26 Μαρτίου 2024

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

 

«Τήν 26η τοῦ μηνός Μαρτίου ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε ἀπαρχῆς καί ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ ἀρχάγγελος αὐτός διακόνησε στό θεῖο καί ὑπερφυές καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τή σημείωση μάλιστα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στόν Μέγα Συναξαριστή του, «Γαβριήλ θά πεῖ Θεός καί ἄνθρωπος, (ἄνθρωπος Θεοῦ δηλαδή), κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο. Γι᾽ αὐτό κι εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει δέ καί ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας, ὅτι τά ἑπτά στοιχεῖα πού περιέχει τό ὄνομα τοῦ Γαβριήλ σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου τή Γέννηση εὐαγγελίστηκε ὁ Γαβριήλ θά ἔλθει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μετρᾶται ἀπό τήν ἑβδομάδα καί τελειώνει σέ ἑπτά αἰῶνες».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ κινεῖται ἐκστατικά, καθώς ἀναφέρεται στόν ῾παμμέγιστον Γαβριήλ᾽. Δέν ὑπάρχει σχεδόν τροπάριο εἴτε στόν ἑσπερινό εἴτε στόν κανόνα γιά τόν ἀρχάγγελο πού νά μή φανερώνει τόν θαυμασμό καί τή γεμάτη δέος στάση του ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιά τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς τοῦ Γαβριήλ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγνή παιδούλα Μαριάμ, ἀλλά καί γιά τή διπλή ἀδιάκοπη καί ἀέναη στάση του ἀπέναντι στόν Κύριο τοῦ Παντός, τόν Τριαδικό Θεό: τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του καί τήν ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στά κελεύσματα τῆς βουλήσεώς Του. Γιά παράδειγμα: «Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς...παρατηρώντας καί βλέποντας τό τρισήλιο φῶς τοῦ Θεοῦ... φτάνοντας στήν Παρθένο μετέφερε σ᾽ αὐτήν τή χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ θείου καί φρικώδους μυστηρίου (ὅτι θά γεννήσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο)» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Γεμᾶτος ἀπό φῶς πάντοτε καί πράττοντας τό θέλημα καί ἐκτελώντας τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ᾽Αγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε...» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Καθώς φωτίζεσαι μετέχοντας στό φῶς τοῦ πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ, φάνηκες δεύτερο φῶς κι ἐσύ, κραυγάζοντας μαζί μέ τίς ἄπειρες τάξεις τῶν ἀγγέλων: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονο»  (ὠδή ε´).

Ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Γαβριήλ καί ἡ πρωτιά του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀγγέλων φάνηκε κατά τόν ὑμνογράφο κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτόν ὁ παντοκράτωρ Κύριος ἐπέλεξε προκειμένου νά τοῦ ἐμπιστευτεῖ τή φανέρωση τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου, τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου, στήν ἁγνή θεόπαιδα Μαριάμ. Κι εἶναι ἡ ἀνάθεση αὐτή τῆς ἐξαιρετικῆς διακονίας ἀποκάλυψη ταυτοχρόνως καί τῆς δόξας τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαγγέλου, κάτι πού σημαίνει ὅτι ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἕνα διακόνημα, τόσο σπουδαία γίνεται καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἀναλαμβάνει καί τό φέρει εἰς πέρας. «Τό μέγα μυστήριον πού ἦταν ἄγνωστο προηγουμένως στούς ἀγγέλους καί ἀπόκρυφο προαιωνίως, μόνο σ᾽ ἐσένα τό ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, Γαβριήλ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «᾽Αξιώθηκες μέγιστη δόξα, καθώς μᾶς φανέρωσες τό μέγα μυστήριο, μέγιστε ἀρχάγγελε» (ὠδή γ´).

Βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος δέν παραλείπει μαζί μέ τίς παραπάνω ἐκτιμήσεις του νά κάνει καί δύο παρατηρήσεις: πρῶτον, ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ διακόνησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δεδομένου ὅτι τόν βρίσκουμε καί στόν προφήτη Δανιήλ: νά τόν φωτίζει καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει τά μέλλοντα ἐν πνεύματι Θεοῦ (ὠδή δ´), καί στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου: νά τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναίκα του ᾽Ελισάβετ θά γεννήσει τόν ᾽Ιωάννη καί νά τόν ῾τιμωρεῖ᾽ μέ κωφαλαλία λόγω τῆς ἀπιστίας πού ἐπέδειξε (ὠδή ε´)· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ ὅλη ἡ ἀκολουθία ἐπικεντρώνεται δικαίως στόν ἅγιο ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὑμνογράφος θυμᾶται αἴφνης καί τόν ἄλλο μέγιστο ἀρχάγγελο ἅγιο Μιχαήλ, ἀφιερώνοντάς του ἕνα τροπάριο στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἰσοστάσιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Πανέμορφη καί πανένδοξη δυάδα,  Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πού στέκεστε στόν θρόνο τῆς θείας δόξας...» (ὠδή θ´).

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅμως, παρ᾽ ὅλο τό θάμβος πού νιώθει μπροστά στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ ἀρχάγγελο, δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί αὐτός συνιστᾶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι περιορισμένος καί στή δύναμη καί στή γνώση. ᾽Επανειλημμένως, ὅπως ἤδη εἴδαμε, σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν ἀπόκρυφο καί γιά τούς ἀγγέλους, ὁ ἴδιος δέ ὁ Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ὅ,τι διαδραματιζόταν. Τό δοξαστικό μάλιστα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, ἔργο ὄχι τοῦ ᾽Ιωσήφ ἀλλά τοῦ ἐξίσου γνωστοῦ ὑμνογράφου ᾽Ιωάννου τοῦ μοναχοῦ, εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια πού ὑπάρχουν στήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. «Στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ γιά νά εὐαγγελιστεῖ στήν Παρθένο τή σύλληψη. Κι ὅταν ἦλθε στή Ναζαρέτ, σκεπτόταν μέσα του τό θαῦμα μέ ἔκπληξη, ὅτι δηλαδή πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεός θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο! Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, πῶς θά χωρέσει στή μήτρα μίας γυναίκας! Αὐτόν πού δέν μποροῦν νά Τόν ἀτενίσουν τά ἑξαπτέρυγα καί τά πολυόμματα, θέλησε μέ μόνο τόν λόγο Του νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν! Αὐτός πού παρευρίσκεται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν στέκομαι καί δέν λέγω στήν Κόρη: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί Σου;»

