05 Αυγούστου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΙΓΝΙΟΣ

«Ο άγιος Ευσίγνιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια και ήταν στρατιωτικός για εξήντα ολόκληρα χρόνια. Στρατεύθηκε όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε πολλά χρόνια και πρόφτασε μέχρι και τη βασιλεία του Ιουλιανού του Παραβάτου. Όταν κάποτε ο βασιλιάς αυτός έφτασε στην Αντιόχεια, ζήτησε να τον δει κάποιος γέροντας στρατιώτης 110 χρονών! Ο Ιουλιανός από περιέργεια τον δέχτηκε και έμεινε έκπληκτος όταν είδε τον γέροντα στρατιώτη τόσων χρόνων να διατηρεί αλύγιστο το σώμα του. Διέταξε και τον περιποιήθηκαν όσο το δυνατόν καλύτερα. Αλλά ο Ευσίγνιος δεν ικανοποιήθηκε απ’  αυτές τις περιποιήσεις του Ιουλιανού και του δήλωσε ότι είναι χριστιανός και ότι μάταια προσπαθεί να ζωντανέψει ένα πτώμα, όπως είναι η ειδωλολατρία. Και επί τέλους, να πάψει να διώκει τον Χριστό. Όταν άκουσε αυτά ο Ιουλιανός, εξαγριώθηκε και διέταξε αμέσως να τον αποκεφαλίσουν. Τότε ο Ευσίγνιος, γεμάτος από χαρά, είπε:  «Ευχαριστώ, βασιλιά. Ο θάνατος με σεβάστηκε στο πεδίο των μαχών, για να με εύρει τώρα και να μου δώσει το κτύπημα χάριν του Χριστού. Τέτοιο τέλος είναι άξιο χριστιανού στρατιώτη, και δοξολογώ τον Ύψιστο που ευδόκησε να με φυλάξει για ένα τέτοιο τέλος. Έτσι ο Ευσίγνιος έλαβε τον τίμιο θάνατο του μαρτυρίου με αποκεφαλισμό το 362 μ.Χ (Από το ιστολόγιο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Είναι συγκλονιστική η περίπτωση του γέροντα Ευσιγνίου, του μεγαλομάρτυρα αυτού αγίου (εξαποστειλάριο), αγνώστου στους περισσοτέρους χριστιανούς, γνωστότατου όμως στον Θεό και τους αγίους Του. Έλαβε μέρος σε πολλούς πολέμους, κατά τη δήλωσή του, υπηρέτησε πολλούς επίγειους βασιλείς με κίνδυνο της ζωής του, γέμισε το σώμα του πληγές και αίματα από τις μάχες, όμως ο Θεός θέλησε να φύγει με τον ενδοξότερο τρόπο για τα δεδομένα της πίστεώς μας: να δώσει τελικά το αίμα του για χάρη του Χριστού, να φτάσει δηλαδή στο ανώτερο δυνατό σημείο που αποκαλύπτεται η πίστη σ’  Εκείνον, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «σε μας χαρίστηκε όχι μόνο να πιστεύουμε στον Χριστό αλλά και να πάσχουμε για Εκείνον». Ήδη ο άγιος υμνογράφος του, Ιωσήφ, επανειλημμένως το επισημαίνει: «Ντύθηκες, ένδοξε, με τη θεία χάρη την πορφύρα που κοκκίνισε από το αίμα της σάρκας σου... Και συμβασιλεύεις με τον Χριστό πάντοτε γεμάτος ευφροσύνη» (στιχ. εσπ.).

Σε τέτοια προχωρημένη ηλικία βεβαίως, εκατόν δέκα χρονών!, εκείνο που υφίσταται είναι η ραθυμία – το ίδιο το σώμα έχει καμφθεί, δεν έχει δύναμη ούτε να βαδίσει! Κι όμως, στον άγιο Ευσίγνιο βλέπουμε έναν ευσταλή γέροντα που προξένησε κατάπληξη και στον ίδιο τον βασιλιά, που η καρδιά του χαρακτηριζόταν από νεανικό σφρίγος και δύναμη: το σφρίγος της πίστεως του Χριστού. Διότι σ’  αυτό οδηγεί η αληθινή πίστη, που θα πει η αγάπη προς τον Χριστό: να δυναμώνει και να νευρώνει την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. «Ιδού καινά ποιώ πάντα» όπως δηλώνει ο ίδιος ο Κύριος, ή όπως αλλιώς το ομολογεί ο απόστολος: «Γίνομαι πανίσχυρος με τον Χριστό που με δυναμώνει». «Θωρακίστηκες, Ευσίγνιε, από την πανοπλία του Χριστού και νίκησες τις παρατάξεις των αθέων τυράννων κι απέκτησες βραβεία νίκης, καθώς αθλήθηκε με ανδρείο φρόνημα» (εξαποστειλάριο). Κι ακόμη πιο καίρια: «Σε εγρήγορση ευρισκόμενος, απώθησες τη νύστα της ραθυμίας, μάρτυς Ευσίγνιε, κι έτρεξες εκούσια με αδίστακτη πίστη προς την άθληση» (ωδή δ΄).

