδηλώσεις: καλά έργα, δραστηριότητες, οικοδομικές επιχειρήσεις, κοινωνικές προσφορές. Όχι ότι αυτά καταδικάζονται. Δεν μπορούν όμως να αξιολογηθούν θετικά, αν δεν αποτελούν εκδηλώσεις κεκαθαρμένης καρδίας. Και ο άγιος Βασίλειος υπήρξε δραστήριος και οργανωτικός και με έργα Πατέρας, αλλά ήταν βαθύτατα ασκητικός, που είχε τονίσει ότι αν κανείς θέλει να βρει τον Θεό στη ζωή του, πρέπει να απομακρυνθεί από όλη τη διάχυση του νου στα αισθητά πράγματα, να έλθει στον εαυτό του και διά της στροφής του αυτής να συναντήσει τον Θεό.

Ο άγιος Χαράλαμπος λοιπόν υπήρξε συνεπής προς αυτήν την πνευματική οδό της Εκκλησίας, που είναι απαρχής η γνήσια και αποστολική παράδοσή της, δηλαδή του Χριστού η παράδοση. Ο υμνογράφος επιβεβαιώνει τα παραπάνω και με άλλες λέξεις. Επιλέγουμε: «Φωτίστηκε κι έγινε λαμπρή η διάνοιά σου από το θείο Πνεύμα…και έτσι δυνάμωσες την ορθόδοξη πίστη» (στιχηρό της λιτής). Ο φωτισμός από το άγιο Πνεύμα, καρπός της εν χάριτι καθάρσεως της καρδίας, είναι ο μόνος τρόπος να δυναμωθεί η ορθόδοξη πίστη. «Η Ελλάδα έμεινε κατάπληκτη, μάρτυς Χαράλαμπε, από την καθαρότητα του βίου σου και το θαυμαστό μαρτύριό σου» (κάθισμα του όρθρου).  

08 Φεβρουαρίου 2025

ΑΡΧΗ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

«Βάλλει μετανοίας τρεις…»

«Από σήμερα, στον εσπερινό της Κυριακής του Τελώνου και του Φαρισαίου, αρχίζουν να συμψάλλονται οι ύμνοι που περιέχονται στο λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου. Σε μερικούς ναούς πριν την έναρξη του εσπερινού τίθεται κάτω από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο σε ευτρεπισμένο σκαμνί το λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου, όπου προσέρχεται ο πρωτοψάλτης (ο οποίος εκπροσωπεί όλους όσοι υπηρετούν στο αναλόγιο), βάζει μπροστά στην εικόνα τρεις μετάνοιες, ασπάζεται την εικόνα, παίρνει στα χέρια του το Τριώδιο και το ασπάζεται, κάνει πάλι τρεις μικρές μετάνοιες και απέρχεται μαζί με το Τριώδιο στην οικεία του θέση» (Σημείωση Τυπικού ημέρας).

Μία βαθιά συμβολική κίνηση σημειώνεται στο Τυπικό της Εκκλησίας με το ξεκίνημα της περιόδου του Τριωδίου, για να προβληθούν δύο κυρίως πράγματα: πρώτον, η μεγάλη σημασία του λειτουργικού βιβλίου που φέρει την ονομασία «Τριώδιον» - παραλαβή του από τον πρωτοψάλτη μπροστά στην εικόνα του Κυρίου σαν να προσφέρει Εκείνος στον εκπρόσωπο του λαού στις λειτουργικές συνάξεις τα λόγια που απηχούν το Πνεύμα Του και ευαρεστείται ο Ίδιος να ακούει∙ και δεύτερον, η προσκύνηση του εκπροσώπου του λαού (ο ψάλτης είναι εκείνος που για λόγους ευταξίας λέει όσα ο λαός πάντοτε έλεγε),  που φανερώνει ότι ενώπιον του Κυρίου η μόνη ορθή στάση και κίνηση είναι η υπακοή, αυτό που συνιστά φρόνημα και του ίδιου του αρχηγού της πίστεως, καθώς το εξαγγέλλει με ποιητική ένταση ο απόστολος Παύλος: «Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου˙ έγινε άνθρωπος˙ και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού» (Φιλ. 2, 5-8). Κι η υπακοή αυτή μαρτυρείται με τον πιο δυνατό τρόπο όταν ο άνθρωπος πορεύεται κατά τα κελεύσματα των ύμνων του Τριωδίου, δηλαδή προσπαθεί να ζει με μετάνοια ως επίγνωση της αμαρτωλότητάς του και διαρκή επιστροφή προς τον Θεό ελπίζοντας στο άπειρο έλεός Του. Διότι το Τριώδιο ως βιβλίο της Εκκλησίας αλλά και ως περίοδος που χρωματίζεται από το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού τη μετάνοια πρώτιστα προβάλλει και διακηρύσσει.

