25 Μαρτίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ´ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ) ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Καί οὕτω μακροθυμήσας (ὁ ᾽Αβραάμ) ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας᾽ (῾Εβρ. 6, 15)

῞Οσο πλησιάζουμε πρός τά σωτηριώδη γεγονότα τοῦ Πάθους καί τῆς ᾽Αναστάσεως τοῦ Κυρίου, τόσο καί ἡ ᾽Εκκλησία μας τονίζει τόν ἀδιάψευστο χαρακτήρα τους λόγω τῆς ἐγγυήσεως γι᾽ αὐτά τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.῾᾽Αδύνατον γάρ ψεύσασθαι τόν Θεόν᾽, κατά τήν ρήση τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή.  Κι ἐκεῖνο πού φέρνει ὡς ἐπιπρόσθετο στοιχεῖο τῆς ἀλήθειας τους ὁ ἀπόστολος εἶναι ἡ ὅλη πορεία τῆς θείας Οἰκονομίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Πατριάρχη ᾽Αβραάμ. ῞Ο,τι δηλαδή ὁ Θεός ὑποσχέθηκε σ᾽ ἐκεῖνον τό πραγματοποίησε. Κι εἶδε ὁ ᾽Αβραάμ νά ἐκπληρώνονται σέ αὐτόν καί τόν λαό του οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες βεβαίως καθόλου δέν ἀμφισβήτησε, ἀκόμη κι ὅταν ἡ λογική του ἀντιδροῦσε στήν ἀποδοχή τους. Διότι πίστευε στόν Θεό καί ὑπέμενε. ῾Η πίστη του καί ἡ ὑπομονή του εἶχαν θεμέλιο τήν πιστότητα τοῦ Θεοῦ. ῾Καί οὕτω μακροθυμήσας (ὁ ᾽Αβραάμ) ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας᾽.

1. Ποιές οἱ ἐπαγγελίες-ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ στόν ᾽Αβραάμ; ῞Οτι θά τοῦ δώσει χώρα, ὅτι θά τόν κάνει γενάρχη μεγάλου γένους, ὅτι μέσω αὐτοῦ θά εὐλογηθοῦν ὅλες οἱ γενιές τῆς γῆς. ᾽Επαγγελίες δηλαδή πού πράγματι πρόσκρουαν  στήν λογική του, διότι ἡ χώρα πού τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός ἦταν γι᾽ αὐτόν μία ξένη χώρα, ὁ ἴδιος δέν εἶχε παιδιά ἀπό τήν γυναίκα του Σάρρα, δέν φαινόταν λοιπόν ἀνθρωπίνως ἡ προοπτική νά γίνει αὐτός μέσον εὐλογίας γιά ἄλλες γενιές. Συνεπῶς ὁ ᾽Αβραάμ βρισκόταν σέ μία θέση πού μόνη ῾σιγουριά᾽ του εἶχε τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό.

2. Καί ἡ πορεία του ἀποτελεῖ τήν μεγαλύτερη ἐπιβεβαίωση ὅτι ἡ πίστη του αὐτή εἶχε τό πιό σταθερό θεμέλιο: τόν ἴδιο τόν Θεό πού εἶναι ὁ μόνος πιστός. Διότι καί χώρα τοῦ δίνει: τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, καί παιδί ἀποκτᾶ: τόν ᾽Ισαάκ, καί δι᾽ αὐτοῦ εὐλογοῦνται ὅλα τά ἔθνη: ὁ Μεσσίας προέρχεται κατά σάρκα ἀπό αὐτόν. ῎Ετσι ὁ Θεός δέν εἶναι σάν τούς ἀνθρώπους, πού κύριο γνώρισμα ἔχουμε τήν μεταβλητότητα καί τήν ἀστάθεια – ποιός μπορεῖ ἐπί γῆς νά ἐγγυηθεῖ τήν πιστότητα τῶν ἀνθρώπων; ῞Ολη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία ἀπαρχῆς μέχρι σήμερα δέν εἶναι μία ῾σταθερή᾽ δυστυχῶς φανέρωση τῆς ἀστάθειάς μας;

῾Οπότε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ ᾽Αβραάμ γίνεται ὅριο προβολῆς καί διακήρυξης ὅτι ἡ πίστη στόν Θεό ἀποτελεῖ τόν μόνο ἀκαθαίρετο πύργο πάνω στόν κόσμο τοῦτο. ῞Ο,τι μέ ἄλλα λόγια θεωρεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους ρευστό καί μή μετρητό: ἡ πίστη ἀκριβῶς στόν μή ψηλαφητό ἀπό τίς αἰσθήσεις Θεό, αὐτό ἀποδεικνύεται βράχος καί σταθερό ἔδαφος. Δέν εἶναι τυχαῖο γι᾽ αὐτό ὅτι ἀφενός ἡ πίστη αὐτή τοῦ ᾽Αβραάμ θεωρήθηκε ἔκτοτε ὡς πρότυπο γιά ὅλες τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων, μέτρο πράγματι πού μετρᾶ τίς ἀδυναμίες καί τίς ὀλιγοψυχίες καί τίς ἀπιστίες μας, ἀφετέρου ὅπου ἐνεργοποιήθηκε μία παρόμοια πίστη, ἰδιαιτέρως στά πρόσωπα τῶν ἁγίων μας, ἐκεῖ διαπιστώθηκαν τά ἴδια συγκλονιστικά ἀποτελέσματα: ἡ πίστη θριάμβευσε. ῾Ο ποιητής τό καταγράφει ἔκθαμβος μέ τόν δικό του τρόπο: ῾Μή φοβηθῆς αὐτόν πού στήριξε στήν πίστη ἐπάνω τήν ἐλπίδα. Τόν εἶδα στήν ζωή νά μάχεται, μά πάντα ἀνίκητο τόν εἶδα᾽.

3. ῾Ο ἀπόστολος ὅμως ἐπισημαίνει μαζί μέ τήν πίστη τοῦ ᾽Αβραάμ καί τό συνοδευτικό αὐτῆς γνώρισμα: τήν μακροθυμία, τήν ὑπομονή δηλαδή ἐν προκειμένῳ. ῾Οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας᾽. ῾Η ὑπομονή εἶναι ἐκείνη ἡ ἀρετή πού ἀποκαλύπτει καί ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, πού σημαίνει ὅτι χωρίς αὐτήν ἡ πίστη δέν δικαιώνεται. Κι εἶναι εὔλογο: ὁ Θεός εἶναι πιστός, ὅ,τι ὑπόσχεται τό πραγματοποιεῖ, ἀλλά μέσα στά πλαίσια τῆς ἀπόλυτης καί ἐν ἀγάπῃ ἐλευθερίας Του. ᾽Εκεῖνος ξέρει πότε θά ἐνεργήσει στόν ἄνθρωπο καί ποιές οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις δράσεώς Του, ὥστε νά γίνει τό καλύτερο δυνατόν. Συνεπῶς ὁ ῾πιστός᾽ πού θέλει νά ἀκουμπᾶ τήν ὕπαρξή του στόν Θεό, ἀλλά μέ τόν τρόπο τόν δικό του, δηλαδή μέ τρόπο πού δείχνει ὅτι αὐτός θά ἔχει τήν πρωτοβουλία τῶν κινήσεων, δέν εἶναι πιστός. Θεωρεῖ τόν Θεό ὡς ὄργανό του, ὡς τό μέσο ἐκπλήρωσης τῶν δικῶν του ἐπιθυμιῶν, καλύτερα: θεωρεῖ τόν Θεό ὡς ῾μικρότερο᾽ τοῦ ἴδιου καί ῾κατώτερο᾽ τῆς δικῆς του ῾παγγνωσίας᾽(!) Δέν εἶναι πράγματι δαιμονική μία τέτοια πίστη, ἡ ὁποία παραπέμπει στόν πρῶτο ἀμφισβητία ῾Εωσφόρο;

῾Ο ἀληθινά πιστός  λοιπόν σάν τόν ᾽Αβραάμ εἶναι πιστός γιατί ὑπομένει. ῾῾Υπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοι᾽ λέει ὁ ψαλμωδός, εὑρισκόμενος στό ἴδιο μῆκος πίστεως μέ τόν μεγάλο Πατριάρχη. ῾῾Υπομονῆς χρείαν ἔχομεν᾽ θά σημειώσει καί ὁ ἀδελφόθεος ᾽Ιάκωβος, ὅπως καί ἀλλοῦ ὁ μέγας Παῦλος: ῾Δι᾽ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα᾽. Καί πάνω ἀπό ὅλα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά πεῖ: ῾῾Ο ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται᾽. Καί: ῾᾽Εν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν᾽. ῞Ολα αὐτά τί δείχνουν; ῞Οτι μιλώντας γιά τήν πίστη καθώς προβάλλεται στόν ἐνάρετο ᾽Αβραάμ μιλᾶμε ἐντέλει γιά τήν ὑπομονή. ῎Οχι μόνον ἡ ὑπομονή συνιστᾶ τό θεμέλιο τῆς πίστεως, ἀλλά καί τό ὑλικό μέ τό ὁποῖο κτίζεται αὐτή, ἀκόμη δέ καί ἡ ἴδια ἡ ὀροφή. ῎Ας ἀκούσουμε τί λέει ἐπ᾽ αὐτοῦ ὁ μεγάλος ἀσκητικός δάσκαλος ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: ῾Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη πρό πάντων ἀπό ὑπομονή, ὅπως ἡ γῆ ἀπό βροχή, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, γιά νά βάλει πάνω σ᾽ αὐτήν τό θεμέλιο, πού λέει ὁ ἀπόστολος, δηλαδή τήν πίστη, καί πάνω στήν πίστη κτίζει σιγά-σιγά ἡ διάκριση σάν ἔμπειρος οἰκοδόμος τό σπίτι τῆς ψυχῆς...῾Η ὑπομονή εἶναι ἡ συγκρότηση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Γιατί καμμία ἀρετή δέν στέκει χωρίς τήν ὑπομονή᾽.

4. Τί σημαίνει λοιπόν ἀληθινή ἐν ὑπομονῇ πίστη; Νά βλέπουμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ σέ ὅλες τίς διαστάσεις τῆς ζωῆς μας, καί στίς εὐχάριστες, ἀλλά καί στίς δυσάρεστες. ᾽Εκεῖ μέ ἄλλα λόγια πού φαίνεται ὅτι ἔχουμε ἐγκαταληφθῆ μόνοι, λόγω τῆς περιδίνησης σέ θλίψεις καί θεωρούμενες ἀτυχίες καί δυστυχίες, ἐκεῖ πρέπει νά ῾διαβάζουμε᾽ τήν ἰδιαίτερη χάρη τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἐπισκέπτεται. Γιατί ἄραγε τίς ὅποιες δοκιμασίες καί τούς πειρασμούς οἱ ἅγιοί μας τά θεωροῦν ὡς ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ; Διότι ἀκριβῶς ἐκεῖ σφυρηλατεῖται ἡ πίστη. ῾῎Επαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος᾽ σημειώνει τό πατερικό λόγιο. Λοιπόν ἡ ὑπομονή μας φανερώνει τήν ποιότητα τῆς πίστεώς μας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ χριστιανός δέν βιάζεται στήν ζωή του, πολλῷ μᾶλλον στίς κακές λεγόμενες συντυχίες. ῎Εχει ἀνοικτά τά μάτια του γιά νά βλέπει, ὅπως εἴπαμε, κυρίως σέ αὐτές, τό πατρικό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος πρίν ἐπιτρέψει τόν ὅποιο σταυρό μας ῾τόν κοίταξε μέ τά πάνσοφα μάτια Του, τόν ἐξέτασε μέ τήν θεία λογική Του, τόν ἔλεγξε μέ τήν ἀτέλειωτη δικαιοσύνη Του, τόν θέρμανε στήν γεμάτη ἀγάπη καρδιά Του, τόν ζύγισε καλά μέ τά στοργικά Του χέρια, μήν τυχόν καί πέσει βαρύτερος ἀπό ὅσο μποροῦμε νά σηκώσουμε, καί ἀφοῦ ὑπολόγισε τό θάρρος μας, τόν εὐλόγησε καί τόν ἀπίθωσε στούς ὤμους μας καί εἶπε:  Μπορεῖς νά τόν σηκώσεις, κράτησέ τον κι ἀνέβαινε ἀπό τόν Γολγοθᾶ πρός τήν ᾽Ανάσταση!᾽

῾Ο ᾽Αβραάμ εἶναι μέτρο πίστεως, γιατί ὑπῆρξε μακρόθυμος καί ὑπομονετικός. Κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι ἀργεῖ, ἀλλά πάντοτε εἶναι ἐκεῖ χωρίς ποτέ νά μᾶς ἀφήνει. Κι ἄν ἀπαιτεῖται ὑπομονή στήν πίστη μας γιά τίς δοκιμασίες μας, τό ἴδιο ὑπομονή ἀπαιτεῖται καί στήν ἐπέκταση τῆς πίστεως, τήν ἐλπίδα. ῾Η ἐλπίδα μας εἶναι ὁ Χριστός καί στήν ζωή αὐτή, ἀλλά καί στόν ἐρχομό Του γιά δεύτερη φορά. ῾Η Δευτέρα Παρουσία Του εἶναι ἐγγύς. Τό πιστεύουμε, τό ἐλπίζουμε, ἀλλά καί ὑπομένουμε. ῾Η ὑπομονή μας δηλαδή εἶναι ὑπομονή πού ἔχει χρῶμα ὄχι μαῦρο – αὐτό τῆς ἀπελπισίας - ἀλλά χρῶμα φωτεινό καί γλυκό: ἐνόψει τοῦ ἐρχομοῦ Του. ῾Μαράν ἀθά᾽. ῾Ο Κύριος ἔρχεται.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μαρκ. 9, 17-31)

 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. Καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος ἄνθρωπος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ἔφερα σ’ ἐσένα τό γιό μου, γιατί ἔχει μέσα του δαιμονικό πνεῦμα πού τόν κάνει ἄλαλο. Κάθε φορά πού τόν πιάνει, τόν ρίχνει κάτω καί τότε βγάζει ἀφρούς, τρίζει τά δόντια καί μένει ξερός. Εἶπα στούς μαθητές σου νά διώξουν αὐτό τό πνεῦμα, ἀλλά δέν μπόρεσαν». «Ἄπιστη γενιά!» ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς. «Ὥς πότε θά εἶμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ἀκόμη θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε μου ἐδῶ το παιδί». Ἐκεῖνοι τοῦ τό ἔφεραν. Μόλις τό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀμέσως τάραξε τό παιδί, κι ἐκεῖνο ἔπεσε καταγῆς καί κυλιόταν βγάζοντας ἀφρούς. «Πόσος καιρός εἶναι πού τοῦ συμβαίνει αὐτό;» ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ. Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀπό μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα καί στή φωτιά τόν ἔριξε καί στά νερά γιά νά τόν ἐξολοθρέψει. Ἀλλά ἄν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας καί βοήθησέ μας». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε τοῦτο: «Ἐάν μπορεῖς νά πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατά γι’ αὐτόν πού πιστεύει». Ἀμέσως τότε φώναξε δυνατά ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ καί εἶπε μέ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Ἀλλά βοήθησέ με, γιατί ἡ πίστη μου δέν εἶναι δυνατή». Βλέποντας ὁ Ἰησοῦς ὅτι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε τό δαιμονικό πνεῦμα μ’ αὐτά τά λόγια: «Ἄλαλο καί κουφό πνεῦμα, ἐγώ σέ διατάζω: βγές ἀπ’ αὐτόν καί μήν ξαναμπεῖς πιά μέσα του». Βγῆκε τότε τό πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατά καί συντάραξε τό παιδί. Ἐκεῖνο ἔμεινε ἀναίσθητο, ἔτσι πού πολλοί ἔλεγαν ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τό ἔπιασε ἀπό τό χέρι του, τό σήκωσε, κι αὐτό στάθηκε ὄρθιο. Ὅταν μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι, τόν ρώτησαν οἱ μαθητές του ἰδιαιτέρως: «Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό δαιμονικό πνεῦμα;» Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Αὐτό τό δαιμονικό γένος δέν μπορεῖ κανείς νά τό βγάλει μέ τίποτε ἄλλο παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία». Ἔφυγαν ἀπό ’κεῖ καί προχωροῦσαν διασχίζοντας τή Γαλιλαία. Δέν ἤθελε ὁ Ἰησοῦς νά μάθει κανείς ὅτι περνοῦσε ἀπό ’κεῖ, γιατί δίδασκε τούς μαθητές του καί τούς ἔλεγε: «Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά παραδοθεῖ σέ χέρια ἀνθρώπων, πού θά τόν θανατώσουν· τήν τρίτη ὅμως ἡμέρα μετά τό θάνατό του θ’ ἀναστηθεῖ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 6, 13-20)

Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεὸς, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Θεός ἔδωσε τήν ὑπόσχεσή του στόν Ἀβραάμ, ἐπειδή δέν ὑπῆρχε ἀνώτερος γιά νά ὁρκιστεῖ, ὁρκίστηκε στόν ἑαυτό του, λέγοντας: Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θά σ’ εὐλογήσω καί θά σοῦ δώσω πολλούς ἀπογόνους. Έτσι πῆρε ὁ Ἀβραάμ τήν ὑπόσχεση, καί μέ τήν ὑπομονή του πέτυχε τήν ἐκπλήρωσή της. Οἱ ἄνθρωποι ὁρκίζονται σέ κάποιον ἀνώτερό τους, κι ὁ ὅρκος δίνει γι’ αὐτούς τέλος σέ κάθε ἀμφισβήτηση καί ὑποδηλώνει ἐπιβεβαίωση. Ὁ Θεός, λοιπόν, ἐπειδή ἤθελε νά δείξει πιό καθαρά σ’ αὐτούς πού θά κληρονομοῦσαν τά ὅσα ὑποσχέθηκε ὅτι ἡ ἀπόφασή του ἦταν ἀμετάκλητη, τήν ἐγγυήθηκε μέ ὅρκο. Γιά δύο λοιπόν ἀμετακίνητα πράγματα, γιά τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νά διαψευστεῖ ὁ Θεός, ἐμεῖς πού καταφύγαμε σ’ αὐτόν ὀφείλουμε νά μείνουμε σταθεροί σ’ αὐτά πού ἐλπίζουμε. Αὐτή μας ἡ ἐλπίδα μᾶς ἀσφαλίζει καί μᾶς βεβαιώνει σάν ἄγκυρα, καί μᾶς ὁδηγεῖ στά ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος, ὅπου μπῆκε πρίν ἀπό μᾶς καί γιά χάρη μας ὁ Ἰησοῦς, ἀρχιερέας γιά πάντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

κκ  Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗι

ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας παρουσιάζει ἐνώπιόν μας τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἄγγελος εὐαγγελίζεται τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Ἄγγελος μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο συνομιλεῖ καί ὁ Ἀδάμ τή χαρά ἀρραβωνίζεται.

