02 Ιουνίου 2025

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

 

«Ο άγιος Νικηφόρος (758-822) έζησε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του δυσσεβή, του επονομαζομένου Κοπρώνυμου, και ήταν γέννημα και θρέμμα της Βασιλίδος των πόλεων. Οι γονείς του, λαμπρής και γνωστής οικογένειας, ήταν ο Θεόδωρος και η Ευδοκία. Ο Θεόδωρος ήταν γραμματέας των βασιλικών εντολών κι επειδή κατηγορήθηκε ότι προσκυνούσε τις θείες εικόνες μαστιγώθηκε και εξορίστηκε στο φοβερό φρούριο της Μύλασσας. Αργότερα τον έφεραν πίσω, αλλ’ επειδή και πάλι δεν υπάκουσε στις βασιλικές προσταγές, τον εξόρισαν πέρα από τη Νίκαια. Εκεί έζησε έξι χρόνια με μεγάλες κακουχίες κι έτσι έφυγε από τη ζωή αυτή. 

Ο γιος του ο τίμιος Νικηφόρος, ήδη από γεννησιμιού του μεγάλωσε μέσα στην αγκαλιά της Ορθοδοξίας και ανατράφηκε με το γάλα της πίστεως. Όταν μεγάλωσε και πήρε καλή μόρφωση, κατατάχθηκε κι αυτός στους Γραμματείς. Αργότερα όμως, όλα τα επίγεια τα θεώρησε σκουπίδια και σαν τον ιστό της αράχνης, γι’ αυτό και αναχώρησε από την Πόλη και πήγε στην Προποντίδα, ζώντας με πλήρη αφιέρωση στον Θεό και με πολλούς ασκητικούς κόπους και ταλαιπωρίες. Όταν απεβίωσε ο μέγας Αρχιερεύς Ταράσιος (πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), ο αυτοκράτορας Νικηφόρος πίεσε με έντονες παρακλήσεις τον ομώνυμό του ασκητή Νικηφόρο  να αναλάβει αυτός τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Λίγο αργότερα όμως αναπαύτηκε από τη ζωή αυτή ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας, τον διαδέχθηκε ο υιός του Σταυράκιος που κι αυτός πολύ γρήγορα απέθανε, οπότε ανέλαβε τα σκήπτρα της βασιλείας ο ευσεβέστατος Μιχαήλ. 

Τον Μιχαήλ όμως τον έριξε βίαια από τον θρόνο ο όνομα και πράγμα Λέων κι έγινε αυτός βασιλιάς, αρχίζοντας τις επιθέσεις του κατά των αγίων εικόνων και κατά της ευσεβούς ορθοδόξου πίστεως. Πόσα και τι είδους παθήματα πέρασε ο σεβάσμιος Πατέρας μας Νικηφόρος στους θαρραλέους αγώνες του απέναντι στον ασεβή και αλιτήριο αυτόν βασιλιά, είναι αδύνατο και να πούμε και να γράψουμε. Το μόνο που μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι ο θεομίσητος Λέων, μόλις ανέλαβε τον εξουσία, αμέσως καθαίρεσε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Νικηφόρο, τον εξόρισε και τον έριξε στη φυλακή, δίνοντας την εντολή να μην έχει καμιά απολύτως ανθρώπινη παρηγοριά από οποιονδήποτε. Έτσι έζησε με ταλαιπωρίες μεγάλες ο άγιος, μέχρις ότου ο ασεβής αυτός Λέων έχασε με άσχημο τρόπο τη ζωή του, καθώς κατέκοψαν τα μέλη του σώματός του με μαχαίρια δικοί του άνθρωποι, μέσα στον ναό του Φάρου. Ο δε μακάριος Νικηφόρος, καταπονημένος από τις πολύχρονες ταλαιπωρίες και τις κακοπάθειες, παρέθεσε το πνεύμα του στα χέρια του Χριστού, σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών, αφού πέρασε εννιά χρόνια στον Πατριαρχικό θρόνο και δεκατρία στην εξορία».  

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του αγίου Νικηφόρου, με έναν τολμηρό αλλά ρεαλιστικό ταυτόχρονα στίχο του, μάς δίνει το πνευματικό ύψος του εορταζομένου αγίου: «Ο Πατριάρχης Νικηφόρος είναι δίπλα στον Πατριάρχη Αβραάμ τον θείο Γέροντα. Ο Νικηφόρος στις 2 Ιουνίου βρήκε θέση στον Παράδεισο» («Τοῦ Πατριάρχου Πατριάρχης πλησίον, Θείου γέροντος Ἀβραάμ Νικηφόρος. Δευτερίῃ Νικηφόρος εἰς Ἐδέμ εὕρατο μοίρην») (στίχος συναξαρίου). Και δεν μένει μόνον εκεί. Όχι μόνο ο Αβραάμ, αλλά όλοι οι μεγάλοι Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Μωϋσής, τιμούν τον άγιο Νικηφόρο με ωδές και ύμνους, θεωρώντας ότι προστέθηκε στη δική τους χορεία εν ουρανοίς. «Χοροί Πατριαρχών, τήν ἁγίαν σου μνήμην, ἐν ὕμνοις καί ὠδαῖς, Νικηφόρε τιμῶσι∙ προσθήκην γάρ ἐδέξαντο τήν ψυχήν σου τήν ἔνδοξον») (κάθισμα όρθρου). Γιατί αυτό; Θα περιμέναμε από τον άγιο υμνογράφο να μας πει ότι πρόκειται πρώτα από όλα για παιδί ενός μάρτυρα – μάρτυρας ο πατέρας του Θεόδωρος. Κι όμως! Ούτε μία αναφορά στον άγιο πατέρα. Ο υμνογράφος είναι «θαμπωμένος» θα λέγαμε από την αγία βιοτή του οσίου Νικηφόρου κι εκεί επικεντρώνει την προσοχή του, αλλά και τη δική μας.

