(Κύρια σημεία ομιλίας στην κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας των Σχολών Γονέων της Ι. Μ. Πειραιώς (21 Ιανουαρίου), στο Π. Κέντρο του Ι. Ναού αγίου Βασιλείου Πειραιώς)
Πασίγνωστος ο Μέγας Βασίλειος όχι μόνο στα πέρατα του
χριστιανισμού, Ανατολικού και Δυτικού, αλλά και σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο.
Στον μεν χριστιανικό κόσμο, γιατί συνιστά έναν από τους μεγαλυτέρους Πατέρες
και Διδασκάλους της Εκκλησίας, κυριολεκτικά ορόσημο αυτής, στον δε
εξωχριστιανικό γιατί συνδέθηκε στρεβλά το όνομά του με την καρικατούρα της Coca Cola, τον Άη Βασίλη ονομαζόμενο ή άγιο Νικόλαο κατ’ άλλους, τον εξίσου γνωστό Santa Claus. Έτσι κι αλλιώς όμως θεωρείται ο γνωστότερος παγκοσμίως άγιος.
Γνωστός βεβαίως,
αλλά πολύ λιγότερο, ο αδελφός του άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ο Πατήρ Πατέρων»
κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αυτός που θεωρείται ο πιο εμφιλόσοφος νους από
όλους τους Πατέρες. Όπως γνωστή και η μεγάλη αδελφή του Μ. Βασιλείου, η οσία
Μακρίνα, που έγινε σημείο αναφοράς στην εποχή της για την πίστη και την
προσφορά της, τον 4ο αι. αλλά και διαχρονικά. Πολύ λιγότερη γνωστή,
αλλά πάντως γνωστή, είναι και η μητέρα των παραπάνω, κι αυτό γιατί προβλήθηκε
τα τελευταία χρόνια, η σοφή αγία Εμμέλεια, κι ακόμη λιγότερο γνωστοί οι άλλοι
άγιοι αδελφοί της ίδιας οικογένειας, ο Πέτρος επίσκοπος Σεβαστείας, ο
Ναυκράτιος, εξίσου και η Θεοσεβία, όπως και ο πατέρας του Βασιλείου Βασίλειος
κι αυτός, μαζί με τη γιαγιά των τέκνων, τη μεγάλη Μακρίνα, από την οποία πήρε και
το όνομά της η οσία Μακρίνα που μνημονεύσαμε. Οκτώ (ή επτά κατ’ άλλους) επισήμως διακηρυγμένοι
άγιοι σε μία οικογένεια από τα δεκατρία συνολικά μέλη της! Και τονίζουμε το
«διακηρυγμένοι», γιατί και τα υπόλοιπα αδέλφια, τέσσερις αδελφές, δεν είναι
λιγότερο άγιοι. Αλλά αγίασαν στον αφανή στίβο της αγιότητος, που είναι ο
έγγαμος βίος, οπότε και το ύψος της αγιότητός τους το ξέρει μόνο ο Θεός.
Κι αν επιμέρους λοιπόν λίγο ή πολύ είναι γνωστοί οι άγιοι
αυτοί, διαφεύγει της προσοχής και της γνώσεως των περισσοτέρων ότι ήδη από το
1998 καθιερώθηκε συνοδικά να εορτάζεται ολόκληρη η οικογένεια του Μεγάλου
Βασιλείου, τη δεύτερη Κυριακή του Ιανουαρίου, ως πρότυπο της αληθινής και της
γνήσιας χριστιανικής οικογένειας. Σαφώς και έχουμε και άλλες οικογένειες με
πλήθος αγίων μελών τους, όμως σε τέτοιο ποσοστό μόνο στη συγκεκριμένη
οικογένεια βρίσκουμε. Κι έτσι δικαιολογημένα ακούμε στο συναξάρι της
συγκεκριμένης ημέρας:
Τη δευτέρα Κυριακή του μηνός
Ιανουαρίου, μνήμην επιτελούμεν της αγίας οικογενείας του Μεγάλου Βασιλείου.
Κι ήταν πράγματι εμπνευσμένη η στιγμή που ο υπεύθυνος των
Σχολών Γονέων της Μητροπόλεώς μας, καλός και σεμνός κληρικός, πρωτοπρεσβύτερος
π. Βασίλειος Σιγάλας, σκέφτηκε το συγκεκριμένο θέμα να αναπτύξουμε τη σημερινή
ημέρα. Γιατί είμαστε μέσα στην ατμόσφαιρα της, έστω παραθεωρημένης, εορτής, που
έχει όμως τεράστια σημασία και για τη δική μας εποχή. Ευκαιρία λοιπόν να
γνωρίσουμε λίγο τη μοναδική αυτή οικογένεια και να μετρήσουμε αν μπορούμε κι
εμείς να σταθούμε πλάι της ισάξια, ή αλλιώς πώς και σε τι μπορεί να γίνει αυτή
πρότυπό μας.
