05 Απριλίου 2025

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 10, 32-45)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα καί ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, πῆρε  Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του κι ἄρχισε νά τούς λέει τά ὅσα ἦταν νά τοῦ συμβοῦν. «Ἀκοῦστε», τούς ἔλεγε· «τώρα πού ἀνεβαίνουμε στά Ἱεροσόλυμα, ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά παραδοθεῖ στούς ἀρχιερεῖς καί στούς γραμματεῖς, πού θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο καί θά τόν παραδώσουν στούς ἐθνικούς. Θα τόν περιγελάσουν, θά τόν μαστιγώσουν, θά τόν φτύσουν καί θά τόν θανατώσουν· καί τήν τρίτη ἡμέρα θ’ ἀναστηθεῖ». Πλησιάζουν τότε τόν Ἰησοῦ ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοί τοῦ Ζεβεδαίου, καί τοῦ λένε: «Διδάσκαλε, θέλουμε νά μᾶς κάνεις τή χάρη πού θά σοῦ ζητήσουμε». «Τί θέλετε νά κάνω γιά σᾶς;» τούς ρώτησε ἐκεῖνος. «Ὅταν θά ἐγκαταστήσεις τήν ἔνδοξη βασιλεία σου», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «βάλε μας νά καθίσουμε ὁ ἕνας στά δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στά ἀριστερά σου». Ὁ Ἰησοῦς τότε τούς εἶπε: «Δέν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νά πιεῖτε τό ποτήρι τοῦ πάθους πού θά πιῶ ἐγώ ἤ νά βαφτιστεῖτε μέ τό βάπτισμα μέ τό ὁποῖο θά βαφτιστῶ ἐγώ;» «Μποροῦμε», τοῦ λένε. Κι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπάντησε: «Τό ποτήρι πού θά πιῶ ἐγώ θά τό πιεῖτε, καί μέ τό βάπτισμα τῶν παθημάτων μου θά βαφτιστεῖτε· τό νά καθίσετε ὅμως στά δεξιά μου καί στά ἀριστερά μου δέν μπορῶ νά σᾶς τό δώσω ἐγώ, ἀλλά θά δοθεῖ σ’ αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ». Όταν τ’ ἄκουσαν αὐτά οἱ ὑπόλοιποι δέκα μαθητές, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν μέ τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη. Τούς κάλεσε τότε ὁ Ἰησοῦς καί τούς λέει: «Ξέρετε ὅτι αὐτοί πού θεωροῦνται ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους, καί οἱ ἄρχοντές τους τά καταδυναστεύουν. Σ’ ἐσᾶς ὅμως δέν πρέπει νά συμβαίνει αὐτό, ἀλλά ὅποιος θέλει νά γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας πρέπει νά γίνει ὑπηρέτης σας· καί ὅποιος ἀπό σᾶς θέλει νά εἶναι πρῶτος, πρέπει νά γίνει δοῦλος ὅλων. Γιατί καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου δέν ἦρθε γιά νά τόν ὑπηρετήσουν, ἀλλά γιά νά ὑπηρετήσει καί νά προσφέρει τή ζωή του λύτρο γιά ὅλους».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 9, 11-14)

ἈδελφοίΧριστὸς παραγενόμενος Ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆςοὐ χειροποιήτουτοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεωςοὐδὲ δι’ αἵματος τράγων καὶ μόσχωνδιὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ Ἅγιααἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενοςΕἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότηταπόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷκαθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί Χριστός ἦρθε ὡς ἀρχιερέας τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων πού προσμένουμε σκηνή στήν ὁποία μπῆκε εἶναι ἀνώτερη καί τελειότερηΔέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμαμέρος δηλαδή αὐτῆς τῆς δημιουργίας Χριστός μπῆκε μιά γιά πάντα στά ἅγια τῶν ἁγίωνγιά νά προσφέρει αἷμα ὄχι ταύρων καί μοσχαριῶνἀλλά τό δικό του αἷμα· κι ἔτσι μᾶς ἐξασφάλισε τήν αἰώνια σωτηρίαΤό αἷμα τῶν ταύρων καί τῶν τράγωνκαί τό ράντισμα μέ τή στάχτη τοῦ δαμαλιοῦ ἐξαγνίζουν τούς θρησκευτικά ἀκάθαρτους καθαρίζοντάς τους ἐξωτερικάΠόσο μᾶλλον τό αἷμα τοῦ ΧριστοῦΑὐτόςἔχοντας τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦπρόσφερε τόν ἑαυτό του ἄψογη θυσία στό Θεόκι ἔτσι θά καθαρίσει τή συνείδησή σας ἀπό τά ἔργα πού ὁδηγοῦν στό θάνατογιά νά μπορεῖτε νά λατρεύετε τόν ἀληθινό Θεό.

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Σαββάτῳ τῆς πέμπτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζομεν τόν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».

Στίχοι: «Ὕμνοις ἀΰπνοις εὐχαρίστως ἡ Πόλις τήν ἐν μάχαις ἄγρυπνον ὑμνεῖ Προστάτιν» (Ευχαρίστως η Κωνσταντινούπολη υμνολογεί με άυπνους ύμνους την άγρυπνη στις μάχες Προστάτιδα Θεοτόκο).

Α. Η εορτή του Ακαθίστου καθιερώθηκε από την Εκκλησία μας, κατά το συναξάρι της ημέρας, λόγω των υπερφυών επεμβάσεων της Υπεραγίας Θεοτόκου – και επί αυτοκράτορος Ηρακλείου (πρώτες δεκαετίες 7ου αι.) όταν οι Άβαροι επιτέθηκαν στην αφύλακτη Βασιλεύουσα λόγω της απουσίας του αυτοκράτορος, και επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (τέλη 7ου αι.) όταν οι Αγαρηνοί τη φορά αυτή επιτέθηκαν και πάλι στην Πόλη – οπότε η θαυμαστή υπέροπλος δύναμή Της κατατρόπωσε τους εχθρούς και κράτησε ελεύθερο το κέντρο της αυτοκρατορίας. Προκειμένου λοιπόν να υπάρχει ανάμνηση των επεμβάσεων αυτών της Παναγίας και σ’ Εκείνην να αναγράφει τα νικητήρια η Πόλη ευχαριστώντας Αυτήν και τον Παντοκράτορα Κύριο και Θεό μας, καθιερώθηκε η συγκεκριμένη εορτή. Ακάθιστος δε ονομάστηκε  ο ευχαριστήριος ύμνος, διότι «ὀρθοστάδην» όλος ο λαός κατά τη νύκτα της νίκης ανέπεμψε τον ύμνο στην Μητέρα του Κυρίου. Και ποια άλλη αρχή μπορεί να υπάρξει των ευχαριστηρίων Της από ό,τι συνιστά την απαρχή της σωτηρίας δι’ Αυτής του ανθρωπίνου γένους: τον Ευαγγελισμό της;

Β. Το τροπάριο που συνοψίζει το γεγονός και τη θεολογία του Ευαγγελισμού είναι το κάθισμα που ακούγεται προ της ενάρξεως του Ακαθίστου Ύμνου.

«Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ Ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ∙ Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τούς Οὐρανούς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί∙ ὅν καί βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι∙ Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».

(Ο αρχάγγελος Γαβριήλ αφού γνώρισε τη μυστική προσταγή του Κυρίου, έσπευσε να βρεθεί στον οίκο του Ιωσήφ του μνήστορος λέγοντας στην Παρθένο Κόρη Μαριάμ: Αυτός που κλίνει με την κατάβασή Του τους Ουρανούς χωρείται  χωρίς καμία αλλοίωσή Του ως προς τη θεϊκή Του φύση ολόκληρος μέσα σ’ εσένα. Και βλέποντας Αυτόν στη μήτρα σου να λαμβάνει μορφή δούλου (και να γίνεται άνθρωπος) φτάνω σε έκσταση που με κάνει να σου φωνάζω δυνατά: Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε).  

Ο θεολογικότατος ύμνος λοιπόν έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Ασώματο Αρχάγγελο Γαβριήλ και την περιγραφή της διακονίας που αναλαμβάνει από τον Παντοκράτορα Κύριο για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Και το πρώτο που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος είναι η απορία και η έκσταση στην οποία βρίσκεται ο λειτουργός του Κυρίου, διότι το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου ήταν κρυμμένο και από τους ίδιους τους αγγέλους – καμία κτιστή φύση, ούτε και των πιο υψηλά ισταμένων Αρχαγγέλων, δεν γνώριζε την απόφαση αγάπης του Δημιουργού: ήταν το «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον»! Κι αυτό το μυστήριο έπρεπε επιπλέον να διαφυλαχθεί άχρι καιρού «μυστικό». Η απορία του αρχιστρατήγου Γαβριήλ επιτείνεται και φτάνει στο απόλυτο βεβαίως από ό,τι του αποκαλύπτει ο Κύριος: όχι μόνον θα σώσει τον άνθρωπο, αλλά θα τον σώσει γινόμενος ο Ίδιος άνθρωπος, κι αυτό μέσα από μία μικρή κόρη σε μία εντελώς άσημη πολίχνη του Ισραήλ, τη Ναζαρέτ. Ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος Θεός περικλείεται και «χωρεῖται» στη μήτρα μίας μικρής κοπέλας, χωρίς να σταματά να είναι το ίδιο Θεός!

Ουδέποτε βεβαίως κτιστή διάνοια όπως είπαμε, αγγελική ή αρχαγγελική ή και ανθρώπινη ακόμη, θα μπορούσε να φανταστεί το σχέδιο αυτό του Θεού – εδώ στηρίζεται ας σημειώσουμε παρενθετικά και η έκπληξη του «Άδη» που δέχεται άνθρωπο όπως νομίζει, κατά την ανθρωπομορφική εποπτεία της υμνολογίας, και του αποκαλύπτεται Θεός! Γι’ αυτό και η θεία οικονομία χαρακτηρίζεται μυστήριο, όπως συμβαίνει σε κάθε επέμβαση ασφαλώς του Θεού, και μάλιστα «μέγα μυστήριον». Το σημειώνει έκθαμβος και ο απόστολος Παύλος: «Ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Και σε άλλο σημείο, μιλώντας για τον Δημιουργό που ενανθρώπησε: «Ἐν Αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Και η εξήγηση βεβαίως που θα δώσει έπειτα ο ίδιος ο Κύριος ως άνθρωπος για την ακατανόητη αυτή ενέργειά Του είναι ότι ο Θεός είναι αγάπη. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Η άπειρη Αγάπη του Θεού ερμηνεύει όλα τα ακατανόητα, όπως γίνεται και σε ανθρώπινο πια επίπεδο: όπου υφίσταται αληθινή αγάπη, εκεί διανοίγεται και φωτίζεται ο νους ώστε να κατανοήσει όλα τα κεκρυμμένα!

Στα μάτια του Αρχαγγέλου η μικρή κόρη Μαριάμ εξέρχεται των φυσικών απλών ορίων. Μετέχοντας της ενέργειας του Θεού γίνεται και αυτή «άκτιστη», η ίδια γίνεται μυστήριο: έκτοτε θα είναι η «Κεχαριτωμένη», η «Νύμφη ἀνύμφευτος» - ποτέ πια δεν θα μπορεί να προσεγγιστεί διά της λογικής και των ανθρωπίνων ακριβώς δυνάμεων. Κάθε προσέγγισή της θα περιέχει ταυτοχρόνως και τη θεώρηση του Υιού και Θεού της, μία πραγματικότητα που και η ίδια η Παναγία σταδιακά θα κατανοεί, κυρίως δέ όταν κι αυτή θα λάβει το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής. Διότι κανείς χωρίς το Πνεύμα του Θεού δεν μπορεί να δει το φως του Θεού στην ύπαρξή του και οπουδήποτε αλλού. «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».

Κι εκείνο που μας συγκινεί και μας παραδειγματίζει ιδιαιτέρως στη διακονία του αγίου Γαβριήλ, τέλος, είναι η ανταπόκρισή του στο κέλευσμα του Δημιουργού του: παίρνει την εντολή και «σπουδῇ», με βιάση δηλαδή, βρίσκεται στον τόπο της αποστολής του. Ό,τι ο Κύριος στην προσευχή που μας δώρισε, το «Πάτερ ἡμῶν», αποκαλύπτει, αυτό και βλέπουμε έμπρακτα στο πρόσωπο του αρχαγγέλου. Τι λέει ο Κύριος: «γενηθήτω τό θέλημά Σου, ὡς ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Το θέλημα του Θεού είναι αμέσως εκτελεστό από τους αγίους αγγέλους – «όλος ο ουρανός και όλοι οι άγιοι ένα θέλημα έχουν» όπως σημειώνει ο όσιος Σωφρόνιος, «εν αντιθέσει με εμάς τους ανθρώπους, που όλοι έχουν το δικό τους θέλημα» - όλοι οι άγγελοι λοιπόν έχουν ήδη κινηθεί και έχουν τεθεί σε ενέργεια, μόλις και μόνον νεύει προς αυτούς ο παντοδύναμος Κύριος. Κι αυτό γιατί; Γιατί και ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού έτσι αποκαλύπτεται, ως ο απόλυτα υπήκοος στο θέλημα του Θεού Πατρός, γι’ αυτό και έκτοτε, με πρώτη την Παναγία, η υπακοή είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας ενός χριστιανού. Υπακοή ως ελεύθερη επιλογή πίστεως στον Κύριο και την Εκκλησία Του, που φανερώνει την αλήθεια της από τη γνήσια ταπείνωση και την άδολη αγάπη.

04 Απριλίου 2025

ΤΙ ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΣ ΔΙΑΚΑΤΕΧΕΙ;

 

«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα… μή μοι δῷς…· πνεῦμα δέ…χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ».

Ἡ εὐχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἀποτελεῖ τήν προσευχή πού σφραγίζει τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἐνῶ πολλές προσευχές ἀκούγονται καί λέγονται πολλαπλῶς στήν Ἐκκλησία τή συγκεκριμένη περίοδο, τό «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…» τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ Πατρός μᾶς δίνει τήν αἴσθηση ὅτι βρισκόμαστε μέσα στή Σαρακοστή.

Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλοί ἐπιχείρησαν, ἐν ἀναπτύξει ἤ ἐν συντόμῳ, νά τήν ἑρμηνεύσουν καί νά διεισδύσουν στίς ποικίλες διαστάσεις της, τέτοιες πού ἀγκαλιάζουν ὅλο τό φάσμα θά λέγαμε τῆς πνευματικῆς ζωῆς: πάθη ψεκτά καί ἔνθεες ἀρετές, στάση ἐν μετανοίᾳ ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, χάρη αὐτογνωσίας ἀλλά καί χάρη ἀκατακρισίας·  ὅμως παρ’ ὅλον τοῦτο θά σχολιάσουμε, μαζί μέ τούς ἄλλους, ἐκείνην τήν ἀναφορά τῆς εὐχῆς τοῦ ὁσίου, πού νομίζουμε ὅτι συνιστᾶ τό θεμελιακό στοιχεῖο της. Ποιό εἶναι αὐτό; Ἡ ἀναφορά στό πνεῦμα.

Δέν πρόκειται, νομίζουμε, γιά τό πνεῦμα ὡς ὀντότητα προσωπική,  εἴτε πονηρή εἴτε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μολονότι δέν ἀποτελεῖ ἐκτροπή τοῦ νοήματος ἄν θεωρήσει κανείς ὅτι στό πρῶτο αἴτημα ὑπάρχει τό πνεῦμα τοῦ Πονηροῦ, (ὡς ἀπευκταία κατάσταση τῶν ἐγωϊστικῶν παθῶν τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀργολογίας), ἐνῶ στό δεύτερο τό πνεῦμα ὡς ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, (ὡς εὐκταία κατάσταση τῶν ἐνθέων παθῶν τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης)· ὅμως ἡ ἔννοια τοῦ πνεύματος στή συγκεκριμένη διπλή ἀναφορά του σχετίζεται μέ τήν ὅλη ἀτμόσφαιρα πού καλύπτει τήν ψυχή καί πού καθορίζει τήν ποιότητά της, ἡ κατεύθυνση ἀλλιῶς τῆς ροπῆς της, ἡ ὁποία γιά τόν πιστό δέν μπορεῖ νά εἶναι πρός τήν πλευρά τοῦ κακοῦ, ἀλλά πρός τήν πλευρά τῶν ἀρετῶν καί τῆς ἐπενεργείας τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι  πιστόςμέ τό στόμα τοῦ ἁγίου Ἐφραίμαἰτεῖται ἀπό τόν Θεότόν Κύριο καί βασιλέα τῆς ζωῆς τουνά μήν ἐπιτρέψει νά στραφοῦν   νοῦς καί  καρδιά του σέ κάτι ἄλλο πέρα ἀπό ἐκεῖ πού ὑπάρχει  δική Του παρουσία καί ἐνέργειαδηλωτικές τῆς Ὁποίας εἶναι  οἱ ἀρετέςπολλῶ δέ μᾶλλον νά μήν στραφοῦν σέ ,τι χαρακτηρίζεται σκότος τοῦ διαβόλου μέ τήν ὕπαρξη τῶν παθῶν.  Κι αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὁ ἅγιος, συνεπῶς κατ’ ἐπέκταση καί κάθε πιστός, ὅτι ἀφενός οἱ ἀρετές εἶναι καρπός τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ὅταν συνεργάζεται μέ τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀφετέρου ὅτι δέν ὑπάρχει περίπτωση συνύπαρξης τῶν παθῶν καί τῶν ἀρετῶν. Πάθη καί ἀρετές «κοιτοῦν» σέ ἀντίθετες κατευθύνσεις, ἐνῶ ἡ ὕπαρξη τῶν μέν διαγράφει τήν παρουσία τῶν δέ. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται».

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ὁ ὅσιος Ἐφραίμ μᾶς τονίζει μέ τρόπο πού δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση ὅτι ἡ σχέση μας μέ τόν Χριστό, τόν Κύριο καί Δεσπότη τῆς ζωῆς μας, δέν εἶναι θέμα μιᾶς ἁπλῆς νοητικῆς τοποθέτησης ἀπέναντί Του, ἀλλά θέμα πού συνεγείρει ὅλη τήν ὕπαρξή μας, καί τήν ψυχή καί τό σῶμα μας – τό πνεῦμα ὡς τό πνευματικό περιβάλλον μας. Μέ ἄλλα λόγια, γιά νά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα, ὡς ἀληθής καί ὅλος ἄνθρωπος δηλαδή, ἀπαιτεῖται ἡ κίνηση τῆς ψυχῆς του, ἡ βούλησή του, συνεπῶς ὁ «ἔρωτάς» του νά εἶναι πρός τόν Κύριο, ἄν Τόν θέλει πράγματι στή ζωή του· κι ἔτσι μόνο μέ μία τέτοια ροπή καί πόθο στήν ψυχή μπορεῖ νά κινητοποιηθεῖ καί τό σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι βαρύ καί δυσκίνητο λόγω τῶν φιλόϋλων τάσεών του.

Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι παρόμοια κινεῖται καί ἡ σκέψη τοῦ Μ. Βασιλείου στήν εὐχή τῆς ΣΤ΄ ὥρας, ὅταν ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων «νά ὑποτάξει μέ τόν φόβο Του τή σάρκα μας καί νά μήν ἀφήσει τίς καρδιές μας νά ποῦν ἤ νά λογιστοῦν πονηρά». Καί τί παρακαλεῖ; «Μέ τόν πόθο Του νά τρώσει καί νά πληγώσει τίς ψυχές μας, ὥστε σέ διαρκή ἐνατένιση τοῦ φωτός τοῦ προσώπου Του νά Τόν δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα». «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας ἡμῶν καί μή ἐκκλίνῃς τάς καρδίας ἡμῶν εἰς λόγους ἤ εἰς λογισμούς πονηρίας, ἀλλά τῶ πόθῳ σου τρῶσον ἡμῶν τάς ψυχάς, ἵνα, πρός σέ διά παντός ἀτένιζοντες..., ἀκατάπαυστόν σοι τήν ἐξομολόγησιν καί εὐχαριστίαν ἀναπέμπωμεν…».

ΞΕΝΤΥΘΗΚΑ ΚΑΙ Μ' ΕΝΤΥΣΕΣ!

 


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Αὐτεξουσίως ἐξεδύθην, τῇ πρώτῃ μου παραβάσει, τῶν ἀρετῶν τήν εὐπρέπειαν· ἠμφιασάμην δέ ταύτην αὖθις, τῇ πρός με συγκαταβάσει, Λόγε Θεοῦ· οὐ παρεῖδες γάρ με τόν ἐν δεινοῖς παθήμασι καταστιχθέντα, καί λῃστρικῶς ὁδοπατηθέντα, ἀλλά τῇ παναλκεῖ σου δυναστείᾳ περιποιησάμενός με, ἀντιλήψεως ἠξίωσας, Πολυέλεε» (Στιχηρόν ἰδιόμελον ἑσπ., ἦχος πλ. δ΄).

(Μέ τή θέλησή μου ξεντύθηκα τήν ὀμορφιά τῶν ἀρετῶν, λόγω τῆς πρώτης  μου παράβασης, ἐνῶ τή φόρεσα καί πάλι, λόγω τῆς συγκατάβασης πρός ἐμένα, Λόγε Θεοῦ. Γιατί δέν μέ περιφρόνησες, ἐμένα πού γέμισα ἀπό τά στίγματα τῶν φοβερῶν παθῶν μου καί ρίχτηκα κάτω ἀπό τούς ληστές· ἀντίθετα μέ τήν παντοδύναμη ἐξουσία σου μέ φρόντισες καί μέ κατέστησες ἄξιο τῆς βοήθειάς Σου, Πολυέλεε».