Παράλληλα δέ μέ τήν ἔκπληξη τοῦ ἀρχαγγέλου, τονίζεται καί ἡ ἔκπληξη τῆς πανάγνου Μαριάμ, ἡ ὁποία μέ τή φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δι᾽ αὐτῆς θά γεννηθεῖ ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται ἀφενός σοφότατη καί διακριτικότατη, κυριολεκτικά ὁ ἀντίποδας τῆς πρώτης Εὔας, καθώς δέν σπεύδει νά ἀποδεχτεῖ τό παράδοξο καί τό θαῦμα, ἀφετέρου πράγματι Παναγία, καθώς μετά τίς ἐξηγήσεις σπεύδει νά κάνει ὑπακοή σέ ὅ,τι συνιστᾶ θέλημα τοῦ Θεοῦ: «᾽Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».  «Τί σημαίνει ἡ σάν φλόγα μορφή σου; Εἶπε ἡ Σεμνή μέ ἔκπληξη στόν Γαβριήλ. Ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιό τό νόημα τῶν λόγων σου; Μοῦ ὑπόσχεσαι παιδοποιΐα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω πεῖρα ἄνδρα. Φύγε μακριά, μή μέ πλανέψεις, ἄνθρωπε, ὅπως παλιά πλάνεψε ὁ δόλιος ὄφις  τήν προμήτορα Εὔα» (ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ).

Δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως ὁ ἅγιος ποιητής, μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἀρχαγγέλου,  νά μή καταλήγει σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ ζητούμενο τοῦ κάθε πιστοῦ: τήν ἐπέμβαση καί τή μεσιτεία του γιά τή σωτηρία τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας. «Χάλασε τίς ἄσχημες σκέψεις ἐναντίον μας τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, στέριωσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, πάψε τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, μέ τίς παρακλήσεις σου πρός τόν Κτίστη ὅλων» (ὠδή στ´). ᾽Αλλά ἀκόμη περισσότερο, αἰτεῖται ὁ ποιητής τή χάρη νά γίνεται  ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος καθοδηγητής τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καί τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι ὡς δεύτερα φῶτα μετά τό Πρῶτο, τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι οἱ ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων. «᾽Αρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργέ τῆς θεϊκῆς δόξας, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ καί ἀρχηγέ τῶν ἀσωμάτων...» (κοντάκιο). 

24 Μαρτίου 2024

Ο ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗι ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2024

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Συχνὰ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μέσα στὴν ἱστορία μὲ τρόπο ξένο πρὸς τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ, μὲ τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη προσμονή. Τοῦτο συμβαίνει καὶ σήμερα, κατὰ τὴν μεγάλη Θεομητορικὴ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Πολλὰ τὰ θεῖα παράδοξα ποὺ συνοδεύουν, καὶ κοσμοῦν, καὶ λαμπρύνουν τὴν παρούσα πανήγυρη.

Τί νὰ ξεχωρίσει κανεὶς μεταξὺ τῶν πολλῶν; Τί νὰ ὑπογραμμίσει κανείς ἀπὸ τὰ τόσα καίρια καὶ σωτήρια;

Τὴν παρουσία τοῦ Ἀρχαγγέλου ἐνώπιον τῆς Παρθένου Κόρης;

Τὸ παράδοξο ἄγγελμα τῆς ἀσπόρου συλλήψεως;

Τὴν παρρησία τῆς Μαριὰμ, ποὺ μὲ σοφία καὶ διάκριση ἐρωτᾶ καὶ διαλέγεται γιὰ τὸ νόημα καὶ τὴ σημασία τοῦ ἀγγελικοῦ ἀσπασμοῦ;

Τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο «δι’ ἡμᾶς τοῦς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» συγκαταβαίνει τοῦ δικοῦ μας δράματος, συμπονώντας καὶ συμπάσχοντας μαζί μας ἕως θανάτου, λαμβάνοντας τὴν δικὴ μας φύση, δεχόμενος ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἐκτὸς τῆς ἁμαρτίας.

Κάθε πτυχὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ, τὸν διάφορο καὶ ξένο ὡς πρὸς την δική μας ἐμπειρία. Ἀξίζει ἀληθινὰ νὰ σπουδάσει κανείς αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ, τὸν πρᾶο, τὸν μακρόθυμο· τὸν ταπεινό καὶ ἡσύχιο, τὸν ἀγαπητικό· τὸν θυσιαστικό καὶ σωτήριο. Κάθε λεπτομέρεια τῆς σημερινῆς διηγήσεως ἀποκαλύπτει τοῦτον τὸν τρόπο, μαρτυρεῖ τούτη τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν πεσόντα ἄνθρωπο καὶ γι’ αὐτὸ τῆς πρέπει ἰδιαίτερη προσοχὴ.

Ἐμεῖς ὅμως σήμερα θὰ ἀρκεστοῦμε σὲ ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἀπορία μας. Καὶ τοῦτο εἶναι ἡ ὁριστικὴ ἀπόκριση τῆς Παναγίας μας πρὸς τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου».

Ὀξύμωρο ἠχεῖ τὸ σχῆμα: ἐλευθερία κομίζει ὁ ἀγγελος – δουλεία ὑπόσχεται ἡ Παρθένος. Ὁ Ἀρχάγγελος ἀναγγέλει τὴν πραγμάτωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, ποὺ σημαίνει τὴν οὐσιαστικὴ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, καὶ ἡ Παναγία συναινεῖ καὶ συμπράττει σ’ αὐτὸ, δηλώνοντας ἕτοιμη νὰ ὑποταχθεῖ ὡς δούλη στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου της.

Τὸ ἄκουσμα γεννᾶ τὴν ἀπορία. Τὰ ἐρωτήματα πολλά. Πῶς νοεῖται ἡ ἐλευθερία ποὺ ὁ Θεὸς προσφέρει καὶ πῶς ἡ ἐλευθερία ποὺ ὁ ἄνθρωπος διεκδικεῖ; Σὲ ποιά δουλεία κατέληξε τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ τὶ σημαίνει νὰ εἶναι κανείς δοῦλος τοῦ Θεοῦ; Πῶς ἡ Παρθένος Μαρία ὡς δούλη Κυρίου συντελεῖ καίρια καὶ ἀποφασιστικὰ στὴν κατὰ Θεὸ ἐλευθερία μας;

Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀληθινὰ ἐλεύθερο. Ἄν ἀναζητήσουμε τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως ἐλεύθερος θὰ διαπιστώσουμε, ἴσως μὲ κάποια ἔκπληξη, πὼς σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ δύναται νὰ ἀναπτυχθεῖ, ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ αὐξηθεῖ, ποὺ δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τὸ νὰ ἐξελιχθεῖ. Σήμερα φυσικὰ, τούτη ἡ ἑρμηνεία ἔχει παραγκωνιστεῖ πλήρως ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσα, ποὺ θέλει ἐλεύθερος νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιλέγει ἀπό τήν ἠθική τῆς ὑπάρξεως, τήν ἀνηθικότητα τῆς ἐπιθυμίας καί τοῦ θελήματος.

Ὁ Θεὸς λοιπὸν δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ, νὰ ἐξελιχθεῖ καὶ νὰ αὐξηθεῖ. Τούτη ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται στὴν Ἁγία Γραφὴ, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, ὅπου φανερώνεται ἡ πρόθεση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν δημιουργία: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1,26). Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ, ἐνῶ εἶναι δημιούργημα κτιστό, ἐνῶ εἶναι χοϊκός, παρά ταῦτα φέρει θεία χαρακτηριστικὰ ποὺ τὸν προσκαλοῦν σὲ μιὰ ἀληθινὴ κοινωνία μὲ τὸν πλάστη του, σὲ μία σχέση ἡ ὁποῖα θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν κατὰ χάρι θέωση. Ἡ ἀνοδικὴ αὐτὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκείνη τελικὰ ποὺ τὸν καθιστᾶ ἀληθινὰ ἐλεύθερο.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως νομίζοντας πὼς ἠ ἐλευθερία ἔγκειται στὴν δυνατότητα νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, ἀπέρριψε τὸν Θεὸ καὶ τὸν δρόμο ποὺ Ἐκεῖνος εἶχε προπαρασκευάσει γι’ αὐτόν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλησε νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεός, ἀλλὰ προτίμησε νὰ ἀκολουθήσει τὴν διαβολικὴ προτροπὴ τῆς αὐτοθεώσεως, ποὺ σήμερα ἔντονα προπαγανδίζεται μὲ τὶς ψευδοθρησκεῖες τοῦ ὑπερανθρωπισμοῦ καὶ τοῦ μετανθρωπισμοῦ.  Ἡ τραγικὴ αὐτὴ ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου εἰσάγει στὴν ἱστορία τὴν ἔννοια τῆς δουλείας. Ὁ ἄνθρωπος πρωτίστως, στὸ πλαίσιο αὐτὸ, καθίσταται δοῦλος τοῦ πονηροῦ. Ὁ διάβολος ἀποκτᾶ ἐξουσία ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν πολεμᾶ καὶ τὸν πειράζει καὶ ἔτσι ἐμφανίζεται ἡ δουλεία τῶν παθῶν. Ὁ ἄνθρωπος ὑποτάσσεται στὶς ἕξεις καὶ τὶς ἀδυναμίες του, ὑποβιβάζει τὸν ἑαυτό του ὀλισθαίνοντας σὲ ἔνστικτα ζωώδη καὶ ταπεινά.

Τὰ πάθη μὲ τη σειρά τους παράγουν τὴν κοινωνικὴ δουλεία, τὴν σκλαβιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διαρρηγνύεται, ἀφοῦ οἱ σχέσεις τῶν προσώπων ὑποτάσσονται στὴν λογικὴ τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἰσχύος. Ἡ ἐκμετάλλευση τῶν ἰσχυρότερων πρὸς τοὺς ἀδυνάτους γίνεται μιὰ ἀπὸ τὶς κεντρικότερες συνιστῶσες τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο πρὸς χρήση, ἡ ζωὴ του δὲν ἔχει νόημα καὶ ἀξία.

Ὅμως, ἡ τραγικότερη διάσταση τῆς δουλείας, τὴν ὁποία γνώρισε ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση, εἶναι αὐτὴ τοῦ θανάτου. Ἐκεῖνος ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ ὁμοιάσει, γιὰ νὰ ζεῖ ἀτελεύτητα μέσα στὸ φῶς τῆς χάριτος, ἐκεῖνος «ὡς ἄνθος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται», ἐκεῖνος διαλύεται «εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη». Ὁ θάνατος γίνεται ὁ μεγάλος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖο δὲν ἔχει οὔτε τὴ δύναμη, οὔτε τὸν τρόπο νὰ ἀντιμετωπίσει.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ τῆς δουλείας, γλαφυρὰ περιγράφεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ἡ δουλεία τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου, η τυραννία τῆς Αἰγύπτου, ἡ βαβυλώνια αἰχμαλωσία, ἔρχονται μὲ τρόπο συμβολικό νὰ ἀποκαλύψουν τὴν κατάσταση τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου. Τὰ βάσανα καὶ τὰ δεινὰ τοῦ Ἰσραὴλ, μαρτυροῦν τὰ παθήματα ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ἐκεῖ ὅμως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, συναντοῦμε καὶ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀντιστέκονται σθεναρὰ στὴ δουλεία τοῦ πονηροῦ. Εἶναι οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ δίκαιοι καὶ οἱ προφῆτες. Εἶναι ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα, παρὰ τὴν τραγικὴ ἀπὸσταση ποὺ χώριζε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἔπαυσαν ποτὲ νὰ Τὸν ἀποζητοῦν, δὲν ἀπὼλεσαν τὴν ἐλπίδα τῆς θείας κοινωνίας καὶ συναναστροφῆς. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπει ἐκεῖνον ποὺ Τὸν ἀναζητᾶ, ὄχι μόνο καταδέχτηκε νὰ σχετιστεῖ μαζί τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς κατέστησε σκεύη ἐκλογῆς, προδρόμους τῆς ἐλεύσεως τοῦ Υἱοῦ Του στὸν κόσμο.

Μεταξύ τῶν προσώπων αὐτῶν ἰδιαίτερη θέση κατέχει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος μίλησε μὲ μεγάλη ἐνάργεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσίου. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ. Ἀνάμεσα στὶς χριστολογικὲς προφητεῖες τοῦ Ἠσαΐου συναντοῦμε καὶ αὐτὴν κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μεσσίας ἐμφανίζεται ὡς «ὁ πάσχων δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Στὴν προφητικὴ αὐτὴ ἐνόραση τοῦ Ἠσαΐου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς θὰ ἀναγνωρίσει τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστὸ. Ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι ὁ κατ’ οὐσίαν «δοῦλος τοῦ Θεοῦ».

 Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ, ὀφείλει νὰ μετέχει στὴν δουλεία τοῦ Υἱοῦ Του. Τούτη ὅμως ἡ δουλεία καμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴν καταδυνάστευση καὶ τὴν τυρρανία. Εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ὕπαρξης ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει. Εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἀγαπητικῆς αὐτοπαράδοσης στὸν Θεό, τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ταπεινώσεως, τῆς διακονίας καὶ τῆς θυσίας. Τοῦτα τὰ στοιχεία δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ συναντοῦμε συχνὰ σὲ αὐτὸν. Ἔχουν θεία προέλευση καὶ καταγωγή. Μᾶς παραπέμπουν στὸ μυστήριο τῆς Παναγίας Τριάδος, καὶ στὴν ἀΐδιο σχέση τῶν Προσώπων Της.

Ὅλα ὅσα προαναφέρθηκαν γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν δουλεία εἶναι ἱκανὰ νὰ φωτίσουν καὶ νὰ ἐξηγήσουν τὴν στάση καὶ τὴν ἀπόκριση τῆς Παναγίας Παρθένου κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό της ὑπὸ τοῦ Γαβριήλ. Στὴν κομβικὴ αὐτὴ στιγμὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ συναινέσει καὶ νὰ συνεργήσει στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας του. Ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ διακαῶς νὰ ἀποκαταστήσει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σεβόμενος τὴν ἐλευθερία του δὲν τὸν ὁδηγεῖ βίαια σὲ μία σωτηρία, τὴν ὁποία ἐκεῖνος δὲν θέλει. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου δὲν εἶναι τυπικὴ ἀλλὰ οὐσιαστική. Κομίζει ἕνα ἐρώτημα πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος: Βούλεσαι τὴν σωτηρία ποὺ Ἐγὼ σοῦ προσφέρω; Ἀποδέχεσαι τὸν δικό Μου τρόπο; Ἦλθες εἰς ἑαυτὸν, μετανόησες γιὰ τὴν φυγή σου; Ἐπεθύμησες τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρικὴ οἰκία;

Στὸ πρόσωπο τῆς Μαριὰμ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἀποκτᾶ φωνὴ καὶ λόγο. Μὰ ποιὰ ἀπάντηση μπορεῖ νὰ σταθεῖ πληρέστερα μπροστὰ στὸ ὕψος τοῦτων τῶν θείων ἐρωτημάτων, πέρα ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ποὺ δίδει ἡ Παναγία μας: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου».

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς συγκαταλέγεται στὴν χορεία τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τῶν βασάνων τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέχρι καὶ τοὺς καιρούς Της, κινήθηκαν ἀντίθετα στὸ ρεῦμα, ἐπιδιώκοντας τὴν σχέση καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρὲτ ἀχθοφορεῖ τὴν προσμονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα τῶν δικαίων καὶ τῶν προφητῶν. Στὰ λόγια Της διακρίνονται καὶ οἱ δικές τους φωνὲς καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἀπόκριση τῆς Παρθένου μεταποιεῖται σὲ αἶνο, σὲ ἄσμα ἑορταστικὸ: «Αἰνεῖτε τὸ ὄνομα Κυρίου, αἰνεῖτε, δοῦλοι, Κύριον. Ἀλληλούϊα».

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς ἀρνήθηκε τὴν δουλεία τοῦ πονηροῦ καὶ τῶν παθῶν. Ἀγάπησε τὸν ἀκηλίδωτο βίο, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ἡ Παρθενία γιὰ τὴν Μαρία δὲν φανερώνει ἁπλὰ καὶ μόνο τὴν συμμόρφωσή Της σὲ κάποιο ἠθικὸ πρόσταγμα, ἀλλὰ εἶναι ἕνα πέρασμα στὸν τρόπο ὕπαρξης ποὺ ὁ Θεὸς προόριζε γιὰ τὸν ἄνθρωπο πρὸ τῆς πτώσεως. Ἐκεῖ πάθη καὶ φθορὰ καὶ θάνατος δὲν ὑπάρχουν. Γι’ αὐτὸ οὔτε ἡ σύλληψη, οὔτε ἡ κυοφορία, οὔτε ὁ τόκος τῆς Παναγίας δὲν συνοδεύεται ἀπὸ σωματικὴ ὀδύνη καὶ φθορά.

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς δέχεται στὰ σπλάγχνα της τὸν ἀληθινὸ Μεσσία τοῦ κόσμου, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο, τὸν πάσχοντα δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀληθινὰ Θεοτόκο τὴν καλοῦμε καὶ τὴν ἀναγνωρίζουμε, δὲν θὰ μποροῦσε καὶ ἐκείνη νὰ μὴν εἶναι δούλη Κυρίου. Ἡ ἀποδοχὴ αὐτὴ τῆς δουλείας μαρτυρεῖ τὴν ἀληθινὴ οἰκειότητα καὶ σχέση καὶ συγγένεια τῆς Θεοτόκου μετὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ Της.

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς εἶναι ἡ πρώτη μέσα στὴν Ἐκκλησία ἡ ὁποία βάδισε αὐτὸν τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ἀκολούθησαν πολλοὶ. Διαβάζουμε στὶς ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων: «Συμεὼν Πέτρος, δοῦλος καὶ ἀπόστολος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», «Παῦλος δοῦλος Θεοῦ, ἀπόστολος δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ», «Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος». Οἱ Ἀπόστολοι, οἱ θεοφόροι Πατέρες, οἱ πολύαθλοι μάρτυρες, οἱ ὅσιοι ἀσκητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζουν τοὺς ἑαυτοὺς τους δούλους Θεοῦ. Μὰ καὶ ὅλοι ἐμεῖς, τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς δοῦλοι Θεοῦ λογιζόμαστε, καὶ ἔτσι καλούμαστε κατὰ τὴν μετοχὴ μας στὰ ἱερὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, «βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, χρίεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, στέφεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…». Ὡς δοῦλοι προσερχόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖνος μᾶς προσλαμβάνει ὡς υἱοὺς καὶ θυγατέρες Του, ὅπως ἔπραξε καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀσώτου τῆς παραβολῆς. Καὶ τούτη τὴν ἀποκατάσταση καὶ καταξίωση τὴν ὀφείλουμε στὴν Μητέρα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ Μητέρα ὅλων μας, στὴν Θεοτόκο Παρθένο.

Ἄς ἀπευθύνουμε πρὸς τὴν Παναγία μας μιὰ προσευχὴ ποὺ συνέγραψε πρὸς τὴ Θεοτόκο ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης, γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴν μνήμη τοῦ μεγάλου ἀνδρὸς, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, ἀλλὰ καὶ γιατὶ οἱ ἁπλοί του λόγοι καὶ οἱ θερμές του παρακλήσεις ἔχουν μιὰ τραγικὴ ἐπικαιρότητα στὴν ἐποχή μας κατὰ τὴν ὁποία ὁ λαός μας δοκιμάζεται ἀπὸ ἄλλες δουλεῖες ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικὲς καὶ ἡ ἐλευθερία παραμένει τὸ μεγάλο ζητούμενο:

 «Θεοτόκε, μητέρα τοῦ παντός, τὸ καύχημα τῆς παρθενίας, τὸ καύχημα τῆς ἀρετῆς καὶ τὰ πάντα τῆς ἀγαθότης, προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀδύνατοι, εἰς ἐσπλαχνίαν τῆς ἀγαθότης σου, νὰ λυπηθεῖς τοὺς ἀθώους ἐκείνους ὁπού φέρνουν τὴν ἁμαρτωλή τους προσευχή εἰλικρινῶς εἰς τὸν παντουργὸν καὶ εὶς τὴν βασιλείαν του, ἐκείνους ὁπού ’τρεξαν ξιπόλυτοι καὶ γυμνοί, ἐκείνους ὁπού ἀφήσαν χῆρες καὶ ἀρφανά, ἐκείνους ὁπού ’χυσαν τὸ αἷμα τους, κατὰ τὸν ὅρκον τους, ν’ ἀναστηθεῖ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Παντοκράτορα ἡ σκλαβωμένη τους πατρίδα καὶ νὰ λαμπρυθεῖ ὁ Σταυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ δι’ αὐτὸν τὸν ὅρκον αὐτείνοι πέθαναν δι αὐτείνη τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία, καὶ θυσίασαν καὶ τὸ ἔχει τους, καὶ πολλῶν οἱ γυναῖκες τους, τὰ παιδιά τους, οἱ συγγενεῖς τους διακονεύουν καὶ ταλαιπωροῦνται ξυπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοί στὰ σοκάκια ἐκείνης τῆς ματοκυλισμένης πατρίδος ὁπού ζύμωσαν οἱ γονέοι τους καὶ οἱ συγγενεῖς τους μὲ τὸ αἶμα τους, καὶ τὴν γοδέρουν σήμερα καὶ τὴν τρῶνε καὶ τὴν προδίνουν οἱ γουρνόλυκοι μὲ τ’ ἀκονισμένα δόντια καὶ οἱ σύντροφοί τους αὐτεινῶν οἱ τοιοῦτοι. Θεοτόκο, μήτηρ τοῦ παντός, αὐτούς τοὺς ἀθώους νὰ λυπηθεῖς, αὐτοὺς τοὺς γυμνοὺς καὶ ταλαίπωρους… Προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι σου καὶ οἱ σκλάβοι σου εἰς τὀ ἔλεός σου καἰ εἰς τὴν ἐσπλαχνίαν σου…». 

Ἰλιγγιᾷ ὁ νοῦς ὅταν ἀναλογιστῇ πῶς καὶ σὲ ποιές ἀξίες στὶς κατὰ καιρούς Ἐθνοσυνελεύσεις ἐθεμελίωσαν τὸ νέο Κράτος οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821, στοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία, στὸν Τίμιο Σταυρό, πού τὸν ἀποτύπωσαν στήν Ἐθνικὴ Σημαία, στοὺς ἁγίους πού τοὺς ἀνήρτησαν σὲ πολλά Ἐθνικὰ σύμβολα καὶ βέβαια στὸν συκοφαντούμενον καὶ ὑβριζόμενον σήμερα πατριωτισμό.

Μετὰ ὅμως τὴν τραγικὴ καὶ ἀποφράδα ἡμέρα τῆς 15ης Φεβρουαρίου, ἡμέρα πένθους καὶ θρήνου γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἐλληνορθόδοξης πατρίδας μας ἀπὸ τὴν σατανοκίνητη “woke” (γουὸκ) ἀτζέντα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», μὲ τὴν θεσμοθέτηση τῆς παρὰ φύσιν ἀσέλγειας, ὡς δῆθεν ἐννόμου ἀγαθοῦ καὶ τὴν νέα αἵρεση τοῦ «τρεπτισμοῦ», ὅτι δηλαδὴ τὸ Εὐαγγέλιο μεταβάλλεται κατὰ τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ τὸν ψευδῆ δικαιωματισμό, πῶς θὰ γιορτάζωμε τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων Μαρτύρων, πού ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ; Ἰδιαίτερα τῶν πιὸ κοντινῶν μας Νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ μὴν ἀλλάξουν τὴν πίστη τους, γιὰ νὰ μὴν δεχθοῦν τὸ Κοράνιον τοῦ Μωάμεθ, γιὰ νὰ μὴν τουρκέψουν θυσίασαν τὴν ζωή τους; Δὲν εἶναι ντροπή, οἱ μὲν χριστιανοὶ βουλευτὲς νὰ προδίδουν τὸ Εὐαγγέλιο ψηφίζοντας τὴν θεσμοθέτηση τῆς φρικώδους ἁμαρτίας, οἱ δὲ μουσουλμᾶνοι βουλευτὲς τῆς Θράκης, νὰ ἀρνοῦνται νὰ τὴν ψηφίσουν, γιατί εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ Κοράνιο; Εἴθε ἡ εὐλογία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τῆς ὄντως Ἐλευθερωτρίας νά χαριτώνῃ ὅλους καὶ τὸ Γένος μας καὶ τὴν οἰκουμένη καὶ νὰ μᾶς χορηγῇ καιρὸν μετανοίας.

Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Πανηγύρι της πίστης και της λευτεριάς» κατά τον ποιητή η 25η Μαρτίου. Ιερό ορόσημο ως απαρχή για την απόκτηση της εθνικής μας ελευθερίας. Αλλά και ημέρα που περισσότερο καλεί εμάς τους πιστούς που βλέπουμε το βάθος των γεγονότων, όχι απλώς να θυμηθούμε κάτι ή και να παραδειγματιστούμε από κάτι, αλλά να συμμετάσχουμε στο σπουδαιότερο γεγονός που πραγματοποιήθηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία: τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού μέσα στην Παναγία. Κι αν η μία εορτή, ιδίως τώρα που γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την έναρξη της Επαναστάσεως, είναι σπουδαία λόγω της αποτίναξης της Οθωμανικής κυριαρχίας, η άλλη, του Ευαγγελισμού, είναι σπουδαιότατη, λόγω της απαρχής της υπαρξιακής και αιώνιας σωτηρίας μας.

Το απολυτίκιο της ημέρας μας καθοδηγεί στην προσέγγιση του νοήματός της.

«Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον καί τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ υἱός τῆς Παρθένου γίνεται καί Γαβριήλ τήν χάριν εὐαγγελίζεται. Διό καί ἡμεῖς σύν αὐτῶ τῆ Θεοτόκῳ βοήσωμεν  Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά Σοῦ».

(Σήμερα ανακεφαλαιώνεται η σωτηρία μας και φανερώνεται το προαιώνιο μυστήριο. Ο Υιός του Θεού γίνεται υιός της Παρθένου Μαρίας και ο αρχάγγελος Γαβριήλ εξαγγέλλει χαρμόσυνα τη χάρη αυτή. Για το λόγο τούτο κι εμείς μαζί με αυτόν ας φωνάξουμε δυνατά στη Θεοτόκο: Χαίρε Συ που είσαι γεμάτη από τη χάρη του Θεού. Ο Κύριος είναι μαζί Σου).

Το πρώτο σημείο που μας επισημαίνει το απολυτίκιο είναι το πώς πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στη Θεοτόκο. Καλούμαστε να τη δούμε γεμάτη από τη χάρη και το φως του Θεού. Όχι γιατί από μόνη της έχει την ιδιαιτερότητα αυτή, αλλά γιατί ο ίδιος ο Θεός προσέβλεψε πάνω της και την επισκίασε με το Πανάγιο Πνεύμα Του. Η Παναγία, ιδίως μετά τον Ευαγγελισμό, ποτέ δεν είναι μόνη της. Μολονότι και προ του Ευαγγελισμού είχε τη χάρη του Θεού λόγω της αγιασμένης ζωής της – μη ξεχνάμε ότι από παιδούλα τριών ετών εισήλθε στον Ναό και ζούσε με συνεχείς προσευχές και νηστείες – όμως εκεί που έλαβε τη σχετική πληρότητα της χάρης ήταν στον Ευαγγελισμό της, οπότε έκτοτε η παρουσία του Χριστού την συνόδευε σε κάθε βήμα της και σε κάθε εκδήλωση της ζωής της. Γι’ αυτό και στο πρόσωπο της Παναγίας κρίνεται και η ποιότητα της πίστης των Χριστιανών: τυχόν αποδοχή της Παναγίας ως Κεχαριτωμένης και φανέρωσης του Ιησού Χριστού σημαίνει ορθή αποδοχή και Εκείνου. Τυχόν απόρριψη ή υποβάθμιση της Παναγίας σημαίνει ταυτοχρόνως και απόρριψη ή αλλοίωση της εικόνας και του Χριστού.

Ένα δεύτερο βασικό σημείο  είναι η αιτιολογία  του ύμνου για την υψηλή θέση που κατέχει η Παναγία και για τη μεγάλη χάρη με την οποία χαριτώθηκε: δι’ Αυτής ο Υιός του Θεού γίνεται άνθρωπος. Η Παναγία έγινε «τό ὄχημα δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός». Δάνεισε τη σάρκα της στον Υιό και Θεό της, οπότε η ανθρώπινη φύση του Χριστού έκτοτε φέρει και τη σφραγίδα της Παναχράντου Μητέρας Του. Με τον αρχαγγελικό χαιρετισμό πιο συγκεκριμένα ο Θεός γίνεται έμβρυο στη γαστέρα της Παναγίας - Θεός μάς σώζει σε όλες τις φάσεις της ζωής μας, κάτι που συνιστά και απάντηση στο τραγικό θέμα δυστυχώς των εκτρώσεων.  Με τη συνέργεια Εκείνης ο Θεός ακολουθεί την όλη διαδικασία της κύησης, συνέργεια που βασιζόταν ασφαλώς στην καθαρότητα της ζωής της. Η καθαρότητα και ψυχοσωματική αγνότητά της έγινε η θελκτική δύναμη που «μαγνήτισε» τη θεία αγάπη, που θα πει ότι στο πρόσωπο της νεαρής Κόρης Μαριάμ παρακολουθούμε τη συμμετοχή του ανθρώπου στην όλη διαδικασία της σωτηρίας που ενεργεί προς χάρη του ο Θεός. Κι εκείνο που επιβεβαιώνει ανθρώπινα την επιλογή του Θεού είναι η εν ταπεινώσει υπακοή της στην κλήση Του: «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» (Λουκ. 1, 38).

Δεν συνειδητοποιούμε όσο πρέπει την απάντηση της Θεοτόκου στο θείο κέλευσμα. Διότι μένουμε μόνο στην επιφάνεια κρίνοντας τα πράγματα εκ των υστέρων. «Μα ήταν μεγάλη τιμή να την καλέσει ο Θεός. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;» Αλλ’ αυτό το λέμε, διότι γνωρίζουμε την περαιτέρω εξέλιξη των πραγμάτων: το Πάθος αλλά και την Ανάσταση του Χριστού την παντοδυναμία των θαυμάτων Του. Την ώρα εκείνη όμως του Ευαγγελισμού η Παναγία βρίσκεται μόνη αντιμέτωπη με κάτι άγνωστο. Καλείται να πει το  ν α ι  σε ένα γεγονός που της ετοίμαζε τη διαπόμπευσή της και ίσως, το πιθανότερο, και την απώλεια της ίδιας της ζωής της. Διότι ανύπαντρη κοπέλα να βρεθεί έγκυος στα χρόνια εκείνα σήμαινε τον λιθοβολισμό της. Η Παναγία όμως – γι’ αυτό και είναι Παναγία – δεν διστάζει. Αφού μαθαίνει ότι είναι κλήση Θεού, υποτάσσεται στο θέλημα Εκείνου γνωρίζοντας ότι το τίμημα μπορεί να είναι και ο θάνατος. Μα δεν την νοιάζει. Εκείνο που την ενδιαφέρει είναι η υπακοή στο θεϊκό θέλημα. Αποκαλύπτεται λοιπόν και μάρτυρας η Παναγία. Αν όχι σωματικά, μάρτυρας ωστόσο «τῇ συνειδήσει». Καθαρή λοιπόν στην ψυχή η Παναγία και με μαρτυρικό φρόνημα γίνεται η μητέρα του Θεού!

Ένα τρίτο σημείο: φανερώνεται με τον ερχομό του Θεού στον κόσμο το προαιώνιο μυστήριο. Ο Ευαγγελισμός αποτελεί εκπλήρωση προαιώνιας βουλής του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Ο Θεός, διδάσκουν πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας μας, θα ερχόταν στον κόσμο ως άνθρωπος ανεξάρτητα και από την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής για παράδειγμα σημειώνει ότι η σάρκωση του Χριστού, απαρχή της οποίας είναι ο Ευαγγελισμός, αποτελεί την τελευταία φάση της δημιουργίας του ανθρώπου. Ο Θεός δηλαδή οπωσδήποτε θα ερχόταν στον κόσμο για να ωθήσει αποφασιστικά τον άνθρωπο στην επίτευξη του απαρχής τεθειμένου σκοπού του: το «καθ’ ὁμοίωσιν». Κι ακόμη: ο Ευαγγελισμός ήδη είχε προαναγγελθεί στην Παλαιά Διαθήκη με το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο. Στο Πρωτευαγγέλιο, την υπόσχεση δηλαδή του Θεού στους πρωτοπλάστους μετά την αμαρτία τους ότι ο απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει τον διάβολο, βλέπει η Εκκλησία μας την προφητεία του Ευαγγελισμού. Διότι στον Ευαγγελισμό έχουμε τη γυναίκα που γεννά Εκείνον που συντρίβει τον διάβολο. Στη δημιουργία ήδη του ανθρώπου έχουμε τις απαρχές του Ευαγγελισμού.

Ένα τέταρτο σημείο: όχι μόνο φανερώνεται το προαιώνιο μυστήριο, αλλ’ ακριβώς αυτό συνιστά και την ανακεφαλαίωση της σωτηρίας του ανθρώπου. Τι σημαίνει ανακεφαλαίωση; Επανένταξη του ανθρώπου και πάλι στο σχέδιο του Θεού. Η αμαρτία που διέσπασε τον άνθρωπο και τον εκτρόχιασε από την ορθή πορεία της ζωής του, εξαφανίζεται και καταπατείται. Διά του Χριστού που σαρκώνεται στην Παναγία η αμαρτία αίρεται και η θύρα του Παραδείσου και πάλι ανοίγεται. Ο άνθρωπος βιώνει στο πρόσωπο του Χριστού τη σωτηρία του: να συναντηθεί πραγματικά και πάλι με τον Θεό.

Κι όλα αυτά, πέμπτο σημείο, πραγματοποιούνται σήμερον. Ενώ όλα όσα αναφέρθηκαν βιώθηκαν στο παρελθόν, εντούτοις δεν χάνουν τίποτε και από τη σύγχρονη επικαιρότητα. Το παρελθόν, ο ερχομός του Χριστού, η σύλληψή Του στο πανάγιο σώμα της Θεοτόκου, βιώνεται στην Εκκλησία μας και ως παρόν. Λόγω της διαρκούς παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα, ο ίδιος δηλαδή ο Θεός, διαιωνίζει τα σωτηριώδη γεγονότα του παρελθόντος και τα προχέει στο εκάστοτε παρόν. Πρόκειται για τον λεγόμενο λειτουργικό χρόνο, για τον οποίο μιλάνε οι θεολόγοι της Εκκλησίας.

Κι αυτό σημαίνει: αφού το σωτηριώδες παρελθόν εν Χριστώ, όπως ο Ευαγγελισμός, γίνεται κάθε φορά παρόν, άρα το μόνο που και εμείς χρειαζόμαστε για να το κάνουμε δικό μας γεγονός και να νιώσουμε τη δυναμική του, είναι η πίστη μας: η ανεπιφύλακτη παράθεση της ζωής μας στα χέρια Εκείνου και τις υποσχέσεις Του. Μία τέτοια αληθινή πίστη θα μας κάνει να δούμε και τον δικό μας εαυτό μέσα στον Ευαγγελισμό της Παναγίας, δηλαδή να νιώσουμε σαρκωμένο και σε εμάς τον ίδιο τον Θεό μας!

23 Μαρτίου 2024

Ο ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2024

Τέκνα μου αγαπητα και περιπόθητα,

Σήμερα, Α΄ Κυριακή των Νηστειών, η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει με κάθε λαμπρότητα, τον θρίαμβο της Ορθοδόξου Πίστεως, ορίζοντάς την ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας». Εορτάζουμε την περιφανή νίκη κατά της φοβερής αιρέσεως της Εικονομαχίας, την νίκη της σώζουσας αλήθειας της Εκκλησίας κατά του ψεύδους, την επικράτηση του φωτός κατά του σκότους, τον θρίαμβο του Χριστού κατά του διαβόλου και ταυτόχρονα όλες τις νίκες Της κατά των πλανών και κακοδοξιών.

      Είναι γνωστό ότι η τρομακτικών διαστάσεων εικονομαχική έριδα, συντάραξε, για μια εκατονταετία, την Εκκλησία του Χριστού, τον 8ο και 9ο μ. Χ. αιώνα. Ο μισάνθρωπος Σατανάς, με όλο το δαιμονικό επιτελείο του, μετέφερε στο θεόσωστο κράτος την ανεικονική πλάνη του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, την οποία υιοθέτησαν δυσσεβείς αυτοκράτορες και επιχείρησαν να την επιβάλλουν στην Εκκλησία με ανείπωτη βία. Οι ορθόδοξοι διώχτηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, θανατώθηκαν. Πατριάρχες καθαιρέθηκαν, Ιερές Μονές κλείστηκαν, Ιερές Εικόνες και σπάνια έργα τέχνης καταστράφηκαν, ο ευσεβής λαός δοκιμάστηκε.

     Η πλάνη του ανεικονισμού έπληττε (και πλήττει με τους σύγχρονους εικονομάχους) καίρια το χριστολογικό δόγμα, ακυρώνοντας στην ουσία την σωστική δύναμη της Εκκλησίας, διότι αρνείται ουσιαστικά την πραγματική σάρκωση του Θεού Λόγου. Εφόσον ο Χριστός δεν μπορεί να εικονιστεί, δεν έχει σαρκωθεί πραγματικά, δεν προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και άρα δεν έσωσε τον πεσόντα στην αμαρτία άνθρωπο, διότι, κατά τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, «τό γάρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καί σῴζεται» (Ἐπιστ. ΡΑ΄. 32).        

    Για τούτο η Αγία μας Εκκλησία, μέσα από τα ανείπωτα μαρτύρια και τους ποταμούς αιμάτων των αγίων και θεοφόρων Πατέρων, την ταραγμένη εκείνη περίοδο,  υπερασπίστηκε με σθένος και οριοθέτησε  την μόνη σώζουσα ορθόδοξη πίστη. Η ευσεβής αυτοκράτειρα Ειρήνη, με την στήριξη του αγίου Πατριάρχου Ταρασίου, συγκάλεσε την Αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 787, η οποία αποκρυστάλλωσε το ορθόδοξο δόγμα. Οι αποφάσεις της, περί της τιμής των Αγίων Εικόνων, της τιμητικής προσκύνησης των Αγίων κλπ, αποτελούν την ολοκλήρωση της διατύπωσης των διδασκαλιών, που είναι απαραίτητες για την σωτηρία μας. Οι Ιερές Εικόνες δεν αποτελούν αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργούν αποκλειστικά ως μέσα αναγωγής και απόδοσης τιμής προς τα εικονιζόμενα ιερά πρόσωπα, μέσω των οποίων αγιάζονται οι πιστοί. Και ο Χριστός μπορεί και πρέπει να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος και όποιος αρνείται τον εικονισμό Του, αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του!       

     Η λατρεία ανήκει αποκλειστικά στον Θεό, ενώ στους Αγίους αρμόζει τιμητική προσκύνηση, όπως αναφέρει το «Συνοδικό» της εορτής:  «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ τοὺς Αὐτοῦ Ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν Ναοῖς, ἐν Εἰκονίσμασι, τὸν μὲν ὡς Θεὸν καὶ Δεσπότην προσκυνοῦντες καὶ σέβοντες, τοὺς δὲ διὰ τὸν κοινὸν Δεσπότην ὡς Αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καὶ τὴν κατὰ σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες».

     Αλλά, δυστυχώς, η εικονομαχική έριδα δεν έληξε με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, και συνεχίστηκε ως το 843, ώσπου η ευσεβής βασιλομήτωρ Αυγούστα Θεοδώρα, η μετέπειτα αγία της Εκκλησίας μας, αναστήλωσε οριστικά τις Ιερές Εικόνες και έβαλε τέλος στην εκατονταετή διαμάχη. Αυτό το μεγάλο γεγονός εορτάζουμε σήμερα. Το πέρας της Εικονομαχίας, τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, την αποκρυστάλλωση της μόνης σώζουσας αλήθειας της Ορθοδόξου Πίστεως.