Α. 1. Κι αμέσως τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: είναι
δυνατόν και λογικό μία οικογένεια που έζησε τον 4ο αι., δηλαδή 1700
περίπου χρόνια πριν από εμάς, να θεωρηθεί πρότυπο και παράδειγμα για τη
σημερινή εποχή; Οι συνθήκες που ζούμε σήμερα είναι ριζικά διαφορετικές από
τότε. Και δεν αναφερόμαστε σε ό,τι χαρακτηρίζουμε μετανεωτερική λεγόμενη εποχή,
όπου τα πάντα ανατρέπονται και αμφισβητούνται – εδώ οι αλλαγές προκαλούν ίλιγγο
και σεισμούς μεγατόνων! Απλώς λέμε ότι φυσιολογικά λόγω της χρονικής απόστασης
και της εξέλιξης που έχει υπάρξει από τότε, οι κοινωνίες και οι αξίες είναι σε
μεγάλο βαθμό άλλες. Όπως και η προσέγγιση της ίδιας της πραγματικότητας γίνεται
με εντελώς διαφορετικούς όρους. Πώς το τόσο μακρινό παρελθόν λοιπόν να το
μεταφέρουμε στο παρόν για να γίνει καθοδηγητικό στοιχείο δικό μας;
Η απάντηση υπάρχει και δεν συνιστά ουτοπία: μπορεί όντως
οι συνθήκες και το πλαίσιο ζωής του τότε και του τώρα να είναι διαφορετικά,
όμως στην ουσία τους οι άνθρωποι παραμένουμε στο βάθος οι ίδιοι. Γιατί; Διότι
από τα ίδια πάθη όλοι μας ταλαιπωρούμαστε: τον μιαρό εγωισμό μας με όλα τα
παρακλάδια του, τα ίδια προβλήματα της φθαρτότητάς μας ζούμε με οδύνη, ψυχικά
και σωματικά, στον ίδιο φόβο και στην ίδια αγωνία βρισκόμαστε ενώπιον του
κοινού και αναπόφευκτου τέλους που μπορεί να έρθει απρόβλεπτα, εννοούμε τον
θάνατο. Όσες αλλαγές και να έγιναν ή πρόκειται να γίνουν στην ανθρωπότητα,
καλές ή κακές, τα καίρια αυτά στοιχεία δεν άλλαξαν κι ούτε βεβαίως θα αλλάξουν.
Κι αυτό θα πει ότι τελικώς ο άνθρωπος διαχρονικά παραμένει ο ίδιος: ένα έρμαιο
δυνάμεων που δεν μπορεί να ελέγξει, κι ένα φύλλο στον άνεμο που πνέει όπου
θέλει χωρίς να μπορεί αυτός να κάνει και πολλά πράγματα!
Οπότε, ναι!, απέχουμε πολύ χρονολογικά από τη
συγκεκριμένη αγία οικογένεια, αλλά οι απαντήσεις που μπορούμε να πάρουμε από τη
ζωή των μελών της, μεταξύ τους αλλά και εκτός αυτής, είναι τέτοιες που ίσως -
το ίσως ως σχήμα λόγου - αποβούν
σωτήριες. Γιατί; Διότι η οικογένεια αυτή θέλησε να ακολουθήσει έναν τρόπο ζωής
που έχει τον χαρακτήρα του αιώνιου. Κι έχει τον χαρακτήρα του αιώνιου, γιατί
θέλησε και αγωνίστηκε να θέσει ως βάση, είτε ήταν οι γονείς είτε τα τέκνα, το
μόνο αιώνιο στοιχείο, το μόνο αενάως καινό-καινούργιο, τον λόγο του Θεού εν
προσώπω Ιησού Χριστού. Πρόκειται για αλήθεια που επιβεβαιώνεται εμπειρικά σε
κάθε εποχή από κάθε άνθρωπο που θα λάβει σοβαρώς υπ’ όψιν του τη χριστιανική
πίστη: Θέλεις να ζεις κατά Χριστόν; Θέλεις ο Χριστός να είναι όχι το περιθώριο
αλλά το κέντρο της ζωής σου; Τότε θα ανοιχτούν τα μάτια και όλα τα κύτταρα της
ψυχοσωματικής σου υπάρξεως για να δεις ότι έχει εισρεύσει μέσα σου η ίδια η
πηγή της ζωής, η ίδια η αιωνιότητα, όπως το υποσχέθηκε ο αποκαλυφθείς Θεός
Ιησούς Χριστός: «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου και θα δείτε ότι θα
σας φανερωθώ και θα γίνετε κατοικητήριο όλης της αγίας Τριάδος». Και «όποιος θα
πιει από το ύδωρ που εγώ θα του δώσω, θα δει να γίνεται το ύδωρ αυτό πηγή
ύδατος που αναβλύζει την αιώνια ζωή». Αιώνιος με άλλα λόγια ο Θεός, αιώνιος
κατά χάριν και ο άνθρωπος που θα σχετιστεί με επίγνωση μαζί Του. «Ιησούς
Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας».