Τι είναι εκείνο που αποτελεί την προϋπόθεση της πίστεως και της γνήσιας αγάπης προς Κύριο τον Θεό; Διότι είναι ευνόητο ότι η πίστη και η αγάπη δεν αναπτύσσονται σε οποιοδήποτε έδαφος, δηλαδή σε βρώμικη λόγω αμαρτίας καρδιά, παρά μόνον εκεί που υπάρχει καλή διάθεση και βαθειά αναζήτηση της αλήθειας. Ο άγιος Ιωσήφ, ο σπουδαίος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, εξηγεί με τον δικό του τρόπο: «Η αγιασμένη σου διάνοια, αθλοφόρε, αναδείχτηκε οίκος του Παρακλήτου Πνεύματος, γι’  αυτό και σε δοξολογούμε με πίστη» (ωδή α΄).  Πρόκειται για τον μακαρισμό, και όχι μόνο, του ίδιου του Κυρίου, που αποκαλύπτει ότι τον Θεό μπορεί να Τον δει μόνον αυτός που έχει καθαρή καρδιά: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι ο άγιος Ευσίγνιος, σε όλη τη ζωή του, πολύ περισσότερο στα τέλη του, αγωνιζόταν  από αγάπη προς τον Θεό για την καθαρότητα αυτή, ακολουθώντας με συνέπεια τις άγιες εντολές Του. Η οδός των εντολών του Κυρίου συνιστά τον μονόδρομο της καθάρσεως της καρδιάς και της διάνοιας του ανθρώπου, οπότε ανοίγεται χώρος για τη «σκήνωση» του Πνεύματος του Θεού σ’  αυτήν – ο πιστός άνθρωπος ζει με επίγνωση μέσα στην παρουσία του Κυρίου. Ο άγιος Ιωσήφ και πάλι το επισημαίνει: «Επειδή ήσουν προσκολλημένος στον Δεσπότη Χριστό με γνησιότητα, απομάκρυνες τον εαυτό σου από την πονηρία, Ευσίγνιε» (ωδή ε΄).  

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Στη Μεταμόρφωση συμπυκνώνεται η θεολογία της Εκκλησίας, την οποία εξέφρασε ιδιαιτέρως τον 14ο αι. ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν προκλήθηκε  από αιρετικούς που την διέστρεφαν. Μερικές όψεις του θαυμαστού γεγονότος βοηθούν στην εμβάθυνση της θεολογίας αυτής.

1. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των μαθητών: ο Χριστός, ων Θεός και άνθρωπος, με ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ∙ παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν είχε, αλλά αυτό που ήταν, το αποκαλύπτει «κατά μέρος»για να το δουν και να το νιώσουν οι τρεις μαθητές που Τον συνόδευαν. Κι αυτό ήταν η θεϊκή Του δόξα – «μετασκευάστηκαν» οι οφθαλμοί τους εν Πνεύματι να δουν το «άκτιστον φως» Του.

2. Είδαν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «ως εχώρουν οι μαθηταί Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια (αλλιώς χάρη, δόξα, φως) του Θεού, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί συνέβη αυτό; Διότι μετά ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο -  η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Κατά  το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα».

4. Στη μετοχή της λαμπρής θέας του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική τη δική τους. Ό,τι δόξα είδαν δηλαδή στον Χριστό, την ίδια θα ζήσει και ο πιστός άνθρωπος. Γιατί Εκείνος ήλθε να κάνει τον άνθρωπο ένα μαζί Του. Το μυστήριο του βαπτίσματος, όπως και τα άλλα μυστήρια, σ’  αυτό στοχεύουν: η ζωή Του να γίνει και δική μας ζωή. «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται». Αυτό τόνισαν οι Πατέρες των (Οικουμενικού χαρακτήρα) Συνόδων του 14ου αι., αποδεχόμενοι τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά: το φως της Μεταμορφώσεως γίνεται όριο για τους πιστούς στον κόσμο αυτόν («θέωση»), με προοπτική άπειρη μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος».

5. Έτσι ανακαινίζεται και η φύση. Πώς; Τα ενδύματα του Χριστού έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής της φύσεως στη δόξα του Θεού. Διότι η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά αναβαθμίζεται και αυτή βρίσκοντας τη θέση της: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. «Η προσμονή της φύσεως  είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη» (απόστολος Παύλος). Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σε όσους θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της ύλης.

6. Τι σημαίνει όμως η παρουσία του Μωυσή και του Ηλία από την Παλαιά Διαθήκη στη Μεταμόρφωση;  Πρώτον, ότι ο Χριστός είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου (ο Μωυσής πέθανε, ο Ηλίας αναλήφθηκε). Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του στη γη, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως έδειξε η Ανάσταση του Κυρίου, θα αναστηθεί για να ενωθεί και πάλι με την ψυχή. Ο θάνατος λοιπόν έγινε μία απλή δίοδος, που οδηγεί στην αγκαλιά του Χριστού, πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Και προεικόνιση αυτού είναι η παρουσία των Πατριαρχών στο Θαβώρ. Κι ακόμη∙ ο Κύριος φανερώνεται ως κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης: του Νόμου (Μωυσή) και των προφητών (Ηλία), συνεπώς και η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα.

Η Μεταμόρφωση συγκεφαλαιώνει την πνευματική ζωή της Εκκλησίας.  Η γεύση της απαιτεί την ετοιμότητα του ανθρώπου να αποδεχτεί τον πλούτο αυτό. Ένας ύμνος της εορτής μάς καθοδηγεί: «Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την. Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας». 

04 Αυγούστου 2025

ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΛΕΕΙ!

 

«Θελητήν του ελέους, ον εγέννησας, μήτερ αγνή, δυσώπησον…» (ζ΄ωδή Μικρού Παρακλ. Κανόνος)

(Παρακάλεσε, Αγνή Μητέρα, τον Χριστό που γέννησες και που θέλησή Του είναι να μας ελεεί).

Απευθυνόμαστε και πάλι στην Παναγία να γίνει η μεσίτριά μας προς τον Υιό και Θεό της: να παρακαλέσει Εκείνον για χάρη μας – «και Σε μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν» - διότι εμείς, λόγω των πταισμάτων και των μολυσμάτων της ψυχής μας, δεν έχουμε παρρησία ενώπιόν Του, ώστε ο Χριστός προς χάρη πια Εκείνης να μας δώσει την ίαση της ψυχής και του σώματος. Ο ύμνος όμως χρησιμοποιεί μία φράση που νομίζουμε είναι από τις πιο ωραίες και κατανυκτικές των παρακλητικών κανόνων: ο Κύριος είναι ο «θελητής του ελέους». Δηλαδή όχι μόνον έχει έλεος: αγάπη και συμπάθεια και συγχωρητικότητα για όλους τους ανθρώπους και μάλιστα τους πιστούς σε Αυτόν, με την έννοια ότι οι πιστοί βλέπουν αυτό το έλεος και το αποδέχονται, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζεται στη ζωή τους, αλλά  θ έ λ ε ι   και να το έχει. Θέλουμε να πούμε ότι το έλεος του Χριστού σε μας δεν είναι μία προσφορά και ένα άνοιγμα «αφ’ υψηλού», όπως ενός πλούσιου σε έναν φτωχό για παράδειγμα, που του δίνει πολλές φορές για να τον «ξεφορτωθεί» ή από οίκτο, αλλά είναι μία προσφορά, ένα δόσιμο που κατανοείται ως «ανάγκη» του Χριστού, δηλαδή είναι προσφορά χαράς, πού δεν μπορεί να μην υπάρχει.

Αιτία γι’  αυτό είναι το γεγονός ότι «ο Θεός αγάπη εστί», η αγάπη δηλαδή συνιστά, όπως λένε οι θεολόγοι, τον τρόπο ύπαρξής Του και δεν είναι απλώς ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά Του. Έτσι ο Θεός δεν μπορεί να μην αγαπά, η αγάπη είναι οφειλή στα πλάσματά Του, γεγονός που σημαίνει ότι είτε Τον θέλουμε είτε δεν Τον θέλουμε, η θετική στάση Του απέναντί μας είναι δεδομένη. Αν ο ίδιος ο Κύριος εντέλλεται να αγαπάμε και τους εχθρούς μας, αν ο απόστολος Παύλος μάς τονίζει ότι «μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», δηλαδή οφείλουμε, χρωστάμε την αγάπη μας σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από τι είναι αυτός, πόσο περισσότερο ισχύει τούτο για Εκείνον, που είναι η πηγή της αγάπης; Μπροστά σ’  αυτόν τον Θεό μας η μόνη στάση βεβαίως είναι η δοξολογία μας και τα δάκρυά μας.  

