08 Αυγούστου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΖΙΚΟΥ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο άγιος αυτός για τις άγιες και τίμιες εικόνες, υπέμεινε πολλά μαρτύρια και πικρές εξορίες από τον θηριώνυμο και ασεβή Λέοντα, και έτσι έλαβε το στεφάνι της ομολογίας και εκοιμήθη εν Κυρίω».

Δύο κυρίως σημεία θίγει η ακολουθία της ημέρας από τη ζωή του αγίου Αιμιλιανού. Πρώτον: τον αγώνα του υπέρ της ορθοδόξου πίστεως, όταν αναφάνηκε η αίρεση της εικονομαχίας, δεύτερον: τον αγώνα του για την πνευματική ζωή, προκειμένου να παραμένει συνδεδεμένος με τον Κύριο Ιησού Χριστό και να νιώθει στην ύπαρξή του τη δύναμη της ζωντανής παρουσίας Του. Και τα δύο αυτά σημεία είναι βεβαίως άρρηκτα ενωμένα μεταξύ τους, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να έχει ορθή και εις βάθος γνώση της χριστιανικής πίστεως, ώστε να διακρίνει, σ’ εποχή μάλιστα που μόλις είχε διατυπωθεί πλήρως αυτή, την πλάνη από την αλήθεια, παρά μόνον εκείνος που αγωνίζεται την οδό του Κυρίου, ως γνήσιος ακόλουθος Εκείνου. Με άλλα λόγια, σε άνθρωπο που δεν ζει ορθά την πνευματική ζωή -  «το ακολουθείν τω Χριστώ» - και η όποια γνώση της πίστεως που μπορεί να έχει, θεωρείται επισφαλής, πολύ γρήγορα μάλιστα θα ξεθωριάσει από τη μνήμη του, ως κάτι το περιττό. Μη ξεχνάμε ότι και ο διάβολος, ο οποίος ήταν πρώτα άγγελος, μετά την πτώση του από τη σχέση που είχε με τον Θεό, λησμόνησε οτιδήποτε τον συνέδεε με Εκείνον, «σβήστηκε» από αυτόν η ένθεη ζωή του και του έμεινε μόνον μία «ψιλή», απογυμνωμένη πίστη, ως κάτι το θεωρητικό.

Ο άγιος Αιμιλιανός λοιπόν υπήρξε υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως, με τον αγώνα του υπέρ των αγίων εικόνων. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός βεβαίως ήταν ο φωτισμένος από τον Θεό Πατέρας και Διδάσκαλος, που έδειξε με μεγάλη δύναμη και ενάργεια ότι η εικονομαχία αποτελεί χριστολογική αίρεση, δηλαδή, στην ουσία της, αρνείται την πραγματικότητα της ενανθρώπησης του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού – διδασκαλία που έγινε αποδεκτή εν Πνεύματι αγίω από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787 μ.Χ.) και διατρανώθηκε επί Θεοδώρας της Αυγούστης με την Κυριακή της Ορθοδοξίας (843 μ.Χ.) – αλλά και ο άγιος Αιμιλιανός, ως επίσκοπος και ποιμένας, με αλάνθαστο κριτήριο, αγωνίστηκε και αυτός για την αλήθεια, για την οποία και υπέστη μαρτύρια και εξορίες, γενόμενος ομολογητής. Κεντρικό σημείο μάλιστα της διδασκαλίας του εν προκειμένω ήταν αυτό που και ο Μέγας Βασίλειος, πολύ πιο παλιά, είχε διακηρύξει: «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», κάτι που το επισημαίνουν και οι ύμνοι της ακολουθίας του, όπως για παράδειγμα το τροπάριο της ζ΄ ωδής του κανόνα του όρθρου: «πάσι γαρ εκήρυξας την των εικόνων προσκύνησιν, σαφώς ειδώς διαβαίνειν, αυτήν προς το πρωτότυπον». Σε όλους κήρυξες την προσκύνηση των εικόνων, γιατί ήξερες με σαφήνεια ότι αυτή διαβαίνει προς το πρωτότυπο.