2. Από την άποψη αυτή, επανερχόμενοι στην αγία οικογένεια
του Μεγάλου Βασιλείου, δεν μας ενδιαφέρει πρώτιστα απλώς ο τύπος και η μορφή
της (παραδοσιακής οπωσδήποτε) οικογένειας μέσα στην οποία άγιασαν τα μέλη της –
και δεν μιλάμε καθόλου για τα μοντέρνα ή μεταμοντέρνα μορφώματα «οικογένειας»
που παρουσιάστηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα, γιατί εκεί η
χριστιανική ζωή εξαρχής δεν υφίσταται - αλλά (μας ενδιαφέρει) το εσώτερο βάθος
της που δεν είναι άλλο από αυτό που η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει «κατ’ οίκον
Εκκλησία». Θα ήταν λάθος δηλαδή να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο αν η
οικογένεια αυτή ήταν πατριαρχική ή πυρηνική, όπως λέγεται, υπερπολύτεκνη ή
απλώς και πολύτεκνη ή με λιγότερα τέκνα. Κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε αποπροσανατολιστικά,
για τον απλούστατο λόγο ότι και στο παρελθόν και τώρα, κι ασφαλώς και στο
μέλλον, έχουμε και θα έχουμε παραδοσιακές
πολύτεκνες και υπερπολύτεκνες οικογένειες που τα μέλη τους όχι μόνο δεν αγίασαν
και δεν αγιάζουν, αλλά κάποτε γίνονται και όργανα του Πονηρού, που σημαίνει ότι
δεν καταξιώνεται καθεαυτήν μία οικογένεια γιατί έκανε παιδιά ή πολλά παιδιά,
αλλά γιατί τα μέλη της όπως είπαμε βρίσκονται «επί τα ίχνη του Ιησού»,
καλλιεργείται το φρόνημα και το ήθος του Κυρίου, το φρόνημα δηλαδή της
ταπείνωσης και της αγάπης, όπως το σημειώνει με μοναδικό τρόπο ο απόστολος
Παύλος στην προς Φιλιππησίους Επιστολή (2, 5-8): «Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο
φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε
την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε
μορφή δούλου˙ έγινε άνθρωπος˙ και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε
θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού». Την «κατ’
οίκον Εκκλησία» λοιπόν αναζητούμε στην οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου κι
αυτήν θέλουμε να «ζωγραφίσουμε» ενώπιον των οφθαλμών μας. Γιατί ενώ φαίνεται
ότι είναι «θαμμένη» στο παρελθόν, αυτή αδιάκοπα ξεπετιέται λαμπερή στο αιώνιο Παρόν του Θεού, καλώντας
μας ως καθοδηγητικό αστέρι στην προς τα πρόσω πορεία. «Ποίησον Ἐκκλησίαν τόν οἶκον
σου» προτρέπει και ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.
3. Ποια τα χαρακτηριστικά λοιπόν συγκεκριμένα αυτού του
είδους της οικογένειας;
(1α) Πρώτα από όλα αυτό που μόλις επισημάναμε: Η πίστη
στον Κύριο Ιησού Χριστό και σύνολη την αγία Τριάδα, που παραλαμβάνεται από το
άγιο σώμα Του, την Εκκλησία, και βιώνεται μέσα σ’ αυτήν. Είτε είναι οι γονείς
είτε τα τέκνα είτε οι παππούδες τον Χριστό έχουν ως βάση και απόλυτο κριτήριο
της ζωής τους και των όποιων σχέσεών τους, γεγονός που τους καθιστά
«ομοτρόπους». Ο άγιος υμνογράφος της ακολουθίας τους, όσιος Γεράσιμος ο
Μικραγιαννανίτης, απαρχής το επισημαίνει: «Το ομότροπο ζεύγος, ο Βασίλειος και
η σοφή Εμμέλεια που ενώθηκαν όπως ο ήλιος με τη σελήνη, γέννησαν δεκάριθμο χορό
αστεριών που έλαμψαν στο στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού» (μ. εσπ.). Κι όταν
λέμε ότι έθεσαν τον Χριστό ως βάση της ζωής τους εννοούμε τις άγιες εντολές Του
και τον λόγο του Ευαγγελίου Του. «Οι γονείς και τα τέκνα ακολούθησαν το
ευαγγελικό παράγγελμα του Σωτήρος Χριστού» (λιτή). Διότι είναι γνωστό ότι μία
πίστη στον Χριστό χωρίς ενεργοποίησή της με βάση τις εντολές Του είναι νεκρή
και φτάνει στο σημείο να γίνεται και δαιμονική.
(1β) Οι γονείς λοιπόν πρώτα: ο πατέρας Βασίλειος και η
σοφή Εμμέλεια. Φανέρωναν την αληθινή πίστης τους ζώντας μεταξύ τους κατά τον
τρόπο που καθορίζει για το χριστιανικό ζευγάρι ο απόστολος Παύλος:
«υποτασσόμενοι αλλήλοις εν φόβω Χριστού». Η αίσθηση δηλαδή ότι βρίσκονταν
μπροστά στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο τους οδηγούσε χωρίς
δυσκολία στη μόνη στάση που δικαιώνεται από τον Θεό για τους συζύγους: την
αλληλοϋποταγή - πώς ο ένας να σπεύδει να υποτάσσεται και να υπακούει στον
άλλον! Γιατί; Διότι ο καθένας έβλεπε στο πρόσωπο του άλλου τον ίδιο τον Κύριο.
Όταν Εκείνος, ο αρχηγός της πίστεως, αποκάλυψε ότι η δική Του παρουσία είναι
κρυμμένη πίσω από τον κάθε άνθρωπο, ιδίως τον χριστιανό: «εφ’ όσον εποιήσατε
ενί τούτων των αδελφών μου εμοί εποιήσατε», πώς ένας πιστός του εν επιγνώσει
δεν θα το λάβει απολύτως υπ’ όψιν του; Και μάλιστα στον πρώτο και πιο άμεσο
αδελφό, το άλλο του μισό, τον ή τη σύζυγο; Πρόκειται για την πραγματικότητα που
επεσήμαινε και ο σύγχρονός μας μεγάλος όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, όταν μιλούσε
για τους συζύγους. «Ποιος να πλένει τα πιάτα, Γέροντα;» ρωτήθηκε κάποια φορά
από έναν σύζυγο. Και η απρόσμενη, αλλά απολύτως καίρια χριστιανικά, απάντηση
του οσίου: «Όποιος προλάβει πρώτος!» Για τον σύγχρονο όσιο η σχέση των συζύγων
δεν καθορίζεται από άλλα κριτήρια πέραν αυτού που προτείνει ο λόγος του Θεού.
Και ο λόγος αυτός σου λέει ότι ο άλλος, ο συνάνθρωπος, δεν είναι ένας άλλος
αλλά ο ίδιος ο Χριστός – τα μάτια που διαστέλλονται από την πίστη αυτήν την
όραση σου δίνουν. Πολύ περισσότερο βεβαίως όταν ο σύζυγος και η σύζυγος
συνιστούν τον ένα άνθρωπο κατά τον Κύριο! «Ουκέτι εισί δύο, αλλά μία σαρξ» όπως
απεκάλυψε. Το ζευγάρι που ευλογείται από τον Θεό δεν είναι δύο πια άνθρωποι,
αλλά ένας άνθρωπος – η πιο μεγάλη αλήθεια που ανάγεται στην ίδια τη δημιουργία
του ανθρώπου. «Απαρχής ο Θεός εποίησεν άνθρωπον, άρσεν και θήλυ εποίησεν
αυτούς»!
(1γ) Κι αυτή είναι η μόνη φυσιολογική και ευλογημένη
σχέση, ας επιτραπεί να σχολιάσουμε το αυτονόητο. Δεν δημιούργησε ο Θεός άρσεν
και άρσεν ούτε θήλυ και θήλυ για να συσταθεί ο ένας άνθρωπος. «Εποίησεν άρσεν
και θήλυ» και αυτό καθόρισε ως τη μοναδική οδό πορείας της ανθρωπότητας. Και
πώς τότε έχουμε κατά καιρούς, παλαιότερα αλλά και σήμερα, την προβολή άλλης
θεώρησης του ανθρωπίνου; Το Πνεύμα του Θεού διά στόματος του αποστόλου Παύλου
δίνει την απάντηση: Πρόκειται για «ατιμία και ασχημοσύνη» που οφείλεται στην
παραθεώρηση του Θεού από τη ζωή του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος κάνει πέρα τον
Θεό και Τον διαγράφει από τη ζωή του, τότε ο Θεός σεβόμενος την ελευθερία που
ως ακριβό δώρο τού έδωσε εγκαταλείπει τον άνθρωπο, αφήνοντάς τον στις σκοτεινές
και αφύσικες επιλογές του, οι οποίες ασφαλώς δημιουργούν το πλαίσιο για να ζει
αυτός ήδη την κόλαση από αυτήν τη ζωή. «Κι επειδή θεώρησαν περιττό οι άνθρωποι
να γνωρίσουν τον Θεό ενσυνείδητα, τους παρέδωσε ο Θεός στη μωρία τους, κι έτσι
κάνουν ανάρμοστα πράγματα. Είναι γεμάτοι από κάθε λογής αδικία, πορνεία,
πονηρία, πλεονεξία, κακία. Είναι γεμάτοι φθόνο, φόνο, φιλονικία, απάτη και
κακοήθεια… Χωρίς σύνεση, δεν κρατούν τον λόγο τους, δεν έχουν στοργή,
διαλλακτικότητα και έλεος… Είναι καταδικασμένοι σε αιώνιο θάνατο!» (Ρωμ. 1,
28-32).
(2α) Η αίσθηση της παρουσίας του Χριστού στον πατέρα
Βασίλειο και τη σοφή Εμμέλεια που έπαιρνε τη μορφή της μεταξύ τους
αλληλοϋπακοής, τους έκανε εν αγάπη κ α
ι να θέλουν παιδιά στη ζωή τους, ως
«επαναλήψεις» όχι του εαυτού τους αλλά του ίδιου του Χριστού – «κατ’ εικόνα και
καθ’ ομοίωσιν Θεού» οι άνθρωποι –, αλλά
κ α ι γι’ αυτόν τον λόγο να τα
επιβλέπουν ώστε να διαπαιδαγωγούνται με τη μόνη ορθή χριστιανική προοπτική, της
εντάξεώς τους στη Βασιλεία του Θεού. Άνθρωπος δηλαδή που αγαπά τον Χριστό αγαπά
με ιδιαίτερη θέρμη τις πιο γνήσιες εικόνες Του, τα παιδιά, ποθώντας κατ’
επέκταση να τα δει να ακολουθούν και εκείνα οικεία βουλήσει τα δικά Του ίχνη.
