15 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΧΙΩ

 

«Ο όσιος Άνθιμος, κατά κόσμον Αργύριος Βαγιάνος, γεννήθηκε στη νήσο Χίο την 1η Ιουλίου 1869, από γονείς ευλαβείς, τον Κωνσταντίνο και την Αγγεριώ. Έζησε τη ζωή του ασκητικά, πρώτα στη Σκήτη των αγίων Πατέρων, κοντά στον Γέροντα Παχώμιο, και ύστερα σε ερημικό κελί παρά την τοποθεσία Λιβάσια, όπου σήμερα υψώνεται ο πρώτος επ’ ονόματί του ναός. Το μέγα αξίωμα της ιερωσύνης το έλαβε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας το 1910. Στη συνέχεια τού ανατέθηκε η πνευματική διεύθυνση του Λεπροκομείου Χίου, όπου και διέλαμψαν εκεί οι θαυματουργικές του ενέργειες και η πατρική στοργή και αγάπη προς τους πολυπληθείς και βασανιζόμενους λεπρούς. Ίδρυσε εκ θεμελίων εντός δύο ετών, κατόπιν πολλών πειρασμών, κόπων και φροντίδων, με τη χάρη της εικόνας της Παναγίας Βοηθείας, τον επ’ ονόματι Αυτής τιμώμενο Ναό και Παρθενώνα, που αριθμούσε κατά την οσία του κοίμηση 85 μοναχές. Άφησε πολύτιμες συμβουλές, τέλεσε πάρα πολλά θαύματα και κοιμήθηκε οσιακά την 15η Φεβρουαρίου 1960. Από τότε η πλούσια και αδιάλειπτη θαυματουργική του χάρη εκδηλώνεται μέχρι σήμερα». 

Η μακαριστή, σπουδαία και σοφή ηγουμένη Βρυαίνη της Ι. Μονής Παναγίας Βοηθείας της Χίου, της Μονής που ίδρυσε ο άγιος Άνθιμος, είναι η ποιήτρια της εμπνευσμένης ακολουθίας που έγραψε για τον πνευματικό της Γέροντα Άνθιμο. Ποια η γενική εικόνα που προβάλλεται μέσα από την ακολουθία της για τον άγιο; Ένας ωραίος ύμνος από την ογδόη ωδή μάς αποκαλύπτει: «Φάνηκες στη γη ως ένας νέος ουρανός, αγιώτατε Πατέρα, γιατί είχες στην καρδιά σου ως παμμέγιστο ήλιο τον Κύριο, ως πάμφωτη ασημίζουσα σελήνη την άχραντη Παρθένο και ως λαμπρά αστέρια τις θείες διδαχές σου».

Εν σμικρώ μέγα δηλαδή το πορτραίτο του αγίου από τη μακαριστή Βρυαίνη, η οποία θεωρεί τον άγιο ως ένα νέο ουρανό, συνεπώς ένα δεύτερο κόσμο, που φωτίζει τον ίδιο τον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του, κάτι που αποτύπωσε και στις ένθεες διδαχές του. Να λοιπόν τι ήταν, για την υμνογράφο αλλά και για όλους τους πιστούς που τον γνώρισαν, ο όσιος αυτός Γέροντας: ένας άλλος Χριστός, ένας «τοῦ Δεσπότου (Χριστού) μιμητής» (κοντάκιο). Κι αυτό γιατί υπήρξε «θεῖον οἰκητήριον τῆς Τριάδος», γεγονός που φανερωνόταν από το πλήθος των αρετών και των χαρισμάτων του. «Φάνηκες σεμνός και ήσυχος, απλός, αγνός και άκακος, όσιος και πράος και ανδρείος, μέτριος, σώφρων και γεμάτος συμπάθεια, γιατί έγινες θείο κατοικητήριο της Τριάδος και όργανο του αγίου Πνεύματος» (ωδή ε΄).

Είναι ευνόητο λοιπόν που εξηγεί η σπουδαία Βρυαίνη γιατί ο άγιος, έμπλεος των χαρισμάτων του Πνεύματος, ιδίως αφότου χειροτονήθηκε ιερέας, έγινε «στύλος Ὀρθοδοξίας», λειτουργώντας με τα σπάνια χαρίσματα της προόρασης και της διόρασης και της θαυματουργίας προς χάρη των αναγκεμένων πιστών. Κι εκεί που όντως «αναλώνεται» η ιερή υμνογράφος είναι η προβολή των πολλών θαυμάτων του αγίου, και όσο ζούσε και μετά την κοίμησή του. Ένα πλήθος τροπαρίων περιγράφει τις διάφορες επεμβάσεις του, για σωματικά και ψυχικά αρρωστήματα των ανθρώπων, στη γη και στη θάλασσα και παντού, ιδίως όπως είπαμε αναργύρως, τόσο που θα μπορούσε και αυτόν να εντάξει κανείς στους Αναργύρους αγίους της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δεν «ξαφνιάζει» η επισήμανση ότι ο άγιος ως ιερέας έλαμπε πολύ συχνά την ώρα των ακολουθιών, ενώ μαζί του έψελναν, όπως συνέβαινε και με άλλους αγίους σαν τον άγιο Σπυρίδωνα, άγγελοι Κυρίου. «Όταν λειτουργούσες στη γη ως ιερέας του Υψίστου, Άνθιμε πάντιμε, έλαμπε ως άγγελος η ιερή σου μορφή από τη χάρη που κατοικούσε στην καρδιά σου» (στιχ. εσπ.).