Και πράγματι. Νομίζουμε πως δεν υπάρχει λέξη που να μη χρησιμοποίησε ο Θεοφάνης για να μας προβάλει τη θεμελιωμένη πάνω στον Κύριο ζωή του Νικηφόρου, ήδη από την ώρα της γέννας του και μέχρι την ώρα της εξόδου του από τον κόσμο. Είναι το «θεῖον ἐκτύπωμα» - στο πρόσωπό του βλέπουμε τον ίδιο τον Θεό (στιχ. εσπ.), είναι «αυτός που την πράξη της άσκησης την έκανε σκαλοπάτι για να ανεβεί στη θεωρία του Θεού» (ὠδή α΄), είναι «αυτός που ο λόγος του ήταν κοσμημένος από τις ενάρετες πράξεις του και ο βίος του αντιστοίχως γεμάτος από την ομορφιά του λόγου του Θεού» (ὠδή α΄). Όλη η ζωή του δηλαδή κατά τον άγιο υμνογράφο ήταν ένας αγώνας πάνω στο μαρτύριο της συνειδήσεως: πώς να τηρεί απαρέγκλιτα τις εντολές του Κυρίου Ιησού: «τῆς γάρ συνειδήσεως ἤνεγκας μαρτύριον» (ὠδή η΄). Γι’ αυτό και φωτίστηκε από το Πνεύμα του Θεού, ώστε όχι μόνο η ζωή του αλλά και ο λόγος του και τα κηρύγματά του να φανερώνουν όντως τι το Πνεύμα φανερώνει στην Εκκλησία. «Λάμποντας σαν ήλιος με τις ακτίνες του Πνεύματος στις Εκκλησίες, αναδείχθηκες ουρανομήκης στύλος της, θεόφρον» («Φωσφόρος ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων τοῦ Πνεύματος ταῖς Ἐκκλησίαις, θεόφρον, ἀνεδείχθης στῦλος οὐρανομήκης») (ὠδή ς΄). Και πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος του κανόνα του για τον άγιο ο Θεοφάνης το αφιερώνει στην εξαγγελία του λόγου του Θεού, αφού την εποχή του η ορθόδοξη πίστη διωκόταν από τον αυτοκράτορα Λέοντα, ο οποίος θεωρούσε την προσκύνηση των εικόνων ως πράξη ειδωλολατρική. Ο άγιος Νικηφόρος λοιπόν ήταν εκείνος, μεταξύ των άλλων Πατέρων, που έδειξε ότι η εικόνα αποτελεί πρακτική εφαρμογή της πίστεως στον Ιησού Χριστό ως Θεό αλλά και άνθρωπο. Άρνηση να τιμήσει κανείς τις εικόνες σημαίνει ότι αρνείται την πραγματικότητα της ενσάρκωσης του Θεού, αλλοίωση της πίστεως σ’ Εκείνον, συνεπώς συνιστά χριστολογική αίρεση που τον άνθρωπο τον εκτρέπει από τη ζωντανή σχέση του με τον Θεό. «Με θεολογικό νου ερεύνησες το βάθος της σοφίας και με τη δύναμη των διδασκαλιών σου διέλυσες (κρέμασες) εντελώς αυτούς που αρνούνται την εικόνα του Χριστού» («Φιλοσοφίᾳ τῆς σοφίας τό βάθος ἠρεύνησας, καί δογμάτων σου πλοκαῖς, τούς ἀθετοῦντας εἰκόνα Χριστοῦ τρανῶς ἀπηγχόνησας») (ὠδή γ΄).

Ο άγιος Θεοφάνης, όπως συμβαίνει πάντοτε για κάθε άγιο, «διανοίγει» και την καρδιά του οσίου Νικηφόρου προκειμένου να μας νοηματοδοτήσει την όλη πορεία του. Μας συγκινεί ιδιαίτερα ο λόγος του: «Έχοντας κάνει παράδεισο την καρδιά σου, στο κέντρο της οποίας είναι φυτευμένο το ξύλο της ζωής, δηλαδή ο ίδιος ο Κύριος, φανέρωσες σε όλους τον λόγο της πίστεως, πάτερ Νικηφόρε θεόπνευστε» («Ὡς παράδεισον τήν καρδίαν σου κεκτημένος, ξύλον ζωῆς ἐν μέσῳ ταύτης πεφυτευμένον, πᾶσιν ἐφανέρωσας τον λόγον τῆς Πίστεως, Πάτερ Νικηφόρε θεόπνευστε») (ὠδή δ΄). Για να μιλήσει κανείς για την πίστη, για να είναι πειστικός ο λόγος και το κήρυγμά του για τον Χριστό και την αγία Εκκλησία Του, πρέπει να εμπνέεται από το Πνεύμα του Θεού. Η έμπνευση όμως αυτή προϋποθέτει τον αγώνα να κρατάει κανείς τον Χριστό στο κέντρο της καρδιάς του – να ενεργοποιεί το άγιο βάπτισμά του. Κι αυτό γίνεται μόνο με έναν τρόπο, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: όταν τηρούνται οι άγιες εντολές Του. «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. Ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου». Ο άγιος υμνογράφος μάς προσφέρει κατακάθαρα ενώπιόν μας τον άγιο και την κατά Χριστόν πορεία του.  

Η «ΚΑΡΔΙΑ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ (1 ΙΟΥΝΙΟΥ)

Ένας ύμνος από την υμνολογία του αγίου Ιουστίνου έρχεται και φωτίζει τον εσωτερικό του αγώνα, αποκαλύπτοντάς μας, κατά τη θεώρηση του αγίου υμνογράφου του, το πνευματικό επίπεδο στο οποίο βρισκόταν. «Στερέωμα Χριστόν ἐν τῇ καρδίᾳ σου κατέχων, ἀνδρείως ἀντικατέστης, Ἰουστίνε, τῷ δικάζοντι ἀνομεῖν παρανόμως σε προστάττοντι» (ὠδή γ΄). Δηλαδή: Έχοντας βαθιά μέσα στην καρδιά σου τον Χριστό ως βάση και στερέωμά σου, Ιουστίνε, αντιμετώπισες με ανδρεία τον δικαστή που σε πρόσταζε με παράνομο τρόπο να ανομήσεις και να προδώσεις τον Θεό.

Ο άγιος ήταν φιλόσοφος με την έννοια της αναζήτησης της αλήθειας, μέχρις ότου βρήκε «τήν μόνην ἀληθῆ τε και ξύμφορον φιλοσοφίαν», δηλαδή την πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό, πίστη στην οποία προσκολλήθηκε τόσο που έδωσε και την ίδια  τη ζωή του γι’ αυτήν γινόμενος μάρτυρας. Κι αυτό γιατί διαπίστωσε από την ίδια του την εμπειρία ότι ο Χριστός δεν ήταν απλώς ένας σπουδαίος ίσως άνθρωπος  που  κάλυπτε κάποια «κενά» μιας κοσμοθεωρίας, αλλά ο Ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος, συνεπώς γέμιζε την καρδιά και την ύπαρξή του όλη μ’ εκείνο το «πυρ» που φωτίζει τον άνθρωπο και κατακαίει τα πάθη που θέτουν φραγμό στην εύρεση του ζωντανού και αληθινού Θεού. Ο άγιος με άλλα λόγια ήταν από τους πρώτους διανοητές που συνειδητοποίησε με τη χάρη ασφαλώς του Θεού ότι το κυρίαρχο στοιχείο για να ζήσει πράγματι ο άνθρωπος με νόημα στη ζωή του δεν είναι η λογική του, αλλά η καρδιά του, κι έτσι έγινε μέτοχος κι αυτός της φλόγας του Παρακλήτου που περιέλαμψε τους μαθητές του Κυρίου κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Κατά τον λόγο του Χριστού: «πῦρ ἦλθον βαλεῖν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη».

