03 Οκτωβρίου 2025

ΔΥΟ ΛΑΜΠΡΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Δεν αναφερόμαστε σε συγχρόνους αγίους της Κρήτης, έστω κι αν δεν έχουν ενταχθεί στο αγιολόγιο της Εκκλησίας – υπάρχουν πράγματι πάρα πολλοί. Και μόνο η ονομασία τους θα έπιανε αρκετές σελίδες! Γέροντας Αναστάσιος, Γέροντας Νείλος, π. Γεώργιος Χιωτάκης, π. Ελευθέριος Καψωμένος, Γερόντισσα Γαλακτία, Γερόντισσα Θεοσέμνη! Άνθρωποι που τα χαρίσματά τους έχουν βεβαιωθεί από άλλους μεγάλους οσίους, σαν τον μέγιστο άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη. Μιλάμε τώρα για δύο εν ζωή ακόμη ευρισκομένους ανθρώπους, κατάκοιτους και θεωρούμενους παντελώς αδύναμους, των οποίων όμως η παρουσία λειτουργεί στο πνευματικό εκκλησιαστικό στερέωμα, ιδίως της αγιοτόκου Κρήτης, ως φαεινό νέφος ή ως άστρο ολόλαμπρο, που φωτίζει μέσα πια από τη σιωπή τους κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ επαφή μαζί τους ή και απλώς ζει στον κόσμο τούτο. Γιατί πρόκειται περί ανθρώπων που κινούνται σε άλλο μήκος κύματος πέραν των φυσικών και οριζόντιων διαστάσεων και που η σιωπή τους θα λέγαμε ηχεί ως δυνατή κραυγή που μυστικά κινητοποιεί και ξυπνάει τις συνειδήσεις πολλών ανθρώπων. Ο μοναχός Σωφρόνιος της Ι. Μονής Γουβερνέτου και ο μεγάλος πρώην αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος. Και οι δύο αστέρες και του κόσμου τούτου, πριν η ασθένεια τους επισκεφτεί και τους καταβάλει.

Ο ένας, ο μοναχός Σωφρόνιος, αμερικανός αλλά τρίτης γενιάς Ηπειρώτης την καταγωγή, ο οποίος «στα σαρανταδύο του ήλθε για διακοπές στην Ελλάδα. Καθηγητής ιστορίας, απόφοιτος του Κολούμπια, πρωταθλητής στο μπέιζμπολ στη Νέα Υόρκη, δεινός ορειβάτης που είχε ανεβεί πολλές φορές στις Άλπεις, αντιπρόεδρος μεγάλου Αμερικάνικου Ακαδημαϊκού Ιδρύματος στην Ελλάδα. O δρόμος τον έφερε στο Ακρωτήρι Χανίων και προσκυνητή στη Μονή Γουβερνέτου, όπου του ήλθε η «φώτιση» για αλλαγή πορείας - να γίνει εκεί μοναχός!» Προφανώς όλα τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του αναζητούσε εκείνο που θα γέμιζε την καρδιά του, γιατί όλες οι θέσεις, τα αξιώματα και τα κατορθώματά του ήταν πολύ λίγα γι’ αυτό που ένιωθε ως δίψα στο βάθος της  ψυχής του. Και φάνηκε να το βρίσκει στο Μοναστήρι, μετά μάλιστα τις συζητήσεις με τον Ηγούμενο και τους καλογέρους του.

«Κάποια στιγμή όμως κάτι συνέβη στην υγεία του και έφυγε προκειμένου να αντιμετωπισθεί και επέστρεψε στην Αμερική όπου διαγνώστηκε μια πάθηση, (τερματική νόσος κινητικού νευρώνος το είπανε), που θα τον ακινητοποιούσε. Γύρισε πίσω μετά από ένα τρίμηνο με το μπαστουνάκι υποβοηθούμενος, και είπε στον γέροντα «πρέπει να φύγω γιατί θα αρρωστήσω και ποιος θα με προσέχει» και ο γέροντας του είπε «εδώ είναι το σπίτι του Θεού και το σπίτι σου, άμα θες να μείνεις». Κι έμεινε και ακινητοποιήθηκε, χωρίς πια να μπορεί να τρώει μόνος, να μιλάει, να γράφει, ακίνητος πάνω σ’ ένα νοσοκομειακό κρεβάτι. Και το μόνο που δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια πια μπορεί, είναι να κινεί τα βλέφαρα. «Με τα μάτια γράφει τη σκέψη του στην οθόνη. Δεν γράφει παράπονα για την κατάσταση του, δεν ζητά βοήθεια, δεν γογγύζει. Στέλνει ευχαριστίες στον θεό γιατί βλέπει, γιατί ακούει, γιατί αντιλαμβάνεται το άρωμα των λουλουδιών, γιατί έχει ανθρώπους δίπλα του, γιατί μπορεί να ευχαριστεί. Εδώ διαφαίνεται η δύναμη και το μεγαλείο της ψυχής, ο ηρωισμός που υπερβαίνει τα ανθρώπινα» (Μ. Καστανάκης, Γεν. Χειρουργός, Μαν. Κογχυλάκης, Δάσκαλος).

Δύο φορές τον επισκεφτήκαμε, μία παλαιότερα, μία πολύ πρόσφατα. Και στις δύο – γι’ αυτό και κάνουμε τη συγκεκριμένη αναφορά – είδαμε δύο μάτια που λάμπανε από φως και χαρά. Ελάχιστες φορές στη ζωή μου έχω δει τέτοιο λαμπερό πρόσωπο ν’ ακτινοβολεί απέραντη στοργή και σεβασμό μπροστά σε ιερέα, και το είδα εκεί που θα «έπρεπε κανονικά» να υπάρχει η μαύρη κατάθλιψη και η διάθεση ίσως φυγής από τον κόσμο. Εδώ, τίποτε από αυτά. Γιατί υπάρχει η πίστη στον Χριστό, η ελπίδα σ’ Εκείνον που είναι η πηγή της ζωής και που επιτρέπει την όλη αυτήν κατάσταση στον δούλο Του Σωφρόνιο, για να γίνεται αυτός μέσα από τις ασθένειές του ισχυρότατο κήρυγμα της δύναμης του Θεού. «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» όπως είπε ο Ίδιος στον απόστολό Του Παύλο. Κι έμαθα προ ολίγου ακριβώς καιρό ότι μία γιατρός Αμερικανίδα είχε έλθει στην Κρήτη με σκοπό μοναδικό καθώς ομολόγησε, «να γνωρίσει αυτόν τον μοναχό Σωφρόνιο, που επικοινωνεί μέσω υπολογιστή με παρόμοιους μ’ εκείνον δικούς της ασθενείς και που τους δίνει τεράστια ψυχική δύναμη να υπομείνουν και να αντέξουν το μαρτύριό τους».

Κι ο άλλος, ο μεγάλος όπως είπαμε πρώην αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος, ο θαυμαστός εν λόγοις και έργοις, ο ακούραστος εργάτης του Ευαγγελίου, το εκλεκτό σκεύος του Κυρίου, ο οποίος μέχρι την ώρα της παραιτήσεώς του λόγω ηλικίας και ασθενειών αποτελούσε το στήριγμα όλου του Κρητικού λαού, και όσο ήταν Μητροπολίτης Χανίων και όσο βρέθηκε στη θέση του Αρχιεπισκόπου. Και γιατί μνημονεύουμε ιδιαιτέρως και τον εκκλησιαστικό αυτόν άνδρα; Γιατί κατάκοιτος πια τα τελευταία χρόνια στο Επισκοπείο, απέναντι από τον άγιο Μηνά Ηρακλείου, με αδυναμία να μιλήσει και να επιτελέσει το οτιδήποτε, εξακτινώνει την πλούσια χάρη του Θεού που έχει, μέσα από το βλέμμα του. Τα μάτια κι αυτού του αγιασμένου ανθρώπου λειτουργούν κυριολεκτικά ως φάρος που φωτίζει με χαρά και αγάπη καθένα που θα τον επισκεφτεί. Κι επισκεφτήκαμε και τον άγιο αυτό εξίσου πρόσφατα και νιώσαμε τι σημαίνει «βαθιά καρδιά», να «μιλάει» δηλαδή η καρδιά του μέσα από το πρόσωπό του, έστω κι αν ο εγκέφαλός του αδυνατεί να δώσει την όποια φυσική εντολή.

Δύο κατάκοιτοι, δύο αδύναμοι άνθρωποι, που η φυσική τους αδυναμία όμως μοιάζει ν’ αποτελεί το περιτύλιγμα της δυνάμεως του Θεού. Το φως «δύο λαμπρών αστέρων της Κρήτης»!

02 Οκτωβρίου 2025

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ… Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ!

Τον θυμήθηκα αμέσως και βεβαιώθηκα απολύτως ότι ήταν αυτός, όταν μου έδειξαν και κάποια φωτογραφία του. Μπορεί να είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που τον είχα δει τελευταία φορά, αλλά ήταν ο ίδιος, έστω και παραλλαγμένος λόγω της μακριάς λευκασμένης σε κάποια σημεία γενειάδας του, λίγο σκυφτός και με βλέμμα σεμνό και χαρίεν, που απέπνεε την ειρήνη του Χριστού. Μου έστελνε, είπε ο νεαρός άνδρας που είχε επισκεφτεί το Άγιον Όρος και τον είχε συναντήσει, τα σεβάσματά του κι ότι είχε τις καλύτερες αναμνήσεις από τις συναντήσεις μας στα νεανικά του χρόνια.

«Σας περιμένει, πάτερ, να πάτε στο Όρος με την πρώτη ευκαιρία, γιατί εκείνος δεν βγαίνει καθόλου έξω στον κόσμο».

 Ο ιερομόναχος Νικόδημος τώρα, ο νέος φοιτητής της θεολογίας τότε, Ανδρέας στο όνομα, που τα βήματά του τον είχαν οδηγήσει στον Ναό για να συζητήσουμε ένα θέμα, που ναι μεν είχε πάρει τη γνώμη του πνευματικού του, αλλά εκείνος τον παρότρυνε να έλθει και σ’ εμένα, «να δούμε τι θα σου πει και αυτός ο ιερέας που σχετίζεται με πολλούς νέους» του είπε. Και ήλθε και συζητήσαμε, για να καταλήξουμε βεβαίως σε ό,τι του είχε επισημάνει ο πνευματικός του, ένας φωτισμένος πράγματι άνθρωπος με μεγάλη πείρα, γι’ αυτό και με παραξένεψε το γεγονός ότι τον έστειλε και στο δικό μου πετραχήλι.

