01 Αυγούστου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ, Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΥΤΩΝ ΕΛΕΑΖΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΗΡ ΑΥΤΩΝ ΣΟΛΟΜΟΝΗ

«Αυτοί, όταν ο Αντίοχος, ο υιός του Σελεύκου, υπέταξε και αιχμαλώτισε το έθνος των Εβραίων και τους ανάγκαζε να αρνηθούν την παράδοσή τους και να τρώνε απαγορευμένες από τη θρησκεία τους τροφές, απείθησαν στον τύραννο, κρατώντας τους πατρογονικούς νόμους τους, και ο πρεσβύτης Ελεάζαρ, που ήταν διδάσκαλος και εξηγητής του Μωσαϊκού νόμου, και οι επτά παίδες, οι οποίοι μαθήτευαν σε αυτόν. Και ο μεν πρεσβύτης, αφού με δεμένα τα χέρια τον βασάνισαν με πολλούς τρόπους και τον έριξαν στη φωτιά, στο τέλος, μετά από προσευχή που έκανε, ώστε το αίμα του και ο θάνατός του να θεωρηθούν από τον Θεό αντίλυτρο για το έθνος του, εξέπνευσε. Οι δε γενναιότατοι παίδες, αφού κι αυτοί πέρασαν πολλά βασανιστήρια, με τροχούς, με καταπέλτες, με φωτιά, χωρίς να αρνηθούν την πίστη τους ούτε να προδώσουν τον νομοθέτη Θεό για την πρόσκαιρη ζωή, έλαβαν ως αυτοκράτορες των παθών τους, τα στεφάνια της υπομονής. Μαζί τους και η μητέρα τους Σολομονή, όταν ειδε το τέλος των παιδιών της, χωρίς να περιμένει ανθρώπινο χέρι να τη σύρει, ρίχτηκε στην αναμμένη πυρκαϊά, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».

Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι οι άγιοι που εορτάζουμε σήμερα ανήκουν στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης. Εντάσσονται σ’ αυτούς που χαρακτηρίζονται δίκαιοι και που θεωρούνται ότι αναστήθηκαν μαζί με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, κατά την ένδοξη Εκείνου Ανάσταση, οπότε απολαμβάνουν κι αυτοί «συν πάσι τοις αγίοις» τον παράδεισο, ευρισκόμενοι μέσα στους κόλπους του προπάτορά τους Αβραάμ. Η ίδια η ακολουθία τους μάλιστα, με το δεδομένο ότι έδωσαν τη ζωή τους για να μείνουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού - λόγω του Αντιόχου, που θέλησε, όπως σημειώνει και παραπάνω το συναξάρι, να μεταστρέψει δια της βίας τους υποταγμένους σ’ αυτόν Ιουδαίους - τους τοποθετεί στην ίδια χορεία με τους μάρτυρες του Χριστού και μάλιστα δοξολογουμένους μαζί τους με χαρμόσυνο τρόπο από όλη την Χριστού Εκκλησία: «συνεορτάσατε τοις μάρτυσι Χριστού, ως προ εκείνων αθλήσαντες υπέρ νόμου και μετ’ εκείνων ευφημούμενοι εννόμως, πάση τη Χριστού Εκκλησία φαιδρώς».

Η επιλογή του Νόμου του Θεού ως προτεραιότητας της ζωής τους αποκαλύπτει το μέγεθος της αγιότητάς τους. Διότι άγιος είναι εκείνος ο οποίος, ως γνωστόν, θέτει υπεράνω όλων το θέλημα του Θεού, άρα φανερώνει την αγάπη την οποία τρέφει προς Εκείνον. Η εντολή του Θεού άλλωστε είναι σαφής και ισχύει και για την Παλαιά και για την Καινή Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Οι άγιοι λοιπόν σήμερα έδειξαν ότι πράγματι αγαπούν με απόλυτο τρόπο τον Θεό, έχοντας μεταθέσει όλο το νου τους σ’ Εκείνον και αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αληθινή πατρίδα τους είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η άφθαρτη και ανώλεθρη, κάτι που αποτελούσε τη μαρτυρία τους και προς τον ίδιο τον Αντίοχο, κατά το δοξαστικό μάλιστα των στιχηρών του εσπερινού: «Ημίν, ω Αντίοχε, εις Βασιλεύς, ο Θεός, παρ’ ου γεγόναμεν, και προς ον επισρέφομεν. Κόσμος μένει άλλος ημίν, του ορωμένου υψηλότερος και μονιμώτερος. Πατρίς δε ημών Ιερουσαλήμ, η κραταιά και ανώλεθρος, πανήγυρις δε, η μετά Αγγέλων διαγωγή».

Μία τέτοια μετάθεση του κέντρου βάρους της ύπαρξής τους στον ίδιο τον Θεό, η οποία τους έδινε και τη δύναμη να υπερβαίνουν τις οδύνες και των μαρτυρίων τους, ήταν βεβαίως χαρισματική κατάσταση, αλλά απαιτούσε και την ανθρώπινη συνέργεια. Εννοούμε ότι συνήργησε για τον αγιασμό και το μαρτύριό τους και ο ανθρώπινος παράγοντας, εκδηλούμενος με το αλειπτικό στοιχείο. Αλείπτες, ως γνωστόν, είναι εκείνοι που προετοιμάζουν και ενισχύουν κάποιον για το μαρτύριο, παίζοντας κατά κάποιο τρόπο το ρόλο του προπονητή τους. Τέτοιους αλείπτες λοιπόν στους αγίους σήμερα έχουμε τριών ειδών: πρώτα, την ίδια τη μάνα των επτά παίδων: από μικρούς τους ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και την ώρα του μαρτυρίου τους τους ενίσχυε και με τα λόγια της και με την παρουσία της. Έπειτα, τον ιερέα διδάσκαλό τους άγιο Ελεάζαρο: διαρκώς τους νουθετούσε να παραμένουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού, έστω και με θυσία της ζωής τους, κάτι που το δίδαξε και με το άγιο παράδειγμά του. Τέλος δε, και το σημαντικότερο ίσως, αλείπτες για τους Μακκαβαίους παίδες υπήρξαν οι ίδιοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής και του μαρτυρίου τους: ο καθένας παρότρυνε τον άλλον να παραμείνει σταθερός και να μη λυγίσει την ώρα την κρίσιμη. Θα έλεγε κανείς ότι το στοιχείο αυτό κυριαρχεί κυριολεκτικά στα τροπάρια του κανόνα της εορτής: «Αλλήλους οτρύνοντες, ούτως εβόων: Νομίμως αθλήσωμεν και προθύμως θάνωμεν υπέρ πατρώων εθών». «Μη τις υστερείτω σήμερον του καλού αγώνος, μη τις θηρευθήτω, υπό του μανιώδους. Σοφός εστιν ο δράκων, αλλήλους παρώτρυναν της Σολομονής οι υιοί, μη τις υμών γένηται βρώμα αυτού». 

31 Ιουλίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ

«Αυτός ο μακάριος έζησε επί της βασιλείας του Θεόφιλου του μισόχριστου (9ος αι.). Οι γονείς του ήταν πατρίκιοι, καταγόταν δηλαδή ο άγιος από αρχοντική οικογένεια,  κι ήταν γνωστοί ορθόδοξοι, Βασίλειος και Ευδοκία στο όνομα και Καππαδόκες στο γένος. Γι’  αυτό και ο Ευδόκιμος ανατράφηκε με πολύ ενάρετο τρόπο, παίρνοντας το τιμητικό αξίωμα του κανδιδάτου, (τιτλούχου της αυτοκρατορικης φρουράς), από τον Θεόφιλο, γενόμενος στρατοπεδάρχης πρώτα της γης των Καππαδοκών, κι έπειτα ολόκληρης της γης των Ρωμαίων. Ήταν εξαιρετικά δίκαιος, διαφυλάττοντας την ισότητα απέναντι σε όλους και  κάνοντας πολλές ελεημοσύνες καθημερινά. Ζούσε  έντονα την εκκλησιαστική ζωή, φροντίζοντας τις χήρες και τα ορφανά και ενεργοποιώντας κάθε είδος αρετής. Μ’  αυτόν τον τρόπο ο μακάριος πολιτεύτηκε κατά Θεόν, μέχρις ότου αρρώστησε βαριά και παρέθεσε έτσι το πνεύμα του σ’  Εκείνον. Μετά την τελευτή του, κατόπιν εντολής που είχε δώσει όσο ζούσε, έθαψαν το τίμιο σώμα του με τα ενδύματα και τα υποδήματά του, το οποίο σώμα του δοξάσθηκε από τον Θεό με θαύματα πολλά, τα οποία τώρα αδυνατούμε να τα διηγηθούμε λεπτομερώς. Η μετακομιδή του λειψάνου του προς το Βυζάντιο έγινε στις 6  Ιουνίου, η δε αγία κοίμησή του, στις 31 Ιουλίου».

Το τέλος του μηνός Ιουλίου καταυγάζεται από τη φωτεινή μνήμη, όπως λάμπει ο ήλιος που ανατέλλει, του αγίου και δικαίου Ευδοκίμου. «Ως όρθρος, ως ήλιος ανέτειλε η μνήμη σου», διατρανώνει ο υμνογράφος της εορτής του. Ο ίδιος διαρκώς τονίζει το πόσο ο άγιος ευδοκίμησε πνευματικά στη ζωή του, τόσο που τον θεωρεί ως τύπο του ορθοδόξου πιστού. Στο πρόσωπο και τη ζωή δηλαδή του αγίου Ευδοκίμου κατανοούμε το τι σημαίνει να είναι κανείς αληθινά ορθόδοξος, κάτι που μας δίνει το δικαίωμα να κρίνουμε με ορθά κριτήρια τις διάφορες «εκδόσεις» ορθοδοξίας που προβάλλονται σήμερα, με την απαίτηση μάλιστα από ορισμένες  να θεωρούνται και οι μοναδικά αυθεντικές. Τι τονίζει λοιπόν εν προκειμένω ο υμνογράφος; «Τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα, ορθόδοξον φρόνημα συ εκ νεότητος έσχηκας, βίον ακηλίδωτον και ευσυμπάθητον γνώμην, αξιάγαστε». Δηλαδή: Φύλαξες τα δόγματα (την πίστη) των Πατέρων καθαρά και ανόθευτα, αξιοθαύμαστε Ευδόκιμε, γι’ αυτό και απέκτησες από τη νεότητά σου ορθόδοξο φρόνημα, βίο αγνό και ακηλίδωτο και διάθεση γεμάτη αγάπη στους συνανθρώπους σου.

Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν από τη νεότητά του είχε ορθόδοξο φρόνημα. Σπεύδει αμέσως όμως ο ποιητής να μας πει ότι η ορθοδοξία του δεν ήταν ένα είδος ιδεολογίας: μία αποδοχή προτάσεων πίστεως, έστω και αληθινών, αλλά εμψυχωνόταν από την ίδια τη ζωή του, την οποία ζούσε καθημερινώς με αγνότητα και αγάπη. Με άλλα λόγια, η ορθοδοξία του αγίου ναι μεν είχε όλα τα στοιχεία της ορθής στον Χριστό πίστεως – ό,τι τελικώς ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως – αλλά την πίστη αυτή τη ζούσε στο εκάστοτε παρόν με έλεγχο των επιθυμιών του, ώστε η εγκράτεια και η σωφροσύνη να τον καθοδηγούν, και με πλήρωση της καρδιάς του από αγάπη. Διότι μία πίστη που δεν ζωντανεύει με την αγάπη, μέσα στο πλαίσιο της εγκρατείας, σταματάει να είναι χριστιανική και μπορεί μάλιστα να θεωρείται και δαιμονική: Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι».

Ο υμνογράφος όμως με τον λιτό κι επιγραμματικό του τρόπο, μας λέει το πώς ο άνθρωπος, όπως το βλέπουμε στον άγιο Ευδόκιμο, μπορεί να λειτουργεί έτσι ορθόδοξα: «τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα». Μόνον εκείνος που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, δηλαδή κρατάει καθαρή τη δική τους παράδοση, συνεπώς και τη δική τους αγιασμένη ζωή, μπορεί τελικώς να είναι ορθόδοξος. Εκείνος που θα πιστέψει ότι είναι ορθόδοξος, διαγράφοντας την Πατερική παράδοση και στήνοντας μία δική του κατανόηση της χριστιανικής πίστεως, πλανάται πλάνην οικτράν. Και τούτο γιατί η ακολουθία των Πατέρων συνιστά ακολουθία του ίδιου του Χριστού, δεδομένου ότι αυτοί έζησαν με τον πιο δυνατό και αυθεντικό τρόπο, και μάλιστα τις περισσότερες φορές δίνοντας και την ίδια τη ζωή τους, τη ζωή Εκείνου. Γι’  αυτό και τονίζεται ποικιλοτρόπως ότι η Εκκλησία μας είναι μεταξύ των άλλων Πατερική, άρα και ορθά αποστολική. Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν αναδείχθηκε άγιος και δίκαιος, γιατί έζησε σωστά ως ορθόδοξος: πατερικά και εκκλησιαστικά. Κι αυτό μας προτρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν επιθυμούμε τον αγιασμό μας.

30 Ιουλίου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΣΙΛΑΣ, ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ, ΚΡΗΣΚΗΣ, ΕΠΑΙΝΕΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί απόστολοι, από τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Κυρίου, τους εβδομήντα, κήρυξαν στη Καρχηδόνα, την Ιταλία και σε όλο τον κόσμο, με πολλή δύναμη και παρρησία, τον λόγο της πίστεως του Χριστού, κι αφού δίδαξαν πολλούς από τους ειδωλολάτρες και τους βάπτισαν, εν ειρήνη παρέδωσαν τα πνεύματά τους στον Θεό».

       Ο Κύριος είναι γνωστό ότι δεν είχε μόνο τους δώδεκα αποστόλους ως μαθητές, αλλά και έναν ευρύτερο κύκλο, τους εβδομήντα. Πέραν αυτών, Τον ακολουθούσαν περιστασιακά και διάφοροι άλλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ώστε να μπορούμε να λέμε ότι είχε και έναν ακόμη μεγαλύτερο κύκλο ακολούθων Του. Οι δώδεκα βεβαίως είναι αναντικατάστατοι, αποτελώντας τα «θεμέλια της Εκκλησίας», αλλά και οι εβδομήντα εξίσου θεωρούνται απόστολοι, μέτοχοι του αποστολικού αξιώματος, άμεσοι συνεργάτες των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Το χαρισματικό τους στοιχείο κατανοείται από το γεγονός ότι και αυτοί υπήρξαν επίσης μέτοχοι του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, αναλαμβάνοντας το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων, εν υπακοή πάντοτε προς τους μεγάλους αποστόλους και καθοδηγούμενοι από εκείνους. Έτσι και οι σήμερα εορταζόμενοι άγιοι έδωσαν τη ζωή τους ακριβώς γι’ αυτόν τον ευαγγελισμό των ανθρώπων, κηρύσσοντας τη σάρκωση του Χριστού, το Πάθος και την Ανάστασή Του, τη σωτηρία δηλαδή την οποία έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός.

       Ένας ύμνος από την τετάρτη ωδή του κανόνα της εορτής τους μάλιστα, μάς δίνει το στίγμα συγκεκριμένα του έργου που επιτελούσαν, σε σχέση με τους δώδεκα. Αναφέρεται κυρίως στον άγιο Σίλα, συνεργάτη του αποστόλου Παύλου, αλλ’ εξίσου φωτίζει το έργο και των υπολοίπων. «Στηρίζων παρειμένας, ένδοξε, διανοίας τω λόγω, Σίλα, συν Παύλω τω κήρυκι, πεπόρευσαι εις πάντα κόσμον…». Δηλαδή: Γύρισες όλον τον κόσμο, Σίλα, μαζί με τον Παύλο τον κήρυκα, στηρίζοντας τις παραλυμένες διάνοιες με τον λόγο του Θεού. Ο υμνογράφος ξεκινά με το βασικό ανθρωπολογικό δεδομένο: ο άνθρωπος μετά την πτώση του στην αμαρτία αλλοιώθηκε και η εικόνα του Θεού μέσα του σκοτείνιασε. Αυτό σημαίνει το «παρειμένας διανοίας». Η διάνοια του ανθρώπου, εκείνο που αναφέρεται κατεξοχήν στο λογιστικό της ψυχής του, έχασε τη δύναμή της, διότι ενώ ο Θεός είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο ενοποιημένο, δηλαδή όλες οι ψυχικές του δυνάμεις: η διάνοιά του, οι επιθυμίες του, τα συναισθήματά του, να λειτουργούν σε συντονισμό μεταξύ τους και σε αναφορά προς Αυτόν, με αποτέλεσμα και το σώμα να λειτουργεί εν υπακοή σε μια τέτοια ψυχή, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα να είναι μία διαρκής δοξολογία προς τον Θεό με συνεχή αυξητική πορεία, η αμαρτία ήρθε με τη θέληση του ανθρώπου και με την προτροπή του διαβόλου και τραυμάτισε καίρια αυτήν την ενότητα. Έκτοτε οι ψυχικές δυνάμεις, χάνοντας την αναφορά προς τον Θεό, αποσυντονίστηκαν: η διάνοια «επιμελώς έγκειται εκ νεότητος επί τα πονηρά», το επιθυμητικό στράφηκε μόνο στις επίγειες ηδονές, αγόμενο και φερόμενο από τα σαρκικά πάθη, και το θυμοειδές, τα συναισθήματα δηλαδή, κυριαρχήθηκαν από το έλλειμμα της αγάπης, το μίσος συνεπώς και την έχθρα, ώστε οι ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι να γίνουν «φυσική» κατάσταση πια των ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι Πατέρες, ιδίως οι νηπτικοί, με τα δεδομένα αυτά, θεωρούν ότι «νόμος της ανθρώπινης διάνοιας έγινε η πλάνη», θέτοντας συνεπώς εν αμφιβόλω οτιδήποτε αυτή συλλαμβάνει μέσα στη διάσπαση του νου και της ψυχής.

       Οι άγιοι λοιπόν απόστολοι, μετά τον ερχομό του Χριστού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο, ενώνοντάς τον με τον Εαυτό Του και δι’ Εαυτού με τον Θεό Πατέρα, συνεπώς φέρνοντας και την αρχική ενότητα στον ίδιο τον άνθρωπο – η ενότητα με τον Θεό αποκαθιστά και τον ίδιο τον άνθρωπο, δηλαδή ο άνθρωπος βρίσκει την κανονική, φυσική του πορεία ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένος – κλήθηκαν από Εκείνον για να μαρτυρήσουν αυτήν την ενότητα που έφερε ο Χριστός. Τις παραλυμένες διάνοιές τους να τις στηρίξουν με αυτό που φέρνει τη δύναμη του Θεού, τον ίδιο τον λόγο Του, και συνεπώς ο άνθρωπος να βρει τη σωτηρία του. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος, δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά στον άνθρωπο από τη μαρτυρία του λόγου του Θεού: τη σάρκωση του Χριστού, το Πάθος, την Ανάστασή Του. Αυτά που κηρύσσει δηλαδή πάντοτε η Εκκλησία μας και τα ζούμε, εάν θέλουμε, μέσα στα άγια μυστήριά της.

29 Ιουλίου 2025

ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΤΑ ΛΕΤΕ!

Θυμίζει η φράση αυτό που συχνά έχουν δεχτεί ως «έπαινο» αρκετοί κήρυκες του λόγου του Θεού. Μετά τη Θεία Λειτουργία να σπεύδουν κάποιοι χριστιανοί να επικροτούν το κήρυγμα με την παραπάνω φράση: «Τι ωραία που τα λέτε!»ˑ ή ακόμη πιο «επαινετικά»: «τι καλά που  τ ο υ ς  τα είπατε!!!» Κι είναι βεβαίως το στοιχείο που κάνει τον κήρυκα του λόγου του Θεού να κατανοεί αυτό που ο Κύριος και οι απόστολοι έχουν πει: εσύ να σπέρνεις τον λόγο του Θεού αλλά να μη προσβλέπεις στα αποτελέσματα. Το αποτέλεσμα είναι θέμα της χάρης του Θεού – Εκείνος που βλέπει τις καρδιές των ανθρώπων γνωρίζει πώς και πότε θα ενεργοποιηθεί ο σπόρος του Ευαγγελίου. Διότι τέτοιες αντιδράσεις, όπως οι παραπάνω, των αποδεκτών του κηρύγματος φανερώνουν ότι πολλοί «χαμπάρι» δεν παίρνουν με ό,τι άκουσαν  παραμένοντας «αδιάβροχοι» από τη δωρεά της χάρης του λόγου.

Όμως με την παραπάνω φράση έχουμε υπ’ όψιν κάτι διαφορετικό ή κάτι τέλος πάντων παρεμφερές, όπως μας το εκμυστηρεύτηκε προ καιρού αδελφός κληρικός εν Χριστώ. Δέχτηκε την εξομολόγηση μίας κυρίας από άλλην ενορία, παντρεμένης και με παιδιά καθώς πληροφορήθηκε, η οποία κατά καιρούς εκκλησιαζόταν και στη δική του ενορία. Έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον και προσήλωση ιδίως στο κήρυγμά του, ώσπου κάποια φορά ήρθε η ώρα να ζητήσει και την εξομολόγηση, κάτι που όπως είπαμε δέχτηκε ο ιερέας. Η κυρία φαινόταν πολύ συνεσταλμένη, κόμπιαζε υπερβολικά, αργούσε να μιλήσει. Ο ιερέας με σεμνό και συνετό τρόπο της μίλησε για το μυστήριο, για την αγάπη του Χριστού, ο Οποίος ήρε την αμαρτία σύμπαντος του κόσμου, ότι δεν υπάρχει γι’ αυτό αμαρτία ασυγχώρητη, ότι το μεγαλείο του ανθρώπου είναι ότι παίρνει την απόφαση να φανερώσει τα τραύματα της ψυχής του όχι σ’ εκείνον, έναν άνθρωπο, αλλά στον ίδιο τον Χριστό που παρευρίσκεται αοράτως και προσδοκά ακριβώς τη μετάνοια του ανθρώπου.

Η κυρία έδειχνε να τον ακούει με συναίσθηση, ώσπου βρήκε το θάρρος και ψέλλισε αυτό που την «μπλόκαρε» όλη την ώρα. «Πάτερ, είμαι ερωτευμένη με σας». Δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται ο ιερέας – δεν θέλησε να φανεί ότι προσβάλλει την κυρία με κάποια αποτομία. Κούνησε λίγο το κεφάλι συγκαταβατικά και μετά από λίγο με πολύ ήρεμο τρόπο σχολίασε. «Καταλαβαίνω, κ. Ηλέκτρα» – είχε μάθει το όνομά της. «Και δεν πρέπει να σας ανησυχεί ιδιαιτέρως αυτό, γιατί συμβαίνει κάποιες φορές με εμάς τους κληρικούς. Είναι η θέση μας, που μας θέτουν πολλοί πιστοί, κυρίως γυναίκες, σαν σε κάδρο στη συνείδησή τους, είναι η πνευματική ίσως εξουσία που μας έχει δώσει ο Χριστός και η Εκκλησία και που τις κάνουν να μπερδεύουν τα συναισθήματά τους και να νομίζουν πως είναι ακόμη και «ερωτευμένες» με τον παπά. Δεν ισχύει αυτό, κ. Ηλέκτρα. Απλώς χρειάζεστε μία μικρή βοήθεια για να το ξεδιαλύνετε».

Η κυρία άκουγε με κατεβασμένο το κεφάλι και φαινόταν να στοχάζεται τα λόγια του ιερέα. «Όμως σας σκέφτομαι συνέχεια» συνέχισε μετά από λίγο. «Σας αγαπώ». «Ακούστε, κ. Ηλέκτρα» - κι ο ιερέας προσανατόλισε με πόνο το βλέμμα του στην εικόνα του Χριστού που είχε ενώπιόν Του. «Όλα είναι θέμα λογισμών. Το μυστικό της πνευματικής ζωής είναι να μπορούμε με τη χάρη του Θεού να ελέγχουμε τους λογισμούς μας, τις σκέψεις μας και τα ενεργήματα της καρδιάς μας. Μην αφεθείτε σε ό,τι απλώς έρχεται στον νου σας. Στραφείτε σ’ αυτό που είναι το θέλημα του Θεού, που θα πει για την περίπτωσή σας, περίπτωση δηλαδή κάθε γυναίκας ιδίως παντρεμένης, στραφείτε προς τον άνδρα σας και τα παιδιά σας. Ο άνδρας σας είναι κατά τον λόγο του Κυρίου ένα μαζί σας. “Δεν είναι δύο αλλά ένας άνθρωπος”, σημείωσε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός για το παντρεμένο ζευγάρι, οπότε για σας τα πράγματα είναι μονόδρομος: τον άνδρα σας να έχετε πάντοτε κατενώπιόν σας, κ. Ηλέκτρα, κι αυτό είναι εκείνο που ευλογεί ο Θεός. Αν δεν κάνετε διαρκώς και καθημερινώς τούτο φεύγετε από τη χάρη του Θεού».

Ο ιερέας προσευχόταν να φωτίσει ο Κύριος την Ηλέκτρα, να μη γίνει η δική του «εικόνα» - «εικόνα» πλασματική - πρόσκομμα και εμπόδιο για τη σχέση της με τον Θεό και την Εκκλησία. Η γυναίκα φαινόταν ωστόσο πολύ κουμπωμένη και πιεσμένη. Ο Πονηρός μάλλον είχε βρει πατήματα στην καρδιά της και της έπαιζε φοβερό και τρομερό παιχνίδι – την αποπροσανατόλιζε με κίνδυνο όχι μόνο η ίδια να μην αισθάνεται καλά αλλά και να δημιουργεί ταραχή σε όλη την οικογένειά της. «Κυρία Ηλέκτρα», θέλησε να συνεχίσει ο ιερέας βλέποντας τη δύσκολη κατάσταση, «θα πρέπει να μην ξανάρθετε σε μένα. Το καλύτερο θα ήταν να βρείτε έναν άλλον ιερέα, από την ενορία σας ή οπουδήποτε αλλού, όχι πάντως εδώ, γιατί φαίνεται ότι αυτό δεν σας βοηθάει. Κι ίσως αν δεν βρείτε άκρη, να απευθυνθείτε και σε κάποιον ψυχολόγο ή σύμβουλο γάμου, γιατί έτσι θα γίνει αφορμή αυτό το μπλεγμένο συναίσθημά σας να σας οδηγήσει στη φανέρωση αθέατων πλευρών της ψυχής σας. Πάντως καταλαβαίνετε ότι τα πράγματα δεν λειτουργούν με τον ορθό τρόπο, δηλαδή με τον τρόπο του Θεού. Και το ζητούμενο πάντοτε είναι πώς καθημερινά και αδιάλειπτα να βρισκόμαστε εκεί που είμαστε συντονισμένοι με τον Κύριο, εκεί δηλαδή που αρχίζουμε και νιώθουμε αυτό που μας έδωσε ο Κύριος ως τη μεγαλύτερη δωρεά: να είμαστε μέλη Του, κομμάτι δικό Του, μία δική Του φανέρωση μέσα στον κόσμο».

Ακολούθησε σιωπή κάποιων στιγμών ή λεπτών. Ο παπάς προσευχόταν, η κυρία δεν μιλούσε κοιτώντας πάντοτε προς τα κάτω, το έδαφος. Ξαφνικά, σήκωσε και πάλι το κεφάλι της και στρεφόμενη προς τον παπά είπε: «Εγώ πάντως είμαι ερωτευμένη μαζί σας!» Ο παπάς σκέφτηκε πως ίσως πρέπει να γίνει ακόμη πιο «καθαρός» απέναντι στην ταλαίπωρη γυναίκα. Με τρόπο κοφτό, χωρίς περιστροφές, απάντησε: «κ. Ηλέκτρα! Αυτό που σας συμβαίνει είναι εκ του Πονηρού! Καταλαβαίνετε; Είναι δαιμονικό αυτό που λέτε και επαναλαμβάνετε! Δεν το θέλει ο Θεός! Μη γίνεστε παιχνίδι στα χέρια του Διαβόλου! Ζητείστε από τον Θεό τη βοήθειά Του. Μη χάσετε την ψυχή σας!»

Η απάντηση της κυρίας μετά από λίγο ήταν απρόσμενη για τον ιερέα και σήμανε τη λήξη της εξομολόγησης. Χωρίς από ό,τι φάνηκε επίγνωση, με χαριτωμένο τρόπο αυτήν τη φορά και στρεφόμενη πάλι προς αυτόν είπε: «Τι ωραία που τα λέτε!»

Ο ιερέας σηκώθηκε, έβγαλε το πετραχήλι του, χαιρέτισε την κυρία. «Στο καλό να πάτε, κ. Ηλέκτρα. Νομίζω δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Κάντε παρακαλώ αυτό που σας πρότεινα κι εύχομαι ο Κύριος να σας ευλογεί. Και σας και την οικογένειά σας!»

ΛΟΥΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΙΣΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ!

«Λελουμένος ἐν ταῖς ροαῖς τῶν σῶν αἱμάτων, παμμάκαρ, ὤφθης καθαρώτατος τῷ πνεύματι, καί εἰς λῆξιν ἔφθασας τῶν Ἀσωμάτων, μάρτυς Καλλίνικε» (ωδή α΄).

(Λουσμένος στις ροές των αιμάτων σου, παμμακάριστε μάρτυς Καλλίνικε, φάνηκες εντελώς καθαρός ως προς το πνεύμα, κι έφτασες τα μέτρα των αγγέλων). 

Ο μεγαλομάρτυς άγιος Καλλίνικος τιμάται από την Εκκλησία μας, όπως και οι άλλοι άγιοι μάρτυρες, λόγω της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο που την απέδειξε με το μαρτύριο του αίματός του. Η εντολή του Πνεύματος του Θεού  «γίνου πιστός ἄχρι θανάτου» βρήκε άμεση ανταπόκριση από τον άγιο, κι αυτό κατά τον εκκλησιαστικό ποιητή ήταν το γεγονός που του καθάρισε εντελώς την ψυχή. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου, διότι μας αποκαλύπτει ότι η μετάνοια, η οποία καθαρίζει την ψυχή του ανθρώπου, δεν συνιστά απλώς μία μεταμέλεια επιφανειακού τύπου, αλλά γεγονός «αιματηρό» για τον άνθρωπο, που θα πει γεγονός που ανατρέπει ολόκληρη την αμαρτωλή πρώην ζωή του, θέτοντάς την στην πορεία της σταυρικής ακολουθίας του Κυρίου. Μετάνοια με άλλα λόγια σημαίνει αλλαγή πλεύσης ζωής, απεξάρτηση από κάθε εμπαθές και πονηρό και πορεία στην οδό του Κυρίου.

Βεβαίως, αυτό που τονίζει ο άγιος υμνογράφος στηρίζεται στο γεγονός της Σταυρικής θυσίας του Κυρίου. Αν σωθήκαμε, δηλαδή αν ξαναβρήκαμε εν Χριστώ τον Θεό μας, είναι γιατί ο Δημιουργός μας ήρθε στον κόσμο, σταυρώθηκε για εμάς, ξέπλυνε με το αίμα Του τις αμαρτίες μας. «Το αίμα του Χριστού καθαρίζει τη συνείδησή μας», κατά τον λόγο του αποστόλου - χωρίς το Πνεύμα του Θεού ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε βρόμικος στην ψυχή και στο πνεύμα του. Η προσφορά όμως του Χριστού είναι δεδομένη για όλους και στο διηνεκές. Τι χρειάζεται για να ενεργοποιηθεί στον άνθρωπο; Η ένταξή του στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, δια του αγίου βαπτίσματος, η συμμετοχή του στα άγια μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας – εκεί που πράγματι ο άνθρωπος λούζεται από το αίμα του Χριστού τρώγοντας το σώμα Του και πίνοντας το αίμα Του – κυρίως όμως η βούληση του ανθρώπου να ακολουθήσει εν μετανοία, όπως είπαμε, τον Χριστό. Γιατί μία πίστη χωρίς την «αιματηρή» μετάνοια δεν έχει καμία σημασία, μάλλον αυξάνει την αμαρτία του ανθρώπου.

Και πρέπει ίσως να διευκρινίσουμε τη λέξη «αιματηρή». Αναφέρεται και σε ό,τι λέει ο υμνογράφος για τον άγιο Καλλίνικο: «λουσμένος στο αίμα του καθαρίστηκε εντελώς κατά το πνεύμα του», αλλά και στον αγώνα του κάθε πιστού να μένει σταθερός και προσκολλημένος πάνω στις άγιες εντολές του Κυρίου. Η τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου πράγματι συνιστά αγώνισμα κι αυτό «αιματηρό». «Δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα» προτρέπουν οι άγιοι δάσκαλοι της πίστεώς μας, κάτι που και πάλι το είδαμε στον βίο του αγίου Καλλινίκου. Δεν συγκλονίζει η αγάπη του προς τους θεωρουμένους εχθρούς του, τους στρατιώτες που τον βασάνιζαν και τελικώς τον έριξαν στη φωτιά, όταν παρακάλεσε τον Κύριο να γίνει ίλεως απέναντί τους και να τους δώσει νερό να ξεδιψάσουν τη δίψα τους; Θέλουμε να πούμε ότι η αγάπη και προς τον εχθρό, δείγμα της τελειότητας του πιστού, είναι ένας σταυρός για τον πιστό – μετέχει της αγάπης του ίδιου του Κυρίου πάνω στον Σταυρό Του – και αυτό επιτελούμενο φέρνει την απόλυτη κάθαρση της ψυχής του.

Ο Κύριος μακάρισε αυτούς που είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό. Ο Κύριος ήταν απόλυτα σαφής απέναντί μας: τον Θεό μπορούμε να Τον δούμε, η καρδιά μας είναι το πρόβλημα. Βρόμικη καρδιά βλέπει μόνο τα πάθη της και τον Πονηρό, καθαρή καρδιά φέρνει την παρουσία του Θεού. Και η καρδιά και η ψυχή καθαρίζει με την τήρηση των εντολών Του, η οποία οδηγεί, όταν πολλαπλασιαστεί η χάρη Του, και στο σωματικό μαρτύριο του αίματος.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

«Ο άγιος Καλλίνικος καταγόταν από την Κιλικία. Ήταν εξαιρετικά αγαθός άνθρωπος, κι αυτό γιατί οικοδόμησε τον εαυτό του με τον φόβο του Θεού. Έγινε για πολλούς δάσκαλος σωτηρίας και νουθετούσε ιδίως τους ειδωλολάτρες να απομακρυνθούν από τα μάταια και να αποκτήσουν επίγνωση του αληθινού Θεού, του Δημιουργού όλων. Γι’ αυτό συνελήφθη κι οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Σακερδώνα. Υποβάλλεται λοιπόν από αυτόν σε όλα τα είδη των βασανιστηρίων, κι αφού του φόρεσαν στα πόδια σιδερένιες κρηπίδες που είχαν όρθια καρφιά, διατάσσεται να τρέξει μέχρι την πόλη της Γάγγρας, που απείχε ογδόντα στάδια. Αφού κάλυψε λοιπόν τα εξήντα, επειδή οι στρατιώτες που τον οδηγούσαν δίψασαν πολύ, δεν μπορούσε εξαιτίας τους να προχωρήσει άλλο. Γι’ αυτό προσευχήθηκε και από ξερό βράχο έβγαλε νερό, το οποίο ακόμη και τώρα χρησιμοποιείται ως πηγή. Όταν έφτασε στη Γάγγρα, τον έβαλαν μέσα σε καμίνι φωτιάς, όπου και παρέδωσε στον Θεό το πνεύμα του. Τελείται δε η σύναξή του πλησίον της Γέφυρας του Ιουστινιανού και πλησίον του Πετρίου».

       Στον άγιο μάρτυρα Καλλίνικο βλέπουμε το κύριο στοιχείο της αγιότητας: την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, όπως το επισημαίνει ο υμνογράφος του, ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού της εορτής του: «μάρτυς θεόφρον Καλλίνικε, υπέρ το ζην το θανείν, ευσεβώς προελόμενος, του Χριστού τον θάνατον αληθώς εξεικόνισας» (Μάρτυς θεόφρον Καλλίνικε, αφού προτίμησες λόγω της ευσέβειάς σου τον θάνατο παραπάνω από τη ζωή, εξεικόνισες αληθινά τον θάνατο του Χριστού). Η επιλογή του θανάτου παραπάνω από τη ζωή δεν οφειλόταν βεβαίως σε λόγους ψυχολογικούς, σε μία βαθειά κατάθλιψη πιθανόν, ούτε και σε κάποια φιλοσοφική θεωρία. Οφειλόταν στη μεγάλη αγάπη που είχε ο μάρτυρας για τον Χριστό – αυτό δηλώνει άλλωστε το επίρρημα «ευσεβώς» - η οποία τον έκανε να προτιμά πάντοτε Εκείνον από οτιδήποτε άλλο, έστω και την ίδια τη ζωή του. "Πληγωμένος ο μάρτυρας από την αγάπη του Χριστού φώναζε δυνατά υπομένοντας τα βασανιστήρια: Θα τρέχω κει που είναι η μυρωδιά των μύρων Σου, ακολουθώντας το Πάθος Σου με την αιματηρή μου άθληση" («Τη του Χριστού αγάπη τετρωμένος ο μάρτυς ανέκραζεν, εν τοις αγώσι εγκαρτερών: Εις οσμήν δραμούμαι μύρων, ακολουθών των πάθει Σου, τη αθλήσει τη δι’ αίματος»). Στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτε άλλο, από το να προσπαθεί να παραμένει συνεπής στον λόγο του Χριστού, ο Οποίος προτρέπει και λέγει: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Δεν υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερη αγάπη, από την αγάπη προς τον Χριστό, κι αυτό θέλησε να ζήσει με τρόπο συνεπή ο άγιος Καλλίνικος, όπως βεβαίως και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας.

       Την επιλογή ακόμη και του θανάτου, προκειμένου ο πιστός να μείνει σταθερός στην αγάπη του Χριστού, την βλέπουμε ως το κατεξοχήν στοιχείο αγιότητας και στον απόστολο Παύλο, ο οποίος, πληγωμένος κι αυτός από την ίδια αγάπη, έλεγε: «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό. Να πεθάνει όχι γιατί βαρέθηκε τη ζωή, αλλά για να είναι πιο γρήγορα σε βαθύτερη σχέση με τον Χριστό. Κι αλλού: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Πέπεισμαι ότι ούτε θάνατος ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Τα δυνατά αυτά συναισθήματα που συνέπαιρναν τον απόστολο Παύλο, ήταν εκείνα που βλέπουμε να διακατέχουν και τον άγιο Καλλίνικο. Κι είναι το στοιχείο τούτο, όπως είπαμε, το στοιχείο που αποκαλύπτει την αληθινή αγιότητα, όπως μας το λέει ωραία και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ο άγιος επιθυμεί καθ’ ημέραν τον θάνατον». Για τους λόγους βεβαίως που εξηγήσαμε.

       Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι μία τέτοια αγάπη, η οποία αποκαλύπτει τα αληθινά όρια της πίστης στον Χριστό, προϋποθέτει τη μετάθεση του κέντρου βάρους του πιστού από τη ζωή αυτή, με όλα τα θέλγητρα και τους πειρασμούς της, στον ίδιο τον Χριστό. Αν κανείς, με άλλα λόγια, δεν έχει πιστέψει με όλη του την ύπαρξη ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται στον Χριστό, την πηγή της ζωής, και όχι στα περιορισμένα όρια αυτού του κόσμου, ο οποίος «παράγει και παρέρχεται» ως φθαρτός, δεν μπορεί να πει ότι είναι πραγματικά χριστιανός. Και δεν πρέπει να σπεύσει κανείς να πει ότι αυτό είναι για τους λίγους και τους εξαίρετους, γιατί αυτή η σχέση με τον Χριστό δόθηκε σε όλους τους πιστούς ως δωρεά στο άγιο βάπτισμα, που απλώς καλούμαστε διαρκώς να επιβεβαιώνουμε στην καθημερινή μας ζωή. Μη ξεχνάμε ότι δια του βαπτίσματος γινήκαμε μέλη Χριστού και συνεπώς Εκείνος είναι η ρίζα μας και το σπίτι μας.

28 Ιουλίου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΟΙ ΠΡΟΧΟΡΟΣ, ΝΙΚΑΝΩΡ, ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΜΕΝΑΣ

«Οι άγιοι αυτοί, επειδή κήρυσσαν τον λόγο της πίστεως και ομολογούσαν τον Κύριο Ιησού Χριστό, Υιό Θεού και τέλειο άνθρωπο, άθλησαν σε διαφορετικούς τόπους, και αφού έπαθαν πολλά από τους ασεβείς, έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου». Ανήκαν στους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας, σ’  εκείνους δηλαδή που χειροτονήθηκαν από τους αποστόλους «διακονείν τραπέζαις», με κριτήριο επιλογής τους την πνευματικότητά τους και τη δύναμη της ψυχής τους, μαζί με τους  Στέφανο, τον αρχιδιάκονο και πρωτομάρτυρα, Φίλιππο και Νικόλαο. Οι τέσσερις αυτοί σήμερα εορταζόμενοι κατάγονταν από τα μέρη της Ανατολής. Και ο μεν Πρόχορος -  ο οποίος ακολούθησε κατά την παράδοση τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή και μάλιστα στο διωγμό του Δομιτιανού βρέθηκε μαζί του εξόριστος στην Πάτμο, όπου και κατέγραψε την Αποκάλυψή του καθ’ υπαγόρευση εκείνου - κήρυξε αργότερα στα μέρη της Νικομήδειας, γενόμενος επίσκοπος της πόλεως και δίνοντας και τη ζωή του στο έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ο «υψηλόνους» Νικάνωρ, εκτελώντας κι αυτός, πέραν των διακονικών του καθηκόντων, έργο ευαγγελιστή, διδάσκοντας με δύναμη την αιώνια ζωή που έφερε ο Ιησούς Χριστός, τον Σταυρό και τα Πάθη Του, σφαγιάστηκε ως πρόβατο, μαζί με δύο χιλιάδες ακόμη πιστούς, από τα χέρια των Ιουδαίων, την ημέρα που μαρτύρησε και ο άγιος Στέφανος. Ο «σοφός και ιερός» Τίμων, στο ίδιο έργο με τους άλλους ευρισκόμενος, έγινε αργότερα ποιμένας των Βόστρων, εκδαπανώμενος στην αγάπη του ποιμνίου του. Στο τέλος, έλαβε κι αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, όταν οι άνομοι, μη αντέχοντας τον σφοδρό του έρωτα για τον Χριστό, τον έριξαν στο μέσο μεγάλης φωτιάς. Κι ο «μέγας και ευκλεής» Παρμενάς, έδρασε κι αυτός με μεγάλη σπουδή, ακολουθώντας τα χνάρια των δώδεκα αποστόλων κι έχοντας κι αυτός μακάριο τέλος».

Μία πρώτη παρατήρηση για τους διακόνους αυτούς της πρώτης Εκκλησίας είναι ότι εκλέχτηκαν από τον λαό και χειροτονήθηκαν από τους αποστόλους, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου της πρώτης κοινότητας των Ιεροσολύμων. Διότι, όπως είπαν οι απόστολοι «ουκ αρεστόν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις». Δεν μας αρέσει ν’  αφήσουμε την εξαγγελία του λόγου του Θεού και να υπηρετούμε στα τραπέζια. Το «ουκ αρεστόν» βεβαίως αυτό των αποστόλων δεν οφείλετο σε υποβάθμιση του φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας, αλλά στην ορθή ιεράρχηση της αποστολής και του έργου της. Σημαίνει ότι ναι μεν το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο είναι άκρως απαραίτητο και αναγκαίο, ως πραγμάτωση της βασικής εντολής του Κυρίου, της αγάπης, όμως η προτεραιότητα είναι ο λόγος του Θεού. Με άλλα λόγια, με την εμφάνιση των επτά πρώτων διακόνων, ταυτόχρονα τονίζεται ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον Χριστό, για να συνεχίζει την παρουσία του Ίδιου στον κόσμο, ως το ζωντανό σώμα Του, και να φανερώνει το θέλημα του Θεού σ’ αυτόν, κι έπειτα, ή, τέλος πάντων, παράλληλα, να καλύπτει, όσο μπορεί, τις βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων. Μόνον άνθρωποι που δεν έχουν γνώση του Ευαγγελίου μπορεί να αλλοιώνουν την προτεραιότητα αυτή.

Μία δεύτερη παρατήρηση αναφέρεται στο κριτήριο της επιλογής των διακόνων, όπως το δίνουν οι ίδιοι οι απόστολοι του Χριστού: να  είναι «άνδρες πλήρεις πνεύματος αγίου και σοφίας». Κανείς δεν μπορεί να διακονεί στην Εκκλησία από οποιαδήποτε θέση, χωρίς να είναι πνευματοφόρος και χριστοφόρος, ή, τουλάχιστον, να αγωνίζεται να γίνει έτσι. Και τούτο διότι μία διακονία-υπηρεσία, χωρίς την προϋπόθεση αυτή, σημαίνει ότι αντιμετωπίζεται η Εκκλησία «οριζόντια», ως μία επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία, στην οποία κάποιος έναντι αμοιβής προσφέρει ένα έργο. Η εντολή και η προτροπή των αποστόλων για πνευματοφόρους πιστούς στην άσκηση των διακονημάτων φανερώνει ότι τα διακονήματα κατανοούνται ως μέσα δοξολογίας τελικώς του Θεού, λειτουργούν δηλαδή ως προσευχή, κατά το «είτε πίνετε είτε εσθίετε είτε τι άλλο ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» του αποστόλου. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πιστοί, ως προς τα διακονήματα, για να δημιουργούνται εντάσεις και ανταγωνισμοί, αλλ’ «έκαστος εφ’ ω ετάχθη, εκεί μενέτω». Και το ελαχιστότερο διακόνημα, τελούμενο με φόβο Θεού, γίνεται εξαιρετικό μέσο αγιασμού των ανθρώπων.

Μία τρίτη παρατήρηση είναι ότι την εκλογή των διακόνων την έκαναν οι πιστοί, κατά προτροπή των αποστόλων. Εκείνοι είπαν ο λαός να εκλέξει επτά άνδρες για την κάλυψη της ανάγκης του μοιράσματος του φαγητού. Και πάνω σ’  αυτό το σημείο έκτοτε, ιδιαιτέρως τα νεώτερα χρόνια, ακούγονται φωνές, οι οποίες επισημαίνουν ότι το πρωτοχριστιανικό κριτήριο της εκλογής των διακόνων από τον λαό, πρέπει να επανέλθει. Αναγνωρίζουμε το δίκιο αυτών που το υποστηρίζουν, όπως εξίσου κατανοούμε και εκείνους, οι οποίοι αντιπαραβάλλουν τη διαφορετική παράδοση που διαμορφώθηκε στο θέμα της εκλογής στο πέρασμα των αιώνων, σύμφωνα με την οποία όχι άμεσα ο λαός, αλλ’  ο επίσκοπος, με την έγκριση του λαού, είναι ο εκλέκτωρ. Δεν θα μπούμε στη διαδικασία συμφωνίας με τη μία ή την άλλη παράδοση, αφού η καθεμία έχει τα δικά της ισχυρά επιχειρήματα κι είναι θέμα που όταν τεθεί ως πραγματικό πρόβλημα στην Εκκλησία, οπωσδήποτε θα επιλυθεί. Εκείνο που ακροθιγώς θα πούμε είναι ότι αφενός το θέμα δεν είναι, πιστεύουμε, πρωτεύον – δεν εξαρτάται από αυτό η καλή ή όχι πορεία της Εκκλησίας – και αφετέρου δεν ξέρουμε αν τα πνευματικά κριτήρια του λαού θα λειτουργήσουν καλύτερα από τα πνευματικά κριτήρια ενός επισκόπου, όσον αφορά τη χειροτονία ενός κληρικού, όταν μάλιστα την ευθύνη της χειροτονίας έχει κατά κύριο λόγο ο χειροτονών επίσκοπος. Άλλωστε η διακονία ενός κληρικού – κι εδώ ίσως πρέπει να ρίχνουμε περισσότερο το βάρος μας – δεν είναι θέμα τόσο του πρώτου καιρού, όσο της μετέπειτα καθημερινότητάς του, ως αδιάκοπης επιβεβαίωσης του χαρίσματος που έλαβε.