Από τον εσπερινό της ημέρας λοιπόν ουσιαστικά εισερχόμαστε στην πιο ιερή και κατανυκτική περίοδο όλου του χρόνου, η οποία διαρθρώνεται σε τρία μέρη: το εισαγωγικό μέρος (Κυριακές Τελώνου και Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω και Τυρινής, ήτοι τρεις εβδομάδες), το καθαυτό μέρος, τη Μεγάλη Σαρακοστή (αρχής γενομένης από την Καθαρά Δευτέρα έως το Σάββατο του Λαζάρου) και το τρίτο και τελευταίο που συνιστά και το όλο σκοπό και την αποκορύφωση, τη Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι αυτονόητο βεβαίως ότι από την άποψη αυτή η θεώρηση πολλών, δυστυχώς και χριστιανών, περί του Τριωδίου ως της περιόδου του ξεφαντώματος και του «ξεσαλώματος» κοινώς των ανθρώπων δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα της εκκλησιαστικής περιόδου και ζωής.

Στην κοσμική θεώρηση ο άνθρωπος χάνει τον εαυτό του και νεκρώνεται πνευματικά. Διότι στρέφεται ολοσχερώς προς τον θάνατο που φέρνει το αμαρτωλό φρόνημα – «ψωνίζεις θάνατο με την αμαρτία» λέει ο απόστολος Παύλος. Στην εκκλησιαστική θεώρηση ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του και το μεγαλείο της δημιουργίας του. Διότι εγκύπτει μέσα στην καρδιά του, «τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον», προκειμένου να την καθαρίσει με τη χάρη του Θεού από κάθε τι εμπαθές που αλλοιώνει την αληθινή φύση του. Κι η κάθαρση αυτή έτσι αποτελεί συνέργεια και του Θεού, διότι «μόνο το Πνεύμα του Θεού μπορεί να καθαρίσει τον νου του ανθρώπου» κατά τους αγίους μας, αλλά και του ανθρώπου, διότι χρειάζεται να θελήσει κι αυτός τον Θεό στη ζωή του.

Οπότε, το Τριώδιο αποτελεί την πιο ευλογημένη πρόκληση για τον χριστιανό ώστε να αναδυθεί ο αληθινός εαυτός του, ο κατ’ εικόνα Χριστού δημιουργημένος, μετά μάλιστα το βάπτισμά του στην αγία κολυμβήθρα της Εκκλησίας, και περαιτέρω αυξανόμενος εν Αυτώ «μέχρις ότου φτάσει στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος Εκείνου». Ότι από την άποψη αυτή η περίοδος του Τριωδίου συντελεί με μοναδικό τρόπο στη φανέρωση του χριστιανού ως του ανθρώπου που πολιτεύεται με ταπείνωση και γνήσια αγάπη είναι περιττό και να πούμε. Το Τριώδιο με άλλα λόγια ως ο πυρήνας όλης της εκκλησιαστικής χρονιάς υπάρχει για να «φτιάχνει» αγίους˙ γι’ αυτό και θεωρείται ως το μέτρο που καθημερινά πρέπει να μετράμε τον εαυτό μας. Δεν ευχόταν τυχαία ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης «να ήταν όλη η ζωή του μία Σαρακοστή!» 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

 

«῎Ανθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τό ἱερόν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης» (Λουκ. 18, 9)

Ένας θεωρούμενος άγιος και ένας θεωρούμενος αμαρτωλός βρίσκονται στον ίδιο χώρο του ναού, για να προσευχηθούν. Ο ένας, ο Φαρισαίος, γεμάτος αρετές που επιβεβαιώνονταν στην πράξη, καταδικάζεται: η προσευχή του απορρίπτεται. Ο άλλος, ο Τελώνης, γεμάτος από αμαρτίες και αδικίες, δικαιώνεται: η προσευχή του γίνεται αποδεκτή από τον Θεό. Στην αρχή του Τριωδίου, της ευλογημένης περιόδου που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, η Εκκλησία μας προβάλλει το ανατρεπτικό αυτό σκηνικό. Για να μας θυμίσει ότι ένας είναι ο δρόμος της περπατησιάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο: ο δρόμος της τελωνικής κραυγής: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τι τελικά συμβαίνει;