«Εὐαγγελίζου γῆ χαράν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοί Θεοῦ τήν δόξαν», λέγει ἕνα τροπάριο τῶν αἴνων πού ἀκούσαμε προηγουμένως.

Τό μυστήριο τῆς συλλήψεως τῆς Θεοτόκου διά τῆς χάριτος τῆς Παναγίας Τριάδος μόνο μέ τή σιγή μπορεῖ κανείς νά τό τιμήσει. «Συστέλλομαι, δεσποτικῆς φιλανθρωπίας πέλαγος μετρεῖν ἀπαρχόμενος». Συστέλλομαι καί τρομάζω, ὅταν πρόκειται νά μετρήσω τό πέλαγος τῆς Δεσποτικῆς φιλανθρωπίας, γράφει ὁ ἱερός Φώτιος.

Ὁ Εὐαγγελισμός εἶναι ἡ ἑορτή τῆς χαρᾶς πού λύει τήν κατάρα τῆς Εὔας. Ὁ κόσμος πού ἐγήρασε μέσα στήν ἁμαρτία τινάζει ἀπό πάνω του τή φθορά καί γίνεται καινούργιος. Σήμερα πανηγυρίζουμε τήν ἕνωση τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, τήν θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τήν ἀναμόρφωση τοῦ κατ’ εἰκόνα, τήν ὕψωση στούς οὐρανούς, τῆς σωτηρίας μας τό κεφάλαιο. Ὁ Ἀρχάγγελος μόνο στήν Παναγία λέγει τό «Χαῖρε Κεχαριτωμένη» καί ὅμως ὅλος ὁ κόσμος δι’ αὐτῆς τῆς χαρᾶς τρυγᾶ τούς καρπούς. Ὅλος ὁ κόσμος τρυγᾶ τούς καρπούς τῆς χαρᾶς μέσῳ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Καί ὅπως στήν παλαιά ἐποχή ἡ Εὔα συμμάχησε μέ τόν  διάβολο καί ἀπό τήν συνεργασία ἐκείνη μπῆκε μέσα στή ζωή μας ἡ ἁμαρτία, κατά παρόμοιο τρόπο στόν Εὐαγγελισμό ἡ Παναγία μας συμμαχεῖ μέ τόν Θεό καί ἀπό αὐτή τή συμμαχία ἦλθε ἡ λύτρωση σέ μᾶς τούς ἁμαρτωλούς. Ἡ ρίζα τῶν ἀνθρώπων πικρά, ὁ καρπός ὅμως εἶναι ἡ Παναγία, πιό γλυκός κι’ ἀπό τό μέλι. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἄγγελος τῆς εἶπε˚ «εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου».

Ὁ θάνατος καί ἡ φθορά καί ἡ καταδίκη καί ὁ ἅδης καί ἡ ὑποδούλωση στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου ἦταν οἱ χαρακτηριστικές εἰκόνες τοῦ ἀνθρώπου. Παντοῦ βασίλευε ἡ ἔχθρα καί ὁ πόλεμος. «Εἰρήνη, εἰρήνη καί πού ἐστιν εἰρήνη;», ἀκούγεται νά λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας. Οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιγαν καί στέναζαν κάτω ἀπό τόν βαρύ ζυγό τῆς ἁμαρτίας καί κανείς δέν ὑπήρχε νά τούς παρακαλέσει. «Ἰδού δάκρυον τῶν συκοφαντουμένων καί οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ὁ παρακαλῶν» (Ἐκκλησιαστής). Δέν ὑπήρχε παράκληση. Ὁ Θεός πού εἶναι γεμάτος ἀγάπη, ἐμφανιζόταν ὡς παιδαγωγός καί    τιμωρός, προκειμένου νά συγκρατήσει τό ἀνθρώπινο γένος.

Τό πρώτο χαρούμενο μήνυμα πού ἀκούστηκε στή γή εἶναι τό  μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρός τήν Θεοτόκο. «Χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία ὁ Κύριος μετά σοῦ». Ἡ πιό ἐκπληκτική εἴδηση πού ἀκούστηκε στόν κόσμο ἦταν ὅτι ὁ Θεός θά γίνει ἄνθρωπος καί θά σκηνώσει ἀνάμεσά μας. «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Ἔστησε τή σκηνή του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Ἡ Παναγία   συλλαμβάνει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἄγγελος χαιρετίζει τήν Παναγία καί ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἀρραβωνίζεται τή χαρά καί τήν ἐλευθερία. Σήμερα γίνονται οἱ ἀρραβῶνες τοῦ Ἀδάμ μέ τή χαρά καί μέ τή λύτρωση. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος γεύεται διά τῆς Θεοτόκου τούς καρπούς τῆς χαρᾶς.

Ἡ χαρά πού εὐαγγελίσθηκε ὁ ἄγγελος δέν ἦταν κάτι τό ἀφηρημένο. Εἶναι συγκεκριμένο πρόσωπο. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά τῶν ἀνθρώπων. «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ». Σᾶς φέρνω μιά μεγάλη χαρά πού θά εἶναι γιά ὅλο τόν κόσμο, εἶπε ὁ ἄγγελος στούς βοσκούς. «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ», γεννήθηκε γιά σᾶς σήμερα Σωτήρας, ὁ Ἰησοῦς  Χριστός˚ ἡ χαρά πού λέγεται Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ χαρά πού λέγεται Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά ἕναν ὁρισμένο σκοπό˚ γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὁ Κύριος παρομοίασε τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τή χαρά˚ «Εἴσελθε δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». Ὅλες τίς παραβολές γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν τίς βάζει μέσα στό Βασίλειο τῆς χαρᾶς. Χαρά δοκίμασε ἡ χήρα ὅταν βρῆκε τή χαμένη δραχμή, χαρά δοκίμασε ὁ οἰκοδεσπότης στούς γάμους τοῦ υἱοῦ του. Ποιά ἦταν ἡ χαρά αὐτή; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ χαρά δέν εἶναι ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλά συγκεκριμένο πρόσωπο. Εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.

Καί πιό συγκεκριμένα μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ γκρεμίστηκε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἀναμόρφωσε, ἀνάπλασε, ἐκαινούργησε τό ἀνθρώπινο γένος.

Ξαναέδωσε τήν οἰκεία εὐγένεια στήν ἀνθρώπινη φύση.  Νίκησε τόν κοινό πειρατή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σήμερα ἡ  καθαρά εὐγένεια τῶν ἀνθρώπων τῆς πρώτης λαμπρότητος  ξαναπαίρνει τή λάμψη, θά πεῖ ὁ Ἅγιος Ἄνδρέας Κρήτης. Εἴδατε τί μεγάλη χαρά! Καί ὅλα αὐτά ἔχουν ἀφετηρία τή σημερινή γιορτή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Μέσα στή Θεία Λειτουργία ὅλα τά πράγματα βιώνονται ὡς παρόντα. Θέλω νά πῶ ὅτι τή χαρά τοῦ Εὐαγγελισμοῦ πρέπει νά τήν βιώνει κανείς σήμερα.

Καί ἐφ ὅσον ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, καταλαβαίνει κανείς ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ χαρά πού ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ χαρά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ τήν ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτιῶν μας. «Εὐαγγελίζου γῆ χαράν μεγάλην» λέγει ὁ ἄγγελος σέ κάθε μιά ψυχή. Ὅταν μετανοεῖ ὁ ἁμαρτωλός γίνεται χαρά στόν οὐρανό. Ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ ἀναχώνευση τῶν ἀνθρώπων μέσα στή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ μεγάλη χαρά πού νιώθει ὁ ἄνθρωπος σήμερα. Ἡ χαρά εἶναι ὁ Χριστός πού «ἕστηκε ἐπί τήν θύραν καί κρούει». Ὅποιος τόν ἀκούσει καί τοῦ ἀνοίξει, τότε εἰσέρχεται μέσα καί δειπνεῖ.

Τίς ἡμέρες μας οἱ ἄνθρωποι εἶναι γεμάτοι ἀπό «πένθιμες» διασκεδάσεις ἁμαρτωλῶν ἐκδηλώσεων. Καί ὅμως, εἶναι τόσο κενοί, ὥστε τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου, ὅπως τήν ἐποχή ἐκείνη, ἔτσι καί  σήμερα, νά εἶναι ἐπίκαιρο καί πολύ μάλιστα.

Σήμερα ἀπό τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ χαρά τῶν ἀνθρώπων, ἔχουμε ἀνάγκη καί αὐτόν φωνάζει καί εὐαγγελίζεται ἡ Ἐκκλησία μέ μεγάλη τή φωνή, «Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ».

Ὅταν μᾶς ἔπλασε ὁ Τριαδικός Θεός, μᾶς ἔβαλε στήν κορυφή τοῦ παραδείσου. Ἡ ἁμαρτία ὅμως μᾶς ἀπέσπασε ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἄρχισε νά μᾶς ρίχνει πρός τά κάτω˚ πρός τά φαράγγια τῶν παθῶν καί τούς γκρεμούς τῆς ἁμαρτίας, μέχρις ὅτου μᾶς ὁδήγησε στόν ἅδη. Ὁ ἅδης ἦταν τό τέρμα  τῆς φρικτῆς περιπλανήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός ὁ Ἀδάμ πού πλάσθηκε σύμφωνα μέ τό πρότυπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, γίνεται τώρα δέσμιος τοῦ διαβόλου καί κάτοικος τοῦ ἅδου.

Γιά νά λυτρωθοῦμε χρειάστηκε νά σαρκωθεῖ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Λόγος ὁ ζῶν, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς μακαρίας Τριάδος. Ἐνσαρκώθηκε ὄχι παίρνοντας ἀγγελική φύση, ἀλλά τήν ἀνθρώπινη. Ὅπως τήν άνθρώπινη φύση χρησιμοποίησε ὁ σατανᾶς γιά νά πολεμήσει τήν Θεό, τήν ἴδια ἀνθρώπινη φύση χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστός γιά νά πολεμήσει τόν σατανᾶ καί νά καταργήσει τόν θάνατο, τή δουλεία, τήν ἁμαρτία καί τήν φθορά. Αὐτό εἶχε ὑπ’ ὅψιν του ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας: «Οὐ γάρ δήπου ἀγγέλων ἐπιλαμβάνεται, ἀλλά σπέρματος Ἀβραάμ ἐπιλαμβάνεται». Ὁ Χριστός δέν ἔγινε ἄγγελος γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει, ἀλλά ἄνθρωπος. Ἔγινε ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ.

Γιατί ὅμως ἔγινε ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, δηλαδή ἄνθρωπος;

Ὅταν κανείς ἐρευνήσει προσεκτικά τή Γραφή, ἀλλά καί πληροφορηθεῖ ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τό μυστήριο τῆς πίστης, μένει ἔκπληκτος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἔλεγε, «ἐάν δέν γνωρίσουμε πῶς μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, ποτέ δέν θά καταλάβουμε πῶς μᾶς κατάντησε ἡ ἁμαρτία». Ἀς ἀναφέρουμε ἐπιγραμματικά μόνο μερικά σημάδια, γιά νά δοῦμε τή λαμπρότητα τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁλόκληρος ὁ αἰσθητός καί ὁ νοητός κόσμος δημιουργήθηκε  γιά τόν Ἀδάμ. Καί  αὐτός ἀκόμη ὁ παράδεισος κτίστηκε πρό καταβολῆς κόσμου γιά τά ἀνθρώπινα δημιουργήματα. Καί ἐνῶ ὅλα τά ὄντα πάνω στή γῆ εἶναι πλασμένα μέ τήν ὕλη καί ἀνήκουν στόν αἰσθητό κόσμο, ὁ ἄνθρωπος μόνο τό σῶμα του ἔχει ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Εἶναι συγγενής μέ τόν κόσμο αὐτό ὡς πρός τό σῶμα. Ἡ ψυχή του ἔχει συγγένεια μέ τόν Θεό. Τοῦ ἐνεφύσησε ὁ Θεός μέσα του πνοή ζῶσα, τήν ἐνέργεια τῆς χάριτός του, ὥστε νά ὑπερέχει ὅλων, νά ἐποπτεύει σέ ὅλα, νά ἐπιστατεῖ καί νά βασιλεύει σέ ὅλα, νά   γνωρίζει τόν Θεό, καί ἀφοῦ γνωρίζει τόν Θεό, ἔρχεται σέ ἐπικοινωνία μαζί του. Καί ὄχι μόνο ἔρχεται σέ ἐπικοινωνία, ἀλλά μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό σέ μία ὑπόσταση.

Καί σήμερα, γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, αὐτό γιορτάζουμε, τήν ἕνωση τοῦ Θεοῦ καί ἀνθρώπου σέ ἕνα πρόσωπο. Σήμερα ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄνθρωπος καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στό πρόσωπό του γίνονται Υἱοί τοῦ Θεοῦ καί ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ.

Ἀς δοῦμε ἕνα παράδειγμα πού χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. Ὅπως ἀκριβῶς ἀπό μιά φωτιά μπορεῖ κανείς νά ἀνάψει πολλά λυχνάρια καί λαμπάδες, ὅλα δέ τά λυχνάρια καί οἱ λαμπάδες ἔχουν τήν ἰδία φωτιά, τί ἴδιο συμβαίνει καί μέ τούς χριστιανούς. Οἱ χριστιανοί «ἀπό μιᾶς φύσεως ἀνάπτουσι καί φαίνουσι». Ἀπό τό ἴδιο πῦρ παίρνουν φωτιά καί φωτίζονται, ἀπό τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό.

Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «Μικρά ζύμη ὅλον τό φύραμα ζυμοῖ». Ἐάν ἔχει κανείς λίγο ζυμάρι, μπορεῖ νά ζυμώσει ὁλόκληρο τό ἀλέυρι. Καί ὁ Χριστός ἔγινε ζύμη, δηλαδή ἀνθρωπος, γιά νά ἀναπλάσει μέσα στό πρόσωπό του ὅλο τό φύραμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ὁ Χριστός καί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τόν ἴδιο Πατέρα, «ὁ δέ ἁγιάζων καί οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνός πάντες». Ἔγινε ἀδελφός ὅλων τῶν ἀνθρώπων˚ «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτούς καλεῖν».

Εἴχε ὅλα τά ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά. Ἔτρωγε, ἔπινε μέ τούς δούλους, συνανεστρέφετο, ὑπέμεινε τόν πόνο, στεναχωρέθηκε, δάκρυσε, δέχθηκε τήν πικρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὑπέστη τόν πιό φρικτό θάνατο, τόν θάνατο τοῦ Σταυροῦ. «Ὅθεν ὤφειλε κατά     πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι», ἔμοιασε σέ ὅλα μέ τούς ἀδελφούς του, μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβ. 2,17).

Ἐάν ὁ Χριστός ἔπαιρνε τή φύση τῶν ἀγγέλων καί ὄχι τῶν ἀνθρώπων, ἐάν δηλαδή γινόταν ἄγγελος καί ὄχι ἄνθρωπος, θά ἦταν ἀνώτερος τοῦ θανάτου. Οἱ ἄγγελοι δέν πεθαίνουν ποτέ. Ὁ Χριστός ἐνσαρκώνεται γιά νά λυτρωθεῖ μέ τό αἷμα του τό ἀνθρώπινο γένος. «Ὁ θάνατός σου Κύριε ἀθανασίας γέγονε πρόξενος». Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε πρόξενος καί αἰτία νά γίνουν οἱ ἄνθρωποι ἀθάνατοι.

Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ μοιάζει μέ μιά πηγή, ἀπό τήν ὁποία ξεπήδησαν ὅλα τά ἀγαθά τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνσαρκώθηκε, γιά νά γεννηθεῖ, γιά νά Βαπτισθεῖ, γιά νά σταυρωθεῖ, γιά νά ἀναστηθεῖ,  γιά νά σταυρωθεῖ, γιά νά ἀναστηθεῖ, γιά νά στείλει τό Πανάγιο Πνεῦμα . «Ὅπου δέ τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορινθ. 3,17). Ὅποιος εἶναι μέτοχος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί ἐλεύθερος ἀπό τήν ἁμαρτία.

Αὐτό τό ἐκφράζει πολύ ὡραία ὁ ἱερός Φώτιος: «Ἄγγελος τῇ Παρθένῳ συλλαλεῖ καί ὁ Ἀδάμ τήν ἐλευθερίαν ἀρραβωνίζεται». Ὁ ἄγγελος μιλάει μέ τήν Παναγία καί τῆς λέγει ὅτι θά γεννήσει τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Ἀδάμ ἀρραβωνίζεται τήν ἐλευθερία. Ἀργότερα μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ θά καταργηθεῖ ὁ θάνατος, θά διαλυθεῖ τό κράτος τῆς ἁμαρτίας, θά νικηθεῖ ὁ σατανᾶς.

Αὐτό πού ἔγινε τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἔχει μεγάλη σημασία γιά τή σωτηρία μας. Μέσα στήν γαστέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὁ Θεός ἐνυμφεύθη τήν ἀνθρώπινη φύση, ἤ ὅπως λέγει κάποιος ἐκ τῶν Πατέρων, ὁ Χριστός ἐνυμφεύθη τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, «ἥν περιεποιήσατο τῷ τιμίῳ αὐτοῦ αἵματι». Ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά λίγους ἀνθρώπους, οὔτε γιά ἕνα μέρος ἀπό τούς κατοίκους τῆς γῆς˚ ἦλθε καί ἔσωσε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση.

Τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ πρέπει νά τό δεχθοῦμε στήν ψυχή μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Κανείς δέν μπορεῖ νά γίνει ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πού διαρκῶς ἔχει μέσα της τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, αὐτόν πού μπορεῖ νά ἀναπλάσει τόν καθένα μας. Δέν μπορεῖ νά    λέει κανείς πώς ἀγαπάει τόν Χριστό, ὅτι δέχεται τό μήνυμά του, ἐνῶ συγχρόνως πετροβολᾶ καί μισεῖ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς δείχνει καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κανείς ἐνσαρκώνει τόν Χριστό μέσα του. Μᾶς δείνχει τό θειότατο Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Μέσα στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἑνώθηκε ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά καί μέσα στό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σέ ἕνα πρόσωπο. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του σῶμα Χριστοῦ, νοῦ Χριστοῦ, θέληση Χριστοῦ, αἷμα Χριστοῦ καί τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Καί ἐάν ἀπό τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ χάρηκε ὅλη ἡ γῆ, ἀπό τή μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἀπό τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό χαίρεται ὅλος ὁ οὐρανός. «Χαρά γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι».

Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα, ἀλλά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅποιος μετέχει τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται κι αὐτός ἕνα πρόσωπο μέ τόν Χριστό.

Εὐαγγελίζεται ἡ Ἐκκλησία τόν Χριστό. Τό πρόβλημα εἶναι ποιός ἀκούει τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας;

Ἐάν λοιπόν εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολο ἡ γῆ νά μετρηθεῖ μέ τήν παλάμη τοῦ ἀνθρώπου, καί μέ τό μέτρο νά ὑπολογίσει κανείς τό μῆκος τῆς θάλασσας. Ἐάν εἶναι δύσκολο μέ τόν πῆχυ νά βρεῖς τά μέτρα τοῦ οὐρανοῦ καί τῶν ἀστεριῶν τό πλῆθος. Ἐάν ἀδυνατοῦμε νά μετρήσουμε τίς σταγόνες τῆς βροχῆς καί τόν ὄγκο τοῦ ἀνέμου καί τῆς ἄμμου τῆς θαλάσσης, ἄλλο τόσο δύσκολο καί ἀπείρως      δυσκολότερο εἶναι νά περιγράψει κανείς τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Πῶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐνσαρκώθηκε μέσα στόν ἄνθρωπο. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας τρόπος: ὅταν ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

 

Χρόνια πολλά καί γιά τήν Ἐθνική μας Παλιγγενεσία!

Μετ’ εὐχῶν Πατρικῶν

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

24 Μαρτίου 2023

Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε, ὡς βροντή τούς ἐχθρούς καταπλήσσουσα»

(Χαῖρε, Παναγία, πού σάν βροντή χτυπᾶς καί φοβίζεις τούς ἐχθρούς)

Ὁ παραπάνω στίχος ἀπό τούς Δ΄ Χαιρετισμούς προκαλεῖ διπλά συναισθήματα: ἱκανοποίηση σ’ ἐκείνους τούς πιστούς πού θρησκειοποιοῦν τή χριστιανική πίστη – ζητοῦν «ἐκδίκηση» ἀπό τόν Θεό καί τούς ἁγίους γιά τούς θεωρούμενους «ἐχθρούς» τους (σάν τούς μαθητές τοῦ Κυρίου πού Τοῦ ζήτησαν νά ρίξει φωτιά στούς Σαμαρεῖτες ὅταν Τοῦ εἶπαν νά φύγει ἀπό τά ὅριά τους)· ἀπορία κι ἴσως ἀντίδραση σ’ ἐκείνους πού ἀρνοῦνται κάθε ἔκφραση ὀργῆς καί «ἐκδίκησης» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων ἀπέναντι ἀκόμη καί στούς «ἐχθρούς» Του, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Εἶναι ἔτσι; Πῶς πρέπει να κατανοήσουμε τόν στίχο;

1. Καταρχάς ὁ χαιρετισμός μᾶς τονίζει τή δύναμη πού ἔχει ἡ Παναγία μας· δύναμη βεβαίως ὄχι ἐξ ἑαυτῆς, ἀλλά ἀπό τή σχέση της μέ τόν Υἱό καί Θεό της. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι κάθε τι πού ἔχει ἡ Παναγία, ἡ ὅποια χάρη, σοφία καί δύναμή της, ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἔχοντας «κολλήσει» ἐλεύθερα στό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔγινε ἡ μεγαλύτερη δίοδος προκειμένου νά διέρχεται δι’ αὐτῆς ἡ παντοδύναμη ἐνέργεια Ἐκείνου, μέ ἀπόλυτη δίοδο τήν ὥρα τῆς σάρκωσής Του στήν ἁγιασμένη γαστέρα της. Ἄν ὁ ἴδιος ὁ προφητικός πνευματοφόρος λόγος βεβαιώνει ὅτι «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ἐπί τόν Κύριον, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά Σου», δηλαδή  κόλλησε ἡ ψυχή μου στόν Κύριο, γι’ αὐτό καί ἡ δύναμή Του ἦλθε σέ βοήθειά μου· ἄν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐκφράζοντας τήν ἐμπειρία ὅλων τῶν ἁγίων ἀποστόλων, λέει ὅτι «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (εἶμαι πανίσχυρος λόγω τοῦ Χριστοῦ πού μέ δυναμώνει)· πόσο περισσότερο τοῦτο ἰσχύει γιά τήν Παναγία Μητέρα, ἡ ὁποία ἀνθρωπίνως ὑπῆρξε ὅ,τι ἐξαίρετο καί ἐξαίσιο παρουσίασε, παρουσιάζει καί θά παρουσιάσει ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ - «ἡ ἐκλελεγμένη πασῶν τῶν γενεῶν»! Στό πρόσωπο λοιπόν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ψαύουμε κυριολεκτικά τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μας, διότι ἀκριβῶς εἶναι «ὁ Κύριος μετ’ αὐτῆς», γι’ αὐτό καί «πολύ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου».

2. Ἡ παντοδυναμία της ὅμως αὐτή, ὡς χάρη πού ἐκχωρεῖται ἀπό τόν Κύριο καί Θεό της, λειτουργεῖ κατ’ ἀντίστοιχο τρόπο πρός Ἐκείνου τήν παντοδυναμία. Δηλαδή ὡς δύναμη ἀγάπης καί ἐλέους, ὡς δύναμη συγχώρησης, πού «αἴρει» τήν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων προκειμένου νά τούς δώσει τή δική Του δικαιοσύνη. Αὐτό δέν βλέπουμε σέ ὅλη τήν ἱστορία τῆς θείας οἰκονομίας, τήν ἰστορία δηλαδή τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου; Τί ἔκανε ὁ Θεός ἀπέναντι στόν ἐπαναστατημένο ἄνθρωπο γιά νά τόν σώσει; Δέν ἔστειλε κεραυνούς ἐκδίκησης, δέν ἐξέφρασε τήν ὀργή Του γιά νά δηλώσει τό ποιός ἔχει τό πάνω χέρι καί ἔτσι νά ὑποτάξει τό πλάσμα Του – θά ἦταν βλασφημία μία τέτοια «ὑποταγή» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἕναν Θεό πού ἀναζητεῖ καί ἐκζητεῖ πάντοτε τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή καί ἀγάπη του. «Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν» εἶναι τό αἴτημα τοῦ Πατέρα πρός τό ἀγριεμένο παιδί Του. Γι’ αὐτό καί ἡ παντοδυναμία Του κινεῖται μέ τόν πιό ἀπρόσμενο τρόπο πού «λιώνει» κάθε καλοπροαίρετη καρδιά: «κλίνει οὐρανούς» καί γίνεται ἄνθρωπος, ἀναλαμβάνοντας Αὐτός ὅ,τι πιά δέν μποροῦσε νά κάνει ὁ τραυματισμένος καί ἡμιθανής ἄνθρωπος. Ἡ παντοδυναμία Του φανερώνεται μέσα στήν ἀπόλυτη ἀγάπη Του – γι’ αὐτό καί πολλές φορές ἔχει τονιστεῖ ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου: ἡ θεωρούμενη ἀπόλυτη «ἀδυναμία» Του, συνιστᾶ «τήν νίκην, τήν νικήσασαν τόν κόσμον».   

3. Καί ποιά ἡ ἔννοια τότε τῆς φράσης τῆς Γραφῆς περί τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καί περί τῆς ἔκφρασης τῆς δικαιοσύνης Του πέραν τῆς ἀγάπης Του; Ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἑρμηνεύεται συνήθως ἀπό τούς ἁγίους μας - ἄς θυμηθοῦμε ὄχι τίς πολλές ἐπ’ αὐτοῦ ἐκφράσεις τῶν παλαιοτέρων Πατέρων μας, ἀλλά τοῦ συγχρόνου μας ἀγαπημένου ἁγίου Πορφυρίου τοῦ καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος τόνιζε μέ ἔμφαση γιά τόν Κύριο ὅτι δέν κρατάει στά χέρια Του κεραυνούς, δέν λειτουργεῖ μέ τόν φόβο, γιατί ἀκριβῶς μᾶς ἀγαπάει μέ τήν ἀνώτερη δυνατή ἀγάπη πού μπορεῖ κανείς νά φανταστεῖ κι ἀκόμη περισσότερο – (ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ λοιπόν) συνιστᾶ τή βίωση τῆς ἀγάπης Του ἀπό ἐκείνους πού δυστυχῶς ἀρνοῦνται τήν παροχή καί τήν ἐνέργειά Της. Ὁ Θεός δηλαδή παρέχει τήν ἀγάπη Του, ἀλλά μεταποιεῖται αὐτή ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ καλοπροαίρετος πού Τήν δέχεται ζεῖ ἤδη ἀπό τώρα στόν κόσμο τοῦτο τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ὡς Παράδεισο, ὁ κακοπροαίρετος πού Τήν ἀρνεῖται τήν βιώνει ὡς ὀργή Του. Ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ λοιπόν εἶναι ἡ μεταποιημένη ἀπό τή διαστροφή τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἀγάπη τοῦ Πατέρα (κάτι παρόμοιο δέν θά ἰσχύσει καί στήν κρίση τοῦ Θεοῦ;).

Ἀλλά καί ὡς ὀργή τοῦ Θεοῦ (ἀναλύοντας τό ἴδιο στήν πραγματικότητα σκεπτικό) μποροῦμε νά χαρακτηρίσουμε 1) ἐκεῖνες τίς ἐνέργειές Του πού λειτουργοῦν μ’ ἕναν πιό ἔντονο καί «προκλητικό» θά λέγαμε τρόπο στόν ἀπομακρυσμένο ἀπό Αὐτόν ἄνθρωπο (ἐπιτρέποντας μία δοκιμασία, ἕνα ἀτύχημα, μία ἀρρώστια κλπ.), προκειμένου νά τόν συνετίσει, νά τόν κάνει νά ἔλθει εἰς ἑαυτόν καί  νά μετανοήσει, συνεπῶς λειτουργοῦν ὡς «παιδαγωγία» Του μέσα στό πλαίσιο τῆς φιλανθρωπίας Του· καί 2) ἀκόμη καί τήν (προσωρινή) ἄρση τῆς χάριτός Του, ἀφήνοντας τόν ἄνθρωπο στίς δικές του ἐπιλογές ζωῆς, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν ἐγωισμό του καί τόν ὁδηγοῦν ἤδη ἀπό τώρα σέ μία αἴσθηση κόλασης. Εἶναι εὐνόητο ὅτι τά παραπάνω σημαίνουν πώς ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ λειτουργεῖ ἐντελῶς ἀνάποδα ἀπό τή συνήθη ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων λειτουργία, διότι ἔχει ὡς περιεχόμενό της καί πάλι τήν ἀγάπη - ἀγάπη καί δικαιοσύνη στόν Θεό ταυτίζονται.    

4. Λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε στήν Παναγία μας, ὅταν χαιρετίζεται ἡ μεγάλη Μάνα τῶν ἀνθρώπων ὡς ἐκείνη πού σάν βροντή χτυπάει καί φοβίζει τούς ἐχθρούς, πρέπει νά ἐννοήσουμε ὅτι ἐκφοβίζει πρῶτα ἀπό ὅλα βεβαίως τούς ἐχθρούς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους κι ὅλου τοῦ κόσμου ἐκπεπτωκότας ἀγγέλους, τούς δαίμονες, ὥστε νά μήν πειράζουν καί ταλαιπωροῦν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἐκφοβίζει μέσα στό πλαίσιο τῆς ἀγάπης της καί ὅλους ἐκείνους πού τοποθετοῦνται ἀπέναντι στόν Θεό, ἀπέναντι στούς ἁγίους, ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία, προκειμένου νά τούς ὁδηγήσει σέ συναίσθηση τῆς ἐπιλογῆς τῆς κόλασής τους, φανερώνοντας ταυτόχρονα ὅτι διαφυλάσσει τούς πιστούς καί ὅτι ἡ ἴδια εἶναι Ἐκείνη (μέ πρῶτον βέβαιο τόν Υἱό καί Θεό της) πού θά βροῦν μπροστά τους σέ ὅποια ἐχθρική  τους κατ’ αὐτῶν ἐνέργεια.  Μέ ἄλλα λόγια τό «ἀγριωπό» μερικές φορές βλέμμα της εἶναι τό βλέμμα τῆς Μάνας πού ἡ καρδιά της σπαράζει καθώς βλέπει τό σπλάχνο της νά ὁδεύει πρός τήν καταστροφή του. Ἡ «βροντή» της εἶναι ἡ ἀγωνιῶσα κραυγή της πού θέλει μέ τήν ἔντασή της νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τούς πνευματικούς κινδύνους πού διατρέχουμε, ἀλλά καί νά κάνει πέρα, ὅπως εἴπαμε, τούς ἐχθρούς δαίμονες.

Τήν Παναγία μας, (ἑπομένως τόν Κύριο καί Θεό μας μέ τόν τρόπο πού ἐξηγήσαμε καί παραπάνω), δέν τήν ἀφήνουμε ποτέ. Κρατιόμαστε μέσα στήν ἀγκαλιά της, «κολλᾶμε» στό ἅγιο ὄνομά της, γιατί ἔτσι ξέρουμε ὅτι βρισκόμαστε σάν τό πλοῖο μέσα στό λιμάνι. Ἡ ὅποια «βροντή» της τότε ἀκούγεται στά αὐτιά μας ὡς νανούρισμα καί γλυκό τραγούδι της.

«ΠΑΡΑΔΟΞΑ» ΚΑΙ «ΣΚΛΗΡΑ» ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

(Κύρια σημεία ομιλίας του π. Γεωργίου Δορμπαράκη, στις Πυλές Καρπάθου,

 19 Μαρτίου 2023, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως)

Α. (1) Ο λόγος του Χριστού: όχι ένας ανθρώπινος λόγος, έστω φιλοσοφικός και στοχαστικός. Ο ανθρώπινος λόγος εκφράζει τις ανθρώπινες δυνατότητες, οι οποίες όσο σωστές και καλές κι αν είναι μεταφέρουν την πεσμένη στην αμαρτία ανθρώπινη φύση. Κι αυτό σημαίνει ότι ο ανθρώπινος λόγος δεν έχει τη δύναμη να «σηκώσει» τον άνθρωπο από την εμπαθή προσκόλλησή του στον κόσμο και τη γοητεία της αμαρτίας του. Το βλέπουμε στις διάφορες φιλοσοφίες αλλά και στις διάφορες θρησκείες.

(2) Ο λόγος Του αποκάλυψη Θεού και μία άλλη μορφή παρουσίας Του – φορέας της παντοδύναμης ενέργειάς Του: μη ξεχνάμε ότι «τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν». «Αυτός είπε και εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν», ο λόγος Του δηλαδή, ο ίδιος ο Κύριος, είναι ο Δημιουργός.  Ο Χριστός, κατά τη δική Του υπόδειξη μάλιστα, «κρύβεται» μέσα στα λόγια Του. «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου κι εγώ θα σας φανερωθώ και με τον Πατέρα μου θα έλθω να κατοικήσω μέσα μας και να γίνετε μοναστήρι μας». «Πυρ ήλθον βαλείν και τι θέλω ει ήδη ανήφθη» -  τα λόγια Του φωτιά του αγίου Πνεύματος, που κατακαίουν τα πάθη και φωτίζουν την ύπαρξη του ανθρώπου. Ήδη από την Π. Δ. ακούγεται ο φοβερός προφητικός λόγος: «το λόγιόν μου πεπυρωμένον σφόδρα»!

(3) Γι’  αυτό και κάθε λόγος Του και κάθε εντολή Του συνιστά σωτηρία για τον άνθρωπο: τον επαναφέρει στην κανονική και φυσιολογική του πορεία. Ο λόγος του Χριστού συνιστά την «οδόν» πάνω στην οποία βαδίζοντας ο πιστός φτάνει στη Βασιλεία του Θεού.

(4) Ο όποιος λόγος Του λοιπόν, όσο «σκληρός» και «παράδοξος» ακούγεται, λειτουργεί προς ευεργεσία του ανθρώπου. Ο χαρακτηρισμός της σκληρότητας οφείλεται στον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο – η προσκόλλησή μας στα πάθη μας μάς κάνει να θεωρούμε σκληρά αυτά που μας ευεργετούν και μας θεραπεύουν. Μοιάζει τούτο με τα φάρμακα: μας πικραίνουν, αλλά είναι προς ιατρεία της όποιας αρρώστιας μας.

Β. Μερικά «σκληρά και παράδοξα» λόγια του Χριστού.

1. «Τό ὅτι ἐζητεῖτέ με;» (Λουκ. 2, 49) (Γιατί με ζητούσατε;)

Η παράδοξη απάντηση του μικρού δωδεκαετούς Ιησού όταν επί τριήμερο που είχε «εξαφανιστεί» τον αναζητούσαν η Παναγία μητέρα Του και ο θεωρούμενος πατέρας Του Ιωσήφ. «Παιδί μου, γιατί μας το έκανες αυτό;» του λέει γεμάτη αγωνία η Παναγία Μητέρα, για να δώσει Εκείνος ήδη «μικρούλης» στην ηλικία τη συγκλονιστική και ακατανόητη και για την Παναγία συγκεκριμένη απάντηση. «Δεν ξέρατε ότι έπρεπε να βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα Μου;». Κι αυτό τι σημαίνει;  Την αυτοσυνειδησία του Κυρίου ότι είναι ο ενανθρωπήσας Θεός ήδη από τη στιγμή της συλλήψεώς Του μέσα στην κοιλιά της Παναγίας. Δεν πρόκειται για έναν άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο και σταδιακά μετά από κάποια αποκάλυψη συνειδητοποιεί ότι «ωρίμασε» - ό,τι πρέσβευε ο αιρεσιάρχης Νεστόριος, ο οποίος κήρυσσε ότι η Παναγία γέννησε τον άνθρωπο Χριστό (Χριστοτόκος) και έπειτα ήλθε σ’ αυτόν ο Λόγος του Θεού. Οπότε στη συγκεκριμένη απάντηση του Κυρίου κατανοούμε με φωτισμό Θεού ότι ο Χριστός είναι ο Θεός που έγινε και άνθρωπος. «Διπλούς την φύσιν αλλ’  ου την υπόστασιν». Πρόκειται για τη θεολογία των Γ΄ και Δ΄ Οικουμ. Συνόδων που εξέφρεσαν την πίστη της Εκκλησίας για τον Ιησού Χριστό.

2. «Ὅς δ’ ἄν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικός εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ καί καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης» (Ματθ. 18, 6) (Όποιος γίνει αφορμή  να κλονιστεί ένας απ’ αυτούς τους μικρούς που πιστεύουν σ’ εμένα, είναι προτιμότερο γι’ αυτόν να κρεμάσει μια μυλόπετρα στον λαιμό του και να καταποντιστεί στη θάλασσα).

Ο λόγος Του που αποτιμά την αυτοκτονία ως κατώτερη κατάσταση από τον σκανδαλισμό ενός ανθρώπου και μάλιστα παιδιού. Τα λόγια αυτά πρέπει να προσεχτούν ιδιαιτέρως, γιατί μας τονίζουν ότι το βασικό κριτήριο που φανερώνει τη χριστιανικότητά μας ή όχι είναι ακριβώς η στάση μας έναντι του κάθε συνανθρώπου μας, κατεξοχήν του θεωρούμενου πιο μικρού και ταπεινού. Κι η στάση μας αυτή είναι του άπειρου σεβασμού και της ειλικρινούς και ανιδιοτελούς αγάπης, η οποία ανάγεται στον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας. «Εφ’  όσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων εμοί εποιήσατε». Έτσι καταλαβαίνουμε και την «ευαισθησία» του απ. Παύλου που ομολογούσε: «Προκειμένου να μη σκανδαλίσω έναν απλό συνάνθρωπό μου προτιμώ να μη φάω κρέας ποτέ μου».

3. «Εἶπε δέ τις αὐτῷ˙ ἰδού ἡ μήτηρ σου καί οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν. Ὁ δέ ἀποκριθείς εἶπε τῷ λέγοντι αὐτῷ˙ τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου καί τίνες εἰσίν οἱ ἀδελφοί μου; Καί ἐκτείνας τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπί τούς μαθητάς αὐτοῦ ἔφη˙ ἰδού ἡ μήτηρ μου καί οἱ ἀδελφοί μου. Ὅστις γάρ ἄν ποιήσῃ τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστίν» (Ματθ. 12, 47-50) (Του λέει κάποιος: «Η μητέρα σου και τ’ αδέλφια σου στέκουν έξω και θέλουν να σε δουν». Εκείνος απάντησε σ’ αυτόν που του το είπε: «Ποια είναι η μητέρα μου και ποια είναι τ’ αδέρφια μου;» Και δείχνοντας με το χέρι του τους μαθητές του είπε: «Να η μητέρα μου και τ’ αδέρφια μου. Γιατί όποιος ἐφαρμόζει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου, αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα μου».

Οι φυσικές σχέσεις αξιολογούνται μέσα στο πλαίσιο της σχέσεως με τον Θεό. Ο Κύριος ήλθε προκειμένου να μας εντάξει μέσα στον εαυτό Του ώστε να βλέπουμε Θεού πρόσωπο. Η σχέση με τον Χριστό είναι η προτεραιότητα της ζωής μας: «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και πάντα ταύτα προστεθήσεται υμίν». Οπότε κατανοεί κανείς ότι ο πνευματικός σύνδεσμος που συνδέει τους πιστούς μέσα στην Εκκλησία: να είμαστε μέλη Χριστού και αλλήλων μέλη, είναι ό,τι ανώτερο και ιερότερο. Οι φυσικοί δεσμοί έτσι σχετικοποιούνται, γιατί δεν έχουν αιώνια προοπτική. Το αιώνιο στοιχείο καθορίζει την πορεία μας πάνω στη γη. «Διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους». «Ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα, αιώνια».

4. «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10, 37) (Όποιος αγαπάει τον πατέρα του ἤ τη μάνα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Κι όποιος αγαπάει τον γιο του ή τη θυγατέρα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου).

Η απολυτότητα της αγάπης προς τον Χριστό υπέρ πάσα άλλη αγάπη. Η φράση αυτή προεκτείνει το προηγούμενο σκεπτικό. Καλούμαστε ως πιστοί όλη τη δύναμη της ψυχής και του σώματός μας να την προσανατολίζουμε προς τον Θεό και την αγάπη μας προς Εκείνον. Διότι όχι μόνο είμαστε δημιουργημένοι για τον σκοπό αυτόν: «ότι εξ Αυτού και δι’  Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα», αλλά διότι μόνον έτσι μπορεί κανείς να αγαπήσει σωστά και καθαρά και τη γυναίκα του και τα παιδιά του και ό,τι υφίσταται μέσα στον κόσμο. Πάντοτε δηλαδή η ματιά μας πρέπει να είναι η ματιά εν Χριστώ. Αν δεν βάζουμε τον Χριστό σε ό,τι κάνουμε, λέμε ή σκεπτόμαστε, τότε αυτά «λερώνονται» από τον εγωισμό που ενυπάρχει έτσι κι αλλιώς μέσα μας λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία.

5. «Οὐαί ὑμῖν, γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μέν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δέ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καί πάσης ἀκαθαρσίας… Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνών» (Ματθ. 23, 27.33) (Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί μοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, που εξωτερικά φαίνονται ωραίοι, εσωτερικά όμως είναι γεμάτοι κόκαλα νεκρών και κάθε λογής ακαθαρσίας… Φίδια, γεννήματα οχιάς…).

Ο λόγος Του φαίνεται «υβριστικός» και προσβλητικός. Μα ο Χριστός δεν ήλθε να χαϊδέψει τα ανθρώπινα αυτιά. Ο λόγος Του, κατά τον Παύλο, «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν». Γιατί ήλθε να καλέσει τους ανθρώπους σε μετάνοια, δηλαδή να φύγουν από την εμπάθειά τους και να Τον αποδεχτούν ολοκληρωτικά. Και ο Κύριος βεβαίως διακρίνει την αμαρτία από τους αμαρτωλούς. Τη διαστροφή των Ιουδαίων αρχόντων καταδίκαζε και όχι τους ίδιους ως πρόσωπα, για τους οποίους άλλωστε και σταυρώθηκε, αίροντας την αμαρτία τους και προσφέροντάς τους τη δικαιοσύνη Του.

6. «Μη θέλετε και υμείς υπάγειν;» (Ιω. 6, 67).

 Ο Χριστός δεν θέλει οπαδούς, αλλά πιστούς που Τον ακολουθούν έστω και με θυσία της ζωής τους. Κι είπε τον λόγο τούτο, όταν μίλησε για τη θεία Κοινωνία ως μετοχή στο σώμα και το αίμα Του. «Σκληρός εστιν ο λόγος. Τις δύναται αυτού ακούειν;» - ήταν η εκτίμηση πολλών από αυτούς που Τον ακολουθούσαν. Για να τονιστεί ότι ο Κύριος ζητάει το καθοριστικότερο στοιχείο που χαρακτηρίζει εμάς τους ανθρώπους, προκειμένου να Τον ακολουθούμε: την ελεύθερη βούλησή μας. Χωρίς να θέλουμε κι εμείς την προσφορά Του, χωρίς και τη δική μας συνέργεια, δεν γίνεται τίποτε για τη σωτηρία και τη σχέση μας με τον Θεό. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν…» τόνισε. «Οι βουλόμενοι αθλήσαι…» συνεχίζει και η Εκκλησία μας. Η ελευθερία: το μεγαλύτερο αγαθό που μη χρησιμοποιούμενο ορθά βεβαίως γίνεται και η αιτία της καταδίκης μας.

7. «Οὐαί τῷ ανθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται˙ καλόν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. 26, 24) (Αλίμονο στον άνθρωπο εκείνον που θα προδώσει τον Υιό του Ανθρώπου. Θα ’ταν καλύτερα γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί».

Η αποτίμησή Του για τον μαθητή Του Ιούδα. Ένας από τους παραδοξότερους λόγους του Κυρίου: Εκείνος που συνήργησε ώστε να έλθει ως άνθρωπος στον κόσμο ο Ιούδας, ο Ίδιος κάνει την αποτίμηση. Βρισκόμαστε μπροστά σε μέγιστο μυστήριο που αποκαλύπτει και πάλι το πόσο ο Κύριος σέβεται την ελευθερία μας. Παλεύει να την υποκινήσει, να τη γοητεύσει, αλλά την τελική απάντηση την αφήνει πάντοτε σ’  εμάς.

8. «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων» (Μάρκ. 8, 33) (Φύγε από μπροστά μου, σατανά! Δεν σκέφτεσαι όπως θέλει ο Θεός αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι). 

Ο λόγος Του προς τον μαθητή Του Πέτρο, όταν εκείνος προσπάθησε να τον αποτρέψει από το πάθος Του! Εξέφρασε την αγάπη του ο Πέτρος προς τον δάσκαλό Του, αλλά η αγάπη του αυτή ήταν απλώς συναισθηματική, εντελώς ανθρώπινη, στο βάθος εγωιστική και άπιστη. Διότι προτρέποντας τον Κύριο ο Πέτρος να μην ακολουθήσει το θέλημα του Θεού φανέρωνε ότι τελικώς δεν αποδέχεται τον Κύριο – «Κύριος» γινόταν ο ίδιος και όχι ο πραγματικός Κύριος ως Θεός. Παρόμοια φερόμαστε συχνά οι άνθρωποι, υποκινώντας και προτρέποντας αγαπημένους συνανθρώπους μας να «σώσουν» τη ζωή τους, διαγράφοντας όμως το θέλημα του Θεού. Γινόμαστε «όπλα» του Πονηρού από τα εκ δεξιών λεγόμενα. Δηλαδή φαίνεται ότι κάνουμε κάτι καλό, αλλά στην πραγματικότητα υπηρετούμε το πονηρό και τον Πονηρό.

9. «Μή μοῦ ἅπτου˙ οὔπω γάρ ἀναβέβηκα πρός τον πατέρα μου» (Ιω. 20, 17) (Μη μ’ αγγίζεις, της λέει ο Ιησούς, γιατί δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου).

Ο λόγος του αναστημένου Κυρίου προς τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Πράγματι παράδοξος και αυτός ο λόγος. Τι πιο φυσικό για τη Μαρία που αγαπούσε υπερβαλλόντως τον Κύριο, ο Οποίος την είχε απαλλάξει από την καταδυναστεία των παθών της για να ζήσει ελεύθερα, από το να γονατίσει και να αγκαλιάσει τα πόδια Του; Το ίδιο άλλωστε δεν είχε συμβεί, δύο φορές μάλιστα με άλλες γυναίκες,  μπορεί και μπροστά της εφόσον ήταν ακόλουθη του Κυρίου;  Η άσωτη πόρνη που πρόσφερε το πανάκριβο μύρο στα πόδια του Κυρίου, σκουπίζοντάς τα με τα μαλλιά της, κι έπειτα και η Μαρία η αδελφή του Λαζάρου που προέβη σε παρόμοια κίνηση; Πώς λοιπόν τώρα ο Κύριος με αυστηρό τρόπο την αποτρέπει από το άγγιγμά Του; Διότι μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο μόνος τρόπος προσέγγισής Του δεν είναι ο αισθητός, όπως όταν ήταν εν σώματι με τους μαθητές Του, αλλά είναι μέσα από τη Θεία κοινωνία και μέσα από την τήρηση των αγίων Του εντολών – μία προσέγγιση κατά πολύ ανώτερη από ένα άγγιγμα σωματικό, αφού με τη θεία Κοινωνία γινόμαστε σύσσωμοι και σύναιμοι με τον Ίδιο. Ο απόστολος Παύλος λέει κάτι παρεμφερές που φωτίζει την αλήθεια αυτή: Το αν είχα δει τον Κύριο όσο βρισκόταν στον κόσμο τούτο δεν μου προσθέτει τίποτε. Η πνευματική μου σχέση μ’ Εκείνον είναι το σημαντικό.

10. «Αρκεί σοι η χάρις μου. Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (Β΄ Κορ. 12, 9) (Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία σου).

Ο λόγος του Χριστού στον πονεμένο απόστολο Παύλο. Πρόκειται για τη συμμετοχή στο πάθος του Κυρίου που ανάγει τον άνθρωπο στην Ανάσταση ήδη από τη ζωή αυτή. Όπως ο Κύριος πάνω στον Σταυρό φανερώνει την παντοδυναμία Του, έτσι και ο πιστός: μέσα από τη σωματική αδυναμία του, μέσα από τους πόνους και τις αρρώστιες του, όταν τα αντιμετωπίζει εν πίστει και με αίσθηση ότι είναι μέλος Χριστού, στην πραγματικότητα οδηγείται στη μεγαλύτερη δύναμη που μπορεί να φτάσει. Η αδυναμία του συνιστά την προϋπόθεση για να ενεργοποιηθεί η δύναμη του Χριστού μέσα στην ύπαρξή του. Όσο δηλαδή μειώνεται ο ίδιος, τόσο και αυξάνεται εν αυτώ ο Κύριος. «Όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι». Από την άποψη αυτή όταν αρχίζουμε να πονάμε και να μην αισθανόμαστε καλά, όταν αρχίζουμε δηλαδή να φαίνεται ότι χάνουμε τον κόσμο κάτω από τα πόδια μας, τότε πρέπει να στρέφουμε τον λογισμό μας στον τρόπο που ενεργεί ο Θεός μας: μας έχει παραλάβει για να μας οδηγήσει σε παραπάνω επίπεδο! Κι επίσης κατανοούμε ότι μάλλον οι πιο ισχυρές περιοχές της γης, αυτές που περικλείουν την παντοδυναμία της χάρης του Θεού είναι τα νοσοκομεία, οι κλινικές, τα κρεβάτια των αρρώστων. Μπροστά στον άρρωστο πρέπει μάλλον να σκύβουμε το κεφάλι και να βγάζουμε τα υποδήματά μας: βρισκόμαστε σε τόπο ιερό. Κι αυτό ασφαλώς όχι μόνο στους άλλους, αλλά και σε εμάς τους ίδιους.  

Γ. «Η Εκκλησία ζει και προβάλλει έναν Χριστό επικίνδυνο για το βόλεμά μας, για τη νοοτροπία και τον πολιτισμό. Και είναι επικίνδυνος ο Χριστός γιατί στην εγωιστική παντοδυναμία του ανθρώπου προβάλλει την θυσία του Θεανθρώπου. Ο Χριστός της Εκκλησίας δεν είναι ένας δάσκαλος, αλλά ο Σωτήρας όλων μας, δεν μιλά μόνο για Αγάπη αλλά κάνει πράξη την Αγάπη, θυσιάζοντας την ύπαρξη Του για να ζήσουμε αιώνια, με την απόλυτη γνώση ότι και οι μετά απ’ Αυτόν θα εξακολουθούν  καθημερινά να Τον Σταυρώνουν με τις αμαρτίες τους και πολλοί δεν θα πιστεύουν.

Είναι επικίνδυνος ο Χριστός της Εκκλησίας γιατί ενώ είναι  Θεός γίνεται άνθρωπος και πεθαίνει για μας, ενώ ξέρει ότι ο άνθρωπος θα εξακολουθεί να έχει ως θεό τον εαυτό του. Είναι επικίνδυνος ο Χριστός της Εκκλησίας γιατί ξέρει να συγχωρεί και να βάζει τον Ληστή στον Παράδεισο, ενώ σήμερα ο άνθρωπος ξέρει μονάχα να κατακρίνει τον άλλο και να τον κάνει κόλασή του. Είναι επικίνδυνος γιατί δέχεται τον άνθρωπο όπως είναι, με τα τραύματά του, με τις αδυναμίες του και τον μεταμορφώνει, ενώ ο άνθρωπος δέχεται μόνο τους τέλειους της διαφήμισης κι αυτούς που κάνουν τα θελήματά του.

Είναι επικίνδυνος ο Χριστός γιατί προσφέρει την αναρχία της Αγάπης, ενώ η ανθρώπινη εξουσία στηρίζεται στο δίκιο του οικονομικά ισχυρού. Είναι επικίνδυνος γιατί προτείνει μιαν αλλιώτικη ζωή βασισμένη στην ευαισθησία για τον Άλλο, ενώ η εποχή μας μιλάει μόνο για τα ατομικά δικαιώματα που μετριούνται με μεζούρες. Είναι επικίνδυνος γιατί μιλάει για Πόνο και Κόπο, ενώ οι άνθρωποι τα θέλουν όλα χωρίς να κοπιάσουν για τίποτα. Είναι επικίνδυνος γιατί δίνει σ’ όλους μας το χέρι της Ανάστασης κι εμείς μάθαμε να βασιζόμαστε μόνο στα δικά μας χέρια. Μας δίνει το Σώμα και το Αίμα Του, αντί για τα άχυρα της καθημερινότητας. Είναι επικίνδυνος ο Χριστός της Εκκλησίας γιατί μας έδωσε την ελευθερία, αντί για την υποδούλωση στα πάθη, την αδιαφορία, την καλοπέραση!

Ζούμε οι περισσότεροι έναν ακίνδυνο Χριστό, έναν «γλυκό» άνθρωπο. Καιρός να ζήσουμε τον επικίνδυνο Θεάνθρωπο, αυτόν που βάζει μαχαίρι στις καρδιές μας και τις κάνει κομμάτια, για να μοιραστούν σε όλους, από Αγάπη και για την όντως Ελευθερία. Κι όσο αυτοί που κατευθύνουν τις ζωές μας νιώθουν πως υπάρχει ο επικίνδυνος Χριστός, τόσο θα αγωνίζονται να κρατήσουν και να κρατήσουμε τον ακίνδυνο» (π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός).