27 Ιανουαρίου 2023

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«Αυτός ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν καταφρονούσε το δίκαιο ανάλογα με τα πρόσωπα, αλλά έλεγχε και την ίδια τη βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες που γίνονταν από αυτήν, δύο φορές εξορίζεται και πάλι ανακαλείται. Για τρίτη και τελευταία φορά στέλνεται στην Κουκουσό της Αρμενίας. Από εκεί οδηγείται στην Αραβισσό, έπειτα στην Πιτυούντα, περιοχές όχι μόνον έρημες και με έλλειψη των αναγκαίων, αλλά που πολιορκούνταν πάντοτε και από τους γειτονεύοντες Ίσαυρους. Εκεί λοιπόν στην Πιτυούντα ο ένσαρκος άγγελος Ιωάννης καλείται από τον Δεσπότη όλων Χριστό μέσω του Πέτρου και του Ιωάννου, των ιερών αποστόλων, και μεταβαίνει προς τις αιώνιες σκηνές, ενώ το άγιο λείψανό του κατατίθεται στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τους αγίους μάρτυρες Βασιλίσκο και Λουκιανό, όπως του το φανέρωσαν οι ίδιοι σε νυκτερινό όνειρο. Επειδή δε μετά από λίγο και ο βασιλιάς Αρκάδιος, όπως και η γυναίκα του Ευδοξία πέθαναν, έγινε δε βασιλιάς ο υιός τους Θεοδόσιος, ενώ και ο Πρόκλος ο μαθητής και υπηρέτης του αγίου Χρυσοστόμου με κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης, κατά το τέταρτο έτος της ιεραρχίας του πείθει ο μακάριος Πρόκλος τον βασιλιά Θεοδόσιο και στέλνει εκείνος στρατιώτες για την ανακομιδή του ιερού λειψάνου. Ο άγιος όμως δεν έδινε τον εαυτό του και έμενε ακίνητος, γι’ αυτό και ο βασιλιάς τον παρακαλεί με επιστολή, η οποία περιείχε τα εξής:

Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου, Προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και Πνευματικό Πατέρα, Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Θεοδόσιος βασιλεύς. «Επειδή νομίσαμε, τίμιε Πάτερ, ότι το σώμα σου είναι νεκρό, όπως συμβαίνει και με τους άλλους ανθρώπους, θελήσαμε με απλότητα να το μετακομίσουμε και να το φέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό δικαίως  και λαθέψαμε στον σκοπό μας. Αλλά συ όμως, τιμιώτατε Πάτερ, συγχώρησέ μας τώρα που καταλάβαμε το λάθος μας, συ που δίδαξες σε όλους τη μετάνοια. Και σαν σε παιδιά που αγαπούν τους πατέρες τους δώσε μας πίσω τον εαυτό σου και εύφρανε αυτούς που σε ποθούν με την παρουσία σου». Όταν πήγαν λοιπόν την επιστολή στον άγιο και την έθεσαν πάνω στη σορό του, αμέσως εκείνος άφησε να τον πάρουν, οπότε οι απεσταλμένοι σήκωσαν τη σορό χωρίς κόπο. Μόλις έφτασαν αντίπερα από την Πόλη, φθάνει μεν ο βασιλιάς και όλη η σύγκλητος και ο πατριάρχης μαζί με τον κλήρο, ενώ βάζουν τη σορό, που είχε το σώμα του αγίου,  μέσα στο βασιλικό πλοίο. Έπεσε όμως καταιγίδα και τα μεν υπόλοιπα πλοία διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη, εκείνο δε στο οποίο ήταν το σώμα του αγίου, πήγε και άραξε στον αγρό της χήρας. Εκείνης της χήρας, την οποία αδίκησε η Ευδοξία, όταν άρπαξε τον αμπελώνα της. Κι επειδή ελέγχθηκε τότε από τον άγιο τον εξόρισε. Όταν αποδόθηκε λοιπόν ο αγρός στη χήρα, αμέσως έγινε γαλήνη στη θάλασσα, και πρώτα μεν το πλοίο οδηγείται στον ναό του αποστόλου Θωμά, στην περιοχή του Αμαντίου, έπειτα στον ναό της αγίας Ειρήνης, όπου και τον έβαλαν πάνω στο σύνθρονο, οπότε όλοι φώναξαν δυνατά: «Πάρε πίσω τον θρόνο σου, άγιε». Ύστερα, αφού εναποτέθηκε η σορός σε βασιλικό όχημα, φέρεται προς τον περιώνυμο ναό των Αποστόλων. Εκεί μόλις τοποθετήθηκε στην ιερά καθέδρα, φώναξε στο Ποίμνιο το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα τον έθεσαν κάτω από τη γη, μέσα στο άγιο Βήμα, όπου τώρα βρίσκεται. Καθώς τελείτο δε η θεία Λειτουργία, γίνονταν θαυμάσια μεγάλα , μεταξύ των οποίων και αυτό: Κάποιος άνδρας δηλαδή, που έπασχε από αρθρίτιδα και δεν μπορούσε να εργαστεί, σχεδόν παντελώς ακίνητος, όταν άγγιξε τη σορό, αμέσως θεραπεύτηκε εντελώς από την αρρώστια του. Έτσι γνωρίζει ο Θεός να δοξάζει αυτούς που σε όλη τη ζωή τους δοξάζουν Αυτόν. Τελείται δε η Σύναξή του στον πάνσεπτο Ναό των αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκεται και το ιερό του σώμα, κάτω από το Θυσιαστήριο».


Οι ύμνοι της Εκκλησίας με αφορμή την ανακομιδή του ιερού λειψάνου του μεγάλου Πατρός Ιωάννου του Χρυσοστόμου μας υπενθυμίζουν αυτό που προβάλλει πάντοτε η Εκκλησία εξαφορμής οποιασδήποτε αναφοράς της στον μεγάλο αυτόν άγιο: το κήρυγμα της μετανοίας. Διότι έτσι κυρίως χαρακτηρίζεται ο ιερός Χρυσόστομος: «κήρυξ της μετανοίας». Ο άγιος κηρύσσει εκείνη τη μετάνοια στον πιστό λαό, η οποία προϋποθέτοντας την άπειρη αγάπη του Θεού προς αυτόν, γίνεται η μεγαλύτερη παρηγοριά του, εκείνη που του «σφουγγίζει οποιαδήποτε υγρότητα  της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καρδιές που έχουν καεί από την αμαρτία». «Ας τιμήσουμε με επάξιο τρόπο τον χρυσό στους λόγους Ιωάννη, τον κήρυκα της μετάνοιας, το πάγχρυσο σφουγγάρι που παίρνει την υγρότητα της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καμένες από τις αμαρτίες καρδιές». Και πρέπει να προσέξουμε: ο άγιος δεν αμνηστεύει τις αμαρτίες ούτε υποβαθμίζει τις κακές της συνέπειες στο να αλλοιώνουν την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει τούτο εκείνος που υπήρξε «ο ποιμήν ο καλός και του αρχιποίμενος Χριστού μαθητής», δηλαδή εκείνος που τόνιζε ότι «διά της αμαρτίας ο θάνατος» και «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν»;

Εκείνο όμως που τονίζει και διαπρυσίως κηρύσσει είναι ότι μπορεί κάποιος να έχει αμαρτήσει με πολλά και μεγάλα αμαρτήματα, όμως τα αμαρτήματα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν ισοστάσια της αγάπης του Θεού. Τίποτε δεν είναι σαν εκείνην, διότι η Αυτοαγάπη, ο ίδιος ο Θεός,  τόσο μας αγάπησε, ώστε έπαθε και θυσιάστηκε για εμάς τους ανθρώπους, παρέχοντάς μας τη συγχώρηση. Αρκεί βεβαίως να θέλουμε κι εμείς τη συγχώρηση αυτή, δηλαδή να μετανοούμε - η όλη προσφορά του Θεού υπάρχει άπειρη και αιώνια, μένει όμως ανενέργητη χωρίς και τη δική μας θέληση. Αυτό τόνιζε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος ενόσω ζούσε, αλλά και το ίδιο κηρύσσει και μετά θάνατον, γινόμενος έτσι ο μεγαλύτερος παρηγορητής των ανθρώπων.  Ο άγιος Θεοφάνης με πολλή ενάργεια και σαφήνεια μας το επισημαίνει: «Αν και είσαι νεκρός μέσα στον τάφο, όμως  ως ζωντανός μέσα στον κόσμο, Χρυσόστομε, κηρύσσεις και γράφεις τη μετάνοια, δίνοντας την εγγύηση της συγχώρησης γι’ αυτούς που μετανοούν με θερμό τρόπο».

Και οι δύο υμνογράφοι – διότι εκτός του Θεοφάνη και ο άγιος Ιωσήφ έγραψε για τον μεγάλο Πατέρα - εμμένουν σε ό,τι εξίσου  προβάλλει η σημερινή εορτή: τη ζωντάνια του και μετά θάνατον. Δεν είναι μόνον το παραπάνω τροπάριο που τονίζει την αλήθεια αυτή, αλλά και όλη η υμνογραφία τους κινείται πάνω στη γραμμή αυτή, όπως άλλωστε φάνηκε και από το συναξάρι. Για παράδειγμα: «Ο Χρυσόστομος δίδαξε και πάλι με σαφήνεια τους βασιλείς ότι μολονότι νεκρός δεν υπέστη νέκρωση. Διότι αφού απείθησε την πρώτη φορά στα προστάγματά τους, δηλαδή να  φέρουν το λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη, τη δεύτερη φορά, με τις δεήσεις τους επανήλθε».  Για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας σήμερα κηρύσσει τη νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο. Νίκησε ο Χριστός, συνεπώς κάθε άνθρωπος, όταν είναι αληθινά πιστός, νικά και αυτός. Ο θάνατος θεωρείται μετά τον ερχομό του Χριστού ως απλό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Ουσιαστικά δεν υφίσταται. Και τα άγια λείψανα στην Εκκλησία μας είναι μία ισχυρή κραυγή της αλήθειας αυτής, την οποία ζούμε οι πιστοί και την χαιρόμαστε ιδίως σε εορτές ανακομιδής λειψάνων, σαν του αγίου Χρυσοστόμου σήμερα.

26 Ιανουαρίου 2023

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 



Η ΕΓΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΞΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

«Ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου ἐπαγρυπνῶν, ἐφ’ ὁμοίοις τε τρόποις παῖδας τούς σούς ρυθμίζων, μακάριε Ξενοφῶν, καί τήν σύζυγον, σύν αὐτοῖς τά ἄνω κληροῦσαι βασίλεια, πειρασμῶν παντοίων λιπών τό κλυδώνιον˙ ὅθεν εὐφημοῦμεν εὐσεβῶς ὑμᾶς πάντας καί πόθῳ γεραίρομεν καί πιστῶς ἀνακράζομεν˙ Θεοφόροι πανόλβιοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν» (κάθισμα όρθρου).

(Ξαγρυπνώντας στις εντολές του Δεσπότου Χριστού και ρυθμίζοντας τα παιδιά σου και τη σύζυγό σου στον ίδιο τρόπο ζωής, μακάριε Ξενοφών, μαζί μ’ αυτούς απέκτησες κλήρο στη Βασιλεία του Θεού, αφού άφησες πίσω σου τα κύματα των διαφόρων πειρασμών. Γι’ αυτό και σας υμνολογούμε ευσεβώς όλους σας και σας δοξολογούμε με πόθο και με πίστη φωνάζουμε δυνατά: Θεοφόροι μακάριοι, πρεσβεύσατε στον Χριστό τον Θεό μας, να δωρίσει σ’ εμάς που εορτάζουμε με πόθο την αγία μνήμη σας την άφεση των αμαρτιών μας).

Πλούσιος με μεγάλη περιουσία ο όσιος Ξενοφών ζούσε με πίστη στον Θεό μαζί με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Κι είναι από τους ανθρώπους που έδειξαν ότι ναι μεν είναι πολύ δύσκολη η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού όταν κανείς έχει μεγάλη περιουσία, κατά τον λόγο του Κυρίου: «πόσο δύσκολα οι πλούσιοι θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι ένα καραβόσχοινο να περάσει από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού», δεν είναι όμως τούτο τελικώς ακατόρθωτο. Διότι το θέμα δεν είναι το έχειν και το βιος του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτό. Κι ο όσιός μας διαχειρίστηκε την περιουσία του κατά τρόπο όντως θεάρεστο: κάλυπτε βεβαίως τις ανάγκες της οικογενείας του, αλλά παράλληλα με πόθο καρδιάς κάλυπτε και τις ανάγκες των φτωχών συνανθρώπων του, όπως και εκείνων που έβλεπε πλούσια τη χάρη του Θεού σ’ αυτούς: των πτωχών καλογέρων που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο κάθε καλόγερος έβρισκε κατάλυμα στη φιλόξενη κατοικία του, όπως και ο οποιοσδήποτε αναγκεμένος, δείχνοντας έτσι ο Ξενοφών ότι βρίσκεται στον κόσμο ως ένας δεύτερος Αβραάμ.

Κι ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης μάς επισημαίνει με τον πιο καθαρό τρόπο τι συνιστούσε αγία βιοτή του Ξενοφώντα και κατ’ επέκταση και όλης της οικογενείας του: ο αγώνας του να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου: όχι απλώς είχε την έγνοια να πορεύεται κατά τις εντολές, αλλά ξαγρυπνούσε πάνω σ’ αυτές, που σημαίνει ότι αυτή ήταν η προτεραιότητά του νυχθημερόν. Ξεκινώντας η ημέρα του αλλά και κλείνοντας το βράδυ του ο νους του ήταν προσκολλημένος στον λόγο του Κυρίου, ώστε να τον κάνει πράξη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος το εξαγγέλλει: «η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία», δηλαδή στην κίνηση του ανθρώπου να εφαρμόζει τον λόγο του Θεού ανοίγονται τα μάτια του για να θεάται, να βλέπει την παρουσία Εκείνου στη ζωή του.

Κι ο υμνογράφος προσθέτει: στον τρόπο της ζωής αυτής προσπαθούσε να συντονίσει, να ρυθμίσει και τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Όχι ασφαλώς με τρόπο «στανικό», με το ζόρι. Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι ξεφεύγει και ο ίδιος από τις εντολές του Κυρίου που επιτάσσουν την ταπείνωση και την αγάπη – η ταπείνωση και η αγάπη τοποθετούν τον άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό έναντι του όποιου συνανθρώπου του, ιδίως δε των οικείων και συγγενών του. Αλλά με το παράδειγμά του, χωρίς πολλά ή περιττά λόγια. Φανταζόμαστε τον δίκαιο Ξενοφώντα να ομιλεί με τη σύζυγό του γεμάτος ευγένεια, να παίζει με τα παιδιά του και να τα διαπαιδαγωγεί γεμάτος υπομονή και χιούμορ, να υπηρετεί μαζί τους τους φτωχούς και τους δυσκολεμένους αδελφούς. Γι’ αυτό και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε για την οικογένεια ως μαγνήτης – ήταν το «κεφάλι» που όλοι ήταν στραμμένοι προς αυτό. Γιατί; Διότι έβλεπαν ό,τι πιο καλό και ευχάριστο, όπως όταν βλέπει κανείς τον ίδιο Χριστό παρόντα στη ζωή του. Έτσι δεν γίνεται «αρχηγός» ο πατέρας στην οικογένεια; Αυτή δεν είναι και η ερμηνεία της «κεφαλής» για τη γυναίκα του άνδρα, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου; Όπως κεφαλή για το σώμα Του την Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Κύριος: με τη θυσιαστική αγάπη Του απέναντι σ’ αυτήν!

Ο όσιος Ξενοφών είναι το άμεσο παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η χριστιανική οικογένεια και τι σημαίνει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Μας δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τι ήθελε να πει και στις ημέρες μας ο άγιος μέγας Πορφύριος, όταν διαρκώς επεσήμαινε ότι τα προβλήματα των παιδιών στην οικογένεια και στην κοινωνία μας είναι κυρίως προβλήματα των γονέων. Γονιός, έλεγε, που έχει ως προτεραιότητα τον αγιασμό του είναι αυτός που θα έχει και μία ευλογημένη οικογένεια, που τα παιδιά του – ακόμη κι αν αποκλίνουν κάποια στιγμή – θα μεγαλώσουν χωρίς ψυχολογικά προβλήματα και πάντα θα έχουν μπροστά στα μάτια τους ως πολικό αστέρι τον Κύριο!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

«Ο όσιος Ξενοφών ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μεγάλη υλική περιουσία, αλλά και μεγάλη κατά Θεόν ευσέβεια. Απέστειλε λοιπόν τους δύο υιούς του στην πόλη της Βηρυτού, μία από τις πόλεις της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να μάθουν νομικά. Επειδή όμως το πλοίο που τους μετέφερε ναυάγησε, βγήκε αυτός μαζί με τη γυναίκα του σε αναζήτησή τους. Πράγματι βρήκε τα παιδιά του στα Ιεροσόλυμα, αλλά τα βρήκε ντυμένα το μοναχικό σχήμα, οπότε παρακινήθηκε και ο ίδιος με τη γυναίκα του να ακολουθήσουν και αυτοί τον μοναχικό βίο. Και τόσο πολύ πρόκοψαν στην αρετή, ο Ξενοφών, η γυναίκα του και τα παιδιά του, ώστε να αξιωθούν να κάνουν και θαύματα. Ευαρέστησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους τον Θεό και εξεδήμησαν προς Αυτόν».

Οι όσιοι Ξενοφών, Μαρία η σύζυγός του και τα παιδιά τους Αρκάδιος και Ιωάννης αγωνίστηκαν ολοκάρδια να τηρήσουν τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό και κέρδισαν τη Βασιλεία του Θεού – μία αλήθεια που τονίζει πολλές φορές η Εκκλησία μας σήμερα, διά γραφίδος του αγίου υμνογράφου Θεοφάνη. «Βαδίζοντας με ζήλο την οδό των εντολών σου ο δούλος σου, Δέσποτα, κατάκτησε τις μονές εκείνες που υποσχέθηκες, επειδή αγωνίστηκε με πόθο για την αιώνια ζωή». «Αγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, μακάριε Ξενοφών». Κι αυτός ο αγώνας του ήταν εκείνος που τον έκανε (όπως βεβαίως και την οικογένειά του) να τιμηθεί με τις πιο λαμπρές αξίες που οδηγούν από την πράξη στη θεωρία. «Τιμημένος με τις πιο λαμπρές αξίες, διέπρεψες στον γεμάτο φως τρόπο ζωής σου. Διότι την πράξη την ανέδειξες σε σκαλοπάτι για τη θεωρία».

Είναι γνωστό: η πίστη και η αγάπη ως εντολές του Κυρίου είναι ο δρόμος του χριστιανού, ο δρόμος της αγιότητας. Ο άγιος υμνογράφος  αυτό μας θυμίζει για τον όσιο Ξενοφώντα και τη συνοδεία του: πορεύτηκαν πάνω στην εν πίστει  αγάπη, που φανερωνόταν κυρίως με την ελεημοσύνη τους. «Λάμποντας, λάμπρυνες τον εαυτό σου από τα αξιώματα της ψυχής, την ελεημοσύνη και την πίστη». Η φράση «αξιώματα ψυχής» δεν πρέπει να παρέλθει ασχολίαστη. Ο υμνογράφος εδώ μας αποκαλύπτει ότι τηρώντας κανείς την πίστη και την ελεημοσύνη, δηλαδή την αγάπη, αποκτά αξιώματα, γίνεται αξιωματούχος. Η πίστη και η ελεημοσύνη είναι, μας λέει, τα πραγματικά αξιώματα του ανθρώπου. Όχι αυτά που θαυμάζουν οι πολλοί, τα επίγεια και κοσμικά αξιώματα, αλλά τα ψυχικά και πνευματικά, συνεπώς αυτά που μπορεί να αποκτήσει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να θελήσει και να προσπαθήσει.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως διατυπώνει και κάτι σ’ αυτό που γράφει για την τήρηση των εντολών του Χριστού από τον όσιο Ξενοφώντα, το οποίο είναι εξόχως ενδιαφέρον και επίκαιρο για κάθε εποχή, κυρίως όμως την δική μας. «Ξαγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, όπως και ρύθμιζες στους όμοιους με σένα τρόπους τα παιδιά σου, μακάριε Ξενοφών». Ο άγιος δηλαδή ένιωθε την ευθύνη του και ως γονιός. Δεν έλεγε ότι  αγωνίζεται μόνον για τον εαυτό του ή, ακόμη χειρότερα, δεν πίστευε ότι η ευθύνη του εξαντλείται στο να καλύψει τις σωματικές, βιοτικές και μορφωτικές  ανάγκες των παιδιών του. Χωρίς να υποβαθμίζει και αυτήν την προσφορά του – είδαμε και στο συναξάρι ότι έστειλε τα παιδιά του στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά – η έγνοια και η πρώτιστη φροντίδα του ήταν η ρύθμιση των παιδιών του στις εντολές του Κυρίου: να πιστεύουν σωστά στον Θεό και να αγαπούν τον συνάνθρωπό τους. Πώς όμως; Όχι τόσο με τα λόγια, όσο με το προσωπικό του παράδειγμα. «Επαγρυπνών ο ίδιος στις εντολές». Είναι άλλωστε γνωστό: λόγια χωρίς παράδειγμα είναι λόγια κενά, άσαρκα και ανούσια.  Είναι μία υποκρισία, που το μόνο που καρποφορούν είναι η αντίδραση και η ανυπακοή.

25 Ιανουαρίου 2023

Ο ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ ΑΥΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Η σημερινή εορτή δίνει την ευκαιρία να σχολιάσουμε δι’ ολίγων τη θεολογική προσφορά του μεγάλου Πατέρα και οικουμενικού Διδασκάλου της Εκκλησίας, αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος με τη ζωή και τη διδασκαλία του βοήθησε στη συνειδητοποίηση του ποιο είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Άγιον Πνεύμα. Ιδιαιτέρως μας καθοδηγεί το απολυτίκιο του αγίου. «Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας. Ως γαρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι. Αλλά  πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, πάτερ Γρηγόριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών» (Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου νίκησε τις σάλπιγγες των ρητόρων. Διότι καθώς εκζήτησες τα βάθη του αγίου Πνεύματος, σου προστέθηκε από τον Θεό και η ομορφιά του λόγου. Αλλά πρέσβευε στον Χριστό τον Θεό, πάτερ Γρηγόριε, να σωθούν οι ψυχές μας).

 1. (α) «Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας». Ποιοι ήταν αυτοί οι ρήτορες που σάλπιζαν κατά της πίστεως της Εκκλησίας την εποχή του αγίου Γρηγορίου; Ήταν οι λεγόμενοι Πνευματομάχοι, εκείνοι δηλαδή που αρνούνταν τη θεότητα του αγίου Πνεύματος, μετά μάλιστα τη διατράνωση της πίστεως της Εκκλησίας περί του Ιησού Χριστού ως ομοουσίου του Πατρός. Και οι αιρετικοί αυτοί διαβαθμίζονταν ανάλογα με την ένταση της αμφισβήτησής τους. «Δεν είναι το άγιον Πνεύμα Θεός, έλεγαν, αλλά μία δύναμη του Θεού».

(β) Και μιλάει για σάλπιγγες των ρητόρων και για ρήτορες, γιατί φώναζαν  και δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στην πίστη, ενώ χρησιμοποιούσαν ως επιχειρήματα τα λόγια όχι του Ευαγγελίου, μα των κοσμικών ρητόρων με τα τεχνάσματα της ανθρώπινης λογικής.

2. Αλλά ο Θεός διάλεξε την εποχή εκείνη τον άγιο Γρηγόριο προκειμένου να αντιπαρατάξει στη τεχνολογία των αιρετικών Πνευματομάχων τη θεολογία της Εκκλησίας Του. Διότι ο μέγας Πατήρ θεολογούσε και δεν τεχνολογούσε, που σημαίνει πως αφενός ό,τι έλεγε ήταν ο λόγος του Θεού και όχι ο σκοτεινιασμένος τεχνικός ανθρώπινος λόγος, αφετέρου, ακριβώς γι’ αυτό, μιλούσε στην καρδιά του λογικού ποιμνίου του, δημιουργώντας συνθήκες ηρεμίας και μετανοίας, όπως και ο βοσκός με τον αυλό του γλυκαίνει τις ακοές των προβάτων του, τα οποία γνωρίζουν ποιος είναι ο ποιμένας τους. Και τι είπε ο άγιος Πατέρας; Εκφράζοντας τη ζωή της Εκκλησίας μαρτύρησε την αλήθεια ότι το Άγιον Πνεύμα δεν είναι μία δύναμη απλώς του Θεού, αλλά το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Ίδιο Θεός με τα άλλα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού, το Οποίο εκπορεύεται, κατά την αποκάλυψη του Κυρίου, από τον Θεό Πατέρα και στέλλεται στον κόσμο από τον Υιό φανερώνοντας Αυτόν στις καρδιές των ανθρώπων.

 Το επιχείρημα του ιερού Πατρός ήταν ατράνταχτο: αν το Άγιον Πνεύμα δεν είναι Θεός, τότε πώς μπορεί να μας φανερώνει τον Θεό και να μας κάνει κι εμάς Θεούς κατά χάριν; Κανείς δεν μπορεί να προσφέρει αυτό που δεν έχει. Το Άγιον Πνεύμα μάς αποκαλύπτει τον Θεό, γιατί ακριβώς είναι το Ίδιο Θεός. Λοιπόν κατέληγε λίγο προκλητικά ο άγιος με τον φωτισμό του Θεού: αν δεν είναι Θεός το Πνεύμα, ας πάει πρώτα να θεωθεί κι έπειτα ας θεώσει κι εμάς! Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε ότι τα πάντα στην Εκκλησία: η πίστη, η αγάπη, τα μυστήρια, η πνευματική ζωή, υφίστανται και υπάρχουν με την ενέργεια του Αγίου αυτού Πνεύματος. Αν ο Χριστός έτσι αποτελεί την κεφαλή της Εκκλησίας, το Άγιον Πνεύμα συνιστά την ψυχή της. Και πράγματι η Εκκλησία μας διά της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (381) επικύρωσε τη θεολογία αυτή του αγίου Γρηγορίου, με αποτέλεσμα να συμπληρώσει το Σύμβολο της Πίστεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας (325).

3. Το απολυτίκιο όμως μας εξηγεί το πώς ο άγιος Γρηγόριος έγινε «σκεύος εκλογής» του Θεού και μάλιστα χαρακτηρίσθηκε ως ο δεύτερος θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον πρώτο, τον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή. «Ως γαρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι». Ζήτησες τα βάθη του Πνεύματος και σου προστέθηκαν και τα κάλλη του λόγου.

(α) Εκζήτησε λοιπόν τα βάθη του Αγίου Πνεύματος ο άγιος. Σκοπός του δηλαδή ήταν η γνώση του Θεού, με την έννοια της σχέσεως και της εμπειρίας του Θεού. Και η εμπειρία αυτή αποκτάται με το ίδιο το Άγιον Πνεύμα. Ζήτησε να αποκτήσει το Πνεύμα του Θεού, γι’ αυτό αφιερώθηκε στον Θεό, («δει σχολάσαι και γνώναι Θεόν»: πρέπει να αφιερωθεί κανείς στον Θεό για να γνωρίσει τον Θεό, είναι μία δική του φράση), καθαρίζοντας τον εαυτό του από κάθε τι αμαρτωλό. Κι αυτό γιατί ο καθαρός και άγιος Θεός μόνο στον καθαρό και άγιο άνθρωπο μπορεί να αποκαλύπτεται. Όπως διαρκώς το επισημαίνουν οι προσευχές της Θ. Λειτουργίας: Ο Θεός είναι ο άγιος που επαναπαύεται στις καρδιές των αγίων («ο εν αγίοις αναπαυόμενος»).

(β) Και την εμπειρία του Πνεύματος του Θεού που απέκτησε μπόρεσε να την κάνει λόγο και να τη διατυπώσει, γιατί του χαρίστηκε το κάλλος του λόγου, επειδή προφανώς ο νους του είχε την ανάλογη δεκτικότητα. Και το λέμε αυτό, γιατί πολλοί άγιοι απέκτησαν εμπειρία του Θεού, αλλά δεν είχαν όλοι το χάρισμα της σοφίας ως δυνατότητας εκφράσεως της εμπειρίας τους από τη γνώση του Θεού.

 Είμαστε ευγνώμονες στον άγιο Γρηγόριο, ο οποίος μάς βοήθησε στη σχέση μας με τον Θεό. Αλλά ασφαλώς απείρως περισσότερο είμαστε ευγνώμονες στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος χαρίτωσε κι αυτόν τον άγιό Του για την προσφορά του αυτή. Κι είναι σαν να μας φωνάζει και σήμερα ο άγιος: σκοπός της ζωής δεν είναι απλώς να είμαστε καλοί άνθρωποι ή να περάσουμε ανώδυνα τα όποια χρόνια της εδώ ζωής μας. Σκοπός μας είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή η ορθή εκκλησιοποίησή μας, με την έννοια ασφαλώς της ενεργοποίησης στην καθημερινότητά μας της ήδη δοσμένης σε εμάς διά του αγίου βαπτίσματος χάρης του Θεού. Ό,τι με άλλα λόγια μάς έχει δοθεί εν σπέρματι: το Πνεύμα του Θεού, αυτό και να το καλλιεργήσουμε και να το αυξήσουμε, «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν».

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

 



Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός, (γεννήθηκε περί το 329/30), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε  ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381). Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένια του δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».

Και οι δύο υμνογράφοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο άγιος Θεοφάνης και ο άγιος Κοσμάς ο Μαϊουμά, κυριολεκτικά δεν φείδονται επαίνων και εγκωμίων, προκειμένου να τονίσουν την υψηλότατη κορυφή της θεολογίας, τον άγιο Γρηγόριο. Δεν είναι μόνο ότι τον χαρακτηρίζουν, εκφράζοντας τη συνολική θέση της Εκκλησίας μας, ως «Πατέρα Πατέρων και Ποιμένα Ποιμένων και δόξαν Πιστών και φωστήρα Ιερέων και οικουμένης το κλέος», αλλά ακόμη, επιμένοντας στη θεολογική συμβολή του, τον  ονομάζουν «Θεολόγον τον δεύτερον και μύστην της θείας ελλάμψεως», «τον δεύτερον Επιστήθιον, τον του Λόγου αυτόπτην, τοις δόγμασι γενόμενον» (αυτόν που έγινε με τα δόγματά του δεύτερος επιστήθιος φίλος του Χριστού, σαν τον Ιωάννη τον αυτόπτη του Λόγου),  «Τριαδικόν Θεολόγον», «Θεολογίας Θεολόγον» (ωδή γ΄) – είναι ο δεύτερος μετά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο συνεπώς που τιμήθηκε από την Εκκλησία με τον τίτλο του Θεολόγου.  Ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε πράγματι, μοναδικός αυτός, ο Θεολόγος της ίδιας της Θεολογίας. Κατά τον μακαριστό  καθηγητή της Πατρολογίας Στυλιανό (μοναχό Γεράσιμο) Παπαδόπουλο, «ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως». Γι’ αυτό για την Εκκλησία μας ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι το δώρο του Θεού σ’ αυτήν την ίδια: «Ο άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα, αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία».

Παραξενεύει το γεγονός ότι και οι δύο υμνογράφοι στους κανόνες τους για τον άγιο Γρηγόριο δεν κάνουν καθόλου μνεία της σχέσεώς του για παράδειγμα με τον άλλο μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας, τον άγιο Βασίλειο: σε άλλη περίπτωση αυτό θα προβαλλόταν ως καίριο στοιχείο της μεγαλωσύνης ενός αγίου. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι έχουν μείνει έκθαμβοι μπρος στη θεολογική δεινότητα του αγίου Γρηγορίου, τον ιδιαίτερο φωτισμό που δέχτηκε από τον Θεό, ώστε ως θεόπτης να μπορεί να εκφράσει και την εμπειρία της θέας και της αλήθειας του Θεού. Είναι ίσως μία έμμεση αναφορά τους ότι εκείνος που είναι τόσο φίλος με τον ίδιο τον Κύριο, που διείσδυσε τόσο πολύ στα της Τριαδικής Θεότητος, δεν έχει ανάγκη άλλων «εξωτερικών» βοηθημάτων, για να κατανοηθεί η μεγαλωσύνη του. «Μπόρεσες και χώρεσες μέσα σου τους θείους φωτισμούς, γι’ αυτό και μας φώτισες έντονα, Γρηγόριε, ώστε να σεβόμαστε τον ένα Θεό σε τρία πρόσωπα».

Η είσδυση του αγίου μέσα στο φως της τρισηλίου θεότητος, ώστε με τη λάμψη αυτής να φωτίζει και τους πιστούς, γίνεται αγαπημένο κεντρικό θέμα των ύμνων των κανόνων. Κι αυτό όχι τυχαία: ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον 28ο ιδιαιτέρως λόγο του μιλάει προσωπικά και εμπειρικά για ό,τι έπαθε: «Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα…Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού…και εκεί έσκυψα». Οι υμνογράφοι λοιπόν ακολουθώντας πιστά τα λόγια του ίδιου του αγίου επισημαίνουν την ίδια πραγματικότητα: «Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα».

Ο άγιος Γρηγόριος είχε συνεπώς την αίσθηση ότι κινείται σαν τον Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως εκείνος πήρε τον γραπτό Νόμο του Θεού, τις δέκα εντολές στο όρος Σινά, έτσι κι ο ίδιος, κατά νοερό τρόπο, εν Πνεύματι, γίνεται ένας νέος Μωυσής, που φωτίζεται σαν σε νέο Σινά, για να γνωρίσει την αλήθεια της ομοουσίου Τριάδος, και αυτήν την αλήθεια έπειτα και να εξαγγείλει. Ο ύμνος του αγίου Θεοφάνους στην ε΄ ωδή είναι σαφέστατος και επ’ αυτού: «Κατά τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο». Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν, δείχνοντας και την ουσία  της αληθινής θεολογίας, δηλαδή ότι πρόκειται περί εκφράσεως της αλήθειας του Θεού, την οποία όμως ζει εμπειρικά και θεοπτικά, ήταν μυημένος στα της Τριαδικής Θεότητος – «μύστης της τρισυποστάτου Μοναρχίας και Θεότητος της εν Τριάδι» - γι’ αυτό και δίδαξε «ίσον τον Λόγο και το άγιον Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα, ως προς την αγαθότητα και τη βασιλική εξουσία, γνωρίζοντας ο άγιος ότι η ταυτότητα και η ένωση μεταξύ τους των θείων προσώπων είναι ουσιαστική και φυσική».

Ο τονισμός της ισότητας του αγίου Πνεύματος και του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Θεό Πατέρα (κάτι που διατυπώθηκε επισήμως στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συμπλήρωσε με πέντε ακόμη άρθρα τα επτά πρώτα  του Συμβόλου της Πίστεως, εξ ου και Σύμβολο Νικαίας (από την Α΄ Σύνοδο) – Κωνσταντινουπόλεως (από την Β΄ Σύνοδο) ονομάζεται) δεν ήταν βεβαίως μία αυθαιρεσία του αγίου Γρηγορίου. Φωτίστηκε όπως είπαμε από τον ίδιο τον Θεό, διείσδυσε στα της Θεότητας εν Πνεύματι, ακολουθώντας την ίδια την Αγία Γραφή και τους προγενεστέρους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ο ίδιος λέει ότι «σκεπάστηκε από την πέτρα, δηλαδή τον Χριστό». Με άλλα λόγια ο άγιος Γρηγόριος προέκτεινε ό,τι η Εκκλησία μέχρι εκείνη την ώρα είχε διατυπώσει, με την έννοια ότι γνώρισε πιο βαθιά, με φωτισμό Θεού, αυτό που  η Εκκλησία είχε διατυπώσει μέχρι την εποχή του. Και το γεγονός ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε Συνοδικά αυτό που εκείνος κατεξοχήν εξήγγελλε, απέδειξε την αλήθεια της θεοπτίας και εμπειρίας του. Μη ξεχνάμε ότι τελικό κριτήριο για ό,τι μπορεί να διατυπώσει ακόμη και ένας μεγάλος άγιος είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου.

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαίως αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν», να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία». Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς».

Μακρηγορούμε, αλλά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο άγιος μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία όπως είπαμε της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε».