11 Αυγούστου 2025

ΕΚΤΕΝΩΣ… ΕΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ… ΕΚ ΒΑΘΟΥΣ ΨΥΧΗΣ…

«Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν... ἐν μετανοίᾳ... κράζοντες ἐκ βάθους ψυχῆς...».

Το τροπάριο είναι από τα γνωστότερα θεοτοκία που ψέλνει η Εκκλησία μας, το οποίο  με λιτό, αλλά ανάγλυφο τρόπο, προβάλλει τη στάση του πιστού ανθρώπου έναντι της Παναγίας Θεοτόκου. Δύο είναι τα στοιχεία που συνιστούν τη στάση αυτή: (1) η Παναγία έχει αφενός την εξουσία να βοηθήσει εμάς που ταλανιζόμαστε από τα θλιβερά του βίου και «χανόμαστε» από το πλήθος των πταισμάτων μας, λόγω της παρρησίας της έναντι του Υιού και Θεού της, αφετέρου την αγάπη για να έχει στραμμένο το ενδιαφέρον της σ’ εμάς και να θέλει να μας βοηθήσει. Τυχόν αμφισβήτηση της δύναμης και της αγάπης της θα ακύρωνε και τη θέση της στην Εκκλησία και την ίδια την ύπαρξη βεβαίως των προσευχών μας σε αυτήν. Η Παναγία όμως είναι «των θλιβομένων η χαρά και των χριστιανών η προστάτις», κι ακόμη «ο γλυκασμός των αγγέλων». Όλη η δημιουργία αναπνέει τον αέρα της αγιασμένης παρουσίας της και τρέφεται με το όνομά της, πλην βεβαίως των αγγέλων του σκότους και των συν αυτοίς, για τους οποίους και μόνη η αναφορά της είναι φωτιά που τους κατακαίει.

(2) Εμείς που την προσεγγίζουμε και την επικαλούμαστε, πρέπει να την προσεγγίζουμε και με τον σωστό τρόπο. Και ο υμνογράφος κυρίως σ’ αυτό επικεντρώνει την προσοχή μας.

Δηλαδή, πρώτον: «προσδράμωμεν ἐκτενῶς». Στην Παναγία πηγαίνουμε με σπουδή, τρέχοντας. Όχι ράθυμα, όχι «σέρνοντας», σαν να κάνουμε μία αγγαρεία. Ένας τέτοιος τρόπος φανερώνει την έλλειψη της αγάπης μας προς αυτήν, άρα και προς τον Χριστό, γεγονός που σημαίνει ότι θέτουμε οι ίδιοι εμπόδιο στην παροχή της χάρης που είναι έτοιμη να μας δώσει. Με άλλα λόγια, όπως το μικρό παιδί τρέχει στην αγκαλιά της μάνας του, για να βρει ασφάλεια και καταφύγιο, έτσι και ο πιστός: η προσφυγή στην Παναγία είναι κάτι το φυσικό και ό,τι πιο αγαπητό μπορεί να υπάρξει σ’ αυτόν. Κι «ἐκτενῶς»: όχι μία λέξη και να φύγουμε, αλλά να μείνουμε στην αγκαλιά της, να της πούμε τον πόνο μας, τις ταλαιπωρίες μας. Γιατί το νιώθουμε ως ανάγκη και εκείνη χαίρεται για τα παιδιά της που την αγαπούν.

Και δεύτερον: «ἐν μετανοίᾳ» και «ἐκ βάθους ψυχῆς». Δεν είναι δυνατόν να τρέχω με σπουδή σ’  Εκείνην που δείχνει αδιάκοπα τον Χριστό και να είμαι αμετανόητος. Όπως η μόνη στάση έναντι του Χριστού είναι η μετάνοια, το ίδιο και έναντι της Παναγίας. Διότι η μετάνοια φανερώνει την αληθινή διάθεση του πιστού να συντονιστεί με τη ζωή του Χριστού. Χωρίς μετάνοια είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος ζει μόνο τον εγωισμό του και αποτελεί ενεργούμενο των πονηρών δυνάμεων. Παναγία λοιπόν και αμετανοησία από πλευράς μας είναι μείγμα ανύπαρκτο και αδιανόητο. Πώς φαίνεται η γνησιότητα της μετανοίας μας; Από το γεγονός ότι θέλουμε να αλλάξουμε ριζικά: «ἐκ βάθους ψυχῆς». Η επιφανειακότητα στη σχέση μας με την Παναγία κατανοείται ως ένα είδος παιχνιδιού του εγωισμού μας. Αλλά «ο Θεός – όπως και οι άγιοι – οὐ μυκτηρίζεται». Δεν κοροϊδεύουμε τον Θεό και τους αγίους. Μία στροφή μας στην Παναγία, δηλαδή τελικώς στον Χριστό και Θεό μας, όπως έχουμε ξαναπεί, απλώς και μόνο σε κάποια δύσκολη στιγμή μας, για να «γλιτώσουμε», ώστε να επανέλθουμε στον ίδιο αμαρτωλό ρυθμό μας, μάλλον θα μας έκανε να πέσουμε στην «οργή» του Θεού. Και «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».

