19 Μαρτίου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΔΑΡΕΙΑ

«Οἱ ἅγιοι αὐτοί ἔζησαν ὅταν βασιλιᾶς ἦταν ὁ Νουμεριανός (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.). ῾Ο Χρύσανθος εἶχε πατέρα συγκλητικό ἀπό τήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὀνόματι Πολέμονα, ἐνῶ ἡ Δαρεία ἦταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. ᾽Επειδή δέ ὁ Χρύσανθος μυήθηκε τά θεῖα ἀπό κάποιο χριστιανό, βαπτίστηκε καί κήρυττε τόν Χριστό μέ παρρησία, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του νά τόν κλείσει στή φυλακή. Καθώς ὅμως δέν ὑποχωροῦσε, ἀλλά παρέμενε σταθερός καί ἀσάλευτος στήν πίστη του, ὁ πατέρας του ἔστειλε καί ἔφερε ἀπό τήν ᾽Αθήνα μία κόρη ὄμορφη καί ὡραία, ὀνόματι Δαρεία, γιά νά τόν νυμφεύσει, ὥστε μέ τόν ἔρωτα πρός αὐτήν νά τόν μετακινήσει ἀπό τήν πίστη τῶν χριστιανῶν. ῾Η Δαρεία ὅμως ἀντί νά πείσει τόν Χρύσανθο, μᾶλλον πείστηκε, κι ἀφήνοντας τήν ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρίας δέχτηκε τό βάπτισμα. Συμφώνησαν μάλιστα νά διαφυλάξουν τήν παρθενία τους καί οἱ δύο.

῞Οταν μαθεύτηκε τό γεγονός τῆς μεταστροφῆς καί τῆς Δαρείας,  κατηγορήθηκαν πρός τόν ἔπαρχο Κελλερίνο, ὁ ὁποῖος τούς ἔδωσε πρός ἐξέταση στόν τριβοῦνο Κλαύδιο τόν ἔπαρχο. Αὐτός τότε τούς τιμώρησε μέ πολλῶν εἰδῶν βασανιστήρια, ἀλλά καθώς τούς εἶδε νά τά ξεπερνοῦν καί νά μή ὑποκύπτουν, ἄλλαξε καί πίστεψε στόν Χριστό, μαζί μέ τή γυναίκα του ᾽Ιλαρία καί τά δύο τους παιδιά, τόν ᾽Ιάσωνα καί τόν Μαῦρο, ὅπως συνέβη καί μέ τούς στρατιῶτες πού ἦταν ὑπό τίς διαταγές τους, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα δέχτηκαν καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, κατά τήν δεκάτη ἐνάτη τοῦ μηνός Μαρτίου. Καί ὁ μέν Κλαύδιος, ἀφοῦ δέθηκε σέ λίθο καί ρίχτηκε στή θάλασσα τελειώθηκε, τῶν δέ παιδιῶν του καί τῶν στρατιωτῶν του ἔκοψαν τά κεφάλια. ῾Ο ἅγιος Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία ρίχτηκαν σέ βόθρο, κι ἀφοῦ ἔριξαν ἀπό πάνω χῶμα, καταχώθηκαν, ὁπότε δέχτηκαν καί τό τέλος τοῦ μαρτυρίου».

Δέν εἶναι μόνον ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ ᾽Αθηναία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κόσμημα καί σέμνωμα τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν, ἀλλά πολύ πιό πίσω ἀπό αὐτήν ἡ ἁγία Δαρεία λάμπει καί κοσμεῖ τήν πόλη. Γιατί ἡ ᾽Αθήνα ὑπῆρξε ἡ γενέτειρα καί τῶν δύο. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος νά μή μπορεῖ νά κάνει ὁποιοδήποτε συσχετισμό τῶν ἁγίων σπουδαίων αὐτῶν γυναικῶν μαρτύρων, δεδομένου ὅτι ἡ Δαρεία ἔζησε πρίν ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας Φιλοθέης, ὅμως εἴμαστε βέβαιοι ὅτι καί οἱ δύο ᾽Αθηναῖες χαίρουν καί ἀγάλλονται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, στεφανωμένες μέ τό διπλό στεφάνι τῆς ἄσκησης καί τοῦ μαρτυρίου. Στήν ἁγία Δαρεία μάλιστα ἴσως λάμπει περισσότερο τό στεφάνι τῆς ἄσκησης, διότι λαμπρύνθηκε καί ἀπό τόν ἀγώνα τῆς παρθενίας μέ τόν ἰδιότυπο τρόπο τῆς «λευκῆς» συζυγίας της μέ τόν ἅγιο Χρύσανθο. Κι εἶναι κάτι πού ἀξίζει κανείς νά τονίσει ἐν προκειμένῳ: χωρίς νά εἶναι κἄν χριστιανή ἡ Δαρεία, πείθεται στά λόγια τοῦ συζύγου της Χρυσάνθου, πιστεύει στόν Χριστό, ἀφιερώνεται σ᾽ Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, δίνει καί τό αἷμα της γιά χάρη Του. Πόσο καλοπροαίρετη πρέπει νά ἦταν, πόσο ἕτοιμη γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πειστεῖ στόν σύζυγό της γιά κάτι πού φαίνεται καί εἶναι ὑπεράνω τῆς φυσικῆς τάξης τῶν πραγμάτων: τήν ἐν συζυγίᾳ παρθενία καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος!  Καί πόση δύναμη λόγων πρέπει νά εἶχε ὁ Χρύσανθος, πόση φωτεινή προσωπικότητα, ὥστε νά πείσει μία νέα κοπέλα γιά ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα! Τά λόγια του κυριολεκτικά πρέπει νά ἦταν χρυσά, δηλαδή γεμάτα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μποροῦν νά διεισδύσουν στήν καρδιά τῆς νεαρῆς Δαρείας. «῾Υπακούεις σ᾽ αὐτόν πού ἀγαποῦσες, πάνσοφη, ὁ ὁποῖος σέ ὁδηγοῦσε ὡς νύμφη στόν Χριστό, ἐγκαταλείποντας τόν ἔρωτα τῆς σάρκας μέ τήν ἱερή πίστη» (ὠδή γ´). «῾Οδήγησες, Χρύσανθε μακάριε, στόν Χριστό τήν ἔνδοξη Δαρεία μέ τά χρυσά λόγια σου, ἡ ὁποία ἔκανε ἄθλους καί ντρόπιασε τούς τυράννους» (κάθισμα ὠδῆς γ´).

Ποιητικό αἴτιο τῶν θαυμασίων τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητας πού λέγεται Χρύσανθος ἦταν βεβαίως, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σφοδρή ἀγάπη του γιά τόν Κύριο. ῾Η ἀγάπη αὐτή, κυριολεκτικά ἔρωτας πρός τόν Χριστό, ἦταν ἐκείνη πού τόν φτέρωνε γιά νά ξεπερνᾶ ὅ,τι θεωρεῖται φυσικό καί ἀποδεκτό καί νόμιμο: ἡ συζυγία, ἡ ἀγάπη τῶν θελγήτρων τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἡ ἀπόλαυση τῶν ἡδέων τοῦ βίου. «Πληγώθηκες ἀπό τόν γλυκύτατο ἔρωτα τοῦ Δημιουργοῦ, μάρτυρα Χρύσανθε, κι ἀφοῦ περιφρόνησες τά τερπνά τοῦ βίου, ἔδωσες ὅλη τή ροπή τῆς καρδιᾶς σου σ᾽ Αὐτόν πού ποθοῦσες μέ μεγάλη προθυμία» (ὠδή α´). Κι εἶναι μία ἀλήθεια πού ἡ ᾽Εκκλησία μας τονίζει διαρκῶς: κανείς δέν μπορεῖ νά ἀπεμπλακεῖ ἀπό τά ὡραῖα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἄν δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο ὡραιότερο καί ἰσχυρότερο ὡς δύναμη ροπῆς, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Σάν νά ἔχει κάποιος ὡραῖα ἐνδύματα νά φορέσει, ὅμως μπροστά σέ ἀπείρως ὡραιότερα ἐπιλέγει τά δεύτερα. Καί πράγματι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ὁ ὑμνογράφος ἔτσι τοποθετεῖ τά πράγματα: «῾Ο Δημιουργός σέ ἔντυσε, μακάριε Χρύσανθε, μέ ἄφθαρτο χιτώνα πού τόν ὕφανε ἀπό τόν οὐρανό ἡ θεία χάρη, γιατί κράτησες τό σῶμα σου καθαρό, γι᾽ αὐτό καί σέ στεφάνωσε ὡς νικητή» (ὠδή δ´).

Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Χρύσανθου καί τῆς ἁγίας Δαρείας βεβαίως γιά τόν Χριστό ἦταν ἐκείνη πού ἔκανε τόν λογισμό τους νά κρατεῖται στέρεος ἀκόμη καί μπροστά στά βασανιστήρια. ᾽Αγάπη πού ἐνισχυόταν  καί ἀπό τήν ἴδια τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, δεδομένου ὅτι «χωρίς Αὐτῆς οὐ δύναται ὁ ἄνθρωπος ποιεῖν οὐδέν». Ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἐνίσχυσε τήν ἀγάπη τους γιά τόν Χριστό, ὥστε καί νά κρατήσουν ἁγνή τή σχέση τους καί νά μή δειλιάσουν μπροστά στά μαρτύρια. «Μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ κυριαρχήσατε στά πάθη τῆς σάρκας, γι᾽ αὐτό καί ὁ Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία δροσισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀποτέφρωσαν τή φωτιά τῶν κολάσεων» (ὠδή η´). Μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφτασαν στό χαρισματικό σημεῖο τῶν τριῶν παίδων στήν κάμινο τοῦ πυρός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «᾽Αντιτάχτηκες, μακάριε Χρύσανθε, στόν ματαιόφρονα τύραννο μέ τή σταθερότητα τοῦ λογισμοῦ, κι ἔτσι ὑπέφερες τούς γδαρμούς τοῦ σώματος. Κι ἐνῶ φλογιζόσουν ἀπό τή φλόγα, δέν καταφλέχτηκες, ψάλλοντας μαζί μέ τούς τρεῖς παῖδες: Εὐλογεῖτε, πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον» (ὠδή η´).

Δέν εἶναι λοιπόν παράδοξη ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου γιά τούς ἁγίους: εἶναι σάν καθαρά κειμήλια  πού ὁ Δημιουργός ἔχει ἀφιερώσει στόν ἐπουράνιο Ναό Του, εὑρισκόμενα μέσα σέ ἄπειρη δόξα. «᾽Αποφύγατε τήν σαρκική ἕνωση μέ τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς, καί φανήκατε σάν ἁγνά κειμήλια τοῦ Παντοκράτορος, ἀφιερωμένα στόν ἐπουράνιο Ναό» (ὠδή η´). «῾Υψωθήκατε πρός ἄπειρη δόξα, Χρύσανθε μάρτυς καί Δαρεία, καί βρίσκεστε στεφανωμένοι μπροστά στόν Παντοκράτορο Λόγο, πρεσβεύοντας γιά ἐμᾶς πού σᾶς μακαρίζουμε πάντοτε» (ὠδή θ´).

17 Μαρτίου 2025

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΔΕΣΜΑΤΑ (ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)

Από την πλούσια πνευματική τράπεζα που μας παραθέτει η Εκκλησία μας και τη σημερινή ημέρα, πρώτη της τρίτης εβδομάδας των Νηστειών, επιλέγουμε ορισμένα εδέσματα.

- «Βρῶσιν λελοιπώς ἀγγελικήν, παρωμοιώθην κτήνεσιν, ἐν τῷ σιτίζεσθαι τήν μοχθηράν κακίαν˙ ἀλλ’ οὖν ἐπιστρέφοντα, δέξαι με, ὥσπερ ἕνα τῶν μισθίων, οὐράνιε Πάτερ» (ωδή α΄).

(Αφού εγκατέλειψα την τροφή των αγγέλων, έγινα όμοιος με τα κτήνη, τρώγοντας την πονηρή κακία. Αλλά Ουράνιε Πατέρα, τώρα που επιστρέφω σε Σένα, δέξου με ως ένα των δούλων Σου).

Τον άσωτο υιό έχει ενώπιόν του ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Τον άσωτο που αποτελεί τον τύπο της αληθινής μετανοίας, συνεπώς εκείνον που χαρακτηρίζει όχι μόνο την περίοδο της Σαρακοστής, αλλά όλη τη ζωή του ανθρώπου – να θυμηθούμε τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη, ο οποίος έλεγε ότι ποθεί όλη η ζωή του να ήταν μία Σαρακοστή. Ο άσωτος λοιπόν αποτελεί το όραμα για κάθε πιστό, αφού χαράζει τον δρόμο της μετανοίας που εκβάλλει στο Σπίτι, δηλαδή την αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα. Το δεδομένο και πάλι για τον άγιο υμνογράφο που κινείται βεβαίως ευαγγελικά είναι η αγάπη του Θεού, που είναι όχι ο αυστηρός και εκδικητής Θεός, αλλά ο Πατέρας που το μόνο που κάνει είναι να ποθεί με ζήλο το κάθε παιδί Του, πότε δηλαδή θα θελήσει να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Αρκεί η θέλησή του αυτή να έχει όντως τα χαρακτηριστικά της αληθινής μετάνοιας: πρώτον, τη συναίσθηση ότι η αμαρτία ως απομάκρυνση από τον Θεό συνιστά μία κτηνώδη κατάσταση για τον άνθρωπο, με την έννοια της υποβίβασης και της υποδούλωσής του από τον αγγελικό επίπεδο στη διαστροφική κακία και πονηρία˙  δεύτερον, την κίνηση επιστροφής στον Θεό με διάθεση ταπείνωσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά «συγκινούν» τον φιλάνθρωπο Πατέρα μας και Τον κάνουν να μας «κυνηγάει» με ανοιχτές αγκάλες!

- «Ἐν φαιδροτάτῃ νηστείᾳ, φωταυγείᾳ τῶν προσευχῶν λαμπρυθέντες  χρηματίσωμεν, ὅπως τῆς ἁμαρτίας τό σκότος ἐκφύγωμεν» (ωδή η΄).

(Μέσα στο πλαίσιο της φαιδρότατης νηστείας, ας γίνουμε λαμπροί από το ισχυρό φως των προσευχών, προκειμένου να ξεφύγουμε από το σκοτάδι της αμαρτίας).

Ο υμνογράφος τονίζει αυτό που συνιστά το κατεξοχήν παγιωμένο σχήμα στην πνευματική ζωή: η αμαρτία δεν είναι παιχνίδι ή κατάσταση που πρέπει κανείς να την αντιμετωπίσει με ελαφριά καρδιά. Αυτό που έφερε και φέρνει απαρχής και εφεξής είναι το σκοτάδι του θανάτου. Πνευματικού πρωτίστως ως απομάκρυνσης από την πηγή της ζωής, τον Θεό, συνεπώς της έλλειψης και κάθε νοήματος για τον άνθρωπο, αλλά και σωματικού στη συνέχεια με όλα τα παρεπόμενα της οποιασδήποτε φθοράς, της αρρώστιας και του πόνου. Ενόψει λοιπόν μίας τέτοιας τραγικής και δύστυχης καταστάσεως που σφραγίζει τον κάθε άνθρωπο, υπάρχει το αντίδοτο που έφερε ο Λυτρωτής και Σωτήρας Χριστός και που δεν είναι άλλο από την αποκατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό. Η σχέση αυτή καθορίζεται πια από τη διαρκή αναφορά του πιστού προς τον Θεό Πατέρα, την αέναη και καθαρή δηλαδή προσευχή του. Προσευχή που δεν βάζει τον άνθρωπο να στέκει κάπου και να ψάχνει τον Θεό, αλλά να είναι μέσα σ’ Αυτόν, ενσωματωμένος στον Χριστό, οπότε να προσεύχεται έχοντας Εκείνον εν Πνεύματι  να «λέει» τις προσευχές – ο πιστός εν Χριστώ γίνεται ο ίδιος προσευχή. Αποτέλεσμα που το βλέπουμε σε όλους τους αληθινούς πιστούς, τους αγίους μας: να ζουν μέσα στο πλούσιο φως του Θεού, ντυμένοι Εκείνον που είναι το Φως! Κατεξοχήν όργανο βοηθητικό στην πνευματική αυτή πορεία είναι η νηστεία της Εκκλησίας μας, που έτσι αποκτάει χαρακτήρα χαρμόσυνο.

- «Νήστευσον ψυχή μου, κακίας και πονηρίας, κράτησον ὀργῆς, καί θυμοῦ καί πάσης ἁμαρτίας. Ἰησοῦς γάρ τοιαύτην θέλει νηστείαν, ὁ φιλανθρωπότατος Θεός ἡμῶν» (ωδή θ΄).

(Νήστεψε, ψυχή μου, από την κακία και την πονηρία, κυριάρχησε στην οργή και στον θυμό και σε κάθε άλλη αμαρτία. Διότι ο Ιησούς που είναι ο φιλανθρωπότατος Θεός μας, τέτοια νηστεία θέλει).

Ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει καθημερινά να υπενθυμίζει ό,τι σημείωνε απαρχής της νηστείας: νηστεία αληθινή δεν είναι κυρίως η αποχή από το φαγητό ή ο περιορισμός απλώς των τροφών. Πρώτιστα είναι η αποχή και η πλήρης απομάκρυνση από κάθε αμαρτία, από κάθε κακία και πονηρία, είτε αυτή λέγεται οργή είτε θυμός είτε οτιδήποτε άλλο – μη ξεχνάμε ότι ο Πονηρός διάβολος ουδέποτε σιτίζεται, αλλά είναι διάβολος! Μία τέτοια νηστεία χαρακτηρίζεται αληθινή και αυτήν αποδέχεται ο Ιησούς Χριστός που είναι ο φιλανθρωπότατος Θεός μας. Γιατί; Διότι αυτή καθαρίζει το «έδαφος» της καρδιάς μας και μας καθιστά ικανούς να δεξιωθούμε μέσα της τον Ίδιο τον Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Η έγνοια του αγίου υμνογράφου να μη χάσουμε τον στόχο μας την περίοδο αυτή είναι συγκινητική. Κι αυτό γιατί είναι πολύ εύκολο να μείνουμε δυστυχώς στην επιφάνεια της σωματικής νηστείας, της εύκολης νηστείας, και να ξεχάσουμε το βάθος της. Το πρόβλημα πάντοτε είναι η «ποιότητα» της καρδιάς μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

«Ο άγιος Αλέξιος καταγόταν από τη Ρώμη κι οι γονείς του, ο πατέρας του  πατρίκιος Ευφημιανός και η μητέρα του Αγλαΐδα, ήταν πλούσιοι και πολύ ευγενείς, έχοντας τον Αλέξιο το μοναδικό τους παιδί. Ο πατέρας του όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία ετοίμασε τα του γάμου του υιού του, οπότε τότε που έπρεπε να αποσυρθεί με τη νύφη στη νυφική παστάδα, εκείνος αφού έδωσε σ᾽ αυτήν το δαχτυλίδι του γάμου και προσευχήθηκε, έφυγε κρυφά από τον οίκο του κι ἔφτασε στην ´Εδεσσα. ´Εμεινε στην πόλη αυτή και στην εκεί Εκκλησία δεκαοκτώ έτη, φορώντας πάμπτωχα ρούχα σαν ράκη και τρεφόμενος από τις προσφορές ελέους και φιλανθρωπίας των αθρώπων.

´Εφυγε όμως κι από κει (διότι δεν ήταν δυνατόν να διαφεύγει την προσοχή των ανθρώπων και να κρύβεται η αρετή του πάντοτε, καθώς ήδη τον προσήγγιζαν και τον ενοχλούσαν πολλοί), και καθώς έμελλε να μεταβεί στην Ταρσό της Κιλικίας, στον ναό του αγίου αποστόλου Παύλου, δέν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, διότι το πλοίο από τους ενάντιους ανέμους οδηγήθηκε αλλού. Έφτασε και πάλι στη Ρώμη, οπότε πήγε στον οίκο του πατέρα του. Κι αφού δεν τον αναγνώρισε κανείς, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στους πυλώνες της εισόδου του οίκου του, υφιστάμενος τις κοροϊδίες και τους εμπαιγμούς από τους υπηρέτες του πατέρα του και πάσχοντας πολλά δεινά, όσα συνήθως πάσχει από τους ανθρώπους της τρυφής και της αταξίας άνθρωπος ξένος που δεν μπορεί καθόλου να σηκώσει το κεφάλι.

 ´Οταν πλησίασε το μακάριο τέλος του, ζήτησε χαρτί, κι αφού έγραψε το ποιός ήταν και ποιοι ήταν οι γονείς του, το κράτησε πάνω του, μέχρις ότου ο βασιλιάς Ονώριος μετά από τη θεϊκή αποκάλυψη έφτασε εκεί. Ο βασιλιάς τον παρακάλεσε, ενώ ήδη είχε πεθάνει, και πήρε το χαρτί. Κι όταν το διάβασε εις επήκοον όλων τότε μαθεύτηκαν τα σχετικά μ᾽ αυτόν. Καθώς η έκπληξη όλων ήταν τεράστια, πήραν το άγιο λείψανό του και το ενταφίασαν με τιμή και μεγαλοπρέπεια στον ναό του αγίου αποστόλου Πέτρου. Έκτοτε το λείψανό του προχέει αδιάκοπα μύρα ευώδη και ιάματα σ᾽ όλους τους πιστούς που προσέρχονται εκεί».

Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ όλοι οι άγιοι είναι άγιοι γιατί ακριβώς υπήρξαν άνθρωποι του Θεού, ο μόνος που έμεινε στην ιστορία με τη συγκεκριμένη προσωνυμία είναι ο άγιος Αλέξιος, ο άνθρωπος του Θεού. Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ είναι σαφής: «Κλήθηκες συ μόνος πάνω στη γη άνθρωπος του Θεού» (στίχος συναξαρίου). Η εξήγηση που φέρνει είναι πειστική: Πρώτον, γιατί «σε γνωρίσαμε άνθρωπο του Θεού όχι μόνο από την κλήση σου αλλά και από τα πράγματα» (στιχηρό εσπερινού). Η ζωή του αγίου Αλεξίου, κατά τον υμνογράφο, ήταν μία διαρκής επιβεβαίωση της υπακοής του στο θέλημα του Θεού, μία εγκόλπωση τής χωρίς μέτρο πτωχείας, της στενής και θλιμμένης οδού στην οποία ο Κύριος κάλεσε κάθε πιστό. Γι᾽ αυτό και γέμισε από αρετές, ενώ του δόθηκε από τον Θεό το χάρισμα της θαυματουργίας. «Διάβηκες οδό στενότατη, γιατί ακολούθησες από τη νεότητά σου άμεμπτο και όσιο βίο» (ωδή α´).

Εκείνο στο οποίο επιμένει ο υμνογράφος Ιωσήφ - γιατί πέραν της εξαιρετικής δυσκολίας του υπήρξε και το κύριο στοιχείο που οδήγησε σε αγιότητα τον Αλέξιο - ήταν το γεγονός ότι αρχοντόπουλο αυτός με όλη τη δόξα και τα πλούτη της οικογένειάς του όχι μόνο τα καταφρόνησε, αλλά υπέμεινε καρτερικά και την ατίμωση της ξενιτείας μπροστά στο ίδιο του το σπίτι. Γνωρίζουμε ότι η ξενιτεία ως αρετή που ασκείται από πολλούς αγίους μας είναι πράγματι πολύ δύσκολη, αφού αναγκάζεται κανείς να παλέψει με ό,τι πιο φυσικό αναβλύζει από την ύπαρξη του ανθρώπου: την ανάγκη για αποδοχή και αναγνώριση, την ανάγκη της αγάπης από τους άλλους ή έστω της μη καταφρόνιας του, στον άγιο όμως  Αλέξιο (και σε ορισμένους άλλους αγίους είναι αλήθεια) η αρετή αυτή ῾απογειώθηκε᾽ κατά το κοινώς λεγόμενο, αφού την εξάσκησε στο ίδιο του το σπίτι. Να είσαι στο σπίτι σου, να ξέρεις ότι όλα είναι δικά σου, να έχεις τη δύναμη επιβολής επί των άλλων, και να μένεις κρυμμένος και άγνωστος, δεχόμενος τη διακωμώδηση και από τους υπηρέτες ακόμη, τούτο υπέρκειται της φυσικής ζωής και κινείται στο χαρισματικό επίπεδο του υπέρ φύσιν. Φανερώνει τον πλούτο της ταπείνωσης και τη βία πάνω στα ανθρώπινα πάθη, για τα οποία μίλησε ο Κύριος, συνεπώς την από τη ζωή αυτή είσοδο στη βασιλεία του Θεού. «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». «Απονέκρωσες το φρόνημα της σάρκας σου, βλέποντας τους γονείς σου. Και καθώς δεν σε αναγνώριζαν, υπέμενες τη βία της φύσεως και την καταφρόνια και εξουθένηση των άπειρων υπηρετών σου που σε έθλιβαν» (ωδή ζ´). «Μεγάλο θαύμα! Πώς παρέμεινες πτωχός, Αλέξιε, μέσα σε πλούτο άπειρης ταπείνωσης» (ωδή ζ´). Και δεν ήταν μόνο η βία που ασκούσε στον εαυτό του από την άγνοια των γονέων του, αλλά και η βία και το ατσάλινο φρόνημα που επιδείκνυε καθώς έβλεπε και άκουγε τους πικρούς θρήνους και αυτών και της ίδιας της συζύγου του! «Πόσο μεγάλο θαύμα! Πώς σα διαμάντι κρατήθηκες στους πυλώνες των γονιών σου όλα τα χρόνια, χωρίς να καμφθείς, ασκώντας βία στη φύση σου, από τους πικρούς θρήνους των γονιών σου και της συζύγου σου, Αλέξιε» (εξαποστειλάριο όρθρου).

Στην ουσία – και αυτό είναι το δεύτερο σημείο της εξήγησης του υμνογράφου – ο άγιος Αλέξιος έζησε ακριβώς τη ζωή του Χριστού. Η ταπείνωση του Χριστού, του Υιού του Θεού που «εκένωσεν εαυτόν», άδειασε από τον πλούτο της θεότητός Του για να γίνει ένας απλός άνθρωπος, υφιστάμενος τα πάνδεινα από τα δημιουργήματά Του, είναι εκείνο που διαβάζει ο υμνογράφος καθώς βλέπει την υπερφυή ζωή και του Αλεξίου. «´Αφησες τους κοσμικούς θορύβους και το βάρος του πλούτου κι έγινες μετανάστης από την πατρίδα σου, πάτερ Αλέξιε, μιμούμενος την πτωχεία του Χριστού» (ωδή γ´). Μίμημα Χριστού ο άγιος Αλέξιος, γι᾽ αυτό και ορισμός του γνησίου χριστιανού. «Χριστιανός εστι μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Κι ακόμη περισσότερο: ο άγιος Ιωσήφ βλέποντας όλη την πορεία του αγίου μαζί με το τέλος του νιώθει ότι ῾καθρεπτίζει᾽ και από την άποψη αυτή την όλη πορεία του Χριστού. Εκείνος Θεός ων κατέρχεται, ζει, πάσχει, ανέρχεται εν δόξη. Ο άγιος Αλέξιος πλούσιος ων τα εγκαταλείπει όλα, περνάει ζωή ταπείνωσης και στένωσης, πάσχει, στο τέλος φανερώνεται εν δόξη από τον ίδιο τον Κύριο. «Ήσουν κόσμημα με την ιερά πολιτεία σου, ένδοξε, γι᾽ αυτό πάλι ο Χριστός παρά τη θέλησή σου σε δίνει την πατρίδα σου, ενώ απέφευγες την πρόσκαιρη δόξα» (ωδή ς´). «Ο Κύριος με μεγάλη φωνή σε φανερώνει σ᾽ όλη τη Ρώμη, εσένα που ήσουν ο κρυμμένος θησαυρός που βρισκόσουν σε σχήμα πτωχού» (ωδή η´).

Στην όλη αγισμένη πορεία του Αλεξίου ο υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει το βασικό κίνητρό της. Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Αλέξιο να προβεί στις ῾παράδοξες᾽ αυτές θεωρούμενες κινήσεις του, σαν τον απόστολο Παύλο που διεκήρυσσε «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι ίνα Χριστόν κερδήσω»; Δύο πράγματα κυρίως, λέει ο Ιωσήφ: πρώτον ο θείος έρωτας που ερέθιζε διαρκώς την καρδιά του, κάνοντάς τον να ποθεί μόνο τον ουράνιο πλούτο (ωδή δ´), δεύτερον η βαθειά αγάπη του προς την Μητέρα του Κυρίου, την Υπεραγία Θεοτόκο. Η Παναγία ήταν το εντρύφημα του αγίου, καθώς στον ναό της ήθελε πάντοτε να κάθεται, γεγονός που επέσυρε την αγάπη Εκείνης απέναντί του με αποκορύφωμα τη φανέρωσή του από Αυτήν και τη δόξα του μέσα στην κρύπτη του. «Ζητώντας να κάνεις την καρδιά σου ναό του Θεού, αγάπησες να κάθεσαι, ένδοξε, πάντοτε στον οίκο της Θεομήτορος και να θεωρείς τα ουράνια κάλλη» (ωδή δ´). «Εσένα που έγινες ζωντανός ναός του Θεού, σε φανερώνει ενώ κρυβόσουν το σκήνωμα του Θεού η Απειρόγαμος Δέσποινα, και σε δοξάζει ενώ προσπαθούσες να μένεις άγνωστος» (ωδή ς´).

Γι᾽ αυτό τελικώς ο άγιος υμνογράφος θεωρεί πέραν των όσων είπαμε ότι ο άγιος Αλέξιος ῾κατέκτησε᾽ τα ουράνια: διότι έζησε την άσαρκη ζωή των αγγέλων του Θεού και διότι με τα παθήματά του αποδείχθηκε δεύτερος Λάζαρος της γνωστής παραβολής του Κυρίου. «Φάνηκες να μιμείσαι στη γη την άσαρκη πολιτεία» (ωδή ε´). «Υπέμεινες την πτωχεία καθώς έγινες ζητιάνος, σαν τον πτωχό Λάζαρο» (ωδή δ´).

14 Μαρτίου 2025

Β΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Ἁγνείας θησαύρισμα…»

(Υπεραγία Θεοτόκε, που είσαι ο θησαυρός της αγνότητας) 

Το δοξολογικό στοιχείο προς την Υπεραγία Θεοτόκο προβάλλει κατεξοχήν η ακολουθία των Χαιρετισμών της Παναγίας μας. Και δικαίως: είναι Εκείνη διά της οποίας κατήλθε ο Θεός ως άνθρωπος στον κόσμο και μπροστά σ’ Αυτήν κλίνουν γόνυ όχι μόνον οι πιστοί που διαπνέονται από Πνεύμα Θεού – μόνον ένας εν Πνεύματι άνθρωπος μπορεί να «δει» την πληρότητα χάριτος που έχει η Θεοτόκος- αλλά και αυτοί ακόμη οι άγιοι άγγελοι. Άλλωστε η Μητέρα του Κυρίου αναδείχτηκε σε ύψος υπέρ τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Προϋπόθεση βεβαίως για τη μοναδική αυτή επιλογή του Θεού μας ήταν η καθαρότητα και η αγνότητα της ψυχής της μικρής κόρης της Ναζαρέτ Μαριάμ – η καθαρότητα αυτή είλκυσε τον απόλυτα αγνό και καθαρό Θεό μας να «επαναπαυτεί» στην ύπαρξή της. Γι’ αυτό και όλα τα τροπάρια και του κανόνα και του κοντακίου του Ακαθίστου Ύμνου προβάλλουν με άφθαστο λυρισμό την παναγιότητα της Θεοτόκου, με εικόνες δανεισμένες οι περισσότερες από την Αγία Γραφή, κατεξοχήν δε την Παλαιά Διαθήκη, η οποία συνιστά την προφητεία για τον ερχομό του Κυρίου Ιησού, που στο πρόσωπό Του φανερώνεται η Καινή Διαθήκη.

Δοξολογείται και υμνολογείται λοιπόν η Υπεραγία Θετόκος, διότι η θέση της ως του πρώτου και εξαίρετου μέλους τους σώματος του Υιού και Θεού της της Εκκλησίας είναι δεδομένη. Χωρίς αυτήν η πίστη μας θα χώλαινε: «ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς» ψέλνει ο λαός του Θεού, που θα πει ότι εσφαλμένη Μαριολογία σημαίνει εσφαλμένη Χριστολογία, εσφαλμένη επομένως Τριαδολογία, εσφαλμένη Εκκλησιολογία - μπροστά στην Παναγία μετράμε κυριολεκτικά την ορθότητα ή όχι του χριστιανισμού μας. Οπότε καταλαβαίνει ο πιστός ότι η αναφορά σ’ Εκείνην σχετίζεται με το δόγμα της πίστεώς μας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία ήδη διά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Έφεσος 431) αντιμετωπίζοντας τη Νεστοριανική αίρεση που αμφισβητούσε τη θεότητα του Κυρίου πρόβαλε ως επακολούθημα της ορθής πίστεως για τον Χριστό και τη θέση της Παναγίας. Είναι η Θεοτόκος!

Θα βλασφημούσαμε όμως και θα διαγράφαμε τον όποιο χριστιανισμό μας, εάν η πίστη μας όχι μόνο στον Θεό μας, αλλά και στην Παναγία όπως και στους λοιπούς αγίους έμενε σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο, σαν να επρόκειτο δηλαδή για ένα μουσειακό έκθεμα που το περιεργαζόμαστε από πολλές πλευρές και το θαυμάζουμε. Θέλουμε να πούμε ότι η όποια προβολή του μεγαλείου της Παναγίας μας εν προκειμένω γίνεται πάντοτε με την προοπτική να ακολουθήσουμε τη ζωή της, να μιμηθούμε τον τρόπο που στάθηκε έναντι του Θεού και των συνανθρώπων της. Χωρίς την προέκταση αυτή θα ξεπέφταμε σ’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε με απόλυτο τρόπο: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός». Χριστιανική πίστη με άλλα λόγια σημαίνει ακολουθία του Χριστού και των αγίων Του που υπήρξαν «μιμήματα» της ζωής Του. Ο Χριστός ήλθε για να γίνουμε κι εμείς ίδιοι μ’ Αυτόν, με τη χάρη και τη βοήθεια βεβαίως Εκείνου ως μέλη του σώματός Του.

Κι έρχεται διαρκώς έτσι η Εκκλησία μας και μας υπενθυμίζει ότι σε κάθε σωτήρια δράση και λόγο του Κυρίου, σε κάθε συνεπώς δράση και λόγο των Αγίων Του, πρέπει να υπάρχει από πλευράς μας το «συν», το μαζί μ’ Αυτούς! Σταυρώθηκε ο Κύριος, για παράδειγμα; Τον πιστεύουμε και είμαστε μαθητές Του αν κι εμείς συ(ν)-σταυρωνόμαστε μ’ Εκείνον, όπως το ομολογεί και ο μέγας απόστολός Του: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι, (κι έτσι) ζω ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός». Και να, που και πάλι οι ύμνοι της Εκκλησίας μάς τονίζουν την αλήθεια αυτή. Μιλώντας για την Παναγία και την Αγνότητα και την Καθαρότητα της ψυχής της εξαγγέλλουν και διαλαλούν: Αγνή η Θεοτόκος; Με αγνό και καθαρό νου μπορούμε μόνο να την τιμήσουμε, κινούμενοι δηλαδή στο ίδιο πνεύμα με το δικό της. Τη Μητέρα του Θεού μπορούμε να την υμνολογήσουμε μόνο με την ευσέβειά μας που εκφράζεται με τις ένθεες πράξεις και συμπεριφορές μας. «Ἁγνήν ἁγνεύοντι τιμήσωμεν νοΐ. Την Μητέρα του Θεού ὑμνήσωμεν εὐσεβῶς καλλυνόμενοι ταῖς ἐνθέοις πράξεσι» (ωδή Τριωδίου). (Την αγνή Παρθένο ας την τιμήσουμε με νου που αγωνίζεται για αγνότητα. Τη Μητέρα του Θεού ας την υμνολογήσουμε ευσεβώς καθώς εξωραϊζόμαστε από τις ένθεες πράξεις μας).

Και για να μην πελαγοδρομούμε στο τι σημαίνει αγνότητα και καθαρότητα ζωής ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο μέγας ασκητικός διδάσκαλος, ο άγιος της Σαρακοστής, έρχεται και μας ανοίγει τα μάτια: «Κάνουμε αρχή στον αγώνα της αγνότητας – σημειώνει – όταν δεν συγκατατιθέμεθα στους σαρκικούς λογισμούς. Έχουμε προχωρήσει και φτάνουμε σε μέση κατάσταση όταν υπάρχουν φυσικές κινήσεις στη σάρκα μας αλλά χωρίς εικόνες σαρκικές και πονηρές. Και πότε θεωρείται ότι αγγίζουμε το τέλος; Όταν ζούμε ως νεκροί και απαθείς κατά το σώμα, γιατί έχουν νεκρωθεί μέσα μας οι σαρκικοί λογισμοί». Για να ορίσει: «Αγνός είναι εκείνος που με τον θεϊκό έρωτα απέκρουσε τον άλλο έρωτα, τον σαρκικό, και έσβησε έτσι το υλικό με το άυλο πυρ» - μία χαρισματική κατάσταση που προσομοιάζει με τους ασώματους αγγέλους.

Ο αγώνας λοιπόν ημών των αρχαρίων στα πνευματικά εκεί πρέπει να επικεντρωθεί, αν θέλουμε να λέμε ότι όντως υμνολογούμε και τιμούμε την Υπεραγία Θεοτόκο, ότι όντως είμαστε πιστά μέλη του Κυρίου Ιησού και της Εκκλησίας: στο να μην αποδεχόμαστε την προσβολή των σαρκικών λογισμών, στρεφόμενοι αμέσως όταν πάει να συμβεί αυτό στον Εσταυρωμένο Κύριό μας και εκεί «κολλώντας» τον νου μας. Αν δεν το κάνουμε, αν η καρδιά και η ψυχή μας γίνεται «αεροδρόμιο» τέτοιων πονηρών και βρόμικων λογισμών, για να θυμηθούμε τον άγιο Παΐσιο, τότε πρέπει να βάλουμε ερωτηματικό στη χριστιανοσύνη μας και στην αγάπη μας, μιας και είμαστε στους Χαιρετισμούς της Παναγίας, για Εκείνην. Ίσως πρέπει να θυμόμαστε πολύ συχνά αυτό που συνέβη στον μεγάλο νεώτερο όσιο της Εκκλησίας μας Σιλουανό τον Αθωνίτη, όταν ήταν στην πολύ νεαρή ηλικία της ζωής του, όπως το διασώζει ο εξίσου μέγας όσιος Σωφρόνιος, ο μαθητής και υποτακτικός του: Νεαρός ο άγιος ήταν κάπως απρόσεκτος στη ζωή του και στα σαρκικά λεγόμενα πάθη. Και του εμφανίστηκε η Παναγία μας για να του πει με πόνο και τρυφερή αυστηρότητα: «Δεν μου αρέσει όπως ζεις, αμαρτάνοντας μπροστά στα μάτια μου».

Όσο κρατάμε καθαρή και αγνή την καρδιά μας από κάθε τι βρόμικο και πονηρό, όσο επομένως πορευόμαστε με βάση τις άγιες εντολές του Κυρίου που οριοθετούν το ένθεο των πράξεών μας, τόσο πράγματι μπορούμε με ταπεινή παρρησία να απευθυνόμαστε και να προσεγγίζουμε την Υπεραγία Θετόκο, συνεπώς και τον Υιό και Θεό της και Θεό ημών. Και το αποτέλεσμα; Να σαρκώνεται Εκείνος και μέσα στη δική μας ύπαρξη. Να γινόμαστε κι εμείς άλλες Παναγίες.

13 Μαρτίου 2025

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ (ΠΕΜΠΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)

«Μετανοίας ὁ καιρός, καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς Νηστείας ἀγών, ἐάν ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιῒαν∙ οὐδέν γάρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων∙ ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ῥύεται τόν ἄνθρωπον. Αὐτήν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδέν ἴσον∙ ἱκανή γάρ ὐπάρχει σῶσαι τάς ψυχάς ἡμῶν» (Απόστιχα αίνων).

(Η Σαρακοστή ως αγώνας για τη νηστεία είναι πράγματι καιρός μετάνοιας και μας προξενεί την αιώνια ζωή, αν απλώνουμε τα χέρια μας για να ευεργετούμε τους συνανθρώπους μας. Διότι τίποτε δεν σώζει την ψυχή όπως το να προσφέρουμε στους αναγκεμένους. Η ελεημοσύνη συνδεδεμένη με τη νηστεία σώζει απ’ τον θάνατο τον άνθρωπο. Αυτήν την ελεημοσύνη ας αποδεχτούμε, της οποίας δεν υπάρχει ίσο. Διότι είναι ικανή να σώσει τις ψυχές μας).

Ο υμνογράφος επανέρχεται στο γνωστό και αγαπημένο θέμα της Σαρακοστής, τη νηστεία, τονίζοντας για μία ακόμη φορά την  προϋπόθεση της ορθής ασκήσεώς της: να είναι συνδεδεμένη με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως μάλιστα της αγάπης, αποδεικτικό της οποίας είναι η ελεημοσύνη. Διότι πράγματι, τι φανερώνει με μεγαλύτερη καθαρότητα την ύπαρξη της αγάπης στην καρδιά του ανθρώπου από την ελεημοσύνη; Κι είναι ακριβώς αυτό που σημειώνουμε: η ελεημοσύνη να εκπορεύεται από καρδιά αγαπώσα κι όχι από καρδιά που η ίδια έχει ανάγκη να φανεί στους άλλους για να εισπράξει ως τάχα καλή το «μπράβο» τους ή και να δεχτεί με κενόδοξο πνεύμα την ευγνωμοσύνη του ευεργετουμένου. Κι ασφαλώς όχι από καρδιά που η «ελεημοσύνη» συνιστά ένα ξερό τυπικό θρησκευτικό καθήκον, για να καλύψει τις ενοχές μίας ταραγμένης ίσως συνειδήσεως. Σε όλες τις περιπτώσεις που ελλείπει η αληθινή αγάπη η ελεημοσύνη δεν γίνεται αποδεκτή από τον Θεό και συνεπώς δεν οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου∙ γιατί στο βάθος εκφράζει τον εγωισμό και το αμετανόητα αμαρτωλό φρόνημά του που και την πιο ενάρετη πράξη τη διαστρέφει και την καθιστά εργαλείο για αύξηση των αμαρτιών!

Αλλά αυτό είναι εκείνο που διαφοροποιεί τον γνήσιο χριστιανό από τον κοσμικό άνθρωπο: ο ένας, ο κοσμικός, επειδή η αναφορά του είναι ο εαυτός του και τα πάθη του, ακόμα και την αρετή όπως είπαμε, την «εργαλειοποιεί» για το φούσκωμα του εγώ του∙ ο χριστιανός όμως την όποια αρετή, κατεξοχήν δε το πλήρωμα όλων των αρετών, την αγάπη και την ελεημοσύνη που τη φανερώνει, την εργάζεται ως οφειλή προς τον συνάνθρωπο που είναι ο μυστικός εαυτός του και ο εν ετέρα μορφή Χριστός. «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», σε κανέναν δεν οφείλετε τίποτε, παρά μόνο να τον αγαπάτε, σημειώνει ο απόστολος Παύλος, στοιχώντας βεβαίως στον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου που επιτάσσει την ανιδιοτελή και θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως αληθινή θυσία προς τον Θεό αλλά και τον ίδιο τον εαυτό.

Οπότε για τον άνθρωπο αυτόν, τον άγιο, η ελεημοσύνη ως αγάπη αποτελεί κίνηση όχι ενός πλουσίου προς έναν φτωχό, όχι δηλαδή αφ’ υψηλού προσφορά στον άλλον, αλλά στάση εν ταπεινώσει μπροστά στην εικόνα του Θεού, τον πτωχό αδελφό του Κυρίου, που ενεργοποιεί στο ανώτερο δυνατό τη ζωντανή σχέση με τον Δημιουργό – ευεργετώντας τον συνάνθρωπό του με αγάπη ο πιστός πλουτίζει τον εαυτό του και ανέρχεται στα κράσπεδα της Θεότητας. Ποιος είναι ο αληθινά ελεημένος από την άποψη αυτή είναι περιττό να πούμε: ελεείς και βρίσκεσαι εσύ τελικώς να ελεείσαι! «Η ελεημοσύνη είναι η βασίλισσα των αρετών και έχει τη δύναμη να σε βάλει μέσα στον Παράδεισο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί βεβαίως να συμπληρώσουμε ότι μιλώντας για την ελεημοσύνη της ποιότητας αυτής δεν την εξαντλούμε μόνο στην υλική της διάσταση, την απολύτως απαραίτητη και αυτήν όταν μπορεί ο άνθρωπος, αλλά και στην πνευματική μορφή της: με την όλη καλόκαρδη συμπεριφορά μας προς τον συνάνθρωπο, με τη χαρούμενη διάθεση εξυπηρετήσεώς του, με την προσευχή μας υπέρ αυτού, με την αναπλήρωση ακόμη του ελλείμματος των προσευχών του με τις δικές μας «επιπλέον» ευχές. Ας μη ξεχνάμε ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αξιώθηκε μίας μεγάλης εμφάνισης του Κυρίου στον ίδιο, όταν «ελεούσε» τους αδελφούς του στο Άγιον Όρος με την υπηρεσία του στην τράπεζα της Μονής του. Το σκεπτικό του ήταν ακριβώς αυτό της ελεήμονος καρδίας: «υπηρετώ τους αδελφούς του Χριστού» - μία διακονία που του λογιζόταν ως μεγίστη προσευχή.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ

«Ο όσιος Βενέδικτος στα ελληνικά λέγεται Ευλογημένος. Καταγόταν από τη γη των Ρωμαίων, από χώρα που λεγόταν Νουρσία, κι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και πλούσιοι. Άφησε την οικία του και τους γονείς του και την πατρική περιουσία από πολύ μικρή ηλικία και πήγε σε έναν ερημικό τόπο με την παραμάνα του. Εκεί κατέστησε τον εαυτό του κατοικητήριο του Θεού με την αρετή και την άσκησή του κι έλαβε από τον Θεό δύναμη και χάρη των ιάσεων. Και η μεν ιστορία του διηγείται αναλυτικότερα όλα τα παράδοξα που επιτέλεσε,  τα διάφορα θαύματα που έκανε και τις αναστάσεις των νεκρών και πώς μιλούσε για τους απόντες ως παρόντες. Εκείνο όμως πρέπει να πούμε επί πλέον ως αναγκαίο: ότι καθώς έμελλε αυτός να εκδημήσει προς τον Κύριο, εκ των προτέρων είπε στους μαθητές του που βρίσκονταν μαζί του, αλλά και σε εκείνους που ήταν μακριά, με μήνυμα που τους έστειλε, ότι θα υπάρξει κάποιο σημάδι, με το οποίο θα γνωρίσουν όλοι ότι αυτός χωρίζεται από το σώμα του.

Πριν από έξι λοιπόν ημέρες από την οσία του κοίμηση, έδωσε εντολή να ανοιχθεί το μνημείο του. Κι αμέσως τον έπιασε πολύ μεγάλος πυρετός, από τον οποίο επί έξι ημέρες το σώμα του κατακαιγόταν. Την έκτη ημέρα είπε στους μαθητές του να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στον ναό. Αφού τον οδήγησαν εκεί και μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, ευρισκόμενος εν μέσω των μαθητών του, βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό, και έτσι ατενίζοντας προς τα πάνω και προσευχόμενος άφησε την αγιασμένη του ψυχή. Την ίδια ώρα, σε δύο αδελφούς, στον ένα που ησύχαζε στο κελί του και στον άλλον που έμενε μακρύτερα, φάνηκε το ίδιο όραμα. Είδαν δηλαδή και οι δύο κάποια θαυμαστή οδό που υψωνόταν προς ανατολάς από το κελί του οσίου μέχρι τον ουρανό, στρωμένη όλη από λαμπρά ένδοξα μεταξένια ιμάτια. Σ’ αυτήν την οδό ανέρχονταν και κάποιοι άνδρες εξαίσιοι, που κρατούσαν λαμπάδες και πήγαιναν με τάξη. Κάποιος άλλος άνδρας δε, ασπρομάλλης και φωτεινός στην όψη του, που στεκόταν κοντά του, ρωτούσε αυτούς, αν γνωρίζουν τίνος είναι η οδός αυτή που βλέπουν με θαυμασμό. Όταν αυτοί είπαν ότι δεν το ξέρουν, είπε αυτός που τους φανερώθηκε: Αυτή είναι η οδός, διά της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος ανέρχεται στους ουρανούς. Χάθηκε τότε το όραμα που έβλεπαν και ήλθε ο καθένας στον εαυτό του, οπότε κατάλαβαν το τέλος του αγίου άνδρα, όπως ακριβώς ήταν και τον έβλεπαν να τελειώνεται».

Κέντρο της σκέψης του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, καθώς επιχειρεί να εγκωμιάσει και να προβάλει τον όσιο Βενέδικτο, είναι η απομάκρυνση του οσίου από τον κόσμο λόγω της εν αγάπη θερμή στροφής του προς τον Κύριο, αλλά και η επανάκαμψή του προς τον κόσμο με καθαρή αγάπη προς αυτόν, μέσω των προσευχών του και των ιαματικών θαυματουργιών του. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος τονίζει και την ασκητική από παιδός διαγωγή του οσίου Βενεδίκτου: τα ασκητικά του παλαίσματα, τα δάκρυά του, την εγκράτειά του, που ήταν καρπός του έρωτά του προς τον Κύριο, και τη θεραπευτική όμως παρουσία του στον κόσμο, είτε σε σχέση με τους ίδιους τους μοναχούς μαθητές του είτε σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους που τον προσήγγιζαν. Ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού για παράδειγμα ακούμε: «Από πίστη και αγάπη αληθινή προς τον Θεό αρνήθηκες, όσιε πάτερ, από βρέφος τον κόσμο, και με χαρά ακολούθησες τον σταυρωθέντα Χριστό. Κι αφού νέκρωσες τη σάρκα σου με πολλά ασκητικά αγωνίσματα, έλαβες πλούσια τη χάρη των ιάσεων, ώστε να θεραπεύεις ποικίλες αρρώστιες και να εκδιώκεις τα πνεύματα της πονηρίας».

Κι είναι τούτο μία από τις βασικότερες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστεως: όσο στρέφεται κανείς προς τον Θεό και φανερώνει την βαθειά αγάπη του σ’ Εκείνον, τόσο η αγάπη αυτή του καθαρίζει την καρδιά, ώστε να αποκτήσει τη σωστή αγάπη και προς τον συνάνθρωπο. Η αγάπη προς τον Θεό δηλαδή μετατρέπεται αμέσως σε αγάπη προς τον άλλον, για να επανακάμψει τελικώς και πάλι προς τον Θεό ως δοξολογία Εκείνου.  Με τον όσιο Βενέδικτο έτσι επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά αυτό που ο Κύριος λέει: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Και: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Συνεπώς, αν αγαπάμε τον Χριστό, αγαπάμε τους άλλους.  Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει να σημειώνει τις διάφορες προσφορές στον κόσμο του οσίου Βενεδίκτου: τη βροχή που προσευχήθηκε για να έρθει, όπως παλιά ο προφήτης Ηλίας, το άδειο δοχείο που έκανε να γεμίσει με λάδι, τον νεκρό που ανέστησε και μύρια ακόμη θαύματα (στιχηρό εσπερινού). Κι όλα αυτά όμως, όπως είπαμε, «εις δόξαν πάντως του Θεού και Σωτήρος» (στο ίδιο).

Ο άγιος υμνογράφος επεκτείνει την παραπάνω προβληματική. Ο όσιος Βενέδικτος έγινε όργανο του Θεού, προκειμένου να εκφραστεί μέσω αυτού η αγάπη Εκείνου στον κόσμο. Ο άγιος Ιωσήφ δηλαδή υπενθυμίζει ότι η αγάπη του Θεού που ψάχνει αδιάκοπα τρόπους για να φανερωθεί στους ανθρώπους, υποστέλλεται συχνά λόγω αδιαφορίας και απιστίας των ανθρώπων. Κι οι άγιοί Του Τού δίνουν την αφορμή: παρακαλούν εκείνοι τον Θεό να γίνει ίλεως στην ταραχή των ανθρώπων, οπότε χάριν των αγίων αυτών ενεργοποιεί ο Θεός την αγάπη Του. Μοιάζει μ’ αυτό που κάνει πάντοτε η Εκκλησία μας, όταν βάζει «μεσίτες» της σχέσεώς μας προς τον Θεό όλους τους αγίους, κατεξοχήν όμως την Παναγία. Παρακαλούμε Εκείνη και τους αγίους να δεηθούν αυτοί στον Θεό για εμάς, διότι έχουν παρρησία και δύναμη στις προσευχές τους. «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Σαν την περίπτωση της εικόνας της «Παναγίας της Παραμυθίας» στο Βατοπαίδι. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στον κίνδυνο των μοναχών, λόγω της αμέλειας και της ολιγοπιστίας τους. Κι έπρεπε να παρακαλέσει η ίδια η Παναγία μας για να «πειστεί» ο Κύριος. Να δούμε πώς το αναφέρει ο υμνογράφος για τον όσιο Βενέδικτο. «Δέχτηκε ο Θεός τις δικές σου άγιες προσευχές, Βενέδικτε τρισμακάριε, και χορηγούσε στους ενδεείς τις αφορμές να ζήσουν, δοξάζοντάς σε θαυμαστά στη γη με τις θαυματουργίες σου» (ωδή η΄). 

12 Μαρτίου 2025

ΟΙ ΑΠΛΩΜΕΝΕΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)

«Σταυρῷ παλάμας ἐξεπέτασας, τῆς ταθείσης πάλαι χειρός τοῦ Ἀδάμ, πρός τό τῆς γνώσεως φυτόν, ἀναιρῶν τό ἁμάρτημα, διά σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, Λόγε Θεοῦ ὑπεράγαθε» (ὠδή γ΄Τριωδίου).

(Υπεράγαθε Λόγε Θεού, άπλωσες τις παλάμες Σου στον Σταυρό, διαγράφοντας έτσι το αμάρτημα του Αδάμ, όταν παλιά στον Παράδεισο άπλωσε εκείνος το χέρι στο δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού. Διότι είσαι γεμάτος αγάπη για εμάς).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αναφέρεται στη λυτρωτική θυσία του Κυρίου πάνω στον Σταυρό. Όλη η ζωή του Κυρίου βεβαίως ήταν ένα Πάθος, όμως η αποκορύφωση ήλθε όταν «ἑκουσίᾳ βουλῇ» ανέβηκε στον Σταυρό. Ο Σταυρός περικλείει το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου, διότι εκεί ο Κύριος «κατήργησε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον». Στον Σταυρό δηλαδή ο πιστός με τη χάρη του Θεού δεν βλέπει έναν άνθρωπο που πάσχει, αλλά τον Θεό που πάσχει εν σαρκί σηκώνοντας την αμαρτία του σύμπαντος κόσμου, συνεπώς καταργώντας και καταπατώντας τον διάβολο και τον θάνατο. Ο Χριστός είναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» κατά τη Γραφή, που θα πει ότι μετά τον Σταυρό δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη – ο κάθε άνθρωπος αν μετανοήσει γίνεται μέτοχος, διά της πίστεως και της ενώσεώς του με τον Χριστό, της Βασιλείας του Θεού, αναπνέοντας πια τον αληθινό αέρα της ελευθερίας και της ζωής.

Κι ο άγιος υμνογράφος, αποκαλύπτοντας και το μέγεθος του ποιητικού του χαρίσματος, με ρωμαλέο πράγματι τρόπο προβαίνει στη σύνδεση: οι απλωμένες παλάμες του Χριστού πάνω στο Τίμιο Ξύλο, ήταν η πέραν κάθε ανθρώπινης φαντασίας απάντησή Του ως Δημιουργού στη μικρόψυχη, παράλογη και αδιανόητη ενέργεια του πρώτου δημιουργήματος: να απλώσει αυτός το χέρι σ’ αυτό που σήμαινε την ανυπακοή και την επιλογή του θανάτου του. Το απλωμένο χέρι του ανθρώπου προς αμαρτία, τα απλωμένα χέρια του Δημιουργού προς σωτηρία. Το τραύμα και η θεραπεία. Αυτή ήταν η «τιμωρία» του ανθρώπου για την τραγικότητα της παρακοής του: να τον αγκαλιάσει ο Πατέρας του, αναλαμβάνοντας ο Ίδιος τις συνέπειες του εγκλήματός του. Η εικόνα ως ποιητική σύλληψη (που επαναλαμβάνεται και αλλού, όπως κάθε φορά στην ώρα στ΄: «Ὁ ἐν ἕκτῃ ἡμέρᾳ τε καί ὥρᾳ τῷ σταυρῷ προσηλώσας τήν ἐν τῷ παραδείσῳ τολμηθεῖσαν τῷ Ἀδάμ ἁμαρτίαν…») είναι πράγματι μεγαλοφυής. Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι εδώ ο υμνογράφος μας, στοιχώντας στη θεολογία της Αγίας Γραφής, μας δίνει και τη θεώρηση της ιστορίας από πλευράς χριστιανικής: όλα τα γεγονότα θεωρούνται ενοποιημένα. Δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο. Γιατί πίσω από όλα, ως Δημιουργός, ως Προνοητής, ως Διακυβερνήτης είναι ο Τριαδικός Θεός και ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος και της ιστορίας.