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΟΙ ΕΝ ΕΦΕΣΩ

«Αυτοί οι άγιοι έζησαν επί Δεκίου βασιλέως (3ος αι.) και σκέφτηκαν να μοιράσουν τα υπάρχοντά τους και να κλειστούν σ’  ένα σπήλαιο. Εκεί προσευχήθηκαν να φύγουν από τη ζωή αυτή και να μην παραδοθούν στο βασιλιά, λόγω των διωγμών κατά των χριστιανών που είχε διατάξει, κάτι που έγινε. Ο Δέκιος, μετά την επιστροφή του στην Έφεσο, τους αναζήτησε για να θυσιάσουν στα είδωλα, μα όταν έμαθε το τέλος τους στη σπηλιά, διέταξε να τη σφραγίσουν καλά. Από τότε πέρασαν  περίπου διακόσια χρόνια κι ήρθε η εποχή που βασίλευε ο Θεοδόσιος Β΄ο  μικρός (περί τα μέσα του 5ου μ.Χ. αι.). Στα χρόνια αυτά της βασιλείας του φάνηκε μία αίρεση που κήρυσσε ότι  δεν υπάρχει ανάσταση, κι ο βασιλιάς βλέποντας ότι προκαλείται ταραχή στην Εκκλησία, αφού και επίσκοποι παρασύρονταν από αυτήν, απορούσε τι να κάνει. Περιβλήθηκε σάκο, κοιμόταν καταγής και με δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό να φανερώσει ό,τι έπρεπε. Κι ο Κύριος απάντησε: Ο κάτοχος της περιοχής που βρισκόταν το σπήλαιο που είχαν κοιμηθεί οι παίδες, θέλησε να φτιάξει μία μάντρα για το ποίμνιό του. Κύλισε λοιπόν τους λίθους, για να τους χρησιμοποιήσει για τη μάντρα, κι αποκαλύφθηκε έτσι το στόμιο, χωρίς εκείνος να το καταλάβει. Με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν τα παιδιά, σαν να ξυπνούσαν από χθεσινό ύπνο. Δεν κατάλαβαν τίποτε, πιστεύοντας ότι η ζωή τους συνεχίζεται κανονικά, γι’ αυτό και ο ένας από αυτούς, ο Μαξιμιλιανός, προέτρεψε όλους τους άλλους, αν συλληφθούν από τον Δέκιο, να μείνουν σταθεροί στην πίστη τους και να μην την προδώσουν. Έστειλε μάλιστα τον Ιάμβλιχο να αγοράσει ψωμί, περισσότερο όμως από την «προηγούμενη» ημέρα, που ήταν λιγοστό. Ο Ιάμβλιχος κατέβηκε στην πόλη και θαύμαζε και για το σημείο του Σταυρού που έβλεπε να υπάρχει σε πολλά σημεία, και για τα καινούργια οικοδομήματα. Σ’  ένα αρτοποιείο που μπήκε, αγόρασε ψωμί κι έδωσε τα χρήματα, τα οποία όμως προκάλεσαν τον θαυμασμό και την απορία του μαγαζάτορα και των άλλων, γιατί βεβαίως ήταν πολύ παλαιά. Στην απορία και στις ερωτήσεις τους για τον θησαυρό αυτό, λόγω της παλαιότητας, δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά ο Ιάμβλιχος, γι’  αυτό και διά της βίας τον οδήγησαν στον ανθύπατο της περιοχής, ο οποίος τον ανέκρινε, χωρίς όμως και αυτός να μπορέσει να πειστεί. Έμαθε τα γεγονότα και ο επίσκοπος Μαρίνος, ο οποίος άρχισε να υποπτεύεται ότι εδώ πρόκειται για κάτι το θαυμάσιο και θεϊκό, γι’ αυτό και τελικώς όλοι ακολούθησαν τον Ιάμβλιχο στο σπήλαιο, το οποίο απεκάλυψε, για να τους επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του. Η επιβεβαίωση υπήρξε θαυμαστή και κατανυκτική, όταν μάλιστα βρήκαν ότι τα ονόματά τους και η ιστορία τους ήταν γραμμένα από δύο χριστιανούς στρατιώτες, από αυτούς που είχε διατάξει ο Δέκιος να σφραγίσουν το σπήλαιο. Ο βασιλιάς Θεοδόσιος που το έμαθε, γέμισε από χαρά, και δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του, γιατί είδε την απάντηση που έστειλε διά των παίδων ο Θεός, στο πρόβλημα της αίρεσης των αρνητών της ανάστασης. Οι άγιοι παίδες, μετά από λίγο, αισθάνθηκαν κούραση και παρέδωσαν για δεύτερη φορά την ψυχή τους στον Κύριό τους, ενώ οι σύγχρονοι πια τους τίμησαν ποικιλοτρόπως ως αγίους, ιδίως ο βασιλιάς, στον οποίο όμως, μέσω ονείρου, αρνήθηκαν την επιθυμία του να τοποθετήσει τα λείψανά τους σε ακριβές λειψανοθήκες και να τους θάψει εκεί που βρίσκονταν στο σπήλαιο».

Το συναξάρι των αγίων επτά παίδων των εν Εφέσω θεωρείται ένα από τα παραδοξότερα και θαυμασιότερα που έχουν γραφεί, γι’  αυτό και η ιστορία των αγίων αυτών ενέπνευσε και τη γραφίδα του γνωστού και σπουδαίου λογοτέχνη Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ώστε να την αποδώσει με τρόπο μυθιστορηματικό. Η παραδοξότητα της ιστορίας τους δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι αυτοί αναστήθηκαν από τους νεκρούς - κάτι που ανατρέπει πράγματι τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της Ανάστασης του Κυρίου, ο Οποίος  ως πηγή της ζωής καταργεί τον θάνατο και τον κάνει δίοδο κι αυτόν ζωής – αλλά και στο ότι αναστήθηκαν μετά παρέλευση εκατονταετιών από την ώρα του θανάτου τους, έγινε γνωστό σε όλους το συμβάν τούτο, ενώ στη συνέχεια παρέδωσαν και πάλι στον Κύριο τις αγιασμένες ψυχές τους.

Όλη η ακολουθία τους τονίζει με διαφόρους τρόπους τον σκοπό για τον οποίο ο Κύριος επέτρεψε να συμβεί το μεγάλο αυτό θαύμα: «εις γαρ πίστωσιν νεκρών αναστάσεως γέγονε το τελούμενον», δηλαδή έγινε το θαύμα για να πιστοποιηθεί η ανάσταση των νεκρών, «άπασαν ενθάπτοντες δυσμενών απιστίαν»,  ώστε να θαφτεί όλη η απιστία των αρνουμένων αυτήν. Μόλις παραπάνω το συναξάρι μάς εξήγησε ότι την εποχή εκείνη (5ος αι.) παρουσιάστηκε αίρεση, η οποία αμφισβητούσε την ανάσταση εκ των νεκρών, συνεπώς έπληττε την ίδια τη χριστιανική πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, η οποία έχει ως θεμέλιό της την Ανάσταση του Χριστού. Με την ανάσταση λοιπόν των επτά παίδων ο Κύριος θέλησε να δώσει απάντηση και να στηρίξει τους πιστούς, επιβεβαιώνοντας ότι η Ανάστασή Του ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο, χωρίς το οποίο βεβαίως, κατά τον απόστολο, «ματαία η πίστις ημών». Διότι ο Κύριος ήρθε για να φέρει τη ζωή στον άνθρωπο, που την είχε χάσει λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία. «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν». Αμφισβήτηση της Ανάστασης του Χριστού και επομένως και των ανθρώπων σημαίνει διαγραφή όλης της αποκάλυψης του Χριστού και «ταφή» του ανθρώπου και πάλι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, την αμαρτία, τον θάνατο, τον διάβολο.

Το μεγάλο αυτό θαύμα όμως διατρανώνει και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό: ο Κύριος δεν αφήνει ποτέ «αμάρτυρον» τον Εαυτό Του, σε όλο το πέρασμα της ιστορίας. Δεν είναι μόνον η δική Του ιστορική παρουσία που σφράγισε με απόλυτο βεβαίως τρόπο την παγκόσμια ιστορία. Συνεχίζει να φέρνει αυτήν την παρουσία Του αδιάκοπα στο προσκήνιο, με την αγία Του Εκκλησία ασφαλώς, αλλά και με τους αγίους Του που αναδεικνύει μέσα σ’ αυτήν, και τα θαύματα που επιτελεί μέσω αυτών. Διότι δυστυχώς οι άνθρωποι, λόγω της μάστιγας της λήθης που μας πιάνει, παρασυρόμαστε από την καθημερινότητα και εμπλεκόμαστε στα πάθη του κόσμου τούτου. Ο Χριστός λοιπόν, όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, «δεν μας αφήνει σε ησυχία». Κάτι κάνει κάθε φορά, σε κάθε ιστορική περίοδο, ώστε να μας τοποθετεί ενώπιόν Του. Αυτό συνέβη και  με τους αγίους επτά παίδες, αυτό συμβαίνει και θα συμβαίνει πάντοτε. Έτσι ερμηνεύει για παράδειγμα και ο όσιος μεγάλος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ τη χαρισματική παρουσία του αγίου Σιλουανού του Άθω: ως σύγχρονη μαρτυρία της αιώνιας αγάπης του Θεού, έτσι μας παρηγορεί και ο όσιος Παΐσιος, λέγοντας ότι στους εσχάτους χρόνους ο Χριστός θα μας φανερωθεί με πολύ έντονο τρόπο, θα δώσει ισχυρά σημάδια της παρουσίας Του, για να μας ενισχύσει στον αγώνα μας κατά των υιών του σκότους. Αινούμε και ευλογούμε τον Κύριο για την αγάπη Του και τη στοργική πρόνοιά Του για όλους μας.