Από την άποψη αυτή στο ιερό αυτό ζεύγος διαπιστώνουμε και τον πρώτο άμεσο σκοπό
του γάμου, την αλληλοσυμπλήρωση των συζύγων, αλλά και την τεκνογονία και την
ανατροφή των τέκνων. Και θα πρέπει να πούμε εδώ ότι και τα τρία αυτά
συνυπάρχουν αναπτυσσόμενα παραλλήλως χωρίς να υφίσταται καμία έκπτωση σε κανένα
τους. Δεν μπορεί δηλαδή σε ένα χριστιανικό ζευγάρι να μην υπάρχει η επιθυμία
της καρποφορίας της σχέσης τους, να υπάρξουν παιδιά, όπως πολύ περισσότερο δεν
υπάρχει περίπτωση να μην ενδιαφέρονται για τα παιδιά, εφόσον ο Θεός δίνει τη
δυνατότητα της τεκνογονίας - ο Θεός γαρ
«διανοίγει την μήτραν της γυναικός». Και η συνύπαρξη και το παράλληλο των τριών
αυτών σκοπών, (που βεβαίως βρίσκονται στη γενικότερη σκοποθεσία όπως είπαμε της
ζωντανής σχέσεως με τον Κύριο Ιησού Χριστό), πρέπει να τονίζεται πάντοτε, διότι
εύκολα είναι αλήθεια, μπορεί να υπάρξει ανισορροπία. Να έχουμε δηλαδή
προσκόλληση για παράδειγμα, ιδίως από πλευράς της μητέρας, προς τα παιδιά με
παραμέληση του συζύγου, ή, τεκνοποιΐα, ιδίως εκεί που υπάρχει πολυτεκνία συνεπώς και μεγάλη κούραση με έλλειψη χρόνου,
χωρίς την ανάλογη φροντίδα για την ανατροφή των παιδιών. Εκείνος που έδωσε την
ευλογία του καρπού της συζυγίας, των παιδιών, ο Ίδιος έδωσε και την εντολή:
«Εκτρέφετε τα τέκνα υμών εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
(2β) Κι είναι η αλυσίδα αυτή: αλληλοσυμπλήρωση συζύγων,
τεκνοποιΐα, ανατροφή, το στοιχείο που αποτελεί κι ένα κριτήριο για το πλήθος
των παιδιών στο οποίο πρέπει να προχωρήσει ένα ζευγάρι. Αναφέραμε και παραπάνω
ότι δεν σώζει μία οικογένεια ο αριθμός των παιδιών, αλλά η συναίσθηση ότι τα μέλη της, πρώτιστα οι σύζυγοι,
πορεύονται κατενώπιον Θεού με βάση τις εντολές Εκείνου. Ο συντονισμός με τον
ζωντανό προσωπικό Θεό είναι το αενάως ζητούμενο κι αυτό θα ζητηθεί από τον ανά
πάσα στιγμή ερχόμενο να εμφανιστεί Κύριο. Οπότε χρειάζεται να αναμετρώνται
πάντοτε οι γονείς αν η τεκνογονία συμβαδίζει με την ορθή ανατροφή, που θα πει
με τη γεμάτη αγάπη και σεβασμό στάση τους έναντι των παιδιών τους, με την
αφιέρωση του απαιτουμένου χρόνου για την καλή ανάπτυξή τους, με την προσφορά
στα παιδιά τους του κατεξοχήν στοιχείου αγάπης τους: τον δικό τους αγιασμό. Τι
νόημα άραγε έχει υπό το πρίσμα αυτό ο ερχομός παιδιών, που ο γονιός στη φάση
που βρίσκεται ίσως βλέπει ότι αδυνατεί να τους δώσει αυτό που τους οφείλει; Μία
μάνα για παράδειγμα και μάλιστα εργαζομένη ή ένας πατέρας πολυάσχολος και
πολυδιασπασμένος ευρισκόμενοι σε διαρκή αναταραχή και πανικό γιατί δεν
προλαβαίνουν, πώς μπορεί να θεωρηθούν ότι στέκονται πάνω στο θέλημα του Θεού;
Αυτό που έχουν αυτό και θα προσφέρουν σε όλους: την ταραχή και τον πανικό τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι κάποια γυναίκα με τρία παιδιά, όταν επισκέφτηκε τον όσιο
Πορφύριο για να του πει ότι δεν αντέχει και ένα τέταρτο που επιθυμεί ο άντρας
της, άκουσε από το άγιο στόμα του την αρνητική προτροπή. «Μην την πιέζεις» είπε
ο όσιος στον σύζυγο, «γιατί ψυχολογικά δεν αντέχει. Όταν θα αντέξει, μόνη της
θα το ζητήσει». Και διάβασα κάπου εσχάτως ότι μία γυναίκα εξίσου με τρία παιδιά
μετέσχε πριν κάποια χρόνια σε εκδρομή ενορίας εδώ στην Αττική για το μοναστήρι
του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα. Και είδε και εξομολογήθηκε στον άγιο Γέροντα
Εφραίμ ότι δεν θέλει άλλο παιδί που εξίσου με το προηγούμενο επιθυμούσε ο
σύζυγος. Και η απάντηση του αγίου αυτού ανθρώπου ήταν όντως αποκαλυπτική: «Κάνε
προσευχή από την καρδιά σου, παρακάλεσε την Παναγία, και ό,τι δεις μέσα στην
καρδιά σου να φουντώνει αυτό θα είναι και η απάντηση!»
(2γ) Στην αγία οικογένεια του Μ. Βασιλείου είχαμε εν
προκειμένω την ανθρωπίνως ορθή ισορροπία. Και η αγάπη των γονιών υφίστατο και η
τεκνοποιία ήταν πλούσια γιατί μπορούσαν, και η ανατροφή συνιστούσε
προτεραιότητα. Πάνω στο τελευταίο μάλιστα είναι πολύ σημαντική η αναφορά στην εκκλησιαστική
ακολουθία της μεγάλης αδελφής, της οσίας Μακρίνας, του πώς η μάνα Εμμέλεια
διαπαιδαγωγούσε την κόρη της. Πραγματικά ο άγιος υμνογράφος, στηριγμένος σε
ιστορικά στοιχεία, με έξοχο τρόπο μας ανοίγει τα μάτια να δούμε τη σοφία της
χριστιανής μητέρας. Τι μας λέει; Ότι αφενός ήδη από την κοιλιά της την ύψωνε
προς τον Θεό προσευχομένη διαρκώς για το αγέννητο ακόμη παιδί της - «επ’ αυτώ (τω Χριστώ) από γαστρός, επερρίφης άμωμε» - αλλά
αφ’ ετέρου την παρακολουθούσε διακριτικά και με αγάπη σε όλο το μεγάλωμά της.