Είπαμε όμως ότι η ορθόδοξη πίστη του στον Χριστό και στην Εκκλησία ήταν αποτέλεσμα – και προϋπόθεση από την άλλη – της έντονης πνευματικής ζωής που ζούσε. Όλη η άσκησή του ήταν προσανατολισμένη στην εφαρμογή των εντολών του Χριστού, δείγμα της μεγάλης αγάπης του γι’  Αυτόν – «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει» είπε ο Ίδιος – γι’  αυτό και εμπειρικά έμαθε ότι η πνευματική ζωή έχει θετικό και όχι αρνητικό χαρακτήρα. Θέλουμε να πούμε ότι εκείνος – σαν τον άγιο Αιμιλιανό – που με σοβαρότητα θέλει να είναι πιστός, βλέπει ότι η ζωή του κινείται πάνω στον κανόνα του αποστόλου Παύλου «νίκα εν τω αγαθώ το κακόν». Το κακό δηλαδή, η αμαρτία, δεν νικιέται με άλλον τρόπο, παρά μόνον αν ο πιστός προσανατολίσει  τη σκέψη του, τις επιθυμίες του, τα συναισθήματά του στο πρόσωπο του Κυρίου και στην αγάπη που Εκείνος εκπέμπει. Κι αυτό ασφαλώς με τη χάρη του Θεού μέσα στην Εκκλησία. Τότε συμβαίνει αυτό που και οι σύγχρονοι όσιοι, σαν τον Πορφύριο και τον Παΐσιο, έλεγαν και τόνιζαν: το σκοτάδι φεύγει, μόλις κανείς ανάψει το φως. Η αμαρτία δηλαδή, η πλάνη, το κακό, αμέσως υποχωρούν, εκεί που θα εμφανιστεί η αγάπη, η ορθή πίστη, η αρετή του Θεού. Την αλήθεια αυτή, που συνιστά και το μυστικό, θα έλεγε κανείς, της πνευματικής ζωής, τη ζούσε λοιπόν και την κήρυσσε και ο άγιος Αιμιλιανός, όπως μας το λέει με βέβαιο και οριστικό λόγο και ο υμνογράφος: «Τον της αιρέσεως πιών, εις κόρον ο παμπόνηρος, διδακτικώ σου λόγω διήλεγκται. Φωτί γαρ σκότος εξαφανίζεται». Μέχρι κορεσμού ήπιε το ποτήρι της αιρέσεως ο παμπόνηρος (αιρεσιάρχης Λέων) και ελέγχθηκε από τον διδακτικό σου λόγο. Διότι το σκοτάδι εξαφανίζεται με το φως. 

07 Αυγούστου 2025

ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΣΕ ΟΛΑ, ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΣΟΥ ΦΩΝΑΖΩ!

«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμὴ προστασία, καὶ σὴν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίῳ, τῷ τὴν σὴν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς» (γ΄ ωδή Μεγ. Παρακλ. Κανόνος).

Σε όλα βρήκα αδιέξοδο, γι’  αυτό με οδύνη σου φωνάζω: πρόφθασε, (Παναγία), Συ που είσαι η θερμή προστασία, και δώσε τη βοήθειά σου σ’ εμένα το δούλο σου, που είμαι ταπεινός και άθλιος και που επιζητώ με ζήλο τη δική σου ενίσχυση. 

Στους παραπάνω στίχους του βασιλιά ποιητή – και όχι μόνο σ’  αυτούς - ο τόνος  είναι δραματικός, γιατί ο ποιητής, εκπροσωπώντας σύνολο τον πιστό λαό, αποτυπώνει μία μεγάλη αλήθεια: ο άνθρωπος όπου κι αν στραφεί στον κόσμο τούτο, για να βρει τη χαρά και το νόημα της ζωής, χωρίς Χριστό, προσκρούει σε αδιέξοδο. Είτε άνθρωποι είτε χρήματα είτε διασκεδάσεις είτε οτιδήποτε άλλο, στο τέλος όλα αυτά αφήνουν τη στυφή γεύση του ανικανοποίητου της καρδιάς. Ο υμνογράφος λοιπόν γίνεται εκφραστής αυτής της αλγούσας και οδυνωμένης καρδιάς του ανθρώπου, που παντού συναντά το αδιέξοδο. «Απορήσας εκ πάντων οδυνηρώς κράζω σοι…».

Θα τολμούσαμε να παρομοιάσουμε την κατάσταση αυτή με εκείνη που βίωσε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, όταν έχασε, λόγω εμμονής στην αμαρτία, τη σχέση με την πηγή της ζωής, τον Θεό. Στράφηκε τότε, μέσα στην εναγώνια αναζήτησή του να βρει τη ζωή, στη γυναίκα του. Και νομίζοντας ότι βρήκε αυτήν τη ζωή στο πρόσωπό της, της δίνει το όνομα: Ζωή, «Εύα». Αντί του Θεού, ο άνθρωπος. Κι αυτό βεβαίως ήταν η απαρχή των αδιεξόδων του.