Να παρακαλούμε την Παναγία, ναι. Αλλά με τον τρόπο  που πρέπει. Διότι «αἰτεῖτε, καί οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε» (άγιος Ιάκωβος).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΠΛΟΥΣ Ο ΔΙΑΚΟΝΟΣ

«Αυτός έζησε επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και καταγόταν από την πόλη Κατάνη της Σικελίας. Κατηγορήθηκε στον άρχοντα Καλβιασιανό κι επειδή δεν αρνήθηκε τον Χριστό, κατά πρώτον του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια μαζί με τα γόνατα, έπειτα τον κρέμασαν σε όρθιο ξύλο, τον χαράκωσαν με σιδερένια χέρια, οπότε εκείνη την ώρα πήρε δύναμη, γιατί άκουσε θεία φωνή που τον ενίσχυε. Μετά από αυτά, του έσπασαν τις κνήμες, κτυπώντας τον με σιδερένιες σφύρες, και τον έριξαν στη φυλακή, στην οποία με μόνη την προσευχή του έκανε να αναβλύσει πηγή νερού. Τον ξαναέβγαλαν, για να τρυπήσουν αυτήν τη φορά τα αυτιά του με πυρακτωμένα σιδερένα νύχια, και τέλος, καταδικάσθηκε με τη διά ξίφους τιμωρία».

Ο κανόνας της εορτής του αγίου προβάλλει με πολλή σαφήνεια καίρια σημεία της αγιασμένης πορείας του: (1) Σαν την αγία Παρασκευή, που έζησε την ίδια εποχή με αυτόν, κατοικία του είχε τον σταυρό του Κυρίου. Ο υμνογράφος του αποδίδοντας την ίδια αλήθεια και αξοποιώντας και το όνομά του, χρησιμοποιεί την εικόνα του πλοίου αντί της οικίας, δηλαδή ο άγιος διέπλευσε το πέλαγος της ζωής του πάνω στο πλοίο του σταυρού και έχοντας τον σταυρό ως όπλο έφθασε στο λιμάνι της ζωής, τη βασιλεία του θεού. «Τω όπλω του σταυρού, ευπλοήσας εισήλθες, εις λιμένα της ζωής». Έτσι ο άγιος Εύπλους είχε ως γνώρισμα της ζωής του την υπακοή στο θέλημα του Θεού, να ακολουθεί δηλαδή τον Χριστό στα χνάρια της δικής Του αγιασμένης ζωής, γεγονός που σημαίνει ότι όλη του η ζωή ήταν προσανατολισμένη στη θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπό του.

(2) Γι᾽ αυτόν το λόγο και ο υμνογράφος δεν διστάζει να τον χαρακτηρίσει ως λιοντάρι. Ακολουθώντας δηλαδή τον Κύριο, έχοντας στρέψει καθ᾽ ολοκληρίαν όλον τον εαυτό του πρός τον Θεό, απέκτησε και τις δυνάμεις Εκείνου, κατά τη δική Του υπόσχεση, γι᾽ αυτό και τη δυσσέβεια των απίστων έλεγξε με σφοδρότητα και στο στάδιο των αγώνων εισήλθε με μεγάλη πίστη και προθυμία («Ολικώς ταις νεύσεσι, ταις θείαις λαμπρυνθείς, και ανδρεία οχυρωθείς, ώσπερ λέων άριστε, συ προς το στάδιον, πεποιθώς εισέδραμες, την δυσσέβειαν τροπούμενος»). Κι είναι μία αλήθεια τούτο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: ο άνθρωπος που με πίστη ακολουθεί τον Χριστό, που τηρεί δηλαδή τις εντολές Εκείνου, νιώθει στην ψυχή και στο σώμα του να διοχετεύεται η ίδια η παντοδυναμία του Θεού. Είναι η εμπειρία όλων των αγίων, όπως την καταγράφει και ο μέγας απόστολος Παύλος: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ».  Ο Χριστιανός έτσι ῾περπατάει᾽ μέσα στον κόσμο όχι με φόβο, όχι με δειλία, αλλά με δύναμη σαν το λιοντάρι. «Ου γάρ έδωκεν ημίν ο Θεός Πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού».

(3) Το αποτέλεσμα μίας τέτοιας αγιασμένης πορείας δεν είναι μόνον η ευλογία του κόσμου, όσο ζει ο άγιος, δεν είναι μόνον η ῾κατάκτηση᾽ της βασιλείας του Θεού, αλλά και η συνεχιζόμενη ευλογία  στους αιώνες, που παρέχει ο Θεός δι᾽ αυτού, ευλογία που φανερώνεται  και με τη δύναμη βεβαίως της μεσιτείας του για εμάς, αλλά και με την διατήρηση του ιερού λειψάνου του. Με τον άγιο Εύπλο έχουμε όλες τις δυνατές ευλογίες. Διότι μας άφησε, εκτός από την ιερότητα της παρουσίας του, και το ιερό λείψανό του, το οποίο αποτελεί, κατά τον υμνογράφο του, «νοσημάτων παντοίων καθάρσιον, και πνευμάτων δεινών ελατήριον», δηλαδή: θεραπεύει όλα τα νοσήματα και διώχνει όλα τα φοβερά πονηρά πνεύματα. Ο υμνογράφος δεν κάνει άλλο από το να τονίζει την πίστη της Εκκλησίας μας για την ύπαρξη των αγίων λειψάνων, μέσω των οποίων πράγματι προσφέρεται η ίαση στους ανθρώπους και φυγαδεύονται τα δαιμόνια. Την αλήθεια αυτή μπορεί να την αρνούνται πολλοί ορθολογιστές συνάνθρωποί μας, ακόμη δυστυχώς και ῾χριστιανοί᾽, την ξέρουν όμως πολύ καλά οι ίδιοι οι δαίμονες.

08 Αυγούστου 2025

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!

Ο κ. Σπύρος που με πλησίασε, γνωστός ενορίτης και φίλος από παλιά, Κερκυραίος την καταγωγή με ξεχωριστή καύχηση για τον άγιο του νησιού του, του οποίου έφερε και το όνομα, ήταν ελαφρώς αναστατωμένος. Μου έθεσε το θέμα κοφτά από την αρχή: «Πάτερ, ήλθε η κόρη μου με τα παιδιά της να μας δει, εμένα και τη μάνα της, κι έφερε και τα δύο εγγονάκια μας μαζί. Ο μεγαλύτερος, ο Σπυράκος, εννέα χρονών τώρα, με έφερε όμως σε δύσκολη θέση, όταν με ρώτησε αν θα πάνε στην κόλαση οι περισσότεροι άνθρωποι. “Πώς κι έτσι, βρε Σπύρο;” του είπα παραξενεμένος. “Ποιος σου είπε τέτοια πράγματα;” “Ο παπάς της ενορίας μας, παππού. Την προηγουμένη Κυριακή που βγήκε να μιλήσει στη Λειτουργία, μας είπε ότι αν δεν είμαστε άνθρωποι του Θεού, αν συνεχώς δεν προσευχόμαστε και δεν ερχόμαστε στην Εκκλησία, ο Θεός θα μας τιμωρήσει και θα μας πάει στην κόλαση!”»

Κοντοστάθηκα. «Κατάλαβε καλά το παιδί τι είπε ο παπάς;» ρώτησα τον φίλο Σπυρίδωνα. «Είναι σε μία ηλικία που μπορεί να ακούσει κάτι και να μην το κατανοήσει όπως πρέπει. Μήπως λοιπόν παρενόησε;» «Τι να σου πω, παπά μου;» είπε ο κυρ-Σπύρος. «Ό,τι μου είπε το μεταφέρω κι εγώ. Αλλά δεν φαίνεται να μην κατάλαβε το παιδί, γιατί το επανέλαβε, λέει, πολλές φορές ο παπάς στο κήρυγμά του». «Κι εσύ τι του απάντησες; Δεν του εξήγησες πώς έχουν τα πράγματα; Τόσα χρόνια στην Εκκλησία νομίζω πως έχεις τη δυνατότητα να δώσεις στο εγγονάκι σου το ορθό πλαίσιο των λόγων του ιεροκήρυκα. Αν και, το ξαναλέω, βάζω πολλά ερωτηματικά στο αν τελικώς το παιδί άκουσε όλο τον ειρμό των σκέψεων του ιερέα. Γιατί μπορεί να είπε  κάτι τέτοιο, αλλά να το έθεσε μέσα σε ευρύτερο πλαίσιο και να τόνισε τις παραμέτρους που πρέπει. Ή μπορεί, γιατί δεν δέχομαι εύκολα ότι ακριβώς έτσι είπε τα πράγματα ο ιεροκήρυκας, να σημείωσε ότι υπάρχουν εκείνοι που λένε ότι ο Θεός είναι τιμωρός και «χαίρεται» να στέλνει τους ανθρώπους στην κόλαση, ακριβώς για να ακυρώσει μία τέτοια τοποθέτηση». «Δεν ξέρω, πάτερ», κούνησε το κεφάλι του ο Σπυρίδων. «Μπορεί να είναι έτσι. Παρ’ όλα αυτά όμως εγώ προσπάθησα να του εξηγήσω. Είπα στο εγγόνι μου ότι ο Θεός δεν είναι τιμωρός που χαίρεται να στέλνει τους ανθρώπους που δεν προσεύχονται συνέχεια στην κόλαση. Κι αυτό γιατί, όπως όλοι οι χριστιανοί πια γνωρίζουν, ο Θεός είναι Πατέρας γεμάτος αγάπη προς τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματά Του. Μα το παιδί συνέχισε να είναι προβληματισμένο, γιατί ακριβώς το είπε ο παπάς. Και θέλω γι’ αυτό τη βοήθειά σου».

«Πολύ καλά είπες στο παιδί, Σπύρο μου. Γιατί εδώ δεν έχουμε κάποια ίσως απόκλιση από τον λόγο του Θεού, αλλά την κατεξοχήν απόκλιση, αυτό που διαγράφει την ίδια την αποκάλυψη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τι μας έφερε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός μας; Ακριβώς ότι ο Θεός είναι ο Πατέρας μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας, Αυτός που η χαρά Του είναι να βρίσκεται πάντοτε μαζί μας, που η απομάκρυνσή μας από Εκείνον Τον κάνει να «πονάει», που θα πει ότι αντιμετωπίζει και τους αρνητές Του όχι ως αντιπάλους και εχθρούς – άπαγε της βλασφημίας! – αλλ’ ως τα παιδιά Του που τα βλέπει να πληγώνονται με τις επιλογές τους, οπότε η δική τους θλίψη και στενοχώρια από τα τραύματα των αμαρτιών τους γίνεται και δική Του – συμπάσχει μ’ αυτά. Θυμάσαι, Σπύρο μου, τον λόγο του αποστόλου Παύλου ακριβώς πάνω στο θέμα; «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Μας αγάπησε δηλαδή ο Θεός όχι γιατί ήμασταν αξιαγάπητοι – κάτι που κάνει και ένας άνθρωπος της αμαρτίας – αλλά όταν βρισκόμασταν μέσα στον όλεθρο και τον Άδη της αμαρτίας. Μέσα στον βούρκο ευρισκόμενοι δεχτήκαμε την απειρία αγάπης του Θεού μας, που Τον έκανε να σηκώσει τον βούρκο αυτόν και να τον καθαρίσει.  Κι αυτή η αγάπη Του βεβαίως δεν είχε σταματήσει ποτέ – δεν λειτουργεί με διαλείμματα ο Θεός. Απαρχής και πάντοτε μας αγαπούσε, απλώς έκρινε πότε είναι η κατάλληλη εποχή για να έλθει και να αποκαλύψει την αγάπη Του αυτή, που την είχαμε ξεχάσει λόγω των παθών και των αμαρτιών μας, ώστε να μπορέσουν να τη νιώσουν και, όσοι θέλουν, να ανταποκριθούν προς αυτήν. «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, η κατάλληλη εποχή», σημειώνει και πάλι ο απόστολος Παύλος, «απέστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα, να γεννηθεί ως Ιουδαίος κάτω από τον Μωσαϊκό Νόμο, ώστε να εξαγοράσει αυτούς που ήταν κάτω από τον Νόμο αυτόν και να γίνουμε και πάλι παιδιά Του αληθινά».

«Ναι, πάτερ», είπε ο κυρ-Σπύρος. «Τα γνωρίζω αυτά, τα έχω πιστέψει και αποδεχτεί, χωρίς την πίστη μου αυτή δεν ξέρω πια στην ηλικία μου αν μπορούσα και να ζήσω. Θα βρισκόμουν πάντα σ’ ένα κενό, χωρίς νόημα θα κυλούσε η ζωή μου. Και σ’ ευγνωμονώ που συχνά πυκνά μας τα υπενθυμίζεις δείχνοντάς μας αδιάκοπα τον προσανατολισμό μας. Αλλά ενώ τα πιστεύω, τα γνωρίζω, θέλω να τα ζω όσο γίνεται, δεν βρίσκω εκείνα τα λόγια που χρειάζονται τη δεδομένη στιγμή για να τα εκφράσω. Καλή ώρα, όπως τώρα με τον εγγονό μου. Μπλόκαρα, θα έλεγα, δεν έβρισκα τις λέξεις για να του πω αυτό που είναι η αλήθεια της πίστης μας. Και με τον τρόπο που μου έθεσε τα ερωτήματα ο μικρός Σπυράκος, απογοητευμένος καθώς φάνηκε ότι ήταν, μπλόκαρα ακόμη περισσότερο. Ήρθα κατά κάποιον τρόπο σε σύγχυση».

«Λοιπόν, Σπύρο μου, φίλε μου», είπα στον ταλαίπωρο παππού, που από ό,τι φάνηκε μάλλον με εκείνον μπορούσε κυρίως να μιλήσει το εγγόνι του, όχι γιατί οι γονείς του ήταν απόμακροι και άσχετοι, αλλά μπλεγμένοι με την καθημερινότητα και τις δουλειές τους δεν «άδειαζαν» για να ασχοληθούν με τις «μεταφυσικές» ανησυχίες του παιδιού τους. «Λοιπόν, Σπύρο μου, να θεωρείς ευτυχή τον εαυτό σου που έχεις ένα εγγόνι που πηγαίνει με τους γονείς του στην Εκκλησία, που έχει ερωτηματικά, που ανοίγεται προπαντός για να τα εκφράσει και δεν τα αφήνει μέσα του να αιωρούνται αναπάντητα. Ίσως μπορείς σε δεδομένη στιγμή, εφόσον το παιδί θελήσει να του μιλήσεις – μην πας να του γίνεις «φόρτωμα» και δυσανασχετήσει -, να του πεις ότι μίλησες και με άλλον παππούλη, ο οποίος σε βεβαίωσε ότι ο Χριστός και Θεός μας είναι ο Πατέρας μας, όπως πολύ καλά ήδη του είπες, κι ότι κόλαση μάλιστα για τον Θεό δεν υπάρχει. Ο Θεός μόνον μας αγαπάει και πονάει μάλιστα περισσότερο με τους ανθρώπους που δεν Τον θέλουν στη ζωή τους. Και κόλαση είναι ακριβώς αυτό: ό,τι ζουν οι άνθρωποι της απιστίας που αδυνατούν, γιατί δεν θέλουν, να δουν την αγάπη του Θεού απέναντι σε όλους και σε όλα. Να σε αγαπάει ο Θεός, να σου προσφέρει τα πάντα και εσύ να τα αρνείσαι – αυτό είναι η κόλαση, η τιμωρία του ανθρώπου.

»Και γι’ αυτό ξεκινάει η κόλαση αυτή από τη ζωή αυτή και επεκτείνεται έπειτα και μετά τον θάνατο στην αιωνιότητα που λέμε. Και όλα τα άσχημα που συμβαίνουν στη ζωή αυτή, όλες οι δυστυχίες και οι θεωρούμενες αναποδιές, όλοι οι πόλεμοι, η πείνα και η φτώχεια πολλών ανθρώπων, δεν οφείλονται στον Θεό που απαρχής επιθυμούσε και επιθυμεί την ευτυχία και τη χαρά του ανθρώπου, αλλά σε εμάς τους ανθρώπους, όταν βγάζουμε τον Θεό από τη ζωή μας. Γιατί όταν βγάλεις τον Θεό από τη ζωή σου τι μένει; Τα πάθη σου, οι αμαρτίες σου, ο εγωισμός σου που κάνει κόλαση τη ζωή και τη δική σου και των άλλων, και πάνω στον εγωισμό αυτόν δουλεύει έπειτα και ο Πονηρός διάβολος. Λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε Σπύρο, βρες έναν τρόπο αυτά τα πράγματα να τα πεις στον Σπυράκο, με απλότητα και όσο αντέχει. Γιατί τις περισσότερες φορές τα παιδιά όταν δουν έναν μεγαλύτερό τους που τον εμπιστεύονται και τον αγαπούν να τους δίνει απαντήσεις που τις πιστεύει, συνήθως πείθονται – η καρδούλα τους αναπαύεται. Αργότερα βέβαια στην εφηβεία και στη νεανική τους ηλικία θα θέσουν άλλα ερωτήματα ή ίσως επανέλθουν στα ίδια, αλλά με μεγαλύτερη πια κριτική διάθεση, οπότε από κει και πέρα ο Θεός θα ενεργήσει για να πάρουν τις απαντήσεις που πρέπει ανάλογα με την ειλικρίνειά τους και τη δίψα τους για την αλήθεια».

«Πάτερ», είπε ο Σπύρος συγκινημένος. «Ευχαριστώ πολύ για όσα μου είπες και χόρτασε και η δική μου πάλι η ψυχή. Θα φέρω πολύ σύντομα, μόλις μου δοθεί η ευκαιρία, και τον μικρό Σπυράκο να σε γνωρίσει κι ίσως και να… τα πείτε. Την ευχή σου!»

«Στο καλό, Σπύρο μου» είπα αγκαλιάζοντάς τον. «Ο Θεός να ευλογεί και εσένα και όλη την οικογένειά σου».

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΖΙΚΟΥ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο άγιος αυτός για τις άγιες και τίμιες εικόνες, υπέμεινε πολλά μαρτύρια και πικρές εξορίες από τον θηριώνυμο και ασεβή Λέοντα, και έτσι έλαβε το στεφάνι της ομολογίας και εκοιμήθη εν Κυρίω».

Δύο κυρίως σημεία θίγει η ακολουθία της ημέρας από τη ζωή του αγίου Αιμιλιανού. Πρώτον: τον αγώνα του υπέρ της ορθοδόξου πίστεως, όταν αναφάνηκε η αίρεση της εικονομαχίας, δεύτερον: τον αγώνα του για την πνευματική ζωή, προκειμένου να παραμένει συνδεδεμένος με τον Κύριο Ιησού Χριστό και να νιώθει στην ύπαρξή του τη δύναμη της ζωντανής παρουσίας Του. Και τα δύο αυτά σημεία είναι βεβαίως άρρηκτα ενωμένα μεταξύ τους, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να έχει ορθή και εις βάθος γνώση της χριστιανικής πίστεως, ώστε να διακρίνει, σ’ εποχή μάλιστα που μόλις είχε διατυπωθεί πλήρως αυτή, την πλάνη από την αλήθεια, παρά μόνον εκείνος που αγωνίζεται την οδό του Κυρίου, ως γνήσιος ακόλουθος Εκείνου. Με άλλα λόγια, σε άνθρωπο που δεν ζει ορθά την πνευματική ζωή -  «το ακολουθείν τω Χριστώ» - και η όποια γνώση της πίστεως που μπορεί να έχει, θεωρείται επισφαλής, πολύ γρήγορα μάλιστα θα ξεθωριάσει από τη μνήμη του, ως κάτι το περιττό. Μη ξεχνάμε ότι και ο διάβολος, ο οποίος ήταν πρώτα άγγελος, μετά την πτώση του από τη σχέση που είχε με τον Θεό, λησμόνησε οτιδήποτε τον συνέδεε με Εκείνον, «σβήστηκε» από αυτόν η ένθεη ζωή του και του έμεινε μόνον μία «ψιλή», απογυμνωμένη πίστη, ως κάτι το θεωρητικό.