«Οφθαλμοίς μητρικοίς τετηρημένη» σημειώνει. Την πρόσεχε με τα μάτια που έχει
μία μάνα που αγαπά το βλαστάρι της όσο τίποτε άλλο. Δεν μας θυμίζουν αυτές οι
επισημάνσεις ό,τι πιο σύγχρονο υφίσταται από πλευράς της επιστήμης της
παιδαγωγικής, αλλά ακόμη περισσότερο αυτά που έλεγε ο όσιος Πορφύριος και πάλι,
ο οποίος τόνιζε ότι οι γονείς και ιδίως η μάνα, (τεράστια η ευθύνη βεβαίως σ’
αυτό και του πατέρα), ήδη απαρχής της εγκυμοσύνης της θα πρέπει να φροντίζει
για το παιδάκι της: να βρίσκεται σε καλή ψυχολογική κατάσταση, να προσέχει τον
εαυτό της, να δημιουργεί ευχάριστες και ήρεμες συνθήκες διαβίωσής της, γιατί
ό,τι συμβαίνει στην ίδια αντανακλά και στο παιδί; Αλλά και μετέπειτα να
παρακολουθεί με στοργή την ανάπτυξή του χωρίς όμως εξάρσεις ιδιαίτερες και
περιττές. «Μη γίνεστε υπερβολικοί στις εκδηλώσεις σας προς τα παιδιά» συνήθιζε
να λέει, «γιατί οι υπερβολές αποπροσανατολίζουν το παιδί. Με ήρεμο τρόπο να τα
σκεπάζετε με την αγάπη σας κι αυτό θα συντελεί στην καλύτερη δυνατή ανάπτυξή
του». «Μητρικοίς οφθαλμοίς τετηρημένη» - να σκεπάζονται τα παιδιά από τα μάτια
της μάνας που ξέρει να αγαπά και να προσεύχεται. Κάτι διαφορετικό, δηλαδή και η
υπερβολή που είπαμε αλλά και η αδιαφορία, είναι ευνόητο ότι θα εκπίπτει σ’ αυτό
που επίσης ο απόστολος Παύλος επισημαίνει: «Οι γονείς μη παροργίζετε τα τέκνα
υμών». Παροργισμό των τέκνων έχουμε και με τις υπερβολές και με την αδιαφορία
και με τις επιθετικές ασφαλώς ενέργειες απέναντί τους!
(3) Ποιος μετά τα παραπάνω θα
αμφέβαλλε ότι και οι σχέσεις μεταξύ των αδελφών δεν θα κυμαίνονταν σε ανάλογο
επίπεδο σεβασμού και αγάπης; Και δεν εννοούμε ότι δεν υπήρξε ποτέ ένταση και διαφωνία
και μαλώματα ανάμεσα στα αδέλφια της ιερής αυτής οικογένειας – τούτο είναι
αδύνατο, αφού η ανθρώπινη φύση «επί τα πονηρά έγκειται επιμελώς εκ νεότητος» -
, αλλ’ εννοούμε ότι η όποια ένταση ή διαφωνία γρήγορα έβρισκε τον δρόμο της
καταλλαγής και της συγχώρησης. Και γνωρίζουμε την πραγματικότητα αυτή, γιατί
φρόντισαν οι άγιοι Πατέρες, ιδίως ο αδελφός άγιος Γρηγόριος, να μας μιλήσουν
για τη Μακρίνα και τις σχέσεις ανάμεσα στην οικογένεια. Και τι είπε, και όχι
μόνο μία φορά; Ότι η Μακρίνα, η μεγάλη αδελφή, ήταν «ο διδάσκαλος, ο
παιδαγωγός, ο σύμβουλος» των αδελφών, εκτός από τους γονείς. Όταν δηλαδή
ανέκυπτε διαφωνία, όταν υπήρχε ένταση, επενέβαινε η σοφή μεγάλη αδελφή, μεγάλη
όχι μόνο ως προς την ηλικία, και έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Κι όχι μόνο
όταν ακόμη τα αδέλφια ήταν μικρά, που είναι φυσικό να μαλώνουν και να
δημιουργούν προβλήματα, αλλά και αργότερα, σε πιο μεγάλη ηλικία. Σαν την
περίπτωση που ο μεγάλος κι αυτός αδελφός, το αστέρι της οικογένειας, ο Μέγας
Βασίλειος, γύρισε από τις σπουδές του στην Καισάρεια κι έπειτα στην Αθήνα.
Μεγαλοφυής ο Βασίλειος, με σπουδές που τον έκαναν πανεπιστήμονα της εποχής, με
επαίνους και διακρίσεις, επέστρεψε στην οικογένεια, προφανώς με τον αέρα του
ανώτερου. Κι εκεί επενέβη η Μακρίνα: βλέπει αμέσως «την επηρμένην οφρύν» του
αδελφού της και σπεύδει να τον προσγειώσει! Όχι μειώνοντας βεβαίως το επίπεδο
στο οποίο βρέθηκε κοσμικά ο Βασίλειος – η Μακρίνα ανεγνώριζε το μεγαλείο του το
μορφωτικό – αλλά υπενθυμίζοντάς του τη βάση και τα κριτήριο της οικογένειας: τον
Χριστό και την οδό την αληθινή. Η μεγάλη αδελφή ως πράγματι «διδάσκαλος», αλλά
με ταπείνωση και με σεβασμό. Η Μακρίνα ως «αλείπτης» πνευματικός, ως γυμναστής
που διορθώνει τα κακώς κείμενα. Και η επέμβασή της, η γεμάτη ταπεινή αγάπη,
βρίσκει τον στόχο της: ο Βασίλειος συνέρχεται. Αναγνωρίζει την παρέκκλιση,
καταλαβαίνει ότι όλη τη μόρφωσή του πρέπει να τη θέσει στη διακονία του Κυρίου
και της Εκκλησίας – ό,τι του πρότεινε η Μακρίνα. Και δεν ξέρει κανείς ποιον να
πρωτοθαυμάσει; Την μεγάλη Μακρίνα ή τον μεγάλο Βασίλειο; Ταπεινή αγάπη η μία,
ταπεινό φρόνημα ο άλλος, με το οποίο κτίζεται η καθ’ υπερβολήν οδός της αγάπης.