Λοιπόν, τι σημειώνει με διεισδυτικό τρόπο ο υμνογράφος ως στόμα της Εκκλησίας; Ότι ο άγιος είχε φτάσει στο ανώτερο δυνατό σημείο της πνευματικής ζωής, κατά το οποίο έχει ξεπεραστεί και ο ίδιος ο φόβος του θανάτου. Ο φόβος του θανάτου είναι σημάδι της «φυσικής» ζωής, της ζωής όπως βιώνεται στον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας – είναι το τίμημα ακριβώς της αμαρτίας. Στη χριστιανική ζωή που ακολουθεί τα χνάρια του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού ο φόβος αυτός ξεπερνιέται, (μία δειλία βεβαίως είναι «αποδεκτή» καθώς βρίσκεται ο άνθρωπος ακόμη μέσα στον κόσμο τούτο), γιατί ο πιστός άνθρωπος εντάσσεται μέσα σ’ Εκείνον που «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», ζώντας πια το πιο καθοριστικό στοιχείο που αποδεικνύει την υπέρβαση του φόβου, την αγάπη του Χριστού. «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον». Λόγια σαν του αποστόλου Παύλου «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι και σύν Χριστῷ εἶναι» ή σαν του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος που λέει ότι «ο άγιος περιμένει με χαρά καθημερινά τον θάνατο», δεν παραξενεύουν τον χριστιανό. Απλώς αναμετριέται με το επίπεδο αυτό και συνήθως κλίνει την κεφαλή και το γόνυ συνειδητοποιώντας τη μικρότητα και… αντιχριστιανικότητά του˙ γιατί φοβάται ακόμη τον θάνατο.

Ο άγιος Ιουστίνος λοιπόν έχοντας πιστέψει στον Χριστό ζούσε την παρουσία του αγίου Πνεύματος στην ύπαρξή του που του έδινε θάρρος και δύναμη να αντιμετωπίσει τους ισχυρούς της γης την εποχή εκείνη, αλλά και ακόμη με τόλμη και χωρίς φόβο να οδηγηθεί και στον ίδιο τον θάνατο. Κι εδώ έρχεται κατεξοχήν ο άγιος υμνογράφος να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το «μυστικό» της αφοβίας του αγίου, τι ήταν εκείνο που κυριαρχούσε στην καρδιά του, ώστε αναλόγως να βλέπει και να αντιμετωπίζει τα πράγματα στη ζωή του. «Κατείχε» μάς λέει «τον Χριστό στο βάθος της καρδιάς του κι ο Χριστός ήταν το στήριγμά του». Να λοιπόν το «μυστικό» του, αλλά και το μυστικό κάθε αγίου, δηλαδή κάθε μάρτυρα της πίστεως. Αν η καρδιά είναι δεμένη με τον Χριστό, αν Εκείνος, όπως το απεκάλυψε, αποτελεί «τήν πέτραν» πάνω στην οποία έχει θεμελιωθεί το οικοδόμημα της ψυχής, από κει πέρα τίποτε απολύτως δεν μπορεί να γίνει ανάχωμα για την πνευματική πορεία του ανθρώπου. Πρόκειται για την πνευματική πραγματικότητα που αποκαλύπτει επανειλημμένως η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή, ότι δηλαδή ο πιστός άνθρωπος «ἐστήριξε τήν καρδίαν του ἐν Κυρίῳ», ότι «ἐπ’ Αὐτῷ ἐπεστηρίχθη ἡ ψυχή του», συνεπώς βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτό που διαδραματίζεται στα μυστικά βάθη του πνεύματος του ανθρώπου.

Και τι σημαίνει συγκεκριμένα ότι ο πιστός έχει στήριγμά του ή «στερέωμά» του τον Χριστό; Σημαίνει ότι ο πιστός ως μέλος Χριστού, συνεπώς ενισχυόμενος από Εκείνον, με ορμητική διάθεση ψυχής, κατά το «εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ», «κολλάει» καταρχάς τον εαυτό του στις άγιες εντολές Εκείνου. Πρόκειται για μία από τις πιο σπουδαίες αλήθειες του ευαγγελικού λόγου, σύμφωνα με τον οποίο «ο Χριστός περικλείεται μέσα στις εντολές Του». «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με. Ὁ δε ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Και: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα και μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν». Κι έπειτα, «κολλάει» στο όνομα του Κυρίου. Το όνομα του Χριστού γίνεται για τον πιστό το «βάθρο» της εν Κυρίω πορείας του, η «γη» που πατάει, δεν μπορεί να αναπνεύσει χωρίς Εκείνον. «Μνήμη Ἰησοῦ κολληθήτω σῇ ἀναπνοῇ», όπως λέει και πάλι ο της Κλίμακος άγιος.

Ο άγιος υμνογράφος μάς αποκαλύπτει το «βάθος» της καρδιάς του αγίου Ιουστίνου. Μας αποκαλύπτει συνεπώς τον δρόμο της αγιότητας και μας προσανατολίζει στη μόνη πραγματικότητα που πρέπει και εμείς να πορευτούμε.

29 Μαΐου 2025

«ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΜΕΘ’ ΥΜΩΝ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΚΑΘ’ ΥΜΩΝ»

«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν» (Κοντάκιον Αναλήψεως).

(Ἀφοῦ ἐκπλήρωσες τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας κι ἕνωσες τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια, ἀναλήφθηκες, Χριστέ Θεέ μας, χωρίς νά χωριστεῖς καθόλου ἀπό ἐμᾶς καί χωρίς νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό ἐμᾶς, καί φωνάζοντας δυνατά σ’ αὐτούς πού σ’ ἀγαπᾶνε: ἐγώ εἶμαι μαζί σας, γι’ αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐναντίον σας).

Σέ πολύ λίγες γραμμές ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ἐπισημαίνει τό θεολογικό βάθος τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἁγία Του Ἀνάσταση ὁ Κύριος, κατά τήν ἐντολή πού ἤδη εἶχε δώσει, μάζεψε τούς μαθητές Του στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, κι ἐκεῖ ἐνώπιόν Του, ἀφοῦ τούς ἐνεφύσησε τό ἅγιον Πνεῦμα καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», προτρέποντάς τους νά παραμένουν ἐν προσευχῇ στόν τόπο πού τούς εἶχε ὑποδείξει μέχρι τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τούς εὐλόγησε καί ἀναλήφθηκε ἐν δόξῃ στούς Οὐρανούς, προκειμένου νά παρακαθήσει καί ὡς ἄνθρωπος στά δεξιά τοῦ Πατέρα.

Δύο εἶναι τά καίρια σημεῖα στά ὁποῖα ἐπιμένει ὁ ὑμνογράφος γιά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Πρῶτον· ἡ Ἀνάληψη σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ σχεδίου Του δηλαδή γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί εἶχε ἐξαγγείλει μέσω τῶν Προφητῶν Του στήν Παλαιά Διαθήκη, πραγματοποιήθηκε ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία τό ζωντανό σῶμα Του, τόν ἀπομακρυσμένο λόγω τῆς ἀνυπακοῆς του ἄνθρωπο. Μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ «οὐκέτι ἐσμέν ξένοι καί πάροικοι, ἀλλ’ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Μέ τόν Χριστό ἀκούσαμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας μας κι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ φίλος μας, ἡ ρίζα μας, τό σπίτι μας, τό ἔνδυμά μας, ὁ νυμφίος μας, ἡ τροφή μας, τά πάντα γιά τή ζωή μας.

Δεύτερον· ἡ πραγματικότητα αὐτή τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας μας ὡς ἕνωσής μας μέ τόν Θεό δέν ἀποτελεῖ περιστασιακό γεγονός - ἕνα εἶδος παρένθεσης στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου - ἀλλά μόνιμη καί αἰώνια κατάσταση. Μετά τόν Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὁ κόσμος ζεῖ ἀδιάκοπα τήν παρουσία Του, ποτέ δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν, Αὐτός ζεῖ μέσα σ’ αὐτόν καί αὐτός μέσα σ’ Ἐκεῖνον. Πρόκειται, ὅπως εἴπαμε, γιά τήν ἁγία Του Ἐκκλησία πού ἀποτελεῖ τό μυστικό ζωντανό σῶμα Του. Κι αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι πρίν τόν ἐρχομό Του ὁ κόσμος βρισκόταν ἐκτός τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ διαρκή ἐπιβεβαίωση καί ἐξαγγελία τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πού διακρατεῖ τόν κόσμο: Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ προνοητής, ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου ὡς «διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». Ὅμως μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου Του ὁ κόσμος ἀπέκτησε καί πάλι τή δυνατότητα νά «βλέπει» καί νά ζεῖ ἐν αἰσθήσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· νά πραγματοποιεῖ μέ τήν κάθαρση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τήν πορεία τῆς ὁμοίωσής του πρός Αὐτόν.

 Μέ τήν προϋπόθεση βεβαίως ὅτι αὐτό πραγματοποιεῖται ἀπό ὅσους πίστεψαν στόν Κύριο, πού σημαίνει ὅτι Τόν ἀγάπησαν, ἀνταποκρινόμενοι στή δική Του ἀγάπη. Σ’ αὐτούς τούς πιστούς φωνάζει ὅτι εἶναι πάντοτε μαζί τους κι ὅτι κανείς δέν θά μπορέσει νά τούς κάνει κακό. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν;» πού λέει καί ὁ ἀπόστολός Του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μᾶς στρέφει στό παρελθόν γιά νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ· μᾶς στεριώνει στό παρόν μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ: ὁ Χριστός εἶναι ἐμεῖς κι ἐμεῖς εἴμαστε Αὐτός ἐν πνεύματι Ἁγίῳ · καί μᾶς προσανατολίζει στό μέλλον, ζώντας ἐν διαρκεῖ προσμονῇ τήν καί πάλι γιά δεύτερη φορά ἐμφάνισή Του: «μαράν ἀθά».

Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

1.  Μέ τήν ᾽Ανάληψή Του ὁ Κύριος ὁλοκλήρωσε τό ἀπολυτρωτικό ἔργο Του στή γῆ. Ὅ,τι ξεκίνησε με τον ερχομό Του στόν κόσμο ἔφτασε στό πέρας του μέ τήν Θεία Του ᾽Ανάληψη: ἕνωσε τούς ἀνθρώπους μέ τόν Τριαδικό Θεό. Κατά τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς ὁ Κύριος ἀνελήφθη ἐν δόξῃ «τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις».

Ἡ ἐν δόξῃ αὐτή ᾽Ανάληψη δέν ἀποτελεῖ ἀπόρριψη ἀπό τόν Κύριο τοῦ σώματός Του καί ἐπάνοδό Του ὡς Θεοῦ μόνου στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Ὁ Κύριος ἀναλαμβάνεται στούς Οὐρανούς, «ὅπου ἦν τό πρότερον», μέ τό ἅγιο σῶμα Του, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἡ ἐνσάρκωσή Του δέν ἦταν παρένθεση στή ζωή Του. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν κράτησε διαπαντός. Ἐν Χριστῷ δηλαδή ὁ ἄνθρωπος «κατέκτησε» τούς οὐρανούς. 

Ἡ  ἀλήθεια αὐτή ἀποκαλύπτει ἀσφαλῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀλλά  καί τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Αξία ὅμως πού δέν ἀποκτᾶ ἀπό μόνος του, ἀλλά ἀπό τή σχέση του μέ τό Δημιουργό Του.  Εἶναι στήν πραγματικότητα τό «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» σ’ αὐτόν, τό ὁποῖο καθάρισε ὁ Χριστός ἐρχόμενος στόν κόσμο καί τό ἔφτασε στό ἀπώγειό του ὡς «καθ᾽ ὁμοίωσιν» μέ τήν ἔνδοξη ᾽Ανάληψή Του. Γι’ αὐτό καί ἡ δοσμένη ἀπό τόν Θεό ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ὁδηγεῖ στήν καταδίκη κάθε ρατσιστικῆς ἀντίληψης καί κάθε ἀριστοκρατικῆς θεώρησης ὁμάδας ἀνθρώπων. Κανείς δέν εἶναι ἀνώτερος ἀπό κάποιον ἄλλον. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (ἄνδρες καί γυναῖκες, λευκοί καί μαῦροι, πλούσιοι καί φτωχοί) ἔχουμε τήν ἴδια ἀξία πού μᾶς δίνει ὁ Θεός μας.

 2. Ναί μέν ὁ Κύριος μέ τήν ᾽Ανάληψή Του ὁλοκλήρωσε τό ἔργο Του ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά καί δέν σώθηκε ὁ κόσμος ἀκόμη. Αὐτό πού ἔφερε ἔπρεπε νά γίνει προσωπικό κτῆμα τοῦ καθενός. Κι αὐτό ἔγινε μέ τήν κάθοδο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Κατά τήν Πεντηκοστή, τό τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό ῞Αγιον Πνεῦμα, ἀναλαμβάνει τό ἔργο τῆς φανέρωσης τοῦ Χριστοῦ στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, νά πραγματοποιεῖ τόν ἁγιασμό τους. Ἔτσι ἡ ᾽Ανάληψη παραπέμπει στήν Πεντηκοστή. Χωρίς τήν Πεντηκοστή – τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος - ἡ ᾽Ανάληψη, ὅπως καί ὅλη ἡ ἐπί γῆς ζωή τοῦ Κυρίου, θά παρέμενε παντελῶς ἀνενέργητη - ὁ Χριστός θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά μᾶς. Ἡ ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας τονίζει: «ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ἵνα πέμψῃ τόν Παράκλητον τῷ κόσμῳ». Ὁ Κύριος δηλαδή φεύγει ἀπό τόν κόσμο γιά νά ξανάρθει μέ ἄλλον τρόπο: μέσω τοῦ Πνεύματός Του.

3. Ἡ ᾽Ανάληψη δέν παραπέμπει μόνο στήν Πεντηκοστή. Παραπέμπει καί στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Τά λόγια τῶν ᾽Αγγέλων στούς  μαθητές τή στιγμή τῆς ᾽Αναλήψεως εἶναι ἐνδεικτικά: «ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾽ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πρ. ᾽Απ. 1,11). Ὁ ἐν δόξῃ ἐρχομός τοῦ Κυρίου γιά δεύτερη φορά ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς πρώτης παρουσίας Του, τέλος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ᾽Ανάληψη, ἀλλά καί τῆς  παρουσίας Του ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι στήν ᾽Εκκλησία. Ἡ Δευτέρα Παρουσία ἀποτελεῖ τήν προοπτική καί τήν προσμονή τῶν Χριστιανῶν. Τό «ἔρχου, Κύριε ᾽Ιησοῦ» (᾽Απ. ᾽Ιωάν. 22,20) εἶναι ἡ κραυγή τοῦ πιστοῦ πού ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν Χριστό.

26 Μαΐου 2025

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

 

«Ὥσπερ φορτίον καί γεῶδες ἀχθοφόρημα ὡρᾶτο τοῖς ἐν κόσμῳ περιπατῶν ὁ Τυφλός, καί ἐν ταῖς πλατείαις πόδας συντρίβων, τάχα ὡς ὅρασιν τήν ράβδον πλουτῶν˙ ὅθεν καταφεύγει πρός τόν φωτοδότην, ἐξ οὗ λαμβάνει τό φῶς ὁρᾶν, καί ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ βλέπειν τόν ποιητήν, τόν καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καί κατ’ εἰκόνα δημιουργήσαντα τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων, ἐκ γῆς τό πρότερον, καί νῦν χοΐ καί πτύσματι, καταυγάσαντα τούτου τάς κόρας, καί δόντα φιλανθρώπως βλέπειν τόν ἥλιον» (απόστ. Αίνων όρθρου ημέρας).

(Περπατώντας ο τυφλός και συντρίβοντας τα πόδια του στις πλατείες, έχοντας δήθεν ως όραση τη ράβδο του, φαινόταν στους ανθρώπους του κόσμου σαν φορτίο και βάρος της γης. Γι’ αυτό καταφεύγει προς τον φωτοδότη Κύριο, από τον Οποίο παίρνει το φως της όρασης και να βλέπει με τα μάτια του τον Ποιητή και Δημιουργό, που δημιούργησε καθ’ ομοίωσιν και κατ’εικόνα του Ίδιου τη φύση των ανθρώπων, στην αρχή της δημιουργίας από γη και τώρα από χώμα και φτύσμα, και ο Οποίος καταφώτισε τις κόρες των οφθαλμών του και του έδωσε από την αγάπη Του να βλέπει τον ήλιο).

Με δύναμη ποιητική ο άγιος υμνογράφος περιγράφει τα στάδια που πέρασε ο εκ γενετής τυφλός του Ευαγγελίου, μέχρις ότου θεραπευτεί από τον Κύριο, όχι μόνο σωματικά, αλλά κυρίως και πνευματικά. Πρώτο στάδιο, η οδυνηρή πραγματικότητα στην οποία ζούσε ως αόμματος – μη έχοντας όραση, κυρίως όμως και μάτια˙ άδειες κόγχες ήταν στη θέση των οφθαλμών του. Και η οδύνη του τυφλού, κατά τον υμνογράφο, ήταν διπλή: σωματική πρώτον, γιατί κρατώντας το μπαστούνι του τάχα ως όρασή του συχνά σκόνταφτε και έπεφτε, ιδίως στις πλατείες που ήταν μαζεμένος κόσμος˙ δεύτερον ψυχολογική, γιατί ακριβώς γινόταν, κατά την άποψή του, περίγελως των άλλων ή ακόμη χειρότερα αντικείμενο του οίκτου τους. Ο ποιητής εκφράζει με μοναδικό τρόπο την ψυχολογία του, πλήρη καταθλιπτικών στοιχείων: «είμαι ένα φορτίο για τον κόσμο, ένα βάρος πάνω στη γη!» Ίχνος χαράς και ελπίδας δεν φαίνεται να του δίνει ώθηση για ζωή.

Κι εκεί που όλα είναι γι’ αυτόν «μαύρα» και σκοτάδι, έρχεται το δεύτερο στάδιο: η συνάντησή του με τον Κύριο, ο Οποίος τον πλησιάζει με την άπειρη αγάπη Του, «φιλανθρώπως», για να του δώσει φως και προοπτική, στον κόσμο τούτο αλλά και αιώνια. Ποιες οι κινήσεις του Κυρίου; Ψυχολογικά και πνευματικά, τον απαλλάσσει από οποιαδήποτε ενοχή: δεν είναι αυτός αίτιος λόγω αμαρτίας δικής του ή των γονέων του, για ό,τι του έχει συμβεί. Το αντίθετο: η ύπαρξή του συνιστά την αφορμή για να φανερωθεί η δόξα του Θεού! «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού μέσα από αυτόν».  Ο αόμματος που στα μάτια των άλλων και τα δικά του θα πρέπει ίσως να μην υπάρχει στον κόσμο είναι στα μάτια του Θεού η ύλη που έχει στα χέρια Του ο Θεός για να λάμψει η δόξα Του! Πόσο οι εκτιμήσεις μας για τον κόσμο, για τους συνανθρώπους μας, για τους εαυτούς μας είναι τις περισσότερες φορές πλανεμένες. Με τι μάτια, διεστραμμένα το συνηθέστερο λόγω της αμαρτίας μας, βλέπουμε εμείς˙ με τι μάτια, καθαρά από την απόλυτη και άπειρη αγάπη Του βλέπει ο ίδιος ο Κύριος!

Κι ακολουθεί το τρίτο και σημαντικότερο στάδιο: ο τυφλός αποκαθίσταται, καθώς γεύεται την εμπειρία του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ: να γίνεται υλικό στα δημιουργικά χέρια του Χριστού που του φτιάχνει μάτια και του δίνει το φως να βλέπει, με αποκορύφωση: να του φωτίσει τα πνευματικά μάτια που ήταν όμως έτοιμα και διψασμένα για τον Δημιουργό τους. Και τα διπλά μάτια του πια: τα σωματικά και τα πνευματικά διανοίγονται. Κι αυτό που αντικρίζει είναι η ομορφιά της δημιουργίας, η ομορφιά της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού ανθρώπινης φύσης του, η χαρισματική θέα του Δημιουργού Χριστού, και τότε που έπλασε τον άνθρωπο από τη γη και τώρα που ο Ίδιος του έφτιαξε τους οφθαλμούς.

Δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος ο θεραπευθείς τυφλός. Ήταν έτοιμη η καρδιά του να γευτεί τον Δημιουργό της, ήταν ήδη πιστός και «χριστιανός» πριν τον συναντήσει ο Κύριος. Μπρος στο μεγαλείο του ανθρώπου αυτού κλίνουμε γόνυ καρδίας, δοξολογώντας τον Θεό μας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει ως τύπο και για εμάς. Και μας λέει ότι μπορούμε και εμείς να απολαύσουμε τη χαρισματική εμπειρία του και να ανοίξουμε τα μάτια μας, κυρίως τα πνευματικά. Όταν πορευόμαστε εν μετανοία στη ζωή μας. «Έχοντας τυφλωμένα τα μάτια της ψυχής, προσέρχομαι σ’ Εσένα, Χριστέ, όπως ο τυφλός εκ γενετής, κραυγάζοντάς Σου με μετάνοια: Συ είσαι το υπέρλαμπρο φως των εν σκότει της αγνωσίας και της αμαρτίας ανθρώπων» (Κοντάκιο).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΚ ΤΩΝ Ο΄ ΚΑΡΠΟΣ

«Αὐτός μέγας ἀπόστολος τοῦ Κυρίου πού συναριθμήθηκε ἀπό τόν Ἴδιο στούς ἑβδομήντα μαθητές καί ἀποστόλους καί διακονοῦσε τόν μεγάλο Παῦλο στό κήρυγμα, ὅπως καί μετέφερε τίς θεῖες του ἐπιστολές σαὐτούς πρός τούς ὁποίους τίς ἔστελνε, δίδαξε πολλούς ἀπό τούς εἰδωλολάτρες νά σέβονται τήν ἁγία ΤριάδαΓι’ αὐτό κι ὅταν καταυγάσθηκε ἡ διάνοιά του ἀπό τή θεία ἔλλαμψη τοῦ Παρακλήτου (τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς) καί ξεκίνησε σάν ἄδυτος ἥλιος ἀπ’ τήν Ἀνατολή, καταφώτισε ὅλη τήν οἰκουμένη μέ τίς θεϊκές του διδασκαλίες, ἐπιτελώντας μέγιστα θαυμαστά πράγματα καθημερινά καί σώζοντας πολλούς ἀπό τά πονηρά πνεύματα.

Τράβηξε πολλές πόλεις καί λαούς πρός τή χριστιανική πίστη καί διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος χωρίστηκαν ἔτσι οἱ πιστοί ἀπό τούς ἀπίστους, μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποστεῖ πολλούς διωγμούς καί θλίψεις ἀπό τούς ἀπίστους. Κι αὐτό γιατί προχωρώντας μέ ἐντελῶς σταθερό τρόπο πρός τά πιό σκληρά καί ἐπίπονα μαρτύρια δέν δείλιασε καθόλου μπροστά στήν ὀργή τῶν ἀρχόντων. Γι’ αὐτό, ἐπειδή δόξασε τόν Θεό καί μέ τόν ἴδιο του τό σῶμα, δοξάσθηκε ἀπό Αὐτόν μέ λαμπρό τρόπο. Ἀναπαύτηκε ἐν Κυρίῳ, ὁπότε θαυματουργεῖ καθημερινά μέσω τῶν λειψάνων του, θεραπεύοντας ὅλων τῶν εἰδῶν τά πάθη καί ἀποδιώκοντας τά ἀκάθαρτα πνεύματα».

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος Ἰωσήφ δέν προσθέτει ἰδιαίτερα ἐπιπλέον στοιχεῖα στόν κανόνα του γιά τόν ἀπόστολο Κάρπο ἀπό αὐτά πού καταγράφονται στό σύντομο συναξάρι του. Ἡ προσοχή του εἶναι στραμμένη στό πιό θαυμαστό γεγονός στό ὁποῖο μετεῖχε ὁ ἀπόστολος, δηλαδή στή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, λήψη πού ἐξηγεῖ καί τήν ὅλη πορεία του, τό οἰκουμενικό ἄνοιγμά του στά ἔθνη, τό ἀποστολικό κήρυγμά του, τό μαρτυρικό τέλος του, τά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε καί ὅσο ζοῦσε ἀλλά καί μετά τήν ἐν Κυρίῳ ἀνάπαυσή του. «Κάνοντας τόν νοῦ σου δεκτικό τῶν θείων ἐλλάμψεων, φωτίστηκες ἐντελῶς, παμμακάριστε, καί βγῆκες στό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ» (στιχ. ἑσπ.). «Δέχτηκες στήν ὕπαρξή σου τή θεία ἔλλαμψη τοῦ Παρακλήτου, Κάρπε πάνσοφε, κι ἔτσι φώτισες αὐτούς πού ἦταν στό σκοτάδι λόγω τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ» (κάθισμα όρθρου).

Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, πέραν τοῦ γεγονότος τῆς ἐπιφοιτήσεως σ’ αὐτόν τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί συνεπῶς τῆς καθοδήγησεως καί ἐνισχύσεώς του ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο (ὠδή γ΄), τονίζει τή συνύπαρξή του μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τή διακονία πού τοῦ πρόσφερε στό οἰκουμενικῶν διαστάσεων ἔργο του – σ’ αὐτόν ἐμπιστευόταν ὁ Παῦλος τίς ἐπιστολές του γιά τή μεταφορά τους στούς πιστούς. «Ὁδοιπορώνας πολλές φορές μαζί μέ τόν Παῦλο τόν φωστήρα τῆς οἰκουμένης...» (ὠδή δ΄)∙ «Διακονοῦσες τόν σοφό ἡγέτη Παῦλο, Ἱεράρχα, μεταφέροντας στούς πιστούς τίς σωτήριες διδαχές του μέσα ἀπό τίς ἔνθεες ἐπιστολές του» (ὠδή η΄). Γι’ αὐτό καί δέν διστάζει ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής νά χαρακτηρίσει καί τόν ἴδιο ὡς κήρυκα τῶν ἐθνῶν, σάν τόν Παῦλο, ὡς σεπτό δάσκαλο, ὡς ἱερομύστη καί ἱερολόγο, πού παρίσταται μέ χαρά ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ (ὠδή ε΄). Μέ ἕναν πολύ δυνατό στίχο μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωσήφ μᾶς παρουσιάζει τόν Κάρπο νά περπατᾶ στό ἱεραποστολικό ἔργο του καί τό κάθε βῆμα του νά γίνεται ἀναβαθμός τῆς ἀνόδου του στήν ἁγιωσύνη. «Ἅγιασες, Κάρπε, καθώς βημάτιζες πάνω στή γῆ καί κήρυττες τό ἅγιο Εὐαγγέλιο» (ὠδή θ΄).

Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε καί τόν Κάρπο, ὅπως καί τούς λοιπούς βεβαίως ἀποστόλους καί μαθητές τοῦ Κυρίου, νά ἔχουν αὐτήν τήν ἔνθεη πορεία στόν κόσμο; Μά τό γεγονός ὅτι πορευόταν κι αὐτός, ἔστω καί λίγο πιό ἀπόμακρα, μαζί μέ τόν Κύριο ἕως τό τέλος τῆς ἐπί γῆς πορείας Του, τήν ἁγία Ἀνάληψή Του (βλ. ὠδή θ΄), κινούμενος ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη του πρός Αὐτόν. Κι εἶναι γνωστό ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίπλα στόν Κύριο καί νά Τόν ἀκολουθήσει, ἄν δέν διέπεται ἀπό σφοδρή ἀγάπη πρός τό πάντιμο πρόσωπό Του καί ἀπόφαση μέχρι θανάτου νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Ἐκείνου. «Ἐπειδή ἤσουν ὁλοκληρωτικά στραμμένος πρός τόν Δεσπότη Χριστό, γι’ αὐτό καί τήρησες ἐντελῶς τίς σεπτές ἐντολές Του» (ὠδή α΄). «Ἀγάπησες μέ μυστική θεωρία τόν Θεό πού εἶναι ὁ Νοῦς πέρα ἀπό κάθε ἔννοια ἀνθρώπινη, γι’ αὐτό καί καταφωτίστηκε ὁ νοῦς σου» (ὠδή α΄).

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κατανοεῖ κανείς γιατί ἀφενός δέχτηκε τόσες διώξεις καί θλίψεις ἀπό τούς ἀπίστους ὁ Κάρπος: ἦταν μία συνέχεια τοῦ Κυρίου (βλ. ὠδή γ΄, ζ΄κ.ἀ.), ἀφετέρου γίνονταν δι’ αὐτοῦ τόσα θαύματα καί σημεῖα, τά ὁποῖα σφράγιζαν τό ἀποστολικό του κήρυγμα. «Ὁ λόγος σου ἔσωσε ἀπό τήν ἀλογία τούς ἀνθρώπους καί ἡ μέγιστη ἐπίδειξη τῶν θαυμάτων σου ὁδήγησε τούς πλανημένους στήν πίστη, ἔνδοξε Κάρπε» (ὠδή ς΄). Ἕνα τροπάριο μάλιστα τοῦ ὑμνογράφου ἔρχεται νά θέσει τόν ἅγιο Κάρπο στό ἴδιο ὕψος μέ τούς δώδεκα ἀποστόλους καί μάλιστα μέ τόν πρωτόθρονο ἀπόστολο Πέτρο. Ὅπως δηλαδή καί μόνη ἡ σκιά τοῦ Πέτρου, καθώς μᾶς ἱστορεῖ ὁ ἅγιος Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, θεράπευε τούς ἀρρώστους, ἔτσι καί μόνη ἡ φωνή τοῦ Κάρπου καί μόνη ἡ κίνησή του νά σφραγίζει μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔφερναν στούς ἐν σκότει εὑρισκομένους τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Διώχνοντας τίς ἀρρώστιες μέ μόνη τή φωνή σου καί θεραπεύοντας τά πάθη μέ μόνο τό σφράγισμα τῶν χεριῶν σου, ἔκανες κήρυγμα σωτηρίας, ἱερομύστη Κάρπε, καί φώτιζες αὐτούς πού ἦταν στό σκοτάδι» (ὠδή ζ΄).

24 Μαΐου 2025

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 9, 1-38)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα  τοῦ Θεοῦ ἐν  αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι  τὰ ἔργα  τοῦ πέμψαντός  με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται  νὺξ ὅτε  οὐδεὶς  δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς  τὴν  κολυμβήθραν  τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον  οὖν  αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν  σου  οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος  καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος  λεγόμενος Ἰησοῦς  πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν  τοῦ Σιλωὰμ  καὶ νίψαι· ἀπελθὼν  δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν  αὐτὸν  πρὸς  τοὺς  Φαρισαίους,  τόν  ποτε  τυφλόν. Ἦν  δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.  Πάλιν  οὖν ἠρώτων  αὐτὸν  καὶ οἱ Φαρισαῖοι  πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν  αὐτοῖς·  πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον·  πῶς  δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς  τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι  περὶ αὐτοῦ ὅτι  τυφλὸς ἦν  καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν  τοὺς  γονεῖς  αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος  καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς  περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.  Ταῦτα  εἶπον  οἱ γονεῖς  αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν  αὐτὸν  καὶ εἶπον·  σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος  οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺπιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν  μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δ ὲἔφη·  πιστεύω,  Κύριε·  καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθώς πήγαινε στό δρόμο του ὁ Ἰησοῦς, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο  πού  εἶχε  γεννηθεῖ τυφλός.  Τόν  ρώτησαν,  λοιπόν,  οἱ μαθητές  του:  «Διδάσκαλε,  ποιός ἁμάρτησε  καί  γεννήθηκε  αὐτός τυφλός, ὁ ἴδιος ἤ οἱ γονεῖς του;» Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε: «Οὔτε αὐτός ἁμάρτησε  οὔτε  οἱ γονεῖς  του, ἀλλά  γεννήθηκε  τυφλός  γιά  νά φανερωθεῖ ἡ δύναμη  τῶν ἔργων  τοῦ Θεοῦ πάνω σ' αὐτόν. Ὅσο διαρκεῖ ἡμέρα, πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μ' ἔστειλε. Ἔρχεται ἡ νύχτα, ὁπότε κανένας δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται. Ὅσο εἶμαι σ' αὐτόν τόν κόσμο, εἶμαι τό φῶς γιά τόν κόσμο». Ὅταν τά εἶπε αὐτά ὁ Ἰησοῦς, ἔφτυσε κάτω, ἔφτιαξε πηλό ἀπό τό φτύμα, ἄλειψε μέ τόν πηλό τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε νά νιφτεῖς στήν κολυμβήθρα  τοῦ Σιλωάμ» –πού  σημαίνει  «ἀπεσταλμένος ἀπό  τό Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, πῆγε καί νίφτηκε καί, ὅταν γύρισε  πίσω, ἔβλεπε.  Τότε  οἱ γείτονες  κι ὅσοι  τόν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν  τυφλός, ἔλεγαν:  «Αὐτός  δέν  εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού καθόταν ἐδῶ καί ζητιάνευε;» Μερικοί ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι», ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Εἶναι κάποιος πού τοῦ μοιάζει». Ὁ ἴδιος ὅμως ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι». Τότε τόν ρωτοῦσαν: «Πῶς, λοιπόν, ἄνοιξαν τά μάτια σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἕνας ἄνθρωπος πού τόν λένε Ἰησοῦ ἔκανε πηλό, μοῦ ἄλειψε τά μάτια καί μοῦ εἶπε: "πήγαινε στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ καί νίψου"· πῆγα λοιπόν ἐκεῖ, νίφτηκα καί βρῆκα τό φῶς μου». Τόν ρώτησαν, λοιπόν: «Ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος;» «Δέν ξέρω», τούς ἀπάντησε.Τόν ἔφεραν τότε στούς Φαρισαίους, τόν ἄνθρωπο πού ἦταν ἄλλοτε τυφλός. Ἡμέρα πού ἔφτιαξε ὁἸησοῦς τόν πηλό καί τοῦ ἄνοιξε τά μάτια ἦταν Σάββατο. Ἄρχισαν λοιπόν καί οἱ Φαρισαῖοι νά τόν ρωτοῦν πάλι πῶς ἀπέκτησε τό φῶς του. Αὐτός τούς ἀπάντησε: «Ἔβαλε πάνω στά  μάτια  μου  πηλό,  νίφτηκα  καί  βλέπω».  Μερικοί ἀπό  τούς Φαρισαίους ἔλεγαν:  «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος  δέν  μπορεῖνά  εἶναι σταλμένος ἀπό τό Θεό, γιατί δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου». Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν: «Πῶς μπορεῖ ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος νά κάνει τέτοια σημεῖα;» Καί ὑπῆρχε διχογνωμία ἀνάμεσά τους. Ρωτοῦν λοιπόν πάλι τόν τυφλό: «Ἐσύ τί λές γι’ αὐτόν; πῶς ἐξηγεῖς ὅτι σοῦ ἄνοιξε τά μάτια;» Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Εἶναι προφήτης». Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως  δέν ἐννοοῦσαν  νά  πιστέψουν  πώς  αὐτός ἦταν τυφλός κι ἀπέκτησε τό φῶς του, ὥσπου κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καί τούς ρώτησαν: «Αὐτός εἶναι ὁ γιός σας πού λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οἱ γονεῖς του τότε ἀποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πώς αὐτός εἶναι ὁ γιός μας κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός· πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δέν τό ξέρουμε, ἤ ποιός τοῦ ἄνοιξε τά μάτια, ἐμεῖς δέν τό ξέρουμε. Ρωτῆστε τόν ἴδιο· ἐνήλικος εἶναι, αὐτός μπορεῖ νά μιλήσει γιά τόν ἑαυτό του». Αὐτά εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἀπό φόβο πρός τούς Ἰουδαίους. Γιατί, οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες εἶχαν κιόλας συμφωνήσει νά ἀφορίζεται ἀπό τή συναγωγή ὅποιος παραδεχτεῖ πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Γι’ αὐτό εἶπαν οἱ γονεῖς του, «ἐνήλικος εἶναι, ρωτῆστε τόν ἴδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, γιά δεύτερη φορά τόν ἄνθρωπο πού ἦταν πρίν τυφλός καί τοῦ εἶπαν: «Πές τήν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἁμαρτωλός». Ἐκεῖνος τότε τούς ἀπάντησε: «Ἄν εἶναι ἁμαρτωλός, δέν τό ξέρω· ἕνα ξέρω: πώς, ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τόν ρώτησαν πάλι: «Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σοῦ ἄνοιξε τά μάτια;» «Σᾶς τό εἶπα κιόλας», τούς ἀποκρίθηκε, «ἀλλά δέν πειστήκατε· γιατί θέλετε νά τό ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νά γίνετε μαθητές του;» Τόν περιγέλασαν τότε καί τοῦ εἶπαν: «Ἐσύ εἶσαι μαθητής ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθητές τοῦ Μωυσῆ·ἐμεῖς ξέρουμε πώς ὁ Θεός μίλησε στό Μωυσῆ, ἐνῶ γι’ αὐτόν δέν ξέρουμε τήν προέλευσή του». Τότε ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος καί τούς εἶπε: «Ἐδῶ εἶναι τό παράξενο, πώς ἐσεῖς δέν ξέρετε ἀπό ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ὅμως  αὐτός  μοῦ ἄνοιξε  τά  μάτια.  Ξέρουμε  πώς ὁ Θεός  τούς ἁμαρτωλούς δέν τούς ἀκούει, ἀλλά ἄν κάποιος τόν σέβεται καί κάνει τό θέλημά του, αὐτόν τόν ἀκούει. Ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος δέν ἀκούστηκε ν’ ἀνοίξει κανείς τά μάτια ἑνός γεννημένου τυφλοῦ. Ἄν αὐτός δέν ἦταν ἀπό τό Θεό δέ θά μποροῦσε νά κάνει τίποτα». «Ἐσύ εἶσαι βουτηγμένος στήν ἁμαρτία ἀπό τότε πού γεννήθηκες», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «καί κάνεις τό δάσκαλο σ’ ἐμᾶς;» Καί τόν πέταξαν ἔξω. Ὁ Ἰησοῦς ἔμαθε ὅτι τόν πέταξαν ἔξω καί, ὅταν τόν βρῆκε, τοῦ εἶπε: «Ἐσύ πιστεύεις στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Καί ποιός εἶναι αὐτός, κύριε, γιά νά πιστέψω σ’ αὐτόν;» «Μά τόν ἔχεις κιόλας δεῖ», τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς. «Αὐτός πού μιλάει τώρα μαζί σου, αὐτός εἶναι». Τότε ἐκεῖνος εἶπε: «Πιστεύω Κύριε», καί τόν προσκύνησε.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. 4, 6 - 15)

6 «Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 7 Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, 8 ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐξαπορούμενοι, 9 διωκόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἀπολλύμενοι, 10 πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. 11 ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. 12 ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. 13 ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, 14 εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. 15 τὰ γὰρ πάντα δι’ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ».

«Ἀδελφοί, ὁ Θεός πού εἶπε μέσα ἀπό τό σκοτάδι νά λάμψει φῶς, αὐτός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε νά γνωρίσουμε τή δόξα του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς πού ἔχουμε αὐτόν τόν θησαυρό εἴμαστε σάν τά πήλινα δοχεῖα˙ ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὑπερβολική ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπό τόν Θεό κι ὄχι ἀπό μᾶς. Ἄν καί μᾶς πιέζουν ἀπό παντοῦ, δεν μᾶς καταβάλλουν. Βρισκόμαστε σέ ἀδιέξοδο, ἀλλά δέν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν, ὁ Θεός ὅμως δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ρίχνουν κάτω,  μά δέν χάνουμε τόν ἀγώνα. Συνεχῶς ὑποφέρουμε σωματικά μετέχοντας ἔτσι στόν θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά φανερωθεῖ στό πρόσωπό μας ἡ ζωή τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Δηλαδή εἴμαστε ζωντανοί, ἀλλά ἐκθέτουμε συνεχῶς τόν ἑαυτό μας στόν θάνατο γιά χάρη τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε νά φανερωθεῖ στό θνητό μας σῶμα ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ. Ἔτσι, ἐμᾶς μᾶς ἀπειλεῖ συνεχῶς ὁ θάνατος, ἐνῶ ἐσεῖς κερδίζετε τή ζωή. Ἔχουμε, λοιπόν, τήν ἴδια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, πού ἀναφέρει ἡ Γραφή: Ἐμπιστεύτηκα τόν ἑαυτό μου στόν Θεό, γι’ αὐτό καί μίλησα. Κι ἐμεῖς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, γι’ αὐτό καί κηρύττουμε. Ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός, πού ἀνέστησε τόν Κύριο Ἰησοῦ, θά ἀναστήσει καί ἐμᾶς διά τοῦ Ἰησοῦ καί θᾶ μᾶς παρουσιάσει μπροστά του μαζί σας. Ὅλα λοιπόν γίνονται γιά σᾶς. Ἔτσι, ὅσο πιό πολλοί δεχτοῦν τή χάρη, τόσο πιό μεγάλη θά εἶναι ἡ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία πρός τόν Θεό».