24 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΕΝ ΑΘΩ

«Ο Σιλουανός αυτός, ο πολίτης της επουράνιας Ιερουσαλήμ, είχε γονείς ευσεβείς που κατάγονταν από την κώμη Σοβσκ της Ρωσίας, η οποία ανήκε εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ταμπώβ. Γεννήθηκε το 1866 και κλήθηκε σε μετάνοια ήδη από τη νεότητά του από την ίδια την Πανύμνητο Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία.

Όταν έγινε εικοσιεπτά ετών, εγκατέλειψε όλα τα βιοτικά και λαμβάνοντας ως εφόδιο τις ευχές του αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης ανεχώρησε για το Άγιον Όρος, γινόμενος μοχανός στο (Ρωσικό) Μοναστήρι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος.

Έδωσε λοιπόν τον εαυτό του ολόψυχα στον Θεό και γι’ αυτό σε λίγο χρόνο όχι μόνο έλαβε τη χάρη της αδιάλειπτης προσευχής από την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και αξιώθηκε άρρητης θεοφάνειας στον σεβάσμιο ναό του αγίου προφήτου Ηλιού που βρισκόταν κοντά στον μύλο της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Κατά παραχώρηση Θεού παραδόθηκε σε πολλούς πειρασμούς του πονηρού διαβόλου για δεκαπέντε χρόνια, ενώ ταυτόχρονα αγωνιζόταν να επακολουθεί τα ίχνη του Χριστού, προσφέροντας στον Μόνο που μπορεί να τον σώζει από τον θάνατο δεήσεις και ικεσίες με κραυγή μεγάλη και δάκρυα. Έγινε διδακτός Θεού και άκουσε από τον νομοδότη Κύριο τη φωνή Του να λέει: «Κράτει τον νου σου εις τον άδην και μη απελπίζου». Την εντολή αυτή την κράτησε καθαρή ως κανόνα σε όλη τη ζωή του κι έτσι έτρεξε την οδό του Αντωνίου, του Μακαρίου, του Σισώη, του Ποιμένα και των άλλων ενδόξων καθηγητών της ερήμου, των οποίων και τα πνευματικά μέτρα και τα χαρίσματα απέκτησε, αποκαλυπτόμενος εν ζωή αλλά και μετά θάνατο ως αποστολικός και προφητικός δάσκαλος.

Μας άφησε γραπτά γεμάτα από χάρη και Πνεύμα Άγιο, τα οποία εξέδωσε ο μαθητής και υποτακτικός του Γέρων (όσιος) Σωφρόνιος, ο κτίτορας και αρχιμανδρίτης της ιεράς Μονής των ευσεβών ορθοδόξων στη Βρεττανία (Έσσεξ).

Ήταν δε ο θαυμάσιος Σιλουανός πράος και ταπεινός στην καρδιά, φλογερός στις παρακλήσεις του προς τον Θεό υπέρ της σωτηρίας όλων των ανθρώπων και κήρυκας της αγάπης και προς τους εχθρούς, αγάπης που αποτελεί και το ασφαλέστερο κριτήριο της αληθινής παρουσίας του θείου Πνεύματος.

Μετέβη από τον θάνατο στη ζωή ο μακάριος όσιος Σιλουανός, πλήρης ημερών, κατά την εικοστή Τετάρτη του Σεπτεμβρίου, του έτους 1938».

(Η Εκκλησία εκτιμώντας τις σπάνιες αρετές του, το βάθος της γνώσεως του Θεού που απέκτησε, τις εν Πνεύματι Αγίω γραφές του, τα ποικίλα πνευματικά του χαρίσματα και τις θαυματουργίες του, διεκήρυξε επισήμως την αγιότητά του, κατατάσσοντάς τον στις δέλτους των αγίων μας, την 26η Νοεμβρίου 1987).

Δεν υπάρχει άνθρωπος πιστός στον Θεό, χριστιανός ορθόδοξος αλλά και ετερόδοξος, που να έχει έλθει σε επαφή με τα εμπνευσμένα από το Πνεύμα του Θεού κείμενα του αγίου Σιλουανού, (μάλιστα διερμηνευμένα από το πνευματικό του τέκνο εξίσου όσιο Σωφρόνιο στο έργο του που χαρακτηρίστηκε ως το σημαντικότερο του 20ού αι. «Ο Γέρων (άγιος) Σιλουανός του ΄Αθω»), και να μην αναφωνήσει κατανενυγμένος «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε» και «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»! Πολύ περισσότερο ο σοφός και χαρισματούχος υμνογράφος του οσίου, ιερομόναχος Αθανάσιος, ο οποίος με πραγματική καρδιακή αίσθηση και βαθιά αγάπη και γνώση του αγίου εκπόνησε την ακολουθία του, τόσο σημαντική και περιεκτική που και μόνον αυτή αρκεί για να έλθει κανείς σε μέθεξη του πνεύματος του μεγάλου Σιλουανού.

Είναι των αδυνάτων αδύνατο σε ένα μικρό κείμενο να αποτυπώσει κανείς όλες τις διαστάσεις που θίγει ο βαθύνους υμνογράφος – τούτο θα απαιτούσε πολλές σελίδες, ως να έγραφε κανείς μία εκτεταμένη μελέτη για τον άγιο. Θα αρκεστούμε λοιπόν στον σχολιασμό κάποιων επιμέρους στοιχείων, ικανών όμως όπως πιστεύουμε να φωτίσουν έστω δι’ ολίγων τη φωτισμένη από τον Θεό προσωπικότητά του. Και σχεδόν τυχαίως θα επιλέξουμε ως οδηγό το δοξαστικό του εσπερινού του αγίου, το οποίο θίγει εν σμικρώ πολλά.

«Δέχου καὶ μὴ ἀπόρριπτε συμπαθέστατε Πάτερ, τὴν αἴνεσιν ταύτην τὴν μικρὰν πλὴν ὅμως φιλοπάτορα. Τίσι γὰρ λόγοις Ὅσιε, τὸν θαυμαστὸν σου βίον ἐπαινέσωμαι; ὅτι γέγονας τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν ἰσοβάθμιος, καὶ ὁδηγεῖς πρὸς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ πεπλανημένας ψυχὰς ὥσπερ ἀστὴρ ἑωθινός, ἐν νυκτὶ βαθείᾳ τῆς σκοτώδους ἁμαρτίας. Καὶ τὴν κτῆσιν διδάσκεις τοῦ Πνεύματος, οὐ λογιστικῶς, ἀλλὰ βιωματικῶς. Ὅθεν σε Σιλουανέ, ὁρῶντες ἐκπληττόμεθα καὶ μακαρίζομεν τὴν ἐνεγκαμένην σε Χώραν, τὴν δὲ πνευματικήν σου πατρίδα μεγαλύνομεν, ἐν ᾗ καὶ τῆς ἁγιότητος πλήρης γέγονας. Πρέσβευε δεόμεθα, τῶν Ἀθωνιτῶν ἡ ἐσχάτη καὶ μεγάλη δόξα, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Κύριον».

 (Δέξου και μην απορρίψεις, συμπαθέστατε Πάτερ, τη μικρή αυτή αίνεση, αλλ’ όμως φτιαγμένη με αγάπη. Με ποια λόγια λοιπόν, όσιε, θα επαινέσω τον θαυμαστό σου βίο; Διότι έγινες ισοβάθμιος με τους παλαιούς ασκητές και οδηγείς στη γνώση του Θεού σαν πρωινό αστέρι ψυχές που έχουν πλανηθεί μέσα στη βαθιά νύκτα της σκοτεινής αμαρτίας. Και την απόκτηση διδάσκεις του Αγίου Πνεύματος, όχι με λογισμούς και σκέψεις  αλλά βιωματικά. Γι’ αυτό, Σιλουανέ, βλέποντάς σε εκπληττόμαστε και μακαρίζουμε τη χώρα που σε γέννησε, αλλά και δοξολογούμε και την πνευματική σου πατρίδα, μέσα στην οποία έγινες πλήρης και από αγιότητα. Πρέσβευε, παρακαλούμε, συ που είσαι η τελευταία και μεγάλη δόξα των Αθωνιτών, υπέρ ημών προς τον Κύριο).

«Ισοβάθμιος λοιπόν με τους παλαιούς ασκητές» ο όσιος Σιλουανός κατά τον υμνογράφο μας. Δηλαδή της περιωπής των μεγίστων οσίων Αντωνίου του μεγάλου, Ποιμένος, Μακαρίου, Σισώη και των λοιπών ενδόξων αββάδων των Γεροντικών της Εκκλησίας. Που σημαίνει ακριβώς, όπως λέει, ότι μιλάμε για αστέρι πρώτου μεγέθους, για πνευματικό ήλιο που δέχτηκε πλούσια τις λαμπηδόνες του πρώτου Φωτός, της ίδιας της Τρισηλίου θεότητος («Έφθασας εις μέτρα οσίου Αντωνίου», ωδή η΄˙ «Σέ τὸν ἀνέσπερον Ἥλιον βλέποντες φωτιζόμεθα», δοξ. Εσπ.) και γι’ αυτό στο πρόσωπό του ψαύουμε τα σημάδια της παρουσίας του Χριστού μ’ έναν έντονο και μοναδικό τρόπο – ο άγιος γίνεται ο καθοδηγητής μας για να βλέπουμε το πρόσωπο του εν σαρκί φανερωθέντος Θεού μας, έστω κι αν πορευόμαστε εν χώρα και σκιά θανάτου. Από την άποψη αυτή ο άγιος Σιλουανός, μάλλον και ο άγιος αυτός, με τη βιοτή του και τα κείμενά του γίνεται ένας από τους πιο διαπρύσιους ιεραποστόλους της εποχής μας, αλλά και κάθε μελλούσης εποχής.  «Ο Κύριος σε έκανε διδάσκαλο της οικουμένης με όσα έμαθες από την πείρα σου, Σιλουανέ, να διδάσκεις δηλαδή πώς το θείο Πνεύμα έρχεται και κατοικεί στις ψυχές» (ωδή γ΄).

Και τι μας διδάσκει συγκεκριμένα από την πείρα του; Αφενός ότι «σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος» (Σεραφείμ του Σάρωφ), αφετέρου ότι για να φτάσει κανείς στο σημείο αυτό απαιτείται να «δώσει αίμα για να λάβει Πνεύμα». Δεν ήταν «αναίμακτη» η κατά Χριστόν πορεία του μεγάλου αγίου. Δεν πορευόταν απαρχής όπως καθόριζε το θέλημα του Θεού. Αλλά ήταν καλοπροαίρετος – αυτό που συνιστά την προϋπόθεση για την ύπαρξη της σχέσεως με τον Θεό. Και γι’ αυτό η ίδια η Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας επενέβη στη ζωή του, καλώντας τον σε μετάνοια. Με τον λόγο του σπουδαίου υμνογράφου: «Ως σωτήρια προίκα έλαβες τη μετάνοια από τη Θεοτόκο. Διότι όταν κατάπιες το φίδι (όταν δηλαδή περιέπεσες σε σαρκικά βαριά αμαρτήματα), τότε ελέγχθηκες από Αυτήν, γιατί δεν της άρεσε η ζωή σου, κι έτσι ο πόθος της ασκήσεως ανέφλεξε την ψυχή σου, Σιλουανέ παμμακάριστε» (στιχ. εσπ.). Πράγματι, έκτοτε στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Θεό με κατάληξη το Άγιον Όρος, αφού ενισχύθηκε ενδιάμεσα και από την προσευχή του μεγάλου Ρώσου αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης, που οι προσευχές του τον διαφύλασσαν και δεν τον άφηναν ούτε στιγμή σε ησυχία.  «Έφυγες από τον κόσμο, πάτερ, και εισήλθες στην κάμινο του Άδου, με τις ευχές του Ποιμένα του Θεού (αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης)» (λιτή). «Ὁ σοφὸς ποιμὴν Κροστάνδης, τῇ εὐχῇ σε ἐνεύρωσεν, κόσμου ἀποστῆναι»(ωδή δ΄) (Ο σοφός ποιμένας της Κροστάνδης με την προσευχή του σε δυνάμωσε ώστε να απομακρυνθείς από τον αμαρτωλό κόσμο).

Αποδύθηκε σε μεγάλους αγώνες στη Μονή της μετανοίας του, πέρασε από το καμίνι πολλών και ποικίλων πειρασμών, επέμεινε και υπέμεινε άχρι τέλους, δέχθηκε πλήθος αποκαλύψεων από τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο. Συχνά-πυκνά ο υμνογράφος του σημειώνει το πιο γνωστό περιστατικό που περιγράφει ο βιογράφος του όσιος Σωφρόνιος: τότε που εξαντλημένος και σχεδόν απελπισμένος από τις δαιμονικές επιθέσεις λόγω των πειρασμών κενοδοξίας και υπερηφάνειας που αντιμετώπιζε, είδε τον ζώντα Χριστό μέσα από την εικόνα του τέμπλου του ναού. «Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Ζῶντα Χριστὸν ἑωρακώς, τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς εἴληφας, Σιλουανὲ ὁσιώτατε» (δοξ. Εσπ.).  «Ποτέ του δεν θα ξεχνούσε το πλήρες αγάπης και υπερνοητής γαλήνης βλέμμα του Ιησού» έγραψε ο άγιος υποτακτικός του Σωφρόνιος. Και βεβαίως ο υμνογράφος αναφέρεται και στην απάντηση που έδωσε ο Κύριος στον σπουδαίο αγωνιστή Του για το πώς να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις των λογισμών κενοδοξίας. «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι». «Η ταπείνωση είναι δοσμένη, σοφέ, ως όρος της καρποφόρας προσευχής, όπως και η κατάβαση του νου στα βασίλεια του άδη αλλά με σωτήριο απελπισμό είναι η οδός των Πατέρων. Αυτήν την οδό πορεύτηκες, θεοφόρε, με πίστη και έφτασες σε μέτρα οσίου Αντωνίου» (ωδή η΄).

Δεν ήταν όμως η εμφάνιση του Κυρίου μέσα από την εικόνα Του η μοναδική φορά παρουσίας στον αγαπημένο Του δούλο. Σημειώνει ότι του δόθηκε η μεγάλη αυτή χάρη και σε περίσταση που δεν το περίμενε: όταν διακονούσε τους συνανθρώπους του στο διακόνημα της τράπεζας. Επειδή τους  διακονούσε με όραση Χριστού, έβλεπε δηλαδή στο πρόσωπό τους Εκείνον, γι’ αυτό και ο Κύριος τον αντάμειψε με το να Τον δει και πάλι. «Τὴν τοῦ δεσπότου παρουσίαν ἔχων ἀεὶ πρὸ ὀφθαλμῶν σου, ὡς πιστὸς οἰκονόμος τῆς χάριτος Αὐτοῦ, ἐν τῷ μύλωνι τοὺς ἀδελφούς σου διηκόνεις, ἔνθα καὶ ἠξίωσαι τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀρρήτου ἐμφανείας, τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς» (λιτή). (Έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια σου την παρουσία του Κυρίου, ως πιστός οικονόμος της χάριτός Του, διακονούσες τους αδελφούς στον μύλο, όπου και αξιώθηκες της άρρητης εμφάνισης του Χριστού που είναι ο Άρτος της ζωής).

Οπότε κατανοεί κανείς ότι ο άγιος Σιλουανός ζούσε με βαθύτητα τη μετάνοια ως αδιάκοπη αναζήτηση του Θεού, την ταπείνωση που τον έκανε να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του μέσα στη χάρη Εκείνου, την εν Χριστώ αγάπη ως θυσιαστική στάση του έναντι όλων των αδελφών του, στοιχεία που οδηγούσαν σε όλα τα θαυμάσια που ο Θεός έχει υποσχεθεί στους γνήσιους δούλους Του.  Η ποιητική απόδοση των παραπάνω από τον μεγάλο υμνογράφο είναι καταπληκτική. Επιλέγουμε: «Θέλων ὁ Πανάγαθος Δεσπότης, ῥᾳδίαν ἐργάσασθαι βροτῶν, τὴν σωτηρίαν ἔθηκεν, ὥσπερ θεὸν ἐπίγειον, δι' οὗπερ ἀναγόμεθα πρὸς Τούτου ἕνωσιν, πλησίον, ὡς γραφαῖς ἐκδιδάσκει, ὁ φιλαδελφίᾳ, Σιλουανὸς βιώσας» (ωδή η΄). (Θέλοντας ο πανάγαθος Δεσπότης να γίνει εύκολη η εργασία της σωτηρίας για τους ανθρώπους, έθεσε σαν επίγειο θεό, μέσω του οποίου ανεβαίνουμε για την ένωση μ’ Αυτόν, τον συνάνθρωπο, όπως διδάσκει στις γραφές του ο Σιλουανός που βίωσε με αγάπη) – ό,τι αδιάκοπα τονίζουν τα Γεροντικά ως μοναδική οδό θεώσεως του ανθρώπου: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου!». («Τί εἴπω Πάτερ ὁ ἀναιδέστατος; σοῦ καθορῶν, τοῦ βίου τὸ πανάπαν συμπέρασμα, δι' οὗ εἴληφας τῆς Χάριτος πλήρωμα, τὴν ταπεινοφροσύνην˙  ὅμοιος γέγονας, τῷ ταπεινωθέντι Ἰησοῦ, Οὗ ἠλλοτρίωμαι» (ωδή θ΄) (Τι να πω, πατέρα, ο αναιδέστατος εγώ, καθώς βλέπω το τελικό συμπέρασμα του βίου σου, με το οποίο έλαβες το πλήρωμα της χάριτος, δηλαδή την ταπεινοφροσύνη. Με αυτήν έγινες όμοιος με τον Ιησού που έζησε ταπεινά, από τον Οποίο εγώ έχω αποξενωθεί).

Και η ταπείνωση αυτή του Σιλουανού και η αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο ήταν τα καίρια στοιχεία της αληθινής και γνήσιας μετανοίας που επέδειξε, όπως είπαμε, απαρχής της στροφής του προς τον Θεό, ανταποκρινόμενος στη θαυμαστή επέμβαση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αλλά ο καλός υμνογράφος επισημαίνει το πιο σημαντικό ίσως σημείο της γνησιότητας της μετανοίας. Διότι πολλοί δείχνουν ότι μετανοούν, αλλά μετά από κάποιο διάστημα, μικρό ή μεγάλο, επανέρχονται στις δικές τους αμαρτωλές συνήθειες. Ποιο ήταν αυτό; Η μέχρι θανάτου απόφαση του αγίου να παραμείνει πιστός στη Μονή της μετανοίας του και στις άγιες εντολές του Κυρίου του. Ο όσιος Σιλουανός κατάλαβε απαρχής ότι αν η στροφή προς τον Θεό δεν περάσει μέσα από τον θάνατο του εαυτού του, δηλαδή του εγωιστικού του φρονήματος, προκοπή και πνευματική ζωή δεν υφίσταται. Όταν ο απόστολος Παύλος έλεγε ότι για να έχει ζωντανή σχέση με τον Χριστό είναι δεδομένη η συσταύρωση μαζί Του, («Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»), όταν διαρκώς απεκάλυπτε ότι όλοι οι μαθητές του Χριστού «περιφέρουν τη νέκρωση του σώματός τους» για να επιτελούν θεάρεστα την αποστολή τους, δεν ήταν δυνατόν και ο πιστός Σιλουανός να απέχει από αυτήν την πραγματικότητα, όπως πρέπει να συμβαίνει με κάθε εν επιγνώσει χριστιανό.

«Ἔστησας ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας σου, Σιλουανὲ τῆς μετανοίας, λογιζόμενος ἀνυπερθέτως, ὅτι ἐνταῦθα ἀποθανοῦμαι διὰ τὰς ἁμαρτίας μου» (λιτή) (Έστησες τα πόδια σου, Σιλουανέ, πάνω στην πέτρα της μετάνοιας, με τον λογισμό ότι οπωσδήποτε εδώ, στη Μονή της μετανοίας μου, θα πεθάνω για τις αμαρτίες μου). «Μετανοίας σου, ἡ δύναμις ἀνέκφραστος, Σιλουανὲ θαυμαστέ, οὐκέτι λυπῆσαι γάρ, Θεὸν τὸν φιλάνθρωπον, Πάτερ ἐσπούδασας, ἐργαζόμενος, εἰρήνην συνειδήσεως δι' ἀγάπης φιλοθέου», ωδή ζ΄) (Είναι ανέκφραστη, Σιλουανέ θαυμαστέ, η δύναμη της μετανοίας σου. Διότι αφιέρωσες τη ζωή σου ώστε να μη λυπήσεις καθόλου πια τον φιλάνθρωπο Θεό, πάτερ, έχοντας ως έργο σου την ειρήνη της συνειδήσεως με τη φιλόθεη αγάπη).  

Μέγας ο Σιλουανός ως μάρτυρας της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ως ένας από εκείνους που και στον σύγχρονο κόσμο μας φανερώνει ότι «ζη Κύριος ο Θεός»! Και τι πιο άμεσο για τον καθένα μας, εφόσον αποδεχόμαστε την πραγματικότητα αυτή, να έρθουμε σε επαφή με τα κείμενά του, τα γεμάτα χάρη και σοφία Θεού, όπως μαρτυρούν από την εμπειρία τους όλοι όσοι το έκαναν!

Η ΑΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΚΛΑ

«Η αγία Θέκλα καταγόταν από την πόλη του Ικονίου, η μητέρα της λεγόταν Θεόκλεια και ανήκε σε ευγενές και ένδοξο γένος. Κατηχήθηκε τον λόγο της πίστεως από τον μεγάλο απόστολο Παύλο, τον οποίο άκουσε να διδάσκει στο σπίτι του Ονησιφόρου. Όταν έγινε χριστιανή, ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε μνηστευθεί τον Θάμυρη. Αφού περιφρόνησε τη φωτιά, στην οποία την έβαλαν, τη μητέρα της και τον μνηστήρα της, ακολούθησε τον Παύλο. Μετά από αυτά βρέθηκε στην Αντιόχεια, κι εκεί λόγω της πίστεώς της ρίχθηκε από τον Αλέξανδρο στα θηρία και σε ταύρους, προκειμένου να την κομματιάσουν. Από όλα όμως σώθηκε με τη χάρη του Θεού, οπότε άρχισε να περιέρχεται διάφορες πόλεις κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αποτέλεσμα να φέρει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Ύστερα επανήλθε στην πατρίδα της, όπου αποσύρθηκε σε κάποια από τα βουνά της και ασκήτεψε μόνη της. Επιτέλεσε πολλά θαύματα στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν, μέχρις ότου τελείωσε τη ζωή της, μπαίνοντας μέσα σ’  ένα βράχο που άνοιξε με τη δύναμη του Θεού για χάρη της. Όλος ο χρόνος της ζωής της  ήταν ενενήντα έτη».

Δεν είναι μόνον οι άνδρες που μπορεί να καυχώνται για τον πρώτο εν μάρτυσι, τον άγιο Στέφανο. Είναι και οι γυναίκες που αντιστοίχως έχουν την πρώτη μεταξύ των γυναικών μάρτυρα, την αγία Θέκλα, μεγαλομάρτυρα επίσης και ισαπόστολο. Η αγία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αγίων και των μαρτύρων, όχι μόνον ως «σύναθλος Στεφάνου», αλλά και ως «συνόμιλος Παύλου». Διότι κ α ι από τον απόστολο Παύλο μεταστράφηκε και έγινε χριστιανή,  αλλά κ α ι τον ακολούθησε σε πολλές από τις περιοδείες του, δείχνοντας τέτοιο ανδρείο φρόνημα, ιδίως σ’  αυτά που υπέστη, που έκανε, κατά τον υμνογράφο,  την προμήτορα Εύα, η οποία υποτάχτηκε στα κελεύσματα του διαβόλου, να χαίρεται, γιατί βρέθηκε γυναίκα να υποτάσσει τον πονηρό. «Εύα χαίρει, καθορώσα γυναιξί τον όφιν υποπίπτοντα».

Ο υμνογράφος ιδιαιτέρως επιμένει στο γεγονός ότι η αγία, νεότατη στην ηλικία, ευθύς ως έγινε χριστιανή, άφησε τον μνηστήρα της, για να γίνει ακόλουθος του Παύλου και ευαγγελίστρια Χριστού. Η μεταστροφή της αυτή, από έγγαμος που επρόκειτο να γίνει, τελικώς να αφιερωθεί ως άγαμη στον Χριστό, δεν οφείλετο βεβαίως σε μία υποβάθμιση του γάμου. Κάτι τέτοιο δεν είναι χριστιανικό, αφού ο γάμος και η κατά Χριστόν παρθενία θεωρούνται εκ Θεού και ισάξιοι δρόμοι μέσα στην Εκκλησία, που ορθά ασκούμενοι εκβάλλουν στη βασιλεία του Θεού. Άλλωστε ο Θάμυρης ο μνηστήρας της ήταν ειδωλολάτρης και η σχέση τους είχε ξεκινήσει πριν γίνει η αγία χριστιανή, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για γάμο, κατά τον τρόπο τον χριστιανικό. Η αγία απλώς, μπροστά στο νέο που ανοίχτηκε ενώπιόν της, τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, θέλχτηκε από την αγάπη προς Εκείνον, τόσο που θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να ζει όπως και πριν. Μπροστά στο δίλημμα: μαζί με τον μνηστήρα της σε μία ζωή ειδωλολατρική ή μαζί με τον Χριστό ως χριστιανή, χωρίς δισταγμό προτίμησε το δεύτερο. Διότι κατενόησε ότι η αγάπη προς τον Χριστό ήταν πάνω από όλα. «Ο φιλών…τι υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» είπε ο Κύριος. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά, αν και ο Θάμυρης ήταν χριστιανός. Τότε θα συναγωνίζονταν για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Ως ειδωλολάτρης όμως ο μνηστήρας δεν είχε πολλά περιθώρια να «επιβιώσει» πια στη σχέση αυτή. Ο υμνογράφος το επισημαίνει: «Μνηστευθείσαν Θαμύριδι, ο νυμφαγωγός σε Παύλος ηρμόσατο, τω νυμφίω ως αμώμητον, τω επουρανίω Θέκλα πάνσοφε». Δηλαδή, Θέκλα πάνσοφε, ο νυμφαγωγός Παύλος ένωσε εσένα, που ήσουν μνηστευμένη με τον Θάμυρη, σαν αγνή νύμφη με τον επουράνιο νυμφίο (Χριστό). Ποιος μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό και με την αγάπη Εκείνου; Η αγάπη προς τον Χριστό έκανε πια τη Θέκλα να θεωρεί παραλήρημα τα όποια λόγια που έλεγε ο Θάμυρης: «Θαμύριδος τα ρήματα, ώσπερ λήρον Μάρτυς εμυκτήρισας».

Αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο πόθος της αγίας προς τον Δημιουργό της είναι εκείνο που επίσης διαπιστώνει ο υμνογράφος. Αν η αγία Θέκλα νίκησε τον ανθρώπινο έρωτα – νόμιμο κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως – αν νίκησε το φίλτρο προς τη μητέρα της, αν νίκησε όλες τις ηδονές που υπόσχεται η νεανική ηλικία, ήταν γιατί ακριβώς η καρδιά της κυριαρχήθηκε από τον νυμφίο της Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο ποιητής: «ο πόθος του Ποιητού, των κτισμάτων ενίκα τους έρωτας». Κι είναι τούτο ό,τι επισημαίνουμε γενικώς στους αγίους μας: μπορούν να υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια, μπορούν και φαίνονται υπεράνθρωποι και ήρωες, γιατί η αγάπη του Χριστού τους συνέχει. Σαν τον απόστολο Παύλο μπορούν και εκείνοι να λένε: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη, στενοχώρια, κίνδυνος, μαχαίρι; Ούτε θάνατος ούτε κάποια κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Εκείνου». Αυτήν την αγάπη του Χριστού πρέπει να έχει και κάθε χριστιανός, αν θέλει να ζει ως χριστιανός. Και για να την αποκτήσει, πρέπει πρώτα από όλα να νιώσει την έλλειψή της στη ζωή του και να την ζητήσει από Εκείνον που τη χορηγεί: τον ίδιο τον Κύριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την ζητάμε. Και δεν τη ζητάμε, γιατί δεν νιώθουμε την έλλειψή της. Και δεν νιώθουμε την έλλειψή της, γιατί άλλες αγάπες, του κόσμου τούτου, κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αγάπες όμως φθαρτές, που το μόνο που προσφέρουν είναι η θλίψη και ο θάνατος.  

23 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

«Ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει στο ευαγγέλιό του ότι όταν εισήλθε ο πρεσβύτης και δίκαιος Ζαχαρίας στα Άγια των Αγίων, προκειμένου να προσφέρει τη θυσία του θυμιάματος, κατά τον καιρό της εφημερίας του στον Ναό, φανερώθηκε σ’  αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος του μετέφερε τη χαρμόσυνη είδηση ότι πρόκειται η γυναίκα του Ελισάβετ να γεννήσει γιο κατά το γήρας της, Προφήτη και Πρόδρομο, φωνή και κήρυκα και παντοτινό λυχνάρι, τον μύστη της χάρης του Θεού. Αυτήν τη θεία σύλληψη είπε στον προφήτη και ιερέα Ζαχαρία ο θείος αρχιστράτηγος με τα λόγια: «Εισακούστηκε η δέησή σου», οπότε με την παράδοξη αυτή γέννα λόγω γηρατειών και στειρώσεως της Ελισάβετ, άρχισε να προμηνύεται και ο θείος και παρθενικός τόκος της παναχράντου Θεοτόκου».

Θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι η σημερινή εορτή της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου δεν στηρίζεται σε κάποιες πληροφορίες αποκρύφων ευαγγελίων, τις οποίες ενδεχομένως μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, αλλά αποτελεί βεβαιότατο γεγονός, το οποίο καταγράφεται, όπως είπαμε και παραπάνω, από τον άγιο ευαγγελιστή Λουκά. Κι αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία μας εντάσσοντας το γεγονός αυτό μέσα στα θεόπνευστα κείμενά της θέλει να τονίσει τη σημασία του ερχομού στον κόσμο του Ιωάννου Προδρόμου, εκείνου του προφήτη δηλαδή που θα προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου. Με την προοπτική και πάλι του Κυρίου Ιησού Χριστού αξιολογείται το γεγονός της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου, δηλαδή υπό το φως του Ήλιου κατανοείται το φως του λύχνου. Διότι διαφορετικά η σημασία του θα είχε την ίδια ισχύ με τη σύλληψη και κάθε άλλου ανθρώπου, που έρχεται, με την ευδοκία ασφαλώς  του Θεού, στον κόσμο.

Πέραν της παραπάνω πραγματικότητας την οποία ποικιλοτρόπως προβάλλουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, εκείνο που θεωρείται αξιοπρόσεκτο, κατά τον υμνογράφο, είναι η αντίδραση του δικαίου Ζαχαρία απέναντι στον αρχάγγελο Γαβριήλ, όταν εκείνος του ευαγγελίζεται τη γέννηση του υιού του: αμφισβητεί τα λόγια του απεσταλμένου του Κυρίου, διότι στηρίζεται στη λογική και την εμπειρία του. Πώς είναι δυνατόν από γέρο άνθρωπο και γερόντισσα γυναίκα, και μάλιστα στείρα, να γεννηθεί ένα παιδί; «Ελισάβετ τα μέλη νενέκρωται, και εμού δε το γήρας, δυσπιστίαν νυν τεκμαίρεται» - τα μέλη της Ελισάβετ έχουν νεκρωθεί και τα δικά μου γηρατειά τώρα φέρνουν μόνο δυσπιστία. Ο υμνογράφος όμως συνεχίζει να ερμηνεύει το σκεπτικό του Ζαχαρία: όχι μόνο η φυσική τάξη των πραγμάτων ανατρέπεται με όσα μεταφέρει ο άγγελος, αλλά και από πλευράς πνευματικής υπάρχει, κατ’  αυτόν, κάτι ανάποδο: «εγώ γαρ ήλθον την σωτηρίαν λαού αιτήσασθαι, ουχί δε κομίσασθαι παίδα, ως προσφωνείς». Εκείνο δηλαδή που πρέπει να επέτεινε την αμφισβήτηση του αγίου Ζαχαρία και επομένως να τον οδηγούσε σε καχυποψία ότι δεν αληθεύουν τα λόγια της ουράνιας οπτασίας, ήταν ότι ο ευαγγελισμός για τον «υποτιθέμενο» γιο του ερχόταν σε μία στιγμή πνευματικής λειτουργίας, σε ώρα δηλαδή προσευχής, και μάλιστα υπέρ της σωτηρίας του λαού. «Εγώ ήλθα εδώ στον Ναό, όπως σημειώνει ο υμνογράφος, για να ζητήσω από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και όχι να αποκτήσω παιδί, όπως μου λές εσύ». Κι αλλού: «Αμφίβολον κέκτημαι την διάνοιαν εγώ, και απιστώ τοις λόγοις σου, τω Αρχαγγέλω έφη ο Ιερεύς. Λαού σωτηρίαν γαρ, ουκ εμής εξ οσφύος καρπόν ήτησα». Αμφιβάλλω εγώ και απιστώ στα λόγια σου, είπε ο Ιερεύς στον αρχάγγελο, γιατί ζήτησα τη σωτηρία του λαού και όχι καρπό από την οσφύ μου.

Αυτό όμως που φαίνεται τόσο «λογικό» για τον άγιο Ζαχαρία, και μάλιστα η αμφισβήτηση της εκ Θεού προέλευσης της οπτασίας λόγω του περισπασμού από το περιεχόμενο της προσευχής του: να ζητάει από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και να του προκύπτει κάτι προσωπικό του, ένα παιδί, είναι εκείνο στην πραγματικότητα που ερχόταν ως απάντηση ακριβώς της προσευχής αυτής. Διότι η γέννηση του παιδιού του Ιωάννη ήταν η απαρχή της σωτηρίας του λαού. Με αυτόν θα ξεκινούσε η σωτηρία ως κήρυγμα μετανοίας για να γίνει αποδεκτός ο Μεσσίας. Με άλλα λόγια ο Ζαχαρίας δεν μπορούσε να κατανοήσει ότι ο Θεός τού έδινε ό,τι ζητούσε, δηλαδή αδυνατούσε να διεισδύσει στον τρόπο δράσεως του Θεού.

Κι είναι κάτι στο οποίο τελικώς «σκοντάφτουμε» οι περισσότεροι. Διότι και εμείς ζητάμε από τον Θεό διάφορα πράγματα, και μάλιστα κάτω από πνευματικές προϋποθέσεις. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι η «άρνηση» του Θεού να μας απαντήσει ή συμβάντα σε εμάς «ξένα» προς αυτά που ζητάμε, συνιστούν τελικώς αυτό που είναι η απάντηση του Θεού ακριβώς στα αιτήματά μας. Πρέπει ίσως να «επιτρέπουμε» στον Θεό να βλέπει πέρα από ό,τι βλέπουμε εμείς και ίσως πάλι να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής του δικού Του θελήματος ως πιο ευεργετικού για εμάς από το δικό μας. Ας  θυμηθούμε και αυτό που συνέβη και στον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη: Δέχτηκε «άδικη» επίθεση από έναν ιερέα και ταράχτηκε, χωρίς όμως να μιλήσει. Κι όταν έπειτα άρχισε να ανακρίνει τους λογισμούς του, για να καταλάβει τι έγινε, διεπίστωσε ότι ζητούσε από τον Θεό καρδιακά να του δώσει ταπείνωση. Κι ο Θεός τού έδωσε την αφορμή: «άλλαξε» λίγο τη συμπεριφορά του ιερέα απέναντί του, προκειμένου ακριβώς να του δώσει την ευκαιρία να αγωνιστεί να αποκτήσει την ταπείνωση. Ο Θεός λοιπόν πάντοτε μας ακούει, πάντοτε μας απαντάει, πρέπει όμως να έχουμε κι εμείς ανοικτά τα μάτια μας για να διακρίνουμε ορθά την απάντησή Του.

20 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΕΝΟΣ…

«Με τον παραστρατημένο άνθρωπο, ποτέ να μην έλθεις σε διένεξη, γιατί θα τον χάσεις. Άφησέ τον να σκεφθεί καλύτερα, ηρεμότερα» (όσιος Αμφιλόχιος ο εν Πάτμω).

Ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Αμφιλόχιος ο εν Πάτμω (1889-1970) υπήρξε μία ιδιαιτέρως χαριτωμένη αλλά και δυναμική παρουσία της νεώτερης εποχής. Από μικρός αφιερωμένος στον Θεό έγινε μοναχός κι έπειτα ιερομόναχος και καθηγούμενος στην ιερά μονή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου, ενώ ίδρυσε και άλλα μοναστήρια που μέχρι σήμερα σφύζουν από πνευματική ζωή και κίνηση. Και εκτός τούτου˙ έγινε γνωστός και για τους εθνικούς αγώνες του, με την έννοια ότι όταν οι Ιταλοί κατακτητές των Δωδεκανήσων απαγόρευσαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία, εκείνος μαζί και με άλλους κληρικούς ίδρυσαν κατηχητικά σχολεία, μέσα στα οποία δίδασκαν βεβαίως την  ορθόδοξη χριστιανική ζωή, κυρίως όμως την ελληνική γλώσσα, ένα είδος όπως έχει χαρακτηριστεί «κρυφών σχολειών» για την περιοχή εκείνη – κάτι που το «πλήρωσε» αρκετά ακριβά, γιατί οι Ιταλοί για την εθνική δράση του τον εξόρισαν για δύο χρόνια, οπότε τούτο έγινε η απαρχή έντονης ιεραποστολικής δράσεώς του και σε άλλες περιοχές.  

Ο όσιος ήταν μία συνέχεια του Κυρίου Ιησού Χριστού, όπως συμβαίνει με όλους τους αγίους μας, που θα πει ότι ευρισκόμενος στον κόσμο συνιστούσε πηγή ευλογίας για τον τόπο του αλλά και για σύνολη τη δημιουργία – «ανασαίνει» ο κόσμος με κάθε άγιο, ή με εκκλησιαστική ορολογία «ουρανώνεται η γη»! Γι’ αυτό και κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος που ερχόταν σε επαφή μαζί του κατανυσσόταν παίρνοντας μαζί του, κατά Ιωάννη της Κλίμακος, ένα βέλος στην καρδιά του για αλλαγή πορείας του και αναζήτησης του Θεού του. Δεν είναι τυχαίο πιστεύουμε ότι σύγχρονος αγιασμένος μακαριστός Γέρων του Αγίου Όρους, ο Γέρων Γρηγόριος Αιγαιοπελαγίτης ονομαζόμενος, ηγούμενος μέχρι της κοιμήσεώς του της Μονής Δοχειαρίου, τον άγιο Αμφιλόχιο που τον είχε γνωρίσει και ζήσει είχε ως πρότυπο της ζωής του και καθημερινή και αδιάκοπη αναφορά του. Όποιος είχε μπει στα ενδότερα του Μοναστηριού ίσως θα είχε δει μία τεράστια φωτογραφία του οσίου να δεσπόζει και να σκορπά τις ακτίνες της χάρης του, προσφέροντας την παρηγοριά του χαμόγελού του και της μεγάλης αγάπης του σε κάθε πονεμένο.

Στο παραπάνω λόγιο ο άγιος κάνει λόγο για τον παραστρατημένο άνθρωπο, εκείνον δηλαδή που έχοντας διαγράψει την πίστη στον Χριστό και την Εκκλησία Του πορεύεται κατά τις επιθυμίες της σκοτεινιασμένης καρδιάς του, αυτής που κυριαρχεί ο άρχων του κόσμου τούτου, ο Πονηρός διάβολος, ενώ, αν είναι βαπτισμένος, η χάρη του αγίου Βαπτίσματος βρίσκεται «καταχωνιασμένη» σε βάθη που θεωρούνται ανύπαρκτα γι’ αυτόν. Κι επειδή ακριβώς είναι παραστρατημένος, έχει χάσει τον προσανατολισμό του και κινείται στα τυφλά, χωρίς νόημα στη ζωή του, αγόμενος και φερόμενος μόνον από τα πάθη και τις εμπαθείς κλίσεις του, έχοντας ως μόνη ρότα της ζωής του το «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Στον παραστρατημένο άνθρωπο, που αν δεν μετανοήσει το τέλος του είναι γνωστό: «εις βόθυνον πεσείται», διαβάζει κανείς ό,τι περί αυτού έχει γράψει θεόπνευστα ο απόστολος Παύλος: «επειδή δεν θέλησε να γνωρίσει γνήσια τον Θεό, γι’ αυτό και τον παρέδωσε ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα» - πλανεμένος και απρεπής σε όλα του!

Και τι μας λέει ο άγιος; Μ’ αυτόν τον άνθρωπο «ποτέ να μην έλθεις σε διένεξη». Όχι γιατί θα φοβηθείς την πιθανή σύγκρουση μαζί του, όχι γιατί θα συμφωνείς μαζί του για να μην ταραχτείς, αλλά «για να μην τον χάσεις»! Τι προϋποτίθεται, από ό,τι καταλαβαίνουμε, στη σκέψη και τον νου του οσίου; Αφενός ότι ένας τέτοιος άνθρωπος σε τέτοια σκοτεινή κατάσταση και υπό δαιμονική επιρροή είναι ένας πληγωμένος ψυχικά άνθρωπος. Αυτό δεν μας διδάσκει ο λόγος του Θεού είτε αγιογραφικός είτε πατερικός; Απομακρύνεσαι από τον Θεό; Απομακρύνεσαι από τη ζωή, από την κανονικότητα και τη φυσιολογία σου, από το σπίτι σου – χάνεις τον εαυτό σου, τραυματίζεσαι! Κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν την κατεργαζομένην το πονηρόν». Και: «ψωνίζεις θάνατο όταν αμαρτάνεις!» Μπορεί να φαίνεσαι χαμογελαστός και «επιτυχημένος», να κυριαρχείς στον κόσμο, αλλά η εσωτερική πραγματικότητά σου πόρρω απέχει τούτων.

Και αφετέρου˙ η φράση που χρησιμοποιεί ο άγιος: «γιατί θα τον χάσεις!», αποκαλύπτει όλο το βάθος και το πλάτος της αγιασμένης καρδιάς του, μίας καρδιάς που είναι του Χριστού, γεμάτη από έλεος και αγάπη, τέτοιας που ο άλλος, ο όποιος άλλος έστω και θεωρούμενος εχθρός και ενάντιος, περιέχεται από εσένα – είναι κομμάτι σου, αποτελεί τη δική σου προέκταση, γι’ αυτό του οφείλεις την αγάπη σου και τη θυσιαστική απέναντί του στάση σου. Πώς; Γιατί; Διότι ως μέλος Χριστού και προέκταση Εκείνου τον Χριστό φανερώνεις και ανάλογα προς τη δική Του ζωή πορεύεσαι – ο χριστιανός είναι ο Χριστός «εν ετέρα μορφή». Ο λόγος του Κυρίου το αποκαλύπτει διαρκώς και με πολλές διαφορετικές εκφράσεις: ο άλλος, ο πλησίον είναι ο… εαυτός σου, είναι η κρυμμένη του Ίδιου του Χριστού παρουσία, «εμοί εποιήσατε!» Ας θυμηθούμε και μία ολίγον «ξεχασμένη» φράση του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου: «Ο λέγων εν Αυτώ μένειν, οφείλει καθώς Εκείνος περιεπάτησε και αυτός ούτω περιπατείν» - όποιος λέει ότι είναι ενωμένος με τον Χριστό, οφείλει όπως ο Χριστός περπάτησε στη γη και αυτός κατά τον ίδιο τρόπο να περπατάει. Πώς μας είδε ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο; Όχι ως εχθρούς Του ούτε καν ως απλώς πλανεμένους που πρέπει κάτι να κάνει γι’ αυτούς, αλλ’ ως εκείνους που μέσα στη βρομιά και την αθλιότητά μας ήμασταν και είμαστε ό,τι σπουδαιότερο και σημαντικότερο γι’ Αυτόν. «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Και πέθανε και σταυρώθηκε για εμάς, αίροντας την αμαρτία μας και δίδοντάς μας τη δικαιοσύνη Του – ο θάνατός Του έγινε η θεραπεία και η αποκατάστασή μας. «Τω μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν».