(4) Και με βάση αυτά κατανοεί κανείς και κάτι εξίσου
σημαντικό και υπέροχο και υποδειγματικό που μας προσφέρει η αγία οικογένεια. Οι
γονείς είναι έτοιμοι να βοηθήσουν τα παιδιά τους σε ό,τι εκείνα θέλουν να
ακολουθήσουν στη ζωή τους. Αλλά να ξέρουν όμως: ό,τι και να κάνουν να τίθεται
αυτό στην υπηρεσία του θελήματος του Θεού. Σεβασμός και ελευθερία δηλαδή από τη
μία˙ προτεραιότητα στο θέλημα του Θεού από την άλλη, που εκφράζεται κυρίως ως
αγάπη και διακονία του συνανθρώπου. Και να, που σε όλα σχεδόν τα αδέλφια
επισημαίνουμε το δίπολο αυτό! Παράδειγμα: η Μακρίνα πρώτη! Από μικρή θέλει να
αφιερωθεί στον Κύριο, μα ακολουθεί τη στοργική προτροπή των γονέων να
παντρευτεί. Στην περίοδο των αρραβώνων όμως φεύγει από τη ζωή ο μνηστήρας της. Αφιερώνεται έπειτα στον Θεό
και τον συνάνθρωπο. Τα δύο μοναστήρια που ιδρύει παρά τον Ίρι μοναχό, όπου εκεί
βρίσκουμε και τη μητέρα Εμμέλεια υποτακτική(!) της, είναι για προσευχή και
δοξολογία του Κυρίου, μα και για περίθαλψη όλων των αναγκεμένων και πονεμένων.
Ο Μ. Βασίλειος έπειτα: σπουδές καταπληκτικές όπως είπαμε, στη νομική
(ρητορική), την ιατρική, τη φιλοσοφία, τη γεωμετρία, την αστρονομία. Όλα στο
τέλος όμως στον βωμό της ιερωσύνης ως αναφοράς στον Θεό και της αγάπης στον
συνάνθρωπο. Το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο του Βασιλείου: υπακοή στο θέλημα
του Θεού τη συγκεκριμένη εποχή, υπεροχικό και ανυπέρβλητο σε όλους τους αιώνες.
Ο Γρηγόριος στη συνέχεια: κι αυτός με σπουδές μοναδικές, στην οικογένεια και
στις μεγάλες Σχολές. Έγγαμος στην αρχή με τέκνο, μα μόνος στη συνέχεια, γιατί
φεύγουν από τη ζωή και η σύζυγος και η κόρη. «Πατήρ Πατέρων» στην εξέλιξή του
ως επίσκοπος στη Νύσσα με τεράστιο συγγραφικό και αντιαιρετικό έργο. Ο
Ναυκράτιος, ο άλλος αδελφός; Ο πιο γλυκός από όλους, λένε τα αδέλφια του.
Σπουδές στη νομική, αλλά μοναχός και κοινωνικός έργάτης χάριν των αναγκεμένων
στη συνέχεια. «Χάθηκε» σε ατύχημα την ώρα της διακονίας των πτωχών του, γι’
αυτό και «οσιομάρτυς» χαρακτηρίζεται.
Β. Σταματούμε εδώ την αναφορά στην ιερή οικογένεια.
Μοναδική και ίσως ανεπανάληπτη στους αιώνες. Μα ταυτοχρόνως και υπόδειγμα.
Γιατί βίωνε το αιώνιο, δηλαδή το αδιάκοπα επίκαιρο και συγχρονισμένο. Δεν
χρειάζεται να πούμε πολλά. Ό,τι προβάλαμε συνιστά οδό και φωτεινό μονοπάτι. Σ’
έναν κόσμο μάλιστα, το αναφέραμε, εντελώς χαμένο και νεκρωμένο πνευματικά, που
ανακυκλώνει εσαεί την καταχνιά και το έρεβος των παθών του, η οικογένεια του Μ.
Βασιλείου, «η επτάριθμος, (ή αλλού οκτάριθμος), πατρομητραδελφότης», εν συνόλω
και μεμονωμένα, αποτελεί ελπίδα και παρηγοριά. Και για τους συζύγους και για τα
παιδιά, αλλά και για άλλα μέλη που μπορεί να ζουν μέσα σ’ αυτήν – δεν μιλήσαμε
καθόλου μάλιστα και για τη γιαγιά Μακρίνα, την αγία ομολογήτρια και μαθήτρια
του αγίου Γρηγορίου του Νεοκαισαρείας του θαυματουργού. Ο άγιος υμνογράφος
θέλοντας να εξάρει την προσφορά τους στο σήμερα, το εκάστοτε σήμερα, θα πει τα
εξής συγκινητικά: «Όλα τα μέλη της οικογένειας αυτής είναι λαμπτήρες της
οικουμένης, είναι κοινοί ευεργέτες του ανθρωπίνου γένους, είναι αυτοί που
έκαναν γιορτινή την υφήλιο όλη με τα κατορθώματά τους» (Δόξα εσπ.).