Η σοφή υμνογράφος βεβαίως επιχειρεί να μας δώσει όσο είναι δυνατόν τη σφαιρική εικόνα της όλης κατά Χριστόν πολιτείας του και να μας εξηγήσει τη θαυμαστή στον κόσμο παρουσία του. Έτσι ο άγιος Άνθιμος καταρχάς δεν ακολούθησε την οδό Κυρίου ξαφνικά σε κάποιο σημείο της ζωής του. Η ποιήτρια μάς θυμίζει ότι από μικρός επέλεξε τον δρόμο της αρετής, γιατί τού δόθηκε από τον Θεό η χάρη να συνειδητοποιήσει γρήγορα το άστατο του βίου αυτού, συνεπώς και τη ματαιότητα που τον χαρακτηρίζει. «Γνώρισες το άστατο της ζωής, μίσησες τις ηδονές της σάρκας, γι’ αυτό και ως άνθρωπος με γνώση διάλεξες τον μοναχικό καλογερικό βίο, όσιε» (ωδή γ΄). Και η επιλογή του «μονήρους βίου» δεν ήταν επιλογή χαλαρότητας γι’ αυτόν, όπως ίσως κάποιοι μπορούν να υπονοήσουν, αλλά επιλογή εξαρχής σκληροτάτων ασκητικών αγωνισμάτων – η είσοδος σε μοναστήρι δεν σημαίνει το «τέλος»(!), αλλά ακριβώς την απαρχή. Οπότε αναδείχτηκε σε τύπο του πιστού και αγαθού δούλου που προβάλλει ο Ίδιος ο Κύριος, όπως και στο όριο  του αληθινού δασκάλου, που πρώτα έγινε «ποιητής» και έπειτα εκφραστής λόγου. «Εύγε δούλε αγαθέ και πιστέ, εύγε εργάτη του αμπελώνα Χριστού, εσύ και το βάρος της ημέρας βάστασες και το τάλαντο που σου δόθηκε επαύξησες και δεν φθόνησες εκείνους που ήλθαν μετά από σένα» (δόξα λιτής).

Η μακαριστή ηγουμένη προχωρεί βαθύτερα. Βεβαίως προβάλλει τον άγιο ως «πιστόν ἐκτελεστήν τῶν θείων ἐντολῶν», κυρίως της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο (κάθισμα όρθρου), βεβαίως χαίρεται να περιγράφει τις αρετές και τα ένθεα χαρίσματά του που τον ανέδειξαν και τον αναδεικνύουν σε πρότυπο και προστασία των πιστών, μα θέλει να εξηγήσει, δείχνοντας και το ποιμαντικό χάρισμά της, και την προϋπόθεση όλων αυτών των θαυμαστών. Τι ήταν εκείνο που κατέστησε τον άγιο ικανό να μπορεί να ζει τη ζωή του Θεού και να είναι ένας άλλος Χριστός στον κόσμο; Τι επομένως καθιστά κάθε άνθρωπο ικανό να είναι μαζί με τον Χριστό; Επιλέγει με πολλούς ύμνους η μακαρία Βρυαίνη δύο σημεία: τη μέχρι θανάτου επιλογή του αγίου, αφότου εισήλθε στο μοναστήρι, να κάνει υπακοή στον άγιο Γέροντά του Παχώμιο∙ και την απόλυτη αγάπη του – καρπό βεβαίως της αγάπης του προς τον Κύριο – προς την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου.

Κι εδώ ακριβώς, στο πρώτο σημείο, βρίσκεται το «μυστικό» θα λέγαμε της όλης εν Χριστώ διαγωγής του αγίου: η κατανόηση (αλλά και ο αγώνας προς επίτευξη) ότι σπουδαιότερη αρετή από την ταπείνωση, η οποία αποκτάται με την ευλογημένη υπακοή, δεν υπάρχει. Όπου δηλαδή ο πιστός άνθρωπος αφήνει κατά μέρος το δικό του θέλημα, για να μπει στο (μη αμαρτωλό εννοείται) θέλημα του άλλου, πολύ περισσότερο όταν αυτό είναι του πνευματικού πατέρα και της Εκκλησίας, εκεί βλέπει κυριολεκτικά θαύματα: την ίδια την παρουσία του Θεού στην ύπαρξή του. Κι αυτό γιατί η υπακοή και η ταπείνωση αυτή εκφράζουν το φρόνημα του ίδιου του Θεού μας, όπως το διατυπώνει με μοναδικό τρόπο ο απόστολος Παύλος: «Αυτό να φρονείτε κι εσείς, όπως και ο Ιησούς Χριστός: έγινε υπάκουος μέχρι θανάτου στον Θεό Πατέρα, μέχρι θανάτου σταυρικού». Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος, μέσα στις διδαχές του προς τις μοναχές του, τόνιζε συχνά πυκνά αυτήν την πνευματική αλήθεια που κείται ως βάση στο οικοδόμημα του χριστιανισμού: «Το θέλημά σας ποτέ να μην το κάμνετε, αδελφές, διότι δεν θα προοδεύσετε ποτέ σας». Και δεύτερο: την αγάπη, κατά κυριολεξία τον έρωτα, προς την Παναγία μας, και μάλιστα παιδιόθεν. «Από παιδί είχες ηδονή της γλώσσας σου την Παρθένο και Αυτήν ως τη μελέτη της καρδιάς σου» (στιχ. εσπ.).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΟΝΗΣΙΜΟΣ

 

«Ο άγιος Ονήσιμος ήταν δούλος του Φιλήμονος, Ρωμαίου άνδρα, προς τον οποίον γράφει ο άγιος απόστολος Παύλος (την ομώνυμη επιστολή της Καινής Διαθήκης, την Προς Φιλήμονα). Έγινε μαθητής ο Ονήσιμος του Παύλου, (όταν είχε δραπετεύσει από τον κύριό του τον Φιλήμονα και κατέφυγε στη Ρώμη, όπου και γνώρισε τον απόστολο Παύλο που ήταν υπό περιορισμό μέχρι να δικαστεί από τον Καίσαρα), και τον διακόνησε. Μετά την τελείωση του αποστόλου, συνελήφθη και ο ίδιος και οδηγήθηκε στον Τέρτυλο, τον έπαρχο της χώρας, και από αυτόν εστάλη στα Ποτίολα. Όταν πήγε και ο Τέρτυλος εκεί, βρήκε τον Ονήσιμο να επιμένει στην πίστη του Χριστού, οπότε διέταξε πρώτον να τον κτυπήσουν σφοδρά με ράβδους κι έπειτα να του σπάσουν τα σκέλη. Με τον τρόπο αυτό μεταστάθηκε από την πρόσκαιρη αυτή ζωή».

Ο απόστολος Ονήσιμος είναι μία ακόμη περίπτωση ανθρώπου που δέχτηκε στη ζωή του την παντοδύναμη ενέργεια της θείας χάρης και μεταστράφηκε: από σκληρός και δύστροπος δούλος έγινε απόστολος του Χριστού. Από άνθρωπος δηλαδή που λόγω της καταπίεσης που αισθανόταν έτρεφε αρνητικά συναισθήματα για τον κόσμο, έγινε άνθρωπος που τέθηκε στην υπηρεσία εν αγάπη των συνανθρώπων του, δίνοντας και τη ζωή του στο τέλος προς χάρη του Χριστού. Κι αυτό σημαίνει βεβαίως ότι για να βρεθεί στο σημείο να δεχτεί τον λόγο του ευαγγελίου, διατηρούσε μέσα του καλά στοιχεία, υπήρχε δηλαδή στην ψυχή του κάποια αναζήτηση της αλήθειας. Και μοιάζει κατά τούτο με τον πνευματικό του πατέρα, τον άγιο απόστολο Παύλο, ο οποίος και αυτός από διώκτης της χριστιανικής πίστεως έγινε ο σπουδαιότερος κήρυκας και θεολόγος αυτής. Τα σχετικά με τον άγιο Ονήσιμο βλέπουμε και μέσα στην Καινή Διαθήκη, στη γνωστή επιστολή «Προς Φιλήμονα» του αποστόλου Παύλου. Μία πολύ μικρή επιστολή πράγματι, αλλά με σπουδαιότατες αλήθειες, ειδικά στο πώς πρέπει να βλέπει κανείς τον συνάνθρωπό του, και μάλιστα τον αναγεννημένο εν τη πίστει, σαν τον Ονήσιμο. Να θυμίσουμε ότι ο απόστολος, αφού είχε δεχτεί τον δραπέτη δούλο Ονήσιμο και με τη χάρη του Θεού τον μετέστρεψε στην πίστη, τον έστειλε και πάλι πίσω στον κύριό του Φιλήμονα, αλλά με την παρατήρηση: «στον στέλνω πίσω, όχι πια ως δούλο, αλλά ως αδελφό. Να τον δεχτείς λοιπόν και παραπάνω από αδελφό. Να τον δεχτείς σαν εμένα, σαν τον ίδιο τον Κύριο. Είναι τα σπλάχνα μου».

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης τονίζει πολύ την ιδιαίτερη σχέση του Ονησίμου με τον απόστολο Παύλο. Προβάλλει επανειλημμένως στους ύμνους του κανόνα του ότι ο Ονήσιμος φωτίστηκε από τον πνευματικό ήλιο Παύλο και έτσι ξέφυγε από το σκοτάδι της άγνοιας που βρισκόταν, όπως βεβαίως ότι το φως αυτό του ευαγγελίου του Παύλου τον απελευθέρωσε πραγματικά από τα δεσμά της δουλείας. «Καταφωτίστηκες από τις ακτινοβόλες λαμπηδόνες του Παύλου, ένδοξε, κι έτσι διέφυγες από το σκοτάδι της άγνοιας εύκολα» (ωδή α΄)∙ «Ο δέσμιος Παύλος σε έλυσε από τη δουλεία της πλάνης, κι αφού τιμήθηκες από την ελευθερία της χάρης κι έγινες Υιός του Θεού, αναδείχτηκες κληρονόμος του Θεού» (ωδή γ΄).

Ο υμνογράφος βεβαίως, ναι μεν τονίζει την πνευματική σχέση του Ονησίμου με τον απόστολο Παύλο, αλλά δεν ξεχνά να μας πει ότι η σχέση αυτή στην πραγματικότητα είναι σχέση του Ονησίμου με τον Χριστό. Ο άγιος  Παύλος δηλαδή λειτουργούσε ως όργανο του Χριστού και προς τον Χριστό κατηύθυνε τους πάντες: ό,τι άλλωστε ήταν το διαρκές κήρυγμά του.  «Ο Κύριος που θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι  – θα πει ο Θεοφάνης στην δ΄ ωδή του κανόνα – σε έκανε από δούλο ιερουργό Του, μακάριε και θεοφάντορα Ονήσιμε, ώστε να ιερουργείς το σεπτό Ευαγγέλιο». Η ανάδειξη αυτή του Ονησίμου σε ιερέα και ιερουργό του Ευαγγελίου σημαίνει στην πραγματικότητα, κατά τον υμνογράφο, ανάδειξή του σε ναό του Θεού, θεμελιωμένο στο άγιον Πνεύμα. Με άλλα λόγια, αυτός που θα γνωρίσει τον Χριστό, θα οδηγηθεί στο ανώτερο δυνατό σημείο που μπορεί να φτάσει ποτέ άνθρωπος: να γίνει και αυτός υιός Θεού, κατοικητήριο Εκείνου, έχοντας μέσα του το ίδιο το φως της θείας χάρης. «Δείχτηκες πανευπρεπής ναός, που είχες μέσα σου σα λυχνάρι το φως της θείας χάρης και που ήσουν θεμελιωμένος στο οικοδόμημα του Θείου Πνεύματος, μακάριε Ονήσιμε» (ωδή ε΄).