Ήλθε και άλλες φορές, όχι για εξομολόγηση, αλλά απλώς να συζητήσουμε. Κι ήταν κάποια στιγμή που φορτισμένος καθώς ήταν - μάλλον το μετάνιωσε αργότερα, γιατί μόνον στον πνευματικό του τα είχε πει - μου άνοιξε την καρδιά του και μου φανέρωσε κάποιες εμπειρίες από την πνευματική του ζωή, που με έκαναν να σταθώ μπροστά του με χαρά και με φόβο. Χαρά γιατί ένα τόσο νέο παιδί, εικοσάχρονο περίπου, δέχτηκε από τον Κύριο πλούσιο το έλεος και τη χάρη Του, μία πλάτυνση της καρδιάς του και έναν γλυκασμό της ψυχής του που δεν απαντάς στην εποχή μας παρά πολύ σπάνια και μάλιστα μέσα στον κόσμο. Φόβο γιατί μία μεγάλη χάρη που επισημαίνεις σε τόσο νεαρή ηλικία εγκυμονεί πνευματικές παγίδες, δηλαδή να περιπέσει αυτός που την έχει δεχτεί σε μία κενοδοξία και σε υπερήφανους λογισμούς, που είναι ό,τι χειρότερο στην πνευματική ζωή.

«Όταν διαβάζω την Αγία Γραφή ή τα πατερικά κείμενα, πάτερ» είχε πει με συστολή ο Ανδρέας, «και μάλιστα τη Φιλοκαλία, αισθάνομαι τέτοια χαρά, που πάει να σπάσει η καρδιά μου. Τίποτε εξωτερικό δεν με ελκύει, γεγονός που κάνει τους γονείς μου να ανησυχούν λίγο. Είναι σαν να έχω βρει έναν εσωτερικό Παράδεισο στα όρια της καρδιάς μου, που απλώνεται τόσο πολύ σαν να περικλείεται μέσα σ’ αυτόν όλος ο κόσμος. Και κάποιες φορές, προσευχόμενος με την ευχή του Ιησού αισθάνομαι τέτοια κύματα και παφλασμούς αγάπης που λίγο… κλονίζομαι. Μία φορά σε τέτοια ένταση πνευματική ευρισκόμενος φοβήθηκα και… σταμάτησα. Δεν ήταν μόνο η ψυχή μου, ήταν και το σώμα μου που μετείχε στη μέθεξη αυτή, γι’ αυτό και έτρεξα στον πνευματικό μου να τον ρωτήσω, μήπως τελικώς βρίσκομαι σε πλάνη, μήπως όλο αυτό το εξαίσιο για μένα είναι παγίδα που θα μου δημιουργήσει κάποια πτώση!»

«Τι σου είπε;» ρώτησα σιγά. «Γιατί η γνώμη του πνευματικού σε τέτοια θέματα είναι πολύ κρίσιμη».

«Μου είπε ότι δεν πρέπει να φοβάμαι, γιατί “φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη”, αλλά να μη δίνω ιδιαίτερη σημασία στα συμβάντα αυτά και να επικεντρώνω τη σκέψη και την όλη ενέργεια της ζωής μου στις εντολές του Κυρίου. Διότι ναι μεν ο Κύριος έχει κάποιο σκοπό που επιτρέπει τέτοιες επισκέψεις της χάρης Του, αλλά αυτό γίνεται για να με ενισχύσει στον πνευματικό μου αγώνα που δεν είναι άλλος από την τήρηση του αγίου θελήματός Του. Κι επίσης να είμαι έτοιμος ο Ίδιος που μου δίνει τα δώρα αυτά, ο Ίδιος και να τα άρει, όταν θα κρίνει ότι δεν θα είναι προς το συμφέρον μου».

«Νομίζω πως έχει δίκιο ο πνευματικός σου» συμφώνησα κι εγώ. «Διότι το ζητούμενο από τον χριστιανό δεν είναι τα δώρα του Θεού, κάτι που Εκείνος κρίνει πότε θα τα δώσει σε κάποιον ή όχι, αλλά ο συντονισμός του με τον Ίδιο, την πηγή κάθε αγαθού, κι αυτό περνάει μέσα από τις εντολές Του. Δεν υπάρχει, Ανδρέα μου, όπως καλά γνωρίζεις, σημαντικότερο και σπουδαιότερο πράγμα στη ζωή αυτή από τις άγιες εντολές του Χριστού μας, διότι αυτές είναι που περικλείουν τον ίδιο τον Κύριο – είναι ο διακόπτης που πατάμε για να ανάψει το φως Του μέσα στην ύπαρξή μας, την ψυχή και το σώμα μας. Οπότε, ναι! Ο Κύριος σου δίνει τα δώρα Του μέσα στο βαθύ σχέδιό Του για σένα, λίγο νωρίς ίσως, αλλά θα είναι πρόβλημα αν επικεντρώσεις μόνο σ’ αυτά».

«Ναι, πάτερ, το έχω υπ’ όψιν μου, μου το επισήμανε ο πνευματικός μου, το βεβαιώνετε κι εσείς, γι’ αυτό και λίγο όπως είπα φοβάμαι».

Πέρασε αρκετός καιρός από τις συναντήσεις μας αυτές, δεν ξαναείδα τον Ανδρέα, μέχρις ότου συνάντησα κάποια στιγμή τον πνευματικό του σε κάποιο Θεολογικό Συνέδριο στην Αθήνα. Βρήκα την ευκαιρία και του είπα για τις συζητήσεις μας, για το πόσο μου είχε κάνει εντύπωση η όλη πορεία του, το πνευματικό του βάθος, οι εμπειρίες του. Κι ήταν η στιγμή που έμαθα ακόμη λίγα πράγματα και την περαιτέρω εξέλιξή του.

«Ο Ανδρέας τελείωσε τη Θεολογική Σχολή, αδελφέ μου, πήγε στον Στρατό, πήρε απολυτήριο κι ήλθε η ώρα η κρίσιμη για την κατεύθυνση της ζωής του. Οι γονείς του, άνθρωποι της Εκκλησίας βεβαίως, αγωνιούσαν μη γίνει καλόγερος και τον χάσουν – ήταν και γι’ αυτούς πράγματι κάτι μοναδικό στην όλη οικογένεια: πάντοτε χαρούμενος, πρόθυμος σε όποια εξυπηρέτηση, μία διαρκής υπόμνηση της κατά Χριστόν ζωής. Εκείνο που αποτελούσε το «αγκάθι» τους από τη ζωή του ήταν η αυστηρή ασκητική ζωή του, σχεδόν καλογερική, η αδιάκοπη παρουσία του στον Ναό της ενορίας του, είτε για όρθρο και λειτουργία είτε για εσπερινό, το μηδαμινό ενδιαφέρον του γι’ αυτό που λέμε κοινωνική ζωή, η άρνησή του να θέλει να δει έστω και λίγο τηλεόραση. Κι ακόμη, κάτι που έκανε και εμένα ως πνευματικό του να του βάζω «επιτίμιο»: η σχεδόν απόλυτη σιωπή του. Ο Ανδρέας, αδελφέ μου, ασκούσε έντονα την αρετή της σιωπής. Όταν του μιλούσαν βεβαίως απαντούσε και μάλιστα ευχάριστα. Αλλά πέραν τούτου… ουδέν! Οπότε, για να τον προφυλάξω, κι αυτόν και τους συγγενείς του, από πιθανόν πειρασμούς, του έδινα «εντολή» να… μιλάει! Αλλά βλέπετε, πάτερ, το αποτέλεσμα: πράγματι ο Ανδρέας ζούσε καταστάσεις υπέρ φύσιν. Ο Χριστός του προσφερόταν κατά την αναλογία της δικής του αγάπης και προσφοράς».

Η αγωνία μου αποκορυφώθηκε. «Τώρα, τι κάνει; Πού είναι;»

«Ναι, έχεις δίκιο ίσως να αγωνιάς. Γιατί τέτοια παιδιά τα βάζει στόχο ο Πονηρός και αγωνίζεται να τα παρασύρει με δόλιους και πάμπολλους τρόπους. Δυστυχώς…η εξέλιξή του…» άφησε τη φράση του να αιωρείται κι ένα αδιόρατο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του, «δυστυχώς… η εξέλιξή του…» επανέλαβε «ήταν η χειρότερη δυνατή για τους… γονείς του!»

«Δηλαδή; Έγινε… καλόγερος;» έσπευσα αμέσως να απαντήσω.

«Ναι, αδελφέ μου. Ένας τέτοιος νέος που θα μπορούσε βεβαίως λόγω της φιλοτιμίας του παντού να προκόψει, έκανε την επιλογή που θεωρούσε μονόδρομο της ζωής του. Δεν γινόταν, μου είπε λίγο πριν φύγει για το Άγιον Όρος, αυτά που έζησα να μη τα συνεχίσω στον μόνο δρόμο που βλέπω για εμένα: τον μοναχισμό. Συνήργησε ασφαλώς γι’ αυτό και το γεγονός ότι στη Σχολή του γνώρισε και συνδέθηκε με νέους που είχαν επαφές με σπουδαίο Γέροντα του Αγίου Όρους, ο οποίος είχε υπάρξει Πανεπιστημιακός και είχε αφήσει όνομα που σφράγισε τη Σχολή. Τον γνώρισε κι εκείνος, θέλχθηκε από τη μορφή του, μορφή αληθινά αγία, από τον πλούτο των θεολογικών του γνώσεων, κυρίως όμως από την αγία του βιοτή. Κι η απόφασή του για τον δρόμο της ζωής του έκτοτε έγινε, όπως είπαμε, μονόδρομος. Καλογέρεψε – είχα πάει στην κουρά του που ήταν για μένα μοναδικό πνευματικό γεγονός – κι ύστερα από κάποιο διάστημα χειροτονήθηκε και ιερέας. Κι είναι λοιπόν σήμερα ο ιερομόναχος Νικόδημος».  

Επανήλθα! Ξανακοίταξα τη φωτογραφία που μου είχε δώσει ο νεαρός προσκυνητής του Όρους – δάκρυα πήραν να κυλάνε στα μάτια μου, που δεν θέλησα να σκουπίσω. Γιατί ήταν δάκρυα χαράς για εκείνον, λύπης για εμένα. Ο πάτερ Νικόδημος με το βλέμμα του με έλεγχε μέσα στην αγάπη του και μου έδειχνε πόσο λίγο και μικρός ήμουν. Κι ήταν σημάδι αυτό της αγιασμένης πορείας του: όταν ο άλλος σε προκαλεί σε μετάνοια και σε στροφή προς τον εαυτό σου σημαίνει ότι είναι αληθινά άνθρωπος του Θεού.

«Θα έρθω με την πρώτη ευκαιρία να σε βρω» του υποσχέθηκα νοερά βλέποντάς τον στη φωτογραφία. «Θα πάω να τον βρω με την πρώτη ευκαιρία» είπα στον νεαρό με σπασμένη φωνή και σε ευχαριστώ για το δώρο που μου έκανες!    

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΣΤΙΝΑ

«Ο άγιος Κυπριανός ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας, επί Δεκίου του βασιλιά, ευγενής και πλούσιος, φιλόσοφος και μεγάλος μάγος. Οδηγήθηκε όμως προς την πίστη του Χριστού από την Ιουστίνα την παρθένο και χριστιανή, η οποία, καταγόμενη και αυτή από την Αντιόχεια,  διέλυσε σαν ιστό αράχνης όλες τις δαιμονικές ενέργειές του απέναντί της. Διότι κάποιος Έλληνας, Αγλαΐδας λεγόμενος, επειδή πληγώθηκε από έρωτα γι’ αυτήν, λόγω της ομορφιάς της, κι επειδή δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του, προσήλθε στον Κυπριανό. Όταν όμως αυτός τρεις φορές έστειλε δαίμονες προς την κόρη, χωρίς να πετύχει τίποτε, τότε κατάλαβε ότι η τέχνη του ήταν ανίσχυρη, γι’  αυτό και μεταστράφηκε στην πίστη του Χριστού, βαπτίσθηκε και έκαψε όλα τα μαγικά του βιβλία. Τέλος μάλιστα έγινε και επίσκοπος της Εκκλησίας. Κι αφού οδήγησε πολλούς στον χριστιανισμό, συνελήφθη μαζί με την Ιουστίνα από τον Κόμη της Δαμασκού, οπότε και υπέστησαν  σκληρά βασανιστήρια: ξέσθηκαν οι πλευρές τους, τους έβαλαν σε σιδερένιο τηγάνι, και στο τέλος, αφού τους έστειλαν στη Νικομήδεια, τους έκοψαν το κεφάλι».

Από το ναδίρ στο ζενίθ, από το έσχατο βάθος στο ανώτατο ύψος, θα ήταν ο τίτλος της ζωής του αγίου Κυπριανού, αν θα θέλαμε με μία φράση να τη χαρακτηρίσουμε, όπως μας καθοδηγεί προς τούτο και η εκκλησιαστική ακολουθία: «Κακίας τον πυθμένα τον κάτω κατείληφας∙ της ακροτάτης δε πάλιν αρετής ανήλθες, πάτερ, εις ύψος παραδόξως» (Πάτερ, κατέλαβες τον πιο κάτω πυθμένα της κακίας, ενώ ανέβηκες πάλι κατά παράδοξο τρόπο στο ύψος της πιο υψηλής αρετής). Αιτία γι’  αυτό είναι ότι ο άγιος από την τρέλα και τη μανία της μαγείας, δηλαδή από την πλήρη υποταγή του στον πονηρό διάβολο, βρέθηκε να συγκατοικεί με τις υψηλότερες πνευματικές αγγελικές δυνάμεις. «Ανανήψας, θεοφάντορ, της πριν μανίας, δαιμονικήν απάτην και ψυχόλεθρον  πλάνην πάσαν εθριάμβευσας». Υπάρχει κάτι ανάλογο στη ζωή του με αυτό που βλέπουμε και στη ζωή του αγίου αποστόλου Παύλου: και εκείνος από διώκτης του χριστιανισμού που ήταν, και μάλιστα ο χειρότερος όλων, βρέθηκε να υπηρετεί τον Κύριο Ιησού, σε σημείο τέτοιο, ώστε να χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος απόστολος. Γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει τον άγιο Κυπριανό «συνόμιλον Παύλου και έργοις συμμέτοχον».

Χαρακτηρίζουμε τη μαγεία, την οποία υπηρετούσε ο άγιος Κυπριανός πριν να μεταστραφεί στην πίστη του Χριστού, ως τρέλα και μανία. Γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η αλλοίωση της φυσικής καταστάσεως του ανθρώπου, που αντί να βρίσκεται σε αρμονία σχέσεως με τον Θεό Δημιουργό, εκείνος όχι μόνον αρνείται τη σχέση αυτή, αλλά και την πολεμά, ευρισκόμενος ως στρατιώτης στο στρατόπεδο του αντιπάλου του Θεού, σατανά διαβόλου; Και το λέμε αυτό, διότι άλλο είναι να μη γνωρίζει κανείς τον Θεό και συνεπώς να πράττει εν αγνοία του όσα είναι αντίθετα προς το άγιο θέλημά Του – μολονότι ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, ακόμη και ειδωλολάτρης,  ακολουθώντας τον έστω και  ζοφωμένο νόμο της συνειδήσεώς του θα επιτελεί και καλές πράξεις, όπως για παράδειγμα ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, που οι προσευχές και οι ελεημοσύνες του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού – και άλλο να έχει προσχωρήσει ενσυνείδητα στον Πονηρό, τα κελεύσματα του οποίου να υπηρετεί προς βλάβη των ανθρώπων.

Κι όμως! Ένας τέτοιος άνθρωπος, τόσο δέσμιος του διαβόλου, δεν χρειάστηκε παρά ένα μικρό κορίτσι, την αγία Ιουστίνα, για να μπορέσει να απεμπλακεί. Όχι χρησιμοποιώντας η νεαρή κόρη επιχειρήματα, όχι κάνοντας θαύματα, αλλά απλώς τηρώντας το άγιο θέλημα του Θεού. Και μόνον δηλαδή η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ικανή να εκδιώξει τον διάβολο και να μεταστρέψει έναν υπηρέτη του σε απόστολο του Χριστού. Το συγκλονιστικότερο: εν αγνοία της ίδιας της Ιουστίνας. Η αγία, αγωνιζόμενη απλώς να κρατήσει την αγνότητά της, χωρίς να γνωρίζει τίποτε, διέλυε κάθε ιστό αράχνης που έπλεκε γι’  αυτήν ο διάβολος μέσω του οργάνου του. Κι αυτό που συνέβη τότε, συμβαίνει πάντοτε, όπως βεβαίως και σήμερα. Ο διάβολος ενώ φαίνεται πανίσχυρος, στην πραγματικότητα είναι εξαφανισμένος και κατηργημένος από τον Κύριο. Είναι γνωστό: μόνον όποιος του δίνει δικαιώματα τον βλέπει κατακτητή της ζωής του. Και δικαιώματα του δίνουμε, όταν αμαρτάνουμε και παρουσιαζόμαστε χαλαροί στην πνευματική μας ζωή. Τότε ναι, ο διάβολος μας κάνει υποχείρια και έρμαιά του. Οπότε εισπράττουμε και το ανάλογο τίμημα: τη θλίψη, τη μελαγχολία, το μίσος, την κόλαση από αυτή τη ζωή. Θυμίζει η περίπτωση το περιστατικό του Γεροντικού: τον άγιο ασκητή που πηγαίνοντας στο σπίτι ενός ανθρώπου, προκειμένου να πάρει το αντίτιμο για κάτι πανέρια που του είχε πουλήσει, ήλθε αντιμέτωπος με τη δαιμονισμένη κόρη του ανθρώπου. Και χωρίς να πει τίποτε ο ασκητής, χωρίς να κάνει κάποια προσευχή για να βγει το δαιμόνιο, εκείνο εξαφανίστηκε σαν να καιγόταν, γιατί ο ασκητής δεν αντέδρασε σε χαστούκι που του έδωσε η κοπέλα. Η μη αντίδρασή του, λόγω της υπακοής στον Κύριο: «μη αντιστήναι τω πονηρώ», έφερε ακριβώς το θαύμα˙ να βγει το δαιμόνιο.

Δυστυχώς, ο διάβολος υπάρχει και δρα όπου βρει. Κι ακόμη δυστυχέστερα, υπάρχουν ταλαίπωροι συνάνθρωποί μας που καταφεύγουν στη μαγεία, στα δίχτυα δηλαδή του εχθρού τους, για να βρουν «ίαση». Η μεγαλύτερη συμβολή μας για την υπέρβαση της τραγικότητας αυτής είναι η υπακοή μας στο θέλημα του Θεού. Όσο εμείς που έχουμε κάποια συναίσθηση της πίστεώς μας είμαστε συνεπείς προς αυτήν την πίστη μας, τόσο θα αγιάζουμε τον εαυτό μας, συνεπώς ο διάβολος θα συναντά ένα «κενό» απέναντί μας, αλλά και τόσο θα βοηθούμε, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουμε, και τους αμελείς συνανθρώπους μας.

29 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ

«Ο όσιος Κυριακός έζησε επί της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου και καταγόταν από την πόλη της Κορίνθου, στην Εκκλησία της οποίας ο πατέρας του Ιωάννης ήταν πρεσβύτερος. Η μητέρα του λεγόταν Ευδοκία και υπήρξε ανεψιός του επισκόπου Πέτρου, ενώ ο ίδιος ήταν αναγνώστης κατά την τάξη. Όταν ήταν δεκαοκτώ ετών, πήγε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός από τον όσιο Ευθύμιο τον μεγάλο. Ως μοναχός επέδειξε  πολλή και μεγάλη άσκηση, έλεγξε αυτούς που φρονούσαν τα πλανεμένα δόγματα του Ωριγένη, τέλεσε με τη δύναμη του Χριστού πολλά θαύματα κι έφτασε σε βαθύτατο γήρας. Ήταν πράος και κοινωνικός ως άνθρωπος, ενώ προείπε με θεία αποκάλυψη πολλά από τα μέλλοντα να συμβούν. Ήταν σωματώδης, όχι όμως άγριος και αποκρουστικός, αλλά ευγενής στους τρόπους, χωρίς να έχει κάποια σωματική αναπηρία ή κάποιο νόσημα από το πέρασμα των χρόνων. Για κάποιους χρόνους καθοδήγησε και τη Λαύρα του αγίου Χαρίτωνος».

Εκζητώντας σήμερα τις πρεσβείες του οσίου Κυριακού, εισπράττουμε τη χάρη των πρεσβειών και του μόλις χθες εορταζομένου οσίου Χαρίτωνος. Όχι μόνον βεβαίως λόγω της εγγύτητας της εορτής του, αλλά λόγω κυρίως του γεγονότος ότι ο όσιος Κυριακός υπήρξε ο συνεχιστής του οσίου Χαρίτωνος, εκείνος που, όπως αναφέρει το συναξάρι, καθοδήγησε μετά την κοίμηση του Γέροντος Χαρίτωνος το ποίμνιο της μονής που εκείνος είχε ιδρύσει. Η ένταση λοιπόν της χάρης της σημερινής εορτής έρχεται διπλή για εκείνους που την τιμούν κατά τον τρόπο της Εκκλησίας μας. Το τονίζει και ο υμνογράφος: «Εν δόξη παριστάμενος Θεώ τω Παντοκράτορι, Κυριακέ συν τω θείω Χαρίτωνι θεοκήρυξ, αδιαλείπτως μέμνησο των εκτελούντων, άγιε, την φωτοφόρον μνήμην σου». Δοξασμένος παρίστασαι στον Παντοκράτορα Θεό, θεοκήρυξ Κυριακέ, μαζί με τον θείο Χαρίτωνα, γι’  αυτό και να θυμάσαι αδιάκοπα εμάς, που τελούμε τη φωτοφόρα μνήμη σου. Και το χάρισμα της πνευματικής καθοδήγησης που κοσμούσε τον όσιο Χαρίτωνα, το ίδιο κοσμούσε και τον όσιο Κυριακό. Κι αυτός υπήρξε Γέροντας, όπως η Εκκλησία μας κατανοεί τον όρο, κάτω βεβαίως από τις ίδιες προϋποθέσεις του οσίου Χαρίτωνα: να έχει  γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού, γιατί αγωνίστηκε στην πράξη της τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού και γιατί καθάρισε έτσι την καρδιά του από τη λάσπη των παθών. «Όλην του Πνεύματος την χάριν εισωκίσατο» ο όσιος, διότι «πράξει προσέθεσε την θεωρίαν».

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας επιμένει ιδιαιτέρως στο τελευταίο σημείο. Δηλαδή, αν κανείς δεν αγωνιστεί εμπράκτως στην πνευματική ζωή, αν με τη χάρη του Θεού δεν θελήσει να μεταστρέψει το εμπαθές της καρδίας του, ώστε καθαρή αυτή να λάμψει τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί αυτός να θεωρηθεί χριστιανός, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αληθινή η προσευχή του και η προς τον Θεό δοξολογία του. Με άλλα λόγια τότε η στροφή προς τον Θεό είναι γνήσια, τότε υπάρχει αληθινή λατρεία του Θεού, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση της καθάρσεως από τα πάθη του. «Έφριξε σου ήλιος το εγκρατές και στερρόν, δι’  ετών σε πλείστων οργιζόμενον μη δυνηθείς όλως κατιδείν, μήτε εν ημέρα τροφής μετέχοντα, όσιε, ευτόνως μελωδούντα, αγρυπνίαις απαύστοις∙ τη δυνάμει σου δόξα φιλάνθρωπε». Ο ήλιος, σημειώνει ο υμνογράφος, έφριξε μπροστά στην εγκράτεια και τη στέρεα θέλησή σου, όσιε, γιατί δεν μπόρεσε να σε δει, για πολλά χρόνια, να οργίζεσαι έστω και ελάχιστα, κι ούτε  κατά τη διάρκεια της ημέρας να  τρως κάτι, ενώ με δύναμη σε  διαρκείς αγρυπνίες υμνολογούσες: δόξα στη δύναμή Σου, φιλάνθρωπε.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας όμως επισημαίνουν και κάτι ακόμη εξόχως σημαντικό: ο όσιος Κυριακός, έχοντας καθαρίσει το οπτικό της ψυχής του με την εγκράτεια και φωτιζόμενος επομένως από το Πνεύμα του Θεού – ο Κύριος άλλωστε το έχει υποσχεθεί: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» - μπορούσε να διακρίνει την πλάνη από την αλήθεια, τη γνήσια διδασκαλία του Χριστού από την αίρεση.  Χωρίς ο όσιος Κυριακός να θεωρείται διδάσκαλος της Εκκλησίας, όμως λόγω της αγιασμένης ψυχής του – και τις προσωπικές μελέτες του ασφαλώς για την ωφέλεια της ψυχής του - καθοδηγούσε τους πιστούς στην υπέρβαση της πλάνης   του ωριγενισμού. «Συ των κακοδόξων την απάτην ήλεγξας του Ωριγένους, γενναίοις αγώσι, μαθητών του λήρου τε και μυθολόγου». Θυμίζει η περίπτωσή του τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, και άλλους αγίους, οι οποίοι χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της θεωρητικής αντιμετώπισης των αιρετικών, έβλεπαν καθαρά την πλάνη και την έλεγχαν αυστηρότατα. Κι είναι σημαντική, όπως είπαμε, η επισήμανση αυτή, γιατί δείχνει και σε εμάς σήμερα, ότι όταν βρισκόμαστε σωστά στην Εκκλησία, με κάποια έστω πνευματική ζωή πάνω στις εντολές του Χριστού, τότε το Πνεύμα του Θεού λειτουργεί μέσα μας, με τρόπο που να μας προφυλάσσει από την πλάνη. Δυστυχώς όμως, αν σήμερα έχουν αυξηθεί οι διάφοροι αιρετικοί, αν οι Γιεχωβάδες, οι Προτεστάντες, οι οπαδοί της νέας λεγόμενης εποχής με τα φαινόμενα του νεοπαγανισμού κλπ.,  απλώνονται, αλώνοντας τις ψυχές των ανθρώπων, είναι γιατί έχει χαλαρώσει η σύνδεση των πιστών με την Εκκλησία. Αφύλαχτες λοιπόν οι ψυχές από τη χάρη του Θεού, γίνονται εύκολα έρμαιο του Πονηρού και των διαφόρων οργάνων του.

26 Σεπτεμβρίου 2025

ΜΗ ΚΡΙΝΕΤΕ…

Ο Γέροντας ήταν κατηγορηματικός: «Καθόλου δεν πρέπει να κρίνουμε τον όποιο συνάνθρωπό μας. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Κύριός μας το έδωσε ως απόλυτη εντολή, αλλά γιατί αντικειμενικά, με βάση και τη λογική μας, δεν γνωρίζουμε ποιος τελικά είναι ο άλλος που κρίνουμε, δεν γνωρίζουμε το βάθος του, την όλη πορεία της ζωής του, έστω κι αν νομίζουμε ότι έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι που λένε μαζί του. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» που λέει και το εκκλησιαστικό λόγιο. Οπότε ό,τι κρίση εκφέρουμε είναι τις περισσότερες φορές λανθασμένη, γιατί και αληθινά στοιχεία να επικαλεστούμε αφορούν σε ένα μικρό τμήμα της ζωής του άλλου. Πάντα θα μας διαφεύγει το όλο, το οποίο γνωρίζει μόνον ο ίδιος ο Θεός που βλέπει κι αυτά που και ο άνθρωπος δεν μπορεί να επισημάνει για τον εαυτό του».

«Μα είναι φορές» πήγε να αντιτείνει ο νεαρός φοιτητής που είχε βρεθεί στο αρχονταρίκι του μικρού μοναστηριού μαζί με ολιγομελή παρέα, αναζητώντας κάτι ουσιαστικότερο για τη ζωή του, όπως και οι υπόλοιποι που τον συνόδευαν, «είναι φορές που η ζωή του άλλου παρουσιάζεται «πιάτο» μπροστά μας και σχεδόν κατ’ ανάγκην οδηγούμαστε σε κρίση γι’ αυτόν. Κι εννοούμε βεβαίως κρίση αρνητική, γιατί κάνει και λέει πράγματα που είναι ανάποδα, αστόχαστα, προκλητικά, …μας νευριάζουν!» - ένευσαν και άλλοι θετικά το κεφάλι τους, δείχνοντας ότι συμφωνούν απολύτως με την παρατήρηση.

«Ναι, πράγματι, είναι αλήθεια αυτό» είπε σε λίγο στοχαστικά ο Γέροντας, τραβώντας και ισιώνοντας λίγο τη μακριά λευκή γενειάδα του. «Γι’ αυτό και απαρχής του χριστιανισμού παρουσιάζονταν πάντοτε τέτοια φαινόμενα, ο ένας να κρίνει και να κατακρίνει τον άλλον. Θυμόμαστε για παράδειγμα τον απόστολο Παύλο, πόσο θλιβόταν όταν έβλεπε παρόμοιες καταστάσεις που αμαύρωναν την πνευματική ζωή των χριστιανών, τόσο που σε κάποια σημείο επιστολής του λέει με έντονο τρόπο: Εσύ ποιος είσαι που κρίνεις ξένο δούλο και υπηρέτη; Αν στέκεται ή όχι σωστά στη ζωή του έχει να κάνει με το αφεντικό του, με τον Κύριό του, εννοώντας βεβαίως τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος έχει τη δύναμη τον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο να τον σηκώσει και πάλι. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να θεωρεί τούτο δεδομένο. Γιατί λέει: θα σηκωθεί και θα σταθεί αυτός που έπεσε. Όχι από μόνος του, αλλά γιατί είναι δυνατός ο παντοδύναμος Θεός μέσα στην απειρία της αγάπης Του που αγαπά τους πάντες έστω και βαθιά αμαρτωλούς, να τον σηκώσει και να τον αποκαταστήσει όπως πρέπει ενώπιόν Του». Με τα ίδια τα λόγια του: «Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; Τω ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει. Σταθήσεται δε. Δυνατός γαρ ο Θεός στήσαι αυτόν».  

«Δεν μειώνεται η αγάπη του Θεού όταν μας βλέπει πεσμένους στην αμαρτία και αμετανόητους;» έθεσε το ερώτημα με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του ένας άλλος νεαρός που το πρώτο γενάκι είχε κάνει εμφανή την παρουσία του. «Ίδια αγαπάει ο Θεός τον πιστό και αφοσιωμένο σ’ Αυτόν άνθρωπο με τον άλλον που φαίνεται ότι δεν Τον θέλει και δεν Τον πιστεύει;»

 «Κρίσιμη και σπουδαία η ερώτηση, παιδί μου» σχολίασε ο Γέροντας. «Εδώ όμως έχουμε την αποκάλυψη του Κυρίου μας. Τι ήρθε να μας πει και να μας φανερώσει ο ενανθρωπήσας Θεός μας; Ότι ο Θεός είναι αγάπη, που η αγάπη Του αυτή αγκαλιάζει τους πάντες και τα πάντα, είτε Τον θέλουμε είτε όχι. Άλλωστε πότε έγινε ο Θεός μας άνθρωπος; Όταν ήμασταν οι άνθρωποι βουτηγμένοι κυριολεκτικά στην αμαρτία, όταν δεν υπήρχε τίποτε αξιαγάπητο σ’ εμάς, «όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε» λέει ο απόστολος. Κι αυτό γιατί; Διότι ο Θεός μας δεν επικέντρωσε και δεν επικεντρώνει στην αμαρτία μας, αλλά σ’ αυτό που είμαστε αληθινά, εικόνες Του με προορισμό να γίνουμε όμοιοι μ’ Αυτόν. Αν εμείς οι άνθρωποι δεν πετάμε στα σκουπίδια ένα διαμάντι ή ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας, επειδή έτυχε να βρομίσει ή να λασπιάσει, πολύ περισσότερο ο Θεός μας. Για τον Θεό μας ο καθένας μας έχει ατίμητη αξία. Και να προσθέσω και κάτι πολύ σημαντικό. Ξέρει ο Θεός μας ότι οι αμαρτίες μας όπως και η εν γένει εναντίωσή μας προς τον Θεό – να Τον κάνουμε πέρα και να μην Τον λαμβάνουμε υπ’όψιν μας – αποτελεί πληγή και τραύμα για την ύπαρξή μας. Την ώρα που διαγράφεις τον Θεό από τη ζωή σου εκείνη την ώρα επιλέγεις τον… θάνατό σου, σαν να παίρνεις μαχαίρι που το μπήγεις στην καρδιά σου. Λοιπόν, ακόμη πιο πολύ κινητοποιείται θα λέγαμε η αγάπη Του όταν συναντά τέτοιον άνθρωπο εχθρικό απέναντί Του. Τι θα έκαναν οι γονείς σας, παιδιά μου, αν σας έβλεπαν πληγωμένους στο έδαφος να μην μπορείτε να σταθείτε στα πόδια σας; Δεν θα σκιζόταν η καρδιά τους; Απείρως λοιπόν περισσότερο για εμάς ο Θεός μας» - δάκρυα πλημμύρισαν τα βαθουλωμένα μάτια του αγίου Γέροντα που βιαστικά τα σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του.

«Και τότε ποια η διαφορά του πιστού από τον άπιστο;» ακούστηκε η φωνή ενός της παρέας. «Μήπως συμφέρει να είμαστε… αμαρτωλοί για να μας αγαπάει περισσότερο ο Θεός;» - φάνηκε παράξενη αλλά λογική η ερώτηση.

«Μεγάλη η διαφορά» έσπευσε να απαντήσει ο Γέροντας. «Όχι από πλευράς του Θεού – το εξηγήσαμε: όλους μας αγαπάει εξίσου. Αλλά από πλευράς δικής μας. Διότι ο πιστός που παλεύει να ανταποκριθεί στην αγάπη του Θεού, κατά το αγιογραφικό «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς», βλέπει να ανοίγει η ύπαρξή του και να αισθάνεται ενεργά την παρουσία του Χριστού. Το λέει διαρκώς η Εκκλησία μας: ο Θεός είναι «ο εν αγίοις αναπαυόμενος». Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το μεγαλείο αυτό; Στα όρια τα δικά μας, της ψυχής και του σώματός μας, να ζει και να λειτουργεί ο ίδιος ο Θεός μας! Που θα πει: να αποτελούμε μία δική Του συνέχεια, η αγκαλιά Του να είναι και η δική μας αγκαλιά για όλον τον κόσμο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μακαριότητα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος, κάτι που αποτελεί έναν Παράδεισο ήδη από τη ζωή αυτή».

«Θα τολμούσαμε να πούμε…» πήρε τον λόγο ο πρώτος φοιτητής που ξεκίνησε την κουβέντα, «…ότι, με βάση αυτά που λέτε, στον κάθε άγιο λόγω της παρουσίας του Χριστού στην ύπαρξή του συγκεφαλαιώνεται όλος ο κόσμος; Ή είναι τούτο πολύ… τραβηγμένο και παρακινδυνευμένο;» - σαν να ντράπηκε για την παρατήρησή του ο νέος κι έμοιασε λίγο να κοκκινίζει.

«Ακριβώς αυτό, παιδί μου», είπε συγκινημένος ο Γέροντας, που κατάλαβε ότι η μικρή ομήγυρη μπορούσε να παρακολουθήσει τη σκέψη και τη θεολογία του. «Ακριβώς αυτό! Ο ίδιος ο Κύριος δεν προέβαλε σαν όραμα και προοπτική για τους μαθητές Του την ενότητα των πάντων, μαζί Του, δηλαδή με όλον τον Τριαδικό Θεό, και μαζί με όλους τους ανθρώπους, της παρελθούσης, της σύγχρονης αλλά και της μελλοντικής εποχής; «Θέλω όλοι να είναι Ένα» ζήτησε από τον Θεό Πατέρα ο Κύριος λίγο προ του παναγίου Σταυρού Του. «Ίνα ώσιν εν, καθώς και ημείς εν εσμεν». «Ίνα πάντες εν ώσιν». Μεγαλειοδέστερη προοπτική από αυτήν στον κόσμο τούτο δεν υπάρχει. Και να το πιο όμορφο πραγματικό και ιστορικό παράδειγμα: η Παναγία Μητέρα του Κυρίου και ημών. Βάσταξε στην ύπαρξή της τον ίδιο τον Δημιουργό που βαστάζει και διακρατεί τα σύμπαντα. «Χαίρε η βαστάσασα τον βαστάζοντα πάντα» που λέμε και στους Χαιρετισμούς. Κι αυτό επαναλαμβάνεται σε όλους τους αγίους μας, όπως κι εμείς αντιστοίχως καλούμαστε να κάνουμε και να γίνουμε».

«Γέροντα» ακούστηκε η φωνή. «Ακούγεται πολύ ωραίο και εξαίσιο τούτο, μα μπορεί να επαναληφθεί και σ’ εμάς; Η Παναγία ήταν μοναδική, οι άγιοι μπροστά στον πολύ κόσμο μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού – καταλαβαίνετε πώς το λέω. Μήπως τελικά για τη σύγχρονη εποχή αυτό λειτουργεί ως ιδεολογία;»

Ο Γέροντας άφησε κάποιες στιγμές να περάσουν χωρίς απάντηση. Λίγο αναστέναξε κι έπειτα πήρε και πάλι τον λόγο. «Η ιδεολογία, παιδί μου, δεν έχει χώρο στην πίστη μας. Γιατί θεωρείται καρπός των σκέψεων και της φαντασίας των ανθρώπων. Εδώ μιλάμε για την πιο αληθινή πραγματικότητα που μπορούμε να την ψαύσουμε κυριολεκτικά στα πρόσωπα των αγίων μας κάθε εποχής. Κι ευτυχώς η εποχή μας ευλογήθηκε με πολλούς και μεγάλους αγίους. Ποιος θα αμφισβητούσε την πλατιά μέχρις εσχάτων καρδιά των αγίων Πορφυρίου, Παϊσίου, Ιακώβου, Εφραίμ Κατουνακιώτη, Σιλουανού, Αμφιλοχίου και άλλων και άλλων τόσων αγίων; Της εποχής μας άνθρωποι ήσαν, οι οποίοι όμως πίστεψαν αληθινά στον Χριστό, που θα πει προσπάθησαν τον άτακτο εαυτό τους να τον βάλουν στις ράγες των αγίων εντολών του Χριστού. Και τι είδαν; Ότι ευρισκόμενοι με τη χάρη του Θεού στον δρόμο των εντολών συντονίζονταν με τον Ίδιο και γίνονταν δίοδος φανέρωσής Του – ο καθένας τους ένας άλλος μικρός Χριστός και Θεός! Οπότε, για να απαντήσω στην παρατήρησή σου, το πρόβλημα δεν είναι ο Θεός, γιατί Αυτός είναι ο μόνος πιστός, που ό,τι έχει πει το κάνει αμέσως πράξη. Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι άνθρωποι που μπορεί να λέμε πως είμαστε χριστιανοί, αλλά μένουμε οι περισσότεροι στη θεωρία σαν να είναι η πίστη μας ιδεολογία. Ο Κύριος όμως πάντοτε μιλούσε για εκείνον που Τον πιστεύει στον βαθμό που τηρεί και εφαρμόζει τον λόγο και το θέλημά Του. «Γενηθήτω το θέλημά Σου» λέμε όλοι, αλλά μάλλον για πολλούς ακούγεται τούτο μέσα τους «γενηθήτω το θέλημά μου». Το αποτέλεσμα; Δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η αγάπη του Θεού σε τέτοιους ανθρώπους, γιατί οι ίδιοι θέτουν φράγμα στη σχέση τους μαζί Του. Αν δεν καταλάβουμε ότι είμαστε «συνεργοί Θεού», δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε τι είναι η χριστιανική πίστη μας».

«Γέροντα, ζητώ συγγνώμη για την παρέμβασή μου» ακούστηκε κάποιος που φαινόταν μέχρι τότε να παρακολουθεί εκστασιασμένος τη συζήτηση, «είναι πράγματα που μας αποκαλύπτουν το βάθος και το πλάτος της πίστης μας αυτά που μας λέτε, μα… θέλω να επανέλθουμε στο αρχικό που μας είπατε: την έλλειψη κρίσης και κατάκρισης προς τον συνάνθρωπό μας. Και ασφαλώς όλοι κατανοούμε ότι αφού είναι εντολή του Χριστού θεωρείται η αποδοχή της και κυρίως η εφαρμογή της όρος για είναι κανείς ενωμένος με Εκείνον. Μα στάθηκα και στο λογικό και αυταπόδεικτο που είπατε, ότι δηλαδή όταν κρίνουμε τον οποιονδήποτε προβαίνουμε σε μία ενέργεια που βρίσκεται και εκτός της αντικειμενικής πραγματικότητας. Να μας πείτε περισσότερα επ’ αυτού;»

«Το εξήγησα λίγο, παιδιά μου», έκανε ένα γύρο τη ματιά του ο Γέροντας κι η στοργή του φάνηκε να μεταγγίζεται αισθητά στα νέα παιδιά. «Τι ξέρουμε τελικά ο καθένας για τους άλλους; Ελάχιστα πράγματα κι αυτά με την κρίση που βασίζεται στην αυτογνωσία μας. Θέλω να πω ότι ο καθένας βλέπει τον συνάνθρωπό του με ό,τι ο ίδιος έχει κατανοήσει από τον εαυτό του – «προβολή» δεν το λένε οι ψυχολόγοι; Προβάλλουμε στους άλλους αυτό που εμείς έχουμε μέσα μας. Οπότε δεν κρίνουμε αντικειμενικά αλλά κάτω από τον «φακό» των δικών μας σκέψεων και εμπειριών. Να σας θυμίσω ένα ωραίο παράδειγμα που αναφέρει ο όσιος Δωρόθεος, ο μεγάλος αυτός ασκητικός διδάσκαλος; Τρεις άνθρωποι πέρασαν έξω από ένα σπίτι, σούρουπο ήταν, στο πλάι του οποίου  στεκόταν ένας νέος άνθρωπος. Ο καθένας τον χαρακτήρισε και με διαφορετικό τρόπο: ο πρώτος σκέφτηκε ότι ο νέος περιμένει να βραδιάσει αρκετά ώστε να μπει στο σπίτι να το ληστέψει˙ ο δεύτερος ότι περιμένει τη φίλη του να βγει έξω για να πορνέψει μαζί της˙ κι ο τρίτος ότι περιμένει τον φίλο του για να πάνε στην πιο πέρα Εκκλησία που έχει κάποια αγρυπνία. Το παράδειγμα είναι τόσο σαφές που δεν χρειάζεται καμία άλλη εξήγηση.

»Αλλά θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω κι εγώ δύο παραδείγματα, που τα άκουσα προσφάτως και μου έκαναν φοβερή εντύπωση: Το πρώτο˙ φίλος κληρικός με επισκέφτηκε, δεν πάει πολύς καιρός, και μεταξύ άλλων μου ανέφερε την περίπτωση μίας ενορίτισσάς του που έφυγε από τη ζωή αυτή από βαριά ασθένεια, γεγονός που προξένησε μεγάλο πόνο σε όσους τη γνώριζαν – ήταν αυτό που λέμε καλός άνθρωπος, κοινωνική και ανοιχτόκαρδη. Κάπου κάπου μόνο τα μάτια της φανέρωναν μία μελαγχολία ανεξήγητη. Ποιο το περίεργο; Η ενορίτισσα αυτή που είχε έρθει στην περιοχή αρκετά χρόνια πριν, χήρα, χωρίς παιδιά, αρκετά ευκατάστατη και μορφωμένη, τελικώς  - έμαθε από το «πουθενά» αλλά έγκυρα ο παπάς  - είχε δύο παιδιά, τα οποία όμως σκοτώθηκαν σε τροχαίο όταν ήταν ακόμη μικρά, γεγονός που δεν άντεξε ο άνδρας της και έφυγε από τον κόσμο λόγω της καρδιάς του. Τότε μετακόμισε κι εκείνη για να μπορέσει να επιβιώσει, χωρίς όμως να ανοιχτεί ποτέ σε κανέναν για το συγκεκριμένο θέμα – ένα «βάρος» που θέλησε να το σηκώσει μόνη της, μάλλον να το σηκώσει μαζί με τον Κύριό της Τον οποίο λάτρευε με μοναδικό τρόπο.

»Το δεύτερο˙ γνωστή μου που είχε έρθει εδώ οικογενειακά, επισκέφτηκε, μου είπε, κάποιο μοναστήρι γυναικείο, ωραίο και ανακαινισμένο, που εγκαταβίωνε όμως μόνον η Γερόντισσα. Της έκανε εντύπωση που σ’ έναν τέτοιο όμορφο χώρο δεν παρουσιάστηκε καμία άλλη να μονάσει κι έδωσε τη μόνη εξήγηση που μπορούσε: από το εκεί προσκύνημά της, μαζί με δικούς της,  διεπίστωσε ότι η Γερόντισσα ήταν λίγο απότομη, αρκετά νευρική, τόσο που παρ’ όλη την προσπάθειά της να τους κεράσει, να τους ξεναγήσει, να τους παρουσιάσει ό,τι σημαντικό είχε το μοναστήρι, φάνηκε μάλλον να θέλει γρήγορα να τους… διώξει. Έφυγαν με ανάμεικτα συναισθήματα, μάλλον αρνητικά. Όταν την ρώτησα ποιο ήταν αυτό το μοναστήρι, χαμογέλασα και λίγο θέλησα να δώσω την εξήγηση. Μου ήρθε μάλιστα στον νου η περίπτωση με τον μεγάλο άγιο Πορφύριο που όταν λειτουργούσε κάποια φορά στο άγιο Γεράσιμο στην Ομόνοια μ’ έναν νέο ιερομόναχο, κάποια πνευματικά τέκνα του δυσανασχέτησαν με τον ξένο παπά, γιατί έδειχνε ότι συμπεριφέρεται απρεπώς προς τον άγιο Γέροντα: τους φάνηκε κάποια στιγμή ότι τον έσπρωχνε κιόλας! Κι όταν του το ανέφεραν κάποια άλλη φορά εκείνος με το χαμόγελο στα χείλη τους εξήγησε: «Όχι, βρε, καλός είναι ο παπάς. Απλώς πάσχει λίγο από τα νεύρα του και χρειάζεται συμπαράσταση!» Το ίδιο λοιπόν συνέβαινε και με τη συγκεκριμένη Γερόντισσα, την οποία έτυχε να γνωρίζω. «Καθημερινά παλεύει για τη ζωή της εδώ και πολλά χρόνια» της είπα. «Παίρνει του κόσμου τα φάρμακα, γιατί ακόμη και μ’ αυτά θεωρούν οι γιατροί ότι είναι θαύμα που μπορεί ακόμη και ζει». Η κυρία, δικαιολογημένα ίσως, την κατέκρινε ως αφιλόξενη, ως μοναχή «αμόναχη», κι εκείνη η καημένη υπερέβαινε όλους τους φυσικούς όρους για να δείξει την αγάπη της και τη στοργή της».

Έπεσε αρκετά μεγάλη σιωπή. Τα παραδείγματα κυρίως που ανέφερε ο Γέροντας ήταν τα πιο ισχυρά επιχειρήματα. Γιατί κατάλαβαν τα νέα παιδιά ότι οι εξωτερικές εκδηλώσεις ενός ανθρώπου δεν αποκαλύπτουν τις περισσότερες φορές αυτό που είναι στο βάθος του ο άνθρωπος. Χρειάζεται από όλους συγκατάβαση, αγάπη, υπομονή. Μόνο τελικά ο Θεός ξέρει τον καθένα μας. Και στο κάτω κάτω όπως λέει ο απόστολος ο Χριστός είναι ο μόνος κριτής μας. Η δουλειά του καθενός είναι να κοιτάει μόνο τον εαυτό του και να αγωνίζεται όσο μπορεί να βρίσκεται πάνω στις άγιες εντολές Του. Ό,τι μας λέει αδιάκοπα και καθημερινά η Εκκλησία μας, πρωί, απόγευμα, βράδυ: «Καταξίωσον, Κύριε,  εν τη ημέρα, τη εσπέρα, τη νυκτί ταύτη, αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς». «Το περισσόν εκ του πονηρού εστιν».  

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ

«Ο άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου Ιησού Χριστού, ανήκοντας μάλιστα στον στενότερο κύκλο αυτών, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον απόστολο Πέτρο. Κλήθηκε από τον Κύριο να Τον ακολουθήσει, όταν Εκείνος βρήκε τον Ιωάννη μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και το άλλο ζεύγος αδελφών, Σίμωνα και Ανδρέα, να είναι απογοητευμένοι, που ως ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ, «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν έλαβον» και τους προέτρεψε να δοκιμάσουν και πάλι, κάτι που τους απέφερε πλήθος ιχθύων. Από τότε ο άγιος Ιωάννης ακολούθησε τον Κύριο, μέχρι το τέλος της ζωής Του, κι ήταν μάλιστα ο μόνος που με αφοβία Τον ακολούθησε και κατά την ώρα του μαρτυρίου Του, όπως παρευρέθηκε και κάτω από τον Σταυρό. Μετά την Πεντηκοστή και τη λήψη του αγίου Πνεύματος, κήρυξε μαζί με τον απόστολο Πέτρο στα Ιεροσόλυμα, επιτελώντας πολλά θαύματα και μεταστρέφοντας πολλούς στην πίστη, κι αργότερα του έλαχε να αναλάβει την ευθύνη ευαγγελισμού των ειδωλολατρών στη Μικρά Ασία, με κέντρο την Έφεσο. Κι εκεί μετέστρεψε πολλούς στην πίστη του Χριστού, μέχρις ότου ορισμένοι Εφέσιοι, μην αντέχοντας τη δράση του, κατάφεραν με κατηγορίες στον αυτοκράτορα Δομιτιανό να εξοριστεί στη νήσο Πάτμο, όπου ξεκίνησε καινούργια δράση. Ο Θεός τού παρουσίασε πολλές ευκαιρίες, κι ο άγιος Ιωάννης κήρυξε και θαυματούργησε, μέχρις ότου με την αλλαγή του αυτοκράτορα επέστρεψε στην Έφεσο, αφήνοντας απαρηγόρητους τους Πατμίους. Εκεί στην Πάτμο, ημέρα Κυριακή, σε σπήλαιο, του δόθηκε να δει φοβερά οράματα περί της πορείας του κόσμου, τα οποία και υπαγόρευσε στον μαθητή του Πρόχορο, δημιουργώντας έτσι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Στην Έφεσο έζησε για αρκετά χρόνια ακόμη, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, μέχρις ότου σε ηλικία 105 περίπου ετών άφησε ειρηνικά την τελευταία πνοή. Κατά την παράδοση, προγνώρισε τον θάνατό του, και παίρνοντας επτά από τους μαθητές του, βγήκε έξω από την πόλη, οπότε του έσκαψαν σε σχήμα σταυρού τον τάφο του, μπήκε μέσα και εκεί παρέδωσε το πνεύμα του. Οι πιστοί Εφέσιοι μαθαίνοντας τα καθέκαστα, έσπευσαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, αλλ’  όταν άνοιξαν τον τάφο του, είδαν με έκπληξη και συγκίνηση ότι το σκήνωμά του έλειπε, κατά αντιστοιχία με αυτό που συνέβη και στην Παναγία, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας θεώρησε ότι και εκείνος μεταστάθηκε, πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εν σώματι στους ουρανούς. Ο άγιος Ιωάννης ήταν και συγγενής του Κυρίου μας, θεωρούμενος ανιψιός του, αφού ήταν μαζί με τον άγιο Ιάκωβο υιός της κόρης του μνήστορος Ιωσήφ, μυροφόρου Σαλώμης».

Ο άγιος Ιωάννης είναι ο πρώτος που χαρακτηρίστηκε θεολόγος από την Εκκλησία μας – μετά από αυτόν χαρακτηρίστηκαν έτσι ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος (4ος αι.) και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος (10ος αι). Για την Εκκλησία μας δηλαδή ελάχιστοι φέρουν αυτόν τον τίτλο, που σημαίνει ότι αφενός  πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτό, αφετέρου δεν θεωρούνται θεολόγοι – παρά μόνον καταχρηστικά – όλοι εκείνοι που απέκτησαν ένα πτυχίο θεολογικής σχολής. Τι είναι εκείνο που απαιτείται για να είναι κάποιος θεολόγος, και μάλιστα τι έκανε την Εκκλησία να απονείμει τον τίτλο αυτό στον άγιο Ιωάννη; Η υμνολογία της Εκκλησίας δίνει αρκούντως την απάντησή της. «Ο Λόγος σε, θεολόγον αξίως ανέδειξε, την αυτού θεότητα, μυσταγωγήσας Πανάριστε, και την κατά άνθρωπον, οικονομίαν διδάξας την απόρρητον» - ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, σε ανέδειξε θεολόγο, Πανάριστε Ιωάννη, διότι σε οδήγησε στη μυστική γνώση της θεότητάς Του και σε δίδαξε το μυστήριο του σχεδίου Του, να έρθει ως άνθρωπος στον κόσμο. Που θα πει: θεολόγος είναι εκείνος που από τον ίδιο τον Θεό μυείται στη γνώση Εκείνου και στην εξαγγελία επομένως της στον κόσμο οικονομίας Του.

Το συγκινητικό με τους ύμνους της ακολουθίας είναι ότι αποκαλύπτουν το πού και το πότε κυρίως μυήθηκε ο άγιος Ιωάννης στη γνώση του Θεού: στον Μυστικό Δείπνο, και μάλιστα την ώρα που ο απόστολος έπεσε στο στήθος του Κυρίου, ρωτώντας Τον «μήπως είμαι εγώ ο προδότης, Κύριε;» «Της σοφίας τω στήθει αναπεσών, και την γνώσιν του Λόγου καταμαθών, ενθέως εβρόντησας, Εν αρχή ην ο Λόγος». Ανέπεσες στο στήθος της σοφίας του Θεού, (του Χριστού), κι έμαθες καλά τη γνώση του θείου Λόγου, οπότε με θεϊκό τρόπο φώναξες με βροντερή φωνή: Εν αρχή ην ο Λόγος. Είναι γνωστό βεβαίως σε όλους ότι τη μυστική αυτή γνώση του Θεού, το χάρισμα της θεολογίας, αποτύπωσε ο άγιος Ιωάννης κυρίως στον Ευαγγέλιό Του, το πιο πνευματικό θεωρούμενο από όλα τα Ευαγγέλια και το τελευταίο βιβλίο που γράφηκε από εκείνον σε βαθύτατο γήρας, όπως βεβαίως και στα άλλα βιβλία που μας άφησε, τα οποία κατανύσσουν βαθύτατα την καρδιά μας, τις τρεις καθολικές λεγόμενες επιστολές του (Α΄, Β΄, Γ΄ Ιωάννου) και ασφαλώς τη Θεία Αποκάλυψή Του.

Ο άγιος Ιωάννης χαρακτηρίζεται όμως και «ηγαπημένος» μαθητής του Κυρίου, όπως και άφοβος και άτρομος. Πράγματι, έτσι παρουσιάζεται στο άγιο Ευαγγέλιό του, διότι αγάπησε με πάθος τον Κύριο – μία αγάπη που συνιστά αφενός ανταπόκριση στην αγάπη Εκείνου αλλά και προκαλεί την επιπλέον ενέργεια της αγάπης Του. Θέλουμε να πούμε ότι κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει τον Χριστό παρά μόνον ανταποκρινόμενος σ’  Εκείνου την αγάπη: «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς», αλλά και η ανταπόκριση αυτή αυξάνει έτι πλέον τη χωρητικότητα της καρδιάς για να χωρέσει περισσότερο τον  Δημιουργό της Χριστό - ενώ ο Χριστός αγαπά εξίσου τους πάντες, κατά την αναλογία της ανταπόκρισης των ανθρώπων εισπράττουν αυτοί περισσότερο ή λιγότερο την αγάπη Του.

Ήταν ο άγιος ευαγγελιστής και ο πιο κοντινός μαθητής του Κυρίου, ίσως γιατί ήταν και συγγενής Του κατά σάρκα, κάτι που το βλέπουμε και στη Σταυρική Του θυσία. Μόνος αυτός παρευρέθηκε μαζί με την Παναγία Μητέρα του Κυρίου στον Σταυρό, γι’  αυτό και Εκείνος, λίγο πριν παραθέσει το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα, είπε στη Μητέρα Του: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», όπως και στον Ιωάννη: «Ιδού η Μήτηρ σου».  Έκτοτε ο Ιωάννης όντως έλαβε την Παναγία στο σπίτι του, μέχρις ότου Εκείνη εκοιμήθη. Το ατρόμητο του χαρακτήρα του εξάλλου ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο – ο ίδιος γράφει: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» - κάτι που το βλέπουμε και στο γεγονός ότι δεν εγκατέλειψε τον Κύριό του ούτε στιγμή, ήταν ο μόνος που Τον ακολούθησε και στην αυλή του αρχιερέα, την ώρα της ανακρίσεως, βρέθηκε κάτω από τον Σταυρό, όπως είπαμε, και όταν οι μαθητές έμαθαν από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου, ήταν ο πρώτος που έτρεξε «τάχιον του Πέτρου», προκειμένου να δει «ιδίοις όμμασι» το συγκλονιστικό γεγονός. Το ατρόμητο και γενναίο φρόνημα του αγίου καταγράφεται και σε περιστατικό, κατά το οποίο, όντας αυτός σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν διστάζει, έστω και με κίνδυνο της ζωής του,  να αναζητήσει έναν ληστή, που ο ίδιος τον είχε νεαρό μεταστρέψει στην πίστη, κάτι που το επέτυχε.

24 Σεπτεμβρίου 2025

«ΤΙ ΛΕΩ ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΑΡΑΧΗ»

«Κάποτε είπα στον Γέροντα Σιλουανό ότι οι Ρώσοι μοναχοί βρίσκονταν σε μεγάλη ταραχή, λόγω της τυραννίας των μπολσεβίκων στην ρωσική εκκλησία του Θεού. Τότε αυτός απήντησε: «Και εγώ στην αρχή είχα ταραχή γι’ αυτό το θέμα. Μετά όμως από πολλή προσευχή μου ήρθαν οι εξής λογισμοί: “Ο Κύριος αγαπά ανέκφραστα όλους”. Εκείνος γνωρίζει τα σχέδια όλων και τον καιρό του καθενός. Ο Κύριος επέτρεψε τον διωγμό στον ρωσικό λαό για κάποιο μελλοντικό καλό. Εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω ούτε να το σταματήσω. Αυτά λέω στους αδελφούς που έχουν ταραχή: “Εσείς μπορείτε να βοηθήσετε την Ρωσία μόνο με την προσευχή και την αγάπη. Μου μένει μόνο η προσευχή και η αγάπη. Ο θυμός και οι κραυγές εναντίον των άθεων δεν διορθώνουν τα πράγματα”» (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς).

Ένας άγιος Σέρβος, ο άγιος Νικόλαος, ομιλεί για έναν άλλον άγιο Ρώσο, μεγάλου βεληνεκούς, που ενέπνευσε και βοήθησε όχι μόνον εκείνον στην εποχή του, αλλά και χιλιάδες άλλους και τότε και μετέπειτα, και νομίζουμε όσο θα υπάρχει κόσμος: τον όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη. Δεν είναι δηλαδή μόνον ο μέγας κι αυτός όσιος Σωφρόνιος ο εν Άθω, κατεξοχήν βεβαίως αυτός, που μας γνώρισε μέσα από τα γραπτά του Σιλουανού τον φωστήρα αυτόν της Εκκλησίας, με το εμπνευσμένο βιβλίο του «Άγιος Σιλουανός ο εν Άθω», αλλά και πλήθος άλλων αγίων ασκητών που γνώρισαν τον όσιο Γέροντα ενόσω ζούσε και εξέφρασαν τη βεβαιότητά τους για την αγιότητά του. Ο ίδιος ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς θα σημειώσει μάλιστα: «Για τον εξαίσιο αυτόν μοναχό, τον Σιλουανό, μπορώ μόνο να πω: Ήταν γλυκειά ψυχή. Δεν αισθάνθηκα μόνο εγώ τη γλυκειά αυτήν ψυχή, αλλά και κάθε προσκυνητής του Άθω που έτυχε να συναντηθεί μαζί του». Και συμπληρώνει: «Ο Σιλουανός ήταν υψηλός, μεγαλόσωμος, με μεγάλη μαύρη γενειάδα και η εξωτερική του όψη δεν προδιέθετε αμέσως ευνοϊκά όποιον δεν τον γνώριζε. Αρκούσε όμως μια συνομιλία, για να αγαπήσεις αυτόν τον άνθρωπο… Μιλούσε για την άμετρη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και ενέπνε τον αμαρτωλό στο να κατακρίνει μόνος του αυστηρά τον εαυτό του».

Το πρόβλημα που έθεσε ο άγιος Νικόλαος στον όσιο Γέροντα ήταν τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στη Ρωσία με την επικράτηση των Μπολσεβίκων, αθέων στην ιδεολογία τους, και που επέφεραν τη δίωξη της Ρωσικής Εκκλησίας και των εκεί χριστιανών, με αποτέλεσμα βεβαίως την ταραχή όλων των Ρώσων μοναχών, και όχι μόνον, απανταχού της γης. Την ταραχή αυτή βεβαίωσε ότι βίωσε και ο άγιος σε πρώτη φάση όταν το έμαθε. Κι ήταν κάτι φυσικό: ως άνθρωπος που ζει στον ταραγμένο και ακατάστατο κόσμο τούτο λόγω της επικράτησης της αμαρτίας και του «κοσμοκράτορος» Πονηρού διαβόλου, δεν ήταν δυνατό να μην υποστεί τα κύματα της αθεḯας και την αναταραχή που αυτά προκαλούν. Κι ακόμη: πώς να μην ταραχτεί όταν μαθαίνει ότι χριστιανοί, και μάλιστα ομοεθνείς του, υφίστανται διωγμούς που μερικές φορές υπερβαίνουν σε σκληρότητα και αυτούς τους πρωτοχριστιανικούς διωγμούς; «Χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» προτρέπει το στόμα του Χριστού ο απόστολος Παύλος, ο οποίος ζούσε στην ύπαρξή του τα παθήματα όλου του κόσμου ως συνεπής μαθητής Εκείνου.

Αλλ’ αυτό σε πρώτη φάση. Διότι αμέσως αναδύεται η συνείδηση του γνησίου χριστιανού, όπως τη βλέπουμε στο σκεύος Χριστού όσιο Σιλουανό. Κάνει πολλή και έμπονη προσευχή για το πρόβλημα και ο Κύριος τον φωτίζει φέρνοντάς του τους ορθούς λογισμούς για την αντιμετώπισή του. Ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού διά στόματος του προφητάνακτα Δαυίδ - «Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς Σε ήρα την ψυχή μου» (προσευχήθηκα σε Σένα Κύριε να μου γνωρίσεις τον δρόμο που πρέπει να πορευτώ) – αυτό κάνει και ο Γέροντας. Και ποιος ο φωτισμός; Η πλήρωση της συνείδησής του από την αγάπη και την πρόνοια του Θεού. Αγάπη που εκτείνεται με τρόπο ανέκφραστο σε όλους, πιστούς και απίστους, εχθρούς και φίλους. Και κατανοεί ο όσιος: ο Κύριος που μας αγαπά έχει κάποιο σχέδιο, που μπορεί εγώ να μην το καταλαβαίνω τώρα, όμως αυτό υφίσταται. Έτσι δεν λειτουργεί κάθε άγιος του Θεού; Λόγω της καθαρότητας του νου και της καρδιάς του έχει ανοικτούς τους οφθαλμούς να ορά αδιάκοπα τον Κύριο. «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον». Υπάρχει κάτι σε όλη τη δημιουργία, απαρχής και όσο θα υπάρχει κόσμος, είτε άνθρωποι είτε η όλη φύση, ακόμη είτε άγγελοι είτε δαίμονες, εκτός της άκτιστης ενέργειας του Θεού, η οποία ουσιοποιεί και ζωοποιεί τα πάντα; Και μάλιστα στον άνθρωπο δίνει και τη σοφία, στον δε χριστιανό εν επιγνώσει άνθρωπο δίνει και τη δυνατότητα της θέωσης. «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός» που ομολογεί ο απόστολος Παύλος πάλι, «Αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν κατά πάντα». Κάθε τι δηλαδή στη δημιουργία, πνευματική και υλική, υφίσταται γιατί είναι προσωπικά παρών ο Δημιουργός Πατέρας, έστω κι αν αυτό είναι μία πέτρα, ένα φυτό, ένα λουλούδι, ένα πουλάκι τ’ ουρανού, πολύ περισσότερο ο άνθρωπος.

Η ταραχή λοιπόν της πρώτης φάσης στον άγιο Σιλουανό μεταποιείται με τη χάρη του Θεού σε δοξολογική διάθεση, γιατί βλέπει ότι ακόμη και στον διωγμό λειτουργεί η αγάπη Του που απλώς ο ίδιος εκείνη τη στιγμή δεν καταλαβαίνει. Ό,τι δεν κατανοούμε όμως από τον τρόπο δράσεως του Θεού δεν σημαίνει ότι ακυρώνει την πρόνοιά Του και την αγάπη Του. Ποιος για παράδειγμα μπορούσε, έστω και άγγελος, να κατανοήσει το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου; Να έρθει ο Ίδιος ο Δημιουργός ως άνθρωπος και μάλιστα ως απλό βρέφος που θα έφτανε στο σημείο να σταυρωθεί υπέρ του κόσμου; Ο νους, έστω και αγγελικός, σιωπά μπροστά στο μυστήριο. Αλλά μυστήριο δεν είναι και η συνέχεια του Σταυρού του Κυρίου μέσα από τα παθήματα του σώματός Του της Εκκλησίας; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» απεκάλυψε το αψευδές στόμα Του. Και στην προκειμένη περίπτωση της δίωξης της Ρωσικής Εκκλησίας την εποχή εκείνη ενεργείται το μυστήριο το σταυρικό. Και κάνει εντύπωση με τον άγιο Σιλουανό. Δεν ονοματίζει αυτό που πολλοί έχουν επισημάνει: ο διωγμός ήταν καρπός των αμαρτιών των εκκλησιαστικών ανθρώπων – τον επέτρεψε ο Θεός «διά τας αμαρτίας ημών». Προτιμά, χωρίς να το διαγράφει, να βλέπει το βάθος, το μελλοντικό καλό, «τον τοκισμό» από τους πειρασμούς που λέει και ο άγιος Παϊσιος.

Οπότε, μέσα στο πλαίσιο του «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» ο άγιος Σιλουανός, ο οποίος είχε μεταθέσει όλη την ύπαρξή του στον Κύριο και ζούσε ως συνέχειά Του, ως κλαδί στο αμπέλι Του, ως Εκείνος μέσω αυτού, δεν βλέπει κάτι άλλο για δράση πέρα της προσευχής και της αγάπης. Η προσευχή και η αγάπη είναι τα μόνα που μπορούν να βοηθήσουν κάθε άνθρωπο, ιδίως μάλιστα τον εμπερίστατο λαό, όπως η Ρωσία της εποχής εκείνης. Ο Κύριος δηλαδή που επέτρεψε για κάποιο μελλοντικό καλό τη δοκιμασία των διωγμών, που σημαίνει ότι Αυτός έχει διαρκώς την πρωτοβουλία των κινήσεων, ο Ίδιος είναι Εκείνος που μπορεί να επέμβει όταν πιστοί Του άνθρωποι αρχίζουν όχι να ταράζονται αλλά να μένουν στην αγάπη Του: την προσευχή προς Αυτόν και την αγάπη στον συνάνθρωπο. Με άλλα λόγια το ζητούμενο για τον όσιο του Θεού είναι η ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η παραμονή του πιστού στις άγιες εντολές και το θέλημά Του, έστω και οδυνηρό γι’ αυτόν, γιατί είναι ο μόνος δρόμος  - «αυτός μου μένει» - για να λειτουργεί ως μέλος Χριστού. Αυτή είναι η απόλυτη προτεραιότητα που συνιστά και τον σκοπό της ζωής του. Διαφορετικά, αν ο άνθρωπος, έστω και πιστός, θυμώνει και κραυγάζει, όχι μόνο δεν διορθώνει τα πράγματα, αλλά περιπίπτει ακριβώς στην παγίδα που έχουν περιπέσει οι άθεοι, εξομοιώνεται προς αυτούς, γίνεται έρμαιο και αυτός του πονηρού, στην ουσία διαγράφει την αποκάλυψη του Κυρίου και το περιπατείν εν Αυτώ.

Ο άγιος Σιλουανός με τα λόγια και τη στάση του το έδειξε μέσα στην «αφάνειά» του περίτρανα: είσαι χριστιανός ενωμένος με τον Κύριο ως μέλος Του; «Οφείλεις καθώς Εκείνος περπάτησε στον κόσμο κι εσύ αντιστοίχως το ίδιο να περπατάς». Σε οτιδήποτε μας συμβαίνει στον κόσμο να προσπαθούμε να βλέπουμε το βάθος, τον σκοπό – πάντοτε καλό μέσα στην αγάπη του Θεού – και να παραμένουμε στην αρτιότητα που μας δώρισε ο Κύριος: να είμαστε «ολόκληροι» μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς. Η διακράτηση της ολοκληρίας αυτής είναι ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή μας, γιατί μας καθιστά αιώνιους. Αν δεν το κάνουμε, η ταραχή και η ακαταστασία του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου γίνονται και τα δικά μας χαρακτηριστικά.