Μας υπενθυμίζουν ότι
- μία είναι η οικογένεια που μπορεί να σταθεί και να
μεγαλουργήσει και να βοηθήσει πραγματικά τον κόσμο: η οικογένεια που λειτουργεί
ως «κατ’ οίκον Εκκλησία», δηλαδή αυτή που βάση της έχει τον Ιησού Χριστό και
που Τον προεκτείνει γινόμενη μία αγκαλιά για όλον τον κόσμο, ο οποίος εν αγνοία
του ίσως την αναζητεί και την περιμένει˙
- η συζυγία τότε καταξιώνεται και εφελκύει πλούσια τη
χάρη του Θεού, όταν οι σύζυγοι δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ποιος θα έχει το
πάνω χέρι υποβιβάζοντας ο ένας τον άλλον, αλλά συναγωνίζονται ποιος θα έχει την
προτεραιότητα στην προσφορά και τη διακονία. Κι εκεί φανερώνεται η πρωτιά:
όποιος καταθέτει τον εαυτό του περισσότερο στη θυσιαστική υπηρεσία. «Ει τις
θέλει πρώτος είναι, έστω πάντων έσχατος και πάντων διάκονος»˙
- η χαρισματική συζυγία που βιώνεται στην Εκκλησία πάει
μαζί με την τεκνοποιΐα, όταν δίνει ο Θεός τη δυνατότητα, αλλά και με την
ανατροφή των παιδιών «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Χωρίς την οδύνη της
ανατροφής, γιατί δεν είναι εύκολο να ανατρέφει κανείς παιδιά και μάλιστα στη
σημερινή εποχή, η τεκνογονία από μόνη της δεν προσφέρει πολλά πράγματα. Μπορεί
και το αντίθετο: να γίνει μέρος μίας προβληματικής κοινωνίας. Εν προκειμένω τα
λόγια του Κυρίου για τον προδότη μαθητή Του Ιούδα, από τα σκληρότερα που έχει
πει, ηχούν με τρόπο άκρως πένθιμο και ίσως «απειλητικό» για πολλούς: «Καλύτερα
να μην είχε γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός!»˙
- η αγία βιοτή των γονιών αντανακλά εν πολλοίς και στα
παιδιά. Άγιοι γονείς κατά κανόνα - υπάρχουν και οι εξαιρέσεις - βγάζουν και
παιδιά που στέκουν καλά στην πίστη, που θα πει με αγάπη προς τον Χριστό και τον
συνάνθρωπο. Ίσως δεν πρέπει να ξεχνάμε καθόλου τα λόγια του αγίου Πορφυρίου, ο
οποίος τόνιζε ότι αν θέλουν οι γονείς να μην προβληματίζονται ιδιαίτερα για την
εξέλιξη των παιδιών τους, αν θέλουν να τους δουν και να τους καμαρώνουν ως υγιή
στοιχεία της κοινωνίας και της Εκκλησίας, δεν έχουν παρά να αποδύονται στον
χαρούμενο αγώνα του αγιασμού τους. Έτσι κι αλλιώς ο αγώνας αυτός θεωρείται
δεδομένος για έναν χριστιανό, αφού συνιστά εντολή του ίδιου του Θεού: «άγιοι
γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι»˙
- τέλος, η μεγαλύτερη προσφορά για σύνολη την ανθρωπότητα
είναι ακριβώς να ενεργοποιεί ο πιστός την πίστη του στον Χριστό. Οι άγιοι της
Εκκλησίας μας ως άλλοι Χριστοί μέσα στον κόσμο είναι η ελπίδα και η παρηγοριά
των ανθρώπων. Πιθανόν να μην το καταλαβαίνουμε, αλλά ο αγιασμός μας ως πορεία
αγάπης ιδίως προς τον συνάνθρωπο αποτελεί οφειλή μας σ’ αυτόν – ο κόσμος της
αμαρτίας ενώ πολεμάει την πίστη παράλληλα στο βάθος της καρδιάς του διψάει τον
Θεό. Κι αναζητεί τον Θεό στο πρόσωπο των πιστών Του. Η αγία οικογένεια του
Μεγάλου Βασιλείου αποτελεί την πρωτοπορία από την άποψη αυτή – άπειροι ήταν
εκείνοι που προσκολλημένοι στα μέλη της βρήκαν τον Θεό και τον εαυτό τους. Κι
αν πολλά μέλη της ιερής οικογένειας δεν έκαναν δική τους οικογένεια ήταν γιατί
το ζητούμενο, όπως κατά κόρον τονίσαμε, είναι να βρίσκεται κανείς στο θέλημα
του Θεού που επικαιροποιείται στο εκάστοτε εδώ και τώρα. Ξέρουμε ότι και
οικογένεια δική τους να έκαναν, ο Μ. Βασίλειος, η αγία Μακρίνα, ο άγιος Πέτρος,
ο άγιος Ναυκράτιος, προκοπή θα έκαναν μεγάλη σ’ αυτές, μα σε περιορισμένη
ακτίνα δράσεως. Ο Θεός τους κάλεσε στον δρόμο της μοναχικής αφιέρωσης, δίνοντάς
τους το χάρισμα να γίνουν οικογενειάρχες σύμπασας της οικουμένης, να γίνουν
δηλαδή όργανα του Κυρίου για να εντάξουν πολλούς στην απόλυτη και οικουμενική,
τοπικά και χρονικά, οικογένεια, την οικογένεια του Θεού, την Εκκλησία.