 1. Και οι δύο, και ο Φαρισαίος και ο τελώνης, επιτελούν κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλό: προσεύχονται. Παγκοσμίως και πανθρησκειακώς, η προσευχή θεωρείται ότι είναι μία από τις ανώτερες ενέργειες της ψυχής του ανθρώπου, αν όχι η ανώτερη, κατεξοχήν δε στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Ο ιουδαιοχριστιανισμός κατανοεί την προσευχή ως καρπό της πρώτης και μεγάλης εντολής του Θεού, της αγάπης προς Εκείνον. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Αναφέρεσαι στον Θεό και διαλέγεσαι με Εκείνον, τον Οποίον καλείσαι να αγαπάς καθ’ ολοκληρίαν, γιατί σε δημιούργησε, σε φροντίζει, σε διακυβερνά, είναι ο τελικός κριτής σου. Με το δεδομένο μάλιστα της «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού» δημιουργίας σου. Κι ακόμη περισσότερο, εκεί που η προσευχή θεωρείται ό,τι πιο φυσικό και αναγκαίο μπορεί να υπάρξει στον άνθρωπο, κατά κυριολεξίαν θέμα ζωής και θανάτου, είναι στη χριστιανική πίστη. Διότι ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε τον άνθρωπο, τον ένωσε με τον Εαυτό Του, τον έκανε μέλος δικό Του, κάτι που ενεργοποιείται στην Εκκλησία με το μυστήριο του βαπτίσματος, του χρίσματος, της εν μετανοία μετοχής στη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι η προσευχή  είναι πιο αναγκαία και από την ίδια την αναπνοή, είναι η ίδια η ζωή του ανθρώπου. «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», σημειώνει συγκεκριμένα, δηλαδή: πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο από το να αναπνέουμε. Ούτε είναι επίσης τυχαίο που ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ορίζει την προσευχή ως «συνουσία του ανθρώπου με τον Θεό».

2. Κι όμως! Αυτό που θεωρείται ανάγκη και ζωή, μπορεί να γίνει οσμή θανάτου, καταστροφή και όνειδος για τον άνθρωπο. Που σημαίνει: μπορεί να προσεύχεσαι και η προσευχή σου να είναι αναποτελεσματική, να γίνεται απορριπτέα, να αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπό Του από αυτήν. Κι αυτό γιατί; Διότι όχι η προσευχή καθ’ εαυτήν, αλλά ο τρόπος που την πραγματοποιεί κανείς είναι το ζητούμενο. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με οτιδήποτε θεωρείται καλό και ενάρετο: όχι το φαίνεσθαι, αλλ’ η ουσία, η «καρδιά» είναι εκείνο που δίνει τον θετικό χρωματισμό. Η ελεημοσύνη για παράδειγμα. Δεν αρκεί να δίνεις στους άλλους. Σημασία έχει με τι καρδιά το δίνεις, γιατί αυτό μετράει και βλέπει ο Θεός. «Άνθρωπος εις πρόσωπον, Θεός εις καρδίαν βλέπει».

3. Γιατί λοιπόν δεν δικαιώθηκε η προσευχή του Φαρισαίου; Πώς αυτό που φαινόταν θεάρεστο κατακρίθηκε;

(1) Διότι ο Φαρισαίος δεν στάθηκε ενώπιον του Θεού, αλλά ενώπιον του εαυτού του - ό,τι συνέβη και με τον εωσφόρο, τον ξεπεσμένο αρχάγγελο. «Σταθείς προς εαυτόν» λέει, και όχι «προς τον Θεόν». Η προσευχή του δηλαδή ήταν μία δοξολογική αναφορά στο είδωλο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του. Τον εαυτό του «λιβάνιζε» με τα λόγια της προσευχής του, έχοντας ως θυμίαμα τις υποτιθέμενες αρετές του. Οι αρετές του Φαρισαίου δεν ήταν ο καρπός της παρουσίας του Θεού στη ζωή του – ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού – αλλά το αποτέλεσμα, καθώς νόμιζε, της δικής του αυτόνομης προσπάθειας: «νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Η καύχησή του λοιπόν ήταν μονόδρομος. Το εγώ του ήταν και ο Θεός του. Ποιος μπορούσε να παραβληθεί μαζί του; Κι ο Θεός ο Ίδιος ήταν υποχρεωμένος να υποκλιθεί στο «μεγαλείο» του. Η Βασιλεία του Θεού ήταν δεδομένη γι’ αυτόν κατάσταση.

(2) Διότι ο Φαρισαίος «προσεύχεται», και από το ύψος των αρετών του, ως «θεός», καταδικάζει και κατακρίνει τον κόσμο όλο: «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Για να γίνει πιο συγκεκριμένος: «ή και ως ούτος ο τελώνης». Το βλέμμα του και τα λόγια του, «πύρινη ρομφαία» για τον ταλαίπωρο τελώνη, τον «αμαρτωλό». Πρέπει να ένιωσε μια γεύση στυφάδας στο στόμα του, καθώς τον ανέφερε. Η κατάκρισή του γίνεται εξουδένωση του αμαρτωλού. Ίσως και να απόρησε πώς μπορεί και ζουν τέτοιοι άνθρωποι, που μολύνουν τον κόσμο των «καθαρών» σαν κι αυτόν ανθρώπων, αναπνέοντας τον ίδιο αέρα με αυτούς. Η προσευχή του λοιπόν, γεμάτη υπερηφάνεια και καύχηση για τον εαυτό του, πλήρης αποτροπιασμού και κατάκρισης για τον αμαρτωλό.

4. Γιατί δικαιώθηκε όμως η προσευχή του τελώνη; Πώς η ενέργεια του αντικειμενικά αμαρτωλού κάμπτει τον Θεό και προσφέρει Αυτός πλούσια τη χάρη Του σ’ εκείνον; Διότι ακριβώς στάθηκε ενώπιον του Θεού εν μετανοία. Δηλαδή με επίγνωση των αμαρτιών του, η οποία τον έκανε να νιώθει ταπεινός και μηδαμινός, αλλά και με πίστη στο έλεος και την αγάπη Εκείνου. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η επίγνωση και η πίστη αυτή συνιστούν τις βάσεις της μετανοίας. Στο πρόσωπο του τελώνη της παραβολής ψαύουμε τα αληθινά σημάδια της, τα οποία δείχνουν ποια στάση ανθρώπου αποδέχεται ως στάση δικαίωσης από Εκείνον ο Ίδιος ο Θεός. Κι αυτήν τη στάση τη χαρακτηρίζει ο Κύριος ως ταπείνωση. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».  

Σ’ αυτήν την προσευχητική στάση, εκεί δηλαδή που ο άνθρωπος είναι στραμμένος μόνο στον εαυτό του, θρηνώντας τις αμαρτίες του, δεν υπάρχει ίχνος κατάκρισης για τους άλλους. Το αντίθετο μάλιστα: στρέφοντας τα βέλη της κριτικής του ο τελώνης μόνο προς τον εαυτό του, απαλλάσσει από κάθε καταδίκη τους άλλους, υψώνοντάς τους υπεράνω του εαυτού του. Κι αυτό θα πει: όποιος κοιτά τον εαυτό του και τα δικά του αμαρτήματα, δεν έχει χρόνο για να βλέπει τα σφάλματα των άλλων, καλύτερα: βλέπει τους άλλους ανωτέρους από αυτόν. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών», που λέει κι ο απόστολος Παύλος: με την ταπείνωση να θεωρείτε τους άλλους ότι είναι ανώτεροί σας. Τι άλλο σημαίνει η διπλωμένη στα γόνατα στάση προσευχής του τελώνη, μακριά από τους άλλους – «μακρόθεν εστώς» - και μη τολμώντας ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει επάνω; - «Ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι».

5. Έτσι η προσευχή του, που είναι ο τύπος της δικαιωμένης από τον Θεό προσευχής, έχει το χαρακτηριστικό της ταπείνωσης, ως βίωσης  της αληθινής μετάνοιας, με επίγνωση της αμαρτίας, με πίστη στην αγάπη του Θεού, με έλλειψη οποιασδήποτε επικριτικής διάθεσης απέναντι στον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό βεβαίως έγινε και ο τύπος της προσευχής της Εκκλησίας. Το «Κύριε ελέησον», ή με την πιο ανεπτυγμένη του μορφή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», αποτελεί επακριβή μεταφορά της τελωνικής προσευχής «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ό,τι ο τελώνης εισέπραξε από την προσευχή του, τη δικαίωση που είπε ο Κύριος - «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος ή εκείνος» - το ίδιο μας προσφέρει και η Εκκλησία με όλη την ατμόσφαιρά της, που κινείται ακριβώς σε αυτόν τον ρυθμό. Κι από την άποψη αυτή ο τελώνης για την Εκκλησία είναι ο τύπος του αγίου. Όχι βεβαίως για τις αμαρτίες του, αλλά για τη μετάνοιά του. Ξέρουμε πια και εμείς πώς να στεκόμαστε απέναντι στον Κύριο, ώστε να δικαιωνόμαστε.

 Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου ξεκινά το ευλογημένο Τριώδιο, που θα εκβάλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου. Η Εκκλησία μάς ανοίγει τα μάτια από την αρχή: ο δρόμος για την Ανάσταση είναι ο δρόμος της μετανοίας και της ταπείνωσης. Και η προσευχή του δρόμου αυτού  είναι το «Κύριε ελέησον». Ας πάρουμε στα χέρια μας, κρυφά και όχι φανερά, το κομποσχοίνι, και ας γίνει η κάθε στιγμή μας ένας κόμπος από αυτό. Το «Κύριε ελέησον» ας γίνει ο ρυθμός της ζωής μας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η δικαίωσή μας και η χάρη του Θεού μας.