Τό στιχηρό ἰδιόμελο, ἐπαναλαμβανόμενο δύο φορές λόγω τῆς σπουδαιότητάς του, συνιστᾶ μία σύντομη σύνοψη ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Μᾶς μεταφέρει στήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας κακῶς τήν ἐλευθερία πού τούς ἐμπιστεύτηκε ὁ Δημιουργός («αὐτεξουσίως»), ἔδειξαν ἀνυπακοή πρός τόν λόγο Του, εἰσάγοντας ἑπομένως στή ζωή τους τήν ἁμαρτία (καί δι’ αὐτῆς τόν θάνατο, πνευματικό καί σωματικό). Ἀποτέλεσμα; Ἀπέβαλαν τό χαρισματικό ἔνδυμά τους, τή χάρη τῶν ἀρετῶν, καί ντύθηκαν τόν γεμάτο στίγματα χιτώνα τῶν παθῶν τους – σάν νά βρέθηκαν ποδοπατημένοι καί ριγμένοι στό χῶμα ἀπό ληστρική ἐναντίον τους ἐπιδρομή. Ἀλλ’ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν τούς ἄφησε στήν κατάντια αὐτή· ἔστειλε τόν Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος γενόμενος ἄνθρωπος προσέλαβε μέ τήν παντοδυναμία Του τόν τραυματισμένο καί ἡμιθανή ἄνθρωπο μέσα στόν ἑαυτό Του, τόν ἔκανε δικό Του κομμάτι - ἔγινε ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου Αὐτός ὁ Ἴδιος: «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε» - τόν περιποιήθηκε καί τόν φρόντισε ὡς ἰατρός, τόν ἔσωσε. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἐμφαίνεται μέσα ἀπό τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.  Ὁ περιπεσών εἰς τούς ληστάς, ὁ ὁποῖος τραυματίστηκε θανάσιμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἁμάρτησε καί ἁμαρτάνει, ἐνῶ Καλός Σαμαρείτης πού τόν σώζει εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΕΝ ΜΑΛΑΙΩ

«Από νεαρή ηλικία αγάπησε ολόψυχα τον Κύριο. Επειδή όμως οι γονείς του, παρά τη θέληση του, θέλησαν να τον παντρέψουν, ο Γεώργιος έγινε μοναχός και επιδόθηκε με όλη του τη δύναμη σε κάθε είδους άσκηση, δηλαδή νηστεία, σκληραγωγία, προσευχή, μελέτη των θείων Γραφών και άλλα. Πολλοί που προσέτρεχαν στον Όσιο, φωτίζονταν και επέστρεφαν δια της μετανοίας στον Χριστό. Αλλά επειδή ήταν πολλοί αυτοί πού τον επισκέπτονταν, δεν τον άφηναν ήσυχο να προσευχηθεί και ο Όσιος αποσύρθηκε στο όρος Μαλαιό όπου ησύχαζε. Αλλά και εκεί μαζεύτηκε πλήθος Μοναχών, τους οποίους ο όσιος καθοδηγούσε με προσευχή και άσκηση. Τόσο δε πρόκοψε στην αρετή, ώστε έγινε ξακουστός και θαυμαστός και στους άρχοντες, ακόμα και στους βασιλείς, στους οποίους είχε γράψει πολλές και αξιόλογες συμβουλευτικές επιστολές για διάφορα ζητήματα. Το τέλος της επίγειας ζωής του προείπε ο Όσιος τρία χρόνια προ της τελευτής του. Έτσι αφού ασθένησε για λίγο, μάζεψε τους μοναχούς του όρους Μαλαιό και αφού τους έδωσε θείες συμβουλές παρέδωσε τη δίκαια ψυχή του στον Θεό, που τόσο αγάπησε από βρέφος».

 Ο όσιος Γεώργιος αποτελεί μία ακόμη επιβεβαίωση αυτού που έλεγε ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης: στους ρωμαιοκαθολικούς ο μοναχισμός είναι εξωστρεφής, με την έννοια ότι οι μοναχοί πηγαίνουν στον κόσμο για να βρουν τους ανθρώπους. Στους ορθοδόξους ο μοναχισμός προσβλέπει με αγάπη πρώτιστα στον Θεό, ώστε να καθαρθεί η καρδιά και να γίνει έτσι καθαρή και η αγάπη προς τους ανθρώπους, πράγμα που το αισθάνεται ο κόσμος, γι' αυτό και αναζητεί αυτός τους μοναχούς και προσέρχεται στα μοναστήρια. Έτσι συμβαίνει το παράδοξο να φεύγει ο μοναχός από τον κόσμο και ο Θεός να τον μεταποιεί σε μαγνήτη για τους ανθρώπους. Στον όσιο Γεώργιο λοιπόν βλέπουμε ακριβώς εφαρμοσμένη αυτήν την πραγματικότητα: αποτραβιόταν από τον κόσμο για να είναι με τον Θεό, και ο κόσμος διαρκώς τον αναζητούσε. Κι όσο μάλιστα απομακρυνόταν, τόσο και η δίψα των ανθρώπων γι' αυτόν αυξανόταν. Ένα από τα στιχηρά του εσπερινού της εορτής του οσίου αποδίδει με τον τρόπο του υμνογράφου την αλήθεια αυτή: «Ανατέθηκες ολόκληρος με θέρμη στον παντεπόπτη Θεό και συνδέθηκες με Αυτόν με όλη την ψυχή σου, γι' αυτό και καλλιέργησες τους θεϊκούς καρπούς του Πνεύματος: την ησυχία, την εγκράτεια, την αγάπη, την ελπίδα, την μακροθυμία και την πραότητα, δείχνοντας έτσι με μεγαλοπρέπεια τον δρόμο που οδηγεί στον ουρανό, δηλαδή την πίστη και την αγάπη, πάτερ». Κι αλλού: «Ο βίος σου αναδείχτηκε λαμπρός, ο λόγος σου αρτυμένος από το θεϊκό αλάτι και τη χάρη Του, Γεώργιε» (ωδή γ΄).

     Η εν θερμή αγάπη στροφή του οσίου Γεωργίου προς τον Κύριο συνιστά "αξιοπερίεργο" γεγονός για τον άγιο Θεοφάνη, τον υμνογράφο του οσίου, γι' αυτό και το σχολιάζει περισσότερο της μιας φοράς. Και τούτο, γιατί ο Γεώργιος στράφηκε προς τον Θεό όχι γιατί τον καθοδήγησαν οι γονείς του, όχι γιατί είχε κάποιο αγιασμένο πρότυπο στη νεότητά του, αλλά γιατί τον καθοδήγησε η ίδια η Πρόνοια του Θεού. Κι αυτό σημαίνει ότι όπου ο Κύριος συναντήσει καλοπροαίρετη καρδιά, εκεί αναλαμβάνει ο Ίδιος την κυβέρνηση του ανθρώπου, αν και πρέπει να σημειώσουμε ότι και στις περιπτώσεις που άνθρωπος καθοδηγεί συνάνθρωπό του προς εύρεση του Θεού, τελικώς είναι ο Ίδιος ο Θεός που απλώς χρησιμοποιεί ως όργανό του τον καθοδηγητή για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η αγάπη του Θεού για τον κάθε άνθρωπο, έστω και τον πιο ελάχιστο, με άλλα λόγια, είναι δεδομένη: όλους μάς έχει στο κέντρο της "καρδιάς" Του, εφευρίσκοντας τρόπους να μας φέρει κοντά Του. «Οδηγήθηκες από τη θεία Πρόνοια, Γεώργιε, και βάδισες την οδό που φέρει προς τον ουρανό, έχοντας συνεργό σου τον μόνο ευεργέτη και πανοικτίρμονα Θεό» (ωδή α΄). «Μακάριε, από τον Θεό σαφώς κυβερνήθηκες» (ωδή α΄).

     Ο Θεοφάνης όμως σημειώνει και το αυτονόητο: βεβαίως ο Θεός καθοδηγεί τον άνθρωπο, αλλά και πρέπει και ο άνθρωπος στη συνέχεια να ανταποκριθεί, προκειμένου να κρατήσει τη δωρεά του Θεού και να την αυξήσει. Κι αυτό γίνεται με τη συνεχή μελέτη του λόγου του Θεού και την προσοχή των λογισμών του. Άνθρωπος ο οποίος μένει μόνον στην πρώτη κλήση του Θεού και δεν συνεργάζεται έπειτα με τον Θεό, δυστυχώς δεν μπορεί να καρποφορήσει τις αρετές. Ο όσιος Γεώργιος έδειξε το πόσο πράγματι η αγάπη του Θεού τον συνείχε: δεν περνούσε ημέρα που να μη μελετά τα λόγια του Θεού και να μη βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς νήψεως. Είχε κατανοήσει πλήρως ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής είναι ο έλεγχος των λογισμών και ότι για να συμβεί αυτό πρέπει να ποτίζει αδιάκοπα την ψυχή του με τη βροχή των θεϊκών λογίων. Κι αν και σήμερα, όπως και σε κάθε εποχή, υπάρχει μικρή καρποφορία στις πνευματικές αρετές, που σημαίνει έχουμε λιγοστή παρουσία της χάρης του Θεού στις ανθρώπινες καρδιές, είναι διότι δεν μελετούμε όσο πρέπει τον λόγο του Θεού, είτε σαν Ευαγγέλιο είτε σαν πατερικά κείμενα είτε σαν βίους αγίων είτε ως ύμνους της Εκκλησίας μας, οπότε ανοχύρωτη η καρδιά μας γίνεται σπήλαιο ληστών. «Πρόσεχες αδιάκοπα, πάνσοφε, στη μελέτη των λόγων του Θεού, γι' αυτό και απομάκρυνες, πάτερ Γεώργιε, τους άστατους δαιμονικούς λογισμούς» (ωδή δ΄).

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

«Αυτόν τον πράγματι μέγιστο από όλους τους κανόνες, τον δημιούργησε και τον συνέγραψε άριστα και με τεχνητό τρόπο ο εν αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ο ονομαζόμενος και Ιεροσολυμίτης. Ο άγιος Ανδρέας καταγόταν από τη Δαμασκό. Επί σαράντα χρόνια εκπαιδεύτηκε στα γράμματα και εξάσκησε την εγκύκλια εκπαίδευση, οπότε ήλθε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός. Ζώντας όσια και θεοφιλώς, στην ήσυχη και ατάραχη βιοτή του άφησε στην Εκκλησία του Χριστού λόγους και  εκκλησιαστικούς ύμνους κανόνων, περισσότερο όμως αναδείχτηκε με τη συγγραφή πανηγυρικών λόγων. Μαζί με τα πολλά άλλα που έγραψε, συνέθεσε και τον Μεγάλο Κανόνα, που προξενεί πολύ μεγάλη κατάνυξη. Διότι επιλέγοντας και μαζεύοντας από όλη την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, συνέθεσε τον ύμνο αυτό, από Αδάμ δηλαδή μέχρι και αυτήν την Ανάληψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων. Προτρέπει λοιπόν με αυτόν τον ύμνο κάθε ψυχή, να ζηλέψει μεν όσα καλά προσφέρει η ιστορία της Αγίας Γραφής και να τα μιμηθεί όσο είναι δυνατόν, όσα δε είναι πονηρά να τα αποφεύγει, ενώ πάντοτε να προστρέχει στον Θεό με μετάνοια, με δάκρυα και εξομολόγηση, με κάθε τι δηλαδή που ευχαριστεί τον Θεό. Όμως είναι τόσο μεγάλος ο κανόνας αυτός σε μήκος και γραμμένος με τέτοιο μέλος, ώστε είναι ικανός να μαλακώσει και τη σκληρότερη ψυχή και να τη διεγείρει να ξεκινήσει να κάνει το καλό, με την προϋπόθεση όμως να ψάλλεται  με συντετριμμένη καρδιά και προσοχή που αρμόζει. Συνέθεσε δε τον ύμνο αυτό, όταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο μέγας Σωφρόνιος, συνέγραψε τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας. Διότι και αυτός ο βίος προσφέρει άπειρη κατάνυξη και δίνει πολλή παρηγοριά σ᾽αυτούς που έχουν φταίξει και αμαρτήσει, εάν βεβαίως θελήσουν να απομακρυνθούν από τις πονηρίες.

Τάχθηκαν δε κατά τη σημερινή ημέρα της Πέμπτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών να ψάλλονται και να αναγινώσκονται για τον παρακάτω λόγο: επειδή δηλαδή η αγία Τεσσαρακοστή πλησιάζει προς το τέλος, για να μη γίνουν αμελέστεροι προς τους πνευματικούς αγώνες αυτοί που είναι ήδη ράθυμοι, και απομακρυνθούν εντελώς από τη σωφροσύνη σε όλα, ο μεν μέγιστος Ανδρέας, τρόπον τινά σαν αλείπτης πνευματικός γυμναστής, αναφέροντας την αρετή των μεγάλων ανδρών μέσα από τις ιστορίες του Μεγάλου Κανόνα, όπως και την εκτροπή από την άλλη των πονηρών, κάνει αυτούς τους ράθυμους, όπως θα έλεγε κανείς, γενναιότερους και υπομονετικούς, ώστε να προχωρούν με καλό τρόπο μπροστά και με ανδρεία. Ο δε ιερός Σωφρόνιος, με τον σπουδαίο του λόγο για την οσία Μαρία, τους κάνει πάλι να γίνουν σώφρονες, και τους ξεσηκώνει προς τον Θεό, ώστε να να μην πέφτουν πια στην αμαρτία ούτε και να απελπίζονται, αν μερικοί βρέθηκαν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε κάποια παραπτώματα. Διότι η διήγηση για την αγία Μαρία παρουσιάζει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Θεού σ᾽εκείνους που αποφασίζουν να μετανοήσουν από τις προηγούμενες αμαρτίες τους. Λέγεται δε Μεγάλος Κανόνας, ίσως θα έλεγε κανείς και για τις ίδιες τις έννοιες που προβάλλει και τις σκέψεις που περιέχει: ο ποιητής του έχει γόνιμη σκέψη, καθώς τα συνέθεσε όλα άριστα. Αλλά λέγεται Μεγάλος και για τον λόγο ότι από όλους τους υπόλοιπους κανόνες, που έχουν τριάντα ή και λιγότερα τροπάρια, αυτός εκτείνεται σε διακόσια πενήντα τροπάρια, που το καθένα από αυτά αποστάζει άρρητη ηδονή. Σωστά λοιπόν και πρεπόντως ο Μέγας αυτός Κανόνας, ο οποίος περικλείει μεγάλη κατάνυξη, τάχθηκε να ψάλλεται στη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτόν τον άριστο και μέγιστο κανόνα, όπως και τον λόγο της οσίας Μαρίας, ο ίδιος Πατήρ ημών Ανδρέας, πρώτος τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όταν έφτασε εκεί σταλμένος να βοηθήσει στην έκτη Οικουμενική Σύνοδο (681) από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο. Τότε λοιπόν, επειδή αγωνίστηκε κατά τρόπο άριστο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, μολονότι ήταν ακόμη απλός μοναχός, συγκαταλέχθηκε στον Κλήρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα έγινε διάκονος και ορφανοτρόφος σ᾽αυτήν, και μετά από λίγο, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αργότερα, αφού πρώτα κάθησε αρκετά στον επισκοπικό του θρόνο στην Κρήτη,  έφτασε κάπου κοντά προς την Ιερισό της Μυτιλήνης, και εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο».

Δεν υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να έχει παρακολουθήσει εν επιγνώσει τον Μεγάλο Κανόνα, που σημαίνει να έχει προσευχηθεί μέσω αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ποιήματος, και να μην έχει κατανυχθεί και να μην έχει αποφασίσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Διότι αυτά που προβάλλει ο άγιος Ανδρέας, είναι όλα εκείνα που βοηθούν αφενός να αναδυθεί ο χαρισματικός του καθενός μας εαυτός, αυτός που αναδύθηκε από την άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας και αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μέσα από τη συμμετοχή μας και στα υπόλοιπα μυστήριά της, αφετέρου να ελεγχθεί ο πονηρός δεύτερος εαυτός μας και να οδηγηθεί εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου μας. Με άλλα λόγια ο Μέγας Κανών λειτουργεί ως φλόγα που μπορεί και φωτίζει και θερμαίνει ό,τι καλό βρίσκει μέσα μας, ενώ κατακαίει και εξαφανίζει ό,τι κακό σαν αγκάθι προεξέχει από τον ακατέργαστο ακόμη εαυτό μας. Ο Μέγας Κανών δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος βαπτίσματος: όπως το βάπτισμα μάς ενσωματώνει στον Χριστό καταργώντας την αναγκαστική ροπή προς το πονηρό και το κακό, το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γίνεται με το ποίημα αυτό. Κι είναι ευνόητο: το κείμενο αυτό είναι μία εμμελής παρουσίαση όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής· ο γραπτός λόγος του Θεού που έχει γίνει τραγούδι. Κι όπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι «πυρ φωτίζον, αλλά και καταναλίσκον»: φωτιά που φωτίζει αλλά και που κατατρώει τα πάντα, έτσι και ο Μέγας Κανών.

Από την άποψη αυτή το εκτεταμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα έχει μία μοναδική θέση στην Εκκλησία, που αναδεικνύει και την ιδιαίτερη χάρη και τον ξεχωριστό φωτισμό που έλαβε ο συντάκτης του από τον Κύριο και Θεό μας.  Και τίποτε άλλο να μην είχε αφήσει ο άγιος Ανδρέας, το έργο αυτό ήταν ικανό να φανερώσει την αγιότητά του, αλλά και το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο. Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες προς αυτόν, επικαλούμενοι τις άγιες πρεσβείες του προς τον Κύριο, κατεξοχήν όμως ευγνώμονες προς τον ίδιο τον δωρεοδότη Χριστό μας, που κατέστησε ικανό τον δούλο του Ανδρέα να ποιήσει μία τέτοια δημιουργία. Η Εκκλησία μας βοηθά στην κατανόηση από τους πιστούς της μοναδικής αυτής ποιητικής δημιουργίας όχι μόνο με την αφιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας μέσα στην Σαρακοστή, και μάλιστα με τέλεση επί πλέον προηγιασμένης θείας Λειτουργίας πέραν της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και με την ψαλτική απόδοσή της τμηματικά κατά την πρώτη εβδομάδα της περιόδου αυτής. Με σκοπό ακριβώς να τονίσει τη σημασία του Μεγάλου Κανόνα, δηλαδή τη σημασία της μετανοίας ως επιγνώσεως των αμαρτιών μας και της άπειρης αγάπης του Θεού που δέχεται τη μετάνοια και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην αρχική κι ακόμη περισσότερο θέση του: να είναι εικόνα του Θεού. Διότι βεβαίως αυτό συνιστά την ουσία του Κανόνα αυτού: η ανάδειξη της μετανοίας ως της μοναδικής οδού, διά της οποίας βρίσκουμε τον Θεό μας, τον γεμάτο αγάπη και έλεος απέναντί μας. Έχουμε την εντύπωση ότι ο ο Μέγας Κανών θα πρέπει να γίνεται τακτικό ανάγνωσμα του κάθε χριστιανού καθ᾽όλη τη διάρκεια του έτους, και – γιατί όχι; - συχνό κείμενο μελέτης για τις πνευματικές συνάξεις των χριστιανών. Με αυτόν τον τρόπο αφενός οι χριστιανοί θα εμβαπτιζόμαστε μέσα στην Αγία Γραφή, αφετέρου μέσα στο διαχρονικό κλίμα της Εκκλησίας μας, την ατμόσφαιρα της μετάνοιας. Ποιος ευκολότερος δρόμος αγιασμού μας μπορεί να υφίσταται από αυτό;

Δεν τολμούμε να κάνουμε επιλογή κάποιων από τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα. Το καθένα είναι μία πινελιά, όπως είπαμε, της ίδιας της χάρης του Θεού μας. Ίσως η υπενθύμιση μόνο του κοντακίου να είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα του μεγαλείου του ποιήματος: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, τι κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου είναι κοντά και πρόκειται να ταραχτείς. Ξύπνα λοιπόν, για να σε λυπηθεί και να σε ελεήσει ο Χριστός ο Θεός μας, που είναι πανταχού παρών και γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του. Ενώπιον του Θεού μας, που είναι παρών στη ζωή μας, η μόνη στάση μας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια που μας ξυπνά από τον ύπνο που προκαλούν τα πάθη και η αμαρτία μας, όπως βεβαίως και ο αρχέκακος διάβολος. Ξύπνιοι θα νιώσουμε την αγάπη του Κυρίου μας και θα εισέλθουμε μαζί Του στους γάμους μας με Εκείνον. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...Και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα». Κι ένας τρόπος που μπορεί να προκαλέσει την ανάνηψή μας είναι η ενθύμηση του θανάτου μας. Μη φτάσει αυτή η ώρα χωρίς μετάνοια, διότι τότε θα είναι αργά. Κι αυτό το έργο της ανάνηψής μας πρέπει να το αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας πρέπει να είναι ο απόστολος της ψυχής του. Οι άλλοι έχουν απλώς βοηθητικό ρόλο. Αν εμείς δεν κατανοήσουμε την ανάγκη της εν αγάπη σχέσης μας με τον Κύριο, λίγα πράγματα οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν.