24 Μαΐου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΕΝ ΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΩ ΟΡΕΙ

«Ο όσιος Συμεών έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουστίνου (6ος αι.). Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Αντιόχεια της Συρίας από τον πατέρα του Ιωάννη που καταγόταν από την εκεί Έδεσσα και από τη μητέρα του Μάρθα. Όλη η ζωή του ήταν θαυμαστή, και ό,τι του συνέβη και ό,τι λέγεται ότι έκανε, ανώτερα από τα ανθρώπινα. Για παράδειγμα: η σύλληψή του στη γαστέρα της μάνας του έγινε με προσευχή. Και πριν από τη σύλληψή του αυτή υπάρχει μαρτυρία του αγίου Προδρόμου και Βαπτιστού, που προείπε στη μητέρα του την αρετή και την προκοπή που θα έχει. Κι ακόμη ότι μετά τη γέννησή του δεν θα βυζάξει από τον αριστερό μαστό καθόλου, για να δηλωθεί έτσι συμβολικά ότι η πορεία του θα ορμά προς τη δεξιά του Υψίστου και θα απέχει από κάθε τι πονηρό. Επίσης ότι πολύ νεαρός ακόμη, τότε που συνηθίζει ο νέος λόγω της ανωριμότητάς του να τεμπελιάζει και να ραθυμεί και να κλίνει εύκολα προς ό,τι του τύχει, αυτός περιφρονώντας κάθε εμπόδιο ανέβηκε στο όρος για να μονάσει, ακολουθώντας σκληρό τρόπο ασκητικής ζωής που επιτυγχάνει κανείς μετά από πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα ο Θεός να του φανερωθεί όχι μία φορά, όπως και να έχει επισκέψεις αγγελικές που τον καθοδηγούσαν τι να κάνει: είτε να επιλέγει τα καλά είτε να αποφεύγει τα άσχημα. Και πέραν τούτων: ότι ευρισκόμενος στο σώμα του υπερέβη τα του σώματος, τρεφόμενος όχι από ανθρώπινη τροφή αλλά από τροφή που του χορηγούσαν άγγελοι του Ουρανού μέχρι να φύγει από τον κόσμο.

Και τα θαύματα που η ιστορία διασώζει γι’ αυτόν είναι άπειρα κατά το πλήθος τους. Εκείνο όμως που αξίζει ιδιαιτέρως να σημειωθεί είναι ότι αφότου άφησε τον κόσμο από τη νεαρή του ηλικία, πρώτον οικοδόμησε τον εαυτό του σε Μονή που πήγε μετά από έξι χρόνια παραμονής του στο όρος. Κι από κει ανέβηκε σε στύλο για δεκαοκτώ χρόνια. Βρέθηκε έπειτα στο Θαυμαστό όρος, όπου σ’ έναν τόπο που τον έφτιαξε με ξερόλιθους, έμεινε υπομονετικά δέκα χρόνια. Κι εκεί ανέβηκε σε μικρό στύλο, όπου πέρασε σαράντα πέντε χρόνια, που σημαίνει ότι έζησε συνολικά ογδόντα πέντε περίπου χρόνια. Από αυτά όλα τα εβδομήντα εννιά τα πέρασε με υπεράνθρωπη άσκηση και καρτερία. Κι όταν ήλθε η ώρα να αναπαυτεί, ο Θεός τον μετάταξε στη δόξα και την κατάσταση των Αγγέλων».

Ο άγιος υμνογράφος του οσίου, Ιωάννης ο μοναχός, μένει έκθαμβος μπρος στο μεγαλείο του Συμεών. «Και μόνο που σε θυμόμαστε», θα σημειώσει ήδη από την αρχή του κανόνα του, «αρχίζουμε να θεολογούμε αληθινά» - «Θεολογίας αληθοῦς ὑπόθεσίς ἐστιν ἡ μνήμη σου» (α΄ ωδή). Και το λέει αυτό ο άγιος Ιωάννης, διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι η θεολογία δεν είναι υπόθεση απλώς του νου του ανθρώπου – ό,τι φαντάζεται περί Θεού, έστω και στηριγμένος σε έδαφος αγιογραφικό. Η θεολογία είναι «κατάσταση» του αγίου που θα πει ότι διηγούμενος κανείς τη ζωή αυτού στην πραγματικότητα μιλάει για τον Θεό. Διότι ο άγιος έχει ανοίξει την ύπαρξή του στον Θεό λόγω της αγάπης του προς Αυτόν, τηρεί με άλλα λόγια τις άγιες εντολές Του – στην τήρηση των εντολών του Θεού φανερώνεται κατά τον Κύριο η αγάπη προς τον Θεό – οπότε και ο Τριαδικός Θεός βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να κατοικήσει στον κόσμο τούτο. Ο άγιος κατά την πίστη μας είναι η «ορατή» μορφή της Βασιλείας του Θεού, τον Θεό βλέπουμε στην ύπαρξη ενός αγίου, γι’ αυτό και από την άποψη αυτή όχι μόνον ο Θεός μας διακρατεί τον σύμπαντα κόσμο με τις άκτιστες ενέργειές Του, αλλά μπορούμε να τις «ψαύουμε» στο βαθύτερο επίπεδό τους: τις θεοποιές ενέργειές Του, στα πρόσωπα των αληθινών Του δούλων. Θυμάται κανείς παρομοίως αυτό που γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «τέλος ἁγνείας θεολογίας ὑπόθεσις» (αρχίζει η θεολογία όταν έχει φτάσει κανείς στο τέλος της αγνότητας και καθαρότητας της καρδιάς), ή ακόμη πιο πίσω το αποδιδόμενο στον άγιο Νείλο γνωστό λόγιο «εἰ θεολόγος εἶ προσεύχῃ ἀληθῶς καί εἰ προσεύχῃ ἀληθῶς θεολόγος εἶ».

Ο σχολιασμός μας αυτός περί του αγίου Συμεών ως αληθινού θεολόγου είναι εκείνο που περιγράφει με διαφόρους τρόπους και ο άγιος υμνογράφος στους ύμνους του για τον μεγάλο όσιο. Και το πιο κύριο και καίριο που λέει: αποκλειστικό κίνητρό του σε κάθε φάση της ζωής του, ήδη εκ κοιλίας μητρός του, ήταν ο πόθος του για τον Θεό. «Έχοντας ως φτερά τον πόθο του Θεού, ενώ βρισκόσουν ακόμη στον κόσμο με σάρκα και χώμα», θα πει αίφνης στα στιχηρά του εσπερινού, «έγινες ομοδίαιτος προφανώς με τους Αγγέλους». Κι εννοείται βεβαίως ότι ο πόθος του αυτός δεν ήταν «πλάσμα» του μυαλού του. Εκφραζόταν, όπως σημειώνεται και στο συναξάρι του, με σκληρές ασκητικές διαγωγές, που τον έκαναν να λάμπει στον κόσμο ως ήλιος και να φαίνεται ως στήλη που πάνω της ήταν γραμμένες όλες οι αρετές: «Την ψυχή σου την έκανες, με θεωρίες και ασκητικές πράξεις, ως στήλη που έχει γραμμένη τις γενικές αρετές… κι έγινες άδυτος ήλιος που λάμπει στα πέρατα όλης της γης» (στιχ. εσπ.).

Δεν παραλείπει βεβαίως ο υμνογράφος να εξαγγέλλει το θαυμαστό γεγονός της παρουσίας του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού στη ζωή του αγίου, ήδη και προ της συλλήψεώς του αλλά και μετέπειτα – ποιος δεν συγκινείται όταν έρχεται σε τέτοια αμεσότητα μ’ εκείνον που κατά τρόπο μοναδικό επαίνεσε ο ίδιος ο Κύριος; Η αγία μητέρα του δέχτηκε τον «ευαγγελισμό» του υιού της από το στόμα του μεγάλου Προφήτη. «Από τη φωνή και την όψη του Βαπτιστή ευαγγελίστηκε η ένδοξη μητέρα σου» (ωδή α΄). Αλλά και ο ίδιος αργότερα, καθοδηγούμενος από τη χάρη του Θεού θα πάει να μείνει ακόμη και στην καλύβα-παλαίστρα του ουρανόφρονος Ιωάννη. «Αφού καθοδηγήθηκες, ένδοξε, από τη χάρη που σου δόθηκε από τον Θεό, ώστε να πορεύεσαι από δύναμη σε μεγαλύτερη θεουργική δύναμη, πας και μένεις στην καλύβα του ουρανόφρονος Ιωάννη» (ωδή δ΄).

 Και βεβαίως όλα τα υπερφυή της ζωής του οσίου οδηγούν τον ποιητή να τον συγκρίνει με όλα τα τεράστια αναστήματα ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «τον Ιώβ, τον Ιωσήφ» (απολ.), «τον Μωυσή» (ωδή ς) – και τι λέμε; Με τον ίδιο τον άγιο Ιωάννη (ωδή δ΄) και τους αγίους αγγέλους! (απολ.). Γι’ αυτό και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος δεν διστάζει να πει ότι ο στύλος του αγίου έγινε γι’ αυτόν ένας άλλος ουρανός (κοντάκιο), τον οποίο όμως άφησε – κι εδώ βρίσκεται το μυστικό της μεγαλωσύνης του! – κάνοντας υπακοή στον Κύριο, προκειμένου να βοηθήσει στο Θαυμαστό όρος που βρέθηκε και τους άλλους συνανθρώπους του, λόγοις και θαύμασι (ωδή ζ΄).

23 Μαΐου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΜΕΝΙΟΣ Ο ΚΡΗΣ, Ο ΕΝ ΕΣΧΑΤΟΙΣ ΧΡΟΝΟΙΣ ΔΙΑΛΑΜΨΑΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

«Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Ευμένιος (1931-1999) είχε πατρίδα την Εθιά της επαρχίας Μονοφατσίου, του Ηρακλείου Κρήτης. Πληγώθηκε από θείο έρωτα από την παιδική του ηλικία και ακολούθησε την καλογερική οδό στο Μοναστήρι του Μεγαλομάρτυρος Νικήτα που βρισκόταν κοντά στη γενέτειρά του. Κατά την κουρά του σε μοναχό ονομάστηκε Σωφρόνιος και κατά τη χειροτονία του σε ιερομόναχο, που τέλεσε ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος στη Μονή Καλυβιανής, ονομάστηκε Ευμένιος. Προσβλήθηκε από δαιμονικούς πειρασμούς και ήλθε στην ένδοξη Μονή του Κουδουμά, όπου και ελευθερώθηκε από την επήρεια του Πονηρού. Ασθένησε από λοιμώδη νόσο και γι’ αυτό ήλθε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων στην Αθήνα, το οποίο και ανέδειξε στίβο των ασκητικών του παλαισμάτων και καταφύγιο συμπαθείας όλων των ταλαιπωρουμένων και βαρέως ασθενούντων. Στο Νοσοκομείο των Λοιμωδών Νόσων περάτωσε τον Ναό των Αγίων Αναργύρων και υπηρέτησε με προθυμία τον όσιο Νικηφόρο (Τζανακάκη), τον τυφλό, λεπρό και παράλυτο. Διακόνησε όλους τους εμπερίστατους και βαριά όπως είπαμε ασθενείς και αναδείχθηκε πνευματικός πατέρας και καθοδηγητής προς σωτηρία πάρα πολλών χριστιανών Αθηναίων. Υπέμεινε αγόγγυστα, μιμούμενος τον Ιώβ, τις δικές του ασθένειες του σώματος και διακρίθηκε για την ταπείνωσή του, την πραότητα και τη συμπαθή αγάπη του προς κάθε ταλαιπωρημένο και αποκαμωμένο άνθρωπο. Κοιμήθηκε στην Αθήνα την 23η Μαΐου 1999, ενώ το χαριτόβρυτο σκήνωμά του εκτέθηκε προς προσκύνηση στον Ναό των Αγίων Αναργύρων του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων και δέχτηκε τον τελευταίο ασπασμό από άπειρο πλήθος που πενθούσαν. Πανδήμως κηδεύτηκε στην πατρώα του γη. Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν».

Μόλις στις 14 Απριλίου 2022, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου διεκήρυξε την αγιότητα του οσίου και θεοφόρου Πατρός Ευμενίου (Σαριδάκη), του Κρητός και Αθηναίου συνάμα, και τη σημερινή ημέρα 23 Μαΐου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του, η Εκκλησία τέλεσε για πρώτη φορά θεία λειτουργία επί τη μνήμη του. Δεν προκάλεσε καμία έκπληξη η ένταξη του πατρός αυτού στις δέλτους των αγίων. Αντιθέτως, όλοι την πρόσμεναν με βεβαιότητα, δεδομένου ότι ο νέος όσιος εκπλήρωνε όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αγιοποίηση ενός πιστού της Εκκλησίας:  ξεχωριστή αγιότητα βίου, χαρίσματα ιδιαίτερα όπως το διορατικό και προορατικό, επιτέλεση θαυματουργιών στο όνομα του Κυρίου Ιησού. Προφανώς, ο Κύριος θέλησε να έχει έναν ακόμη άγιο ενώπιον της αγάπης Του να πρεσβεύει υπέρ του σύμπαντος κόσμου και να δοξολογεί εν ταπεινώσει το άγιο όνομά Του. Κι αν το γεγονός τούτο αποτελεί χαρά και ευφροσύνη για όλη την Εκκλησία, ιδιαιτέρως χαίρει ο τόπος που τον γέννησε, η Κρήτη, και ο τόπος που φανέρωσε την αγιότητά του, η Αθήνα.

Δεν πρόκειται να επεκταθούμε πολύ καταθέτοντας τα χαρισματικά στοιχεία της ζωής του. Ο σπουδαίος και σοφός υμνογράφος της Εκκλησίας μας, κ. Χαράλαμπος Μπούσιας, ήδη συνέγραψε την ακολουθία του νέου οσίου, όπου εκεί κανείς μπορεί εύκολα να «πλατυνθεί» στο άρωμα της ζωής του, το μύρο του Κυρίου Ιησού και του αγίου Πνεύματος. Το μόνο που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι το γεγονός ότι αξιώθηκε ο νέος «χαμογελαστός» όσιος να μετάσχει στην αγιότητα ενός άλλου μεγάλου συγχρόνου και αυτού οσίου, που αποτελεί κόσμημα της ίδιας Κρητικής γης, αλλά εξίσου και της Αθήνας. Μιλάμε για τον πολύ Νικηφόρο τον Λεπρό, ο οποίος στάλθηκε στο Λοιμωδών από τον πνευματικό του πατέρα άγιο Άνθιμο της Χίου, διότι και εκείνου η λοιμώδης νόσος απαιτούσε εξειδικευμένη ιατρική αντιμετώπιση, και αυτή παρεχόταν κατεξοχήν στο συγκεκριμένο Νοσοκομείο. Σ’ αυτόν τον αγιασμένο τελικώς τόπο – αγιασμένο όχι μόνο από την παρουσία των νέων οσίων, Νικηφόρου και Ευμενίου, αλλά και από τον πόνο των πάμπολλων άλλων ασθενών – ο όσιος Ευμένιος γνώρισε τον Νικηφόρο και αξιώθηκε να τον διακονήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, δεχόμενος και τη χάρη που του επιφύλαξε ο Κύριος, να μυροβολήσουν στη δική του παρουσία τα λείψανα του Νικηφόρου του λεπρού. Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Άγιασες το θεραπευτήριο των Λοιμωδών νόσων με τον καθαρό βίο σου, σοφέ Ευμένιε, και υπηρέτησες με θαυμαστό τρόπο σαν άγγελος τον θεϊκό Νικηφόρο. Τα τίμια λείψανα αυτού του αγίου τα ευωδίασε η θεία χάρη, φανερώνοντας ότι ο Κύριος μοιράζει τα βραβεία της ευαρεστήσεώς Του σε όλους» (στιχ. εσπ.).

Εκείνο που εκφράζει με συνοπτικό τρόπο την όλη βιοτή του οσίου Ευμενίου είναι και το δοξαστικό της Λιτής από την ακολουθία του. Ο ύμνος φανερώνει ότι ο όσιος υπήρξε στην εποχή μας ο αληθινός άνθρωπος, όπως θέλησε ο Δημιουργός να βγει από τα χέρια Του. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος, έχοντας βεβαίως τη φυσική κλίση προς την πονηρία όπως όλοι που ερχόμαστε στον κόσμο τούτο τον πεσμένο στην αμαρτία, αφότου βαπτίστηκε και δυναμώθηκε από τη χάρη του Κυρίου αγωνίστηκε να παραμείνει σταθερός στην καθαρότητα του βαπτίσματός του: να κρατήσει την αγιότητα ως φυσική πια κατάστασή του γιατί έγινε μέλος Χριστού. Τον Χριστό δηλαδή παιδιόθεν φανέρωνε η ζωή του και την προοπτική αυτή κράτησε με αιμάτινους αγώνες μέχρι το τέλος του. Γι’ αυτό βεβαίως και απολαμβάνει και αυτός μαζί με όλη τη χορεία των προηγουμένων αγίων τη Βασιλεία του Θεού.

«Ας τιμήσουμε τον νέο φωστήρα της Εκκλησίας Ευμένιο, ο οποίος αποξενώθηκε από κάθε υλική και εμπαθή σχέση και έγινε ίδιος με τους αγγέλους του Κυρίου. Αυτός δηλαδή με την επίμονη σκληρή άσκησή του διατήρησε άμεμπτη την εικόνα του Θεού μέσα του, τρέχοντας να Του μοιάσει κατά την εντολή Του. Και τώρα που παρίσταται στον θρόνο της τρισήλιας Θεότητας πρεσβεύει αδιάλειπτα υπέρ των ψυχών μας» («Τόν πάσης προσύλου σχέσεως ξενωθέντα καί οἰκειωθέντα τῶν ἀΰλων τάξεων τῷ Κυρίῳ, Ευμένιον, τόν νέον τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρα, τιμήσωμεν˙ οὗτος γάρ σκληραγωγίᾳ ἐπιμόνῳ ἄμεμπτον τό κατ’ εἰκόνα ἐτήρησε πρός τό καθ’ ὁμοίωσιν ἐπειγόμενος˙ καί νῦν τῆς τρισηλίου Θεότητος τῷ θρόνῳ παριστάμενος ἀδιαλείπτως πρεσβεύει ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»).

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΝΑΔΩΝ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

 

«Αυτός ο αγγελώνυμος Μιχαήλ, αφού καθάρισε με τέλειο βίο τον εαυτό του κι αφιερώθηκε ήδη από τις μητρικές αγκάλες στον Θεό, έγινε ιερέας του Θεού του Υψίστου. Με τη δύναμη Αυτού κατάσβεσε όλη την ανοησία των θεομάχων, φιμώνοντας τα άθεα στόματα των αιρετικών, που τολμούσαν να μιλήσουν κατά του εξεικονισμού του Χριστού. Επειδή δε δεν υπέφερε το δυσώνυμο θηρίο τον θείο λόγο της γλώσσας του (διότι δεν φοβήθηκε ούτε τρόμαξε από τις απειλές του, αλλά με ελεύθερη φωνή φώναξε δυνατά ῾Την μεν άχραντη και θεία εικόνα του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της αγίας Του μητέρας σέβομαι και προσκυνώ, ενώ το δικό σου δόγμα το καταφτύνω και δεν το λογαριάζω καθόλου᾽), επειδή λοιπόν με όλα αυτά ντροπιάστηκε ο τύραννος και ξεχείλισε από θυμό, γι᾽ αυτό τον καταδικάζει σε μακρινή εξορία. Αυτός δε τηρώντας καθαρό και ακηλίδωτο το κατ᾽ εικόνα, και ενώ διωκόταν από τόπο σε τόπο, έφτασε στο ευρύχωρο πλάτος του παραδείσου. Και έτσι ολοκλήρωσε τον καλό δρόμο και κοσμήθηκε από διπλά στεφάνια: προστέθηκε στους αρχιερείς ως αρχιερέας και στους μάρτυρες ως μάρτυρας».

Σε δύο σημεία κυρίως επικεντρώνει την προσοχή μας ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος από τον βίο του οσίου Μιχαήλ: στον αγώνα του κατά των εικονομάχων και στην ασκητική βιοτή του, διά της οποίας καθάρισε την εικόνα του Θεού μέσα του και γεύτηκε τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος. Απαρχής ήδη της ακολουθίας που συνέγραψε γι᾽ αυτόν τονίζει: «Προσκυνούσες πάντοτε με τιμητικό τρόπο το ιερό εικόνισμα του Θεού και της Θεομήτορος, Μιχαήλ πανίερε, και διάλυσες τη βλάσφημη ανοησία των αιρετικών, κατατροπώνοντάς τους με τους λόγους και τα παθήματά σου» (ωδή α´). «Έγινες, μακάριε, κατοικητήριο θείων χαρισμάτων, και προφανώς τα μετέδωσες σε όλους με πιστότητα, Μιχαήλ πανεύφημε, αφού απέκτησες θεομίμητο τρόπο ζωής και περιβλήθηκες τη δικαιοσύνη ως ιμάτιο» (ωδή α´).

Τα παραπάνω σημεία ο υμνογράφος τα αναπτύσσει εκτενέστερα. Ο άγιος Μιχαήλ αποτελεί διδάσκαλο των θείων δογμάτων (βλ. ωδή α´), και μάλιστα της ενανθρώπησης του Θεού, η οποία αποτελεί και το θεμέλιο της δυνατότητας εξεικονισμού Του. Αν ο Θεός μπορεί να εξεικονιστεί, είναι διότι έγινε αληθινός άνθρωπος και την ανθρώπινη φύση Του περιγράφει η εικόνα. «Η γλώσσα σου αναδείχθηκε κάλαμος του αγίου Πνεύματος, Μιχαήλ πανένδοξε, αφού μελέτησε στις Γραφές την ένσαρκη οικονομία του παντοκράτορα Λόγου» (ωδή δ´). Εκεί, στις θεόπνευστες Γραφές, είδε μάλιστα ότι ο σεβασμός στην εικόνα δεν είναι για την ίδια την εικόνα ως ύλη και χρώμα, αλλά για το εικονιζόμενο πρόσωπο. Όπως από παλιά ήδη ο Μέγας Βασίλειος είχε επισημάνει: «Η τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». «Γνώρισες ότι η τιμή της εικόνας διαβαίνει στο πρωτότυπο, ιεροφάντορα Πατέρα Μιχαήλ, και ακολουθώντας τις θεόπνευστες Γραφές δίδαξες τους πάντες να σέβονται την εικόνα του Χριστού και των Αγίων» (ωδή η´). Η πίστη του αγίου για τη διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας περί των εικόνων – διδασκαλία στην πραγματικότητα για την αλήθεια περί του ίδιου του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου – ήταν τόσο απόλυτη και στέρεα, ώστε υπέμεινε διωγμούς και εξορίες τέτοιες που θυσίασε και την ίδια τη ζωή του. «Υπέμεινες πικρές εξορίες, σοφέ, και έφτασες τελικά στο ευρυχωρότατο πλάτος του παραδείσου, ευρισκόμενος με τον χορό των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε» (ωδή ς´).

Ο υμνογράφος βεβαίως επιμένει και στο δεύτερο σημείο. Ο άγιος Μιχαήλ αν είχε τόσο φωτισμό και έγινε τόσο δυνατός κήρυκας της αλήθειας, ήταν διότι την ψυχή του την είχε καθαρίσει με τον νόμιμο αγώνα κατά των παθών του. Καθαρή η καρδιά του φωτιζόταν από το Πνεύμα του Θεού και έτσι γινόταν ο οδοδείκτης των πιστών, πολύ περισσότερο μάλιστα που κατείχε την υψηλή και υπεύθυνη θέση του επισκόπου (ωδή γ´). Κι αυτόν τον αγώνα τον εσωτερικό τον ξεκίνησε ήδη από την αγκαλιά της μητέρας του (ωδή ε´). Από την άποψη αυτή ο άγιος Μιχαήλ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ακολουθεί με συνέπεια τα ίχνη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Επειδή πίστεψε στον Χριστό, έγινε μαθητής Αυτού κι επιβεβαίωσε τη μαθητεία αυτή με τα παθήματα της ζωής του. «Χρημάτισες μαθητής του Χριστού του Θεού και ζήλεψες τα παθήματά Του, μακάριε, κινδυνεύοντας βεβαίως πάρα πολύ για την Εκκλησία Του, θεόπνευστε» (ωδή ς´).

22 Μαΐου 2025

ΚΑΤΑ... ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ "ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ"!

 

Φαντασιωνόμαστε πολλές φορές μεγαλεπήβολα σχέδια για τον εαυτό μας, θέτουμε στόχους που μοιάζουν ηρωικά κατορθώματα, θα θέλαμε να προσφέρουμε γενικά στην κοινωνία μας με μιαν αγάπη περιεκτική του ανθρώπου. Κι έρχεται η πραγματικότητα και το καθημερινό χωματένιο μαγγανοπήγαδο: στο σπίτι μας, στο επάγγελμά μας, στις κοινωνικές σχέσεις μας, που δείχνει ότι παλεύουμε με ό,τι μικρό και ποταπό, με καταστάσεις που μας βγάζουν έξω από τα ρούχα μας, με πράγματα που αποκαλύπτουν ότι κι εμείς τελικά, παρόλο που νομίζουμε ότι είμαστε… αετοί, δεν ξεπερνάμε τα σπουργίτια, για να μην πούμε τα… σκουλήκια – αγόμαστε και φερόμαστε από τα πάθη μας που θεωρούμε ότι τα έχουμε…ξεπεράσει! Είμαστε οι «κατά φαντασίαν χριστιανοί», όπως έγραψε μακαριστός σοφός καθηγητής Θεολογίας, παραφράζοντας τον «κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου.

  Γι’ αυτό και το ζητούμενο και το προσγειωμένο είναι να προσπαθούμε για το λίγο που μπορούμε, αρκεί να το κάνουμε όπως πρέπει. Να γινόμαστε δηλαδή ένα κεράκι μέσα στη γενικότερη καταχνιά και το έρεβος. Όπως το λέει κι ένας στίχος: «γίνε κεράκι με φως λιγοστό, κάποιοι να ελπίσουν είν’ αρκετό». Και κεράκι βεβαίως γίνεται κανείς, όταν αφήνει το Φως του Χριστού να διαπερνά έστω κι αμυδρά την ύπαρξή του.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΙΛΙΣΚΟΣ

«Ο άγιος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (3ος αι.) και καταγόταν από το χωριό Χουμάλια της Αμάσειας Πόντου. Ήταν ανεψιός του αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Ενώ αρχικά βασανίστηκε μαζί με τους συστρατιώτες του αγίου Θεοδώρου Ευτρόπιο και Κλεόνικο, εκείνοι μεν τελειώθηκαν με το υπέρ Χριστού μαρτύριο, ο ίδιος δε αφέθηκε στη φυλακή. Έχοντας όμως μεγάλη επιθυμία να ολοκληρώσει και αυτός τον δρόμο της μαρτυρικής αθλήσεως, παρακαλούσε γι’ αυτό τον Θεό, οπότε αξιώθηκε της εμφανίσεως του Κυρίου, ο Οποίος του έδωσε εντολή να πάει να αποχαιρετίσει τους δικούς του και έπειτα όταν βρεθεί στα Κόμανα θα λάβει τον μαρτυρικό στέφανο.

Ελευθερώθηκε λοιπόν από τη φυλακή ο άγιος από τους στρατιώτες και μαζί μ’ αυτούς πήγε στον οίκο του κι αφού αποχαιρέτησε τη μητέρα και τους αδελφούς του νουθετώντας τους να μένουν σταθεροί στην πίστη του Χριστού, έμεινε μαζί τους για λίγο. Ο ηγεμόνας Αγρίππας όμως που έμαθε την απελευθέρωσή του έστειλε άλλους στρατιώτες και τον συνέλαβαν. Τον έδεσαν και του έβαλαν υποδήματα που είχαν μέσα καρφιά κι έτσι τον οδήγησαν με βία στον δρόμο που οδηγούσε στα Κόμανα – εκεί και τον περίμενε. Φτάνοντας στο χωριό των Δακνών, φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μίας γυναίκας που ονομαζόταν ΤραΪανή, τον δε άγιο τον πρόσδεσαν σ’ έναν ξερό πλάτανο με τα χέρια πίσω. Ο άγιος προσευχήθηκε και το πλατάνι βλάστησε και έβγαλε πολλά φύλλα. Κι ακόμη ανέβλυσε πηγή νερού από τη ρίζα του, εκεί που είχαν δέσει τον άγιο. Όταν είδαν το θαύμα αυτό οι στρατιώτες και η γυναίκα, είπαν ότι πιστεύουν στον Χριστό και έλυσαν τον άγιο από τα δεσμά του.

Έφτασαν κάποτε στην πόλη των Κομάνων, οπότε παραστάθηκε ενώπιον του ηγεμόνα ο άγιος. Επειδή δεν πείστηκε βεβαίως να θυσιάσει στα είδωλα, φωτιά έπεσε από τον ουρανό με την προσευχή του που κατέφλεξε και τον  ναό των ειδώλων και τον ανδριάντα του Απόλλωνα. Μετά από αυτά εξοργίστηκε πάρα πολύ ο ηγεμόνας και διέταξε να αποκοπεί η κεφαλή του και το σώμα του να ριχτεί στο ποτάμι. Έτσι ο άγιος έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου προς δόξα και αίνεση του Θεού μας».

Προβληματίζεται ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, γιατί ο Κύριος δεν επέτρεψε απαρχής την ολοκλήρωση του μαρτυρίου του αγίου Βασιλίσκου μαζί με τους αγίους Ευτρόπιο και Κλεόνικο. Και δίνει με φωτισμό Κυρίου την απάντηση: έπρεπε ο άγιος να παραμείνει ως μάρτυρας της αγίας Τριάδος και ομολογητής της πίστεως στον Χριστό, προκειμένου προφανώς να βρουν τον δρόμο της πίστεως και άλλοι καλοπροαίρετοι άνθρωποι. Και μάλιστα η «καθυστέρησή» του αυτή, σημειώνει, ήταν σε συνεργασία με τους δύο άλλους αγίους! «Η εκλεκτή δυάδα των αθλητών, ένδοξε, αφού σε άφησε ως μάρτυρα της Τριάδος, απεδήμησε προς τον Χριστό» (ωδή γ΄). Και: «αφού αφέθηκες από τους συνάθλους σου, μένεις εσύ, Βασιλίσκε πολύαθλε, ομολογώντας τον Χριστό ως Κύριο και Θεό» (ωδή γ΄). Κι είναι ευνόητο: τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο τούτο˙ μπορεί η δική μας «στρεβλή» και μυωπική λογική να νομίζει ότι τα ελέγχει όλα (!), είναι ο Κύριος όμως ως ο παντοκράτωρ και παντογνώστης Θεός που οι βουλές Του έχουν πάντοτε τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Και τα γεγονότα που ακολουθούν βεβαίως αποδεικνύουν περίτρανα την αλήθεια: γίνεται ο άγιος δίοδος της παντοδύναμης ενέργειας του Κυρίου, η οποία προκαλεί την καρδιά των ειδωλολατρών για να πιστέψουν.

Τα βασανιστήρια που υπέστη ο άγιος είναι πάμπολλα: προαθλήθηκε μαζί με τους αγίους Ευτρόπιο και Κλεόνικο και ρίχτηκε στη φυλακή˙ παρέμεινε στη φυλακή˙ όταν συνελήφθη εκ νέου μετά την απελευθέρωσή του υπομένει μαρτύρια που θυμίζουν τον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο – να βαδίζει με σπρωξιές και βιαιότητες πάνω σε υποδήματα με καρφιά˙ να προσδένεται πάνω σε ξερό πλατάνι σαν ένα είδος σταυρώσεώς του – έτσι το βλέπει και ο υμνογράφος («κηρύττοντας τον σταυρωμένο Κύριο σε έδεσαν σε ξερό ξύλο» (ωδή ς΄)˙ να δέχεται τέλος τον δι’ αποκοπής της κεφαλής του θάνατο. Και μέσα σε όλα αυτά τα τρομερά ο άγιος Ιωσήφ μας αποκαλύπτει, όπως γίνεται και με όλους τους αγίους μάρτυρες, και την «άλλη πλευρά» των πραγμάτων: το πώς ο Κύριος ελκόμενος από τη θερμή αγάπη του πιστού δούλου Του προς Αυτόν (ωδή α΄) του δίνει τη δύναμη να υπομένει˙ του φανερώνεται και του αποκαλύπτει το σχέδιό Του˙ τον κάνει μέσον για να επιτελεστούν σπουδαία θαύματα που επιφέρουν την καλή αλλοίωση των ανθρώπων που σχετίζονται μαζί του˙ τον αναβιβάζει στο επίπεδο του προφήτη Ηλία (ωδή θ΄) που, όπως κι εκείνος, με την προσευχή του έπεσε φωτιά για να διαλυθούν τα είδωλα˙ τον φανερώνει ως νικητή απέναντι στις δαιμονικές δυνάμεις. Η «θέα» που έχει ως προς το τελευταίο ιδίως ο άγιος υμνογράφος είναι εκπληκτική: «σε έβαλαν να περπατήσεις σε υποδήματα με καρφιά˙ κι εσύ με χαρά πορεύτηκες τον δρόμο του μαρτυρίου, καταπατώντας με τα καρφιά αυτά το κεφάλι του διαβόλου, συντρίβοντάς τον ολοκληρωτικά» (στιχ. εσπ. και ωδή ε΄).  

Ο άγιος Βασιλίσκος μπορεί να «ερμηνευτεί» μόνον με πνευματικά δεδομένα: ήταν η αγάπη του προς τον Χριστό, όπως είπαμε, που τον έκανε να έχει υπερβεί ό,τι εμπαθές και επίγειο (ωδή η΄), που σημαίνει ότι βρισκόταν στον κόσμο ως ένας άλλος Χριστός, ένα κατοικητήριο δικό Του που γι’ αυτό συνέτριβε όλα τα είδωλα που βρίσκονταν στον δρόμο του. «Αναδείχτηκες οίκος της αγίας Τριάδος, κάνοντας πέρα με βδελυγμία τα είδωλα και τους βωμούς τους, σοφέ» (ωδή ζ΄).

21 Μαΐου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΘΕΟΣΤΕΠΤΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

Ο άγιος Κωνσταντίνος αποτελεί για πολλούς σκάνδαλο ως προς την αγιότητά του. Πώς είναι δυνατόν, ισχυρίζονται, ένας βασιλιάς που κατ᾽ ανάγκην έκανε πολέμους, έδινε διαταγές για εξολοθρεύσεις αντιπάλων του, ακόμη και δικών του ανθρώπων όταν νόμιζε ότι του εναντιώνονται, να γίνει τελικώς άγιος και να τιμάται ως άγιος από το πλήρωμα της Εκκλησίας; Το ερώτημα όμως πρέπει να επεκταθεί: πώς είναι δυνατόν ο απόστολος Παύλος να είναι άγιος και να θεωρείται ο μέγιστος των αποστόλων, όταν στη ζωή του και αυτός προέβη σε πολλές πράξεις βίας, τόσο που και μόνο το όνομά του λειτουργούσε για τους πρώτους χριστιανούς ως συνώνυμο της απειλής και του φόνου; Κι όχι μόνο ο Παύλος, αλλά και πολλοί άλλοι από τους αγίους της πίστεώς μας. Τι αγνοούν ή δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους όσοι επιφυλάσσονται για την αγιότητα του μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και των υπολοίπων που χρησιμοποίησαν βία; Τη δύναμη της μετανοίας, πολύ περισσότερο όμως τη θέληση του ίδιου του Θεού. Διότι - για να επικεντρώσουμε στον ισαπόστολο άγιο -  ο Κωνσταντίνος ό,τι επιτέλεσε ως πράξη βίας το επιτέλεσε όσο δεν ήταν χριστιανός, ή, μετά τη μεταστροφή του και ασφαλώς πριν από την οριστική ένταξή του στην πίστη διά του αγίου βαπτίσματος, μέσα στην άγνοιά του, ενώ ο ίδιος ο Θεός έδωσε πλούσια σημάδια της θέλησής Του για να είναι ο Κωνσταντίνος κοντά Του.

Η Εκκλησία μας δεν προβληματίστηκε καθόλου: με τα πνευματικά της κριτήρια, με τη διάκρισή της να βλέπει τι είναι εκ Θεού και τι όχι, όχι μόνο δέχτηκε ως γνήσια τη μεταστροφή του πρώτου στην αυτοκρατορία, αλλά τον χαρακτήρισε άγιο και ισαπόστολο, και αυτόν και τη μητέρα του Ελένη. Η υμνολογία μάλιστα της εορτής του αδιάκοπα τονίζει τα θεϊκά σημάδια της ξεχωριστής από τον Θεό κλήσης του. Και εν πρώτοις: την ιδιαίτερη δωρεά να δει τον τίμιο Σταυρό με το «τούτω νίκα», πριν από την κρίσιμη μάχη με τον καίσαρα Μαξέντιο. «Τύπον Σταυρού εν ουρανώ κατοπτεύσας, ήκουσας εκείθεν: ῾Εν τούτω νίκα᾽ τους εχθρούς σου» (δοξαστικό εσπερινού). Το γεγονός αυτό ο υμνογράφος το θεωρεί ως κλήση από τον Θεό να γίνει χριστιανός ο Κωνσταντίνος και το παραλληλίζει με την κλήση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος κλήθηκε από τον ίδιο τον αναστημένο Κύριο, όταν πορευόταν στη Δαμασκό να συλλάβει χριστιανούς. «Είδε τον τύπο του Σταυρού σου στον ουρανό και, όπως ο Παύλος, δέχτηκε την κλήση όχι από ανθρώπους ο μεταξύ των βασιλέων απόστολός σου, Κύριε» (απολυτίκιο). «Έλαβες την κλήση όχι από ανθρώπους αλλά όπως ο θεσπέσιος Παύλος απέκτησες αυτήν, ένδοξε Κωνσταντίνε ισαπόστολε, από τον Ουρανό, από τον Χριστό τον Θεό» (λιτή). Επειδή όμως ο Παύλος δεν υπήρξε βασιλιάς, οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κάνουν και άλλον παραλληλισμό: συγκρίνουν τον Κωνσταντίνο με τον βασιλιά Δαυίδ, με την έννοια ότι όπως εκείνος χρίστηκε με λάδι βασιλιάς ως εκλεκτός του Θεού από τον προφήτη Σαμουήλ, έτσι και ο Κωνσταντίνος: «Έγινες νέος Δαυίδ στην πράξη, καθώς δέχτηκες από τον Θεό το λάδι της χρίσης ως σύμβολο εξουσίας της βασιλείας στο κεφάλι σου. Διότι ο υπερούσιος Λόγος και Κύριος  σε έχρισε με το Πνεύμα Του» (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος υμνογράφος προσπαθεί να ερμηνεύσει την κλήση αυτή, η οποία συνιστά παραδοξότητα, κυρίως από το γεγονός ότι για πρώτη φορά βασιλιάς με τέτοια εξουσία στρέφεται υπέρ του χριστιανισμού: «Κωνσταντίνε, έλαβες το σκήπτρο από τον Θεό πρώτος εσύ ως βασιλιάς των Χριστιανών» (απόστιχα εσπερινού). Τι εξήγηση λοιπόν προσάγει για τη μεταστροφή του έχοντος την κοσμική εξουσία; Πρώτον, το γεγονός ότι η μητέρα του υπήρξε μία αγία. Από μία αγία βγήκε ένας άγιος. «Πράγματι, μακάρια η γαστέρα και αγιασμένη η κοιλία που σε βάστασε» (απόστιχα εσπερινού). Δεύτερο και κύριο όμως, το γεγονός ότι ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός προείδε  την καλή προαίρεση της καρδιάς του, την υπακοή που θα έδειχνε στην κλήση Του. «Ο βασιλιάς της δημιουργίας, προβλέποντας την ευπείθεια της καρδιάς σου, πάνσοφε, σε κυνηγάει να σε πιάσει με λογικό τρόπο, εσένα που κυριαρχείσο από την αλογία» (αίνοι).

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας αναφέρονται βεβαίως και στο γεγονός ότι ο άγιος Κωνσταντίνος βοήθησε την Εκκλησία στη στερέωση της ορθόδοξης πίστης της, όταν παρουσιάστηκαν ο αιρετικός Άρειος με τους ομόφρονές του και δημιούργησαν τεράστιο πρόβλημα. Ο Κωνσταντίνος έδωσε τη δυνατότητα να συγκληθεί η Α´ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.), η οποία και απεφάνθη οριστικά και αμετάκλητα ως προς τη σχέση του Ιησού Χριστού με τον Θεό Πατέρα Του, δογματίζοντας το «ομοούσιον» Αυτού με Εκείνον. «Συνάθροισες, χωρίς να το περιμένει κανείς, τον μακάριο χορό των θεοφόρων Πατέρων, και μέσω αυτών, Κωνσταντίνε, στήριξες τις καρδιές όλων των πιστών που ταλαντεύονταν, ώστε να δοξολογούν τον Λόγο Χριστό ως ομότιμο και σύνθρονο με τον Πατέρα» (ωδή ς´).

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας βεβαίως δεν προβάλλει μόνον τον άγιο Κωνσταντίνο. Εξίσου προβάλλει και την αγία μητέρα του Ελένη, σημειώνοντας γι᾽ αυτήν, εκτός από την αγιότητά της,  αφενός τη σχέση της με τον τίμιο Σταυρό, αφετέρου τη διάθεσή της να κτίζει άγιους ναούς, κατεξοχήν στους αγίους τόπους. «Και στους τρόπους φιλόθεη και στις θείες πράξεις αξιοθαύμαστη υπήρξες, μακάρια» (ωδή δ´). «Φόρεσες σαν πορφύρα την αγάπη και την τέλεια συμπάθεια, γι᾽ αυτό και τώρα κατοικείς στα άνω βασίλεια» (ωδή ε´). Η αγάπη της για τον Χριστό την έκανε να συνδεθεί ιδιαιτέρως με τον Σταυρό Εκείνου. Η αγία Ελένη, ως γνωστόν, υπήρξε εκείνη η οποία αποδύθηκε στον αγώνα ευρέσεως του Σταυρού. Και όντως, με ανθρώπινες ενέργειες και θεία υπόδειξη Τον βρήκε. «Κατεπείγετο από πόθο και αγάπη του Χριστού η μητέρα του γλυκυτάτου βλαστού, του Κωνσταντίνου, και με σπουδή έφθασε στην αγία Σιών, στον τόπο τον άγιο, στον οποίο σταυρώθηκε με τη θέλησή Του ο Σωτήρας μας, για τη σωτηρία μας. Εκεί, σήκωσε τον Σταυρό και με χαρά κραύγαζε: Δόξα σ᾽Αυτόν που μου δώρισε Αυτόν που είχα ελπίδα» (απόστιχα εσπερινού).  Στην ιστορία βεβαίως έμεινε η αγία Ελένη και για την οικοδόμηση πολλών ναών, ιδίως όπως είπαμε στους αγίους Τόπους. Ο άγιος υμνογράφος όχι μόνον σημειώνει την ξεχωριστή αγάπη της για τους αγίους αυτούς Τόπους, αλλά δίνει και τη φωτισμένη ερμηνεία του για τη δραστηριότητά της στην οικοδόμηση των ναών: η αγία δεν μπορούσε να μην αγαπά τους τόπους που περπάτησε και έπαθε ο Χριστός, αφού όλη την αγάπη και την ελπίδα της την είχε σ᾽ Εκείνον, οικοδομούσε δε ναούς, διότι η ίδια είχε κάνει την καρδιά της ναό του Θεού. «Κόλλησες από αγάπη στον Χριστό κι έθεσες όλην την ελπίδα σου σ᾽ Εκείνον, πάνσεμνε, γι᾽ αυτό και πήγες στους ιερούς τόπους Του, στους οποίους αφού σαρκώθηκε υπέμεινε ο υπεράγαθος τα άχραντα Πάθη» (ωδή γ´). «Με θείες πράξεις οικοδόμησες την καρδιά σου σε ναό του Θεού, Ελένη. Και ανοικοδομούσες γι᾽ Αυτόν ιερούς ναούς, όπου ως άνθρωπος υπέστη για χάρη μας τα άχραντα Πάθη» (ωδή ζ´).

Αν οι αρνητές του αγίου Κωνσταντίνου δεν πείθονται από όλες τις παραπάνω θεοσημείες: την θεόθεν κλήση του, την αγία σαν τον Δαυίδ και τον Σολομώντα βιοτή του, την αγωνία του για την ορθόδοξη πίστη – έστω κι αν κατά καιρούς παρασυρόταν λόγω άγνοιας από ορισμένους επιτήδειους - τουλάχιστον ας πεισθούν από τις θεοσημείες μετά τον θάνατό του. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επισημαίνουν και τη διάσταση αυτή: ο τάφος του Κωνσταντίνου, όπως και της αγίας μητέρας του  βεβαίως, αναβλύζει θείες ακτίνες ιαμάτων παντοειδών και ενισχύει την πίστη των ανθρώπων. Πολλά τα θαύματα με άλλα λόγια που έγιναν, γίνονται και θα γίνονται σε όλους εκείνους που με πίστη επικαλούνται τα άγια ονόματα των θεοστέπτων αυτών και ισαποστόλων βασιλέων. «Ο τάφος όπου κείται το ιερό και τίμιο σώμα σου, Κωνσταντίνε, αναβλύζει θείες λάμψεις και φωτολαμπείς ακτίνες διαφόρων ιαμάτων πάντοτε σ᾽ αυτούς που προσέρχονται σ᾽αυτό, διώχνοντας το σκοτάδι και φωταγωγώντας με ανέσπερο φως αυτούς που σε δοξολογούν» (ωδή θ´). «Πέρασες άγια τη ζωή σου και κατασκήνωσες τώρα μαζί με τους αγίους, γεμάτη από αγιασμό και φωτισμό. Γι᾽ αυτό πάντοτε αναβλύζεις τους ποταμούς των ιαμάτων και εξαφανίζεις τα πάθη, μακάρια Ελένη, και ποτίζεις τις ψυχές μας» (ωδή θ´).

20 Μαΐου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ

«῾Ο ἅγιος Θαλλέλαιος ἔζησε ἐπί βασιλείας τοῦ Νουμεριανοῦ (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.), καταγόταν ἀπό τόν Λίβανο, ὁ πατέρας του λεγόταν Βερούκιος καί ἡ μητέρα του Ρωμυλία, ἐνῶ σπούδασε τήν ἰατρική τέχνη. Συνελήφθη γιά τήν εἰς Χριστόν πίστη του στήν ῎Αζαρβο τή δεύτερη ἐπαρχία τῆς Κιλικίας, ἐνῶ ἦταν κρυμμένος σ᾽ ἕναν ἐλαιῶνα. ῾Οδηγεῖται τότε στόν ἄρχοντα Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καθώς δέν μπόρεσε νά τόν πείσει νά θυσιάσει στά εἴδωλα, διέταξε νά τρυπηθοῦν οἱ ἀστράγαλοί του καί νά κρεμαστεῖ μέ σχοινιά μέ κάτω τό κεφάλι. ᾽Ενῶ λοιπόν φάνηκαν οἱ ὑπηρέτες ὅτι ἐκτελοῦν τή διαταγή, ἀπό κάποια θεία δύναμη ἔχασαν τά μυαλά τους καί ἀντί τοῦ ἁγίου τρύπησαν ἕνα ξύλο καί τό κρέμασαν. Κτυπῶνται λοιπόν αὐτοί, διότι θεωρήθηκαν ὅτι ἐνέπαιξαν τόν ἄρχοντα. ῎Επειτα ὁ ἄρχοντας διέταξε νά ριχτεῖ ὁ ἅγιος στή θάλασσα, ἀπό τήν ὁποία ὅμως βγῆκε ἀβλαβής, φορώντας ἔνδυμα λευκό. Μετά ἀπό αὐτά ρίχνεται στό στάδιο νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τά θηρία, ἀλλά καί πάλι διέμεινε ἀλώβητος, ὁπότε τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι μέ ξίφος στήν ῎Εδεσσα τήν πόλη τῶν Αἰγαίων».

Νέο παλληκάρι ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔδειξε, ὅπως καί ἄλλοι βεβαίως μάρτυρες πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ πίστη στόν Χριστό ὑπερβαίνονται οἱ πειρασμοί τοῦ κόσμου τούτου καί ἡ γοητεία πού ἀσκεῖ  ἰδίως στούς νέους ὁ κόσμος τῶν αἰσθήσεων. Κι αὐτό γιατί ἡ πίστη στόν Κύριο φωτίζει τόν νοῦ καί τίς φρένες τοῦ ἀνθρώπου, καθιστώντας τα τέλεια, ὥστε τό σῶμα νά ὑπακούει στόν φωτισμένο σάν ἥλιο νοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά ἰσορροπεῖ πορευόμενος πάνω στό θέλημα τελικῶς τοῦ Κυρίου. Κι ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος, τότε γίνεται πνευματικά ὑγιής καί ἰσορροπημένος, ἀλλά καθίσταται καί ὄργανο τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά καθοδηγεῖ καί τούς ἄλλους συνανθρώπους του, ἕνα εἶδος φωτός πού λύνει τά σκοτάδια πού δημιουργοῦν σέ κάθε ἐποχή τά διάφορα εἴδωλα. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἐπανειλημμένως  τονίζει τήν πραγματικότητα αὐτή. «῎Ησουν νέος στό σῶμα, ἀλλά τέλειος στίς φρένες, μάρτυς Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί ἔλαμψες σάν ἥλιος τίς ἀκτίνες τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά κάνεις πέρα σαφῶς τή ζόφωση τῆς ματαιότητας τῶν εἰδώλων» (ὠδή α´).

῾Η πνευματική αὐτή ὑγεία καί ἰσορροπία τοῦ ἁγίου Θαλλελαίου πού τόν καθιστοῦσε καί σωστό ἱεραπόστολο τοῦ Κυρίου ἦταν κατά τόν ὑμνογράφο μας ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού βρῆκε ὅμως συνεργό καί τή δική του θέληση. Εἶναι ἡ πιό γνωστή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅτι προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά σχετιστεῖ καί νά συντονιστεῖ μέ τόν Θεό ἀπαιτεῖται βεβαίως πρώτιστα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ - ᾽Εκεῖνος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως καί δέν μᾶς ἀφήνει ποτέ σέ ῾ἡσυχία᾽- ἡ ὁποία ὅμως χάρη ἀπαιτεῖ καί τήν καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τό ῾ναί᾽ τό δικό του γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτή μέσα στήν ὕπαρξή του. ῎Ετσι ὁ ἅγιος ὑποκινημένος ἀπό τόν Κύριο προσέβλεπε μόνο πρός Αὐτόν, σέ βαθμό τέτοιο πού δέν παρεξέκλινε καθόλου, ἔστω κι ἄν ὑφίστατο πάμπολλα μαρτύρια. «᾽Οχυρώθηκες ἀπό τήν εὐσέβειά σου καί δυναμώθηκες ἀπό τή χάρη τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ, Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί προχώρησες μέ γενναιότητα πρός τούς ἀγῶνες τοῦ μαρτυρίου καί ἔλυσες τά ὀχυρά τοῦ ἐχθροῦ, παίρνοντας τή νίκη» (ὠδή α´). «᾽Αποσκοπώντας μόνο πρός τόν Κύριο πού σοῦ παρεῖχε τή νίκη, δέν παρεκτράπηκες ἀπό τήν ἀληθινή ὁμολογία, ἀθλητά, ἀλλά διέμεινες σταθερός, προκαλώντας ἔκπληξη καί στούς ἄφρονες» (ὠδή γ´).

Ἡ βοήθεια τοῦ ἀγίου ἀπό τή χάρη τοῦ Κυρίου, ἰδίως κατά τήν ὥρα τῶν μαρτυρικῶν ἀγώνων του, πραγματοποιεῖτο, κατά τόν ἅγιο ᾽Ιωσήφ, καί μέσω τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἀσκητική ἰδίως παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας ὅτι τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, κατά παραχώρηση ἀσφαλῶς ᾽Εκείνου, πολεμοῦν πλήθη δαιμόνων. Οἱ δαίμονες κυριολεκτικά ῾δαιμονίζονται᾽ ὅταν βλέπουν ἄνθρωπο νά ἐπιτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Γι᾽ αὐτό καί προσπαθοῦν μέ πολλούς τρόπους, κυρίως μέ ὑποκίνηση τῶν δικῶν τους ῾ἀνθρώπων᾽, νά ὁδηγήσουν τόν ἅγιο σέ φόβο καί σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος ὅμως πάντοτε εἶναι μαζί μας. Οὐδέποτε μᾶς ἀφήνει ἀνυπεράσπιστους καί πλήν τῆς ἴδιας τῆς δικῆς Του παρουσίας στέλνει καί τούς ἀγίους ἀγγέλους Του πρός βοήθεια - ὅ,τι συνέβη μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό μας πού τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ Του λίγο πρό τοῦ Πάθους ἄγγελος Τόν ἐνίσχυε. Θυμᾶται κανείς τόν νεαρό καλόγερο τοῦ Γεροντικοῦ πού φοβισμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν κατέφυγε σέ μεγάλο Γέροντα. Κι ἐκεῖνος τόν καθησύχασε, δείχνοντάς του ὅτι ναί μέν εἶναι ἀρκετοί οἱ δαίμονες, ἀλλά εἶναι πολύ λίγοι μπροστά στό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἀγγέλων πού τόν βοηθοῦν. «Κατατρόπωσες τίς φάλαγγες τῶν δαιμόνων, σοφέ, ἔχοντας ὡς συνεργούς τούς ἁγίους ἀγγέλους κατά τόν καιρό τῶν ἀγώνων σου» (ὠδή ς´).

Κι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει: μέσα στούς πειρασμούς ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔμοιαζε μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός, ἡ ὁποία ὅμως δροσιζόταν ἀπό τήν θεϊκή δρόσο, ἤ καί μέ τόν ἅγιο προφήτη Δανιήλ, ὁ ὁποῖος κι ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε τόν πειρασμό τῶν λιονταριῶν καί βγῆκε ἀλώβητος σάν κι αὐτόν. «Στεκόσουν στό μέσο τῆς φλόγας τῶν πειρασμῶν, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες, ἔνδοξε, δεχόμενος ἀκριβῶς τή θεία δρόσο ἀπό τόν Θεό καί δοξολογώντας τόν ἐπί πάντων Θεό» (ὠδή ζ´). «Σάν ἄλλος νέος Δανιήλ ρίχτηκες ἀνάμεσα στά λιοντάρια, χωρίς νά βλαφτεῖς καθόλους ἀπό αὐτά, ἀθλοφόρε μάρτυς Θαλλέλαιε, λόγω τῆς θείας χάριτος»  (ὠδή ζ´). Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπισημαίνει μέ φωτισμό Θεοῦ ὅτι «συγχορεύουν μαζί μέ τούς πιστούς κατά τή μνήμη τοῦ ἁγίου ὅσιοι ἀθλητές, δῆμοι ἀγγέλων καί ἀποστόλων καί προφητῶν», ἐνῶ παρακαλεῖ τόν ἅγιο «νά μή παύσει νά πρεσβεύει γιά ὅλους μας» (ὠδή η´).