Ο υμνογράφος όμως είναι πιστός και ζει τη σωτηρία που έφερε ο Χριστός. Ξέρει ότι μόνον Εκείνος γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, γιατί είναι ο Πατέρας και ο Δημιουργός Του. Σαν τον απόστολο Πέτρο κι εκείνος ομολογεί: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; Συ ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» - Κύριε, σε ποιον να στραφούμε; Εσύ έχεις τα λόγια της αιώνιας ζωής.  Γι’ αυτό και η τραγικότητα της φωνής του μεταβάλλεται σε κραυγή ανακούφισης, δηλαδή όταν στο αδιέξοδο έχει βρει τη διέξοδο και τη λύση: Επικαλείται Εκείνον που είναι η σωτηρία, αλλά μέσω της Παναγίας Μητέρας Του. Οι αμαρτίες του, που τον κάνουν να νιώθει ταπεινός και άθλιος, του θέτουν εμπόδιο, ώστε να ριχτεί άμεσα στην αγκαλιά του Χριστού. Η λύση γι’  αυτόν είναι η μεσιτεία της Παναγίας. Υπερβολή ίσως και πιθανόν μία έμμεση «υποβάθμιση» της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο - ο Χριστός είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» από απειρία αγάπης προς αυτόν. Αλλά είπαμε: ο Κύριος χαίρεται πάντοτε να βλέπει αυτό που «αντανακλά» τον δικό Του τρόπο ζωής και το δικό Του ήθος: την ταπείνωση. Κι αυτό φανερώνει ο υμνογράφος, όταν «διστάζει» να στραφεί άμεσα στον Κύριο και Θεό του, πραγματοποιώντας το όμως με άλλον τρόπο: μέσω της Θεοτόκου!

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ «ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ» ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ

Η θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός από τον Θεάνθρωπο Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς εκείνος να μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο» χριστιανό. Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για «άκτιστον φως» νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, να το αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα «νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε θέματα πνευματικά.

Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος που λέει: «καὶ ἡμεῖς ἀστράψωμεν, ταῖς θείαις ἀλλοιώσεσιν, αὐτὴν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). Ὄρος ὑψηλότατον τὴν καρδίαν, κεκαθαρμένην ἐκ παθῶν, ἔχοντες ὀψόμεθα, Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τὸν νοῦν ἡμῶν». Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα μας. 

05 Αυγούστου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΙΓΝΙΟΣ

«Ο άγιος Ευσίγνιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια και ήταν στρατιωτικός για εξήντα ολόκληρα χρόνια. Στρατεύθηκε όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε πολλά χρόνια και πρόφτασε μέχρι και τη βασιλεία του Ιουλιανού του Παραβάτου. Όταν κάποτε ο βασιλιάς αυτός έφτασε στην Αντιόχεια, ζήτησε να τον δει κάποιος γέροντας στρατιώτης 110 χρονών! Ο Ιουλιανός από περιέργεια τον δέχτηκε και έμεινε έκπληκτος όταν είδε τον γέροντα στρατιώτη τόσων χρόνων να διατηρεί αλύγιστο το σώμα του. Διέταξε και τον περιποιήθηκαν όσο το δυνατόν καλύτερα. Αλλά ο Ευσίγνιος δεν ικανοποιήθηκε απ’  αυτές τις περιποιήσεις του Ιουλιανού και του δήλωσε ότι είναι χριστιανός και ότι μάταια προσπαθεί να ζωντανέψει ένα πτώμα, όπως είναι η ειδωλολατρία. Και επί τέλους, να πάψει να διώκει τον Χριστό. Όταν άκουσε αυτά ο Ιουλιανός, εξαγριώθηκε και διέταξε αμέσως να τον αποκεφαλίσουν. Τότε ο Ευσίγνιος, γεμάτος από χαρά, είπε:  «Ευχαριστώ, βασιλιά. Ο θάνατος με σεβάστηκε στο πεδίο των μαχών, για να με εύρει τώρα και να μου δώσει το κτύπημα χάριν του Χριστού. Τέτοιο τέλος είναι άξιο χριστιανού στρατιώτη, και δοξολογώ τον Ύψιστο που ευδόκησε να με φυλάξει για ένα τέτοιο τέλος. Έτσι ο Ευσίγνιος έλαβε τον τίμιο θάνατο του μαρτυρίου με αποκεφαλισμό το 362 μ.Χ (Από το ιστολόγιο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Είναι συγκλονιστική η περίπτωση του γέροντα Ευσιγνίου, του μεγαλομάρτυρα αυτού αγίου (εξαποστειλάριο), αγνώστου στους περισσοτέρους χριστιανούς, γνωστότατου όμως στον Θεό και τους αγίους Του. Έλαβε μέρος σε πολλούς πολέμους, κατά τη δήλωσή του, υπηρέτησε πολλούς επίγειους βασιλείς με κίνδυνο της ζωής του, γέμισε το σώμα του πληγές και αίματα από τις μάχες, όμως ο Θεός θέλησε να φύγει με τον ενδοξότερο τρόπο για τα δεδομένα της πίστεώς μας: να δώσει τελικά το αίμα του για χάρη του Χριστού, να φτάσει δηλαδή στο ανώτερο δυνατό σημείο που αποκαλύπτεται η πίστη σ’  Εκείνον, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «σε μας χαρίστηκε όχι μόνο να πιστεύουμε στον Χριστό αλλά και να πάσχουμε για Εκείνον». Ήδη ο άγιος υμνογράφος του, Ιωσήφ, επανειλημμένως το επισημαίνει: «Ντύθηκες, ένδοξε, με τη θεία χάρη την πορφύρα που κοκκίνισε από το αίμα της σάρκας σου... Και συμβασιλεύεις με τον Χριστό πάντοτε γεμάτος ευφροσύνη» (στιχ. εσπ.).

Σε τέτοια προχωρημένη ηλικία βεβαίως, εκατόν δέκα χρονών!, εκείνο που υφίσταται είναι η ραθυμία – το ίδιο το σώμα έχει καμφθεί, δεν έχει δύναμη ούτε να βαδίσει! Κι όμως, στον άγιο Ευσίγνιο βλέπουμε έναν ευσταλή γέροντα που προξένησε κατάπληξη και στον ίδιο τον βασιλιά, που η καρδιά του χαρακτηριζόταν από νεανικό σφρίγος και δύναμη: το σφρίγος της πίστεως του Χριστού. Διότι σ’  αυτό οδηγεί η αληθινή πίστη, που θα πει η αγάπη προς τον Χριστό: να δυναμώνει και να νευρώνει την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. «Ιδού καινά ποιώ πάντα» όπως δηλώνει ο ίδιος ο Κύριος, ή όπως αλλιώς το ομολογεί ο απόστολος: «Γίνομαι πανίσχυρος με τον Χριστό που με δυναμώνει». «Θωρακίστηκες, Ευσίγνιε, από την πανοπλία του Χριστού και νίκησες τις παρατάξεις των αθέων τυράννων κι απέκτησες βραβεία νίκης, καθώς αθλήθηκε με ανδρείο φρόνημα» (εξαποστειλάριο). Κι ακόμη πιο καίρια: «Σε εγρήγορση ευρισκόμενος, απώθησες τη νύστα της ραθυμίας, μάρτυς Ευσίγνιε, κι έτρεξες εκούσια με αδίστακτη πίστη προς την άθληση» (ωδή δ΄).

Τι είναι εκείνο που αποτελεί την προϋπόθεση της πίστεως και της γνήσιας αγάπης προς Κύριο τον Θεό; Διότι είναι ευνόητο ότι η πίστη και η αγάπη δεν αναπτύσσονται σε οποιοδήποτε έδαφος, δηλαδή σε βρώμικη λόγω αμαρτίας καρδιά, παρά μόνον εκεί που υπάρχει καλή διάθεση και βαθειά αναζήτηση της αλήθειας. Ο άγιος Ιωσήφ, ο σπουδαίος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, εξηγεί με τον δικό του τρόπο: «Η αγιασμένη σου διάνοια, αθλοφόρε, αναδείχτηκε οίκος του Παρακλήτου Πνεύματος, γι’  αυτό και σε δοξολογούμε με πίστη» (ωδή α΄).  Πρόκειται για τον μακαρισμό, και όχι μόνο, του ίδιου του Κυρίου, που αποκαλύπτει ότι τον Θεό μπορεί να Τον δει μόνον αυτός που έχει καθαρή καρδιά: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι ο άγιος Ευσίγνιος, σε όλη τη ζωή του, πολύ περισσότερο στα τέλη του, αγωνιζόταν  από αγάπη προς τον Θεό για την καθαρότητα αυτή, ακολουθώντας με συνέπεια τις άγιες εντολές Του. Η οδός των εντολών του Κυρίου συνιστά τον μονόδρομο της καθάρσεως της καρδιάς και της διάνοιας του ανθρώπου, οπότε ανοίγεται χώρος για τη «σκήνωση» του Πνεύματος του Θεού σ’  αυτήν – ο πιστός άνθρωπος ζει με επίγνωση μέσα στην παρουσία του Κυρίου. Ο άγιος Ιωσήφ και πάλι το επισημαίνει: «Επειδή ήσουν προσκολλημένος στον Δεσπότη Χριστό με γνησιότητα, απομάκρυνες τον εαυτό σου από την πονηρία, Ευσίγνιε» (ωδή ε΄).  

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Στη Μεταμόρφωση συμπυκνώνεται η θεολογία της Εκκλησίας, την οποία εξέφρασε ιδιαιτέρως τον 14ο αι. ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν προκλήθηκε  από αιρετικούς που την διέστρεφαν. Μερικές όψεις του θαυμαστού γεγονότος βοηθούν στην εμβάθυνση της θεολογίας αυτής.

1. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των μαθητών: ο Χριστός, ων Θεός και άνθρωπος, με ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ∙ παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν είχε, αλλά αυτό που ήταν, το αποκαλύπτει «κατά μέρος»για να το δουν και να το νιώσουν οι τρεις μαθητές που Τον συνόδευαν. Κι αυτό ήταν η θεϊκή Του δόξα – «μετασκευάστηκαν» οι οφθαλμοί τους εν Πνεύματι να δουν το «άκτιστον φως» Του.

2. Είδαν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «ως εχώρουν οι μαθηταί Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια (αλλιώς χάρη, δόξα, φως) του Θεού, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί συνέβη αυτό; Διότι μετά ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο -  η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Κατά  το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα».

4. Στη μετοχή της λαμπρής θέας του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική τη δική τους. Ό,τι δόξα είδαν δηλαδή στον Χριστό, την ίδια θα ζήσει και ο πιστός άνθρωπος. Γιατί Εκείνος ήλθε να κάνει τον άνθρωπο ένα μαζί Του. Το μυστήριο του βαπτίσματος, όπως και τα άλλα μυστήρια, σ’  αυτό στοχεύουν: η ζωή Του να γίνει και δική μας ζωή. «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται». Αυτό τόνισαν οι Πατέρες των (Οικουμενικού χαρακτήρα) Συνόδων του 14ου αι., αποδεχόμενοι τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά: το φως της Μεταμορφώσεως γίνεται όριο για τους πιστούς στον κόσμο αυτόν («θέωση»), με προοπτική άπειρη μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος».

5. Έτσι ανακαινίζεται και η φύση. Πώς; Τα ενδύματα του Χριστού έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής της φύσεως στη δόξα του Θεού. Διότι η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά αναβαθμίζεται και αυτή βρίσκοντας τη θέση της: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. «Η προσμονή της φύσεως  είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη» (απόστολος Παύλος). Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σε όσους θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της ύλης.

6. Τι σημαίνει όμως η παρουσία του Μωυσή και του Ηλία από την Παλαιά Διαθήκη στη Μεταμόρφωση;  Πρώτον, ότι ο Χριστός είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου (ο Μωυσής πέθανε, ο Ηλίας αναλήφθηκε). Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του στη γη, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως έδειξε η Ανάσταση του Κυρίου, θα αναστηθεί για να ενωθεί και πάλι με την ψυχή. Ο θάνατος λοιπόν έγινε μία απλή δίοδος, που οδηγεί στην αγκαλιά του Χριστού, πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Και προεικόνιση αυτού είναι η παρουσία των Πατριαρχών στο Θαβώρ. Κι ακόμη∙ ο Κύριος φανερώνεται ως κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης: του Νόμου (Μωυσή) και των προφητών (Ηλία), συνεπώς και η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα.

Η Μεταμόρφωση συγκεφαλαιώνει την πνευματική ζωή της Εκκλησίας.  Η γεύση της απαιτεί την ετοιμότητα του ανθρώπου να αποδεχτεί τον πλούτο αυτό. Ένας ύμνος της εορτής μάς καθοδηγεί: «Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την. Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας». 

04 Αυγούστου 2025

ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΛΕΕΙ!

 

«Θελητήν του ελέους, ον εγέννησας, μήτερ αγνή, δυσώπησον…» (ζ΄ωδή Μικρού Παρακλ. Κανόνος)

(Παρακάλεσε, Αγνή Μητέρα, τον Χριστό που γέννησες και που θέλησή Του είναι να μας ελεεί).

Απευθυνόμαστε και πάλι στην Παναγία να γίνει η μεσίτριά μας προς τον Υιό και Θεό της: να παρακαλέσει Εκείνον για χάρη μας – «και Σε μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν» - διότι εμείς, λόγω των πταισμάτων και των μολυσμάτων της ψυχής μας, δεν έχουμε παρρησία ενώπιόν Του, ώστε ο Χριστός προς χάρη πια Εκείνης να μας δώσει την ίαση της ψυχής και του σώματος. Ο ύμνος όμως χρησιμοποιεί μία φράση που νομίζουμε είναι από τις πιο ωραίες και κατανυκτικές των παρακλητικών κανόνων: ο Κύριος είναι ο «θελητής του ελέους». Δηλαδή όχι μόνον έχει έλεος: αγάπη και συμπάθεια και συγχωρητικότητα για όλους τους ανθρώπους και μάλιστα τους πιστούς σε Αυτόν, με την έννοια ότι οι πιστοί βλέπουν αυτό το έλεος και το αποδέχονται, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζεται στη ζωή τους, αλλά  θ έ λ ε ι   και να το έχει. Θέλουμε να πούμε ότι το έλεος του Χριστού σε μας δεν είναι μία προσφορά και ένα άνοιγμα «αφ’ υψηλού», όπως ενός πλούσιου σε έναν φτωχό για παράδειγμα, που του δίνει πολλές φορές για να τον «ξεφορτωθεί» ή από οίκτο, αλλά είναι μία προσφορά, ένα δόσιμο που κατανοείται ως «ανάγκη» του Χριστού, δηλαδή είναι προσφορά χαράς, πού δεν μπορεί να μην υπάρχει.

Αιτία γι’  αυτό είναι το γεγονός ότι «ο Θεός αγάπη εστί», η αγάπη δηλαδή συνιστά, όπως λένε οι θεολόγοι, τον τρόπο ύπαρξής Του και δεν είναι απλώς ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά Του. Έτσι ο Θεός δεν μπορεί να μην αγαπά, η αγάπη είναι οφειλή στα πλάσματά Του, γεγονός που σημαίνει ότι είτε Τον θέλουμε είτε δεν Τον θέλουμε, η θετική στάση Του απέναντί μας είναι δεδομένη. Αν ο ίδιος ο Κύριος εντέλλεται να αγαπάμε και τους εχθρούς μας, αν ο απόστολος Παύλος μάς τονίζει ότι «μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», δηλαδή οφείλουμε, χρωστάμε την αγάπη μας σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από τι είναι αυτός, πόσο περισσότερο ισχύει τούτο για Εκείνον, που είναι η πηγή της αγάπης; Μπροστά σ’  αυτόν τον Θεό μας η μόνη στάση βεβαίως είναι η δοξολογία μας και τα δάκρυά μας.  

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΟΙ ΕΝ ΕΦΕΣΩ

«Αυτοί οι άγιοι έζησαν επί Δεκίου βασιλέως (3ος αι.) και σκέφτηκαν να μοιράσουν τα υπάρχοντά τους και να κλειστούν σ’  ένα σπήλαιο. Εκεί προσευχήθηκαν να φύγουν από τη ζωή αυτή και να μην παραδοθούν στο βασιλιά, λόγω των διωγμών κατά των χριστιανών που είχε διατάξει, κάτι που έγινε. Ο Δέκιος, μετά την επιστροφή του στην Έφεσο, τους αναζήτησε για να θυσιάσουν στα είδωλα, μα όταν έμαθε το τέλος τους στη σπηλιά, διέταξε να τη σφραγίσουν καλά. Από τότε πέρασαν  περίπου διακόσια χρόνια κι ήρθε η εποχή που βασίλευε ο Θεοδόσιος Β΄ο  μικρός (περί τα μέσα του 5ου μ.Χ. αι.). Στα χρόνια αυτά της βασιλείας του φάνηκε μία αίρεση που κήρυσσε ότι  δεν υπάρχει ανάσταση, κι ο βασιλιάς βλέποντας ότι προκαλείται ταραχή στην Εκκλησία, αφού και επίσκοποι παρασύρονταν από αυτήν, απορούσε τι να κάνει. Περιβλήθηκε σάκο, κοιμόταν καταγής και με δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό να φανερώσει ό,τι έπρεπε. Κι ο Κύριος απάντησε: Ο κάτοχος της περιοχής που βρισκόταν το σπήλαιο που είχαν κοιμηθεί οι παίδες, θέλησε να φτιάξει μία μάντρα για το ποίμνιό του. Κύλισε λοιπόν τους λίθους, για να τους χρησιμοποιήσει για τη μάντρα, κι αποκαλύφθηκε έτσι το στόμιο, χωρίς εκείνος να το καταλάβει. Με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν τα παιδιά, σαν να ξυπνούσαν από χθεσινό ύπνο. Δεν κατάλαβαν τίποτε, πιστεύοντας ότι η ζωή τους συνεχίζεται κανονικά, γι’ αυτό και ο ένας από αυτούς, ο Μαξιμιλιανός, προέτρεψε όλους τους άλλους, αν συλληφθούν από τον Δέκιο, να μείνουν σταθεροί στην πίστη τους και να μην την προδώσουν. Έστειλε μάλιστα τον Ιάμβλιχο να αγοράσει ψωμί, περισσότερο όμως από την «προηγούμενη» ημέρα, που ήταν λιγοστό. Ο Ιάμβλιχος κατέβηκε στην πόλη και θαύμαζε και για το σημείο του Σταυρού που έβλεπε να υπάρχει σε πολλά σημεία, και για τα καινούργια οικοδομήματα. Σ’  ένα αρτοποιείο που μπήκε, αγόρασε ψωμί κι έδωσε τα χρήματα, τα οποία όμως προκάλεσαν τον θαυμασμό και την απορία του μαγαζάτορα και των άλλων, γιατί βεβαίως ήταν πολύ παλαιά. Στην απορία και στις ερωτήσεις τους για τον θησαυρό αυτό, λόγω της παλαιότητας, δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά ο Ιάμβλιχος, γι’  αυτό και διά της βίας τον οδήγησαν στον ανθύπατο της περιοχής, ο οποίος τον ανέκρινε, χωρίς όμως και αυτός να μπορέσει να πειστεί. Έμαθε τα γεγονότα και ο επίσκοπος Μαρίνος, ο οποίος άρχισε να υποπτεύεται ότι εδώ πρόκειται για κάτι το θαυμάσιο και θεϊκό, γι’ αυτό και τελικώς όλοι ακολούθησαν τον Ιάμβλιχο στο σπήλαιο, το οποίο απεκάλυψε, για να τους επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του. Η επιβεβαίωση υπήρξε θαυμαστή και κατανυκτική, όταν μάλιστα βρήκαν ότι τα ονόματά τους και η ιστορία τους ήταν γραμμένα από δύο χριστιανούς στρατιώτες, από αυτούς που είχε διατάξει ο Δέκιος να σφραγίσουν το σπήλαιο. Ο βασιλιάς Θεοδόσιος που το έμαθε, γέμισε από χαρά, και δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του, γιατί είδε την απάντηση που έστειλε διά των παίδων ο Θεός, στο πρόβλημα της αίρεσης των αρνητών της ανάστασης. Οι άγιοι παίδες, μετά από λίγο, αισθάνθηκαν κούραση και παρέδωσαν για δεύτερη φορά την ψυχή τους στον Κύριό τους, ενώ οι σύγχρονοι πια τους τίμησαν ποικιλοτρόπως ως αγίους, ιδίως ο βασιλιάς, στον οποίο όμως, μέσω ονείρου, αρνήθηκαν την επιθυμία του να τοποθετήσει τα λείψανά τους σε ακριβές λειψανοθήκες και να τους θάψει εκεί που βρίσκονταν στο σπήλαιο».

Το συναξάρι των αγίων επτά παίδων των εν Εφέσω θεωρείται ένα από τα παραδοξότερα και θαυμασιότερα που έχουν γραφεί, γι’  αυτό και η ιστορία των αγίων αυτών ενέπνευσε και τη γραφίδα του γνωστού και σπουδαίου λογοτέχνη Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ώστε να την αποδώσει με τρόπο μυθιστορηματικό. Η παραδοξότητα της ιστορίας τους δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι αυτοί αναστήθηκαν από τους νεκρούς - κάτι που ανατρέπει πράγματι τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της Ανάστασης του Κυρίου, ο Οποίος  ως πηγή της ζωής καταργεί τον θάνατο και τον κάνει δίοδο κι αυτόν ζωής – αλλά και στο ότι αναστήθηκαν μετά παρέλευση εκατονταετιών από την ώρα του θανάτου τους, έγινε γνωστό σε όλους το συμβάν τούτο, ενώ στη συνέχεια παρέδωσαν και πάλι στον Κύριο τις αγιασμένες ψυχές τους.

Όλη η ακολουθία τους τονίζει με διαφόρους τρόπους τον σκοπό για τον οποίο ο Κύριος επέτρεψε να συμβεί το μεγάλο αυτό θαύμα: «εις γαρ πίστωσιν νεκρών αναστάσεως γέγονε το τελούμενον», δηλαδή έγινε το θαύμα για να πιστοποιηθεί η ανάσταση των νεκρών, «άπασαν ενθάπτοντες δυσμενών απιστίαν»,  ώστε να θαφτεί όλη η απιστία των αρνουμένων αυτήν. Μόλις παραπάνω το συναξάρι μάς εξήγησε ότι την εποχή εκείνη (5ος αι.) παρουσιάστηκε αίρεση, η οποία αμφισβητούσε την ανάσταση εκ των νεκρών, συνεπώς έπληττε την ίδια τη χριστιανική πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, η οποία έχει ως θεμέλιό της την Ανάσταση του Χριστού. Με την ανάσταση λοιπόν των επτά παίδων ο Κύριος θέλησε να δώσει απάντηση και να στηρίξει τους πιστούς, επιβεβαιώνοντας ότι η Ανάστασή Του ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο, χωρίς το οποίο βεβαίως, κατά τον απόστολο, «ματαία η πίστις ημών». Διότι ο Κύριος ήρθε για να φέρει τη ζωή στον άνθρωπο, που την είχε χάσει λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία. «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν». Αμφισβήτηση της Ανάστασης του Χριστού και επομένως και των ανθρώπων σημαίνει διαγραφή όλης της αποκάλυψης του Χριστού και «ταφή» του ανθρώπου και πάλι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, την αμαρτία, τον θάνατο, τον διάβολο.

Το μεγάλο αυτό θαύμα όμως διατρανώνει και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό: ο Κύριος δεν αφήνει ποτέ «αμάρτυρον» τον Εαυτό Του, σε όλο το πέρασμα της ιστορίας. Δεν είναι μόνον η δική Του ιστορική παρουσία που σφράγισε με απόλυτο βεβαίως τρόπο την παγκόσμια ιστορία. Συνεχίζει να φέρνει αυτήν την παρουσία Του αδιάκοπα στο προσκήνιο, με την αγία Του Εκκλησία ασφαλώς, αλλά και με τους αγίους Του που αναδεικνύει μέσα σ’ αυτήν, και τα θαύματα που επιτελεί μέσω αυτών. Διότι δυστυχώς οι άνθρωποι, λόγω της μάστιγας της λήθης που μας πιάνει, παρασυρόμαστε από την καθημερινότητα και εμπλεκόμαστε στα πάθη του κόσμου τούτου. Ο Χριστός λοιπόν, όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, «δεν μας αφήνει σε ησυχία». Κάτι κάνει κάθε φορά, σε κάθε ιστορική περίοδο, ώστε να μας τοποθετεί ενώπιόν Του. Αυτό συνέβη και  με τους αγίους επτά παίδες, αυτό συμβαίνει και θα συμβαίνει πάντοτε. Έτσι ερμηνεύει για παράδειγμα και ο όσιος μεγάλος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ τη χαρισματική παρουσία του αγίου Σιλουανού του Άθω: ως σύγχρονη μαρτυρία της αιώνιας αγάπης του Θεού, έτσι μας παρηγορεί και ο όσιος Παΐσιος, λέγοντας ότι στους εσχάτους χρόνους ο Χριστός θα μας φανερωθεί με πολύ έντονο τρόπο, θα δώσει ισχυρά σημάδια της παρουσίας Του, για να μας ενισχύσει στον αγώνα μας κατά των υιών του σκότους. Αινούμε και ευλογούμε τον Κύριο για την αγάπη Του και τη στοργική πρόνοιά Του για όλους μας.