Λοιπόν, πιστεύουμε ότι τα «αυτονόητα» και «γνωστά» αυτά προϋποτίθενται στη σκέψη του αγίου Αμφιλοχίου. Συνιστούσαν το διαρκές βίωμά του, γι’ αυτό και τον παραστρατημένο ως κομμάτι Χριστού και δικό του κομμάτι δεν ήθελε να τον χάσει – έχανε κατά κάποιον τρόπο και τον δικό του… εαυτό. Και τι προτείνει; Δώσε του χώρο και χρόνο! Άσε τον να σκεφτεί, να ηρεμήσει – ο ταραγμένος άνθρωπος και τα πιο θεϊκά λόγια να ακούσει θα αντιδράσει, ενώ ο ήρεμος θα έχει ήδη τη συνείδησή του να τον ελέγχει. Αυτό δεν έλεγε και ο απόστολος Παύλος για τον αιρετικό άνθρωπο; (Και αιρετικός δεν είναι μόνο εκείνος που διαστρεβλώνει την αποκάλυψη του Χριστού, αλλά και όποιος δεν βαδίζει κατά τις άγιες εντολές Του, ο αιρετικός κατά τη ζωή). «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού!» Το είπες μία, το είπες δεύτερη, σταμάτα. Γιατί έχει παραστρατήσει ο συγκεκριμένος και βρίσκεται υπό την κατάκριση του ίδιου του εαυτού του. Και ό,τι λέμε και σχολιάζουμε εδώ  βλέπουμε ότι αποτελούν την προτροπή του ίδιου τελικώς του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Γιατί τι λέει; «Μη αντιστήναι τω πονηρώ». Μην έρχεσαι αντιμέτωπος με τον πονηρό άνθρωπο, μη μαλώνεις και εξοργίζεσαι μαζί του, διότι έτσι δεν τον βοηθάς. Ο Κύριος, για να το επαναλάβουμε, μας έσωσε «αίρων την αμαρτίαν ημών». Κατεδίκαζε πάντοτε την αμαρτία, αλλά έσωζε και έσωσε τους ανθρώπους. Η επίθεση με έλεγχο του προσώπου μας για κάθε παραστράτημά μας εγείρει πάντοτε την αντίδραση. Το τεταμένο δάκτυλο του «εισαγγελέα» ανθρώπου αποκαλύπτει ιουδαϊκή και φαρισαϊκή ηθική, όχι όμως χριστιανική. Τον άλλον τον βοηθάς να σωθεί όχι με… κεραυνούς, αλλά με την προσωπική συμμετοχή σου στο πρόβλημά του – είτε φανερά είτε διά της προσευχής.

Γι’ αυτό και αφήνοντας τον άλλον…ήσυχο, στο έλεος όμως και την αγάπη της προσευχής σου, δηλαδή στο έλεος και την αγάπη του Θεού, του δημιουργείς συνθήκες μετανοίας. «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει», η αγάπη του Θεού οδηγεί σε μετάνοια. Και η αγάπη αυτή ερμηνεύει και την παράταση που δίνει κάθε ημέρα ο Χριστός στους ανθρώπους ενόψει της Δευτέρας Του παρουσίας! «Δίνω χρόνο για να μετανοήσει ο άνθρωπος», λέει η Αποκάλυψη.  «Δεν βραδύνει την παρουσία Του ο Κύριος» σημειώνει και ο απόστολος Πέτρος, «αλλά μακροθυμεί απέναντί μας, γιατί δεν θέλει να χαθούν έστω και λίγοι, αλλά όλοι να οδηγηθούν στη μετάνοια».

Δυο λέξεις του αγίου Αμφιλοχίου, ολόκληρη η θεολογία και η πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας. Θα μπορούσε ίσως να μην τις έλεγε ούτε και αυτές ο άγιος – το ίδιο θα ήτανε. Γιατί ζούσε στον ρυθμό του Κυρίου, η αναπνοή του στον κόσμο ήταν η πνοή του Αγίου Πνεύματος, που τελικώς ησύχαζε όχι μόνο τους «αντικειμενικά» παραστρατημένους, αλλά όλους μας, αφού κι εμείς συχνά ίσως είμαστε εξίσου «παραστρατημένοι» ως μη τηρούντες όπως πρέπει τις άγιες εντολές του Θεού μας.  

16 Σεπτεμβρίου 2025

ΠΟΥ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΘΗΚΕ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ;

Την αγία Ευφημία την θαύμασε και ο μέγας σύγχρονος όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης. Όταν εν Πνεύματι του φανερώθηκε στο Άγιον Όρος – τόσο που για να πεισθεί ο όσιος ότι επρόκειτο πράγματι περί της Αγίας την… υπέβαλε σε δοκιμασίες! – ακριβώς τούτο εξέφρασε: πώς μία νέα κοπέλα άντεξε τόσα βασανιστήρια σε ένα αδύναμο θεωρούμενο σώμα, νεαρό και γυναικείο! Αλλά όπως είναι γνωστό στα μαρτυρολόγια τα βασανιστήρια υπερβαίνονταν από τους αγίους με τη χάρη του Θεού αλλά και με την απόλυτη στροφή τους εν πόθω και αγάπη πολλή προς τον αγαπημένο τους Κύριο. Άνθρωπος ο οποίος διακατέχεται από μεγάλη αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο συνήθως  ξεπερνά και τον φόβο της σωματικής κακοπάθειας, αλλά και τη σκληρή αίσθηση των ίδιων των ωδίνων. Κατά τον άγιο υμνογράφο της αγίας  Ιωάννη τον μοναχό η Ευφημία φανέρωσε και στο δικαστήριο και την ώρα της αθλήσεως «αρρενωπόν ψυχήν» και έτσι κατατρόπωσε τον εχθρό της! Κι ακόμη: «η άμεμπτη Ευφημία σαν να έφερε σώμα που δεν πονούσε φαινόταν αναίσθητη στις πληγές και τα κτυπήματα. Κι αυτό λόγω του έρωτά της προς την θεϊκή στοργή και αγάπη». 

Ο άγιος υμνογράφος της όμως προχωρεί έτι πλέον: μας αποκαλύπτει με φωτισμό Κυρίου και με γνώση της αγίας Γραφής και της ζωής όλων των αγίων πότε αποκορυφώθηκε η δύναμη της αγίας! Και βλέπει το πανέμορφο αυτό πλάσμα του Θεού να βρίσκεται συντονισμένο με ό,τι καθιστούσε εξίσου πανίσχυρο και τον μέγα απόστολο Παύλο. Και πιο πίσω, με ό,τι συνιστούσε και συνιστά την αποκορύφωση της δύναμης του ίδιου του Χριστού μας. Ας δούμε τον συγκεκριμένο ύμνο από τους Αίνους του Όρθρου: «Αθλητικήν πανήγυριν πιστοί, θεοφρόνως τελουμένην θεώμενοι, τω θαυμαστώ εν βουλαίς Θεώ ημών, ευχαριστήριον ύμνον μελωδήσωμεν˙ το γαρ άορατον κράτος της εναντίας δυνάμεως, εν γυναικεία φύσει κατηγωνίσατο, την θείαν εαυτού δύναμιν εν ασθενεία τελειώσας της Καλλιμάρτυρος. Ταις αυτής πρεσβείαις σώσον τας ψυχάς ημών». Δηλαδή: Πιστοί, βλέποντας να τελείται όπως θέλει ο Θεός πανηγύρι αθλητού της πίστεως, ας αναπέμψουμε μελωδικό ευχαριστήριο ύμνο στον θαυμαστό στις βουλές Του Θεό μας. Διότι υπέταξε ολοκληρωτικά μέσα από μία γυναίκα την αόρατη δύναμη του διαβόλου, φτάνοντας σε τελείωση τη θεΪκή Του δύναμη μέσα από την ασθένεια της Καλλιμάρτυρος Ευφημίας. Με τις πρεσβείες της σώσε τις ψυχές μας.  

Τι μας θυμίζει ο άγιος υμνογράφος; Ότι η δύναμη ενός πιστού στον Χριστό ανθρώπου δεν βρίσκεται σε ανθρώπινα στηρίγματα: εξουσία, χρήματα, μόρφωση, συμμαχίες. Βρίσκεται μόνον σ’ Εκείνον που αποτελεί το θεμέλιο της ύπαρξής του, τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι «η πέτρα της ζωής» για τον πιστό, πέρα από τον Δημιουργό του, τον χορηγό της ζωής και κάθε ζωής, τον Πατέρα, τη ρίζα, την κατοικία του, την τροφή του; Χωρίς Χριστό οτιδήποτε είναι άνευρο, νεκρό, ανόητο – στην πραγματικότητα δεν υφίσταται. Λοιπόν, για τον άγιο άνθρωπο ο Χριστός είναι η μόνη και αδιάκοπη αναφορά του, όπως άλλωστε το βεβαίωσε το αψευδές στόμα του Ίδιου: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Και έτι πλέον, όπως το απεκάλυψε στον απόστολό Του Παύλο: Τότε η δύναμή μου φτάνει στο απώγειό της, όταν ο πιστός ζει μέσα στη θεωρούμενη αδυναμία του, μέσα στα βάσανα και τις ασθένειες, μέσα στον απελπισμό από οτιδήποτε της ζωής αυτής. «Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Βλέπεις με άλλα λόγια τα πάντα γύρω σου να είναι… μαύρα, ο θάνατος σχεδόν να σ’ αγκαλιάζει, κι εσύ να προσβλέπεις στην ίδια την πηγή της ζωής, που σε περιβάλλει και σε διαπερνά καθιστώντας σε παντοδύναμο και πανίσχυρο. Είναι το μυστήριο που κατενόησε ο απόστολος στο ίδιο το σώμα και την ψυχή του και που του άνοιξε τα μάτια για να κατανοήσει σε μεγαλύτερο βάθος το μεγαλύτερο από όλα τα μυστήρια: τον Σταυρό του Κυρίου. Ο Σταυρός του Χριστού δεν αποτελεί τη δόξα του Θεού; Που θα πει: τότε που ο Κύριος φαινόταν παντελώς αδύναμος και ανίσχυρος, κυριολεκτικά… ηττημένος, τότε απεκάλυπτε το μεγαλείο της παντοδυναμίας Του – εξαφάνιζε τον διάβολο, καταργούσε την αμαρτία, διέλυε τον θάνατο!  

Λοιπόν, και με την αγία Ευφημία: την ώρα της θεωρούμενης αδυναμίας της, εκεί είχε ενεργούσα την παντοδυναμία του Χριστού μας. Διαλυόταν το σώμα της και συγκροτείτο στο έπακρο η ψυχή της˙ υφίστατο τα μύρια βάσανα και το αίμα της γινόταν καθάρσιο δικό της μεταποιούμενο σε μύρο που ευωδίαζε όλη την κτίση. «Χύνονταν τα αίματά σου κι αυτά γίνονταν δοξολογία για τον Κύριο και πότισμα για τους πιστούς». «Άνθιζες τις αρετές με φωτισμένο λογισμό και μυροβολούσες στις καρδιές των πιστών». Μπορεί η εορτή της, όπως και των άλλων αγίων, να μη θεωρείται πανηγύρι της Εκκλησίας και πρόκληση ευχαριστίας για τον Κύριο;

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΣ ΕΥΦΗΜΙΑ

 «Η αγία αυτή και ένδοξη μεγαλομάρτυς Ευφημία, διέλαμψε κατά τους καιρούς του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του Πρίσκου, ανθυπάτου της Ευρώπης. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα της πόλης της Χαλκηδόνας, καταγόμενη από ευγενείς και θεοσεβείς γονείς. Κατηγορήθηκε όμως στον ηγεμόνα ως χριστιανή, και γι’ αυτό την έρριξαν πρώτα στη φωτιά, έπειτα στα θηρία, και στη συνέχεια μηχανεύτηκαν και άλλα βασανιστήρια, τα οποία τα υπέμεινε όλα η αγία με γενναιότητα και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το ιερό λείψανό της διασωζόταν από τους ευσεβείς χριστιανούς στην πόλη της Χαλκηδόνας, όπου και είχε οικοδομηθεί εις τιμήν της περικαλλής ναός. Στα χρόνια των ευσεβεστάτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, συγκροτήθηκε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος των εξακοσίων δέκα πατέρων στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), η οποία αναθεμάτισε τους αιρετικούς μονοφυσίτες Ευτυχή και Διόσκορο και διατύπωσε την αληθινή πίστη περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού – δύο τέλειες φύσεις, ανθρώπινη και θεϊκή, ενωμένες στη μία Του θεϊκή υπόσταση «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Επειδή όμως δεν πείθονταν οι αιρετικοί, γι’ αυτό και σκέφτηκαν οι θεοφώτιστοι Πατέρες το εξής: να γράψουν την ορθόδοξη πίστη σε τόμο και αντιστοίχως να κάνουν και οι αιρετικοί, τους δε δύο αυτούς τόμους να τους εναποθέσουν σφραγισμένους στο στήθος της αγίας, μέσα στη λάρνακά της, κάτι που έγινε. Αργότερα, όταν άνοιξαν τη λάρνακα, τον μεν τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο υπό τους πόδας της αγίας, τον δε των ορθοδόξων να κρατείται από τη μεγαλομάρτυρα στα τίμια χέρια της. Αυτό βλέποντας όλοι, οι μεν αιρετικοί γέμισαν από ντροπή, οι δε ορθόδοξοι από χαρά. Το χαριτόβρυτο αυτό λείψανό της, ακέραιο, μετακομίστηκε, πριν από την άλωση, από τη Χαλκηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανηγέρθη ναός εις τιμήν της αγίας, και μετά την άλωση (1453), μετά από διάφορες αναγκαίες μετακομίσεις, τοποθετήθηκε οριστικά στον ναό του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου στο Φανάρι, εκεί που μέχρι σήμερα ευρίσκεται, τιμώμενο και σεβόμενο έκτοτε όχι μόνο από τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και από τους ετεροδόξους. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρη της αγίας, κατά την 11η Ιουλίου, (όπως και κατά τη σημερινή ημέρα),  κατά την οποία συρρέουν πλήθη πιστών, για ν’  ασπαστούν το ιερό λείψανό της και ν’  αξιωθούν πολλών ιαμάτων».

Την αγία μεγαλομάρτυρα Ευφημία την ξαναείδαμε στις 11 Ιουλίου. Και πάλι σήμερα η Εκκλησία την προβάλλει ενώπιόν μας προς παραδειγματισμό, και  για τη μεγάλη της άθληση και για το ορθόδοξο φρόνημά της, τόσο που ο Θεός θέλησε στο ναό της και με τις ευλογίες της, ιδίως διά του τιμίου της λειψάνου, να δώσει απάντηση στον προβληματισμό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπως αναφέρει και το ιερό συναξάρι της. Η άθλησή της ήταν τέτοια που φανέρωσε ότι κάτω από το «χαύνον του θήλεος», όπως σημειώνει ο υμνογράφος, κρυβόταν μία ανδρεία και γενναία καρδιά, μπροστά στην οποία – για να δανειστούμε μία φράση του ιστορικού Ιωάννου Φιλήμονος, την οποία έγραψε για την ηρωίδα του 21 Μπουμπουλίνα – «οι μεν άνανδροι ντροπιάζονταν, οι δε γενναίοι υποχωρούσαν». Πράγματι, ακόμη και ο όσιος Παῒσιος ο αγιορείτης, όταν εν οράματι τού εμφανίστηκε η αγία στο Άγιον Όρος το 1987, θαύμασε πώς μία νεαρή κόρη άντεξε τόσο μεγάλα βασανιστήρια, και μάλιστα παρότρυνε και τους άλλους μάρτυρες, ως αρχηγός τους, να τα υπομείνουν και αυτοί.

Ο υμνογράφος μάλιστα προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας υπενθυμίζει ότι η άθληση της αγίας ήταν τελικώς η «προίκα» της ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού. «Ανέδραμες, νοητούς προς θαλάμους ώσπερ προίκα, τω νυμφίω σου, Παρθένε, προσαγαγούσα την άθλησιν» (Έτρεξες προς τους νοητούς θαλάμους (της Βασιλείας του Θεού), φέροντας σαν προίκα στον νυμφίο σου Χριστό, Παρθένε, την άθλησή σου). Κι είναι τούτο μία υπενθύμιση, η οποία πρέπει ιδιαιτέρως να μας ελέγχει, διότι αποδυόμαστε στον κόσμο τούτο, είτε κατορθώνοντάς το είτε όχι, να μαζέψουμε υλικά αγαθά, να αποκτήσουμε χρήματα, να έχουμε πράγματα για να περνάμε, και για τη νεότητά μας και για τα γηρατειά μας. Κάνουμε δηλαδή την προίκα μας (σαν να είναι αυτή ο μοναδικός θησαυρός μας),  μεγάλη ή μικρή,  η οποία όμως τελικώς θα παραμείνει στον κόσμο τούτο, χωρίς κάτι από αυτήν να μας συνοδεύσει στα μετέπειτα. Εκείνο που πράγματι θα μας συνοδεύσει ως την αληθινή προίκα μας θα είναι οι αγώνες που κάναμε για να αποκτήσουμε τις αρετές, για να αποκτήσουμε με άλλα λόγια το Πνεύμα του Θεού, καρπός του Οποίου είναι οι αρετές. Χωρίς αυτό το Πνεύμα και το αποτέλεσμα της παρουσίας Του στη ζωή μας θα είμαστε γυμνοί και ντροπιασμένοι ενώπιον του Θεού μας, και ιδίως την ώρα της κρίσεως. Η αγία λοιπόν μας υπενθυμίζει αυτό που ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης…Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ, όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι».

Η προτεραιότητα αυτή στη ζωή του Χριστιανού, όπως το βλέπουμε στην αγία Ευφημία, όχι μόνο κάνει τον άνθρωπο να κερδίσει τελικώς τον Παράδεισο, αλλά τον κάνει και στον κόσμο αυτό  να είναι ευλογία για όλους τους ανθρώπους. Άλλωστε το ένα αποτελεί ποιητικό αίτιο του άλλου: αν δεν είσαι ευλογία για τους συνανθρώπους σου, Παράδεισο δεν βλέπεις. Ο εκκλησιαστικός ποιητής επισημαίνει και αυτήν τη διάσταση  με μία πολύ όμορφη εικόνα: «η διηνθισμένη ταις αρεταίς, και πεφωτισμένη τον λογισμόν, η μύρα προχέουσα εν ταις καρδίαις των πιστών» γράφει. Η αγία ήταν διανθισμένη με τις αρετές, είχε φωτισμένο (από το Πνεύμα του Θεού) λογισμό, ήταν αυτή που πρόσφερε στις καρδιές των πιστών μύρα. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα ο Χριστιανός να αποτελεί για τον κάθε συνάνθρωπό του άρωμα Χριστού. Να μας βλέπουν οι άλλοι και να μας «εισπράττουν» ως ευλογία δηλαδή στη ζωή τους. Διότι αυτό τελικώς είναι ο Χριστιανός: άρωμα, ευωδία Χριστού, όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος. Χωρίς όμως φωτισμένο λογισμό από την πίστη του Χριστού και ενάρετη ζωή από την τήρηση των εντολών Του, τούτο δεν είναι κατορθωτό. Η αγία Ευφημία, νεαρή κόρη αλλά με μεγάλη καρδιά το πέτυχε.  

10 Σεπτεμβρίου 2025

Η… ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΡΗΣ

Μπήκε στο εξομολογητάρι με μεγάλη συστολή, σχεδόν με φόβο. Νεαρό κορίτσι ήταν,  γύρω στα δεκατρία υπολόγισε ο ιερέας – δεκατεσσάρων έμαθε αργότερα, Β΄ Γυμνασίου πήγαινε -, που θέλησε να εξομολογηθεί τις αμαρτίες της, όχι γιατί την ανάγκασε κάποιος από την οικογένειά της, κάτι συνηθισμένο στην ηλικία αυτή που «σπρώχνονται» από τους  «εκκλησιαστικούς» γονείς ιδίως από τη μητέρα, αλλά γιατί αισθάνθηκε η ίδια ότι ήθελε να «καθαριστεί», όπως είπε, από το βάρος των ανομημάτων της. Ο παπάς την καλοδέχτηκε, της είπε να καθίσει δίπλα από το μικρό τραπέζι που βρισκόταν ο Εσταυρωμένος και που έκαιγε ένα καντήλι ενώπιόν Του, με τις γλυκές ακτίνες του να απαλαίνουν τον χώρο, ένιωσε αμέσως την αναταραχή που επικρατούσε στην ψυχή της μικρής κοπέλας και προσπάθησε πρώτα από όλα να την… ηρεμήσει.  

Τη ρώτησε πώς την λένε, «Μαρία» απάντησε, τι τάξη πηγαίνει, ποια εν γένει τα ενδιαφέροντά της, αν της αρέσει η μουσική, τι τελικά την έκανε να βρει τον δρόμο να έλθει να εξομολογηθεί. Εκεί που η Μαρία φάνηκε να αναθαρρεί και σήκωσε λίγο τα μάτια της ήταν όταν ο ιερέας της είπε ότι έχει κι αυτός εγγόνια και μάλιστα μία εγγόνα του έχει την ίδια ηλικία μ’ εκείνην. Ηρέμησε η Μαρία, γαλήνεψαν λίγο τα μάτια της, άρχισε δειλά στην αρχή, πιο θαρρετά αργότερα να εξομολογείται αυτά που θεωρούσε αμαρτήματα και παραστρατήματα στη σύντομη μέχρι τότε ζωή της. Απλά πράγματα, συνηθισμένα, που σε άλλη περίπτωση κάποιος ενδεχομένως και να… γελούσε, γιατί ήταν από εκείνα που δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τα έχει κάνει και να μη συνεχίζει μάλιστα να τα κάνει. Σ’ ένα μικρό παιδί όμως, που έχει μπει στη δύσκολη φάση της εφηβείας, τα πράγματα… διαστέλλονται: και τα μικρά γίνονται συχνά μεγάλα, οι ενοχές δημιουργούν αναταραχές που τραντάζουν τη συνείδησή του˙ κάποιες φορές η γη χάνεται κάτω από τα πόδια του.

«Αυτά, Μαρία μου;» είπε κάποια στιγμή ο ιερέας, όταν είδε τη Μαρία να σταματάει.

«Αυτά, πάτερ!» ψιθύρισε με φωνή που ίσα ακουγόταν το κορίτσι.

Με ήρεμο τρόπο, με μεγάλη στοργή και σεβασμό προς την ατίμητη ψυχή του κοριτσιού ο ιερέας προσπάθησε να της δώσει με εύληπτο τρόπο το πλαίσιο της πνευματικής ζωής μέσα στο οποίο κινείται η Εκκλησία μας. Της εξήγησε ότι ο Χριστός μας, ο Θεός που έγινε από άπειρη αγάπη προς το πλάσμα Του άνθρωπος, ήλθε στον κόσμο για να σηκώσει τις αμαρτίες μας, να μας δώσει να κατανοήσουμε ότι μετά τον ερχομό Του δεν υπάρχουν πια αμαρτίες που δεν συγχωρούνται, ότι ήδη όλες οι αμαρτίες του κόσμου είναι σβησμένες και διαγραμμένες˙ το μόνο που απαιτείται είναι ο άνθρωπος να θελήσει τον Χριστό στη ζωή του, που θα πει να Τον πιστέψει και να αποφασίσει να περπατάει στον κόσμο αυτόν σαν κι Εκείνον!

«Στο χέρι μας είναι, Μαρία μου, να γίνουμε κι εμείς Χριστός» κατέληξε ο ιερέας. «Γιατί έχει «εγκατασταθεί» Εκείνος μέσα στην ύπαρξή μας, αφότου βαπτιστήκαμε, και το μόνο που χρειάζεται είναι να Τον αφήσουμε να δράσει εκεί».

Την είδε να χαμηλώνει τα μάτια της σαν κάτι να την πιέζει. «Υπάρχει κάτι ακόμη, Μαρία μου, που θέλεις να πεις; Βλέπω ότι κάτι σε στενοχωρεί. Κάτι σε βασανίζει. Μην αφήνεις την ευκαιρία τώρα που ήλθες να εξομολογηθείς. Άνοιξε την ψυχή σου στον Χριστό. Γιατί σ’ Εκείνον εξομολογείσαι, Μαρία μου. Εγώ απλώς είμαι μάρτυρας της δικής σου μετάνοιας, όπως ο Ίδιος μας υπέδειξε. Ο Χριστός όμως είναι ο Θεός μας, σ’ Εκείνον αμαρτάνουμε και σ’ Εκείνον μετανοούμε, Εκείνος είναι η Ζωή μας, χωρίς τον Οποίο δεν μπορούμε ούτε να αναπνεύσουμε».

Ακολούθησαν κάποιες στιγμές σιωπής. Η Μαρία μόνο ανάπνεε και μάλιστα λίγο… βαριά.

«Είναι και κάτι ακόμη, πάτερ!» ακούστηκε να λέει μετά από λίγο. Ο ιερέας δεν μίλησε. Της έδωσε χρόνο να ανοίξει μόνη της την καρδιά της. «Είναι… κάτι που με ταλαιπωρεί και γι’ αυτό δεν αισθάνομαι καλά!»

Πάλι δεν μίλησε ο ιερέας. Προσευχόταν ο Εσταυρωμένος Κύριος να δώσει δύναμη στο αγαπημένο Του παιδί να απελευθερωθεί. Και στο τέλος πράγματι η Μαρία το… τόλμησε! Είπε αυτό που την βάραινε έστω και ψελλίζοντάς το! Και κατάλαβε ο ιερέας όταν το άκουσε πόσο τα παιδιά επηρεάζονται από τους συμμαθητές τους, πόσο αλλοιωμένα πολλές φορές βλέπουν τα πράγματα, πόσο ο κόσμος μας έχει αναποδογυρίσει τις αξίες του, με αποτέλεσμα τα νέα παιδιά να υφίστανται τις συνέπειες! Γιατί η… βαριά αμαρτία της Μαρίας θα έπρεπε να είναι το καύχημά της, η νίκη της πάνω στον κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου του απατεώνος.

«Πάτερ», εξομολογήθηκε με δυσκολία η Μαρία, «άλλες συμμαθήτριές μου έχουν σχέσεις με αγόρια… κι εγώ…δεν έχω!» Η έλλειψη σχέσεως της μικρής Μαρίας με τα αγόρια ήταν αυτό που της… βάραινε τη συνείδηση.

Ανάπνευσε ο ιερέας. Συγκινήθηκε. Κάποια δάκρυα βρήκαν δίοδο να κρυφτούν μέσα στα γένια Του. Τα κλεισμένα μάτια του Εσταυρωμένου φάνηκαν να ανοίγουν και να φωτίζουν τις ψυχές και των δύο.

 «Μαρία μου, αγαπητό μου παιδί» είπε σιγανά. «Αυτό δεν είναι αμαρτία. Αυτό είναι το μεγαλείο του Θεού στην ψυχή και στο σώμα σου. Θα έρθει η ώρα, όταν φτάσεις στην κατάλληλη ηλικία που θα γίνει και αυτό με την ευλογία του Θεού. Τώρα όμως διαφύλαξε την ψυχική σου καθαρότητα. Μη θελήσεις να μπεις στον χώρο αυτό των συμμαθητριών σου, που μπορεί και να μην υφίσταται κιόλας, γιατί συχνά τα παιδιά πλάθουν φανταστικές ιστορίες για να κάνουν εντύπωση. Ο Χριστός μας χαίρεται με αυτό που εσύ θεωρείς αμαρτία. Τον Χριστό πάντοτε να έχεις μπροστά στα μάτια σου και Αυτός να καθοδηγεί στις σκέψεις και τις αποφάσεις σου».

Της είπε και μερικά ακόμη που την παρηγόρησαν και την ενίσχυσαν, τέλος της διάβασε τη συγχωρητική ευχή και έστειλε στο καλό τη Μαρία, τη μικρή κοπέλα, που φάνηκε να «πετάει» από τη χαρά της. Απόμεινε ο παπάς να την κοιτάει να φεύγει, συλλογισμένος με ό,τι φαίνεται να περνούν τα νέα παιδιά. Έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στον Εσταυρωμένο. « Κύριε ελέησέ μας, και κυρίως τη νεολαία Σου». Το ιλαρό φως του καντηλιού παρηγόρησε την καρδιά του. Γιατί ήταν το παντοδύναμο φως του Χριστού.