Ο άγιος Αιμιλιανός λοιπόν υπήρξε υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως, με τον αγώνα του υπέρ των αγίων εικόνων. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός βεβαίως ήταν ο φωτισμένος από τον Θεό Πατέρας και Διδάσκαλος, που έδειξε με μεγάλη δύναμη και ενάργεια ότι η εικονομαχία αποτελεί χριστολογική αίρεση, δηλαδή, στην ουσία της, αρνείται την πραγματικότητα της ενανθρώπησης του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού – διδασκαλία που έγινε αποδεκτή εν Πνεύματι αγίω από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787 μ.Χ.) και διατρανώθηκε επί Θεοδώρας της Αυγούστης με την Κυριακή της Ορθοδοξίας (843 μ.Χ.) – αλλά και ο άγιος Αιμιλιανός, ως επίσκοπος και ποιμένας, με αλάνθαστο κριτήριο, αγωνίστηκε και αυτός για την αλήθεια, για την οποία και υπέστη μαρτύρια και εξορίες, γενόμενος ομολογητής. Κεντρικό σημείο μάλιστα της διδασκαλίας του εν προκειμένω ήταν αυτό που και ο Μέγας Βασίλειος, πολύ πιο παλιά, είχε διακηρύξει: «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», κάτι που το επισημαίνουν και οι ύμνοι της ακολουθίας του, όπως για παράδειγμα το τροπάριο της ζ΄ ωδής του κανόνα του όρθρου: «πάσι γαρ εκήρυξας την των εικόνων προσκύνησιν, σαφώς ειδώς διαβαίνειν, αυτήν προς το πρωτότυπον». Σε όλους κήρυξες την προσκύνηση των εικόνων, γιατί ήξερες με σαφήνεια ότι αυτή διαβαίνει προς το πρωτότυπο.

Είπαμε όμως ότι η ορθόδοξη πίστη του στον Χριστό και στην Εκκλησία ήταν αποτέλεσμα – και προϋπόθεση από την άλλη – της έντονης πνευματικής ζωής που ζούσε. Όλη η άσκησή του ήταν προσανατολισμένη στην εφαρμογή των εντολών του Χριστού, δείγμα της μεγάλης αγάπης του γι’  Αυτόν – «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει» είπε ο Ίδιος – γι’  αυτό και εμπειρικά έμαθε ότι η πνευματική ζωή έχει θετικό και όχι αρνητικό χαρακτήρα. Θέλουμε να πούμε ότι εκείνος – σαν τον άγιο Αιμιλιανό – που με σοβαρότητα θέλει να είναι πιστός, βλέπει ότι η ζωή του κινείται πάνω στον κανόνα του αποστόλου Παύλου «νίκα εν τω αγαθώ το κακόν». Το κακό δηλαδή, η αμαρτία, δεν νικιέται με άλλον τρόπο, παρά μόνον αν ο πιστός προσανατολίσει  τη σκέψη του, τις επιθυμίες του, τα συναισθήματά του στο πρόσωπο του Κυρίου και στην αγάπη που Εκείνος εκπέμπει. Κι αυτό ασφαλώς με τη χάρη του Θεού μέσα στην Εκκλησία. Τότε συμβαίνει αυτό που και οι σύγχρονοι όσιοι, σαν τον Πορφύριο και τον Παΐσιο, έλεγαν και τόνιζαν: το σκοτάδι φεύγει, μόλις κανείς ανάψει το φως. Η αμαρτία δηλαδή, η πλάνη, το κακό, αμέσως υποχωρούν, εκεί που θα εμφανιστεί η αγάπη, η ορθή πίστη, η αρετή του Θεού. Την αλήθεια αυτή, που συνιστά και το μυστικό, θα έλεγε κανείς, της πνευματικής ζωής, τη ζούσε λοιπόν και την κήρυσσε και ο άγιος Αιμιλιανός, όπως μας το λέει με βέβαιο και οριστικό λόγο και ο υμνογράφος: «Τον της αιρέσεως πιών, εις κόρον ο παμπόνηρος, διδακτικώ σου λόγω διήλεγκται. Φωτί γαρ σκότος εξαφανίζεται». Μέχρι κορεσμού ήπιε το ποτήρι της αιρέσεως ο παμπόνηρος (αιρεσιάρχης Λέων) και ελέγχθηκε από τον διδακτικό σου λόγο. Διότι το σκοτάδι εξαφανίζεται με το φως. 

07 Αυγούστου 2025

ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΣΕ ΟΛΑ, ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΣΟΥ ΦΩΝΑΖΩ!

«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμὴ προστασία, καὶ σὴν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίῳ, τῷ τὴν σὴν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς» (γ΄ ωδή Μεγ. Παρακλ. Κανόνος).

Σε όλα βρήκα αδιέξοδο, γι’  αυτό με οδύνη σου φωνάζω: πρόφθασε, (Παναγία), Συ που είσαι η θερμή προστασία, και δώσε τη βοήθειά σου σ’ εμένα το δούλο σου, που είμαι ταπεινός και άθλιος και που επιζητώ με ζήλο τη δική σου ενίσχυση. 

Στους παραπάνω στίχους του βασιλιά ποιητή – και όχι μόνο σ’  αυτούς - ο τόνος  είναι δραματικός, γιατί ο ποιητής, εκπροσωπώντας σύνολο τον πιστό λαό, αποτυπώνει μία μεγάλη αλήθεια: ο άνθρωπος όπου κι αν στραφεί στον κόσμο τούτο, για να βρει τη χαρά και το νόημα της ζωής, χωρίς Χριστό, προσκρούει σε αδιέξοδο. Είτε άνθρωποι είτε χρήματα είτε διασκεδάσεις είτε οτιδήποτε άλλο, στο τέλος όλα αυτά αφήνουν τη στυφή γεύση του ανικανοποίητου της καρδιάς. Ο υμνογράφος λοιπόν γίνεται εκφραστής αυτής της αλγούσας και οδυνωμένης καρδιάς του ανθρώπου, που παντού συναντά το αδιέξοδο. «Απορήσας εκ πάντων οδυνηρώς κράζω σοι…».

Θα τολμούσαμε να παρομοιάσουμε την κατάσταση αυτή με εκείνη που βίωσε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, όταν έχασε, λόγω εμμονής στην αμαρτία, τη σχέση με την πηγή της ζωής, τον Θεό. Στράφηκε τότε, μέσα στην εναγώνια αναζήτησή του να βρει τη ζωή, στη γυναίκα του. Και νομίζοντας ότι βρήκε αυτήν τη ζωή στο πρόσωπό της, της δίνει το όνομα: Ζωή, «Εύα». Αντί του Θεού, ο άνθρωπος. Κι αυτό βεβαίως ήταν η απαρχή των αδιεξόδων του.

Ο υμνογράφος όμως είναι πιστός και ζει τη σωτηρία που έφερε ο Χριστός. Ξέρει ότι μόνον Εκείνος γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, γιατί είναι ο Πατέρας και ο Δημιουργός Του. Σαν τον απόστολο Πέτρο κι εκείνος ομολογεί: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; Συ ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» - Κύριε, σε ποιον να στραφούμε; Εσύ έχεις τα λόγια της αιώνιας ζωής.  Γι’ αυτό και η τραγικότητα της φωνής του μεταβάλλεται σε κραυγή ανακούφισης, δηλαδή όταν στο αδιέξοδο έχει βρει τη διέξοδο και τη λύση: Επικαλείται Εκείνον που είναι η σωτηρία, αλλά μέσω της Παναγίας Μητέρας Του. Οι αμαρτίες του, που τον κάνουν να νιώθει ταπεινός και άθλιος, του θέτουν εμπόδιο, ώστε να ριχτεί άμεσα στην αγκαλιά του Χριστού. Η λύση γι’  αυτόν είναι η μεσιτεία της Παναγίας. Υπερβολή ίσως και πιθανόν μία έμμεση «υποβάθμιση» της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο - ο Χριστός είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» από απειρία αγάπης προς αυτόν. Αλλά είπαμε: ο Κύριος χαίρεται πάντοτε να βλέπει αυτό που «αντανακλά» τον δικό Του τρόπο ζωής και το δικό Του ήθος: την ταπείνωση. Κι αυτό φανερώνει ο υμνογράφος, όταν «διστάζει» να στραφεί άμεσα στον Κύριο και Θεό του, πραγματοποιώντας το όμως με άλλον τρόπο: μέσω της Θεοτόκου!

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ «ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ» ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ

Η θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός από τον Θεάνθρωπο Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς εκείνος να μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο» χριστιανό. Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για «άκτιστον φως» νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, να το αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα «νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε θέματα πνευματικά.

Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος που λέει: «καὶ ἡμεῖς ἀστράψωμεν, ταῖς θείαις ἀλλοιώσεσιν, αὐτὴν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). Ὄρος ὑψηλότατον τὴν καρδίαν, κεκαθαρμένην ἐκ παθῶν, ἔχοντες ὀψόμεθα, Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τὸν νοῦν ἡμῶν». Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα μας. 

05 Αυγούστου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΙΓΝΙΟΣ

«Ο άγιος Ευσίγνιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια και ήταν στρατιωτικός για εξήντα ολόκληρα χρόνια. Στρατεύθηκε όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε πολλά χρόνια και πρόφτασε μέχρι και τη βασιλεία του Ιουλιανού του Παραβάτου. Όταν κάποτε ο βασιλιάς αυτός έφτασε στην Αντιόχεια, ζήτησε να τον δει κάποιος γέροντας στρατιώτης 110 χρονών! Ο Ιουλιανός από περιέργεια τον δέχτηκε και έμεινε έκπληκτος όταν είδε τον γέροντα στρατιώτη τόσων χρόνων να διατηρεί αλύγιστο το σώμα του. Διέταξε και τον περιποιήθηκαν όσο το δυνατόν καλύτερα. Αλλά ο Ευσίγνιος δεν ικανοποιήθηκε απ’  αυτές τις περιποιήσεις του Ιουλιανού και του δήλωσε ότι είναι χριστιανός και ότι μάταια προσπαθεί να ζωντανέψει ένα πτώμα, όπως είναι η ειδωλολατρία. Και επί τέλους, να πάψει να διώκει τον Χριστό. Όταν άκουσε αυτά ο Ιουλιανός, εξαγριώθηκε και διέταξε αμέσως να τον αποκεφαλίσουν. Τότε ο Ευσίγνιος, γεμάτος από χαρά, είπε:  «Ευχαριστώ, βασιλιά. Ο θάνατος με σεβάστηκε στο πεδίο των μαχών, για να με εύρει τώρα και να μου δώσει το κτύπημα χάριν του Χριστού. Τέτοιο τέλος είναι άξιο χριστιανού στρατιώτη, και δοξολογώ τον Ύψιστο που ευδόκησε να με φυλάξει για ένα τέτοιο τέλος. Έτσι ο Ευσίγνιος έλαβε τον τίμιο θάνατο του μαρτυρίου με αποκεφαλισμό το 362 μ.Χ (Από το ιστολόγιο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Είναι συγκλονιστική η περίπτωση του γέροντα Ευσιγνίου, του μεγαλομάρτυρα αυτού αγίου (εξαποστειλάριο), αγνώστου στους περισσοτέρους χριστιανούς, γνωστότατου όμως στον Θεό και τους αγίους Του. Έλαβε μέρος σε πολλούς πολέμους, κατά τη δήλωσή του, υπηρέτησε πολλούς επίγειους βασιλείς με κίνδυνο της ζωής του, γέμισε το σώμα του πληγές και αίματα από τις μάχες, όμως ο Θεός θέλησε να φύγει με τον ενδοξότερο τρόπο για τα δεδομένα της πίστεώς μας: να δώσει τελικά το αίμα του για χάρη του Χριστού, να φτάσει δηλαδή στο ανώτερο δυνατό σημείο που αποκαλύπτεται η πίστη σ’  Εκείνον, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «σε μας χαρίστηκε όχι μόνο να πιστεύουμε στον Χριστό αλλά και να πάσχουμε για Εκείνον». Ήδη ο άγιος υμνογράφος του, Ιωσήφ, επανειλημμένως το επισημαίνει: «Ντύθηκες, ένδοξε, με τη θεία χάρη την πορφύρα που κοκκίνισε από το αίμα της σάρκας σου... Και συμβασιλεύεις με τον Χριστό πάντοτε γεμάτος ευφροσύνη» (στιχ. εσπ.).

