03 Μαΐου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ

«Ο άγιος Τιμόθεος που ανήκε στους κληρικούς, ήταν δάσκαλος των ιερών λόγων, καταγόταν από την κώμη των Πεναπέων, και μόλις είχε έλθει σε γάμου κοινωνία με την Μαύρα. Δεν είχαν περάσει ούτε είκοσι ημέρες από το γάμο του, και κατηγορήθηκε ότι ήταν χριστιανός, οπότε οδηγείται προς τον ηγεμόνα της Θηβαΐδος Αρριανό. Όταν πρόσταξε αυτός να του φέρει τα βιβλία που διαβάζει στους χριστιανούς, δεν το έκανε βεβαίως, αντείπε μάλιστα στον Ηγεμόνα ότι θεωρεί τα βιβλία σαν παιδιά του, από τα οποία αντλεί στήριγμα, ότι αυτά φρουρούνται από τους Αγγέλους, επειδή η δύναμη των γραμμένων σ᾽αυτά τους καλεί σε βοήθεια, κι ότι ασφαλώς κανείς δεν παραδίδει μόνος του τα παιδιά του σε θάνατο. Γι᾽ αυτόν τον λόγο πέρασαν στα αυτιά του σίδερα πυρωμένα, από τα οποία οι κόρες των οφθαλμών ξεράθηκαν και έπεσαν. Έπειτα δένουν τους αστραγάλους του σε τροχό, περνάνε χαλινάρι στο στόμα του και το κρεμάνε στο κεφάλι του, αφού του πρόσδεσαν στον τράχηλό του και μία πέτρα.

Καθώς όμως δεν υποχωρούσε με όλα αυτά, ήλπισε ο Ηγεμόνας ότι θα εξαπατήσει τη γυναίκα του Μαύρα, την οποία προσπάθησε να πείσει με κολακείες, ώστε να την οδηγήσει σε λατρεία των ειδώλων. Αυτή βεβαίως δεν τον άκουσε, κι αφού πείστηκε μάλλον στις παραινέσεις του αγίου, ομολόγησε ενώπιον του Ηγεμόνα ότι είναι χριστιανή. Της έκοψαν λοιπόν τις τρίχες της κεφαλής, τις απέκοψαν και τα δάκτυλα και την έριξαν μέσα σε βραστό νερό. Έμεινε όμως άφλεκτη μέσα σ᾽αυτό, τόσο που ο Ηγεμόνας υπενόησε  ότι το νερό στο οποίο ρίχτηκε δεν ήταν θερμό αλλά ψυχρό. Γι᾽ αυτό  προστάζει να ραντιστεί στο χέρι με το νερό. Όταν λοιπόν η αγία πήρε νερό με το χέρι της από τον λέβητα και το έριξε πάνω στο δικό του χέρι, αμέσως έσκασε το δέρμα του Ηγεμόνα. Μετά από αυτό λοιπόν σταυρώνει και τους δύο, τον Τιμόθεο και την Μαύρα, κι αφού παρέμειναν εννέα ημέρες πάνω στο ξύλο, προέτρεπαν και συμβούλευαν ο ένας τον άλλον διαδοχικά να υπομένουν με καρτερία τα βασανιστήρια και να μην υποχωρήσουν, και έτσι παρέδωσαν τα πνεύματά τους στον Κύριο.

Συνέβη δε σαν σε έκσταση να έλθει ο διάβολος στην αγία μάρτυρα, όταν ήταν ακόμη στον σταυρό, και να της προσφέρει ποτήριο γεμάτο από μέλι και γάλα, προτρέποντάς την να το πιει. Αυτή όμως τον απώθησε με προσευχή. Και πάλι συνέβη να την οδηγήσει σε ποτάμι που έρρεε τους ίδιους χυμούς, το μέλι δηλαδή και το γάλα, και την προέτρεπε να πιει. Αυτή τότε είπε: ᾽Δεν πίνω από αυτά, αλλά απο το ποτήριο που με κέρασε ο Χριστός᾽. Και έτσι ο διάβολος απήλθε ηττημένος από αυτήν. Ήλθε τότε άγγελος του Θεού και φάνηκε να οδηγεί την αγία στον ουρανό, κρατώντας την από το χέρι, και της έδειξε θρόνο και λευκή στολή και στεφάνι και της είπε: ῾Αυτά ετοιμάστηκαν για σένα᾽. Έπειτα την οδήγησε σε υψηλότερο μέρος και πάλι της έδειξε άλλο θρόνο και ωραιότατη στολή και στεφάνι, λέγοντάς της πάλι: ῾Αυτά κληρώθηκαν για τον άνδρα σου. Η διαφορά του τόπου σού δείχνει ότι ο άνδρας σου έγινε μάλλον για σένα πρόξενος της σωτηρίας᾽. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πέραν στις Ιουστινιανές».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος αξιοποιεί για μία ακόμη φορά τα ονόματα των αγίων, προκειμένου να χαρακτηρίσει με αυτά το ποιόν της αγιότητάς τους. ῾Τίμησαν τον Θεό και μαύρισαν την πλάνη – σημειώνει – ο Τιμόθεος βεβαίως και η ένδοξη Μαύρα᾽ (κάθισμα όρθρου). Επανειλημμένως χρησιμοποιεί τα σχήματα του λόγου, κατεξοχήν την αντίθεση μεταξύ του φωτός και του σκότους, για να δείξει ότι παρ᾽όλον ότι Μαύρα ονομάζεται η αγία, είναι γεμάτη από το φως του Θεού. ῾Με αστράπτουσα μορφή, σεμνή Μαύρα παμμακάριστη, και με το φως της χάρης που είχες μαύρισες τις όψεις του φοβερού τύραννου᾽ (στιχηρό εσπερινού). ῾Απέρριψες τη σκοτεινή κακή γνώμη, θεομακάριστε, και έγινες φως με το μαρτύριο᾽ (ωδή ε´).

Το φως του Θεού με το οποίο ήταν γεμάτοι οι άγιοι υπήρξε αποτέλεσμα του πνευματικού τους αγώνα. Ο άγιος υμνογράφος τονίζει ότι αν αξιώθηκαν ῾οι μεγαλομάρτυρες του Χριστού᾽(ωδή δ´) να μετάσχουν στη δόξα και το φως Εκείνου ήταν γιατί τήρησαν τις εντολές και τους νόμους Του και έγιναν στο τέλος κοινωνοί και των παθημάτων Του. ῾Αξιωθήκατε να δείτε την δόξα Αυτού  που άδειασε τον εαυτό Του από αγάπη για εμάς, πανεύφημοι. Διότι φυλάξατε τους νόμους Του και γίνατε κοινωνοί των παθημάτων Του᾽ (ωδή θ´). Η κοινωνία των παθημάτων του Κυρίου από το ιερό ζεύγος, με αποκορύφωση τον σταυρό τους, είναι κάτι στο οποίο επιμένει ο υμνογράφος. Όχι μία και δύο, αλλά πολλές φορές προβάλλει τον εξεικονισμό του πάθους του Κυρίου από τους μάρτυρες. ῾Σας κρέμασαν πάνω στο ξύλο του σταυρού, πανεύφημοι, για πολλές ημέρες και εξεικονίσατε έτσι το σεπτό πάθος Εκείνου που έπαθε με τη θέλησή Του᾽ (ωδή η´). Και ποια η αιτία της τήρησης του νόμου του Κυρίου και του με σταυρό μαρτυρίου τους; Όχι άλλο από εκείνο που συνιστά, όπως γνωρίζουμε, το κίνητρο κάθε αγίου: την θερμή αγάπη προς τον Θεό. ῾Συνδέσατε τις ψυχές σας τελείως με την αγάπη του Χριστού᾽ (ωδή ς´). ῾Πυρπολείτο η ψυχή σου από ένθεο πόθο, μάρτυς᾽ (ωδή γ´). ῾Έφερες στην καρδιά σου σαν φωτιά την αγάπη του Χριστού᾽ (ωδή ζ´).

Ο άγιος Ιωσήφ προβάλλει το ιερό ζεύγος ως πρότυπο συζυγίας. Μολονότι δεν μακροχρόνισε η επίγεια σχέση τους, απέκτησε βάθος αιώνιο, γιατί την στήριξαν στον ζυγό του Κυρίου. Για τον άγιο υμνογράφο η άριστη συζυγία είναι αυτή που προϋποθέτει την άρση του ζυγού του Κυρίου. Μόνον όταν το ζευγάρι, ο άνδρας και η γυναίκα, θέσουν ως θεμέλιο της σχέσης και της ζωής τους τον Χριστό, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε σωστή και αρμονική συζυγία, πράγματι άριστη συζυγία. ῾Συνδεδεμένοι σαφώς με άριστη συζυγία, σηκώσατε μαζί τον ελαφρότατο ζυγό του Κυρίου στους αυχένες σας, και έτσι ενωθήκατε με το πλήθος των μαρτύρων᾽ (ωδή η´). Αν δεν υπάρχει ο Χριστός στη συζυγία, τότε έχουν μπει τα θεμέλια της διάλυσης, ήδη απαρχής της κοινής ζωής. Διότι τι θα κρατήσει την ενότητα του ζεύγους μέσα σε τόσα προβλήματα και τόσους πειρασμούς ιδίως της σημερινής εποχής; Χωρίς Χριστό εκείνο που κυριαρχεί δεν είναι η αγάπη, αλλά ο εγωισμός. Και όπως λέει ένα λαϊκό άσμα, ῾όπου ο εγωισμός, εκεί κι ο χωρισμός᾽. Οι άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα συνιστούν παράδειγμα ενότητας και συζυγίας. Μακάρι όλοι οι έγγαμοι κι όλοι που συνάπτουν σχέση με το άλλο φύλο να τους είχαν ως πρότυπο και κανόνα ζωής. Η ζωή τους ίσως γινόταν από εδώ ένα κομμάτι Παραδείσου.

02 Μαΐου 2025

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ

 

Η μόνη αναφορά της ακολουθίας σήμερα επί τη μνήμη της ανακομιδής του λειψάνου του μεγάλου Αθανασίου είναι στους στίχους του συναξαρίου: «Αθανάσιε, πού πηγαίνεις; Μη πάλι σε στέλνουν εξόριστο έστω και νεκρό; Τη Δευτέρα του Μαΐου το λείψανο του Αθανασίου βγήκε από τον τάφο». Σε κανένα άλλο τροπάριο δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά για το εορταζόμενο γεγονός της ανακομιδής. Όλοι οι ύμνοι αποτελούν έναν ύμνο για την ορθόδοξη πίστη του, για τους αγώνες του υπέρ της επικράτησης της πίστης αυτής, καθώς εναντιώθηκε στην αίρεση του αρειανισμού και των υποστηρικτών της, για την ενάρετη ζωή του, για τις εξορίες τις οποίες υπέστη. ´Ετσι πρέπει να αποδεχτούμε αυτό που έχει γραφεί, ότι δηλαδή «σύμφωνα με τον κώδικα των Καυσοκαλυβίων και το δίστιχο του Λαυριωτικού Κώδικα Ι 70, η κυρίως μνήμη του αγίου Αθανασίου πρέπει να εορτάζεται σήμερα, όπου και ιστορικά είναι αποδεδειγμένη η κοίμησή του και όχι η ανακομιδή των λειψάνων του...Για ποιο λόγο όμως καθιερώθηκε η κυρίως μνήμη του την 18η Ιανουαρίου μ᾽ αυτήν του αγίου Κυρίλλου δεν γνωρίζουμε. Το πιθανότερο είναι για τον λόγο που καθιερώθηκε η εορτή των τριών Ιεραρχών» (Ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Πράγματι, η όλη ακολουθία μάς καλεί να ευφρανθούμε σήμερα, γιατί προβάλλεται ενώπιον των πιστών «η μεγάλη της Εκκλησίας σάλπιγξ» (δοξαστικό λιτής), «ο χρυσορρόας Νείλος και επώνυμος της αθανασίας» (δόξα  αποστ. εσπερινού), «το στόμα του Λόγου Χριστού» (ωδή ε´), «ο ακατάβλητος πύργος της Εκκλησίας» (ωδή γ´), «ο ποταμός της χάριτος» (ωδή ς´), μ᾽ έναν λόγο «ο στύλος της ορθοδοξίας» (απολυτίκιο). Κι αιτία βεβαίως για όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι το γεγονός ότι πρώτον, ο μέγας αυτός Πατέρας φωτίστηκε από τον Θεό κι έδειξε την ορθόδοξη πίστη στην Πρώτη ήδη Οικουμενική Σύνοδο, όταν ο Άρειος και οι περί αυτόν αμφισβητούσαν την αληθινή εικόνα του Τριαδικού Θεού που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. Ήταν εκείνος κατεξοχήν που «ανέστησε τα τρόπαια της ορθοδοξίας, αριθμώντας με ευσέβεια το μυστήριο της Τριάδος, λόγω της ιδιότητας των προσώπων και συνάπτοντάς τα πάλι χωρίς σύγχυση σε ένα, λόγω της ταυτότητας της ουσίας»  (δοξ. αίνων)· δεύτερον, ο άγιος Αθανάσιος υπέστη τα πάνδεινα για την πίστη του αυτή, επιβεβαιώνοντας τον λόγο του Κυρίου που λέει «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι», όπως και των αποστόλων «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται»· τρίτον, ο άγιος φανέρωσε την αλήθεια και υπέστη διώξεις, γιατί ζούσε ως μία παρουσία του Χριστού στον κόσμο. Οι αρετές του ήταν εκείνες που αποδείκνυαν ότι τότε φωτίζει ιδιαιτέρως ο Χριστός τον άνθρωπο, όταν αυτός εκτός από διευρυμένο νου, που αποτελεί το μέσον εκφράσεως της αλήθειας, ζει με συνέπεια τις εντολές Εκείνου. Ο άγιος Αθανάσιος σαν τον απόστολο Παύλο μπορούσε να λέει «τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος». Και το σημειώνει ο υμνογράφος: «Τον δρόμο της ευσέβειας τελείωσες και όπως ο Παύλος τήρησες την πίστη. Λοιπόν απόκειται και σε σένα, πανσέβαστε, ο δίκαιος στέφανος των κόπων σου» (κάθισμα α´ στιχολογίας).

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε επ᾽ αυτού ό,τι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε ήδη στην αρχή του λόγου του για τον Αθανάσιο: «Επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την ίδια την αρετή». Γιατί δεν υπήρξε όντως αρετή που δεν εξήσκησε ο μέγας αυτός Πατέρας της Εκκλησίας. «Άσκησες κάθε αρετή με τρόπο επίμονο, θεόπνευστε, και χρημάτισες σαφώς ιερότατος ιερουργός του Κυρίου, αφού χρίστηκες με άγιο χρίσμα από το ´Αγιον Πνεύμα» (στιχηρό εσπερινού). Και δεν είναι καθόλου τυχαία η επισήμανση του υμνογράφου «επιμόνως». Προκειμένου να αποκτήσει κανείς το Άγιον  Πνεύμα, τον σκοπό της όλης πνευματικής ζωής, δεν αρκεί η απόκτηση κάποιων αρετών. Απαιτείται η απόκτηση όλων των αρετών, αλλά με τρόπο επίμονο. Η επιμονή στις εντολές του Χριστού, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και τις μεγάλες δοκιμασίες και θλίψεις, όπως συνέβη με τον άγιο Αθανάσιο, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της χριστιανικής ζωής, μάλλον αποτελεί τον όρο για την ίδια την ύπαρξή της.

ΑΠΙΣΤΗΣΕ, ΨΗΛΑΦΗΣΕ, ΕΚΗΡΥΞΕ!

«Ἐψηλάφησε τήν πλευράν τοῦ Δεσπότου ἀπιστήσας Θωμᾶς καί ψηλαφήσας διπλῆν οὐσίαν ἐκήρυξε» (απόστ. αίνων όρθρου).

(Αφού απίστησε ο Θωμάς για την Ανάσταση του Κυρίου, ψηλάφησε την πλευρά Του. Κι αφού Την ψηλάφησε κήρυξε τη διπλή ουσία του Κυρίου, ότι είναι Θεός και άνθρωπος).

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας επιμένει πάλιν και πολλάκις να τονίζει την κατ’ οικονομία Θεού απουσία του Θωμά από τον κύκλο των Αποστόλων την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς χορηγώντας τους την ειρήνη Του και το Πνεύμα Του το Άγιον – κάτι που θα ενεργοποιείτο κατά τρόπο δραστικό από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετέπειτα. Κι αυτό γιατί η απουσία του Θωμά θα απεκάλυπτε περίτρανα την αγάπη του Θεού απέναντι και σ’ εκείνον, αλλά και σε κάθε εγκλωβισμένο στις αισθήσεις του άνθρωπο της κάθε εποχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: τη συγκατάβασή Του ώστε να ερευνηθεί και να ψηλαφηθεί «χειρί» του αμφισβητούντος αποστόλου, οπότε και να «πιστωθεῖ» έτι πλέον η Ανάστασή Του. «Χαίρει ἐρευνώμενος» ο Κύριος (ωδή δ΄) τονίζει ο άγιος υμνογράφος, για να διευκρινίσει πιο έντονα παρακάτω (ωδή ε΄): «Ἀπιστίαν πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν τήν τοῦ Θωμᾶ ἀνέδειξας∙ σύ γάρ πάντα τῇ σοφίᾳ σου προνοεῖς συμφερόντως, Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος» (Ανέδειξες την απιστία του Θωμά γεννήτρια πίστεως για χάρη μας. Διότι Συ Χριστέ ως φιλάνθρωπος που είσαι, προνοείς με τη σοφία Σου τα πάντα κατά το συμφέρον μας).

Την πρωτοβουλία της ψηλάφησης βεβαίως είχε ο ίδιος ο Κύριος, όταν είδε το καλοπροαίρετο του μαθητή Του – έφυγε από την απομόνωσή του και ήλθε έστω και με λογισμούς στη σύναξη των μαθητών. «Ἇψαι Θωμᾶ τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί, λέγει Χριστός, καί τούς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον, πίστει ἐρεύνησον, καί γίνου μοι πιστός καί μή γίνου ἄπιστος» (δοξαστικό αίνων) (Ακούμπησε, Θωμᾶ, με το χέρι σου την πλευρά Μου, λέγει ο Χριστός, κι εμπρός ψηλάφησε τα σημάδια των καρφιών, ερεύνησέ τα με πίστη και γίνε μου πιστός και μη γίνεσαι άπιστος). Κι ήταν η συγκατάβαση και η οικονομία του Κυρίου τέτοια, ώστε έκτοτε ο Θωμάς να τίθεται στο ίδιο επίπεδο θεολογίας με τον απόστολο Ιωάννη: ο Ιωάννης έμαθε τη θεολογία από το στήθος του Κυρίου, όταν έγειρε πάνω Του στον Μυστικό Δείπνο∙ ο Θωμάς κατενόησε την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, όταν έθεσε ακριβώς το χέρι του στις πληγές του Κυρίου (βλ. στιχ. εσπ. εορτής). Κι αυτήν την οικονομία του Θεού έκανε περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Θωμάς, αλλά και όλοι οι απόστολοι και βεβαίως η αγία Εκκλησία του Κυρίου: ότι ο Κύριος έχει «διπλῆν τήν οὐσίαν», είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος – «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».  

Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν άφησε ασχολίαστη και τη γλώσσα ακόμη του αποστόλου Θωμά. Όχι μόνο επικεντρώνει στο χέρι που τόλμησε να ψαύσει το «φλόγεον ὀστοῦν» (οίκος συναξαρίου) του Κυρίου, αλλά προβάλλει και την παμμακάριστη γλώσσα του – ό,τι έχει κάνει και στο δάκτυλο και στο χέρι του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού όταν βάπτιζε και υπεδείκνυε τον Κύριο ως τον αμνό του Θεού!  Γιατί ακριβώς ο Θωμάς κήρυξε τον Ιησού ως Θεό και Κύριο. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου (ωδή δ΄ εορτής): «Σοῦ ἡ παμμακάριστος ὑμνεῖται γλῶσσα ὦ Δίδυμε∙ πρώτη γάρ εὐσεβῶς κηρύττει τόν ζωοδότην Ἰησοῦν, Θεόν τε καί Κύριον, ἐκ τῆς ἁφῆς πλησθεῖσα τῆς χάριτος» (Η παμμακάριστη γλώσσα σου, Θωμά, είναι αντικείμενο ύμνου. Διότι πρώτη με πίστη μεγάλη κηρύττει τον ζωοδότη Ιησού ως Θεό και Κύριο, επειδή γέμισε λόγω της ψηλάφησης από τη χάρη Του). Στον Θωμά για ακόμη μία φορά  επιβεβαιώνουμε ότι η θεολογία μας έχει χαρακτήρα εμπειρικό. Δεν έχουν σημασία οι διανοητικοί στοχασμοί περί του Θεού  - ό,τι η ανθρώπινη φαντασία, έστω και θεολογική, «παράγει» περί Θεού – αλλά αυτό που αποτελεί έκφραση της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου εννοείται που ζει εν Εκκλησία και σφραγίζεται από την αλήθεια της αποστολικής παραδόσεως.

30 Απριλίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

 

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά από την κλήση του Ανδρέου και του Πέτρου, προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα μαζί με τον αδελφό του να μαθητεύσουν σ᾽ Εκείνον.  Αυτοί αμέσως και τον πατέρα και το πλοίο, και μ᾽ έναν λόγο τα πάντα άφησαν και ακολούθησαν τον Κύριο. Και τόσο πολύ αγάπησε αυτούς ο Κύριος, ώστε στον μεν ένα να χαρίσει την ανάκληση πάνω στο στήθος Του (την ώρα του Μυστικού Δείπνου), στον δε άλλον να πιει το ποτήριο που ο Ίδιος ήπιε. Ο άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης επέδειξαν τέτοιον ζήλο υπέρ του Χριστού, ώστε να θελήσουν να κατεβάσουν φωτιά από τον Ουρανό και να καταστρέψουν τους απίστους. Κι ίσως και θα το έκαναν, αν δεν τους εμπόδιζε η αγαθότητα Εκείνου. Γι᾽ αυτό λοιπόν ο Κύριος έπαιρνε αυτούς και τον Κορυφαίο Πέτρο πάντοτε στις προσευχές Του και στις άλλες οικονομίες Του, μυσταγωγώντας τους στα υψηλότερα και μυστικότερα από τα δόγματα. Αυτόν τον μακάριο Ιάκωβο, μετά από το Πάθος και την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή δεν άντεχε ο Ηρώδης να μιλάει με θάρρος και να εξαγγέλλει το σωτήριο κήρυγμα, τον συνέλαβε και τον φόνευσε με μαχαίρι, δεύτερον αυτόν μετά τον Στέφανο τον μάρτυρα, στέλνοντάς τον έτσι στον Δεσπότη Χριστό».

Υψηλοτάτη η ποίηση του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Θεοφάνους για τον «άρχοντα όλης της γης», όπως τον χαρακτηρίζει, άγιο Ιάκωβο, τον πρόκριτο μεταξύ των αποστόλων μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πέτρο, ανεψιό μάλιστα του Κυρίου μας Ιησού, ως υιό της Σαλώμης, κόρης του Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίου Θεοτόκου. Και τον χαρακτηρίζει άρχοντα,  και διότι υπήρξε μαθητής του Κυρίου, αλλά και για τον θερμότατο ζήλο του υπέρ Αυτού, τόσο που πρώτος αυτός από τους δώδεκα έδωσε τη ζωή του για Εκείνον. «Καταστάθηκες, ένδοξε, άρχοντας τώρα σε όλη τη γη, όπως γράφτηκε για σένα, γιατί έγινες μαθητής Αυτού που δημιούργησε τα πάντα. Και λόγω του θερμότατου ζήλου σου υπέμεινες τον φόνο με μαχαίρι από ανόμους, πάνσοφε, φεύγοντας από τη ζωή αυτή πρώτος εσύ από τη σεπτή ομήγυρη των δώδεκα συμμαθητών σου, μακάριε»  (στιχηρό εσπερινού και ωδή η´).

Ο άγιος Θεοφάνης εμμένει με τους ύμνους του στον θερμό πόθο του αγίου Ιακώβου για τον Κύριο: «Ω, τι θερμός είναι ο πόθος σου προς τον Δεσπότη Χριστό!» (ωδή δ´). Πόθος τέτοιος μάλιστα που έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος: «Προσλάμβανες ατελείωτο πόθο πάνω στον πόθο, γι᾽αυτό και απέκτησες την έσχατη μακαριότητα των επιθυμητών πραγμάτων, την ίδια την αρχή της αγαθότητας, τον Θεό» (ωδή δ´). Γεγονός που σημαίνει: αν δεν ανταποκριθεί με αγάπη ο άνθρωπος στην αγάπη του Δημιουργού – «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς» - δύσκολα, αν όχι καθόλου δεν  μπορεί να προχωρήσει σε ζωντανή σχέση μαζί Του· και: όσο ανοίγεται κανείς με αγάπη στον Κύριο, τόσο και νιώθει την αγάπη του αυτή να φουντώνει. «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στην κλήση του Δεσπότη, θεοδίδακτε μύστη, γι᾽αυτό και έφτασες εμφανώς προς την υψηλότατη και θεία πράγματι κορυφή των αρετών» (ωδή δ´).

Γι᾽αυτό και ο άγιος υμνογράφος θεωρεί ότι η κλήση του αγίου Ιακώβου να γίνει απόστολος του Κυρίου ξεκίνησε στην πραγματικότητα πολύ πριν από την εξωτερική κλήση του. Ο Θεός δηλαδή ως προγνώστης, βλέποντας εκ των προτέρων την ευγένεια της ψυχής του, αλλά και τη δύναμη και την παλληκαριά της διάνοιάς του τον κάλεσε ως διακεκριμένο απόστολό Του να κηρύσσει στα έθνη Εκείνον (ωδή α´). Και: «Φάνηκες, Ιάκωβε, άξιος πρόσληψης από τον Κύριο και μύστης της οικονομίας Του, ακόμη και πριν από την κλήση σου, γιατί είδε σε σένα την ιλαρότητα της αγνής ψυχής σου» (ωδή γ´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης «τη γέννηση του Ιακώβου ιερή και φωτοφόρα, που έλαμψε ακόμη περισσότερο λόγω της συγγενείας που είχε με τον ίδιο τον Κύριο» (ωδή γ´).

Το θάμβος που νιώθει ο άγιος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου - αποτέλεσμα όχι μόνο της κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιοτής του, αλλά και από τη φλόγα του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα της Πεντηκοστής (ωδή γ´) – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής, καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που ζήτησε αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο. Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό, λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα,  να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι. Και ο Κύριος απήντησε ότι ναι μεν «δεν ξέρουν τι ζητούν», αλλά «το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του, ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου θυσίας». Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά του: «Ανέβηκες στα φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες, ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα, αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες» (ωδή ε´). Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη ωδή «διορθώνει»: «Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα, και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου» (ωδή ς´).

Μπροστά λοιπόν στον μαθητή του Κυρίου, μπροστά στον πρώτο που έδωσε από τους δώδεκα τη ζωή του για Εκείνον, μπροστά στη φλογισμένη από αγάπη Χριστού καρδιά του αποστόλου και τον ζήλο του που τον έκανε να είναι «ένας νέος Ηλίας» (ωδή ε´), «όλη η Εκκλησία στήνει χορό, γιατί γιορτάζει την παναγία μνήμη του, κατά την οποία  τον δοξολογούμε» (κάθισμα όρθρου).

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Ὤ θαύματος καινοῦ! ὤ παραδόξου τρόπου! Πῶς χόρτος οὐκ ἐφλέχθη, ἡ χείρ τοῦ Ἀποστόλου, πυρί τῷ τῆς Θεότητος!»

«Σπεύσωμεν καί ἡμεῖς τάς χεῖρας ἁγιάσαι τῇ τῶν παθῶν ἀργίᾳ, καί οὕτω τοῦ Δεσπότου τῆς πλευρᾶς ἐφαψόμεθα» (Απόστιχα όρθρου ημέρας).

(Τι καινούργιο θαύμα και παράδοξος τρόπος! Πώς δεν πήρε φωτιά το χορτάρι, δηλαδή το χέρι του Αποστόλου από το πυρ της Θεότητας!

Ας σπεύσουμε και εμείς να αγιάσουμε τα χέρια μας με την αργία των παθών μας, και έτσι να αγγίξουμε την πλευρά του Δεσπότου Χριστού).

Ο άγιος υμνογράφος επιμένει στο θαύμα της ψηλάφησης του Κυρίου από τον απόστολο Θωμά. Και το θαύμα κατ’ αυτόν έγκειται στο γεγονός ότι το χέρι του δεν «κάηκε» από την τόλμη του να αγγίξει τις πληγές του αναστημένου Διδασκάλου του. Για τον ποιητή, και για κάθε χριστιανό βεβαίως, το αναστημένο σώμα του Κυρίου είναι σαν την καιομένη βάτο που είδε και πλησίασε ο προφήτης Μωϋσής ήδη από τα Παλαιοδιαθηκικά χρόνια. Κι ακόμη: σαν τον πυρωμένο άνθρακα που είδε ο προφήτης Ησαΐας να τίθεται στο ουράνιο θυσιαστήριο από τους αγγέλους, οι οποίοι στη συνέχεια άγγιξαν με αυτόν τα χείλη του για να καθαριστεί και να αποκτήσει την προφητική χάρη και δύναμη – η καιομένη βάτος και ο άνθρακας αυτός αποτελούσαν προεικονίσεις του σώματος του Κυρίου. Λοιπόν, μένει έκθαμβος ο άγιος υμνογράφος μπροστά στο γεγονός. Και η εξήγηση της μη καύσης του αποστόλου δίνεται κατά μοναδικό τρόπο από τον οίκο του κοντακίου της εορτής: «Ποιος φύλαξε την παλάμη του Μαθητή τότε να μη διαλυθεί, όταν πλησίασε την πύρινη πλευρά του Κυρίου; Ποιος έδωσε στην παλάμη αυτή τόλμη κι απέκτησε δύναμη να ψηλαφήσει το πύρινο οστό; Οπωσδήποτε η πλευρά που ψηλαφήθηκε. Διότι αν η πλευρά αυτή δεν χορηγούσε δύναμη στην πήλινη δεξιά του Θωμά, πώς θα μπορούσε να ψηλαφήσει εκείνα τα παθήματα που σάλευσαν τα άνω και τα κάτω; Αυτή η χάρη δόθηκε στον Θωμά ώστε να ψηλαφήσει την πλευρά και να φωνάξει στον Χριστό: Είσαι ο Κύριος και ο Θεός μου» («Τίς ἐφύλαξε τήν τοῦ Μαθητοῦ παλάμην τότε ἀχώνευτον, ὅτε τῇ πυρίνῃ πλευρᾷ προσῆλθε τοῦ Κυρίου; Τίς ἔδωκε ταύτῃ τόλμαν καί ἴσχυσε ψηλαφῆσαι φλόγεον ὀστοῦν; Πάντως η ψηλαφηθεῖσα˙ εἰμή γάρ ἡ πλευρά δύναμιν ἐχορήγησε πηλίνῃ δεξιᾷ, πῶς εἶχε ψηλαφῆσαι παθήματα, σαλεύσαντα τά ἄνω καί τά κάτω; Αὕτη ἡ χάρις Θωμᾷ ἐδόθη, ταύτην ψηλαφῆσαι, Χριστῷ δέ ἐκβοῆσαι˙ Κύριος ὑπάρχεις καί Θεός μου»).  

Αλλά ο υμνογράφος μας βλέπει και την προέκταση του θαυμαστού γεγονότος: είναι η σχέση η δική μας με τον Κύριο! Ό,τι συνέβη με τον απόστολο Θωμά, το ίδιο συμβαίνει και με κάθε χριστιανό σε όλους τους αιώνες. Διότι η κλήση του χριστιανού είναι να σχετιστεί με τον Κύριο με τον ίδιο τρόπο που σχετίστηκαν όλοι οι μαθητές, που σχετίστηκε και ο απόστολος Θωμάς. Που θα πει: η προσέγγιση του Κυρίου και από εμάς είναι προσέγγιση τοῦ πυρός και της φωτιάς.  «Πῦρ γάρ καί φῶς» ο Κύριος!  Αν «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας» και αν κληθήκαμε «εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», δηλαδή σε μία κοινωνία ολόκληρης της ύπαρξής μας με Εκείνον – ο απόστολος Πέτρος εννοώντας τη θεία ενέργεια αναφέρεται στην κοινωνία της «θείας φύσεως» του Κυρίου -  τότε ο Χριστός μάς καλεί να φωτιστούμε και να «καούμε»! Αυτό είναι το μεγαλείο της χριστιανικής πίστεως: όχι να πιστεύουμε σε Κάποιον Παντοδύναμο απλώς Θεό, ο Οποίος βρίσκεται κάπου στα ουράνια – αυτό συνιστά ένα βήμα προ της ολικής διαγραφής Του από τη ζωή μας: τι να κάνουμε έναν Θεό μακρινό και ξένο από εμάς; - αλλά στον αληθινό Θεό, ο Οποίος έγινε ένας από εμάς, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας, μας ενσωμάτωσε στον εαυτό Του, μας έδωσε τις δυνάμεις Του, μας δίνει τον εαυτό Του να Τον φάμε και να Τον πιούμε, μας δείχνει διαρκώς πόσο πράγματι είναι βαθιά η επιθυμία Του να είναι μαζί μας. Αλλά μας αποκαλύπτει ότι ο Ίδιος είναι φωτιά που και φωτίζει και καίει. Πότε όμως λειτουργεί για εμάς κατά τρόπο θετικό το φως αυτό και η φωτιά αυτή; Όταν συμβαίνει με την τόλμη του αποστόλου Θωμά, δηλαδή όταν υπάρχει η εναγώνια αναζήτησή Του για θεωρία και μετοχή σ’ Αυτόν. Και ο άγιος υμνογράφος βεβαίως μάς βοηθάει ακόμη περισσότερο: Πρέπει να σπεύδουμε και εμείς, λέει, να προσεγγίζουμε τον Κύριο, να Τον ακουμπάμε, να Τον τρώμε και να γινόμαστε ένα μ’ Εκείνον, όταν όμως αγιάζουμε τα χέρια μας, που θα πει το σώμα και την ψυχή μας, με την αργία από τα πάθη μας, δηλαδή με την προσπάθεια να έχουμε καθαρή την καρδιά μας. Όσο βρισκόμαστε σ’ αυτήν τη φορά ζωής, όσο η στροφή μας είναι προς τις εντολές του Κυρίου μας, τόσο και η προσέγγισή Του γίνεται με τον τρόπο που ένα μικρό παιδί τρέχει προς την αγκαλιά του Πατέρα του.

Το βλέπουμε σε όλους τους αγίους μας, όπως είπαμε. Οι άγιοί μας είναι η χαρά του Ουρανού πάνω στη γη, αλλά εκπέμπουν την ίδια θέρμη και την ίδια «επικινδυνότητα» με τον Κύριο. Μας θερμαίνουν αλλά και μπορεί να μας κάψουν, αν είμαστε χλιαροί και αμελείς. Την ίδια προοπτική έχουμε βεβαίως όλοι μας. Η πίστη μας δεν είναι παιχνίδι. Αν δεν την πάρεις στα σοβαρά, «καίγεσαι»!

29 Απριλίου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ Ο΄ ΙΑΣΩΝ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΣ

 

«Από τους αποστόλους αυτούς ο Ιάσων ήταν από την Ταρσό και πρώτος οδηγήθηκε από εκεί προς τη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος  καταγόταν από την Αχαΐα και δέχτηκε την πίστη στον Χριστό μετά από αυτόν. Και οι δύο υπήρξαν μαθητές του αποστόλου Παύλου και ο μεν Ιάσων καταστάθηκε διδάσκαλος της πόλεώς του, ο δε Σωσίπατρος ανέλαβε τη διαποίμανση της Εκκλησίας των Ικονιέων.

Οι απόστολοι αυτοί αφού ποίμαναν τις Εκκλησίες τους με καλό τρόπο πήγαν Δυτικά. Έφτασαν στη νήσο των Κερκυραίων και ανήγειραν περικαλλή ναό προς τιμήν του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Εκεί λειτουργούσαν στον Θεό και οδήγησαν έτσι πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Κατηγορήθηκαν όμως στον βασιλιά Κερκυλλίνο και κλείστηκαν στη φυλακή, όπου ήταν ήδη κλεισμένοι και επτά λήσταρχοι, των οποίων τα ονόματα ήταν τα παρακάτω: ο Σατορνίνος, ο Ιακίσχολος, ο Φαυστιανός, ο Ιανουάριος, ο Μαρσάλιος, ο Ευφράσιος και ο Μαμμίνος. Αυτούς με όσα τους είπαν και έκαναν τους μετέστρεψαν στη χριστιανική πίστη, κάνοντάς τους πρόβατα αντί λύκων. Οι άνθρωποι αυτοί μετά, ρίχτηκαν σε λέβητες γεμάτους από πίσσα και θειάφι και κηρό και έλαβαν τα στεφάνια του μαρτυρίου από τον Χριστό. Το ίδιο και ο δεσμοφύλακας, που πίστεψε κι αυτός στον Χριστό, αφού του κόψανε το δεξί χέρι και τα δύο πόδια, του κόψανε στη συνέχεια και τον αυχένα, την ώρα που επικαλείτο το όνομα του Χριστού.

Ο βασιλιάς έβγαλε από τη φυλακή τους αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρο και τους παρέδωσε στον έπαρχο Καρπιανό, προκειμένου να τους τιμωρήσει. Ο Καρπιανός τους εξέτασε και τους έριξε και πάλι δέσμιους στη φυλακή. Όταν τους είδε έτσι δεμένους η Κερκύρα, η κόρη του βασιλιά, και έμαθε ότι πάσχουν για τον Χριστό, είπε ότι είναι και αυτή Χριστιανή, ενώ όλα τα στολίδια που φορούσε τα έδωσε στους φτωχούς. Το έμαθε ο πατέρας της κι επειδή δεν μπόρεσε να την μεταστρέψει από τον σκοπό της, την κλείνει και αυτήν στη φυλακή και την παραδίδει μάλιστα σε κάποιον Αιθίοπα άσωτο για να την διαφθείρει. Όταν όμως αυτός πλησίασε τη θύρα της φυλακής, κατασπαράχτηκε από θηρίο. Η Κερκύρα το έμαθε και τον έκανε καλά, λυτρώνοντάς τον από το θηρίο. Με τα θαύματα αυτά τον έκανε χριστιανό, οπότε ο Αιθίοπας φώναξε δυνατά: ῾Μέγας ο Θεός των χριστιανών᾽, με αποτέλεσμα να βασανισθεί φοβερά αμέσως από τον τύραννο και να φύγει από τη ζωή αυτή. Οι στρατιώτες τότε έφεραν ξύλα κοντά στη φυλακή, τα άναψαν και προσπάθησαν να κατακάψουν τη μάρτυρα. Έγινε κι αυτό αλλά η Κερκύρα παρέμεινε άφλεκτη, οπότε πολλοί βλέποντας το θαύμα οδηγήθηκαν στην πίστη του Χριστού. Για τον λόγο αυτό αναρτάται σε ξύλο και υποβάλλεται σε πνιγηρό καπνό τόσο πολύ, έως ότου παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό. Μετά από αυτά ο βασιλιάς ξεκίνησε διωγμό κατά των χριστιανών, κι επειδή οι άγιοι είχαν διαφύγει σε ένα παρακείμενο μικρό νησί, ο ίδιος μπήκε σε πλοίο για να πάει να τους τιμωρήσει. Ευρισκόμενος όμως στο μέσο του πελάγους, όπως παλιά ο Φαραώ, καταποντίστηκε στη θάλασσα. Και ο μεν λαός του Κυρίου πρόσφερε ευχαριστήριους ύμνους στον Θεό, ο Ιάσων δε και ο Σωσίπατρος που απολύθηκαν από τη φυλακή, δίδασκαν χωρίς εμπόδιο πια τον λόγο του Θεού.

Όταν ανέλαβε άλλος βασιλιάς την εξουσία και έμαθε τα σχετικά με τους αγίους, διέταξε να φέρουν σιδερένιο βόδι, να ρίξουν μέσα πίσσα και ρητίνη και κηρό, να το φλογίσουν πάρα πολύ και να ρίξουν τους αγίους σ᾽ αυτό. Όταν έγινε αυτό και οι άγιοι διαφυλάχτηκαν άφλεκτοι, πολλοί από τους απίστους άλλοι μεν καταφλέχτηκαν, άλλοι δε έγιναν χριστιανοί. Ο δε βασιλιάς, αφού κρέμασε στον τράχηλό του λιθάρι, θρηνούσε με τα λόγια: ῾Θεέ του Ιάσονα και του Σωσιπάτρου, ελέησέ με᾽. Ο δε μακάριος Ιάσων, παρόντος του βασιλιά,  νουθέτησε όλον τον λαό, τον δίδαξε, τον κατήχησε και τους βάπτισε όλους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, επονομάζοντας μάλιστα τον βασιλιά Σεβαστιανό. Μετά από λίγες ημέρες, ο υιός του βασιλιά αρρώστησε και πέθανε. Προσευχήθηκε όμως ο απόστολος και τον ανέστησε. Από τότε λοιπόν έκανε πολλά θαύματα και ανἠγειρε περικαλείς ναούς, και αφού τα τακτοποίησε όλα καλά και όσια και αύξησε το ποίμνιο του Χριστού, σε προχωρημένα γεράματα πήγε προς τον αγαπημένο του Χριστό».

Οι άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος για μία ακόμη φορά προβάλλουν αυτό που συνιστά την προτεραιότητα όλων των συνεπών χριστιανών: την αγάπη προς τον Χριστό, μπροστά στην οποία τα πάντα θεωρούνται δεύτερα και μικρά. Δεν παύει η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της να εξαγγέλλει την αλήθεια αυτή, δεδομένου ότι η αγάπη προς τον Χριστό  αποτελεί τη μοναδική οδό της σωτηρίας. Χωρίς την αγάπη προς Εκείνον τα πάντα γίνονται αποστεωμένα, άνευρα, ανόητα. Εκπίπτει και  η χριστιανική πίστη σε έναν ηθικισμό, που μπορεί να έχει ωραίους κανόνες ζωής, δεν έχει όμως την ίδια τη ζωή. Κι αυτήν τη ζωή την προσφέρει μόνον η θερμότητα της καρδιάς προς τον Θεό. Πρόκειται για την ίδια την εντολή του Θεού που καλεί τον άνθρωπο να Τον αγαπήσει «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος», όπως και  για την προϋπόθεση που έθετε ο ίδιος ο Κύριος, για να μπορεί κανείς να Τον ακολουθεί και να συντονίζεται με την ενέργεια της χάρης Του: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Το ερμηνευτικό κλειδί λοιπόν και της ζωής των αγίων Ιάσονα και Σωσιπάτρου, αυτό που δίνει τη δυνατότητα κατανοήσεως της όλης πορείας τους είναι ακριβώς η αγάπη τους προς τον Κύριο. Εκείνον αγάπησαν υπεράνω όλων, Σ᾽ Εκείνον κόλλησαν τις ψυχές τους, τα ίχνη Εκείνου ακολούθησαν. «Όλα τα ωραία της ζωής αυτής τα αφήσατε κατά μέρος, γιατί αγαπήσατε τον Χριστό, στον Οποίο κολλήσατε τις ψυχές σας, ένδοξοι. Ακολουθήσατε λοιπόν τα ίχνη Του με πίστη, Ιάσων και Σωσίπατρε» (στιχηρό εσπερινού).

Δεν ήταν δυνατόν όμως να μην αγαπήσουν τον Χριστό και να μην ακολουθήσουν τα ίχνη της ζωής Του, όταν ξέρει κανείς ότι υπήρξαν μαθητές και ακόλουθοι εκείνου που αγάπησε με πάθος τον Κύριο και χάριν του ευαγγελίου Του γύρισε όλον τον κόσμο, δίνοντας στο τέλος και την ίδια τη ζωή του για το όνομά Του: του αποστόλου των Εθνών, του αγίου Παύλου, ο οποίος διετράνωνε πάντοτε «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος: «Γίνατε φοιτητές του Παύλου, σοφοί, και τρέξατε σ᾽ όλον τον κόσμο ακολουθώντας τα ίχνη εκείνου, κηρύσσοντας τον σωτήριο λόγο» (ωδή γ´). Έτσι οι άγιοι μιμήθηκαν τον Παύλο που μιμήθηκε τον Κύριο, κατά το «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Κι αυτό σημαίνει πόση σημασία έχει για την πνευματική ζωή μας εκείνος στον οποίο προσκολληθήκαμε σαν σε δάσκαλό μας. Ανάλογα με τον δάσκαλο διαμορφώνεται και η πνευματική ζωή του μαθητή, με άλλα λόγια το φως ή ο ζόφος του δασκάλου γίνεται φως ή ζόφος και του μαθητή. «Φωτιστήκατε πλούσια από τα δόγματα του Παύλου και γίνατε φωστήρες της οικουμένης, τρισμακάριοι» (κοντάκιο).

Και βεβαίως το φως των αποστόλων Ιάσονα και Σωσίπατρου, φως του Χριστού στην πραγματικότητα, καταύγασε την Ανατολή και τη Δύση – «καταλάμψατε την Ανατολή και φτάσατε και δύσατε στη Δύση» (ωδή ζ´) - κατεξοχήν όμως τη νήσο Κέρκυρα, διότι εκεί κυρίως έδρασαν, θαυματούργησαν, έδωσαν τη ζωή τους, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος τους Κερκυραίους πρωτίστως καλεί να χαρούν και να γεμίσουν από πνευματική ευφροσύνη. «Η πάμφωτη και θεϊκή εορτή των Αποστόλων καλεί τα πλήθη των Κερκυραίων να χαρούν. Εμπρός λοιπόν γεμίστε μέχρι κορεσμού όλοι από πνευματική ευφροσύνη» (εξαποστειλάριο). Η κλήση όμως της εορτής και της ευφροσύνης είναι και για όλους τους πιστούς, όπου γης. Οι άγιοι αποτελούν τα εντρυφήματα όλων. Κι ο λόγος είναι σαφής, κατά τον υμνογράφο: «Ολοι είμαστε ποίμνιό σας, που λυτρωθήκαμε από την πλάνη με τη χάρη του Θεού» (οίκος κοντακίου).

ΝΑ ΕΞΟΡΙΣΟΥΜΕ ΜΑΚΡΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΗΦΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΖΑΛΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

«Κατήφεια παθῶν καί λογισμῶν ἡ ζάλη, μακράν ἐξοριζέσθω καί οὕτως ἐξανθήσει τό ἔαρ τό τῆς πίστεως» (από εβδομάδα του Θωμά).

(Ας εξορισθεί μακριά από εμάς η κατήφεια και η στενοχώρια των παθών, όπως και η ζάλη των λογισμών, και έτσι θα ανθήσει η άνοιξη της πίστης).

Ο άγιος υμνογράφος εξαγγέλλει αυτό που διαλαλεί η Εκκλησία μας με την Ανάσταση του Κυρίου: τα πάντα τώρα είναι πλημμυρισμένα από το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός». «Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης». Ό,τι ο Κύριος και οι άγιοι άγγελοί Του προέτρεπαν τους αποστόλους και τις μυροφόρες γυναίκες: «Χαίρετε», ό,τι ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ως δεδομένο της πίστεως: «Χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ Χαίρετε», αλλά και καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που προεκτείνει την αναστημένη παρουσία του Κυρίου: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ό,τι ο ίδιος πάλι προέτρεπε ως συστατικό της ζωής αλλά και διαρκές αγώνισμα των πιστών: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», αυτό λοιπόν προβάλλει και ο άγιος ποιητής. Γιατί; Διότι ανέτειλε ήδη το έαρ, η άνοιξη της πίστεως. Και η άνοιξη αυτή αποτελεί τον ύμνο της χαράς. Οπότε, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - χαρά και κατήφεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν! Όταν με άλλα λόγια ο πιστός έχει ενσυνείδητα αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του, τότε είναι αδιάκοπα στραμμένος προς Αυτόν και Αυτόν αναζητεί προκειμένου να Τον έχει Κύριο και Αρχηγό της ζωής του. Και Τον αναζητεί βεβαίως με τον μόνο τρόπο που ο Κύριος καθόρισε: μέσα από τις άγιες εντολές Του, οι οποίες οδηγούν στην εγκατοίκησή Του μέσα στον άνθρωπο, καθιστώντας τον κυριολεκτικά ένα με Εκείνον. «Τηρήστε τις εντολές Μου και θα Με δείτε μέσα σας». Κι έρχεται έτσι η χαρά και η ειρήνη του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, χαρά και ειρήνη εσωτερική και βαθειά που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα διαγράψει και να πάρει.

Από την άποψη αυτή ο άγιος υμνογράφος τονίζει το αυτονόητο: αν ζει ο πιστός τη χαρά της Ανάστασης, δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος στην κατήφεια που φέρνουν με μαθηματική ακρίβεια τα πάθη του ανθρώπου˙ δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τους λογισμούς που δημιουργούν ζάλη στον άνθρωπο, δηλαδή από τους λογισμούς της απιστίας και της διψυχίας, τους λογισμούς που θέτουν σε κρίση τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να πάρει τη σταθερή απόφαση να είναι πάντοτε με το μέρος του Χριστού, δηλαδή εκεί που τον καλούν οι εντολές και το θέλημα Εκείνου. Κι είναι η εμπειρία του καθενός μας: τι είναι εκείνο που δημιουργεί την εσωτερική θλίψη και στενοχώρια και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε; Μόνον το άφημά μας στα ψεκτά πάθη μας: η ικανοποίηση της σαρκολατρείας μας και του αλαζονικού υπερήφανου φρονήματός μας. Δυστυχώς, έστω και θεωρούμενοι χριστιανοί, ζούμε ακόμη μέσα στον χειμώνα της αμαρτίας μας, όταν έξω, στον αληθινό κόσμο του Θεού – κι είναι αληθινός γιατί είναι ο αιώνιος κόσμος – ήδη έχει ανατείλει το έαρ και η καλοκαιρία της ζεστασιάς της αγκαλιάς του Θεού μας. Ήδη από την πρώτο ύμνο του κανόνα του αγίου Θωμά (α΄ ωδή) ο υμνογράφος επισημαίνει: «Σήμερον ἔαρ ψυχῶν˙ ὅτι Χριστός ἐκ τάφου, ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος, τόν ζοφερόν χειμῶνα ἀπήλασε τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Σήμερα είναι η άνοιξη των ψυχών. Γιατί ο Χριστός  την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή Του βγήκε από τον τάφο, όπως ακριβώς ο ήλιος που έλαμψε μετά τη νύκτα, και έκανε πέρα τον χειμώνα της αμαρτίας μας).

Ο αληθής χριστιανός, δηλαδή ο άγιος, είναι ο χαρούμενος άνθρωπος. Χαρούμενος με την έννοια την πραγματική: χαίρεται η καρδιά του, γι’ αυτό και τη χαρά αυτή σκορπίζει παντού και πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας θεωρούσαν ότι ο πασχαλινός χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη» πρέπει να συνιστά τον διαρκή χαιρετισμό μας όλου του χρόνου. Αρκεί βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι η εσωτερική αυτή χαρμόσυνη πραγματικότητα δεν προκύπτει «μαγικά» και γρήγορα. Απαιτεί καθημερινό αγώνα συσταύρωσης με τον Χριστό, οδύνη και «μάτωμα» πάνω στον αγώνα κατά των παθών, που θα πει ότι τελικώς η χαρά αυτή  λειτουργεί για τον «μέσο» χριστιανό, αν υπάρχει τέτοιος όρος, ως όραμα που πρέπει να καθορίζει την πορεία του – μερικές φορές σε βάθος δεκαετιών! Και βεβαίως να τονίσουμε και πάλι το του αποστόλου: η χαρά έρχεται ως καρπός του πνεύματος αγάπης. Όπου αγάπη εκεί και χαρά, εκεί και Ανάσταση, εκεί και Χριστός!