06 Μαΐου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ο ΕΝ ΤΩ ΟΡΕΙ ΔΟΜΒΟΥΣ ΑΣΚΗΣΑΣ

« ἅγιος μεταξύ τῶν ἁγίων καί διαπρεπής ὡς πρός τά θαύματά του ὅσιος Σεραφείμ γεννήθηκε το 1527 ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους σέ κάποιο χωριό τῆς ἐπαρχίας Λοκρίδας, πού ὀνομάζεται Ζέλι, ὅπου καί διδάχτηκε τά ἱερά γράμματαἘπειδή ἦταν καλῆς φύσεως ἄνθρωπος καί μελετοῦσε μέ ἐπιμέλεια τά ἱερά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τούς βίους τῶν ἁγίων, αἰσθανόταν μέσα στήν καρδιά του θεῖο ἔρωτα πρός τόν μοναχικό βίο καί, ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐγκατέλειψε τούς γονεῖς του καί τούς συγγενεῖς καί πορεύτηκε πρός εὕρεση τῆς ψυχικῆς του σωτηρίας πού ποθοῦσε. Ἀφοῦ γύρισε πολλούς τόπους, καί ἐρημικούς καί κατοικημένους, καί ἀγωνίστηκε μέ πολλούς ἀσκητικούς ἀγῶνες, λόγω τῶν ὁποίων ἔγινε ἄξιος νά λάβει ἀπό τόν Θεό καί τή χάρη νά ἐπιτελεῖ θαύματα, κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 6η Μαϊου 1602, στή Μονή πού φέρει τό ὄνομά του· τή Μονή αὐτήν ἔκτισε ὁ ἴδιος στή δυτική πλαγιά τοῦ Ἐλικῶνα, πού ὀνομάζεται Ντομποῦ ἤ Δοντοῦ, ὅπως καί ἀνήγειρε σ’ αὐτήν καί περικαλή σταυροπηγιακό ναό ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέχτηκε ἐκεῖ καί πολλούς ἐνάρετους μοναχούς πού ποθοῦσαν τήν ἔρημο καί ζητοῦσαν τήν ψυχική τους σωτηρία. Στή Μονή αὐτή, (στήν ὁποία ζώντας ἀκόμη ὁ ἅγιος Σεραφείμ δοξάστηκε ἀπό τόν Θεό μέ τή θαυματουργική χάρη Του κι ἐκεῖ ζοῦν ἀκόμη καί τώρα μοναχοί πού διαπρέπουν στήν ἀρετή καί στήν ὁσιότητα τοῦ βίου), φυλάσσονται σάν ἱερό κειμήλιο τά ἅγια λείψανά του - ἀποδεδειγμένα μέ πατριαρχικά σιγίλλια καί βεβαιωμένα μέ θαύματα -, τῶν ὁποίων τήν ἰαματική χάρη πολλοί ἀπό πολλά μέρη καθημερινά τήν  λαμβάνουν καθώς τήν ἐπικαλοῦνται πρός δόξα Θεοῦ πού δοξάζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ἁγίους Του».   

«Βλάστημα τῆς Ἑλλάδος» ὁ ὅσιος Σεραφείμ,  μᾶς συγκαλεῖ σήμερα στή μνήμη του καί μᾶς παραθέτει πνευματικό τραπέζι. Ποιά τά ἐδέσματα τοῦ τραπεζιοῦ αὐτοῦ; Οἱ ἀρετές του, ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁ Χριστός τόν Ὁποῖο προβάλλει μέ τόν πιό ξεκάθαρο καί διαφανή τρόπο. Πού σημαίνει: τόν πλησιάζουμε καί νιώθουμε τόν Χριστό νά μᾶς ἀγκαλιάζει, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς κατακλύζει, τό ἄρωμα τῶν ἀρετῶν του νά μᾶς «σπάει» τή μύτη! Ὁ ὅσιος ἦταν καί εἶναι ἕνας «γνήσιος φίλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ», ὅπως κατεξοχήν βεβαίως ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι καί ὅσιοι. Κι ὁ ὑμνογράφος του ἔρχεται, μεταξύ πολλῶν ἄλλων προβολέων πού ρίχνει προκειμένου νά ἀναδείξει τό σπουδαῖο μέγεθος τῆς ὁσιότητάς του, νά μᾶς πεῖ: «Πληγώθηκες στήν ψυχή ἀπό τόν θεϊκό πόθο καί φωτίστηκες στή διάνοια ἀπό τό φῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Πατέρα μας ὅσιε, ὁπότε σάν ἐλάφι διψασμένο, περιπολοῦσες στίς ἐρήμους καί βρῆκες τήν ἀείζωη πηγή. Γι’ αὐτό κι ἀφοῦ γέμισες ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τό νάμα τῆς ἐγκράτειας, ἀναβλύζεις χωρίς σταματημό ἀπό τή σορό τῶν λειψάνων σου πηγές θαυμάτων σ’ αὐτούς πού τά προσεγγίζουν μέ πίστη. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς μαζευόμαστε στήν ἁγία μνήμη σου πνευματικά καί λέμε·  μή σταματήσεις  νά προσεύχεσαι ὑπέρ ἡμῶν πρός τόν Κύριο γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας» (δοξαστικό στιχηρῶν ἑσπερινοῦ).

Τί ἐξαίσια ἡ εἰκόνα πού χρησιμοποιεῖ ὁ ὑμνογράφος γιά νά ἀποδώσει τό ποιόν τῆς ἁγιότητας τοῦ Σεραφείμ! Ὁ ἅγιος τρέχει σάν διψασμένο ἐλάφι – μία εἰκόνα πού παραπέμπει στά ἁγιογραφικά καί στά πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ψάχνει καί κυνηγάει νά βρεῖ τό πνευματικό νερό, τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ, γιατί γνώρισε αὐτήν τή χάρη, πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ του καί δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μέχρις ὅτου εὕρει τήν ἴδια τήν πηγή. Εἶναι γνωστή ἡ ἀλήθεια πώς μόνον ἐκεῖνος πού ἔχει δεχθεῖ τό βέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καί νά Τόν ἀναζητεῖ «ἄχρι θανάτου». Καί δέν ἡσυχάζει μέχρις ὅτου πράγματι Τόν συναντήσει πληρέστερα, κάτι πού αὐξάνει ἔτι πλέον τήν ἀναζήτησή Του. Τό νά βρεῖ κανείς τόν Χριστό σημαίνει ὅτι Τόν ἀναζητεῖ διαρκῶς (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης) – τί τέλος μπορεῖ νά ὑπάρξει στήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ! Ὁπότε ὁ ὅσιος Σεραφείμ, ἀφοῦ πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή καί φωτίστηκε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἤξερε ποιός εἶναι ὁ ἀδιάκοπος προσανατολισμός του! Εὑρισκόμενος ἔτσι στήν πορεία «ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων» γινόταν καί ὁ ἴδιος μία ἄλλη πηγή, πού προχεόταν ἐν ἀγάπῃ στόν κόσμο ὅλον, εἴτε στή ζωή αὐτή εἴτε καί μετά τήν ὁσία του κοίμηση. Γι’ αὐτό καί τόν παρακαλοῦμε κι ἐμεῖς νά μή μᾶς  ξεχνάει στίς δεήσεις του πρός τόν Κύριο, πού θά πεῖ βεβαίως νά μήν ξεχνᾶμε ἐμεῖς νά τόν ἐπικαλούμαστε, ἀφοῦ ἐκείνου ἡ ἀγάπη εἶναι δεδομένη γιά ἐμᾶς.

ΤΡΙΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Ἄρας ἐπί ὤμων Ἰωσήφ τόν ἐν δεξιᾷ τῇ πατρώᾳ, Υἱόν καθήμενον, μύρον τό ἀκένωτον μύροις ἐκήδευσας˙ τήν τοῦ κόσμου ἀνάστασιν προτέθεικας τάφῳ˙ τόν ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον λίθῳ συγκαλύπτεις ἀφράστως. Ὅθεν τούτου μέλπομεν ὕμνοις τά φωσφόρα πάθη καί τήν Ἔγερσιν» (απόστ. Όρθρου).

(Αφού σήκωσες στους ώμους, Ιωσήφ, τον Υιό που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, Τον κήδευσες με μύρα - Αυτόν που είναι το ακένωτο μύρο. Έθεσες σε τάφο Αυτόν που είναι η ανάσταση του κόσμου. Αυτόν που φέρει το φως ως ιμάτιο Τον καλύπτεις σιωπηλά με λίθο. Για τον λόγο αυτό αινούμε με ύμνους τα φωσφόρα πάθη και την Έγερσή Του).

Ο άγιος υμνογράφος, ίσως ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, έκθαμβος μπρος στο μυστήριο της αποκαθήλωσης του Κυρίου Ιησού Χριστού, μέτοχος του οποίου κατεξοχήν ήταν ο άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, μας καλεί να δοξολογήσουμε με ύμνους τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάστασή Του – γνωρίζει ότι με τον Σταυρό Του καταργήθηκε η αμαρτία και με την Ανάστασή Του καταπατήθηκε ο θάνατος και ο διάβολος. Τα μάτια του είναι διεσταλμένα από την πίστη του Κυρίου: δεν βλέπει μόνον ό,τι επιγείως διαδραματίζεται – τον Ιωσήφ που αίρει το νεκρό σώμα του Ιησού, που Τον κηδεύει με τα μύρα των μυροφόρων γυναικών, που Τον θέτει στον τάφο, που θέτει λίθο στη θύρα του μνημείου. Βλέπει διά της πίστεως (όραση είναι η πίστη, όπως την ορίζει ο απόστολος Παύλος: να βλέπεις πράγματα που δεν φαίνονται με τα μάτια τα αισθητά) τα πέραν της υλικής αίσθησης, το «βάθος» που συγκροτεί όμως τον αληθινό κόσμο. Γιατί είναι ο κόσμος του Θεού, ο αιώνιος κόσμος, ο Οποίος με τις άκτιστες ενέργειές Του έχει δημιουργήσει τον υλικό και πνευματικό κόσμο, τον διακρατεί αδιάκοπα στην ύπαρξη, τον κατευθύνει στον τελικό του προορισμό. Ζει ο άγιος ποιητής με τον τρόπο που λέει ο Κύριος και εξαγγέλλει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος: «οὐ σκοποῦμεν τά βλεπόμενα, ἀλλά τά μή βλεπόμενα. Τά γά βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα αἰώνια». Οπότε αντιστοίχως κινείται και η όραση του αγίου Ανδρέα: αίρει επί των ώμων του ο Ιωσήφ Εκείνον που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, κηδεύει με μύρα το νεκρό σώμα, το Οποίο όμως αποτελεί το ακένωτο μύρο ως Θεός χορηγός του Παναγίου μύρου αγίου Πνεύματος, θέτει σε τάφο την Ανάσταση του κόσμου, καλύπτει με λίθο Αυτόν που ως ιμάτιο έχει το φως.

Αλλά την όραση αυτή καλούμαστε να καλλιεργούμε πάντοτε κι εμείς ως χριστιανοί. Γιατί ναι μεν ζούμε μέσα στον κόσμο αυτόν που σφραγίζεται από τις υλικές αισθήσεις, αλλά με την πίστη μας μπορούμε να βλέπουμε όπως είπαμε τα πέραν αυτού: οι οφθαλμοί μας να είναι προσανατολισμένοι συνεχώς στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο – «οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός» κατά τον ψαλμωδό. Οπότε μπορούμε να επισημαίνουμε την παρουσία Του και στον εαυτό μας, τον χαρισματικό εαυτό μας ως μέλη Χριστού ενδεδυμένοι Εκείνον, στους συνανθρώπους μας που και εκείνοι αν είναι χριστιανοί είναι εξίσου μέλη Του ή αν δεν είναι φέρουν το φως Του που τους καθοδηγεί προς εύρεση της αλήθειας, σε όλη τη δημιουργία που είναι δική Του και διαλαλεί τη δόξα και την αγάπη Του – «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς». Καλούμαστε δηλαδή να ζούμε, για να χρησιμοποιήσουμε έκφραση του οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτη, με μία «διπλή συνείδηση», η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να παριστάμεθα βεβαίως ενώπιον του φυσικού κόσμου για να επιτελούμε όλες τις εργασίες και τα διακονήματά μας, αλλά ταυτόχρονα και ενώπιον του Κυρίου και του Τριαδικού Θεού μας. Κι είναι αυτή η κλήση αφενός εκείνο που προτρέπει να κάνουμε η Εκκλησία μας καθημερινά: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ἑσπέρᾳ, νυκτί ταύτη, ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς», αφετέρου εκείνο που νοηματίζει την κάθε στιγμή μας.

Βρισκόμαστε μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης του αληθινού χριστιανού, μπροστά στον άγιο που τον βλέπουμε και τον διαβάζουμε στα συναξάρια της Εκκλησίας μας, μπροστά σε μία κυριολεκτικά θεοφάνεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έτσι όρισε τον χριστιανό: «μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ».  

05 Μαΐου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΝΕΟΦΑΝΗΣ

 

«Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἔζησε κατά τόν 15ο αἰ. καί ἀπό νεαρή ἡλικία, ἤδη ἀπό δεκατεσσάρων ἐτῶν, ἀφιερώθηκε στόν Κύριο, σηκώνοντας στούς ὤμους τόν Σταυρό του. Κινούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο μόνασε στήν ἱερά Μονή τοῦ ὄρους τῶν Ἀμώμων Ἀττικῆς, ὅπως ὀνομάζεται, κι ἀκολούθησε τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες μέ μεγάλη ἐγκράτεια. Καθάρισε τόν ἑαυτό του μέ τίς κατά Χριστόν ἀρετές κι ἔγινε μίμημα Χριστοῦ. Ὁ μισόκαλος ὅμως ἐχθρός διάβολος, πού πάντοτε θέλει ἀπό φθόνο νά χαλάει ὅλα τά καλά, παρακίνησε ἕνα στίφος ἀλλόφυλων Ἀγαρηνῶν βαρβάρων, ὥστε νά ἐπιτεθεῖ μέσω θαλάσσης κατά τῆς Μονῆς, καταστρέφοντας, καίγοντας καί λεηλατώντας τά πάντα σ’ αὐτήν καί γύρω ἀπό αὐτήν. Τότε λοιπόν συνέλαβαν καί τόν μακάριο Ἐφραίμ, καί μέ πολλή μανία τόν ὑπέβαλαν σέ φρικιαστικά βασανιστήρια καί τιμωρίες, κυριολεκτικά κατασπαράσσοντάς τον, μέχρις ὅτου μέ βίαιο θάνατο παρέδωσε τήν ψυχή του τήν 5η Μαῒου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1426, ἡμέρα Τρίτη καί περί ὥρα 3η ἀπογευματινή, στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα τά παραπάνω παρέμεναν ἄγνωστα καί ἀφανέρωτα γιά πολλά χρόνια, καλυμμένα ἀπό τόν βυθό τῆς σιωπῆς καί τῆς λήθης. Ἀπό θεῖο φωτισμό καί ροπή ὅμως κινούμενη, τό ἔτος 1950, ἡ ἡγουμένη τῆς Μονῆς Μακαρία στό ὄνομα, ἔκανε ἀνασκαφές στήν αὐλή τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπου τήν 3η Ἰανουαρίου ἀνεκάλυψε μέ πολλή ἔκπληξη καί ἱερό θάμβος λείψανα ἑνός ὁσίου ἀνδρός, πού ἐξέπεμπαν οὐράνια εὐωδία καί ὀσμή. Εὑρισκόμενη σέ ἀπορία καί κάνοντας προσευχή νά φανερώσει ὁ Θεός τίνος ἄραγε νά εἶναι αὐτά, τῆς φανερώθηκε ἕνας θαυμαστός καί ἱεροπρεπής μοναχός, ὁ ὁποῖος τῆς ἀπεκάλυψε τά πάντα: τό ὄνομά του, τή βαρβαρική ἐπιδρομή, τό μαρτυρικό τέλος του, ἀκόμη δέ ὅτι τά ὀστᾶ πού βρέθηκαν ἀνήκουν στόν ἴδιο, ὅπως ἐκτενῶς γίνεται ἡ ἀφήγηση κατά τήν 3η Ἰανουαρίου, ἡμέρα πού τελεῖται καί ἑορτάζεται ἡ εὕρεση τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ ὁσιομάρτυρα.

Ὁ θεῖος αὐτός ὁσιομάρτυς, ἀφοῦ δοξάστηκε ἀπό τόν Κύριο, ἐνεργεῖ πλεῖστα θαύματα σ’ αὐτούς πού τόν ἐπικαλοῦνται, καί θεραπεύει ὅσους προσέρχονται στά ἱερά του λείψανα πού ἀπόκεινται στήν παρά τή Νέα Μάκρη ἁγία του Μονή, ἐνῶ πολλές φορές ἐμφανίζεται σέ ὄνειρα καί βοηθεῖ καί ἐνισχύει μέ τή δοσμένη σ’ αὐτόν χάρη ἀπό τόν Κύριο ὅλους τούς ἀναγκεμένους.

Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν».

Ὁ ὅσιος ὑμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης δέν ἔχει πολλά στοιχεῖα ὑπ’ ὄψιν του ἀπό τή ζωή τοῦ ὁσιομάρτυρα Ἐφραίμ γιά νά τά προβάλει καί νά τά ἑρμηνεύσει μέ τρόπο πνευματικό καί θεολογικό. Διότι αὐτό εἶναι τό ἔργο ἑνός ὑμνογράφου τῆς Ἐκκλησίας μας: νά στηρίζεται μέν στήν ἐπί γῆς πορεία ἑνός ἁγίου, ἀλλά νά βλέπει τό βάθος τῆς ζωῆς του, τήν κατά Χριστόν δηλαδή πολιτεία του πού δίνει τόν τόνο καί τό ἄρωμα τῆς χάρης Ἐκείνου, ἰδίως ἐπικεντρώνοντας στό ὁσιακό ἤ μαρτυρικό τέλος του. Ἔτσι γίνεται ἄλλωστε ὁ ἅγιος πρότυπο γιά τούς πιστούς καί πραγματοποιεῖται τό «τιμή μάρτυρος μίμησις μάρτυρος».  Ὁ ἅγιος  ὑμνογράφος λοιπόν ἐν προκειμένῳ δέν ἔχει πολλά στοιχεῖα ἀπό τόν ἅγιο Ἐφραίμ. Ἀλλά τά λίγα στά χέρια του, ἀπό τήν ἐκ Θεοῦ ἔμπνευσή του καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία του  πολλαπλασιάζονται, φτάνοντας στό σημεῖο νά μᾶς προσφέρει πλοῦτο πνευματικῶν ἀνθέων ἀπό τόν νεοφανέντα ὁσιομάρτυρα.

Τί τοῦ δίνει ἀφορμή γιά νά ὑμνολογήσει τόν ἅγιο καί δι’ αὐτοῦ βεβαίως τόν ἴδιο τόν Κύριο; Τό γεγονός ὅτι ἐκ παιδός ἀφιερώθηκε στόν Θεό ὡς καλόγερος∙ ὅτι ἔζησε συνεπή ἀσκητική ζωή ὅσο ἔζησε στό μοναστήρι∙ ὅτι ἐπιβεβαίωσε τήν καλή ἄσκησή του μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματός του ὅταν τό μοναστήρι δέχτηκε τήν ἐπίθεση τῶν Ἀγαρηνῶν∙ ὅτι τά λείψανά του μέ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτονται εὐωδιάζοντα – δείγμα τῆς ἁγιότητάς του∙ τέλος ὅτι ἐπιτελεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πλεῖστα θαύματα καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του ἀλλά καί μέ τήν προσκύνηση τῶν λειψάνων του.

Πέραν τοῦ σύντομου συναξαριοῦ του ἡ συνοπτική αὐτή παρουσίαση τοῦ ὁσίου γίνεται ἰδιαιτέρως στόν Οἶκο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου: «Ἀπό τή νεότητά σου, Πάτερ, ἀκολούθησες τόν Χριστό, γι’ αὐτό καί ἀρνήθηκες ἐντελῶς τή στροφή πρός τόν κόσμο καί τίς ἡδονές τῆς σάρκας. Κι ἀφοῦ μεταρσιώθηκες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔλαμψες σάν ἄστρο στό ὄρος τῶν Ἀμώμων ζώντας ὡς ἄγγελος. Ἔγινες ἔτσι κατοικητήριο τῆς θείας ἐνέργειας μέ τούς ἀσκητικούς σου ἱδρῶτες, δείχνοντας πόσο καθαρίστηκε ἡ ψυχή καί τό σῶμα σου ἀπό τά ψυχοφθόρα πάθη. Κι ὅταν ἔπεσες στά φονικά χέρια τῶν ἀλλόφυλων ἐπιδρομέων ἐπέδειξες μαρτυρική σταθερότητα στά ποικίλα βάσανα καί τίς πληγές πού ὑπέστης, δεχόμενος βίαιο θάνατο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ὁ ζωοδότης Κύριος, σέ ἔστεψε μέ διπλούς στεφάνους, ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ, ἐσένα πού παρακαλεῖς τόν Κύριο ἐκτενῶς γιά νά ἐλεηθοῦν αὐτοί πού σέ ὑμνολογοῦν».

Τά βασικά αὐτά στοιχεῖα ἀνακυκλώνονται ἀπό τόν μεγάλο ὑμνογράφο, ἀλλά ἡ κάθε ἀνακύκλωση μᾶς δίνει καί μία ἰδιαίτερη ματιά πιό βαθειά, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν καρδιά τοῦ ὁσίου καί στήν ψαύση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ πού ἀναπαύονταν σ’ αὐτήν. Ἐπιλέγουμε τίς πιό χαρακτηριστικές ἐπισημάνσεις του.

- Ἡ στροφή τοῦ ἁγίου παιδιόθεν πρός τόν Θεό ἀποτελεῖ φανέρωση τοῦ ἔρωτα πρός Αὐτόν πού διακατεῖχε τήν ψυχή του - ὅ,τι ἑρμηνεύει τήν ἁγία βιοτή του: «Ὅταν ἀπαρνήθηκες τόν ἑαυτό σου ἐκ νεότητος, γιατί πληγώθηκες ἀπό τόν ἅγιο ἔρωτα, τότε σήκωσες, ὅσιε, τόν Σταυρό τοῦ Σωτήρα» (στιχ. μ. ἑσπ.). Ἡ θερμή αὐτή ἀγάπη πρός τόν Χριστό δέν ἔχει χαρακτήρα ἀόριστο. Γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς ἁγίους μας ἐκφράζεται ὡς στροφή πρός τίς ἐντολές Ἐκείνου, μέσα στίς ὁποῖες βεβαίως «περικλείεται» ὁ Ἴδιος κατά τή διαβεβαίωση τῶν λόγων Του. «Ἀπό παιδί κατεύθυνες τόν νοῦ σου στά προστάγματα τοῦ Κυρίου, ὅσιε, γιά τήν ἀνώτερη ζωή» (ὠδή α΄). Κι αὐτό θά πεῖ: ἀγαπᾶ κανείς τόν Χριστό, ὅταν βρίσκεται στήν διαρκή καί ἐναγώνια θά λέγαμε ἀναζήτηση τηρήσεως τοῦ θελήματός Του – βρίσκει κανείς τόν Χριστό τήν ὥρα πού Τόν ἀναζητεῖ. Κι ἐπειδή οἱ ἐντολές Του συγκεφαλαιώνονται στήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, βρίσκει κανείς τόν Χριστό ὅταν «βρίσκει» τόν συνάνθρωπο. «Ἀπό τόν πλησίον ἐξαρτᾶται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος» (Γεροντικό).

- Οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες στό μοναστήρι: οἱ νηστεῖες, τά διακονήματα, ὁ σωματικός κόπος, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ ἐξαντλητικές προσευχές κατανοοῦνται ἀκριβῶς μέ βάση τήν παραπάνω ἀλήθεια∙ ὡς ἔκφραση καθημερινή τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Βλέπουμε ἕναν καλόγερο καί ἐκ πρώτης ὄψεως δέν μᾶς κινεῖ ἴσως τό ἐνδιαφέρον. Μά ἡ ἐσωτερική του ζωή πάλλει ἀπό τήν ἔνταση τοῦ ἀγώνα τῆς ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τό «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως» ὅπως χαρακτηρίζεται, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ καί τήν προϋπόθεση γιά νά μπορεῖ νά ὑπάρξει σέ δεδομένη στιγμή καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. Μέ ἄλλα λόγια κανείς δέν μπορεῖ χωρίς ἑτοιμασία νά γίνει μάρτυρας Κυρίου – μία ἀλήθεια πού ἐπανειλημμένως τονίζεται στά κείμενα καί τά γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στόν ὑμνογράφο μας σέ σχέση μέ τόν ἅγιο Ἐφραίμ. «Ὁ Κύριος τῆς δόξας δέχτηκε τήν ἀσκητική σου ζωή, πάτερ ὅσιε Ἐφραίμ, γι’ αὐτό καί σέ ἀξίωσε τῆς ἀθλητικῆς δόξας» (δοξαστικό ἑσπ.).

Ἐν προκειμένῳ ὁ ὅσιος Γέρων ὑμνογράφος προχωράει καί λίγο παραπάνω, δίνοντας μία θέαση «πρωτότυπη» τῆς προετοιμασίας κάποιου  γιά τό μαρτύριο. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Εἶναι γνωστό ὅτι καί στούς παλαιούς μάρτυρες, ἰδίως δέ στούς νέους, γιά νά παραμείνει κανείς πιστός στό μαρτύριο, ἄν μάλιστα εἶχε ἐξωμόσει, δηλαδή ἄν εἶχε γίνει ἀρνησίχριστος, χρειαζόταν ἀπαραίτητα ἕναν προγυμναστή, ἕναν προπονητή, «ἀλείπτη», γιά νά τόν καθοδηγήσει καί νά τόν ἑτοιμάσει γιά τό μαρτύριο. Κι αὐτό γιατί οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀδύνατοι καί εὔκολα μπροστά στίς δυσκολίες μπορεῖ νά ἐκκλίνουμε καί νά γίνουμε ἀρνητές Κυρίου - ἄς θυμηθοῦμε καί τόν μέγα ἀπόστολο Πέτρο. Λοιπόν, ὁ ὑμνογράφος μιλώντας γιά τόν ὅσιο Ἐφραίμ θεωρεῖ ὅτι στόν τόπο τοῦ ἀλείπτη καί τοῦ καθοδηγητῆ του γιά τό μαρτύριο βρισκόταν ἡ ἁγία ἀσκητική του ζωή. «Ὕψωσες τόν νοῦ σου πρός τόν Θεό μέ τίς θεῖες ἀναβάσεις, κι ἀπονέκρωσες τό σαρκικό ἁμαρτωλό φρόνημα. Γι’ αὐτό φάνηκες κειμήλιο τῆς ἀπάθειας, παμμακάριστε Ἐφραίμ, προγυμνάζοντας τόν ἑαυτό σου γιά τήν ἄθληση τοῦ μαρτυρίου μέ τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως» (ὠδή γ΄). Οἱ ἀσκητικοί κόποι πού ἐπέχουν τή θέση τοῦ ἀλείπτη!

- Ὁ ἅγιος Γεράσιμος κινεῖται ἐπίσης μέ τρόπο ἐξαιρετικά ἐμπνευσμένο: γιά νά τονίσει ἀπό μία ἄλλη πλευρά τό ἀσκητικό φρόνημα τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ πού τόν ἔκανε δεκτικό τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος, ἀξιοποιεῖ διπλά τήν ὀνομασία τοῦ τόπου πού βρίσκεται τό μοναστήρι. Ὄρος τῶν Ἀμώμων: δηλαδή καταρχάς ὄρος πού παραλληλίζεται μέ τό ὅρος τοῦ Θεοῦ κατά Δαβίδ, γιά πνευματικές ἀναβάσεις. Ἀνέβηκε ὁ Ἐφραίμ στό ὄρος, συνεπῶς κινεῖται παρομοίως καί ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς: μέ τόν πνευματικό του ἀγώνα ἀνεβαίνει στό ὄρος τοῦ Θεοῦ. «Ἀνεβαίνοντας στό ὄρος τῶν Ἀμώμων ἀνύψωσες τόν νοῦ σου, σύμφωνα μέ τόν Δαβίδ, πρός τά αἰώνια ὄρη, (τόν Θεό)» (κάθισμα ὄρθρου)∙ κι ἔπειτα: ὄρος πού ἡ ὀνομασία του γίνεται σύμβολο τοῦ ἐσωτερικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ: νά καταστεῖ ἡ καρδιά του ἄμωμη καί καθαρή ἀπό κάθε ἁμάρτημα πού τήν βρωμίζει. «Κάνοντας ἔργο τήν ὀνομασία τοῦ τόπου τῆς Μονῆς, φάνηκες ἄμωμος καί ἄμεπτος ὡς πρός τά δικαιώματα τοῦ Κυρίου, καθαρίζοντας τόν ἑαυτό σου ἀπό κάθε ἐμπάθεια πρός τήν ὕλη» (δοξαστικό ἑσπ.). Καί: «Ἐργάστηκες τήν ἀρετή στό ὄρος τῶν Ἀμώμων, ὅπως στό ὄρος Κυρίου, καί φάνηκες ἀθῶος ἀπό ἀδικίες καί καθαρός στήν καρδιά, γιατί ντύθηκες τή δικαιοσύνη» (λιτή).

- Τό γεγονός ὅτι ὁ ὅσιος ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καί μαρτύρησε θεοπρεπῶς ὁδηγεῖ τόν ἅγιο ὑμνογράφο στήν ἐπισήμανση πού γίνεται συνήθως σέ παρόμοιες περιπτώσεις ὁσιομαρτύρων: ὅτι στεφανώθηκε διπλά ἀπό τόν Κύριο∙ καί γιά τήν ἄσκησή του καί γιά τό μαρτύριό του. Κι ἐπίσης: ὅτι ἀκριβῶς εὑρισκόμενος στόν ἴδιο δρόμο τῶν παλαιῶν ὁσιομαρτύρων ἀντιπαραβάλλεται μέ αὐτούς - ἰσοστάσιος τῶν ὁσίων, ἰσοστάσιος τῶν μαρτύρων. Ὁ ὑμνογράφος μᾶς ἀνοίγει κι ἐδῶ τά μάτια: «ὁ ὅσιος ἔζησε ἐνάρετο βίο ἐδῶ στό Μοναστήρι του, ἀλλά καί πορεύτηκε τούς ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, γι’ αὐτό καί καταξιώθηκε ἀπό τόν Σωτήρα ἄξια διπλῶν στεφάνων» (στιχ. μ. ἑσπ.). «Ὠς ὅσιος μεταξύ τῶν ἀσκητῶν καί μάρτυρας μεταξύ τῶν ὁσίων, ἔτυχες διπλά στεφάνια ἀπό τόν Κύριο, κι ἔλαβες τή χάρη τῶν θαυμάτων, ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ» (δοξαστικό ἀποστ. ἑσπ.).

Καί παίρνοντας ἀφορμή ὁ σοφός ὑμνογράφος ἀπό τό διπλό στεφάνωμα τοῦ ὁσίου «βλέπει» καί τή διπλή χάρη τοῦ ἴδιου τοῦ Μοναστηριοῦ. Κάθε τόπος βεβαίως ὡς συγκρατούμενος ἀπό τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Κυρίου εἶναι τόπος Κυρίου – «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς». Οἱ χριστιανοί δέν πορευόμαστε στόν κόσμο κατά μανιχαϊστικό τρόπο, ἐπιλέγοντας τόπους «ἁγίους» καί διαγράφοντας τόπους «ἁμαρτωλούς». Τό ἅγιο καί τό ἁμαρτωλό βρίσκεται στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι στά ἐξωτερικά πράγματα. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως, ἕνας τόπος πού λόγω τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Κυρίου εἶναι ἀπό μόνος του ἱερός, πολλαπλασιάζει τήν ἱερότητά του, ὅταν ἔχει καθαγιαστεῖ ἀπό τήν καλή ἀσκητική πολιτεία ἑνός ἁγίου, πολύ περισσότερο δέ ἀπό τό ἁγιασμένο λόγω μαρτυρίου αἷμα του. Ἀκριβῶς τοῦτο θίγει καί ὁ ὑμνογράφος μας: τό Μοναστήρι τοῦ ὁσίου στή Νέα Μάκρη, πέραν ἀπό τόν ὅποιο ἁγιασμό πού ἔχει, κατεξοχήν ἔγινε τόπος χάριτος, γιατί ἐκεῖ, στήν αὐλή του, ἔζησε ἁγιασμένα ἀλλά καί μαρτύρησε δι’ αἵματος ὁ ὅσιος νεοφανής ἅγιος. Μᾶς τό λέει ἐξαιρετικά: «Τό ὄρος τῶν Ἀμώμων πραγματικά ἀρδεύτηκε, ὅσιε, μέ τούς ἀσκητικούς σου ἱδρῶτες, καί ἁγιάστηκε ἀπό τά ρεῖθρα τῶν αἱμάτων σου» (στιχ. μ. ἑσπ.).

- Τέλος, ὁ χαρισματοῦχος ὑμνογράφος, πέραν βεβαίως τοῦ τονισμοῦ γιά τό θαυματουργικό χάρισμα τοῦ ὁσίου, μέ τό ὁποῖο διαρκῶς καί «γρήγορα» δίνει λύσεις καί ἰάσεις σέ κάθε πρόβλημα, δίνει καί τήν ἀπάντηση τοῦ γιατί νά ἀνευρεθοῦν τά λείψανα τή νεώτερη αὐτή ἐποχή τοῦ ὁσίου. Ἐπιλέγει δύο λόγους. Πρῶτον, ὅτι ὁ Κύριος εὐδόκησε νά γίνει ὁ ἅγιος τό μέσον πού θά προσφέρει ἀκριβῶς τόν πλοῦτο Του στούς πιστούς μέ τά θαύματα πού θά ἐπιτρέπει νά ἐπιτελεῖ. «Ἐνῶ ἤσουν ἄγνωστος στά προηγούμενα χρόνια, ἤδη τώρα μᾶς ἔγινες γνωστός, Ἐφραίμ, καί μᾶς ἔδωσες ὡς πλοῦτο τήν εὐαγή σορό τῶν λειψάνων σου» (ἀπόστ. μ. ἑσπ.)

Καί δεύτερον, καί σημαντικότερο: ὁ Κύριος θέλησε ὁ δοξασμός τοῦ ἁγίου πού φανερώθηκε κατά τά ὕστερα αὐτά χρόνια νά ἀποκαλύπτει καί τόν δοξασμό τοῦ κάθε χριστιανοῦ, ὅταν ζεῖ μέ πιστότητα τό ἅγιο θέλημά Του. Ὅπως τό λέει ὁ Ἴδιος, ὅτι οἱ ἅγιοι στή βασιλεία Του θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο. Ὁ Κύριος δηλαδή ἀποκάλυψε γιά μία ἀκόμη φορά τήν ἀγάπη Του, προσανατολίζοντας τούς πιστούς στίς μελλοντικές δωρεές πού τούς ἐπιφυλάσσει, προφανῶς γιά νά κατανοήσουν καί τό νόημα τῶν θλίψεων καί τῶν ὀδυνῶν τῆς ἐδῶ ζωῆς – οἱ θλίψεις λειτουργοῦν ὡς «ὄχημα» γιά τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ἀποκάλυψη πού ἔκανε ὁ Ἴδιος στόν ἀπόστολό Του Παῦλο: «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». «Πάτερ Ἐφραίμ, κρυβόσουνα στό παρελθόν γιά πολλά χρόνια, ἀλλά μέ θεία εὐδοκία μᾶς φανερώθηκες, ἀποκαλύπτοντας ἔμμεσα τή μέλλουσα δόξα καί τή λαμπρότητα πού λαμπρά θά ἀξιωθοῦν ὅσοι ὑπάκουσαν στό θέλημα τοῦ Κυρίου ἄμεμπτα» (στιχ. ἑσπ.).

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΙΡΗΝΗ

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη άθλησε κατά τον 4ο αιώνα.  Ήταν θυγατέρα του Λικινίου, που ήταν βασιλιάς κάποιου μικρού βασιλείου, και της Λικινίας. Καταγόταν από την πόλη Μαγεδών και αρχικά ονομαζόταν Πηνελόπη. Όταν η Αγία έγινε έξι ετών, ο πατέρας της Λικίνιος την έκλεισε σε ένα πύργο και ανέθεσε την διαπαιδαγώγησή της σε κάποιον γέροντα, ονόματι Απελλιανό, ο οποίος και έγραψε τα υπομνήματα του μαρτυρίου αυτής.

Μια νύχτα η Ειρήνη είδε το εξής όραμα: μπήκε στον πύργο ένα περιστέρι κρατώντας με το ράμφος του κλαδί ελιάς, το οποίο και άφησε επάνω στο τραπέζι. Επίσης, μπήκε και ένας αετός μεταφέροντας στεφάνι από άνθη, το οποίο τοποθέτησε και αυτός επάνω στο τραπέζι. Έπειτα μπήκε από άλλο παράθυρο ένας κόρακας, ο οποίος έβαλε επάνω στο τραπέζι ένα φίδι. Το πρωί που ξύπνησε απορούσε και σκεπτόταν τι άραγε να σημαίνουν αυτά που είδε. Τα διηγήθηκε λοιπόν στον γέροντα Απελλιανό και εκείνος τα ερμήνευσε ως προάγγελμα των στεφάνων της δόξας και του μαρτυρικού τέλους αυτής μετά τη βάπτισή της.

Στο Χριστιανισμό ελκύσθηκε από κάποια κρυπτοχριστιανή νέα, η οποία, λόγω της τιμιότητας και των αρετών της, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους γονείς της Πηνελόπης και είχε τοποθετηθεί από αυτούς ως θεραπαίνιδα της θυγατέρας τους. Ένας ιερεύς, ονόματι Τιμόθεος, βάπτισε κρυφά τη νεαρή ηγεμονίδα και τη μετονόμασε Ειρήνη.

Το γεγονός δεν άργησε να πληροφορηθεί ο πατέρας της Λικίνιος, όταν μάλιστα η Αγία Ειρήνη συνέτριψε τα είδωλα της πατρικής της οικίας ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την πίστη της στον Χριστό. Για τον λόγο αυτό διέταξε να τη δέσουν στα πόδια ενός άγριου αλόγου, να τη σκοτώσει με κλοτσιές. Αλλά από θαύμα το άλογο στράφηκε εναντίον του και σκότωσε αυτόν. Τότε επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των εκεί παρευρισκομένων ανθρώπων. Αλλά η Ειρήνη τους καθησύχασε με τα λόγια του Χριστού: «όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει» (Μαρκ. θ΄ 23). Και πράγματι, με θαυμαστή πίστη προσευχήθηκε και ο πατέρας της σηκώθηκε ζωντανός. Τότε, οικογενειακώς όλοι βαπτίστηκαν χριστιανοί. Στη συνέχεια έπαθε πολλά από τους Πέρσες και τους βασιλείς αυτών Σεδεκία και Σαπώριο Α'.

Έπειτα η Αγία Ειρήνη πήγε στην Καλλίπολη του Ελλησπόντου, όπου βασίλευε ο Νουμεριανός. Εκεί παρουσιάσθηκε σε αυτόν και ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Οι ειδωλολάτρες την έκλεισαν διαδοχικά σε τρία πυρακτωμένα χάλκινα βόδια. Το τρίτο όμως βόδι, τη στιγμή που βρισκόταν εντός του η Μεγαλομάρτυς, όλως παραδόξως κινήθηκε, ενώ ήταν άψυχο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στη συνέχεια αυτό σχίσθηκε και βγήκε από μέσα του η Αγία εντελώς αβλαβής από την κόλαση της πυράς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στην πίστη του Χριστού χιλιάδες ψυχές. Στην πόλη Μεσημβρία της Θράκης η Αγία Ειρήνη θανατώθηκε, αλλά με τη δύναμη του Θεού αναστήθηκε και είλκυσε στην πίστη τον διοικητή και ολόκληρο το λαό. Τέλος, η Αγία κατέφυγε μαζί με το δάσκαλό της Απελλιανό στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου διέμεινε επιτελώντας πολλά θαύματα και τιμώμενη ως αληθινή ισαπόστολος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλη δράση μέχρι την ημέρα της κοιμήσεως αυτής, το 315.

Στο Συναξάρι της αναφέρεται ότι στην Έφεσο η Αγία βρήκε μία λάρνακα, στην οποία δεν είχε ως τότε ενταφιασθεί κανένας, μπήκε μέσα σε αυτήν και κοιμήθηκε με ειρήνη. Πριν δε από την κοίμησή της η Αγία Ειρήνη είχε δώσει εντολή να μην μετακινήσει κανένας την ταφόπετρα, με την οποία θα σκέπαζε τη λάρνακα ο δάσκαλός της Απελλιανός, προτού περάσουν τέσσερις ημέρες. Μετά όμως από δύο ημέρες επισκέφθηκαν τον τάφο ο Απελλιανός και οι άλλοι, οι οποίοι είδαν ότι η ταφόπετρα ήταν σηκωμένη και η λάρνακα κενή.

Κατά τα δυτικά Μαρτυρολόγια η Αγία Ειρήνη μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αφού ρίχθηκε στην πυρά ενώ κατά το Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β', η Αγία Ειρήνη τελειώθηκε μαρτυρικά δι' αποκεφαλισμού” (Από το ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί προτεραιότητα στην ακολουθία της αγίας να εξηγήσει την αλλαγή του ονόματός της από Πηνελόπη σε Ειρήνη. «Ο ίδιος ο Χριστός σε ονόμασε Ειρήνη. Διότι πρώτον, έμοιασες σε Εκείνον που είναι η ίδια η ειρήνη και δεύτερον, δίνεις την ειρήνη της ψυχής σε όλους εκείνους που επιτελούν τη μνήμη  και προστρέχουν με ύμνους και ωδές πνευματικές στον θείο ναό σου, με το δεδομένο της μεγάλης παρρησίας που έχεις ενώπιον της Τρισηλίου Θεότητος, ώστε να πρεσβεύεις γι᾽ αυτούς» (απολ.). Το ίδιο βλέπουμε και στο κοντάκιο της εορτής: «Από τον Θεό έλαβε η νύμφη Χριστού την ονομασία που έχει ο Ίδιος. Διότι άγγελος Θεού ήλθε και την ονόμασε από Πηνελόπη σε Ειρήνη».

Είναι περιττό να τονίσουμε ότι ο άγιος υμνογράφος επιμένει ότι εκείνο που ερμηνεύει την κατά Χριστόν ζωή και πολιτεία της όπως και τα μαρτύριά της, είναι ο θερμός έρωτάς της προς τον Κύριο και η προσήλωσή της προς εκείνα που ο Ίδιος υποσχέθηκε για εκείνους που Τον αγαπούν. Το έχουμε επισημάνει και άλλοτε, και όχι μία μόνο φορά: στη χριστιανική πίστη αν βγάλει κανείς το στοιχείο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό, ως το βασικό κίνητρο κάθε αγίου - ό,τι με άλλα λόγια ζήτησε ο Ίδιος από τους πιστούς Του: «εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει» - σταματά η χριστιανική πίστη να είναι αυτή που ξέρουμε. Εκπίπτει σε κάτι άοσμο και άγευστο, σε κάτι από το οποίο ελλείπει η ίδια η ζωή. «Θέλχθηκες από τον έρωτα του Χριστού και μίσησες τους θεούς των ειδωλολατρών και τα άψυχα ξόανα, Ειρήνη ένδοξη, και παρουσιάστηκες πολύ φανερά σ᾽αυτούς που σε έβλεπαν ως στήλη θεογνωσίας». «Υπέμεινες, πανεύφημη, την ορμή της φωτιάς που κατέφλεγε τα πάντα και όλα τα ξεσχίσματα του σώματος, γιατί ήσουν προσηλωμένη σ᾽εκείνα που υποσχέθηκε και προετοίμασε ο Ιησούς γι᾽ αυτούς και μόνον που Τον αγάπησαν και Τον πόθησαν σαν τον ωραιότατο νυμφίο των ψυχών τους» (στιχηρά εσπερινού). «Πυρπολήθηκες, πανσέβαστη, βρέφος ακόμη από τον έρωτα του νυμφίου Χριστού και έτρεξες σαν ελαφίνα που διψάει, στις αιώνιες πηγές» (οίκος κοντακίου).

Ο υμνογράφος, βλέποντας το πλήθος των ανθρώπων που πίστευαν στον Χριστό λόγω της καρτερίας της αγίας στα βάσανα που περνούσε και λόγω των υπερλίαν θαυμαστών που γίνονταν στη ζωή της, δεν μπορεί παρά να επισημάνει έκθαμβος ότι τελικά η καρτερία της αυτή, αποτέλεσμα της χάρης του Θεού που ενίσχυε το ανδρειωμένο φρόνημά της (ωδή δ´),  ήταν εκείνη που κατεξευτέλισε όλους τους πιστούς της ματαιότητας και της αθεΐας. Με άλλα λόγια, όταν και ο μεγαλύτερος άθεος και υβριστής της πίστης προσκρούσει στον ογκόλιθο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό και της χάριν Αυτού θυσίας της ζωής, καταπίπτει και εξευτελίζεται ως προς την δική του μάταια πίστη. Ό,τι συνέβη δηλαδή με τους εχθρούς της πίστης μπροστά στην Εσταυρωμένη Αγάπη, τον Ίδιο τον Κύριο: κατέπεσαν και χάθηκαν,  το ίδιο συμβαίνει σε κάθε εποχή και μπροστά στους αγίους: χάνονται και καταπίπτουν, έστω κι αν προσωρινά φαίνονται να κυριαρχούν. Διότι ο λόγος της Γραφής είναι αψευδής και αιώνιος: «Αύτη η πίστις η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». «Η καρτερία σου στα βάσανα, Ειρήνη στεφανηφόρε, ξεφτέλισε αυτούς που πίστευαν στη ματαιότητα και την αθεΐα» (ωδή η´).

ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, ἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σύν αὐταῖς». Ὁ λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένος, ἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Βρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάλη, καί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματα, ἄγγελοι Κυρίου, πού τούς μήνυσαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς Του. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής: καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου. «Τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον 

Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».

03 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«᾽Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾽Αριμαθαίας...τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ» (Μάρκ. 15, 43)

᾽Από τά πρόσωπα πού κυριαρχοῦν στό εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων εἶναι  ᾽Ιωσήφ  ἀπό ᾽Αριμαθαίας ὁποῖος προβάλλεται μέ τό κυριαρχικό γνώρισμά τουτῆς τόλμηςμέ τήν ὁποία κατώρθωσε γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τό ἀκατόρθωτονά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει καί νά ἀποκτήσει τό νεκρό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦτό ὁποῖο βεβαίως στή συνέχεια μέ τή βοήθεια καί ἄλλων τό ἐκήδευσεΣυνιστᾶ δέ ἰδίως γιά τή σημερινή ἐποχή ἡ τόλμη του αὐτή κατεξοχήν παράδειγμα καί πρότυπο, ἀφοῦ αὐτό πού διαπιστώνουμε συνήθως, δυστυχῶς στούς περισσοτέρους μας ἤ ἔστω σ᾽ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ μας, εἶναι ἡ ἀτολμία καί ἡ δειλία, καρποί, ἀπ᾽ ὅ,τι θά φανεῖ καί στή συνέχεια, τῆς ἐλλείψεως τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή ζωή μας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἔλλειψη τόλμης ἀποκαλύπτει τήν ὀλιγοπιστία ἤ καί τήν ἀπιστία ἀκόμη πολλῶν ἀπό ἐμᾶς τούς Χριστιανούς καί συνεπῶς ἡ κατάσταση αὐτή καθιστᾶ περισσότερο ἀπό ἀναγκαία τήν ἀναφορά μας στήν τόλμη τοῦ ἁγίου ᾽Ιωσήφ.

Καί κατά πρῶτον: τί εἶναι τόλμη;

Θά μπορούσαμε νά τήν ὁρίσουμε ὡς τήν ψυχική ἐκείνη δύναμη καί διάθεση, πού κινεῖ τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νά ὑπερνικᾶ τά στηρίγματα καί τίς ἀσφάλειές του, μέχρι μάλιστα τοῦ σημείου πού νά ἀψηφᾶ καί τήν ἴδια του τή ζωή. Βεβαίως, τήν ψυχική αὐτή δύναμη τήν βλέπουμε πολύ συχνά σέ διαφόρους τύπους ἀνθρώπων καί σέ πολλά ἐπίπεδα ζωῆς, ὅπως τό ἐθνικό, τό ἐπαγγελματικό, τό κοινωνικό, ἀλλά ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐκείνη ἡ τόλμη πού σχετίζεται μέ τόν Θεό καί συνεπῶς μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ, πού πηγάζει ἀπό τήν πίστη του στόν ᾽Ι. Χριστό καί τήν προσδοκία τῆς Βασιλείας Του, σάν τοῦ ᾽Ιωσήφ «ὅς ἦν προσδεχόμενος καί αὐτός τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. 15, 43). Ὁ χριστιανός δηλαδή ἐξαρτώντας τήν ὕπαρξή του ὄχι ἀπό τή ῾σιγουριά᾽ τῶν αἰσθήσεων καί τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἀλλά ἀπό τόν μή αἰσθητό καί μή μετρητό, ἄρα καί μή προσφέροντα καί ῾ἀσφάλεια᾽, κατά τά κριτήρια τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου, Θεό φανερώνει ὅτι χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς του (πρέπει νά) εἶναι ἡ τόλμη καί ἡ ἀνδρεία καί ἡ γενναιότητα.

Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο πού τόν κάνει νά ἔχει αὐτήν τήν τόλμη καί νά τήν διακηρύσσει ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Ὅπως τό ἐπισημάναμε ἤδη ἀπό τήν ἀρχή: ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή του, πού τόν κάνει ὄχι ἁπλῶς νά στηρίζεται στόν Θεό, ἀλλά καί νά εἶναι ἕτοιμος καί ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του νά προσφέρει θυσία σ᾽ Αὐτόν. Διότι βεβαίως τό ἅγιον Πνεῦμα ὡς παντοδύναμος Θεός χορηγεῖ τόλμη καί δύναμη στόν ἄνθρωπο καί συνεπῶς τόν ἀπομακρύνει ἀπό τή δουλεία τῆς δειλίας. «Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ» (Β´ Τιμ. 1,7) τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος.

Καί πράγματι ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι μία ἐπιβεβαίωση τῆς παραπάνω ἀλήθειας. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τούς ἀποστόλους πρίν καί μετά τήν Πεντηκοστή. Πρίν τήν Πεντηκοστή ζοῦν φοβισμένοι καί κλεισμένοι στά σπίτια τους «διά τόν φόβον τῶν ᾽Ιουδαίων», κάτι πού προβάλλει ἀκόμη πιό ἔντονα τήν γενναιότητα καί τήν τόλμη τοῦ ᾽Ιωσήφ, ὅπως ἀκόμη βεβαίως καί τῶν μυροφόρων γυναικῶν. Μετά ὅμως τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μεταμορφώνονται σέ θαρραλέους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιβεβαιώνοντας τή μαρτυρία τους γιά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου μέ τό μαρτύριό τους. «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν» (Πρ. ᾽Απ. 4, 20). Τοῦτο ὅμως γίνεται, γιατί ἐνδύθηκαν «τήν ἐξ ὕψους δύναμιν» (Λουκ. 24, 49) καί ὄχι γιατί στηρίχτηκαν στίς δικές τους δυνάμεις. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν περίοδο τῶν διωγμῶν, στήν ἐποχή τῶν Πατέρων, ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή, ὅπου ὑπάρχουν συνεπεῖς στήν πίστη τους Χριστιανοί, κληρικοί καί λαϊκοί. ῎Ετσι ὁ Χριστιανός εἶναι τολμηρός ἄνθρωπος, πού διαπνέεται ἀπό γενναιότητα καί ἀνδρεῖο φρόνημα.

Ποιό ὅμως τό πεδίο στό ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ τόλμη αὐτή; Πῶς φανερώνεται συγκεκριμένα;

1. Καταρχάς στό ἴδιο τό γεγονός τῆς πίστεως. Γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στό σημεῖο τῆς ῾γεύσεως᾽ τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα του, θά χρειαστεῖ κι ὁ ἴδιος ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει. Διότι στή χριστιανική πίστη προηγεῖται τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, πού καλεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τόν ᾽Ι. Χριστό κι ἀκολουθεῖ ἡ ἀποδοχή Του. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (᾽Ιωάν. 6, 44). Ἡ ἀποδοχή τῆς κλήσεως αὐτῆς φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνα ῾πήδημα στό κενό᾽, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρήσαμε καί παραπάνω, ὁ ἄνθρωπος δέν στηρίζεται στήν ἀσφάλεια τῶν αἰσθήσεών του, ἀλλά μόνο στήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό τολμηρό ῾πήδημα᾽ ὅμως εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο πού τό κάνει καί ἡ μεγαλύτερη ἔκπληξη: πέφτει στή θέρμη τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἡ τόλμη τῆς πίστεως φέρνει καί τή μεγαλύτερη δυνατή ἀσφάλεια πού ὑπάρχει στόν κόσμο: τήν ἀσφάλεια τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;» (Ρωμ. 8, 31).

2. ῎Επειτα ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται στή βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς πορείας δηλαδή πρός αὔξηση τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό καί τήν ἀπόκτηση περισσοτέρου ἁγίου Πνεύματος. Καί τοῦτο γιατί στήν πορεία του αὐτή ἐναντιώνονται σ᾽ αὐτόν τά πάθη του, οἱ πονηρές πνευματικές δυνάμεις, τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου. «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα», μαρτυρεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, «ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (᾽Εφεσ. 6, 12). ῎Ετσι χωρίς τόλμη δέν μπορεῖ νά διεξαχθεῖ αὐτός ὁ πνευματικός ἀγώνας, ὁ ὁποῖος συνίσταται στήν ἀντίσταση ἀπό τόν πιστό τῶν ἐπιθέσεων τοῦ διαβόλου καί στό ἄνοιγμα τῆς ὑπάρξεώς του στόν Θεό. Στόν ἀγώνα βεβαίως αὐτό συμμετέχει καί ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ὁ ἀγαθός κόσμος τῶν ἀγγέλων. Διότι μόνος του ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία του. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (᾽Ιωάν. 15,5). Εἶναι ἀπαραίτητη ὅμως κι ἡ δική του συμμετοχή. Μάλιστα μᾶς ἀναφέρουν οἱ πνευματικοί μας Πατέρες ὅτι ὅταν ὁ διάβολος δεῖ τήν ψυχή νά πολεμᾶ ἐναντίον του μέ τόλμη, ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτήν, ἐνῶ ὅταν τήν δεῖ νά δειλιάζει, ἤδη ὁ δρόμος γιά τήν ἅλωσή της εἶναι ἀνοικτός. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ πατέρα τοῦ μοναχισμοῦ ἁγίου ᾽Αντωνίου, ὅπως μᾶς τά παραθέτει ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος στή βιογραφία του: «῎Αν παραμένει γιά πολύ ἡ ψυχή στό φόβο, τότε εἶναι παρόντες ἐκεῖ οἱ ἐχθροί. Διότι οἱ δαίμονες δέν βγάζουν ἀπό τούς ἀνθρώπους τό φόβο...Μᾶλλον, ὅταν δοῦν ἀνθρώπους πού φοβοῦνται, αὐξάνουν τίς φαντασίες, ὥστε νά τούς τρομοκρατοῦν περισσότερο. Καί μετά, ὅταν πιά τούς κατακτήσουν, παίζουν μαζί τους λέγοντας: - Γονατίστε τώρα νά μᾶς προσκυνήσετε... ῎Ας μήν ἀπατώμαστε (λοιπόν) μέ τόν τρόπο αὐτό οὔτε νά φαινώμαστε δειλοί... ᾽Απεναντίας νά νιώθουμε θαρραλέοι καί πάντοτε χαρούμενοι, σάν νά ἔχουμε σωθεῖ. Νά σκεφτώμαστε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας».

3. ᾽Επίσης ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται ἀκόμη καί στίς ἴδιες τίς πτώσεις του. Ὁ Χριστιανός πού ἀγωνίζεται στό δρόμο τῆς πνευματικῆς του προκοπῆς, εἶναι πολύ πιθανό ὅτι θά ἔχει καί στιγμές ἀδυναμίας καί πτώσεως. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος στήν πίστη μας δέν εἶναι ὁ ἀναμάρτητος, ἀλλ᾽ ὁ ἀγωνιστής καί μάλιστα στόν δρόμο τῆς μετάνοιας. Σ᾽ αὐτές τίς στιγμές λοιπόν ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά ξανασταθεῖ στά πόδια του καί νά μήν ἀπελπιστεῖ. Νά μπορεῖ νά στρέψει τό βλέμμα του στόν Οὐρανό, ἐπικαλούμενος τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά μετάνοια. Σάν τόν νεαρό μοναχό τοῦ Γεροντικοῦ, πού ἀπελπισμένος ἀπό κάποιες πτώσεις του ὁδηγήθηκε στό κελλί ἑνός μεγάλου καί διακριτικοῦ Γέροντα. Κι ὅταν τοῦ ἀνακοίνωσε τήν πτώση στήν ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μέ χαρακτηριστική ἁπλότητα τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ. – Μά ξανάπεσα, ψιθύρισε καί πάλι ὁ νεαρός μοναχός. – Καί πάλι νά σηκωθεῖς, τόν παρότρυνε ὁ Γέροντας. Κι αὐτό νά κάνεις, νά βάζεις δηλαδή πάντα ἀρχή μετανοίας, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς σου. Μόνον νά εὔχεσαι ὁ θάνατος νά σέ εὕρει στή μετάνοια καί ὄχι στήν πτώση. ῞Ωστε τόλμη ἀπαιτεῖται καί στή μετάνοια, γιά νά μπορῶ νά ἐλπίζω στήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς πτώσεις καί ἁμαρτίες μου.

4. Μά τόλμη χρειάζεται τέλος καί γιά τήν ὁμολογία καί τή μαρτυρία μας ὡς Χριστιανῶν. Εἰδικά στήν ἐποχή μας πού τό κακό ἔχει ἀποθρασυνθεῖ καί παρουσιάζεται ὡς τό φυσιολογικό καί τό κανονικό, ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά εἶναι κανείς συνεπής χριστιανός καί νά δίνει μαρτυρία τῆς πίστεώς του αὐτῆς. Κι ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι καί λόγων, μά κυρίως πρέπει νά εἶναι ζωῆς. Εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε οἱ Χριστιανοί ὅτι ἡ χλιαρότητα στήν πίστη εἶναι ἡ χειρότερη κατάσταση καί γιά ἐμᾶς, ἀλλά καί γιά τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται γύρω μας. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι εἶναι προτιμότερο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος στρατευμένος ἄθεος παρά ἀδιάφορος, ἀφοῦ ὑπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα στόν πρῶτο νά μεταστραφεῖ ἀπό ὅ,τι στόν δεύτερο. «῎Οφειλες νά εἶσαι ψυχρός ἤ θερμός», μᾶς λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη. «᾽Αλλ᾽ ἐπειδή εἶσαι χλιαρός, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου» (3, 15-16).