02 Αυγούστου 2025

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

«Μετά από πολλά χρόνια αφότου μαρτύρησε ο άγιος Στέφανος και είχαν δώσει τη ζωή τους πολλοί για χάρη του Χριστού, την ταραχή διαδέχτηκε γαλήνη κι έπνευσε άνεμος ελευθερίας, λόγω του πρώτου μεταξύ των βασιλέων και χριστιανικότατου Κωνσταντίνου. Τότε λοιπόν και ο πολύτιμος θησαυρός, το λείψανο δηλαδή του αγίου Στεφάνου, φανερώνεται: Κάποιος γέροντας ιερέας, σεβαστός πολύ για την αγία του ζωή, Λουκιανός στο όνομα, κατοικούσε στην κώμη, στην οποία και ο θησαυρός του λειψάνου του αγίου κρυβόταν κάτω από τη γη. Σ’  αυτόν όχι μία, αλλά και δύο και τρεις φορές φάνηκε ο Πρώταθλος, φανερώνοντας τον εαυτό του. Ο πρεσβύτερος έσπευσε τότε να αναγγείλει τις οπτασίες του αγίου στον επίσκοπο της περιοχής Ιωάννη. Αυτός δε με μεγάλη χαρά κι αφού πήρε μαζί του τους κληρικούς της πόλεως πήγε στον τόπο που του υπέδειξε ο πρεσβύτερος, έσκαψε και βρήκε τη σορό. Ξαφνικά τότε έγινε σεισμός μεγάλος και μία ευωδία έντονη χύθηκε παντού γύρω, ενώ φωνές αγγέλων που έρχονταν από ψηλά έψαλλαν το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Πολλές θεραπείες αρρώστων πραγματοποιήθηκαν παράλληλα, που κήρυτταν τη χάρη του Πρωτομάρτυρα. Αμέσως λοιπόν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, με δύο άλλους επισκόπους κι όλο τον κλήρο και τον λαό, προσκύνησαν με ευφροσύνη και χαρά το άγιο εκείνο σώμα, και με λαμπάδες και ύμνους και θυμιάματα και την αρμόζουσα τιμή, το κατέθεσαν στην πόλη της Σιών. Μετά από αυτά, σεβάσμιος ναός για τον άγιο, στην πόλη αυτή, οικοδομείται από κάποιο Αλέξανδρο συγκλητικό, ο οποίος, αφού παρεκάλεσε πολύ τον Αρχιερέα, τοποθέτησε το τίμιο λείψανο σ’ αυτόν, με κάθε σεβασμό. Δεν πέρασαν πέντε χρόνια και ο συγκλητικός εκοιμήθη, οπότε κατατέθηκε δίπλα στον άγιο, σε ίδια με αυτόν λειψανοθήκη, όπως ο ίδιος την είχε παραγγείλει. Επειδή όμως πολλοί πίεζαν τη γυναίκα του, που ήταν πλούσια και όμορφη, να ξαναπαντρευτεί, εκείνη σκέφτηκε να πάρει τη λειψανοθήκη του άντρα της και να πάει στον πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη. Από κάποιο σχέδιο όμως της θείας πρόνοιας, έγινε λάθος στη λειψανοθήκη, πήρε δηλαδή του αγίου Στεφάνου, η οποία φερόταν πάνω σε όνο και έτσι γινόταν η πορεία. Όλη τη νύκτα όμως αγγελικός ύμνος και δοξολογίες ακούονταν, όπως και μεγάλη ευωδία, σαν να έχει χυθεί μύρο πολύ, γέμιζε τα πάντα, ενώ τα πονηρά πνεύματα βογγούσαν, κραυγάζοντας «αλλοίμονό μας, γιατί ο Στέφανος βρίσκεται ανάμεσά μας, μαστιγώνοντάς μας». Καθώς έφτασαν στην Ασκάλωνα, παραλιακή πόλη, μίσθωσαν πλοίο και ξεκίνησαν, ενώ κατά την οδοιπορία έγιναν πολλά θαύματα και σημεία, που δεν μπορούμε να τα εξιστορήσουμε εδώ. Όταν έφτασαν στη Βασιλίδα των πόλεων και άκουσε ο βασιλιάς αυτό που είχε συμβεί, κι ό,τι είχε πάθει η γυναίκα, αμέσως την κάλεσε κι άκουσε από το στόμα της όλη την ιστορία. Γέμισε από μεγάλη χαρά και αγαλλίαση λοιπόν ο καλλίνικος και φιλευσεβής βασιλιάς, κι έδωσε εντολή στον αρχιερέα με όλο τον κλήρο και τον λαό να υποδεχτεί τον άγιο και να τον οδηγήσουν με μεγάλη τιμή και ευλάβεια στα βασίλεια. Τότε λοιπόν έγιναν και άλλα μεγάλα και τεράστια, από τα οποία μόνον ένα θα καταγράψουμε. Τραβούσαν οι ημίονοι το άρμα, στο οποίο υπήρχε ο θησαυρός, μέχρις ότου έφτασαν σε τόπο που ονομαζόταν Κωνσταντιανάς, κι εκεί οι ημίονοι σταμάτησαν. Την ώρα εκείνη ένας ημίονος είπε με ανθρώπινη φωνή: Για ποιο λόγο μας χτυπάτε να προχωρήσουμε; Εδώ πρέπει να κατατεθεί ο άγιος. Ο αρχιερέας και όλοι οι παριστάμενοι άκουσαν τις φωνές και δοξολόγησαν τον Θεό με μεγάλη φωνή. Θαύμασε πολύ και ο βασιλιάς όταν το άκουσε και αμέσως ανήγειρε σεβάσμιο ναό σ’  εκείνον τον τόπο προς τιμήν του Πρωτάθλου, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Αγίου αυτού».

Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει σήμερα: την ίδια την αγιασμένη ζωή του αγίου Στεφάνου, το θαυμαστό μαρτύριό του ή τα θαυμάσια που σχετίζονται με την ανακομιδή των λειψάνων του και τη συνεχιζόμενη παροχή της χάρης που προχέει  σε όλους τους αιώνες; Κεντρικός άξονας που εξηγεί βεβαίως τα πάντα σ’ αυτόν είναι η βαθειά αγάπη του προς τον Κύριο  Ιησού Χριστό, το κύριο στοιχείο της αγιότητας όλων των αγίων. Η αγάπη αυτή, ως κινητήρια δύναμη, εξηγεί κ α ι  το γεγονός ότι επιλέχτηκε ανάμεσα σε πολλούς να είναι ο πρώτος των διακόνων της πρώτης Εκκλησίας, «πλήρης πνεύματος αγίου και σοφίας»,  ώστε να διακονεί στα τραπέζια, στην παράθεση δηλαδή του φαγητού, λόγω κάποιων προβλημάτων που τότε είχαν αναφανεί, κ α ι  το γεγονός ότι επίσης «πλήρης πίστεως και δυνάμεως  εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ», κηρύσσοντας παράλληλα τον λόγο του Θεού και φέρνοντας σε σύγχυση τους Ιουδαίους, γιατί δεν μπορούσαν ν’  αντιμετωπίσουν αυτήν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε στα λόγια του, αλλά κ α ι  το γεγονός ότι καλούμενος σε απολογία για χάρη της πίστεώς του, λαμβάνει τη χάρη της θεοπτίας, δηλαδή μέσα στον φωτισμό του αγίου Πνεύματος να βλέπει τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού.

Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η αγάπη του στον Χριστό και φανερώνεται η πλούσια χάρη που τον διακατείχε, είναι η ώρα του μαρτυρίου του. Σ’  αυτές τις στιγμές, που ο χρόνος παύει να υφίσταται, γιατί πλημμυρίζει από την αιωνιότητα του Θεού, την ίδια ώρα που οι πέτρες στον δια λιθοβολισμού θάνατο που αποφασίστηκε γι’  αυτόν, έπεφταν βροχή, εκείνος γεμάτος αγάπη προς τους μαινόμενους Ιουδαίους που τον σκότωναν, προσεύχεται για τη συγχώρησή τους: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην»! Κύριε, μη τους καταλογίσεις αυτήν την αμαρτία. Ποια μεγαλύτερη αποκορύφωση αγάπης μπορεί να υπάρχει, όταν ζει ο Στέφανος, με τη χάρη του Θεού, την ίδια αγάπη μ’  εκείνην του Δημιουργού του πάνω στον Σταυρό; Όπως ο Κύριος συγχωρούσε τους σταυρωτές Του – «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» - έτσι και ο άγιος Στέφανος: συγχωρεί τους λιθοβολιστές του, δείχνοντας ότι έχει φτάσει στο ανώτερο για άνθρωπο δυνατό σημείο: να είναι γνήσιο μέλος του Χριστού, προεκτείνοντας στον κόσμο την αγάπη Εκείνου.

Η ανεξικακία και η συγχωρητικότητα αυτή είναι το όριο στο οποίο προσβλέπει και κάθε Χριστιανός. Δεν μπορεί να λέγεται κανείς Χριστιανός, όταν σπεύδει να δικαιολογήσει την όποια κακία και πικρία του απέναντι σε οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, επειδή εκείνος κάτι του έκανε ή του είπε. Με τον άγιο Στέφανο, δηλαδή στην πραγματικότητα με τον Ιησού Χριστό και πάλι, καταλαβαίνουμε ότι η ενδεχομένως κακή συμπεριφορά του άλλου απέναντί μας, τα υβριστικά πιθανόν λόγια του, η αδικία που μας κάνει, δεν θεωρούνται «δικαιολογητικά» παρόμοιας και σε μας συμπεριφοράς. Αυτό το επιλέγουν και το κάνουν οι εκτός της πίστεως ευρισκόμενοι. Για τους χριστιανούς, η εχθρική στάση των άλλων (πρέπει να) θεωρείται ευεργεσία που μας ανάγει στον ουρανό, με την έννοια ότι μας δίνει την ευκαιρία να τους συγχωρήσουμε και να αγιάσουμε. Είναι έξοχη η εικόνα του «ζωγράφου» υμνογράφου, όταν μεταξύ των άλλων μας εξηγεί το τι ήταν οι πέτρες του λιθοβολισμού για τον Στέφανο: «ως βαθμίδες και κλίμακες, προς ουράνιον άνοδον, αι των λίθων νιφάδες σοι γεγόνασιν. Ων επιβαίνων τεθέασαι, εστώτα τον Κύριον, του Πατρός εκ δεξιών, σοι ομώνυμον στέφανον, προτεινόμενον, δεξιά ζωηφόρω». Σκαλοπάτια και σκάλες για την άνοδο στον ουρανό έγιναν για σένα οι νιφάδες των λίθων. Αυτές τις νιφάδες ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται εκ δεξιών του Πατέρα, και να σου προτείνει με το γεμάτο ζωή δεξί χέρι Του το ίδιο με το όνομά σου στεφάνι.

01 Αυγούστου 2025

ΔΕΝ ΘΑ Σ’ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ!

«Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ» (θεοτοκίον)

(Δεν θα απομακρυνθούμε, Δέσποινα, από σένα)

Είναι η ευχή και η υπόσχεση του πιστού χριστιανού που νιώθει ότι χωρίς την Παναγία Μητέρα δεν μπορεί να ζήσει – μαζί Της θέλει να είναι πάντοτε, προσκολλημένος στην παρουσία Της, γιατί έχει ευεργετηθεί από τη δύναμη και την αγάπη Της. Το ομολογεί και το κραυγάζει κατανοώντας ταυτόχρονα και την αναξιότητά του προφανώς λόγω του πλήθους των ανομιών και των αμαρτιών του: δεν μπορώ να σιωπήσω και να μην διαλαλώ τη δύναμη της ευεργεσίας Σου απέναντί μου. Διότι αν δεν ήσουν Εσύ η Πρώτη που μεσίτευες για μένα στον Υιό και Θεό Σου, ποιος θα με είχε σώσει από τόσους μεγάλους κινδύνους; Ποιος μάλιστα θα με είχε διαφυλάξει μέχρι τώρα ελεύθερο από τη δαιμονική τυραννία; Λοιπόν, πράγματι δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, γιατί σώζεις εμένα και τους άλλους πιστούς από ένα σωρό δεινά.

Τι υπόκειται ως βάση στην κραυγή αυτή του πιστού απέναντι στη Μάνα Παναγία; Πρώτον, το γεγονός ότι η ικεσία στην Παναγία είναι ικεσία στην πραγματικότητα στον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό. Και δικαιολογημένα: Χριστός και Παναγία, όπως κηρύσσει πάντοτε η Εκκλησία μας, συν-ορώνται, χωρίς να μπορεί κανείς να διασπάσει τον μεταξύ τους άρρηκτο δεσμό. Γιατί Εκείνος είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, του ζωντανού σώματός Του, ως ο Υιός του Θεού κι Εκείνη είναι το πρώτο και πιο τιμημένο και εξαίρετο μέλος του σώματος Αυτού. Αν ο οποιοσδήποτε χριστιανός κατανοείται ως ένα με Εκείνον από τη στιγμή που βαπτίστηκε, όταν μάλιστα ενεργοποιεί διά της τηρήσεως των αγίων εντολών Του τη χαρισματική αυτή ταυτότητά του – «ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῶ» - πόσο απείρως περισσότερο ισχύει τούτο για την υπεραγία Θεοτόκο, η οποία εκλέχτηκε μεταξύ όλων των γυναικών απαρχής του κόσμου και μετέπειτα για να γίνει η Μητέρα του Θεού ως ανθρώπου; Κανείς δεν μπορεί να σταθεί ισοστάσια προς την Παναγία – Εκείνη κατέχει «τα δευτερεία της θεότητος», Εκείνη συνιστά την «μετά Θεόν» καταφυγή των ανθρώπων.

Και δεύτερον, ακριβώς λόγω της ταυτοτικής αυτής σχέσεως της Παναγίας προς τον Υιό και Θεό Της ζει και λειτουργεί κι η Ίδια στον ίδιο ρυθμό αγάπης και προσφοράς με Εκείνον. Η Παναγία είναι Παναγία όχι πρώτιστα γιατί κυοφόρησε και μεγάλωσε ως άνθρωπο τον Ιησού Χριστό, αλλά γιατί ταυτόχρονα ήταν η Πρώτη που υπήκουε απολύτως και μέχρι τέλους έως θανάτου στο άγιο θέλημά Του - την εκλογή Της ως Μητέρα του Θεού την επιβεβαίωνε καθημερινώς και αδιαλείπτως. Το «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» ήταν η καθημερινή επωδός της επί γης πορείας Της, γι’ αυτό και η αγάπη Εκείνου εξακτινωνόταν μέσα από όλη την ύπαρξή Της, το σώμα και την ψυχή Της. Αγάπη ο Θεός και Χριστός, αγάπη και η Παναγία Μητέρα Του. Πώς λοιπόν να μην βρίσκεται εσαεί με βλέμμα ευμενές απέναντι στα τέκνα του Θεού Της και τέκνα κατ’ επέκταση και δικά Της; Η ευεργεσία Της προς αυτά ήταν και είναι η συνέχεια της ευεργεσίας του Θεού απέναντί τους, κάτι που δεν μπορεί ο πιστός, όπως το λέει ο υμνογράφος, να μη το διαλαλήσει.

Ποιος συνεπώς λογικός άνθρωπος θα απομακρυνόταν από την πηγή της αγάπης και της θεραπείας του; Ό,τι απάντηση έδωσε ο απόστολος Πέτρος στον Ιησού Χριστό, όταν προκάλεσε Εκείνος τους μαθητές Του αν θέλουν να φύγουν από κοντά Του: «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις», την ίδια τοποθέτηση έχει και ο εν επιγνώσει πιστός απέναντι στην Παναγία και τον Κύριο: «Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ». Μπορεί να αμαρτάνουμε λόγω της αδυναμίας μας, αλλά δεν έχουμε Άλλον, Άλλη να μας σώζει από όλα τα δεινά του βίου μας. Και βεβαίως, σιγά σιγά έτσι μπορούμε να φτάσουμε και στο ανώτερο σημείο της πίστεώς μας: να μένουμε προσκολλημένοι στον Κύριο και την Παναγία μας όχι γιατί είναι οι σωτήρες από τις δυσκολίες μας και οι δότες των διαφόρων αγαθών μας, αλλά γιατί τους έχουμε αγαπήσει αληθινά και βαθιά, γι’ Αυτούς τους Ίδιους, έστω κι αν οι οδύνες ενός σταυρωμένου βίου μάς κατατρύχουν. Τότε, ναι, θα έχουμε φτάσει στο μεγάλο ζητούμενο και αδιάκοπα προσδοκώμενο: την κατάσταση του υιού, την πέραν του μισθωτού και του δούλου.  

ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ Τ' ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

Άνθη του Αιγαίου μυροβολούν δοξαστικά

στου ξωμονάστηρου τη θύρα, λες

και αντιφωνούν ροδόπνοα λιβανωτά

που καίνε αντικρύ στης Παναγιάς το βλέμμα.

 

Είναι τα μύρα της καρδιάς από τον θρήνο

- μπορεί και τη χαρά - των Παρακλήσεων

τ’ Αυγούστου που μάσει η Μάνα η Κυρά

προς ευφροσύνη Της τις έρημες τις μέρες.

(Στέφανος Δορμπαράκης, 13-8-2022)