Σε τέτοια προχωρημένη ηλικία βεβαίως, εκατόν δέκα χρονών!, εκείνο που υφίσταται είναι η ραθυμία – το ίδιο το σώμα έχει καμφθεί, δεν έχει δύναμη ούτε να βαδίσει! Κι όμως, στον άγιο Ευσίγνιο βλέπουμε έναν ευσταλή γέροντα που προξένησε κατάπληξη και στον ίδιο τον βασιλιά, που η καρδιά του χαρακτηριζόταν από νεανικό σφρίγος και δύναμη: το σφρίγος της πίστεως του Χριστού. Διότι σ’  αυτό οδηγεί η αληθινή πίστη, που θα πει η αγάπη προς τον Χριστό: να δυναμώνει και να νευρώνει την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. «Ιδού καινά ποιώ πάντα» όπως δηλώνει ο ίδιος ο Κύριος, ή όπως αλλιώς το ομολογεί ο απόστολος: «Γίνομαι πανίσχυρος με τον Χριστό που με δυναμώνει». «Θωρακίστηκες, Ευσίγνιε, από την πανοπλία του Χριστού και νίκησες τις παρατάξεις των αθέων τυράννων κι απέκτησες βραβεία νίκης, καθώς αθλήθηκε με ανδρείο φρόνημα» (εξαποστειλάριο). Κι ακόμη πιο καίρια: «Σε εγρήγορση ευρισκόμενος, απώθησες τη νύστα της ραθυμίας, μάρτυς Ευσίγνιε, κι έτρεξες εκούσια με αδίστακτη πίστη προς την άθληση» (ωδή δ΄).

Τι είναι εκείνο που αποτελεί την προϋπόθεση της πίστεως και της γνήσιας αγάπης προς Κύριο τον Θεό; Διότι είναι ευνόητο ότι η πίστη και η αγάπη δεν αναπτύσσονται σε οποιοδήποτε έδαφος, δηλαδή σε βρώμικη λόγω αμαρτίας καρδιά, παρά μόνον εκεί που υπάρχει καλή διάθεση και βαθειά αναζήτηση της αλήθειας. Ο άγιος Ιωσήφ, ο σπουδαίος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, εξηγεί με τον δικό του τρόπο: «Η αγιασμένη σου διάνοια, αθλοφόρε, αναδείχτηκε οίκος του Παρακλήτου Πνεύματος, γι’  αυτό και σε δοξολογούμε με πίστη» (ωδή α΄).  Πρόκειται για τον μακαρισμό, και όχι μόνο, του ίδιου του Κυρίου, που αποκαλύπτει ότι τον Θεό μπορεί να Τον δει μόνον αυτός που έχει καθαρή καρδιά: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι ο άγιος Ευσίγνιος, σε όλη τη ζωή του, πολύ περισσότερο στα τέλη του, αγωνιζόταν  από αγάπη προς τον Θεό για την καθαρότητα αυτή, ακολουθώντας με συνέπεια τις άγιες εντολές Του. Η οδός των εντολών του Κυρίου συνιστά τον μονόδρομο της καθάρσεως της καρδιάς και της διάνοιας του ανθρώπου, οπότε ανοίγεται χώρος για τη «σκήνωση» του Πνεύματος του Θεού σ’  αυτήν – ο πιστός άνθρωπος ζει με επίγνωση μέσα στην παρουσία του Κυρίου. Ο άγιος Ιωσήφ και πάλι το επισημαίνει: «Επειδή ήσουν προσκολλημένος στον Δεσπότη Χριστό με γνησιότητα, απομάκρυνες τον εαυτό σου από την πονηρία, Ευσίγνιε» (ωδή ε΄).