18 Φεβρουαρίου 2025

ΦΩΤΙΑ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ!

«Οι δαίμονες θα απομακρυνθούν από κοντά σου σύντομα, επειδή δεν θέλουν οι ανόσιοι να σε βλέπουν να στεφανώνεσαι πολεμώντας εναντίον τους με την προσευχή. Επί πλέον, θα φύγουν και επειδή τους μαστιγώνει η προσευχή σαν φωτιά» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κη΄, 61).  

Η προσευχή θεωρείται ότι είναι το σπουδαιότερο όπλο του πιστού  κατά του Πονηρού Διαβόλου, αφού αποτελεί την καταφυγή σ’ Εκείνον που η χάρη Του τον κατανικά και τον διαλύει: Τον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει πνευματική ζωή, δεν μπορεί να ορθοποδήσει κανείς σ’ αυτήν και να προκόψει, αν η προσευχή δεν έχει σφραγίσει την ύπαρξή του κι αν η προσευχή δεν έχει γίνει συστατικό της ζωής του, πραγματικά θέμα ζωής ή θανάτου γι’ αυτόν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέγας Πατέρας Γρηγόριος ο Θεολόγος επισημαίνει ότι «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» - πρέπει να μνημονεύει κανείς τον Θεό περισσότερο και απ’ όσο αναπνέει. Βγάλε δηλαδή την προσευχή από τη ζωή σου, και τότε θα πεθάνεις. Θα πεθάνεις πνευματικά, γιατί θα αποκοπείς από Εκείνον που είναι η Ζωή.

Ο όσιος Ιωάννης κινείται σ’ αυτό το μήκος κύματος: «Προσευχή είναι συνουσία και ένωση του ανθρώπου με τον Θεό», σημειώνει. Κι είναι αυτή που «διατηρεί τον κόσμο, συμφιλιώνει με τον Θεό, γεννά τα δάκρυα, συγχωρεί τα αμαρτήματα, σώζει από τους πειρασμούς, προστατεύει από τις θλίψεις… τρέφει την ψυχή, φωτίζει τον νου…» (1).  Αρκεί να είναι αληθινή προσευχή. Γιατί προσευχή για παράδειγμα έκανε και ο Φαρισαίος της γνωστής παραβολής, αλλά κατακρίθηκε μέσω αυτής. Κι αληθινή είναι όταν βεβαίως αναφέρεται κανείς στον αληθινό Θεό, Αυτόν που φανέρωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, αλλά και την επιτελεί με την πρέπουσα στάση: «με υφασμένο τον χιτώνα της ψυχής με το νήμα της αμνησικακίας. Ειδεμή τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθείς από την προσευχή» (4).

Οι δαίμονες, λέει ο όσιος, ξέρουν τη δύναμη του όπλου αυτού στα χέρια του πιστού χριστιανού, γι’ αυτό και την τρέμουν.  Και την ξέρουν, αφενός γιατί βλέπουν τα στεφάνια που αποκτούν οι χριστιανοί από τον πόλεμο που κάνουν εναντίον τους – μαθαίνει τελικώς να προσεύχεται ο χριστιανός από την εναντίωση των δαιμόνων – αφετέρου γιατί υφίστανται την οδύνη που προκαλεί το όπλο της προσευχής πάνω «στο πετσί τους»! Η προσευχή μαστιγώνει και καίει τον διάβολο! Μαστίγιο και φωτιά: η τεράστια δύναμη κατά των δαιμόνων στα χέρια των πιστών, που οι πολλοί δυστυχώς την αγνοούν, γιατί βαριούνται και παρασύρονται από τις παγίδες του Πονηρού. Ο άγιος το έχει ξαναπεί με ιδιαίτερη ένταση: «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους» - με το όνομα του Ιησού να μαστιγώνεις τους εχθρούς δαίμονες! «Διότι δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε στη γη ισχυρότερο όπλο» (λόγ. κ΄ 6). Αρκεί να νιώθεις την ενότητά σου μ’ Εκείνον, αφού είσαι μέλος Του, που θα πει «η μνήμη Του να έχει κολλήσει με την αναπνοή σου» (λόγ. κζ΄ 26).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΕΩΝ ΠΑΠΑΣ ΡΩΜΗΣ

«Αυτός ο θαυμάσιος Πατέρας μας Λέων, λόγω της εξαιρετικής  σωφροσύνης του και της ψυχικής καθαρότητας και της ειλικρίνειας της ζωής του, προχειρίστηκε Πρόεδρος της πρεσβυτέρας Ρώμης από το Άγιον Πνεύμα. Επέδειξε βίο θεάρεστο και γνήσιο και διαποίμανε με όσιο τρόπο το ποίμνιό του, κι ακόμη: εξαφάνισε εντελώς τις βλασφημίες των αιρετικών, κατά τον καιρό εκείνο της Αγίας και Οικουμενικής Τετάρτης Συνόδου των εξακοσίων τριάντα Πατέρων, που συγκροτήθηκε στη Χαλκηδόνα το 451, η οποία εξέθεσε πολλά περί της ορθοδόξου πίστεως και ανέτρεψε τα δόγματα των αιρετικών, οι οποίοι έλεγαν ανοησίες για τη μία φύση και ενέργεια και θέληση του Χριστού του Θεού μας. Επειδή δε οι θεομάχοι εκείνοι πολεμούσαν την αλήθεια και επιχειρούσαν  να ανασκευάσουν τα θεόπνευστα δόγματα των θείων Πατέρων, ο μακάριος αυτός, επειδή κάμφθηκε από την ικεσία όλης της Συνόδου, μετά από πολλών ημερών νηστεία και αγρυπνία και δυνατή προσευχή, εμπνεύστηκε από το ζωοποιό Πνεύμα και εξέθεσε εγγράφως για τα θέματα αυτά, ανακηρύσσοντας σαφώς διπλή ενέργεια και δύο θελήματα στον Χριστό και Θεό μας. Αυτά τα έστειλε έπειτα με επιστολή στη Σύνοδο. Την επιστολή αυτή το πλήθος των οσίων Πατέρων την δέχτηκε με την πεποίθηση  ότι η γραφή αυτή βγήκε σαν από το στόμα του Θεού, οπότε, σαν να επαναπαύτηκαν οι Πατέρες σ’ αυτήν, με περισσότερο θάρρος αντιστάθηκαν στο στίφος των αιρετικών και κατατρόπωσαν τις πολύπλοκες μηχανορραφίες τους. Και με αυτά διαλύθηκε ο ιερότατος Σύλλογος. Ο δε θεσπέσιος Λέων, αφού έζησε ακόμη αρκετά χρόνια και διέλαμψε σαν ήλιος με τις αρετές του, σε βαθύ γήρας εκδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία».  

Ίδιος στη γνώμη και τον ζήλο για την πίστη με τον Κορυφαίο απόστολο Πέτρο, στον θρόνο του οποίου βρέθηκε στη Ρώμη (ωδή α΄), προεστώς των δογμάτων της Εκκλησίας και οδηγός ορθοδοξίας (ωδή γ΄), ανατολή εκ δυσμών (ωδή δ΄), «δεύτερος Μωυσής» (ωδή η΄): να μερικές πινελιές από το πορτραίτο που ζωγραφίζει ο άγιος Θεοφάνης σήμερα για τον εορταζόμενο άγιο, πάπα Ρώμης Λέοντα. Και δικαίως: την εποχή της τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου, τότε που η Εκκλησία μας αντιμετώπιζε τις αιρετικές ανοησίες και τα φιλοσοφικά τεχνολογήματα των μονοφυσιτών, που αρνούνταν την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης του Κυρίου μας, συνεπώς έθεταν εν αμφιβόλω τη σωτηρία του ανθρώπου από τον Κύριο, δηλαδή τη σχέση του με τον Θεό, ο άγιος Λέων υπήρξε, κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, ο πνευματικός ήλιος, ο οποίος έλαμψε τις ακτίνες της ορθοδοξίας και κατηύθυνε το σκάφος της Εκκλησίας στην αλήθεια της αποκάλυψης του Κυρίου. Κι οι ακτίνες της ορθοδοξίας του ήταν ακριβώς ό,τι ο Κύριος φανέρωσε με την επί γης παρουσίας Του: ότι ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο οποίος έγινε πραγματικός άνθρωπος, προκειμένου να εντάξει στον εαυτό Του τον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο και να τον κάνει και αυτόν χάριτι υιό Θεού. Κι αυτό σημαίνει: ο Κύριος έχει μία υπόσταση σε δύο ουσίες, δηλαδή είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, άρα με θεϊκή και ανθρώπινη θέληση, αλλά έχει μία υπόσταση, του Υιού και Λόγου του Θεού. «Μίαν υπόστασιν εν δύο ταις ουσίαις τον Χριστόν ομολογήσας, ενεργούντα διττώς και θέλοντα» (ωδή ζ΄).

Τι ήταν εκείνο που τον ανέδειξε αστέρα της ορθοδοξίας τη συγκεκριμένη εποχή; Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος απαντά: ο ιδιαίτερος φωτισμός του από το Άγιο Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα ήταν εκείνο που ενεργούσε στην καρδιά του και του φανέρωνε την αλήθεια, κι αυτό διότι αγωνίστηκε να κυριαρχήσει στα πάθη του και να κάνει τον νου του κυρίαρχο του εαυτού του, αληθινό αυτοκράτορα. Φωτισμένος λοιπόν από το Πνεύμα του Θεού λόγω της καθαρής του καρδιάς, έχοντας και την επαρκή ανθρώπινη μόρφωση, ώστε να κάνει λόγο τις θεοπτίες του, με συναίσθηση της υψηλής του ευθύνης από τη θέση του πρώτου στην τάξη Πατριάρχη Ρώμης, ευθύνης που ενισχυόταν και από την πρόσβλεψη σ’ αυτόν και των υπολοίπων επισκόπων, θεολόγησε για την Εκκλησία. Δηλαδή έδειξε αυτό που η Εκκλησία μας ζούσε μέχρι τότε ως Παράδοσή της, βασισμένη στη ζωή και τον  λόγο του Χριστού, το κήρυγμα των Αποστόλων, το κήρυγμα των Πατέρων. «Λέων παμμακάριστε, έκανες τον νου σου αυτοκράτορα των παθών» (στιχηρό εσπερινού)∙ «Καταφωτίστηκες από το λαμπρότατο φως του Θεού, όσιε, και διατράνωσες έτσι τον λόγο της απόρρητης και θείας ενανθρωπήσεως, εξαγγέλλοντας τη διπλή ουσία και τη διπλή ενέργεια του σαρκωθέντος Θεού» (ωδή γ΄).

Το γεγονός ότι με την πίεση της Συνόδου αποφάνθηκε περί των ζητημάτων αυτών με τον τρόπο που είπαμε, και τα έγραψε σε τόμο, σε κείμενο, ώστε ο τόμος αυτός να αποτελεί κανονιστική γραφή για τους υπολοίπους Πατέρες, κάνει τον άγιο Θεοφάνη να τον παραλληλίζει με τον Μωυσή. «Κινούμενος από τον Θεό, τύπωσες τα διδάγματα της ευσεβούς αληθούς πίστεως σαν σε θεοχάρακτες πλάκες, οπότε φάνηκες στον θείο λαό και την ομήγυρη των σεπτών Διδασκάλων σαν δεύτερος Μωυσής» (ωδή η΄). Με τα δεδομένα αυτά ο υμνογράφος Θεοφάνης αξιοποιεί και πάλι το όνομα του αγίου: όχι μόνο κατέδειξε την αλήθεια ο άγιος Λέων, αλλά σαν λιοντάρι κατατρόμαξε και τους αιρετικούς, ακόμη δε και τον ίδιο τον διάβολο. «Άγιε Λέων, φάνηκες σαν αληθινό λιοντάρι, διώχνοντας τις προξενούσες σύγχυση αλεπούδες και κατατρομάζοντας τα νοήματα των ασεβών με βασιλικό βρύχημα» (ωδή δ΄). «Βγαίνει η ψυχή του θείου Λέοντα, και μπαίνει φόβος στις φάλαγγες των δαιμόνων» (στίχοι συναξαρίου).  

17 Φεβρουαρίου 2025

ΑΟΜΜΑΤΟΣ!

«Αυτός που έχει ορθή πίστη και όμως διαπράττει αμαρτίες, μοιάζει με πρόσωπο που δεν έχει οφθαλμούς» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄, γ΄, 42).

Σκληρός ο λόγος του οσίου! Δεν λέει  ότι αυτός που έχει ορθή πίστη, διαπράττοντας όμως αμαρτίες, έχει οφθαλμούς με ελαττωματική όραση, που σημαίνει ότι μπορεί μ’ έναν τρόπο να διορθωθεί αυτή. Ούτε ακόμη χειρότερα είναι τυφλός, μια  θλιβερή πραγματικότητα που όλοι απευχόμαστε. Λέει ότι πρόκειται για μια «τερατική» κατάσταση! Να ’χεις πρόσωπο και να μην έχεις καθόλου μάτια! Πώς μπορείς να αντικρίσεις μια τέτοια κατάσταση; Το μόνο που θέλεις να κάνεις είναι να κλείσεις και τα δικά σου μάτια για να μη…  βλέπεις!

Κι όμως, ο όσιος το λέει ακριβώς για να τονίσει – να κραυγάσει καλύτερα – ότι όσο προκαλεί σοκ ένα πρόσωπο χωρίς οφθαλμούς, άλλο τόσο συνιστά «τερατική» κατάσταση από πλευράς πνευματικής η ύπαρξη ανθρώπου με ορθή πίστη, με αποδοχή δηλαδή της αποκάλυψης του Χριστού όπως τη ζει το ζωντανό σώμα Του η Εκκλησία, που κάνει όμως αμαρτίες! Και ποιος δεν κάνει όμως αμαρτίες; Υπάρχει άνθρωπος, έστω και ο μεγαλύτερος άγιος, που να μην περιπίπτει σ’ αυτές; Όταν ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος επισημαίνει ότι «αν πούμε ότι δεν αμαρτάνουμε, είμαστε ψεύτες», ή όταν εξίσου διαπιστώνει ο απόστολος Παύλος την τραγικότητα του ανθρώπου με το «πάντες ήμαρτον και πάντες υστερούνται της δόξης του Θεού», τότε ποιος μπορεί να ξεφύγει από τον «κανόνα» της αμαρτίας; Οπότε; Είμαστε όλοι «τέρατα»; Στο συμπέρασμα αυτό δεν καταλήγει κανείς ακούγοντας τον άγιο Ιωάννη;

Ας έχουμε θάρρος! Ο άγιος δεν έχει μάλλον υπ’ όψιν του λέγοντας «διάπραξη αμαρτιών» την αμαρτητική ροπή του ανθρώπου και τις πτώσεις του με τους αμαρτωλούς λογισμούς – εκεί από όπου ξεκινά κάθε αμαρτία. Αλλ’ ούτε και τις αμαρτίες που καθημερινά διαπράττουμε, μετά μάλιστα από δραματικό πόλεμο στην καρδιά μας, και για τις οποίες  μετανοούμε. Τέτοιες πτώσεις και τέτοιες αμαρτίες ίσα ίσα μπορεί να γίνονται οι αφορμές για μεγαλύτερη ταπείνωσή μας και συνεπώς για μεγαλύτερη τελικώς προκοπή μας! Προφανώς μιλάει για τις αμαρτίες που ελαφρά τη καρδία επιτελούμε, γιατί η βούλησή μας έχει αποφασίσει οριστικά να προσκλίνει προς τα επίγεια, χωρίς αίσθηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας. Συνεπώς αναφέρεται σ’ έναν ιδεολογοποιημένο χριστιανισμό, σύμφωνα με τον οποίο άλλο είναι η πίστη μας, ορθή κατά τα άλλα, και άλλο η ζωή μας. Αλλά αυτό δεν συνιστά και τον φαρισαϊκό τρόπο ζωής; Και μη ξεχνάμε: μία ορθή πίστη χωρίς την εμψύχωσή της από τη ζωή μας, συνιστά μνήμη ασθενική – πολύ γρήγορα θα χαθεί.

Ίσως πρέπει να τρομάξουμε λίγο από τον λόγο του αγίου! Αν δεν έχει μάτια το εσωτερικό μας πρόσωπο, δεν έχουμε καθόλου ομορφιά!

«ΘΕΙΩΝ ΔΩΡΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑ!»

«Ο άγιος μάρτυς Θεόδωρος έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων  Μαξιμιανού και Μαξίμου και καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου, από ένα χωριό που λεγόταν Χουμιαλοί. Μόλις συγκαταλέχτηκε στη στρατιά των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων στρατιωτών, υπό την εξουσία του αξιωματικού Βρύγκα, εξετάστηκε από αυτόν, οπότε ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Θεός, ενώ καταχλεύασε τα σεβάσματα των ειδωλολατρών σαν άψυχα ξόανα και έργα χειρών ανθρώπων. Κι όταν του δόθηκε η ευκαιρία, δεν έμεινε άπρακτος, αλλά σκέφτηκε και προέβη στο μέγιστο από τα έργα: κατέκαψε το είδωλο της μητέρας των θεών, όπως οι ειδωλολάτρες παραφρονώντας λένε. Γι’ αυτόν τον λόγο και συνελήφθη, κι αφού ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο αυτουργός του εμπρησμού, πρώτα μεν τον χαράκωσαν κρεμασμένο με σιδερένια νύχια, έπειτα τον έριξαν μέσα σε καμίνι φωτιάς και εκεί τελειώθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο Μαρτύριό του, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου, κατά το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών, όταν έγινε και το θαύμα από αυτόν των κολύβων και έσωσε έτσι τον ορθόδοξο λαό από τη μιασμένη βρώση των ειδωλοθύτων».

Η συντριπτική πλειοψηφία των ύμνων της Εκκλησίας μας σήμερα αναφέρεται σ’ αυτό που δηλώνει το όνομα του αγίου Θεοδώρου: δώρο Θεού. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του, διαρκώς τονίζει ότι ο άγιος είναι «επώνυμος των θείων δωρεών», ότι «δωρίστηκε ως δώρο Θεού» στους ανθρώπους, ότι είναι «θείων δωρεών και πράγμα και όνομα». Ήδη μάλιστα στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός σε έδωσε στην οικουμένη σαν δώρο που φέρνει πλούτο, Θεόδωρε, γιατί δέχτηκε σαν ευεργέτης Θεός το δώρο σου, δηλαδή το τίμιο αίμα σου, που χύθηκε γι’ Αυτόν και προσφέρθηκε σ’ Αυτόν με το ζήλο της ευσέβειας». Με άλλα λόγια, κατά τον Θεοφάνη, ο Θεόδωρος είναι το αντίδωρο του Θεού στην Εκκλησία, αφού έλαβε τον ίδιο ως δώρο και  τον προσέφερε έπειτα σε όλους.

Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι πολύ σημαντική: Ό,τι προσφέρουμε εν αγάπη στον Θεό, ο Θεός δεν το «κρατάει» για τον εαυτό Του, αλλά μας το προσφέρει πολλαπλασιασμένο ως ευεργεσία δική μας. Του προσφέρουμε για παράδειγμα την προσευχή μας; Την μεταποιεί σε χάρη Του προς ίαση της ψυχής και του σώματός μας. Κι όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όλη την οικουμένη. Του προσφέρουμε – πάντα βεβαίως με την ενίσχυση Εκείνου – την υπακοή μας ως κατάθεση της θελήσεώς μας στο θέλημά Του; Παίρνει την υπακοή μας και την κάνει δική Του υπακοή σε εμάς. Γι’ αυτό και κατά την πίστη μας μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος από την παρουσία των αγίων ως ανθρώπων προσφερομένων στον Θεό δεν υφίσταται. Οι άγιοι είναι οι ευεργέτες της ανθρωπότητας, έστω κι αν ο κόσμος δεν κατανοεί τίποτε περί αυτού. Ο Θεός μας τους γνωρίζει, τους αποδέχεται, τους κάνει πρεσβευτές μας για την υπέρβαση των όποιων δυσκολιών μας στον κόσμο. Και το μεγαλύτερο αντίδωρο του Θεού στον κόσμο για το μεγαλύτερο δικό μας δώρο σε Αυτόν: την ίδια την Παναγία μας,  είναι ο ερχομός Του σε εμάς. Εκείνη δηλαδή δωρίστηκε σε Αυτόν κι Εκείνος την προσέλαβε και την έκανε σάρκα Του προκειμένου να έρθει στον κόσμο ως άνθρωπος. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Συνεπώς  ό,τι κάνουμε για χάρη του Θεού δεν είναι «χαμένος» χρόνος, όπως πιστεύουν ορισμένοι εκτός της πίστεως, αλλά ο πολυτιμότερος χρόνος της ζωής μας. Είπαμε, επανακάμπτει σε εμάς και μάλιστα πολλαπλασιασμένο εκ μέρους του Κυρίου μας.

Επεκτεινόμαστε στην αλήθεια αυτή, διότι ακριβώς αυτό πρώτιστα τονίζει ο άγιος Θεοφάνης. Κι είναι πολύ παρήγορα τα τροπάριά του, διότι αναφέρονται σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου βίου, ιδίως τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που υφιστάμεθα, και στις οποίες ο άγιος Θεόδωρος, ως όργανο του Θεού, έρχεται ως σωτήρας και βοηθός. «Τη θεοδώρητη χάρη των θαυμάτων σου, μάρτυς Θεόδωρε - σημειώνει για παράδειγμα - απλώνεις σε όλους που προστρέχουν με πίστη σε σένα, διά της οποίας σε δοξολογούμε λέγοντας: Λυτρώνεις τους αιχμαλώτους, θεραπεύεις τους αρρώστους, πλουτίζεις τους φτωχούς και διασώζεις τους πλέοντες» (δοξαστικό εσπερινού). «Σώσε με από τη θλίψη που με κατέχει, με τις πρεσβείες σου, μάρτυρα Χριστού, ομαλοποιώντας όλη την τραχύτητα της ζωής μου» (ωδή γ΄).

Κι ακόμη περισσότερο ο άγιος Θεόδωρος, κατά τον Θεοφάνη, εκτός από τις επεμβάσεις του για τις εξωτερικές δυσκολίες της ζωής, επεμβαίνει και για τις εσωτερικές, δηλαδή τις ψυχολογικές και πνευματικές δυσκολίες, προερχόμενες είτε από τις δαιμονικές επιθέσεις είτε από τα ίδια τα πάθη μας. Σε ένα από τα πιο ωραία τροπάριά του της έκτης ωδής επισημαίνει: «Επειδή υπήρξες θερμότατος υπερασπιστής της ευσεβούς πίστεως και έλεγξες αυστηρά την πλάνη των ειδώλων, εξαφάνισε από την ψυχή μου τις φαντασίες των δαιμόνων και τις εικόνες των παθών». Η εκζήτηση της βοήθειας του αγίου Θεοδώρου για όλες τις περιστάσεις της ζωής μας συνιστά πια μονόδρομο. Έχουμε πρεσβευτή ισχυρότατο, δοσμένο σε εμάς από τον Θεό μας.

15 Φεβρουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει» (Α´ Κορ. 6, 12)

Τήν ἀληθινή ἐλευθερία πού διασφαλίζει τή σχέση μας μέ τόν Θεό, τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τή δεύτερη Κυριακή προετοιμασίας μας γιά τήν εἴσοδο στή Μ. Σαρακοστή, Κυριακή τοῦ Ἀσώτου. «Πάντα μοι ἔξεστι», ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἔλεγαν στήν ἐποχή τοῦ ἀποστόλου, «ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει», ἀλλά δέν συμφέρουν ὅλα, πρόσθετε ὁ ἀπόστολος. Μία διαλεκτική πού ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς.

1. ῾Η ἐλευθερία βεβαίως προβάλλεται πρώτιστα ἀπό τούς ἁγίους μας ὡς τό κατεξοχήν στοιχεῖο τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν. ῎Αν δηλαδή μιλᾶμε γιά τόν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἄνθρωπο, μιλᾶμε κυρίως γιά τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας πού τοῦ ἔδωσε ὁ Δημιουργός, ὥστε χωρίς αὐτό νά μή θεωρεῖται κἄν ἄνθρωπος. «Ὁ Θεός ὄχι ἁπλῶς ἔδωσε ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν χάραξε μέσα σ᾽ αὐτόν» (ὅσιος Πορφύριος). ῎Οχι λοιπόν ἡ λογική ἤ ὁ συναισθηματικός του κόσμος ἀποτελοῦν τήν προτεραιότητά του, ἀλλά ἡ ἐλεύθερη βούλησή του, ἐφόσον ἀπό αὐτήν ἐξαρτᾶται ἡ ὀρθή ἤ μή πορεία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας του.

2. Καθοριστική λοιπόν ἡ ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο, ἀλλά μέ τί περιεχόμενο! Διότι ἡ πτώση του στήν ἁμαρτία ζόφωσε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν καί ἡ ἐλευθερία ἔχασε τήν καθαρότητά της βιούμενη ἔκτοτε διαστρεβλωμένα. Τό «πάντα μοι ἔξεστι» μάλιστα συνιστᾶ τήν πλήρη διαστρέβλωσή της, γιατί κατανοεῖται  ὡς πλήρης ασυδοσία, πού προϋποθέτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ τελική ἀναφορά στόν κόσμο τοῦτο. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ οὔτε ἄρα καί ἡ ἱεραρχημένη λειτουργία τῆς ἐλευθερίας, ὡς δώρου δηλαδή πού ὁδηγεῖ πρός Αὐτόν. ῾Η ἀνατροπή εἶναι δεδομένη: ὁ ἄνθρωπος μή ἀναφερόμενος στόν Δημιουργό ὑποδουλώνεται στά πάθη του καί στόν ὑποκινητή τους διάβολο. «ᾯ τις ἥττηται τοῦτο καί δεδούλωται». ῾Ο ἄνθρωπος καθίσταται ἔτσι τό πιό ἐπικίνδυνο ὄν μέσα στή δημιουργία: καταστρέφει τόν ἑαυτό του καί ὅ,τι στέκεται ἐμπόδιο στήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν του. «Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται», είπε ὁ μεγάλος Ντοστογιέφσκι. Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου περιγράφει ἀνάγλυφα τήν ἀσύδοτη αὐτή χωρίς Θεό ἐλευθερία: ἀσωτία, νέκρωση, ἀπώλεια ἑαυτοῦ.

3. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος βάζει τά πράγματα στή θέση τους. Μιλάει γιά τήν ἀληθινή ἐλευθερία, κριτήριο τῆς ὁποίας εἶναι τό πνευματικό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, ὅ,τι δηλαδή συντελεῖ στή ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό. Δέν αὐτονομεῖται ἡ ἐλευθερία, διότι δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά γίνεται ἀναβαθμός στήν ἔνθεη προκοπή τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος προκειμένου νά ἐπιλέγει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί ὄχι νά ἐναντιώνεται πρός αὐτό. ᾽Ακριβῶς ἡ ἐναντίωσή του αὐτή, ἡ κατανόηση τῆς ἐλευθερίας του ὡς δύναμης διαγραφῆς τοῦ Θεοῦ ἀπετέλεσε καί τήν πτώση του μέ ὅλα τά τραγικά ἀποτελέσματα πού ἔφερε, κυρίως τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς ἐλευθερίας. «᾽Αλλ᾽ οὐκ ἐγώ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος». Ὁπότε τήν ὥρα πού ἐλεύθερα ἐπιλέγω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη τήν ὥρα διασφαλίζω τήν ἐλευθερία μου καί τήν περαιτέρω αὔξησή της. Διότι «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία».

4. Τό παράδοξο εἶναι προφανές: πρέπει νά «δουλωθεῖ» κανείς στόν Θεό, ὑπακούοντας τό θέλημά Του, γιά νά γίνει ἐλεύθερος. Κι ἐλεύθερος σημαίνει υἱός τοῦ Θεοῦ, φίλος καί ἀδελφός Του. «῾Υμεῖς φίλοί μου ἐστέ ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὑμῖν». «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι».  Ἀντιθέτως: ὁ «ἀπελεύθερος» τοῦ Θεοῦ ὑποδουλώνεται τελικῶς  στά πάθη του καί τόν Πονηρό. Διότι ἐλευθερία ἀπό τόν Θεό σημαίνει ἀπώλεια τῆς ἀγάπης καί ἐμπλοκή στήν ἴδια τήν κόλαση.

Λοιπόν ἐλεύθερος δέν εἶναι αὐτός πού κάνει ὅ,τι θέλει ἤ ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει, ἀλλά αὐτός πού κάνει ὅ,τι συμφέρει καί ἁρμόζει στήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη, ὅ,τι ἔχει αἰώνια ἀξία καί τόν διακρατεῖ στήν χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τά παραδείγματα τοῦ ἀποστόλου: φαγητό καί πορνεία, κατανοοῦνται κάτω ἀκριβῶς ἀπό αὐτήν τήν ὀπτική: ὄχι μόνο ἡ ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα, λειτουργοῦν σωστά καί ὁμαλά, ὅταν λειτουργοῦν δοξολογικά πρός τόν Χριστό καί ὄχι πρός ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας τοῦ ἀνθρώπου: «τό σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλά τῷ Κυρίῳ, καί ὁ Κύριος τῷ σώματι». Ἡ ἐγκράτεια ἔτσι ὡς γενική ἀρετή θεωρεῖται δεδομένη γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τονίζει ἡ Ἐκκλησία ίδως τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς.

 ῾Ο ἀγώνας τῆς ἐλευθερίας ὡς ἔνθεης ζωῆς δέν εἶναι ἀγώνας κάποιων στιγμῶν τῆς ζωῆς μας οὔτε σχετίζεται μέ τά δικά μας (ἁμαρτωλά κυρίως) θέλω καί τό ἔτσι μ᾽ ἀρέσει.  ῾Η ἐλευθερία κερδίζεται ἤ χάνεται κάθε στιγμή στόν βαθμό πού πορευόμαστε μέ κριτήριο τό πνευματικό μας συμφέρον: τήν ὑπακοή μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Τό «γενηθήτω τό θέλημά Σου» ἀποτελεῖ τόν ἀέρα πού ἀναπνέουν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ ὁδηγώντας τα στή μεγαλύτερη ἔκπληξη: νά γίνεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός «ὑπήκοος» ἐκείνων.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 15, 11-32)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας.  Καὶ διεῖλεν  αὐτοῖς  τὸν  βίον.  Καὶ μετ’  οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν  τὴν  οὐσίαν  αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.  Δαπανήσαντος  δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρός κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός  μου  περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε  πρὸς  τὸν  πατέρα ἑαυτοῦ. Ἔτι  δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε  τὴν  στολὴν  τὴν  πρώτην  καὶ ἐνδύσατε  αὐτόν,  καὶ δότε δακτύλιον  εἰς  τὴν  χεῖρα  αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα  εἰς  τοὺς  πόδας,  καὶ ἐνέγκαντες  τὸν  μόσχον  τὸν  σιτευτόν  θύσατε,  καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι  οὗτος ὁυἱός  μου  νεκρὸς ἦν  καὶ ἀνέζησεν,  καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε  συμφωνίας  καὶ χορῶν,  καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα  τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. Ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ·τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος τὴν ἑξῆς παραβολή: «Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. Ὁ μικρότερος ἀπ’  αὐτούς  εἶπε  στόν πατέρα του:  “πατέρα,  δῶσε  μου  τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού μοῦ ἀναλογεί”· κι ἐκεῖνος τούς μοίρασε τήν περιουσία. Ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ὁ μικρότερος γιός τά μάζεψε ὅλα κι ἔφυγε  σέ  χώρα  μακρινή. Ἐκεῖ σκόρπισε  τήν  περιουσία  του  κάνοντας ἄσωτη ζωή. Ὅταν τά ξόδεψε ὅλα, ἔτυχε νά πέσει μεγάλη πείνα στή χώρα ἐκείνη, καί ἄρχισε κι αὐτός νά στερεῖται. Πῆγε λοιπόν κι ἔγινε ἐργάτης σέ ἕναν ἀπό τούς πολίτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε στά χωράφια του νά βόσκει χοίρους. Ἔφτασε στό σημεῖο νά θέλει νά χορτάσει μέ τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱχοῖροι, ἀλλά κανένας δέν τοῦ ἔδινε. Τελικά συνῆλθε καί εἶπε: “πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσιο ψωμί, κι ἐγώ ἐδῶ πεθαίνω τῆς πείνας! Θά σηκωθῶ καί θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: πατέρα, ἁμάρτησα στό Θεό καί σ’ ἐσένα· δέν εἶμαι ἄξιος πιά νά λέγομαι γιός σου· κάνε με σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, καί ξεκίνησε νά πάει στόν πατέρα του.Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του, τόν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε, τόν ἀγκάλιασε σφιχτά καί τόν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ γιός του τοῦ εἶπε: “πατέρα, ἁμάρτησα στό Θεό καί σ’ ἐσένα καί δέν ἀξίζω νά λέγομαι παιδί σου”. Ὁ πατέρας ὅμως γύρισε στούς δούλους του καί τούς διέταξε: “βγάλτε  γρήγορα  τήν  καλύτερη  στολή  καί  ντύστε  τον·  φορέστε  του δαχτυλίδι στό χέρι καί δῶστε του ὑποδήματα. Φέρτε τό σιτευτό μοσχάρι καί σφάξτε το νά φᾶμε καί νά εὐφρανθοῦμε, γιατί αὐτός ὁ γιός μου ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”. Ἔτσι ἄρχισαν νά εὐφραίνονται. Ὁ μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στό χωράφι· καί καθώς ἐρχόταν καί πλησίαζε στό σπίτι, ἄκουσε μουσικές καί χορούς. Φώναξε, λοιπόν, ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες καί ρώτησε νά μάθει τί συμβαίνει. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: “γύρισε ὁ ἀδερφός σου, κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τό σιτευτό μοσχάρι, γιατί τοῦ ἦρθε πίσω γερός”. Αὐτός τότε θύμωσε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ μέσα. Ὁ πατέραςτου βγῆκε καί τόν παρακαλοῦσε, ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε: “ἐγώ τόσα χρόνια σοῦ δουλεύω καί ποτέ δέν παράκουσα καμιά ἐντολή σου· κι ὅμως σ’ ἐμένα δέν ἔδωσες ποτέ ἕνα κατσίκι γιά νά εὐφρανθῶ μέ τούς φίλους μου. Ὅταν ὅμως ἦρθε αὐτός ὁ γιός σου, πού κατασπατάλησε τήν περιουσία σου μέ πόρνες, ἔσφαξες γιά χάρη του τό σιτευτό μοσχάρι”. Κι ὁ πατέρας του τοῦ ἀπάντησε: “παιδί μου, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καί δικό σου. Ἔπρεπε ὅμως νά εὐφρανθοῦμε καί νά χαροῦμε, γιατί ὁ ἀδερφός σου αὐτός ἦταν νεκρός κι ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄Κορ. 6, 12-20)

Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος  τῷ Κυρίῳ ἓν  πνεῦμά ἐστι.  φεύγετε  τὴν  πορνείαν.  Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν  ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς  τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, μερικοί μεταξύ σας λένε: «Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται». Σωστά· ὅλα ὅμως δέν εἶναι πρός τό συμφέρον. Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἐγώ ὅμως δέ θά ἀφήσω τίποτε νά μέ κυριέψει. Λένε ἐπίσης: «Οἱ τροφές προορίζονται γιά τήν κοιλιά καί ἡ κοιλιά εἶναι καμωμένη γιά τίς τροφές»· ὁ Θεός ὅμως θά τά ἀχρηστέψει  καί  τό ἕνα  καί  τό ἄλλο.  Τό  σῶμα  δέν ἔγινε  γιά  νά πορνεύουμε, ἀλλά γιά νά δοξάζουμε τόν Κύριο, καί ὁ Κύριος θά δοξάσει τό σῶμα. Καί ὁ Θεός πού ἀνέστησε τόν Κύριο, μέ τή δύναμή του θά ἀναστήσει κι ἐμᾶς. Δέν ξέρετε ὅτι τά σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ; Μπορῶ, λοιπόν, νά πάρω κάτι πού εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί νά τό κάνω μέλος τοῦ σώματος μιᾶς πόρνης; Ποτέ τέτοιο πράγμα! Ἤ μήπως δέν ξέρετε ὅτι αὐτός πού ἑνώνεται μέ μιά πόρνη γίνεται ἕνα σῶμα μαζί της; Γιατί, καθώς λέει ἡ Γραφή, οἱ δύο θά γίνουν ἕνα σῶμα. Ὅποιος ὅμως ἑνώνεται μέ τόν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί του. Μακριά λοιπόν ἀπό τήν πορνεία! Κάθε ἄλλο ἁμάρτημα πού μπορεῖ νά διαπράξει κανείς βρίσκεται ἔξω ἀπό τό σῶμα του· αὐτός ὅμως πού πορνεύει βεβηλώνει τό ἴδιο του τό σῶμα. Ἤ μήπως δέν ξέρετε ὅτι τό σῶμα σας εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού σᾶς τό χάρισε ὁ Θεός καί βρίσκεται μέσα σας; Δέν ἀνήκετε στόν ἑαυτό σας· σᾶς ἀγόρασε ὁ Θεός πληρώνοντας τό τίμημα. Τό Θεό λοιπόν νά δοξάζετε μέ τό σῶμα σας καί μέ τό πνεῦμα σας, πού ἀνήκουν σ’ ἐκεῖνον.

ΑΡΕΤΕΣ ΠΟΥ ΠΕΤΑΣ ΣΕ ΠΑΛΙΟΚΑΛΑΘΟ!

 

«Το καλόν ουκ έστι καλόν, εάν μη καλώς γένηται. Αν πηγαίνης εις την εργασίαν από φόβον ή αν κάμνης υπομονήν από εντροπήν ή αν σιωπάς από θυμόν και υπερηφάνειαν, αν πηγαίνης εις την υπηρεσίαν με γογγυσμόν και όχι με ευχαρίστησιν, αν πηγαίνης εις την ακολουθίαν με αμέλειαν και ανορεξία, αυτές τις αρετές που γίνονται χωρίς ευχαρίστησι και καλή διάθεσι τις πετάς μέσα σ’ ένα παλιοκάλαθο» (όσιος Άνθιμος ο εν Χίω*).

Οι χριστιανοί πολύ συχνά γινόμαστε «περίεργοι» άνθρωποι. Περίεργοι με την έννοια ότι μας διαφεύγει το πιο κύριο στοιχείο της χριστιανικής πίστεως: το βάθος και η καρδιά του ανθρώπου. Ο Κύριος ήδη απαρχής της Δημιουργίας του ανθρώπου, πολύ περισσότερο μετέπειτα με τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, κατεξοχήν δε με τον ερχομό Του ως άνθρωπος στον κόσμο τούτο, μας έδειξε ότι το ζητούμενο από Αυτόν για τον άνθρωπο δεν είναι απλώς τα έργα του και η επιφάνεια εν γένει των ενεργειών του, αλλά το κίνητρο που υπάρχει πίσω από αυτά, η «καρδιά» που ωθεί το κάθε τι στην πορεία της ζωής του. «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν»!

Ποιος δεν θυμάται για παράδειγμα το αρχικό περιστατικό της ανθρώπινης ιστορίας με τα παιδιά του Αδάμ και της Εύας, τον Κάιν και τον Άβελ; Και οι δύο προσφέρουν θυσία προς τον Θεό, αλλά μόνον η προσφορά του Άβελ ευλογείται από Εκείνον. Γιατί; Διότι κίνητρό της ήταν η άδολη αγάπη του Άβελ που πρόσφερε στον Θεό ό,τι καλύτερο είχε - η θυσία του Κάιν ήταν αναμειγμένη με εγωισμό και με συμφέρον, εξ ου και απορρίπτεται. Και από τους Προφήτες της Π. Διαθήκης ακούγεται ο λόγος του Κυρίου: «Έλεος θέλω και ου θυσίαν», την αγάπη σου θέλω, άνθρωπε, την καρδιά σου και όχι αυτό που υλικά μου προσφέρεις. Κι ακόμη: «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από τις θυσίες σας, γιατί τα χέρια σας στάζουν αίμα από τις αδικίες σας»! Είναι περιττό βεβαίως να μνημονεύσουμε τον ίδιο τον Κύριο, γιατί ο κάθε λόγος Του και η κάθε ενέργειά Του ήταν ακριβώς ένα «μαστίγωμα» της φαρισαϊκής ηθικής που εξαντλείτο μόνο στο «φαίνεσθαι» και όχι στην καθαρότητα της καρδιάς. «Ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί…!» Αρκεί ίσως η υπενθύμιση της χήρας γυναίκας, η οποία επαινέθηκε από τον Ίδιο, γιατί ενώ έδωσε ό,τι πιο πενιχρό υπήρχε προς ελεημοσύνη, ένα «δίλεπτον», εν αντιθέσει προς τους Φαρισαίους που έδιναν πολλά, το έδωσε με την καρδιά της – έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε.

Γινόμαστε λοιπόν «περίεργοι» οι χριστιανοί, γιατί θαμπωνόμαστε μ’ αυτό που βλέπουμε ως αρετή: την εργατικότητα κάποιου, την υπομονή που επιδεικνύει, τη σιωπή του, την προσφορά των υπηρεσιών του, το φιλακόλουθο ακόμη με τον ερχομό του στην Εκκλησία! Κι έρχεται ο άγιος Άνθιμος με το συγκεκριμένο λόγιό του να μας υπενθυμίσει την αλήθεια που ισχύει στην πίστη μας: όχι το τι κάνουμε, το τι ίσως λέμε, αλλά το γιατί κάνουμε ή λέμε κάτι έχει σημασία, όπως το αναπτύξαμε δι’ ολίγων και παραπάνω. Η καρδιά μας και το περιεχόμενό της είναι ό,τι βλέπει ο Κύριος, αφού αυτή αποτελεί το κέντρο και την «ουσία» μας, εκεί εδράζεται ο νους μας, το κατεξοχήν στοιχείο που εικονίζει τον Χριστό στην ύπαρξή μας. «Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό» είπε ο ενανθρωπήσας Θεός μας, τονίζοντας και με τον τρόπο αυτόν ότι εκεί βρίσκει τόπον «καταπαύσεως», το περιεχόμενο της καρδιάς είναι ό,τι Τον ελκύει, βλέποντας τη συγγένεια που υπάρχει μεταξύ του Ίδιου και ημών.

Οπότε, τα έργα μας είναι άξια ενώπιον του Θεού όταν βρίσκονται σ’ αυτήν την ευθεία: να ετοιμάσουν χώρο για την εγκατοίκησή Του μέσα μας, να συντονιστούμε με την αγάπη Του, η οποία μας αγαπά σε άπειρο βαθμό. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Κι αυτό θα πει: κάθε αρετή που εξασκούμε δεν μας καταξιώνει από μόνη της, αλλ’ όταν συντελεί στο άνοιγμα της ύπαρξής μας, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας. Όπως το υπενθυμίζει από τον απόστολο Παύλο ο όσιός μας: «Το καλό δεν είναι καλό, εάν δεν γίνεται και με καλό τρόπο». Εργάζομαι; Ναι, όχι όμως από φόβο, αλλά από συναίσθηση ότι η εργασία με προάγει κατά Θεόν. Υπομένω; Ναι, αλλά από αγάπη προς τον συνάνθρωπο και με επίγνωση ότι έτσι οδηγούμαι στην τελειότητα. Σιωπώ; Ναι, όχι από θυμό και υπερηφάνεια, αλλά γιατί έτσι δίνω χώρο στον συνάνθρωπο να συνέλθει, την ώρα που και εγώ αυξάνω τη μακροθυμία μου. Το ίδιο και στην υπακοή στον άλλον, στην προσευχή μου, στον εκκλησιασμό μου. Ο απόστολος Παύλος το υπενθυμίζει και με άλλον τρόπο: «Είτε τρώτε είτε πίνετε είτε οτιδήποτε άλλο κάνετε, όλα να τα κάνετε προς δόξαν Θεού». Και: «πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε». Όλη η ζωή μας δηλαδή να βρίσκεται στην ετοιμότητα της ζωντανής σχέσης μας με τον Κύριο. Διαφορετικά, και ενάρετοι να είμαστε οι αρετές μας βρίσκονται πεταμένες «σ’ ένα παλιοκάλαθο»! 

*Ο όσιος Άνθιμος (1869-1960) γεννήθηκε στην περιοχή Αγίου Λουκά Λιβαδίων Χίου, από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, τον Κωνσταντίνο και την Αργυρώ, οι οποίοι ανέθρεψαν το τέκνο τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Γι’ αυτό και από νεαρή ηλικία ο Αργύρης, όπως ήταν το βαφτιστικό του όνομα, ενώ δεν προχώρησε στα γράμματα παρ’ όλη τη φυσική ευφυΐα του – το Δημοτικό Σχολείο μόνο τελείωσε – έδειξε ότι κύρια και μοναδική αγάπη του είναι ο Θεός και η αγία Εκκλησία Του. Αφιέρωνε πολύ χρόνο στην προσευχή, ενώ διακαώς επιθυμούσε να βρίσκεται στις ακολουθίες της Εκκλησίας, φανερώνοντας μάλιστα τη χάρη που είχε λόγω της μεγάλης αγάπης του προς την Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η αγάπη του αυτή προς την Παναγία έγινε και η αφορμή να γνωριστεί με τους Πατέρες της Σκήτης των Αγίων Πατέρων της Χίου, - οπότε αργότερα και να γίνει μικρόσχημος μοναχός εκεί υπό την καθοδήγηση του Γέροντος Παχωμίου παίρνοντας το όνομα Άνθιμος -, γιατί έφερε στους Πατέρες του Μοναστηριού μία οικογενειακή εικόνα Της που αγαπούσε υπερβαλλόντως, η οποία όμως χρειαζόταν επισκευή. 
Η εικόνα της Παναγίας «ταυτίστηκε» θα λέγαμε με ολόκληρη τη ζωή του. Αποδύθηκε εν υπακοή σε μεγάλους πνευματικούς αγώνες, αλλά κάποια στιγμή τον επισκέφθηκαν οι ασθένειες, γι’ αυτό πήρε την εντολή να επιστρέψει στην οικία του προς ανάρρωση. Κι εκεί όμως συνέχισε να αγωνίζεται, αποσυρόμενος σε μικρό απομονωμένο κελί στα πατρικά του κτήματα, στα Λιβάδια της Χίου,  ασκώντας μάλιστα και την τέχνη του υποδηματοποιού για να βοηθάει και τους γονείς του αλλά και τους πάσχοντες πτωχούς αδελφούς του. 
Σε ηλικία 40 ετών έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον διάδοχο του Παχωμίου ιερομόναχο Ανδρόνικο. Ένας τέτοιος φωτισμένος όμως άνθρωπος δεν μπορούσε να μένει επί πολύ «υπό τον μόδιον». Τέθηκε «επί την λυχνίαν», να γίνει δηλαδή ιερέας, καθώς κλήθηκε για τον σκοπό αυτόν από τον ανάδοχό του Στέφανο (Διοματάρη) το 1910, που βρισκόταν στο Αδραμύτιο της Μ. Ασίας. Με τις απαρχές της ιερατικής του διακονίας αρχίζουν και τα θαύματα που ο Θεός επέτρεψε να γίνονται διά των χειρών αυτού, όπως η θεραπεία ενός δαιμονισμένου ταλαίπωρου ανθρώπου. Ο πιστός λαός δοξολογεί τον Κύριο για το σκεύος εκλογής Του, κάποιοι όμως «συνάδελφοι» ιερείς προκαλούνται σε φθόνο. 
Ο άγιος συγκαταβαίνει και φεύγει, πηγαίνοντας στο Άγιον Όρος όπου και γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό. Ο Κύριος όμως τον ήθελε στη Χίο, γι’ αυτό και σύντομα επιστρέφει τοποθετούμενος ως εφημέριο στο Λεπροκομείο της νήσου. Νέο πεδίο δράσεως ανοίγεται για τον άνθρωπο του Θεού, ο οποίος παίρνει την πληροφορία ότι η Υπεραγία Θεοτόκος που ήταν η προστάτις Του θα ήταν η κατεξοχήν προστάτις και όλου του πιστού λαού που θα προσέφευγαν σ’ Αυτήν. Καταγράφονται αναρίθμητα θαύματα της Μεγάλης Μάνας που θεράπευσε επώνυμους και ανώνυμους ασθενείς. 
Η διακονία του στο Λεπροκομείο υπήρξε πράγματι θαυμαστή. Διότι δεν «προφυλασσόταν» από τους εκεί ασθενείς. Καθημερινά συμβίωνε μαζί τους, συνομιλώντας και συντρώγοντας μαζί τους, κοινωνώντας τους με τη Θεία Κοινωνία – η ζωή τους ήταν και η δική του ζωή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό που ζούσε οραματίζεται την ίδρυση Μονής, για πρόσφυγες καλόγριες που έρχονταν από τη Μ. Ασία. 
Η Παναγία η Βοήθεια ήταν το ορατό αποτέλεσμα του οραματισμού του αυτού. Το μοναστήρι της Παναγίας γίνεται ο νέος τόπος του περαιτέρω αγιασμού του. Ο Κύριος και η Θεοτόκος χαίρονται για τον άπλετο τόπο «καταπαύσεώς» Τους στον δούλο Τους Άνθιμο. 
Σε ηλικία 90 ετών ο όσιος καλείται να μετατεθεί «επί τα αλυπότερα και θυμηδέστερα», εκεί που αδιάκοπα και βαθιά επιθυμούσε, στην αγκαλιά του Κυρίου και των Αγίων Του. 27 Ιανουαρίου 1960 τέλεσε την τελευταία του θεία Λειτουργία και λίγες ημέρες αργότερα κοιμήθηκε εν ειρήνη.