Είναι περιττό και να σημειώσουμε ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας εξ αφορμής του Ονησίμου επισημαίνουν τη βασικότατη αλήθεια ότι τότε γίνεται κανείς αληθινά ελεύθερος, όταν όχι απλώς δραπετεύσει από κάποια επίγεια δεσμά, αλλά όταν μπορέσει να απελευθερωθεί από τα πραγματικά δεσμά των παθών της κακίας του και του αρχεκάκου διαβόλου. Κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί κανείς να είναι εξωτερικά ελεύθερος και να είναι όντως μέσα του δούλος, όπως και να είναι κανείς δούλος εξωτερικά, και να είναι αληθινά μέσα του ελεύθερος. Κι αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι η αληθινή ελευθερία βρίσκεται εκεί που υπάρχει η πηγή της, το Πνεύμα του Θεού. Όπως το σημειώνει και ο απόστολος: «Ου το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία». Συνεπώς, για να γίνει κανείς ελεύθερος πρέπει να γίνει δούλος του Θεού. Μόνον όποιος υποτάσσεται και «δουλώνεται» στον Κύριο, απελευθερώνεται ουσιαστικά. Κι επειδή ο Κύριος δεν θέλει δούλους, αυτούς που δουλώνονται σ’ Αυτόν, Τον υπακούουν δηλαδή, τους εξυψώνει σε υιούς Του. Ο άγιος Θεοφάνης είναι σαφής. Πέραν των παραπάνω μνημονευθέντων ύμνων του και ο επόμενος κινείται στην ίδια βάση: «Απαλλάχτηκες από τη δουλεία της πλάνης και φάνηκες απελεύθερος του Θεού, γινόμενος με τη χάρη Του γνήσιος δούλος Αυτού» (κάθισμα όρθρου).

14 Φεβρουαρίου 2025

ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΑ ΡΩΓΜΗ ΓΙΑ ΦΩΣ!

«Όπως η ηλιακή ακτίνα που εισχωρεί από κάποιο μικρό άνοιγμα στο σπίτι, το φωτίζει τόσο, ώστε να διακρίνεται και η πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα, έτσι και ο φόβος του Θεού εισερχόμενος στην καρδιά του ανθρώπου, της φανερώνει όλα τα αμαρτήματά της» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄, γ΄, 29).

Σίγουρα θα έχεις ακούσει ή διαβάσει το συγκεκριμένο παράδειγμα – το λέει ο όσιος, το λένε και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας, το λένε και σύγχρονοι θεολόγοι: το φως του ήλιου, έστω και μιας ακτίνας του, σε κάνει να βλέπεις ακόμη και τη λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα. Χωρίς την ηλιακή ακτίνα, χωρίς φως δηλαδή, δεν βλέπεις τίποτε: το σκοτάδι δεν αντανακλά τα αντικείμενα όπως και τη βρομιά του όποιου χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και στα πνευματικά. Για να μπορείς να δεις την κατάσταση της καρδιάς σου, τη βρομιά και τις αμαρτίες σου, θα πρέπει να φωτιστείς: χρειάζεσαι έστω και μία αχτίδα φωτός. Κι αυτή είναι ο φόβος του Θεού. Που προϋποθέτει ασφαλώς την αληθινή πίστη σ’ Εκείνον, αφού σε κάνει να Τον λαμβάνεις σοβαρά υπόψη σου στη ζωή σου. Χωρίς τον φόβο αυτόν, χωρίς το φως του Θεού δηλαδή, βρίσκεσαι στο σκοτάδι, συνεπώς δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου, γι’ αυτό και συχνά διαμορφώνεις εικόνα «μεγαλειότητας» για τον εαυτό σου. Οπότε το ξέρεις πια: αυτογνωσία, συνεπώς και αληθινή ταπείνωση,  υπάρχει εκεί που υπάρχει έστω και λίγη… γνώση Θεού. Διαφορετικά, κινείσαι ως τυφλός.

Πρόκειται για αλήθεια, που όχι μόνο την επισημαίνεις  στη γύρω σου εξωτερική πραγματικότητα, κατά το παράδειγμα του οσίου, αλλά μας το κραυγάζει διαρκώς και ο ίδιος ο λόγος του Θεού. Γιατί άραγε ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «Αυτός εστι το φως του κόσμου», και ότι «ο ακολουθών Αυτώ ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής»; Θυμήσου και τον προφήτη Ησαΐα: στην κλήση του στο προφητικό αξίωμα, ενώπιον πια του Θεού, συνειδητοποιεί την τραγικότητα της ζωής του: το πόσο «τάλας εστι»! Χωρίς το φως του Θεού έτσι το μόνο που υφίσταται είναι το σκοτάδι. Ακόμη και το φως του νοερού οφθαλμού μας μπορεί να έχει κάποιο φως – που και αυτό όμως το έχει ως δωρεά από τον Ίδιο πάλι Δημιουργό μας Χριστό – αλλά χωρίς Εκείνον, χωρίς πίστη δηλαδή, είναι τόσο… ισχνό, που τελικώς μπορεί να χαρακτηριστεί άλλου είδους… σκοτάδι! Εφάρμοσέ το στις διάφορες φιλοσοφίες του κόσμου τούτου ή και στις διάφορες θρησκείες, οι οποίες όντως έχουν ψήγματα φωτός, που δεν οδηγούν όμως στη σωτηρία και στη ζωντανή σχέση με τον Θεό.

Λοιπόν, όσο πιστεύεις βαθιά και αληθινά στον Κύριο, όσο τοποθετείσαι σωστά απέναντί Του μέσα στο χώρο της αποκάλυψής Του, την Εκκλησία, τόσο και θα διανοίγονται τα νοερά μάτια σου για να βλέπεις και τις πιο αθέατες πλευρές σου. Ο φόβος Του, ο οποίος δεν εννοείται ως τρόμος αλλά ως δέος μπροστά στην πανταχού παρουσία Του, σε κάνει να τηρείς τις άγιες εντολές Του, σε καθαρίζει από κάθε ακαθαρσία της ψυχής σου, σου φωτίζει όλο το ασυνείδητό σου, σε οδηγεί τελικά στην αγάπη απέναντί Του. Οπότε, γίνεσαι «όλος μάτια», κατά την προσφιλή έκφραση των νηπτικών δασκάλων, έχοντας ένοικο πια της ψυχής και του σώματός σου τον ίδιο τον Δημιουργό σου.

ΟΣΙΟΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ V "ΑΓΙΟΥ" ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ!

«Ο όσιος Αυξέντιος έζησε επί της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού (5ος αι.) και υπήρξε άνθρωπος των γραμμάτων. Ακολούθησε δε τον μοναχικό βίο, ασκούμενος μάλιστα και σ’ ένα όρος με μεγάλη καρτερία. Έλεγξε επί πολύ την πλάνη της κακοδοξίας των αιρετικών της εποχής του, γενόμενος αξιοσέβαστος ακόμα και στους βασιλείς, με λαμπρό πρόσωπο από τη θεία χάρη, ενώ ανέβρυζε κάθε φορά πηγές θαυμάτων και ιάσεων σ’ αυτούς που προσέρχονταν κοντά του. Αναπαύτηκε εν ειρήνη και το τίμιο σώμα του κατατέθηκε στον Ναό που ανοικοδομήθηκε από τον ίδιο».

 Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό της σύγκρισης μεταξύ αυτού που προβάλλει η κοσμική νοοτροπία τη σημερινή ημέρα: έναν αμφιβόλου υπάρξεως και ποιότητας «άγιο», τον Βαλεντίνο, ως «άγιο» του έρωτα (διότι ο άγιος Βαλεντίνος μπορεί να υπάρχει ως μάρτυς, αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συνήθως προβάλλεται στο πρόσωπό του), και αυτού που προβάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία: τον όσιο Αυξέντιο τον εν τω Βουνώ. Διότι και οι δύο γίνονται αφορμή να προβληθεί ο έρωτας, αλλά, στην πρώτη περίπτωση, με την ανθρώπινη κοσμική διάστασή του, δηλαδή ως «παιδί της φτώχειας» κατά τον Πλάτωνα - ο ερωτευμένος εκλιπαρεί και ζητιανεύει την ανταπόκριση του άλλου, συνεπώς τις ανάγκες του εαυτού του ζητά να καλύψει, η αγάπη του είναι έκφραση ενός εγωισμού∙  ενώ, στη δεύτερη, με τη μεγαλειώδη διάσταση του θεϊκού έρωτα, που κάνει τον άνθρωπο να γίνει μεθεκτός του Θεού και να διαχέει έπειτα τις ακτίνες της αγάπης του Θεού και σε όλον τον κόσμο, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο άλλος που τις δέχεται και σε ποια κατάσταση βρίσκεται. Στην περίπτωση αυτή έχουμε την αληθινή αρχοντιά της αγάπης, που προσφέρεται «ερήμην» του άλλου, δηλαδή χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε ανταπόκριση.

Ένας ύμνος μάλιστα από την ακολουθία του αγίου μάς καθοδηγεί ώστε να δούμε τις παγκόσμιες διαστάσεις της επί της γης παρουσίας του, λόγω ακριβώς του αγώνα του για την αγάπη του Θεού.

«Ανέλαβες εκούσια, πάτερ Αυξέντιε, τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και έκανες καινούργια τη γη, καθιστώντας την εξαιρετικά εύφορη, ένδοξε, με τα δάκρυα του αγώνα σου για τις αρετές» (ωδή α΄).

Τι επισημαίνει ο ύμνος; Σ’ έναν κόσμο που έχει καταστεί και διαρκώς καθίσταται «γέρικος», καθώς βουλιάζει αδιάκοπα σ’ αυτό που φθείρει και αποσυνθέτει τον άνθρωπο ψυχικά και σωματικά: την αμαρτία ως σαρκολατρεία και αλαζονεία – διότι το μόνο που «κερδίζει» ο άνθρωπος από το αποκομμένο από τον Θεό σαρκικό του φρόνημα είναι ο θάνατος, όπως το εκφράζει μεγαλειωδώς ο απόστολος Παύλος: «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» - η επισήμανση του παραπάνω ύμνου ηχεί παράδοξα και, ανέλπιστα, ευχάριστα! Υπάρχει η δυνατότητα η γη που πατάμε και που ζούμε να γίνει και πάλι καινούργια. Πώς; Όταν βρεθούν οι άνθρωποι, σαν τον άγιο Αυξέντιο, που με αποφασιστικό τρόπο, ελεύθερα και επιμελώς, στρέψουν την καρδιά τους προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Διότι Εκείνος ως η πηγή της ζωής και εν γένει τού είναι με την ενέργειά Του χορηγεί αενάως τη νεότητα και τη ριζική ανακαίνιση των πάντων.

«Ιδού, καινά ποιώ πάντα» ακούμε αίφνης από το Πνεύμα Του στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Όλα τα κάνω καινούργια! Διότι ακριβώς σ’ Αυτόν δεν υπάρχει υποψία φθοράς και σκότους! Είναι «ο Ων»! Και ο απόστολος Παύλος εκφράζοντας την εμπειρία της αλήθειας αυτής εν Εκκλησία το διαλαλεί: «Ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις», όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία. Ο χριστιανός: το μυστήριο που περιπατεί στον κόσμο τούτο, προεκτείνοντας τη μοναδική και απόλυτη παρουσία Εκείνου, ένας άλλος Θεός που περιπολεί στη γη! Οπότε, κάθε πατημασιά ενός αγίου, κάθε κίνηση και ανάσα του συνιστούν «ενέσεις» ζωής και ανακαίνισης του κόσμου μας – το βλέπουμε στα άγια πρόσωπά τους: λάμπουν ακόμη και μέσα στα γηρατειά τους! Δεν χρειάζεται να κάνουν μπότοξ ή άλλες χειρουργικές επεμβάσεις αισθητικής για να φανούν «νέοι»! Γιατί ζει μέσα τους Εκείνος που είναι η διαρκής νεότητα ως σφρίγος αληθινής ζωής.  

Κι ο ύμνος για τον άγιο προσθέτει: στρέφεται κανείς προς τον Χριστό κι Αυτός προσφέρει τη δύναμη του ανακαινισμού Του, όταν αρχίζει ο πιστός να ζει με μετάνοια αληθινή, όταν δηλαδή τα δάκρυα από τον πνευματικό αγώνα για την άσκηση των αρετών πλημμυρίζουν την ύπαρξή του. Κάθε δάκρυ του, μας λέει ο άγιος υμνογράφος, που πέφτει στη γη τη λιπαίνει, την καθιστά εύφορη, την κάνει καινούργια – ό,τι πρώτα συνέβη στη δική του ψυχοσωματική ύπαρξη! Όσο υπάρχουν λοιπόν άγιοι, όσο υπάρχουν αληθινοί πιστοί, τόσο και ο κόσμος μας θα γίνεται και πάλι καινούργιος. Πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να νιώθουμε που υπάρχουν! Πόση παρηγοριά μας προσφέρει η σκέψη πως η κάθε δική τους ματιά είναι και μία νέα απαλή θέαση του κόσμου, που χύνει βάλσαμο στο πληγωμένο σώμα της γης και των κατοικούντων σ’ αυτήν και δημιουργεί συνθήκες ανάνηψης και ανάστασής τους.

13 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

«Άλλο πράγμα είναι το να προσεύχεσαι εναντίον των λογισμών, άλλο το να αντιλέγεις προς αυτούς και άλλο το να τους εξουθενώνεις και να τους αφήνεις πίσω σου…» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄ 51).

Το θέμα των λογισμών στην πνευματική ζωή του χριστιανισμού είναι από τα πιο καίρια που υπάρχουν: ανάλογα με το είδος των λογισμών που καλλιεργείς ή που επιτρέπεις να εισέλθουν στη διάνοια και στην καρδιά σου εξαρτάται κυριολεκτικά η ποιότητα της χριστιανικής σου βιοτής. Γιατί; Διότι οι λογισμοί δίνουν τον τόνο και τον ρυθμό στην ψυχή σου – σε οδηγούν ή σε διάθεση αγάπης προς τον Κύριο και τους αγίους Του ή σε συσχηματισμό με τον κόσμο τούτο, τον υποταγμένο στον Πονηρό και τις δυνάμεις του. Οπότε, δείξε μου τους λογισμούς σου να σου πω ποιος είσαι και σε ποιον ανήκεις!

Οι λογισμοί έτσι μπορεί να είναι αγαθοί: εκ του Θεού και των αγγέλων Του, μπορεί να είναι φυσικοί: αυτό που εκφράζει η ίδια η ψυχοσωματική μας ύπαρξη, μπορεί όμως – κι αυτό είναι εκείνο που ενδιαφέρει ιδιαιτέρως στην πνευματική ζωή και αναφέρει στο κεφάλαιο ο άγιος – να είναι εκ του Πονηρού. Πρέπει λοιπόν να βρίσκεσαι πάντοτε σε επιφυλακή: ο νους σου να είναι άγρυπνος φρουρός που να αναγνωρίζει  αμέσως το είδος των λογισμών που σε πλησιάζουν, είτε στη διάνοια είτε στο βάθος της καρδιάς. Ο πόλεμος αυτός μάλιστα συνιστά τον «αόρατο πόλεμο» στον οποίο βρίσκεται ο πιστός, που, όπως είπαμε, ή θα τον κάνει να μεγαλουργήσει ή θα τον καταβαραθρώσει!

Ο άγιος σε βοηθάει: σου επισημαίνει τρεις τρόπους άμυνας απέναντι στους δαιμονικούς λογισμούς. Πρώτος τρόπος: να προσεύχεσαι εναντίον των λογισμών - σπουδαίος τρόπος ειδικά των αρχαρίων χριστιανών, καθώς επικαλούνται τον Παντοδύναμο Κύριο. Δεύτερος τρόπος: να αντιλέγεις προς αυτούς – να μπορείς να αντιπαραθέτεις στην πονηρία τους την αλήθεια του ευαγγελικού λόγου, γεγονός που προϋποθέτει την καλή γνώση της χριστιανικής πίστεως, πράγμα όχι τόσο εύκολο όταν ληφθεί υπόψη μάλιστα η ποικιλία των λογισμών του Πονηρού και η αδιάκοπη επίθεσή του κατά των πιστών. Τρίτος τρόπος: να περιφρονείς πλήρως κάθε δαιμονική υποβολή. Είναι ο καλύτερος και ο ασφαλέστερος τρόπος, δηλώνει ο άγιος. Γιατί «όποιος χρησιμοποιεί τον τρίτο, έφτυσε και εξευτέλισε ολωσδιόλου τους δαίμονες».

Τυχαία όλοι οι άγιοι Πατέρες, παλαιότεροι και νεώτεροι, προκρίνουν πάντοτε αυτόν; Τόσο που ακριβώς γι’ αυτό ο μεγάλος όσιος Γέροντας της εποχής μας Πορφύριος χαρακτήριζε την πνευματική ζωή και τον πόλεμο των λογισμών «εύκολα πράγματα»! «Τέλεια περιφρόνηση προς τους πονηρούς λογισμούς, διά της στροφής προς τον Κύριο», ήταν η εκ της αγιασμένης εμπειρίας του πρόταση. Και συμπλήρωνε: «το σκοτάδι δεν το πυροβολούμε. Απλώς, ανάβουμε το φως»!

Λοιπόν, «νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» (απ. Παύλος).  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟΣ (Η ΘΕΪΚΗ ΦΩΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ)

«Ο όσιος καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης και από δεκαοκτώ ετών ξεκίνησε την ασκητική του ζωή. Μετά εικοσιπέντε έτη δέχτηκε ιδιαίτερο πειρασμό από μία πόρνη γυναίκα που θέλησε να τον παρασύρει δόλια στην αμαρτία, καθώς κατέφυγε τάχα χαμένη στην ερημική σπηλιά που ζούσε. Ο άγιος την περιμάζεψε, αλλά όταν είδε τις προθέσεις της, προτίμησε να ανάψει φωτιά και να μπει για να καεί, παρά να ενδώσει. Τα λόγια του  την ώρα εκείνη ήταν μεγαλειώδη:  «Αν μπορείς να υποφέρεις τη φωτιά της γέεννας, αφού ποθείς την αισχρή ηδονή, υπάκουσε στη γυναίκα και πήγαινε μαζί της». Επόμενο ήταν και ο ίδιος να διασωθεί από τον πειρασμό με το κάψιμο της σάρκας του, που την θεράπευσε όμως η χάρη του Θεού, αλλά και η γυναίκα να μετανοήσει και να οδηγηθεί σε μοναστήρι για τη μετάνοιά της.

Με τη βοήθεια ενός ναυτικού κατέφυγε ο όσιος σ’ ένα ξερονήσι, για να αποφύγει στο μέλλον οποιονδήποτε παρόμοιο πειρασμό, κι έμεινε εκεί επί δέκα χρόνια. Πάλι όμως σηκώθηκε και έφυγε, όταν κάποια κοπέλα που γλύτωσε από ναυάγιο πάνω σε μία σανίδα, έφτασε κοντά του. Και την μεν κοπέλα την τράβηξε να βγει ο όσιος, αυτός όμως ρίχτηκε στη θάλασσα, καθοδηγούμενος από δελφίνια. Το σύνθημά του έκτοτε ήταν «Φεύγε, Μαρτινιανέ, μη σε προφθάσει πειρασμός», οπότε κάποτε έφτασε στην Αθήνα, όπου κι αμέσως εκδήμησε προς τον Κύριο, ενώ αξιώθηκε ένδοξης ταφής από τον επίσκοπο και όλο τον λαό. Λέγεται δε και για τις γυναίκες, ότι η μεν πρώτη που πήγε σε μοναστήρι αξιώθηκε να κάνει θαύματα, η δε άλλη ότι έμεινε υπομονετικά στο ξερονήσι μέχρι το τέλος της ζωής της, ντυμένη με ανδρικά ρούχα που της τα έφερε ο ναυτικός».

Ο όσιος Μαρτινιανός αποτελεί κλασική περίπτωση νέου ανθρώπου που αποφάσισε να αφιερωθεί στον Κύριο από αγάπη προς Αυτόν. Δεν είναι δυνατόν όμως να ακολουθεί κανείς τον Χριστό, χωρίς να αγωνίζεται για την υπέρβαση των παθών του, διότι «τα πάθη χάλκινο τείχος είναι, που  εμποδίζουν από τον Θεό» κατά την γνωστή έκφραση αββά του Γεροντικού. Κι ακριβώς τούτο τονίζει και ο άγιος ποιητής Θεοφάνης για τον όσιο. «Μόνασες – σημειώνει – και ανέλαβες τον σταυρό σου, γιατί πόθησες, με τη νέκρωση των παθών του σώματος,  να ακολουθείς Αυτόν που υπέμεινε εκούσια για χάρη σου Σταυρό και ταφή». Κι ένα κεντρικό στοιχείο της άρσης του σταυρού του ήταν βεβαίως και ο πειρασμός που αντιμετώπισε από μία δόλια γυναίκα και που τον ξεπέρασε με τον παραπάνω σημειούμενο συγκλονιστικό τρόπο: να μπει μέσα στη φωτιά!  «Με δόλιες λαλιές της γυναίκας – γράφει ο ποιητής -  σου επιτέθηκε ο δυσμενής όφις, όπως παλιά στον Προπάτορα. Αλλά με τη σοφή σου σκέψη καταργήθηκαν τα σοφίσματά του».

Ο όσιος  αναδείχτηκε δικαστής του εαυτού του και μάρτυρας της συνείδησής του. Χωρίς να δικαστεί από άλλους, σαν τους υπόλοιπους μάρτυρες της Εκκλησίας, χωρίς να τον ρίξουν σε φωτιά, εκείνος μόνος του και έκρινε τον εαυτό του και τον καταδίκασε σε φωτιά. Και βγήκε νικητής και στεφανωμένος. «Με τη θέλησή σου χρημάτισες μάρτυρας και δικαστής και κατήγορος του εαυτού σου – εκτιμά ο ποιητής. Διότι επειδή φλεγόσουν από άτοπη ηδονή, άναψες για τον εαυτό σου, πάτερ, πολύ δυνατή φωτιά και τον έριξες στο μέσον της κατακαιόμενος». Και τι ήταν εκείνο που τον έκανε, έστω και υπό πειρασμόν, να νικήσει; Η θεϊκή φωτιά της αγάπης του προς τον Χριστό. Η μεγάλη πνευματική φωτιά που νίκησε την αισθητή. «Μπήκες με προθυμία στη δημιουργημένη από τον Θεό φωτιά, γιατί είχες μέσα στην καρδιά σου τη θεϊκή φωτιά», θα πει και πάλι ο υμνογράφος.  

Ο όσιος Μαρτινιανός εξυψώνεται ενώπιον όλων των γενεών ως τύπος συνετού και προσγειωμένου ανθρώπου. Γιατί;  Διότι είχε επακριβή επίγνωση της αλήθειας του εαυτού του:  είναι άνθρωπος αδύναμος που το μόνο στερέωμά του είναι ο Χριστός και όχι οι δικές του δυνάμεις. Ποιος συνετός άνθρωπος μπορεί να πει ότι μόνος του τα καταφέρνει όλα, ιδίως τα σχετιζόμενα με την πνευματική ζωή; Μόνον ένας αλαζόνας, που γι’  αυτό η πτώση του στην αμαρτία σφραγίζει μόνιμα τη ζωή του. Κι ο άγιος το απέδειξε και με τη δεύτερη περίπτωση, της διάσωσης της ναυαγισμένης κοπέλας, στο ξερονήσι που βρισκόταν. Σώζει την κοπέλα, μα δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του να παραμείνει ούτε στιγμή κοντά της. Σηκώνεται και φεύγει αμέσως!

Ο σοφός και άγιος Γέροντας των Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος το εξηγεί: «το θέμα σαρξ τελειώνει με το θέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει κλείσει, δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του.

12 Φεβρουαρίου 2025

ΤΟ ΣΑΘΡΟ ΘΕΜΕΛΙΟ

«Όποιος απαιτεί πνευματικά δώρα για τους κόπους που καταβάλλει, έβαλε σαθρό θεμέλιο. Όποιος όμως θεωρεί τον εαυτό του χρεώστη δούλο, αυτός ξαφνικά θα λάβει από τον Θεό ανέλπιστο πνευματικό πλούτο» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κα΄ 25).

Ξενυχτάς στην προσευχή, μετέχεις σε όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας – διαβάζεις και τα… εξώφυλλα των εκκλησιαστικών βιβλίων! - πηγαίνεις σε αγρυπνίες, νηστεύεις και κακοπαθείς. Και πιστεύεις ότι με τόσους κόπους που καταβάλλεις ο Θεός θα σε ανταμείψει. Μπορεί να σου δώσει και κάτι έκτακτο: να δεις ίσως τον… φύλακα άγγελό σου· να δεις λίγο… άκτιστο φως! Τόσα κάνεις γι’ Αυτόν. Δεν πρέπει να σου προσφέρει κι Εκείνος κάποιο πνευματικό δώρο;

«Σαθρό το θεμέλιό σου», επισημαίνει ο όσιος. Κτίζεις δηλαδή στην άμμο: με το παραμικρό το πνευματικό σου οικοδόμημα θα καταπέσει. Κι αυτό γιατί ίσως δεν καταλαβαίνεις ότι κινείσαι σε ιουδαϊκά επίπεδα – ο φαρισαίος μάλλον είναι το… πρότυπό σου! Όταν με άλλα λόγια η πνευματική σου ζωή στηρίζεται στην πεποίθηση των καλών και αξιόμισθων έργων σου, τότε τη δικαίωσή σου και την ένταξή σου στη Βασιλεία του Θεού την εξαρτάς από σένα τον ίδιο: εσύ είσαι ο… λυτρωτής της ψυχής σου. Ανεπίγνωστα μάλλον τον Χριστό Τον έβαλες στο περιθώριο. Δεν σου χρειάζεται και πολύ! Μάλλον σου χρειάζεται για να σε ανταμείψει για το… πνευματικό μεγαλείο σου!

Ό,τι κάνουμε όμως από πλευράς πνευματικής αφενός το κάνουμε πάντοτε με τη βοήθεια της χάρης του Θεού – «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» είπε ο Κύριος – αφετέρου το κάνουμε για να μπορούμε να διακρατούμε αυτήν τη χάρη. «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε αχρείοι δούλοι εσμέν· ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν»! Η κατάστασή σου είναι πάντοτε η κατάσταση του δούλου: του χρεώστη και οφειλέτη. Εσύ έχεις τον Θεό ανάγκη. Εσύ εξαρτάσαι από Εκείνον. Η ταπείνωση είναι η μόνιμη στάση που μπορεί και μόνον να σε δικαιώσει ενώπιον του Θεού.

Και τι κάνει τότε ο Πατέρας μας; Βλέποντας την ταπεινή αυτή στάση μας, η οποία προσιδιάζει στου Ίδιου τη στάση – ο Θεός μας είναι αγάπη και ταπείνωση – μας τα δίνει όλα: μας ευλογεί πλουσιοπάροχα, κι εκεί που νιώθουμε ότι είμαστε άχρηστοι και βρόμικοι, ότι το μόνο που μας αξίζει είναι η αποπομπή μας από τον Θεό, μας εξυψώνει και μας κάνει σαν κι Αυτόν! Ανέλπιστα λαμβάνουμε τον πνευματικό πλούτο Του!

Ο άγιος μέγας Αντώνιος είχε πέσει κάποια στιγμή σ’ έναν τέτοιον πειρασμό: πίστεψε ότι οι ασκητικοί του αγώνες θα τον είχαν φτάσει σε  ύψη αγιότητας! Κι ο Θεός τον πληροφόρησε: ο τσαγκάρης του χωριού του ήταν μεγαλύτερος από εκείνον! Γιατί ακριβώς είχε ταπείνωση.