12 Απριλίου 2025

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 12, 1-18)

Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον· ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς στή Βηθανία, ὅπου ἔμενε ὁ Λάζαρος, πού εἶχε πεθάνει καί ὁ Ἰησοῦς τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς. Ετοίμασαν, λοιπόν, ἐκεῖ γιά χάρη του δεῖπνο, καί ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς πού παρακάθονταν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ στό δεῖπνο. Τότε ἡ Μαρία πῆρε μιά φιάλη ἀπό τό πιό ἀκριβό ἄρωμα τῆς νάρδου κι ἄλειψε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ἔπειτα σκούπισε μέ τά μαλλιά της τά πόδια του, κι ὅλο τό σπίτι γέμισε μέ τήν εὐωδιά τοῦ μύρου. Λέει τότε ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας ἀπό τούς μαθητές του, αὐτός πού σκόπευε νά τόν προδώσει: «Γιατί νά μήν πουληθεῖ αὐτό τό μύρο γιά τριακόσια ἀργυρά νομίσματα, καί τά χρήματα νά διανεμηθοῦν στούς φτωχούς;» Αυτό τό εἶπε ὄχι γιατί νοιαζόταν γιά τούς φτωχούς, ἀλλά γιατί ἦταν κλέφτης καί, καθώς διαχειριζόταν τό κοινό ταμεῖο, συχνά κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του ἀπό τά χρήματα πού ἔβαζαν σ’ αὐτό. Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: «Ἄφησέ την ἥσυχη· αὐτό πού κάνει εἶναι γιά τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου. Οἱ φτωχοί πάντοτε θά ὑπάρχουν κοντά σας, ἐμένα ὅμως δέ θά μέ ἔχετε πάντοτε». Πλῆθος πολύ ἀπό τούς Ἰουδαίους τῆς πόλεως ἔμαθαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται ἐκεῖ καί ἦρθαν γιά νά δοῦν ὄχι μόνο αὐτόν ἀλλά καί τό Λάζαρο, πού τόν εἶχε ἀναστήσει ἀπό τούς νεκρούς. Γι’ αὐτό οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νά σκοτώσουν καί τό Λάζαρο, ἐπειδή ἐξαιτίας του πολλοί Ἰουδαῖοι ἐγκατέλειπαν αὐτούς καί πίστευαν στόν Ἰησοῦ. Τήν ἄλλη μέρα, τό μεγάλο πλῆθος πού εἶχε ἔρθει γιά τή γιορτή τοῦ Πάσχα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα, πῆραν κλαδιά φοινικιᾶς, καί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη νά τόν προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: Δόξα στό Θεό! Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται σταλμένος ἀπό τόν Κύριο! Εὐλογημένος ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ! Ὁ Ἰησοῦς εἶχε βρεῖ ἕνα γαϊδουράκι καί κάθισε πάνω του, ὅπως λέει ἡ Γραφή: Μή φοβᾶσαι θυγατέρα μου, πόλη τῆς Σιῶν· νά πού ἔρχεται σ’ ἐσένα ὁ βασιλιάς σου, σέ γαϊδουράκι πάνω καθισμένος. Αὐτά στήν ἀρχή δέν τά κατάλαβαν οἱ μαθητές του· ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς ἀνυψώθηκε στή θεία δόξα, τότε τά θυμήθηκαν. Ὅ,τι εἶχε γράψει γιά κεῖνον ἡ Γραφή, αὐτά καί τοῦ ἔκαναν. Ὅλοι, λοιπόν, ἐκεῖνοι πού ἦταν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ, ὅταν φώναξε τό Λάζαρο ἀπό τόν τάφο καί τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, διηγοῦνταν αὐτά πού εἶχαν δεῖ. Γι’ αὐτό ἦρθε τό πλῆθος νά τόν προϋπαντήσει, ἐπειδή ἔμαθαν ὅτι αὐτός εἶχε κάνει τό θαυμαστό αὐτό σημεῖο.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Φιλ. 4, 4-9)

Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. Ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

 Ἀδελφοί, νά χαίρεστε πάντοτε μέ τή χαρά πού δίνει ἡ κοινωνία μέ τόν Κύριο. Θά τό πῶ καί πάλι: νά χαίρεστε. Σ’ ὅλους νά δείχνετε τήν καλοσύνη σας. Ὁ Κύριος ἔρχεται σύντομα. Γιά τίποτε νά μή σᾶς πιάνει ἄγχος, ἀλλά σέ κάθε περίσταση τά αἰτήματά σας νά τά ἀπευθύνετε στό Θεό μέ προσευχή καί δέηση, πού θά συνοδεύονται ἀπό εὐχαριστία. Και ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀσύλληπτη στό ἀνθρώπινο μυαλό, θά διαφυλάξει τίς καρδιές καί τίς σκέψεις σας κοντά στόν Ἰησοῦ Χριστό. Τέλος, ἀδερφοί μου, ὅ,τι εἶναι ἀληθινό, σεμνό, δίκαιο, καθαρό, ἀξιαγάπητο, καλόφημο, ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τήν ἀρετή καί εἶναι ἄξιο ἐπαίνου, αὐτά νά ἔχετε στό μυαλό σας. Αυτά πού μάθατε, παραλάβατε κι ἀκούσατε ἀπό μένα, αὐτά πού εἴδατε σ’ ἐμένα, αὐτά νά κάνετε κι ἐσεῖς. Καί ὁ Θεός πού δίνει τήν εἰρήνη θά εἶναι μαζί σας.

11 Απριλίου 2025

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΩΦΕΛΟΥΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

«Τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καί τήν ἁγίαν Ἑβδομάδα τοῦ Πάθους σου αἰτοῦμεν κατιδεῖν, Φιλάνθρωπε, τοῦ δοξάσαι ἐν αὐτῇ τά μεγαλεῖά σου καί τήν ἄφατον δι’ ἡμᾶς οἰκονομίαν σου, ὁμοφρόνως μελῳδοῦντες· Κύριε, δόξα Σοι» (Δοξαστικόν ἰδιόμελον εἰς ἦχον πλ. α΄, ἀποστίχων ὄρθρου).

(Τώρα πού φτάσαμε στό τέλος τῆς ψυχωφελοῦς Τεσσαρακοστῆς, Σέ παρακαλοῦμε, Φιλάνθρωπε, νά δοῦμε καθαρά καί τήν ἁγία ἑβδομάδα τοῦ Πάθους Σου, προκειμένου νά δοξάσουμε μέσα σ’ αὐτήν τά μεγαλεῖα σου καί τήν ἄφατη γιά χάρη μας οἰκονομία Σου, ψάλλοντας: Κύριε, δόξα Σοι).

Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ὡς γνωστόν, σηματοδοτεῖ τό τέλος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ εὐλογημένη περίοδος πού ξεκίνησε τήν Καθαρά Δευτέρα φτάνει πιά στό τέλος της – τό ἴδιο τροπάριο ψέλνεται καί στόν ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς τοῦ Λαζάρου. Καί τί μᾶς λέει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος; Πρῶτον, ὅτι ἡ περίοδος αὐτή τῆς Σαρακοστῆς εἶναι «ψυχωφελής»· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ πρόκειται περί «τέλους» ὡς συμπλήρωσης τῶν σαράντα ἡμερῶν της, λειτουργεῖ καί πάλι ὡς σημεῖο ἐκκίνησης: τῆς ἀπαρχῆς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος – εἴμαστε μπροστά σ’ ἕνα θαυμαστό κατώφλι. Κι εἶναι αὐτονόητο· ἡ Σαρακοστή τέθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία προκειμένου νά ἑτοιμαστοῦμε οἱ χριστιανοί γιά τή συγκεκριμένη Ἑβδομάδα, αὐτήν στήν ὁποία προβάλλονται ἐκεῖνα τά γεγονότα πού ἔφεραν τή σωτηρία στό ἀνθρώπινο γένος - τά Πάθη τοῦ Κυρίου, τήν ἴδια τή Σταυρική Του θυσία. Στόν Σταυρό δέν ἦρε ὁ Κύριος τίς ἁμαρτίες μας καί κατήργησε τόν διάβολο, πατώντας τόν θάνατο; «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ». Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί χαρακτηρίζεται ὡς «Μεγάλη». Ὄχι, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, γιατί ἔχει μεγαλύτερη διάρκεια ἡ κάθε ἡμέρα της, ἀλλά γιατί εἶναι σπουδαῖα καί συγκλονιστικά τά ὅσα διαλαμβάνει μέ τά Πάθη τοῦ Κυρίου. Μπροστά λοιπόν στό πνευματικό μέγεθος τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἀφενός ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη καί ξεχωριστή προετοιμασία – κανείς «ἀμύητος» καί χαμερπής δέν μπορεῖ νά ψαύσει τό ἱερό μυστήριο - ἀφετέρου προκαλεῖται ὁ μυημένος κι ἑτοιμασμένος ὅσο εἶναι δυνατόν πιστός νά δοξολογήσει τόν Κύριο τῆς δόξης, διακρίνοντας ὄχι τήν ἐπιφάνεια ἑνός ἀνθρώπου πού πάσχει, ἀλλά τό βάθος τῆς ἀγάπης τοῦ Ἴδιου τοῦ Δημιουργοῦ. Ἡ προετοιμασία τῶν σαράντα ἡμερῶν, ὡς ἕνα εἶδος μύησης στήν πνευματικότητα τῆς ἁγίας ἑβδομάδας, ἑρμηνεύει καί τόν ὅρο «ψυχωφελής Τεσσαρακοστή» - ὅ,τι πρόσφερε ἡ Ἐκκλησία αὐτήν τήν περίοδο, (μέ τό πλῆθος τῶν ἀκολουθιῶν της, μέ τόν τονισμό τῆς ἀληθινῆς νηστείας, σωματικῆς καί πνευματικῆς, μέ τή διαρκή ὑπενθύμιση τῆς μετανοίας ὡς τοῦ μονόδρομου πού ἐκβάλλει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ), ἦταν γιά τή θρέψη καί τή ζώωση τῆς ψυχῆς μας! Καί παρ’ ὅλα αὐτά! Ἔστω καί μέ προετοιμασία, ἀπαιτεῖται καί πάλι ἡ χάρη τοῦ Κυρίου γιά τό σωστό περπάτημα τῆς ἁγίας Ἑβδομάδος! «Σοῦ ζητᾶμε νά μᾶς δώσεις τή χάρη νά δοῦμε καθαρά καί τό περιεχόμενο τῆς ἁγίας Ἑβδομάδος τοῦ Πάθους Σου».

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

«Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα.

      Λέγεται δε ότι μετά την ανάστασή του δεν έφαγε τίποτε χωρίς να βάλει και κάτι πικρό στο φαγητό και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη του Θεού Μητέρα με τα χέρια της και του το χάρισε. Το τίμιο και άγιο λείψανό του ο σοφότατος βασιλιάς Λέων, από κάποια θεία όραση κινούμενος έστειλε και το πήρε από εκεί και το κατέθεσε με σεμνότητα και με πολυτέλεια στον Ναό που έκτισε στην Κωνταντινούπολη προς τιμή του. Και τώρα ακόμη παραμένει το τίμιο λείψανό του, που βγάζει κάποια άρρητη ευωδία. Τάχθηκε δε να εορτάζεται η έγερσή του κατά τη σημερινή ημέρα, διότι οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, μάλλον δε οι άγιοι Απόστολοι, μετά την κάθαρση της σαρανταήμερης νηστείας, ενόψει των αγίων Παθών του Κυρίου μας, επειδή βρήκαν αυτό το θαύμα ότι ήταν η αρχή και μάλιστα η αιτία της μανίας των Ιουδαίων κατά του Χριστού, γι' αυτό λοιπόν έθεσαν εδώ το υπερφυσικό αυτό τεράστιο θαύμα. Αυτό λοιπόν το θαύμα μόνος ο ευαγγελιστής Ιωάννης το έγραψε, διότι οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν. Ίσως γιατί ήταν ζωντανός ο Λάζαρος και τον έβλεπαν. Λέγεται μάλιστα ότι και γι' αυτό ακριβώς συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο και ότι οι άλλοι δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην άναρχη Γέννηση του Χριστού. Διότι αυτό ήταν το ζητούμενο να πιστευθεί, δηλαδή ότι ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και Θεός. Και ότι αναστήθηκε και θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο με την ανάσταση του Λαζάρου γίνεται περισσότερο πιστευτό. Ο Λάζαρος δε δεν είπε τίποτε για τα εν Άδη ή διότι δεν του επέτρεψε ο Θεός να δει τελείως τα εκεί ή διότι τα είδε μεν, αλλά πήρε εντολή να κρατήσει σιωπή γι' αυτά. Από τότε και μετά, κάθε άνθρωπος που μόλις έχει πεθάνει λέγεται Λάζαρος, ενώ το εντάφιο ένδυμα ονομάζεται Λαζάρωμα, καθώς τον παρακινεί ο λόγος να θυμηθεί τον πρώτο Λάζαρο. Διότι αν εκείνος με τον λόγο του Χριστού αναστήθηκε και ξανάζησε πάλι, έτσι κι αυτός: μολονότι πέθανε, όμως θα αναστηθεί με την τελευταία σάλπιγγα και θα ζήσει αιώνια».

      Η ανάσταση του Λαζάρου από τον Κύριο θεωρείται από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη πρώτα από όλα γεγονός που φανερώνει τη διπλή φύση Του, την ανθρώπινη και τη θεϊκή. Η μεν ανθρώπινη φύση Του φανερώνεται όταν  ο Κύριος ερωτά, σαν να αγνοεί, τον τόπο της ταφής του φίλου Του, αλλά και όταν κλαίει για τον θάνατό του. Η δε θεϊκή φύση Του αποκαλύπτεται, όπως είναι φυσικό, από την ανάσταση του Λαζάρου, καθώς η ισχύς του θεϊκού λόγου Του βγάζει από το χώρο των κεκοιμημένων τον Λάζαρο, αλλά και προηγουμένως, από τη πρόγνωση του θανάτου του. Οι στίχοι του συναξαρίου είναι εντελώς δειγματοληπτικοί αλλά και αποκαλυπτικοί: «Θρηνείς, Ιησού – δείγμα τούτο ότι είσαι πραγματικά άνθρωπος. Δίνεις ζωή στον φίλο σου – δείγμα τούτο της θεϊκής δύναμής Σου».

      Η ανάσταση του Λαζάρου όμως συνιστά κατά τον υμνογράφο σημαντικό γεγονός, γιατί δείχνει και την αξιοπιστία της ανάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος δηλαδή που είχε προείπει την ανάστασή Του είναι επόμενο να καθιστά εντελώς αξιόπιστη την προφητεία Του, με την ανάσταση εκ νεκρών που δίνει στον Λάζαρο. Αφού με άλλα λόγια ανέστησε έναν άνθρωπο εκ νεκρών, γιατί να μην μπορεί να αναστήσει και τον εαυτό Του; Και βεβαίως η ανάσταση του Λαζάρου που παραπέμπει στην Ανάσταση του Κυρίου, προχωρά κατ' επέκταση και στην ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων. Η Ανάσταση του Κυρίου άλλωστε γι' αυτό έγινε. Όχι γιατί είχε ανάγκη της ανάστασης αυτής ο Κύριος, ο Ίδιος ο παντοδύναμος Θεός που σαρκώθηκε, αλλά για να δώσει στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δωρεά: να υπερβούν τον θάνατο - το τίμημα της αμαρτίας τους - συνεπώς να ζήσουν αυτό που απαρχής είχε δοθεί ως προοπτική στους ανθρώπους: να ζουν αιωνίως εν Θεώ, ψυχή τε και σώματι. "Τον Λάζαρο που πέθανε, τον ανέστησες από τον Άδη που βρισκόταν τέσσερις ημέρες, Χριστέ, τραντάζοντας έτσι πριν από τον θάνατό Σου τη δύναμη του θανάτου και προμηνύοντας μέσω ενός προσφιλούς σου προσώπου την ελευθερία όλων των ανθρώπων από τη φθορά" (στιχηρό αίνων). 

      Ο άγιος Θεοφάνης όμως σημειώνοντας την ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων τονίζει και την προϋπόθεση, προκειμένου η ανάσταση αυτή να λειτουργεί θετικά για τον άνθρωπο. Διότι την ανάσταση θα τη ζήσουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, όχι όμως κατά τρόπο χαροποιό και φωτεινό. Η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία για άλλους θα είναι, κατά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, ανάσταση ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσεως. Κι εκείνο που θα καταστήσει χαροποιό και φωτεινό γεγονός την ανάσταση, κυριολεκτικά παραδείσια κατάσταση, είναι αν ο άνθρωπος, μέσα στο πλαίσιο αυτού του κόσμου που ο Θεός επέτρεψε να βρεθεί, ζήσει με πίστη και με αγάπη, δηλαδή με μετάνοια από τον κακό και αμαρτωλό και εγωιστικό τρόπο ζωής του. Αν με άλλα λόγια από τώρα ζήσει την ανάσταση του Κυρίου. "Τον νεκρό που μύριζε άσχημα και που ήταν δεμένος με σάβανα, Δέσποτα, τον ανέστησες. Κι εμένα που ειμαι δεμένος με τις σειρές των αμαρτημάτων μου, ανάστησέ με" (ωδή ζ΄).

ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΜΕ ΑΦΟΥ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣ ΜΑΣ «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ»;

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Τήν ἀνάστασιν καί ζωήν ἔχουσαι Γυναῖκες προσφιλῆ, τί ἀποδύρεσθε πικρῶς; Παραγίνεται καί ζωώσει τόν γνήσιον φίλον, τῆ αὐτοῦ ἀναστάσει, τήν ἔγερσιν πάντων προμηνύων ὁ πάντων εὐεργέτης» (ωδή η΄ Τριωδίου).

(Γυναίκες (Μάρθα και Μαρία), έχοντας την ανάσταση και ζωή, δηλαδή τον Κύριο, φίλο και αγαπητό σας, γιατί κλαίτε πικρά; Έρχεται και θα δώσει ζωή στον γνήσιο φίλο του τον Λάζαρο, προμηνύοντας με εκείνου την ανάσταση την ανάσταση όλων ο ευεργέτης όλων).

Την ανάσταση του Λαζάρου προβάλλει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, μία ανάσα προ της ημέρας της αφιερωμένης σ’ αυτόν. Κι αυτό για να τονίσει ότι εκείνου η ανάσταση αποτελεί προμήνυμα της Αναστάσεως του Κυρίου και συνεπώς της αναστάσεως όλων των ανθρώπων – ο Κύριος ανασταίνεται για να αναστηθεί σύμπαν το ανθρώπινο γένος (ό,τι εικονίζει και η εικόνα της εις Άδου καθόδου του Κυρίου). Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας με καταιγιστικό τρόπο εξαγγέλλουν την αλήθεια αυτή με αφθάστου ύψους ποιητική δύναμη. Για παράδειγμα στην ίδια ωδή: «Καθώς ερχόσουν Κύριε προς Βηθσφαγή, ο αποτρόπαιος Άδης αισθάνθηκε τον κρότο των ποδών Σου και άγγιξε τα πόδια του Λαζάρου λέγοντάς του: Αν πρόκειται να σε φωνάξει η Ζωή, μην αργήσεις, αλλά βγες έξω. Διότι γνωρίζω την καταστροφή μου που έρχεται γρήγορα».

Ενόψει λοιπόν του ερχομού του Κυρίου στη Βηθανία για να αναστήσει τον φίλο του Λάζαρο, ο υμνογράφος «ελέγχει» τις αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία. Και τις ελέγχει για την ολιγοπιστία τους, με το συντριπτικό πράγματι επιχείρημα: αφού ο Κύριος είναι και δικός σας φίλος, αγαπητός και προσφιλής, Αυτός που είναι η Ανάσταση και η Ζωή, όπως θα το δηλώσει μάλιστα στις ίδιες, τότε γιατί κλαίτε και μάλιστα πικρά, δηλαδή με κάποια απελπισία; Να έχει κανείς τον Χριστό τόσο κοντινό του και να απελπίζεται, είναι μάλλον παράλογο. Εκτός κι αν δεν Τον πιστεύει όπως πρέπει.

Τι θα έπρεπε να πει βεβαίως ο άγιος υμνογράφος και σε μας που έχουμε βαπτιστεί στο όνομα του Χριστού και έχουμε γίνει μέλη του αγίου Σώματός Του – ένα κυριολεκτικά μ’ Εκείνον; Και μάλιστα όταν επιβεβαιώνουμε τούτο με την κοινωνία του αγίου σώματος και αίματός Του; Πώς έρχονται στιγμές ή και μακρύτερα χρονικά διαστήματα που ξεχνάμε την πιο καίρια αυτή αλήθεια της πίστης μας, οπότε μας καταλαμβάνει η βαθιά λύπη της μοναξιάς, ο μεγάλος φόβος για τα δεινά του βίου, ακόμη και η δαιμονική απόγνωση; Δεν είναι απτά σημάδια αυτά της ολιγοπιστίας ή και της απιστίας μας ακόμη; Αλλά ο Χριστός μας επιμένει: είμαι ο φίλος Σας, λέει, είμαι ο Πατέρας και η Μάνα σας, είμαι το σπίτι σας, είμαι η τροφή σας, είμαι ο νυμφίος της ψυχής σας. Είμαι τα πάντα για εσάς. Σας αγαπώ περισσότερο κι από την αγάπη της μάνας προς το λατρευτό βλαστάρι της!

09 Απριλίου 2025

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

«Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι. Αν τον πάρεις απ’ την άλλη πλευρά, τότε είναι βαρύς και ασήκωτος» (όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης).

Ο όσιος Κατουνακιώτης κινείται Αγιογραφικά, Πατερικά, βιωματικά. Αυτό που λέει δηλαδή εκφράζει τον λόγο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων, τον λόγο των Πατέρων και της Εκκλησίας, τον λόγο τον δικό του που είναι καρπός φωτισμού του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καθαρή από τα πάθη αγιασμένη του καρδιά. Κι αυτό συνιστά βεβαίως τον ορισμό του αληθινού θεολόγου κατά την πίστη μας: θεολόγος είναι εκείνος που ομιλεί όχι απλώς μεταφέροντας απόψεις της Γραφής και των Πατέρων – κι αυτό είναι καλό και άγιο  βεβαίως για τους αρχαρίους εμάς, όταν κινούμαστε εν ταπεινώσει – αλλά που ομιλεί καθώς έχει γίνει «διδακτός Θεού». «Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου» διακηρύσσει ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο προφητάναξ Δαυίδ.

Ο άγιος Εφραίμ εν προκειμένω δεν αναφέρεται στη θεολογία καθ’ αυτό του Σταυρού του Κυρίου, Σταυρού που περικλείει κατά τους αγίους «όλη την τελειότητα της πίστεως». Αναφέρεται στην πορεία του χριστιανού, όταν αποφασίζει με επίγνωση να ακολουθήσει τον Κύριο. Και η πορεία αυτή είναι σταυρική, γιατί με τον τρόπο του Σταυρού περιεπάτησε ο αρχηγός της πίστεως. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς πιστός του Κυρίου και να «ξεφύγει» από τον μονόδρομο αυτόν - πιο καθαρά ο Κύριος δεν θα μπορούσε να το πει. Και περιεχόμενο της σταυρικής αυτής πορείας ως ακολουθίας Εκείνου είναι η απάρνηση του εγωιστικού θελήματος και η εν αγάπη θυσία του εαυτού προς χάριν του συνανθρώπου. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή» είπε ο Κύριος με απόλυτο τρόπο, «ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Σταυρός δηλαδή για τον χριστιανό είναι να βρίσκεται ανά πάσα ώρα και στιγμή σε ετοιμότητα να θυσιάζει οτιδήποτε δικό του και προσωπικό, όπως έκανε ο ίδιος ο Κύριος, προκειμένου να ζει τη μεγάλη αγάπη της προσφοράς του εν χάριτι προς τον κάθε συνάνθρωπο.

Κι εδώ βρίσκεται το παράδοξο, που σημειώνει και ο άγιος Εφραίμ. Ενώ φαίνεται ότι θυσιάζεσαι, ενώ φαίνεται ότι περνάς εν οδύνη τη ζωή σου, η θυσία και η οδύνη αυτή μεταποιούνται από τη χάρη του Θεού σε πραγματικότητα ελαφριά, σε ανάπαυση και παρηγορία καρδίας. Ο ίδιος ο Κύριος και πάλι το σημείωσε και έκτοτε το ακολουθούν και το ζουν όλοι οι άγιοί μας, σαν τον άγιο Εφραίμ. «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι». Πώς συμβαίνει αυτό; Μα για τον λόγο ότι τότε ενεργοποιείται στο έπακρο η χάρη του αγίου βαπτίσματος ως παρουσία ενεργής του Κυρίου στην καρδιά του ανθρώπου. Τι είναι ο χριστιανός; Δεν είναι μέλος Χριστού και προέκταση Εκείνου, όπως είναι το κλήμα στο αμπέλι; Λοιπόν, κατά την υπόσχεση του Ίδιου, την ώρα που ο πιστός θα θελήσει να βρεθεί εκεί που του υποδεικνύει ο Ιησούς με τις άγιες εντολές Του, εκείνη την ώρα ζωντανεύει με έναν μυστικό τρόπο και η εμφάνισή Του στη δική του ύπαρξη. «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου. Κι αυτός που με αγαπά θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου και εγώ θα Τον αγαπήσω και θα του εμφανιστώ μέσα του». Η ζωή του Κυρίου γίνεται με τον τρόπο αυτόν ζωή και του πιστού. Ο πιστός φανερώνεται εν χάριτι ως ένας άλλος Χριστός. Αυτό δεν ετόνιζε και ο απόστολος Παύλος από την προσωπική του εμπειρία; «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» - η συσταύρωσή του με τον Κύριο ως βίωση της δικής Του αγάπης τον μετέθετε στη χαρισματική κατάσταση της αλληλοπεριχώρησής του με τον Κύριο.

Αν όμως δεν υπάρχει η μυστική αυτή σχέση με τον Κύριο, αν η πίστη του χριστιανού κινείται σε επίπεδο περισσότερο ιδεολογικό, διότι ο «συσχηματισμός» με τον κόσμο κυριαρχεί στη ζωή του, τότε πράγματι αρχίζει ο σταυρός ως ακολουθία του Κυρίου να μην υφίσταται. Το αντίθετο: αρχίζει ο όποιος θεωρούμενος «σταυρός», η όποια υπάρχουσα ατυχία ή αδικία ή θλίψη ή οδύνη της ζωής αυτής να «εισπράττεται» ως βάρος ασήκωτο που καθιστά τον «αίροντα», κατά την (κοσμική) γνώμη του, «μάρτυρα», «θύμα» που εγείρει ασφαλώς το «δικαίωμα» της επανάστασης. (Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο μεγάλος και σοφός δάσκαλος της ορθοδοξίας μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός για κάποιους κληρικούς, ότι από «φορείς χάριτος καθίστανται αχθοφόροι;»). Και τότε δεν ξέρει κανείς ποιον να πρωτοχαρακτηρίσει «άθεον εν τω κόσμω»; Τον πράγματι άθεο ή τον «ένθεο» άθεο; Και δεν είναι λίγες οι φορές που όντως ακούμε ή λέμε κι εμείς ότι περνάμε «τα μαρτύρια του Χριστού» κι ότι ο σταυρός μας είναι πολύ μεγάλος για τα μέτρα μας - ομολογία κατ’ ουσίαν της μη χριστιανικότητάς μας.  

Αλλά είπαμε: ακολουθία του σταυρού, συσταύρωση με Εκείνον σημαίνει χαρισματική αποδοχή του όποιου μαρτυρίου, γιατί το περνάμε κατά τον τρόπο του Αρχηγού της πίστεως, δηλαδή με τον τρόπο της αγάπης. Κάθε άλλη αντιμετώπιση του «σταυρού» μας δεν έχει χαρακτήρα χριστιανικό, γι’ αυτό και δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται με τη χάρη του ονόματος αυτού.

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΘΕΛΗΜΑ, ΚΥΡΙΕ!

ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ δυναμώσας μου τόν νοῦν, ἐξασθενοῦντα προσβολαῖς πονηραῖς, πρός τό θέλημα τό σόν, ἴθυνον Κύριε.

Ραθυμίας νυσταγμῷ, ἐπί κλίνης ἡδονῶν καθεύδοντά με, διανάστησον Χριστέ, καί τῶν σῶν προσκυνητήν Παθῶν ἀνάδειξον.

Λαμπρυνθέντες τάς ψυχάς, τῇ νηστείᾳ καθαροί, προσυπαντῆσαι, ἐπειχθῶμεν Χριστῷ, πρός τήν Ἱερουσαλήμ, ἐπιδημοῦντι σαρκί» (ὠδή α΄, ἦχος β΄).

(Κύριε, ἀφοῦ μοῦ δυναμώσεις τόν νοῦ πού χάνει τή δύναμή του ἀπό τίς πονηρές προσβολές, ὁδήγησέ με πρός τό δικό Σου θέλημα.

Ξύπνα με, Χριστέ, γιατί κοιμᾶμαι στήν κλίνη τῶν ἡδονῶν ἀπό τή νύστα τῆς ραθυμίας, κι ἀνάδειξέ με προσκυνητή τῶν Παθῶν Σου.

Ἀφοῦ λαμπρύναμε τίς ψυχές μέ τή νηστεία, ἄς σπεύσουμε, ὡς καθαροί ψυχικά, νά συναντήσουμε τόν Χριστό πού φθάνει ὡς ἄνθρωπος στήν Ἱερουσαλήμ).

Τό δίπολο στό ὁποῖο κινεῖται διαρκῶς ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία μας, ἐν προκειμένῳ στήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα τῆς ἡμέρας, τοῦ ἁγίου καί πάλι Ἰωσήφ τοῦ ὑμνογράφου, συνεχίζεται: ἀπό τή μιά ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ἡ ὁποία ὀφείλεται καί στόν Πονηρό πού δέν παύει νά πολεμάει τόν πιστό, ἀλλά καί στή ραθυμία τῶν παθῶν πού δένει τόν πιστό στίς ἡδονές· κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ στροφή «πρός τόν μόνον δυνάμενον σώζειν», τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος βλέποντας τήν ἱκεσία τῶν δούλων Του τούς καθοδηγεῖ πρός τό ἅγιο θέλημά Του, τούς ἀνασηκώνει, ὥστε νά εἶναι μαζί Του, συνοδοπόροι καί προσκυνητές τῶν Παθῶν Του. Δεδομένα γιά τή σωτηριώδη αὐτή σχέση Χριστοῦ καί πιστῶν δύο «πράγματα»: Πρῶτον, ἡ ἀγάπη τοῦ Ἴδιου πρός τά πλάσματά Του - ὁ Σταυρός καί τά Πάθη Του εἶναι ἡ διαρκής ἐπιβεβαίωση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς· δεύτερον, ἡ δική μας, τῶν ἀνθρώπων, ἐπιθυμία νά εἴμαστε μέ τόν Κύριο - ἡ δέησή μας νά μᾶς βοηθήσει καί ὁ ἀγώνας τῆς νηστείας, σωματικῆς καί πνευματικῆς, πού καθαρίζει τήν ψυχή, εἶναι ἀπό πλευρᾶς μας ἡ ἀπόδειξη ἐπίσης τῆς ἀλήθειας αὐτῆς.

Τό πιό κρίσιμο στοιχεῖο στή σχέση αὐτή μέ τόν Κύριο βεβαίως εἶναι ἡ παράκλησή μας νά κατευθύνει τό δικό μας θέλημα πρός τό δικό Του: «ἴθυνον πρός τό Σόν θέλημα». Κι αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ὅτι τό μόνο πού τίθεται πάντοτε ὡς ἐμπόδιο στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι τό δικό μας θέλημα. «Τό θέλημα», κατά τούς ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ, «εἶναι τό χάλκινο τεῖχος πού δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τόν Θεό». Εἶναι ὁ ἀγώνας μέ τόν ἐγωϊσμό μας, μέ τό «ἔτσι μ’ ἀρέσει» - ἡ συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Τό νά ὑποτάξουμε τό θέλημά μας στό θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ μας. Ἅγιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀποφάσισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ προσωπικό δικό του θέλημα. Ὅ,τι ἔκανε καί ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ, Πάτερ». Ἡ ἐπιλογή αὐτή, ὀδυνηρή πράγματι γιατί περνάει ἀπό τίς συμπληγάδες τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, φανερώνει ὅτι δέν λέμε ἀκόμη καί τό «Πάτερ ἡμῶν» ὑποκριτικά. Γιατί ὁ Κύριος ἐξαρχῆς καί διηνεκῶς αὐτό μᾶς ζητάει κι ἐμεῖς ἀπό αὐτό κρινόμαστε: «Γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό θέλημά μας.

08 Απριλίου 2025

ΠΩΣ ΔΟΞΟΛΟΓΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ;

«Ὡς ὕπνον τόν ὄκνον ἀποθεμένη, ψυχή, διόρθωσιν πρός αἴνεσιν δεῖξον τῷ κριτῇ, καί ἐν φόβῳ βόησον˙ Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ, ὁ Θεός ἡμῶν…» (Τριαδικός ύμνος βαρέος ήχου).

(Ψυχή μου, αφού αφήσεις την οκνηρία όπως ξυπνάμε από τον ύπνο μας, δείξε τότε για δοξολογία σου στον Κύριο που είναι ο Κριτής σου τη διόρθωσή σου και με φόβο φώναξε δυνατά: άγιος, άγιος, άγιος είσαι, Θεέ μας…).

Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να είναι πιο σαφής: η δοξολογία του Θεού δεν υφίσταται, έστω κι αν τα χείλη μας κινούνται «δοξολογικά» προς Εκείνον, όταν υπνώττουμε πνευματικά εργαζόμενοι όμως ξάγρυπνα πάνω στις αμαρτίες μας ή στις εργασίες του κόσμου τούτου κατ’ αποκλειστικότητα. Συνήθως, ή πολύ συχνά στην καλύτερη περίπτωση, μας καταλαμβάνει η λήθη των τιμίων, η ξεχασιά δηλαδή των εντολών του Θεού και της ζωής μαζί Του, γιατί μας απορροφά ο κόσμος με τα θέλγητρά του ή τα προβλήματα που αναπτύσσονται στην καθημερινότητά μας – με τις δουλειές μας, τις αρρώστιες μας, τα παιδιά μας, τις φιλίες μας, τα επαγγελματικά μας καθήκοντα. Είναι τέτοια η απορρόφηση μάλιστα, ώστε θεωρούμε ότι αυτή είναι η κανονικότητα, γι’ αυτό και χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό δικαιολογούμαστε αμέσως για την περιθωριοποίηση της πνευματικής ζωής που παρουσιάζουμε, ακόμη και στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως. «Πάτερ, θα ήθελα περισσότερα για την πνευματική μου ζωή, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο!»

Το «έχε με παρητημένον» των γνωστών προσκεκλημένων από την παραβολή του μεγάλου Δείπνου του Κυρίου το επαναλαμβάνουμε κι εμείς, χωρίς συνήθως να έχουμε αίσθηση ότι αποκαλύπτουμε έτσι την υποκρισία της χριστιανικότητάς μας, δηλαδή στην πραγματικότητα την απιστία απέναντι στη «δεδομένη», κατά την κρίση μας, «αληθινή πίστη» μας. Ο λόγος του Κυρίου όμως δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Στην ερώτηση των Ιουδαίων για το ποιο είναι το έργο του Θεού απαντάει: «Αυτό είναι το έργο του Θεού: να πιστέψετε σ’ Αυτόν που απέστειλε ο Θεός Πατέρας», στον Ίδιο δηλαδή. Κι αυτή η πίστη αποτελεί κινητοποίηση όλης της ύπαρξης στον απόλυτο βαθμό, γιατί είναι η τροφή του ανθρώπου. «Μη εργάζεσθε την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον».

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν έρχεται και με άμεσο και σαφή τρόπο απευθυνόμενος πρώτιστα στην ψυχή του, κι έπειτα και σε όλους μας, μας υπενθυμίζει ότι βρισκόμαστε τελικώς εν υπνώσει πνευματική και σε επίπεδα απιστίας. Διότι είμαστε οκνηροί στο έργο του Θεού, δεν ζούμε δηλαδή με επίγνωση της παρουσίας Του και της προσμονής Του με τη Δευτέρα Του Παρουσία, που θα έλθει άγνωστο πότε, για να μας κρίνει. Λέει με διαφορετικό τρόπο ό,τι σημειώνει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στο κοντάκιο του Μεγάλου Κανόνα του: «Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, γιατί κοιμάσαι; Το τέλος σου πλησιάζει και πρόκειται να θορυβηθείς. Ξύπνα λοιπόν!» Για να προσθέσει την επόμενη φράση που είναι πράγματι συγκλονιστική: Ξύπνιος μόνο μπορείς να δοξολογήσεις τον Θεό, που θα πει όταν παρουσιάζεις σημάδια μετανοίας αληθινής. Και ποια είναι αυτά τα σημάδια; Η διόρθωσή σου. Δοξολογούμε τον Θεό, όταν διορθώνουμε τον τρόπο της ζωής μας, όταν η φορά της ψυχής μας βρίσκεται στην αναζήτηση του Θεού μας, όταν λειτουργούμε με τον τρόπο του ασώτου στην επιστροφή του προς το σπίτι του Πατέρα. Διαφορετικά, η όποια δοξολογία μας και η όποια προσευχή μας συνιστά «βαττολογία» που επισύρει την αποστροφή του Θεού.