18 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΑΜΑΡΕΤΙΔΟΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

 

«χρηματίσαι πρῶτον ἐν ᾽Αντιοχείᾳ τούς μαθητάς Χριστιανούς»  (Πρ. ᾽Απ. 11, 26)

Τό γεγονός ὅτι γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ ὀνομάστηκαν Χριστιανοί - στήν ᾽Αντιόχεια ὅπου οἱ πλεῖστοι ἦταν ἑλληνιστές λεγόμενοι ᾽Ιουδαῖοι: ᾽Ιουδαῖοι δηλαδή πού ζοῦσαν ἐκτός ῾Ιεροσολύμων καί μιλοῦσαν τήν ἑλληνική ὡς μητρική τους γλώσσα – εἶναι ἐξόχως σημαντικό, δεδομένου ὅτι ἔκτοτε ἡ πίστη στόν Χριστό ἔγινε τό καθοριστικό στοιχεῖο ταυτότητας ἐκείνων πού τήν ἀποδέχονταν, σέ βαθμό μάλιστα πού σέ περιόδους διωγμῶν κατά τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἡ δήλωση αὐτή νά ἀντικαθιστᾶ καί τό ἴδιο τό ὄνομα τῶν ὑποψηφίων μαρτύρων. Στήν ἐρώτηση τῶν διωκτῶν ῾ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;᾽ οἱ περισσότεροι τῶν συλληφθέντων χριστιανῶν ἀπαντοῦσαν ἀκριβῶς ἔτσι: ῾Χριστιανός εἰμι᾽. Ποιός λοιπόν εἶναι ὁ χριστιανός; Ποιά στοιχεῖα συνιστοῦν τήν ταυτότητά του, ὅπως μάλιστα ἐξάγονται ἀπό τήν συγκεκριμένη ζωή τῶν χριστιανῶν τῆς ᾽Αντιόχειας, ὥστε μέ βάση αὐτά νά μετροῦμε καί τήν δική μας ταυτότητα;

1. πολύς τε ἀριθμός πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπί τόν Κύριον: πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού πίστεψαν καί δέχτηκαν τόν ᾽Ιησοῦ γιά Κύριό τους. Τό πρῶτο στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ πίστη στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς Κύριο τῆς ζωῆς του. ῎Οχι δηλαδή ἁπλῶς ἡ πίστη στόν ᾽Ιησοῦ ὡς σπουδαῖο ἄνθρωπο ἤ μεγάλο μύστη καί φιλόσοφο, ἀλλά ἡ πίστη σ᾽ ᾽Εκεῖνον ὡς Κύριο καί Θεό του. ῎Αν μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός δέν πιστεύει στόν Χριστό ὡς ᾽Εκεῖνον ἀπό τόν ῾Οποῖο ἐξαρτᾶ τήν ζωή του καί τοῦ ῾Οποίου τό θέλημα προσδιορίζει τό δικό του θέλημα δέν μπορεῖ νά λέγεται χριστιανός. Διότι στήν περίπτωση αὐτή εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ ἀναφορά δέν εἶναι ὁ Χριστός ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. ῾Ο Κύριος ὅμως ἦλθε γιά νά μᾶς καλέσει νά ἐπιστρέψουμε στήν κανονική μας κατάσταση ἀπό τήν ὁποία ἐκπέσαμε λόγω τῆς ἁμαρτίας, νά ἐπιστρέψουμε δηλαδή στόν Θεό, ἑνώνοντάς μας μέ τόν ῾Εαυτό Του.  Γι᾽ αὐτό καί ἡ πίστη σ᾽ Αὐτόν εἶναι ἀνάλογη πάντοτε τοῦ βαθμοῦ τῆς ἐπιστροφῆς, δηλαδή τῆς μετανοίας πού ἐπιδεικνύει κανείς στήν καθημερινή του ζωή.  ᾽Επιστρέφω στόν Κύριο σημαίνει κατά τήν ῾Αγία Γραφή μετανοῶ, ἀλλάζω τρόπο καί πορεία ζωῆς, θέτοντας τόν Θεό ὡς κέντρο τῆς ζωῆς μου. ῎Ετσι τό κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Κυρίου: τό ῾γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ συνιστᾶ τήν ἐπωδό τῶν σκέψεων, τῶν λόγων καί τῶν πράξεών του.

2. ῾῞Ος (Βαρνάβας) ἰδών τήν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη᾽: ῾Ο Βαρνάβας εἶδε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ (ἐκείνων πού πίστεψαν στόν Κύριο στήν ᾽Αντιόχεια) καί χάρηκε. ῾Η πίστη στόν Κύριο δηλαδή ὡς τό καθοριστικό στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ συνιστᾶ μία χαρισματική κατάσταση. Τό νά εἶναι κανείς χριστιανός εἶναι πέρα ἀπό τά φυσικῶς θεωρούμενα ἀνθρώπινα. Κανείς ἀπό μόνος του στηριγμένος στίς δυνάμεις του δέν γίνεται χριστιανός. ῞Οσα καλά στοιχεῖα κι ἄν διαθέτει κάποιος ἄνθρωπος δέν παύει νά εἶναι ἐγκλωβισμένος στά πάθη καί τίς ἀδυναμίες του. Πρέπει ὁ ἴδιος ὁ Θεός νά καλέσει τόν ἄνθρωπο γιά νά ἐγγίσει τόν Χριστό καί δι᾽ Αὐτοῦ νά δεῖ Θεοῦ πρόσωπο. Προηγεῖται δηλαδή ὁ Θεός καί ἀκολουθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τά λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι ἀπολύτως σαφῆ: ῾Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἔλθει σ᾽ ἐμένα, ἄν ὁ Πατέρας πού μέ ἔστειλε δέν τόν ἑλκύσει.

Κι ἀκόμη: ὄχι μόνο τό νά εἶναι κανείς χριστιανός συνιστᾶ μία ὑπέρ φύσιν χαρισματική κατάσταση, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ διαπίστωση τῆς κατάστασης αὐτῆς σημαίνει ἐξίσου χάρη Κυρίου. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας, σταλμένος ἀπό τήν ᾽Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων, βλέπει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς τῆς ᾽Αντιόχειας, διότι καί ὁ ἴδιος βρισκόταν μέσα σέ αὐτήν. Κανείς δέν βλέπει κάτι ἄν δέν τό ἔχει. ῾Ο Βαρνάβας λοιπόν ῾ἀνήρ ἀγαθός καί πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου καί πίστεως᾽ ἔβλεπε αὐτό πού εἶχε. Πρόκειται γιά μία καίρια ἀλήθεια τῆς πίστης μας, τήν ὁποία ἀδιάκοπα ὁμολογοῦμε στήν ᾽Εκκλησία μας: ῾ἐν τῷ φωτί Σου, Κύριε, ὀψόμεθα φῶς᾽. Μέ τό φῶς Σου, Κύριε, θά δοῦμε τό φῶς Σου. Χωρίς τό φῶς καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ δέν βλέπουμε τίποτε πέρα ἀπό σκοτάδι. Μέ τό φῶς καί τήν χάρη βλέπουμε ἐκεῖ πού ὑπάρχουν αὐτά.

3. ῾Παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ᾽: ὁ Βαρνάβας τούς συμβούλευε ὅλους νά μένουν ἀφοσιωμένοι στόν Κύριο μέ ὅλη τους τήν καρδιά. ῾Η χαρισματική αὐτή κατάσταση πίστης στόν Χριστό ὡς ζωῆς δέν εἶναι γεγονός μίας στιγμῆς ἤ ὁρισμένου μόνο χρονικοῦ διαστήματος. ᾽Απαιτεῖται διαρκής ἀγώνας ἐμμονῆς στόν Κύριο μέ ὅλον τόν ἐσωτερικό μας κόσμο -  πού σημαίνει ἀγώνα τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες φανερώνεται ὁ ῎Ιδιος στήν ζωή μας – διότι τήν σχέση μας μέ τόν Θεό τήν κρατοῦμε τήν κάθε μας στιγμή ὡς σχέση ἀγάπης. ῞Οπως γιά παράδειγμα στήν συζυγία τοῦ ἄνδρα μέ τήν γυναίκα χρειάζεται διαρκής ἔγνοια  καί προσπάθεια νά παραμένει τό κάθε μέλος ἐν ἀγάπῃ ἀπέναντι στό ἄλλο προκειμένου νά διατηρεῖται καί νά αὐξάνει ἡ σχέση καί ἡ ἀγάπη, τό ἴδιο καί πολύ περισσότερο στήν σχέση μέ τόν Θεό. Δέν ὑπάρχουν διαλείμματα καί διακοπές στήν σχέση αὐτή. Τυχόν ὀπισθοχώρηση στήν ἀφοσίωση πρός τόν Κύριο σημαίνει ἐκτροπή ἀπό Αὐτόν καί ἐναντίωση πρός Αὐτόν. Κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: ῾ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει᾽. ῾Ο χριστιανός ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι χριστιανός ὄχι μόνο ἀπό τήν πιθανή ἁπλή δήλωση τῆς ἰδιότητάς του, ὄχι ἀσφαλῶς ἀπό ἕνα ἔγγραφο ἀποδεικτικό τῆς ταυτότητάς του (μολονότι στήν ἐποχή μας καί αὐτό ἴσως συνιστᾶ ὁμολογία πίστεως), ἀλλά ἀπό τό ποῦ βρίσκεται τήν κάθε στιγμή ἡ καρδιά του. Τό ῾προσμένειν τῷ Κυρίῳ τῇ προθέσει τῆς καρδίας᾽ τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα ἀποτελεῖ ὑπομνηματισμό τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου ῾ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται᾽. ῎Αν ὁ Κύριος εἶναι ἤ ὄχι ὁ θησαυρός μας φαίνεται ἀπό τό τί κρατοῦμε ὡς περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας.

4. ῾συναχθῆναι ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ᾽: οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καί Παῦλος συμμετεῖχαν στίς συνάξεις τῆς ᾽Εκκλησίας. Στίς συνάξεις αὐτές συναντοῦσαν τούς χριστιανούς, μετεῖχαν στήν Θεία Λειτουργία, δίδασκαν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό βεβαίως θά πεῖ περαιτέρω ὅτι ὁ χριστιανός εἶναι χριστιανός ἀπό τόν βαθμό τῆς ἐκκλησιαστικότητάς του. Δέν ὑπάρχει ἀτομικός χριστιανισμός. Δέν ὑπάρχει ἀτομική σχέση μέ τόν Θεό, παρά μόνον ἄν ἡ σχέση αὐτή ἀποτελεῖ προέκταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. ῾Ο ἀπόστολος Θωμᾶς - ἄς θυμηθοῦμε - ὅσο βρισκόταν ἀπομονωμένος στό σπίτι του ἐκτός τῆς συνάξεως τῶν ἄλλων ἀποστόλων δέν εἶχε τήν εὐλογία τῆς παρουσίας σ᾽ αὐτόν τοῦ Κυρίου. Τοῦ φανερώθηκε ὁ ἀναστημένος Κύριος μόλις πῆγε μέ τούς ἄλλους. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος κατεξοχήν θεολόγησε περί τῆς συνάξεως τῶν πιστῶν ὡς μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου. Εἴμαστε ὡς βαπτισμένοι στόν Κύριο μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του καί μέλη ἀλλήλων. ᾽Εκτός ᾽Εκκλησίας λοιπόν, ἐκτός τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, ποῦ θά βρεῖ κανείς τόν Κύριο; ῾Ο ῎Ιδιος καθόρισε τήν εὐλογημένη αὐτή πραγματικότητα, γι᾽ αὐτό καί ἤδη ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους ἴσχυε τό τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ ῾unus christianusnullus christianus’, ἕνας χριστιανός κανένας χριστιανός. Εἶμαι χριστιανός λοιπόν σημαίνει ζῶ τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή ζῶ τήν πνευματική χριστιανική ζωή. ᾽Εκεῖ ζῶ καί ἀναπνέω τόν Χριστό μου καί μαζί μέ Αὐτόν ὅλην τήν Παναγία Τριάδα, γενόμενος κατοικητήριο Αὐτῆς.

5. Τῶν δέ μαθητῶν καθώς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ ᾽Ιουδαίᾳ ἀδελφοῖς: Οἱ χριστιανοί στήν ᾽Αντιόχεια ἀποφάσισαν νά στείλουν βοήθεια στούς ἀδελφούς πού κατοικοῦσαν στήν ᾽Ιουδαία (λόγω ἐπερχομένου μεγάλου λιμοῦ στήν οἰκουμένη) ,τι μποροῦσε καθένας. ᾽Εκεῖνο πού σφραγίζει τήν ἀληθινή ταυτότητα τοῦ χριστιανοῦ καί ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια τῆς πίστης του στόν Κύριο, τήν ὕπαρξη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν, τήν γνησιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ζωῆς, εἶναι κινητοποίησή του στό θέμα τῆς ἀγάπης. Εἶναι γνωστό σέ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς χριστιανικότητας κάποιου εἶναι ἡ ὕπαρξη τῆς ἀγάπης στήν καθημερινότητά του. ῾᾽Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε – εἶπε ὁ Κύριος - ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις᾽. Χωρίς ἀγάπη ὅλα τά προαναφερόμενα ὡς γνωρίσματα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μάταια καί ἕωλα. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος γιά νά καταδείξει τήν ἀλήθεια αὐτή φτάνει σέ διατυπώσεις θεωρούμενης ὑπερβολῆς, χωρίς νά εἶναι ὑπερβολή: ῾Καί ἐάν παραδώσω τό σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι᾽. Καί μάρτυρας τῆς πίστεως νά γίνει κανείς, ἄν δέν ἔχει ἀγάπη, τό μαρτύριό του εἶναι χωρίς ἀντίκρυσμα. Κι εἶναι εὔλογο: πῶς μπορῶ χωρίς ἀγάπη νά εἶμαι μαθητής ᾽Εκείνου, ὁ ῾Οποῖος ῾ἀγάπη ἐστί᾽; ῾῾Ο Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ᾽. Καί ἀγάπη σημαίνει βεβαίως ὄχι ἁπλῶς λόγια συμπάθειας (ἀπαραίτητα κι αὐτά), ἀλλά ἔμπρακτη φανέρωση τῆς ἀγάπης στόν πόνο καί τήν δοκιμασία τοῦ συνανθρώπου. ῞Οπως τό ἔδειξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί μέ τήν ζωή Του καί μέ τόν λόγο Του. ῾᾽Επείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψασα καί ἐποτίσατέ μοι...᾽.

Στή ζωή τῶν χριστιανῶν τῆς ᾽Αντιόχειας – καί ὄχι μόνον αὐτῶν ἀσφαλῶς – βλέπουμε τό τί σημαίνει χριστιανός. Πρόκειται γι᾽ αὐτό πού εἶπε μεταξύ ἄλλων ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος: ῾χριστιανός ἐστι μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώποις᾽. Μία φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο.  Δέν ξέρουμε πόσο εὔκολα μποροῦμε μετά τά παραπάνω νά σπεύδουμε νά δηλώνουμε τήν χριστιανική μας ταυτότητα. Δέν ξέρουμε μήπως ἡ δήλωσή μας αὐτή συνιστᾶ πολλές φορές πρόκληση ῾βλασφημίας ἐν τοῖς ἔθνεσι᾽. Μήπως τό καλύτερο πού ἔχουμε νά κάνουμε  στούς καιρούς πού ζοῦμε εἶναι νά κλαῖμε τίς ἁμαρτίες μας καί τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου μας; ῎Ισως περισσέψαμε οἱ δάσκαλοι τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί τό κρίμα Κυρίου ἐπικρέμαται πάνω ἀπό τίς κεφαλές μας...

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

 

ΝΑ ΠΙΩ ΝΑ ΞΕΔΙΨΑΣΩ! ΘΕΛΩ ΟΜΩΣ;

Η Κυριακή της Σαμαρείτιδος σχετίζεται με την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Ο Κύριος κατά την εορτή αυτή βρέθηκε στο Ναό των Ιεροσολύμων διδάσκοντας τους Ιουδαίους και καλώντας τους να πιουν το ύδωρ που Εκείνος δίνει προκειμένου να ξεδιψάσει η καρδιά τους.  «Ει τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω». Στο ίδιο μήκος κύματος όμως κινήθηκε και ο διάλογος του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα παρά το φρέαρ του Ιακώβ. Κι η γυναίκα αυτή τελικώς έλαβε από τον Κύριο, μετά από  πρόκληση του Ίδιου, «το ύδωρ το ζων» που μόνο Εκείνος μπορεί να δώσει, τη χάρη και ενέργεια του Θεού που κάνει την καρδιά του ανθρώπου πηγή που αναβλύζει την αιώνια ζωή. Και μπορεί στην αρχή να μην κατάλαβε το βάθος στο οποίο την οδηγούσε ο Κύριος, στη συνέχεια όμως όχι μόνο συντονίστηκε με τον λόγο Του, αλλά τον αποδέχτηκε σε τέτοιο βαθμό που έγινε ισαπόστολος, ευαγγελίστρια, στο τέλος δε και μεγαλομάρτυς: η αγία Φωτεινή!

Εκ πρώτης όψεως συνιστά παραδοξότητα το γεγονός ότι ο Κύριος θέλησε να αποκαλύψει βαθύτατες θεολογικές αλήθειες σε μία γυναίκα που από πλευράς «ηθικής» δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. «Πόρνη» τη χαρακτηρίζει σε κάποιο σημείο η υμνολογία της Εκκλησίας, γιατί κατά τη φανέρωση της ζωής της από τον Κύριο «πέντε άνδρες είχε και συζούσε με κάποιον που δεν ήταν ο κανονικός της άνδρας». Κι όμως! Ο Κύριος δεν έχει επιφυλάξεις στο άνοιγμά Του σε μία τέτοια γυναίκα, διότι προφανώς ως παντογνώστης και καρδιογνώστης βλέπει το βάθος της ψυχής της. Και το βάθος αυτό διψά για την αλήθεια, διψά για τον Θεό, βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής της ίδιας της αποκάλυψής Του. Και πράγματι. Το όλο γεγονός φανερώνει καταρχάς ότι η Σαμαρείτιδα γυναίκα δεν ήταν μία τυχαία γυναίκα. Μπορεί στην προσωπική της ζωή να μην είχε «ευτυχήσει», όμως η θέση της στην κοινότητα της Σαμάρειας προκαλούσε τον σεβασμό και ο λόγος της θεωρείτο ιδιαιτέρως αξιόπιστος – οι συμπατριώτες της δεν αμφισβήτησαν τον λόγο της και ανταποκρίθηκαν στην κλήση της να γνωρίσουν τον πιθανό Μεσσία. Κι ακόμη: μέσα από τον διάλογο με τον Κύριο αποδεικνύεται ότι είχε θεολογικές ανησυχίες, ιδίως δε ότι ανήκε κι αυτή σ’ εκείνους που προσδοκούσαν τον Μεσσία και τη βασιλεία του Θεού που θα έφερνε. «Όταν θα έρθει ο Μεσσίας, Εκείνος θα μας εξηγήσει όλα αυτά».

Οπότε με τη Σαμαρείτιδα κατανοούμε ευρύτερα και διαχρονικά σε ποιους ανθρώπους ο Κύριος αποκαλύπτει τον εαυτό Του και τα του αληθινού Θεού: σε εκείνους που όπως είπαμε διψούν για την αλήθεια και αναζητούν τον Θεό ως πλήρωμα της καρδιάς τους. Άνθρωποι που είναι προσκολλημένοι αποκλειστικά στα του κόσμου και έχουν ως κανόνα ζωής το «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν», άνθρωποι δηλαδή που η προοπτική τους είναι περιορισμένη στον ορίζοντα μόνο του εδώ και του τώρα, δεν δέχονται την αποκάλυψη του Θεού. Και δεν τη δέχονται, γιατί δεν μπορούν να τη δεχτούν: έχουν κάλυμμα σε ό,τι φέρνει τον αέρα του ουρανού. Ο Κύριος λοιπόν, ενώ διακαώς επιθυμεί τη σωτηρία του κάθε ανθρώπου, γιατί όλους ανεξαιρέτως μας αγαπά με μοναδικό τρόπο, φανερώνει τον εαυτό Του εκεί που και ο άνθρωπος Τον αναζητά και Τον θέλει στη ζωή του, εκεί που ο άνθρωπος δεν είναι «ήσυχος» με την αμαρτωλή και εγωιστική ζωή του. Με άλλα λόγια η «ώρα» της χάριτος για τον άνθρωπο έρχεται όταν η χάρη αυτή βρει το απλωμένο χέρι του ανθρώπου για βοήθεια – όπου κι αν βρίσκεται ο άνθρωπος αυτός και σε οποιαδήποτε κατάστασή του.

Δεν είναι τυχαίο που ένας λόγος του Κυρίου λειτουργεί με αξιωματικό πάντοτε τρόπο εν προκειμένω: «πας ο ων εκ της αληθείας, ακούει μου της φωνής». Όποιος αγαπάει και επιθυμεί την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου. Τι παρήγορος λόγος του Κυρίου, αλλά και πόσο «επικίνδυνος» τελικά! Γιατί από τη μια μας αναγγέλλει ότι Εκείνος βρίσκεται αδιάκοπα δίπλα μας, σε τέτοια εγγύτητα που μπορούμε να ακούσουμε τον ψιθυρισμό της φωνής Του στην καρδιά μας, από την άλλη όμως προβάλλει την απόλυτη ευθύνη για την πορεία της ζωής μας. Δεν αρκεί, όπως το τονίσαμε ισχυρά παραπάνω, μόνο η αγάπη του Θεού μας. Απαιτείται και η δική μας ενεργοποίηση της αγάπης προς Αυτόν, έστω κι αν δεν έχουμε τη δυνατότητα πάντοτε να την προσδιορίσουμε έτσι. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς».

Η αξιωματική αυτή αρχή του Κυρίου δεν ισχύει μόνο για τους μη χριστιανούς, τους αβάπτιστους. Ίσως περισσότερο ισχύει για εμάς τους βαπτισμένους. Διότι συχνά και εμείς ταλαιπωρούμαστε από τους λογισμούς της «ορφάνιας» μας – δεν μπορούμε να νιώσουμε την παρουσία του Πατέρα στη ζωή μας. «Πού είναι ο Θεός; Γιατί δεν μου φανερώνεται; Γιατί δεν κάνει ένα θαύμα να μου αποκαλύψει την ύπαρξή Του;» Και η απάντηση είναι πάντοτε η ίδια: Ο Θεός είναι έτοιμος να φανερωθεί αισθητά στον καθένα μας, αρκεί κι εμείς να Τον αναζητούμε. Και αναζήτηση του Θεού σημαίνει για τον χριστιανό αναζήτηση των αγίων Του εντολών προκειμένου να τις εφαρμόσει. Στην ερώτηση δηλαδή «πού είσαι, Κύριε;» η απάντησή Του είναι η υπόδειξη των εντολών Του. «Τηρήστε τις εντολές μου και θα με δείτε να σας φανερώνομαι στη ζωή σας».

Η Σαμαρείτιδα γυναίκα, η αγία ισαπόστολος και μεγαλομάρτυς Φωτεινή, δίψασε τον Χριστό και ο Χριστός της αποκαλύφθηκε. Κι αυτό είναι εκείνο που διαλαλεί και στην εποχή μας και σε κάθε εποχή: Διψάστε τον Θεό, διψάστε δηλαδή για την αλήθεια, και η αλήθεια θα έρθει όχι απλώς κοντά σας, αλλά μέσα σας. Και θα έλθει όχι με βηματισμούς αργούς, αλλά με σπουδή και γοργότητα. Γιατί ο Χριστός και Θεός μας, η Αλήθεια, μας αγαπά και μας διψά όσο τίποτε στον κόσμο.  

16 Μαΐου 2025

ΕΜΠΡΟΣ! ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΙΣ ΔΩΡΕΕΣ!

«Τήν μεσότητα τῶν ὅλων καί τέλος ἔχων, καί τῆς ἀρχῆς ὡς ἄναρχος περιδεδραγμένος, ἔστης ἐν τῷ μέσῳ, βοῶν˙ Τῶν θείων, θεόφρονες, δεῦτε δωρεῶν ἀπολαύσατε» (ωδή δ΄ εορτής Μεσοπεντηκοστής).

(Έχοντας στα χέρια Σου τη μέση των όλων και το τέλος και διακρατώντας γερά ως άναρχος και την αρχή, στάθηκες στο μέσο του Ναού φωνάζοντας δυνατά: Πιστοί του Θεού, εμπρός απολαύστε τις θείες δωρεές).

Η Εκκλησία μας επιμένει στη μεγάλη Δεσποτική εορτή της Μεσοπεντηκοστής -  τονίζει πολύ έντονα τη θεότητα του Κυρίου και την πλησμονή των αγαθών που μας έφερε:  μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου να έλθει και πάλι το φως˙ μέσα στη σαπίλα και τη φθορά να ανατείλει και πάλι η ζωή, η άνοιξη και η αφθαρσία! «Έθνη κτυπήστε παλαμάκια. Εβραίοι θρηνήστε…Ο Χριστός είναι ο Θεός μας που έδωσε ζωή σε όλους όσους πίστεψαν στο όνομά Του» (ωδή α΄)  διαλαλεί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ως ξέσπασμα της χαράς του! Και πράγματι, αυτό δεν είναι ο Χριστός για τον κόσμο, παγκόσμια και διαχρονικά; Είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, «το Α και το Ω», «ο πρώτος και ο έσχατος» κατά την Αποκάλυψη˙ «ο εξ ου και δι’ ου και εις ον τα πάντα έκτισται» κατά τον απόστολο Παύλο˙ κυριολεκτικά «ο Ων», ο «εγώ ειμι», ο Γιαχβέ της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης˙ ο «δι’ ου τα πάντα εγένετο» όπως το ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.  

Αυτό δεν τονίζει και ο άγιος υμνογράφος, μεταξύ άλλων, με το παραπάνω τροπάριο; Βρέθηκε ο Κύριος στο μέσον του Ναού, όταν ήταν η εορτή της Σκηνοπηγίας, πριν από το Πάθος Του, για να τονίσει στους Ιουδαίους ότι ο Ίδιος είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, Εκείνος που μπορεί να τους ξεδιψάσει από τη δίψα που ένιωθαν λόγω της αμαρτίας, να τους δώσει τη Ζωή, όπως και το νερό είναι ζωή για τον άνθρωπο – δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια αλήθεια ο Κύριος και μετέπειτα η Εκκλησία εξαγγέλλει με τη συνάντηση Εκείνου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, τη μετέπειτα αγία Φωτεινή. «Το νερό που εγώ θα σου δώσω, θα γίνει για σένα πηγή που θα αναβλύζει μέσα σου την αιώνια ζωή». Κι εντελώς φιλάνθρωπα θα πει και άλλοτε: «Αν δεν πιστέψετε ότι πράγματι εγώ είμαι η πηγή της Ζωής, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας» - ο λόγος Του, ο κάθε λόγος Του αποκαλύπτει την αιώνια ζωή, συνιστά έτσι την έκχυση του διαρκούς ελέους Του στον κείμενο μέσα στην πονηρία και στα δίχτυα του διαβόλου κόσμο.

Η αποδοχή της πίστεως στο πρόσωπό Του, πίστεως συνεπώς και στον Θεό Πατέρα – «αυτός που αρνείται τον Υιό αρνείται και τον Πατέρα» κατά τον λόγο και πάλι της Γραφής – αποτελεί και το κύριο έργο του ανθρώπου στον κόσμο. Μπλεγμένοι στις αμαρτίες και στα πάθη μας, θολωμένοι από την προσκόλλησή μας στα αισθητά και υλικά πράγματα αδυνατούμε συχνά να δούμε την προτεραιότητα, ό,τι ο Κύριος έλεγε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και όλα τα υπόλοιπα θα σας προστεθούν στη ζωή σας». Η προσήλωση στον Κύριο και στις άγιες εντολές Του είναι αξιολογικά το πρώτο στη ζωή μας, γιατί είναι αυτό που μας δίνει νόημα και δύναμη, ακόμη και προς υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Και ο Κύριος δεν το απέκρυψε και δεν το αποκρύβει: «Να εργάζεσθε – λέει – όχι πρώτιστα για την τροφή σας που χάνεται, την υλική και αισθητή, αλλά για την τροφή που έχει αιώνιο χαρακτήρα». «Και τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» ρωτούν οι Ιουδαίοι. Για να πάρουν τη συγκλονιστική απάντηση, κι εκείνοι και διαχρονικά όλοι οι άνθρωποι μαζί τους, ότι «Αυτό είναι το έργο του Θεού: να πιστέψετε σ’ Αυτόν που απέστειλε Εκείνος».

Η πίστη στον Χριστό: την αρχή, τη μεσότητα και το τέλος του κόσμου, την πηγή της Ζωής, είναι η αληθινή εργασία του ανθρώπου. Κι αυτό προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος δέχεται την αγάπη Εκείνου που τον έχει προσλάβει και τον έχει κάνει κομμάτι του εαυτού Του. Η δήλωση του αποστόλου Παύλου είναι παραπάνω από σαφής: Τι ζω ως άνθρωπος με το σώμα μου σ’ αυτήν τη ζωή; Την πίστη του Χριστού που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου. «Ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού, του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού». Πίστη στον Χριστό ως τον Θεό που ενανθρώπησε σημαίνει ότι βρίσκομαι μέσα στην αγάπη Του και στην ίδια φορά και πορεία ζωής συνεπώς μ’ Εκείνον. Κι αυτό θα πει συσταύρωση μαζί Του. Ο απόστολος Παύλος για να πει το βίωμά του απεκάλυψε προηγουμένως: «Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω εγώ αλλά ο Χριστός μέσα στην ύπαρξή μου». Συσταύρωση με τον Χριστό σημαίνει θυσιαστική αγάπη για χάρη του κόσμου όλου, ταπείνωση και εξουδένωση έως θανάτου που φέρνει όμως την Ανάσταση.

Δύσκολα πράγματα που μας κάνουν να καταλαβαίνουμε ότι το να ’σαι χριστιανός συνιστά πάντοτε την απόλυτη εξαίρεση μέσα στον γενικό κανόνα της ευκολίας της αμαρτίας του κόσμου. Αλλά είναι η εξαίρεση της Ζωής στον κανόνα του θανάτου.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ

«Ο όσιος Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος άκμασε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363) καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε από γονείς πλούσιους. Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τον όσιο Παχώμιο στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου και εντάχτηκε υπό την πνευματική καθοδήγησή του, ενώ αναδείχτηκε ένας από τους πιο αγαπητούς μαθητές αυτού. Πιστός μιμητής του διδασκάλου του στον μοναχικό βίο, τον διαδέχτηκε μετά την κοίμησή του στην ηγουμενία της Μονής. Για την αγνότητα του βίου του και την αγιοσύνη του προικίστηκε από τον Θεό  με τη χάρη της θαυματουργίας. Για την τέλεια  δε ψυχική και σωματική καθαρότητά του έλαβε τον τίτλο ῾Ηγιασμένος᾽. Ο όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε εν ειρήνη το 367» (Ιστολ. «Μέγας Συναξαριστής»).

«Ο μακάριος αυτός αφού μελέτησε τον νόμο του Θεού και καθάρισε την ψυχή του και αναδείχθηκε εύχρηστο και αγιασμένο «σκεύος» του Θεού, αξιώθηκε να χαρακτηριστεί αληθινά άγιος και χριστιανός, ζώντας μαζί με τον μεγάλο Παχώμιο και ακολουθώντας τον τρόπο ζωής εκείνου. Για τον λόγο αυτό αφού κατατρόμαξε ακόμη και τους δαίμονες, όπως λέγει και ο θείος Δαυίδ, και συνέτριψε τα κεφάλια τους με τη μεγάλη του άσκηση, έλαβε τα βραβεία της νίκης από τον Κύριο, ο Οποίος του έδωσε τη χάρη να θεραπεύει κάθε νόσο και ασθένεια των ανθρώπων» (συναξάριο Μηναίου).  

Η καταγωγή του οσίου Θεοδώρου από την Αίγυπτο γίνεται η πρώτη αφορμή για τον εκκλησιαστικό ποιητή, προκειμένου να προβάλει την αλλαγή που έφερε στον κόσμο ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ήδη σημειώνει ότι ο μεγάλος σημερινός άγιος, όπως και όλοι οι πριν και μετέπειτα από αυτόν άγιοι του Θεού στην Αίγυπτο, προορίστηκαν από τον Χριστό να γίνουν άγιοι, αφότου από παλιά κατέβηκε στην Αίγυπτο και προβλέποντας ως Θεός την ανταπόκριση στην κλήση Του τους κάλεσε και τους έσωσε και τους δόξασε, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου (Ρωμ. 8). «Αυτός που περπατά στα σύννεφα ως Δεσπότης Θεός, όταν κατέβηκε πριν στην Αίγυπτο σε ανάλαφρο σύννεφο,  προόρισε για τη δόξα Του τους πιστούς που θα ανταποκρίνονταν στην κλήση Του, δηλαδή τους εκλεκτούς που έλαμψαν αργότερα και θα αρπάζονταν ως θεόφρονες σε νεφέλες, μεταξύ των οποίων είναι ο Θεόδωρος ο αγιασμένος Πατέρας μας» (στιχηρό εσπερινού). Οπότε το συμπέρασμα είναι προφανές: «Η Αίγυπτος, η οποία προηγουμένως κατεχόταν από δαιμονικές τελετές και πάθη, τώρα γίνεται ωραία από τα τάγματα των ασκητών» (στιχηρό εσπερινού). Κι αυτό βεβαίως σημαίνει: όπου έχουμε παρουσία της χάρης του Θεού, εκεί εξαφανίζεται η όποια δύναμη των δαιμόνων, συνεπώς η προηγούμενη δυσωδία και δυσμορφία γίνεται ευωδία και ευμορφία. Ο Θεός κάνει παράδεισο με άλλα λόγια τον κάθε τόπο, αρκεί να υπάρχουν οι άνθρωποι που θα θελήσουν να ανταποκριθούν με καλή προαίρεση στην κλήση Του.

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο οποίος μόλις την προηγουμένη ημέρα ύμνησε τους άθλους και την αγιότητα του μεγάλου Παχωμίου, δεν ήταν δυνατόν να μην εξυμνήσει και το πνευματικό τέκνο αυτού, τον όσιο Θεόδωρο. Μεγάλος ο Παχώμιος, μεγάλος εξ ίσου και ο Θεόδωρος. Γιατί; Διότι ο Θεόδωρος, ως γνήσιος μαθητής και υποτακτικός του διδασκάλου του, τον ακολούθησε με γνησιότητα σε όλες τις ασκητικές διαγωγές του. «Έγινες ομόσκηνος του θείου Παχωμίου και ακολούθησες με ζήλο τους τρόπους του, Πάτερ θεόφρον Θεόδωρε, μιμούμενος την εγκράτειά του και την ορθόδοξη πίστη του» (ωδή δ´). Έτσι η σχέση του Παχωμίου προς τον Θεόδωρο, σχέση Γέροντος προς υποτακτικό, όπως και αντίστροφα,  προβάλλει ως τύπος και παράδειγμα: όπου υπάρχει διάθεση υπακοής εκεί αναδεικνύεται η αγιότητα στο ανώτερο δυνατό σημείο, με την έννοια ότι και ο Γέροντας παίρνει δύναμη για πνευματική προκοπή, κυρίως όμως ο υποτακτικός ανάγεται στην αγιότητα σχετικά εύκολα, ακολουθώντας τα χνάρια του πνευματικού του.

Ο άγιος Θεοφάνης δεν παύει να εξυμνεί αυτήν τη διάθεση υπακοής του οσίου Θεοδώρου, υπακοής βεβαίως στον Πνευματικό του, στην πραγματικότητα όμως υπακοής στον ίδιο τον Κύριο. Το αγωνιστικό φρόνημά του προκειμένου να τηρεί το θέλημα του Θεού ήταν εξαιρετικό, τόσο που ο υμνογράφος μας τον χαρακτηρίζει ως μάρτυρα. Πολλές φορές έχει ειπωθεί ότι μάρτυρας δεν είναι μόνον αυτός που σε εποχή διωγμών δίνει τη ζωή του, αλλά και σε κάθε εποχή που αγωνίζεται μέχρι θανάτου κατά της αμαρτίας εσωτερικά στη συνείδησή του. «Έγινες δυνατός μάρτυρας, γιατί αντιστεκόσουν μέχρι αιμάτων προς την αμαρτία, θεόφρον Θεόδωρε (ωδή η´). Κι εκείνο που για τον άγιο Θεοφάνη υπήρξε καθοριστικό στοιχείο για το μαρτυρικό φρόνημα κατά της αμαρτίας του οσίου Θεοδώρου ήταν και η αγάπη του για τη μελέτη του νόμου Θεού. Ο όσιος διατηρούσε την ψυχική του καθαρότητα, γιατί οι έννοιες του λόγου Θεού ήταν αυτές που κυριαρχούσαν μέσα στην ψυχή του από  την αδιάκοπη μελέτη του. «Μελετώντας τον αγνότατο νόμο του Θεού με επιμέλεια, Πάτερ, έγινες όλος αγνός και καθαρός» (ωδή α´). Είναι καίρια αλήθεια της πίστεως: κανείς δεν μπορεί να ορθοποδεί στην πνευματική ζωή και να αντιστρατεύεται προς την αμαρτία, αν δεν έχει καθημερινή έγνοια του τη μελέτη του λόγου Θεού. Όσο κανείς έχει στη σκέψη και την καρδιά του τον λόγο του Θεού, τόσο και καθαρίζεται από επήρειες δαιμονικές και των ψεκτών παθών του.

15 Μαΐου 2025

ΝΑ ΦΥΛΑΞΟΥΜΕ ΓΝΗΣΙΑ ΣΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί φθάσαντες τό μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς, γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Δοξαστικό αίνων Μεσοπεντηκοστής).

 (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού και φθάσαμε το μέσο της Δεσποτικής αυτής εορτής, ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού. Κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Κατά τον άγιο υμνογράφο η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε η δόξα και το φως του από τη σχέση του με Αυτόν χάθηκαν – ο ζόφος και η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλαν με τρόπο τραγικό. Ο θρήνος του Αδάμ, όπως τον αποδίδει η Εκκλησία μας την Κυριακή της Τυρινής, εκφράζει τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, η ενανθρώπησή Του ήταν εκείνη που ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο ήλιος λάμπει διαρκώς, ο άνθρωπος και σύμπασα η φύση βρίσκονται αδιάκοπα κάτω από τις ευεργετικές ακτίνες Του, το σκοτάδι έχει διαλυθεί. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά Του, ο Ίδιος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του. Η πίστη δηλαδή του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνθήκη, καθώς λέμε, για να εισρεύσει όλος ο πλούτος της θεότητας στην ύπαρξή του, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας στον άνθρωπο. Για να το πούμε με μία εικόνα: ο ήλιος έχει προβάλει με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του για να δει την ομορφιά του φωτός. Ο Θεός μας δεν εκβιάζει τον άνθρωπο.

Η «συνθήκη» της πίστεως για τον άνθρωπο είναι η συμμετοχή του στον Σταυρό του Κυρίου. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό σημαίνει ότι αποδέχεται τον λόγο Του ως την οδό της ζωής του – η χριστιανική πίστη δεν έχει τον χαρακτήρα μιας θεωρητικής απλώς αποδοχής. Κι είναι σταυρός για τον άνθρωπο η ακολουθία του Χριστού με βάση τις εντολές Του, γιατί καλείται ο άνθρωπος να «σταυρώσει» τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, να αγωνιστεί κατά των ψεκτών παθών του, του εγωισμού και της υπερηφάνειας του πάνω από όλα που τον έλκουν και τον δένουν γοητευτικά με τον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, να προσανατολίζεται διαρκώς χωρίς καμία διακοπή στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, κυρίως δε τον θεωρούμενο εχθρό του – η αγάπη προς τον εχθρό είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της χριστιανικότητας κάποιου. Έτσι σταυρός και ανάσταση συνυπάρχουν στον πιστό άνθρωπο, οπότε και η χαρά και το φως της ανάστασης περνάνε μέσα από τις οδύνες του σταυρώματος των παθών. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ».

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν, επανερχόμενοι στο τροπάριο, ο φωτισμός από την Ανάσταση έρχεται στον βαθμό που ο πιστός βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση για να είναι πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και τι τονίζει; Πρέπει να συνεχίσει ο πιστός να «φυλάει γνήσια τις εντολές του Χριστού, αν θέλει με τρόπο άξιο να εορτάσει και την Ανάληψη Εκείνου και τον ερχομό εν δόξη του Αγίου Πνεύματος». Είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του. Γιατί τονίζει ότι η εορτή στην Εκκλησία, ιδίως δε μία Δεσποτική εορτή, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε» όπως λέμε, να έλθει στην Εκκλησία μία γιορτινή ημέρα και απλώς να παρακαθήσει στα λεγόμενα και ακουόμενα. Κάτι τέτοιο απάδει προς τη γνήσια χριστιανική πίστη κι ίσως αυτό να συνιστά και την τραγωδία ημών των περισσοτέρων θεωρουμένων χριστιανών. Ο υμνογράφος λοιπόν μάς βοηθάει: γιορτάζουμε σωστά την εορτή, όταν είμαστε στο άνοιγμα του εαυτού μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Διαφορετικά, παραμένουμε «αδιάβροχοι» στη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουμε στην Εκκλησία και να εξερχόμαστε από αυτήν το ίδιο – ξένοι μπήκαμε ξένοι βγήκαμε.

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους συγγενείς προς το πνεύμα τους. Ένας είναι ο τρόπος που μας καθιστά «συγγενείς» προς τον Χριστό: η τήρηση των αγίων Του εντολών, που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματος. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Κι αμέσως καταλαβαίνουμε ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών!  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΧΩΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Παχώμιος ήταν από την Κάτω Θηβαΐδα της Αιγύπτου, κατά τους χρόνους του μεγάλου βασιλιά Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες. Όταν πήγαινε μαζί τους στον ναό των ειδώλων, άκουγε τον νεωκόρο να λέει στους γονείς του: ῾Πάρτε από εδώ τον εχθρό των θεών και διώξτε τον᾽, διότι προφανώς το δαιμόνιο στο οποίο πρόσφεραν τις θυσίες τους φοβόταν την αρετή που θα αποκτούσε αυτός. Αλλά και το κρασί της ειδωλικής θυσίας που ήπιε ο όσιος το ξέρασε. Όταν μεγάλωσε, κατατάχθηκε στον στρατό, αλλά πολύ σύντομα εγκατέλειψε το στράτευμα και ανήλθε στην άνω Θηβαΐδα. Εκεί δέχτηκε το βάπτισμα στο όνομα του Χριστού και ακολούθησε τον μοναχικό βίο. Πήγε μάλιστα προς την έρημο, όπου σε κάποιο τόπο της Ταβεννησίας άκουσε φωνή να έρχεται από τον Ουρανό που του έλεγε ότι ο τόπος εκεί είναι κατάλληλος για να μείνει κι ότι θα προσέρχονταν πλήθη μαζί του, οπότε ίδρυσε μοναστήρι.

Όσο περνούσε ο καιρός λοιπόν έρχονταν πολλοί, μεταξύ αυτών δε και ο Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος έγινε μαθητής του και ζηλωτής στον δρόμο της αρετής και στα θαύματα, οπότε έλαμψε μαζί με αυτόν. Τόσο πολύ μάλιστα ανέβηκαν και οι δύο προς το ύψος της θεωρίας με την κατά Θεόν απάθεια, ώστε να βλέπουν νοερά και την άνοδο των ψυχών προς τον ουρανό, να προβλέπουν τα μακρινά σαν να ήταν μπροστά τους και να προλέγουν τα μελλοντικά. Πριν να φύγει ο άγιος από τη ζωή αυτή, μετρήθηκε το πλήθος των μοναχών που προσήλθε σ᾽ αυτόν και βρέθηκε να είναι χίλιοι τετρακόσιοι άνδρες. Κι από αυτό φάνηκε ότι ο όσιος ήταν κάποιος θείος άνδρας με πολύ μεγάλη αρετή. Διότι δεν επέλεγε την άνετη ζωή ούτε τις σαρκικές απολαύσεις, στις οποίες τρέχουν οι πολλοί με χαρά, όταν απομακρύνονται από τους δικούς τους. Αντιθέτως αυτοί που είχαν προσέλθει σ᾽αυτόν ήλθαν θαυμάζοντας τους τρόπους της εγκρατείας και των ασκητικών κόπων του οσίου και θέλοντας να μοιάσουν στην αγγελική διαγωγή του. Τελειώθηκε ο όσιος κατά Χριστόν και τάφηκε στη Μονή του».

Αν ο άγιος μέγας Αντώνιος θεωρείται, ως γνωστόν, ο πατέρας του αναχωρητικού μοναχισμού, ο μέγας Παχώμιος θεωρείται ο πατέρας του κοινοβιακού μοναχισμού. Ήταν αυτός που για πρώτη φορά ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ίδρυσε κοινόβιο, όχι γιατί μόνος του είχε μία τέτοια φαεινή ιδέα, αλλά γιατί ο ίδιος ο Κύριος δι᾽ αγγέλου Του τον φώτισε σ᾽ αυτήν την ενέργεια, καθοδηγώντας τον μάλιστα και ως προς το εξωτερικό σχήμα που θα έπρεπε να φέρουν οι μοναχοί. «Αναδείχτηκες αγελάρχης του αρχιποίμενα Χριστού, καθοδηγώντας τα πλήθη των μοναστών προς την επουράνια μάνδρα, Πάτερ Παχώμιε,   αφού μυήθηκες από τον Θεό για το σχήμα που έπρεπε να φέρουν οι ασκητές, το οποίο πάλι το μύησες στους άλλους» (απολυτίκιο). «Έγινες νομοθέτης και καθοδηγητής των ασκητών, Παχώμιε, οδηγώντας αυτούς στον Χριστό, πανσεβάσμιε» (ωδή γ´). «Με οπτασία αγγελική, πάνσοφε Πάτερ, πήρες τον χρησμό να ιδρύεις φροντιστήρια της αρετής» (ωδή δ΄).

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να διαλέξει τον Παχώμιο για ένα τέτοιο σπουδαίο καθοδηγητικό έργο; Πρώτα από όλα βεβαίως η μεγάλη του αρετή. Ο άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του οσίου, σ᾽ αυτό κυρίως επικεντρώνει την προσοχή μας: ο όσιος γεύτηκε ο ίδιος τον γλυκασμό στην καρδιά του της δροσιάς της χάρης του Θεού, αφότου βαπτίστηκε – «σαν ελάφι έτρεξες προς το νερό, όσιε, κι αφού ραντίστηκες από το άγιο βάπτισμα, έλαβες τη δροσιά της χάρης του Θεού, με οποία καταγλυκάνθηκε η καρδιά σου» (ωδή γ´) – κι έκτοτε αγωνίστηκε να κρατήσει τη χάρη αυτή και να την αυξήσει με τον θερμό έρωτα της κατά Χριστόν απάθειας, με τον πόθο του δηλαδή για τον Κύριο που φανερωνόταν με την τήρηση των αγίων Του εντολών. Αυτή η αγάπη του για τον Χριστό τον έκανε να ζει ζωή εγκράτειας και ν᾽ αποκτά φτερά πνευματικά τέτοια, ώστε να γεύεται κατευθείαν από τον Θεό τον μεγάλο Του φωτισμό (ωδή α´). «Σε κεντούσε ο πόθος του Δεσπότη Χριστού και κατάσβεσες έτσι την ευπάθεια του σαρκικού φρονήματος με την εγκράτεια» (ωδή δ´).

Η μεγάλη αρετή του ανδρός όμως δεν έφτανε για το συγκεκριμένο έργο της ανάληψης τόσο μεγάλων ευθυνών για την καθοδήγηση ψυχών. Έχουμε πάμπολλους αγίους, οι οποίοι μολονότι άγιοι, δεν κλήθηκαν από τον Θεό για ανάληψη έργου καθοδηγητικού. Και τούτο γιατί εκτός από την αρετή απαιτείται και ιδιαίτερο φυσικό χάρισμα ηγέτη. Με άλλα λόγια ο Θεός όταν καλεί κάποιον σε ένα έργο, ῾μετράει᾽ θα λέγαμε και τα φυσικά του χαρίσματα - δεν είναι όλοι για όλα. Πρόκειται κατ᾽ ουσίαν γι᾽ αυτό που λέει και ο απόστολος Παύλος, όταν διακρίνει τα διάφορα χαρίσματα που έχει δώσει ο Θεός: άλλος είναι απόστολος, άλλος προφήτης, άλλος διδάσκαλος, άλλος θαυματουργός, άλλος συμπαραστάτης ανθρώπων. Ο Παχώμιος λοιπόν προφανώς εκτός από την αρετή του διέθετε ως άνθρωπος και το φυσικό χάρισμα του ηγέτη. Είχε ισχυρή θέληση, μπορούσε να ανοίγει δρόμους, να καθοδηγεί ανθρώπους. Κι επιβεβαιώθηκε ανθρωπίνως τούτο εκ του αποτελέσματος. «Έγινες άριστος κυβερνήτης του συστήματος των μοναχών, Παχώμιε» (ωδή δ´).

Ο άγιος Παχώμιος λοιπόν αξιοποίησε το φυσικό του χάρισμα, γενόμενος υπήκοος στην εντολή του Θεού, τήρησε τις εντολές Εκείνου διά βίου και ευαρέστησε τον Θεό (δοξαστικό εσπερινού). Η ίδια η ζωή του υπήρξε στην ουσία ο ακριβής κανών των μοναχών, που σημαίνει ότι όχι μόνο η διδασκαλία του, ακραιφνώς ορθόδοξη βεβαίως, αλλά κυρίως η ζωή του ήταν αυτή που γινόταν παράδειγμα για τους μοναχούς του, δίνοντάς μας έτσι και το υπόδειγμα του αληθινού ηγέτη, και μάλιστα του εκκλησιαστικού. Ο άγιος Θεοφάνης με καταιγιστικό τρόπο επισημαίνει όλες αυτές τις διαστάσεις: «Ο βίος σου, θεοφόρε παμμακάριστε Παχώμιε, έγινε ακριβέστατος κανόνας των μοναχών» (ωδή δ´). «Έχοντας ορθόδοξο φρόνημα, παμμακάριε, κήρυξες την τρισάριθμη Μονάδα ως ομοούσια Τριάδα. Και δίδαξες τη φρικτή σάρκωση του Λόγου, υμνολογώντας ως Θεοτόκο την αειπάρθενο» (ωδή ζ´). 

13 Μαΐου 2025

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

«Ἑορτάζουμε τήν ἑορτή αὐτή λόγω τῆς τιμῆς τῶν μεγάλων δύο ἑορτῶν, δηλαδή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδή ἡ Μεσοπεντηκοστή ἑνώνει καί συνδέει καί τίς δύο. Ὡς ἑξῆς ἔχουν τά πράγματα: Μετά τό ὑπερφυές θαῦμα πού ἐνήργησε ὁ Χριστός στόν παράλυτο, οἱ Ἰουδαῖοι σκανδαλιζόμενοι δῆθεν χάριν τοῦ Σαββάτου (διότι Σάββατο έγινε τό θαῦμα), ζητοῦσαν νά τόν σκοτώσουν. Καταφεύγει λοιπόν στή Γαλιλαία καί ζώντας στά ἐκεῖ ὄρη πραγματοποιεῖ τό μεγάλο θαῦμα, κατά τό ὁποῖο μέ πέντε ἄρτους καί δύο ἰχθύες τρέφει πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρίς νά ληφθοῦν ὑπόψη οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Μετέπειτα, ὅταν ἔφτασε ἡ Σκηνοπηγία (μεγάλη κι αὐτή ἑορτή γιά τούς Ἰουδαίους), ἀνεβαίνει στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου κινεῖτο κρυφά. Περί τό μέσο τῆς ἑορτῆς, ἀνέβηκε στό ἱερό καί δίδασκε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ πάντες νά ἐκπλήττονται ἀπό τή διδασκαλία Του. Μέ φθόνο δέ ἔλεγαν γι’ Αὐτόν: Πῶς αὐτός γνωρίζει γράμματα ἐνῶ δέν τά ἔχει μάθει; Ὁ Χριστός βεβαίως ὡς ὁ νέος (δεύτερος) Ἀδάμ γνωρίζει (τά πάντα), ὅπως ἄλλωστε καί ὁ πρῶτος ἐκεῖνος (Ἀδάμ) πού ἦταν γεμᾶτος ἀπό κάθε σοφία, ἀλλά κι ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Γόγγυζαν λοιπόν ὅλοι καί ἡ διάθεσή τους ἦταν φονική γι’ Αὐτόν. Ὁ Χριστός ἀπό τήν ἄλλη ἐλέγχοντάς τους ὅτι δῆθεν μάχονται ὑπέρ τοῦ Σαββάτου τούς ἔλεγε: «Γιατί ζητᾶτε νά μέ σκοτώσετε;» Καί συνέχιζε σχετικά: «Ἄν ἀγωνίζεσθε γιά τόν Νόμο, γιατί τότε ὀργίζεσθε μέ ἐμένα; Ἐπειδή ἔκανα ὑγιῆ ὁλόκληρο ἄνθρωπο κατά τό Σάββατο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς νομοθετοῦσε νά καταλύετε αὐτό, στήν περίπτωση πού πρόκειται γιά περιτομή;» Ἀφοῦ τούς μίλησε λοιπόν ἀρκετά γιά τό θέμα αὐτό καί τούς φανέρωσε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Δοτήρας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί Ἴσος μέ τόν Θεό Πατέρα, δέχεται λιθοβολισμό ἀπό αὐτούς, ἰδιαιτέρως τήν τελευταία ἡμέρα, τήν πιό σημαντική, τῆς ἑορτῆς.Ἐννοεῖται ὅτι κανένας ἀπολύτως λίθος δέν Τόν ἄγγιξε, ὁπότε καί φεύγοντας ἀπό ἐκεῖ βρίσκει τόν ἐκ γενετῆς τυφλό, τόν ὁποῖο θεραπεύει δημιουργώντας του ὀφθαλμούς.

Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τρεῖς ἦσαν στούς Ἰουδαίους οἱ μεγαλύτερες ἑορτές. Πρώτη ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα, (ἡ ὁποία τελοῦνταν κατά τήν πρώτη τοῦ μήνα εἰς ἀνάμνηση τῆς διάβασης στήν Ἐρυθρά θάλασσα)∙ δεύτερη ἡ Πεντηκοστή, πού θύμιζε τή ζωή τους στήν ἔρημο μετά τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς (γιατί ἔζησαν στήν ἔρημο πενήντα ἡμέρες μέχρι νά λάβουν τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ). Κι ἀκόμη γιά νά τιμήσουν τόν ἀριθμό ἑπτά πού εἶχε μία ξεχωριστή σημασία γι’ αὐτούς∙ καί τρίτη ἑορτή, ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας, γιά νά τούς θυμίζει τή σκηνή πού εἶδε ὁ Μωυσῆς μέσα στή νεφέλη τοῦ Ὄρους Σινᾶ καί τήν ἔφτιαξε διά τοῦ ἀρχιτέκτονος Βεσελεήλ. Ἡ Σκηνοπηγία κρατοῦσε ἑπτά ἡμέρες καί τούς ὑπενθύμιζε ἐπίσης τή συγκομιδή τῶν καρπῶν καί τήν κατάπαυσή τους στήν ἔρημο. Τότε λοιπόν, ὅταν ἦταν σέ ἐξέλιξη ἡ συγκεκριμένη ἑορτή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καί μέ μεγάλη φωνή φώναξε: «Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά μου καί νά πίνει».

Ἐπειδή λοιπόν μέ τή διδασκαλία αὐτή ὁ Χριστός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό Του Μεσσία κι ὅτι Αὐτός ἔγινε μεσίτης καί συμφωνητής ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων μέ τόν αἰώνιο Πατέρα Του, γιά τόν λόγο αὐτόν ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τή σημερινή καί τήν ὀνομάζουμε Μεσοπεντηκοστή. Δηλαδή δοξολογοῦμε κατ’ αὐτήν τόν Μεσσία Χριστό καί προβάλλουμε τήν ἀξία καί σημασία ξεχωριστά τῶν δύο μεγάλων δικῶν μας ἑορτῶν, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πεντηκοστῆς (ὡς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).

Χάριν τούτου μάλιστα νομίζουμε ὅτι ἑορτάζεται μετά τήν Πεντηκοστή καί ἡ ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος: κι ἐκείνη ἐξηγεῖ πολλά γιά τόν Μεσσία Χριστό καί ἀναφέρεται στό νερό καί στή δίψα, ὅπως καί ἐδῶ. Διότι στήν πραγματικότητα κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη προτάσσεται τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ Τυφλοῦ ἀπό τό γεγονός τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα».

Ἡ λίγο ξεχασμένη καί ὑποτιμημένη ἀπό τούς Χριστιανούς τῆς ἐποχῆς μας ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου, ὅπου προβαλλόταν μέ ἐξαίσιο τρόπο, τόσο πού θεωρεῖτο ἡ ἑορτή τῆς αὐτοκρατορίας: μέ πομπή μεγάλη πήγαινε ὁ αὐτοκράτορας ἐνδεδυμένος τά «βασιλικά» του στόν Ναό τοῦ ἀγίου Μωκίου, ὅπου τόν περίμενε ὁ Πατριάρχης, προκειμένου νά συμμετάσχουν στήν πανηγυρική θεία Λειτουργία) ἔρχεται νά μᾶς προβάλει καίρια στοιχεῖα τῆς πίστεώς μας, τά ὁποῖα χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά χαρακτηριστοῦμε ὄντως χριστιανοί. Πέραν τοῦ τονισμοῦ τῆς σημασίας τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν πού συνδέει, τήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή, ἐξαγγέλλει μέ ἔντονο τρόπο τή θεότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως κατανοεῖται στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος τήν ἔχει ἀποδεχθεῖ ὄχι θεωρητικά καί μακρόθεν, ἀλλά ὑπαρξιακά καί προσωπικά: δηλαδή ὅτι ὁ Κύριος ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος λειτουργεῖ πιά ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι μετά Χριστόν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πιστός ἐννοεῖται, δέν μπορεῖ νά ζήσει, νά κινηθεῖ, νά μιλήσει, νά σκεφτεῖ χωρίς νά λάβει Ἐκεῖνον ὑπόψη Του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ χριστιανός εἶναι (πρέπει νά εἶναι) ἕνας Χριστός μέσα στόν κόσμο καί τόν Χριστό (πρέπει νά) βλέπει στήν ὕπαρξή του κάθε ἄλλος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Πρόκειται γιά τήν ἀλήθεια γιά τήν ὁποία μαρτυρεῖ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὄχι μόνο ὁμολογεῖ ὅτι «ζεῖ ὁ Χριστός μέσα του» ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὅτι κάθε χριστιανός συνιστᾶ «μία ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού διαβάζεται ἔτσι ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους».

Οἱ ὑμνογράφοι τῆς ἐορτῆς, καί ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, διαρκῶς ἀναφέρονται σ’ αὐτήν τή διάσταση τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, διότι τονίζουν ὅ,τι τονίζει καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιο κατά τό συναξάρι: ὁ Κύριος φανερώνει τή μεσσιανικότητά Του, ἐλέγχει τούς Ἰουδαίους, καλεῖ ὅλον τόν κόσμο πού διψάει γιά ἀλήθεια νά ἔλθει κοντά Του, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ πού ξεδιψάει τήν καρδιά καί σύνολη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπιλέγουμε σχεδόν τυχαῖα: «Καθώς βρισκόσουν στό μέσο τοῦ ἱεροῦ, ὅταν πλησίαζε κατά ἔνθεο τρόπο τό μέσο τῆς ἑορτῆς, φώναζες δυνατά: Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά Μου καί ἄς πίνει. Διότι αὐτός πού πίνει ἀπό τά θεῖα μου νάματα, θά δεῖ ὅτι θά ἀναβλύσουν ἀπό τήν καρδιά του ποταμοί τῶν δογμάτων μου. Κι ὅποιος πιστεύει σέ μένα πού στάλθηκα ἀπό τόν Θεό Πατέρα μου, θά δοξαστεῖ μαζί μέ μένα. Γι’ αὐτό σοῦ φωνάζουμε: Δόξα Σοι, Χριστέ ὁ Θεός, γιατί πρόσφερες τά νάματα τῆς φιλανθρωπίας Σου στούς δούλους Σου πλούσια» (κάθισμα ὄρθρου). Εἶναι τά ἴδια λόγια – τό σημειώνει τό συναξάρι – πού ἀπηύθυνε ὁ Κύριος καί στή Σαμαρείτιδα γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπειδή ἦταν καλοπροαίρετη καί πίστεψε στόν Χριστό, μεταστράφηκε καί ἔγινε ὄχι ἁπλῶς μία καλή χριστιανή, ἀλλά ἡ ἰσαπόστολος μεγαλομάρτυς ἁγία Φωτεινή – τά λόγια τοῦ Κυρίου λειτούργησαν μέσα της καταλυτικά, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν προγενέστερη ζωή της.

Τό μόνο πού ἀπαιτεῖται βεβαίως εἶναι ἡ καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου: νά πιστέψει δηλαδή στόν Χριστό, ἀφήνοντας κατά μέρος «τό δικό του θέλημα», τόν δικό του ἐγωισμό. Γιατί ἀσφαλῶς αὐτό σημαίνει πίστη στόν Χριστό: Τόν παίρνω σοβαρά στή ζωή μου καί Τόν καθιστῶ μέ τή χάρη Του κέντρο τῆς ζωῆς μου. Ὁπότε τί Τοῦ προσφέρω; Τή βρομιά τῶν ἁμαρτιῶν μου, τό χέρσο τῆς καρδιᾶς μου, προκειμένου νά τήν πλημμυρίσει μέ τήν πηγή τῶν ὑδάτων τῆς διδασκαλίας Του καί μέ τά νάματα τῶν αἱμάτων Του, ὥστε νά καταστεῖ «καταγώγιον» δικό Του καί τῆς ἁγίου Του Πνεύματος. Ὁ οἶκος τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικός. «Τήν ψυχή μου πού ἔγινε χέρσα ἀπό τίς ἀνομίες τῶν πταισμάτων μου, κατάρδευσέ την μέ τίς ροές τῶν αἱμάτων Σου καί κάνε την καρποφόρο ἀπό ἀρετές. Γιατί ἐσύ εἶπες σέ ὅλους, πανάγιε Λόγε τοῦ Θεοῦ, νά προσέρχονται κοντά Σου καί νά ἀρύονται ὕδωρ ἀφθαρσίας, πού εἶναι τό ζωντανό νερό πού καθαρίζει τίς ἁμαρτίες ὅλων ὅσοι ὑμνοῦν τήν ἔνδοξη καί θεία Σου ἀνάσταση. Σ’ αὐτούς πού Σέ ἀναγνωρίζουν Θεό, ἀγαθέ Κύριε, παρέχεις τήν οὐράνια δύναμη τοῦ Πνεύματος πού ἦλθε ἀληθινά πάνω στούς μαθητές Σου. Διότι Ἐσύ εἶσαι ἡ πηγή τῆς ζωῆς μας».