      Δεν είναι τυχαίος χρονικά ο εορτασμός αυτός. Διανύουμε την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, διατρέχουμε το νοητό στάδιο του πνευματικού μας αγώνα, κάνουμε οι πιστοί τον προσωπικό μας αγώνα, για αποβολή των ψυχοκτόνων παθών μας, για κάθαρση και αγιασμό, για απόκτηση αρετών, ώστε να φθάσουμε στο Άγιο Πάσχα καθαρισμένοι, για να εορτάσουμε την «εορτή των εορτών» θεοφιλώς. Αλλά όμως δεν αρκεί ο οιοσδήποτε ψυχοσωματικός αγώνας μας. Πρέπει να συνοδεύεται και από την καθαρότητα της πίστεώς μας, διότι η σωτηρία μας εξαρτάται από την ορθή πίστη μας. Η σωτηρία μας είναι συνώνυμη με την αλήθεια της Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό και οι άγιοι Πατέρες όρισαν στην αρχή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής να εορτάζουμε τον θρίαμβο της Ορθοδόξου πίστεως, να διακηρύττουμε την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας μας. Να εντάξουμε στον προσωπικό μας αγώνα και την ομολογία μας στην μοναδικότητα, της εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία, σωτηρίας μας. Άλλωστε άσκηση, νηστείες, προσευχές, κ.α. έχουν και άλλα θρησκεύματα και μάλιστα πολύ πιο αυστηρά από την Εκκλησία μας (π.χ. Ινδουισμός), αλλά σωτηρία δεν προσφέρουν! Η μεγάλη σημερινή εορτή μας παροτρύνει να συνδυάσουμε τον όποιο πνευματικό μας αγώνα με την προσήλωσή μας στην Ορθοδοξία, με την ομολογία της ορθοδόξου πίστεως. Ειδάλλως ο αγώνας μας δεν θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, ίσως και να καταστεί ανώφελος. 

      Ο «ανθρωποκτόνος απ’ αρχής» (Ιωάν.8,44) Σατανάς, αφού δεν κατόρθωσε με τους υπ’ αυτόν  εγειρόμενους διωγμούς κατά της Εκκλησίας, να Την κατατροπώσει, εφεύρε τις πλάνες, με στόχο να νοθεύσει την σώζουσα αλήθεια της, να την αποδυναμώσει από την σωστική της δύναμη, να αποσπάσει τους πιστούς από το εκκλησιαστικό σώμα, να τους αποξενώσει από την ενότητά τους με το Χριστό. Έγειρε εξ’ αρχής, κακοδοξίες, παραδοξολογίες, αιρέσεις και πλάνες, οι οποίες υπήρξαν (και υπάρχουν ως τα σήμερα), επώδυνες πληγές στο σώμα της Εκκλησίας μας.  Με την διαβρωτική δράση των αιρεσιαρχών αποσπώνται από την αδιαίρετη Εκκλησία, απομακρύνονται από αυτή και εντάσσονται σε ομάδες και θρησκευτικές κοινότητας δικής τους έμπνευσης, οδηγούμενοι στην απώλεια των ψυχών τους. 

      Από τις πρώτες ημέρες της επί γης παρουσίας της η Αγία μας Εκκλησία αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την δίνη των αιρέσεων και των πλανών. Αναφέρουμε τους Γνωστικούς, οι οποίοι νόθευσαν την ορθόδοξη πίστη με φλύαρες φιλοσοφίες, αλλότριες θρησκευτικές διδασκαλίες και μαγικές τελετουργίες. Τον Μοντανισμό, ως ένα ψευδοπροφητικό κίνημα «καθαρότητας». Τον Μοναρχιανισμό, ο οποίος αρνούνταν το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Τον Μανιχαϊσμό, ο οποίος δίδασκε τον δυαλισμό, την ισοθεΐα αγαθού και κακού «θεού». Τον Αρειανισμό, την πρώτη μεγάλη αίρεση, η οποία προσέβαλλε το δόγμα του Τριαδικού Θεού, υποβιβάζοντας τον Υιό σε κτίσμα και το Άγιο Πνεύμα σε απρόσωπη δύναμη. Τους Πνευματομάχους, οι οποίοι αρνούνταν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Τον Νεστοριανισμό, ο οποίος αρνούνταν την θεία φύση του Χριστού και υποβίβαζε την Θεοτόκο σε απλή γυναίκα. Τον Μονοφυσιτισμό, ο οποίος αρνούνταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Τον Μονοθελητισμό και Μονοερνεργητισμό, οι οποίες αρνούνταν την ανθρώπινη θέληση και ενέργεια του Χριστού. Την Εικονομαχία, η οποία πολεμούσε τον εικονισμό την τιμή των αγίων. Τον Παπισμό, ο οποίος παρέκκλινε αρχικά στην αίρεση του φιλιόκβε και αργότερα το 1054 αποσκίρτησε, αποκόπηκε από την αδιαίρετη Εκκλησία, αποτέλεσε ιδία θρησκευτική κοινότητα, πρόσθεσε δεκάδες άλλες πλάνες και προβάλλοντας ως τα σήμερα, μια κακέκτυπη «εκκλησία», προκαλώντας αποστροφή των συγχρόνων μας προς την χριστιανική πίστη και την αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Επί πλέον είναι συνυφασμένος με εκατομμύρια ειδεχθή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τον Προτεσταντισμό, ως έναν ιδιότυπο Παπισμό, εναντίον του παραδοσιακού Παπισμού, με πρόσθεση πληθώρας νέων πλανών και κατακερματισμό του δυτικού αιρετικού Χριστιανισμού. Ειρήσθω, ότι ο Προτεσταντισμός ακολουθεί όλες τις κακοδοξίες που καταδίκασε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Τον 16ο αιώνα έχουμε νέα διάσπαση του Παπισμού, με την δημιουργία του αιρετικού Αγγλικανισμού, ο οποίος και αυτός έχει υιοθετήσει νέες πλάνες και έχει βυθιστεί σε πρωτοφανή ηθική κατάπτωση, καθιερώνοντας την γυναικεία «ιεροσύνη», «ευλογώντας» γάμους ομοφυλοφίλων και όχι μόνο.

      Στους νεώτερους και σύγχρονους χρόνους, από τον κατακερματισμένο Προτεσταντισμό, προήλθαν νέες αιρετικές και κακόδοξες ομάδες, γνωστές ως Νεοπροτεσταντικές, (Μορμόνοι, Κουάκεροι, Αντβεντιστές, Πεντηκοστιανοί, κλπ). Στο τέλους του 19ου αιώνα εμφανίζεται και η πλέον βλάσφημη αίρεση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ως μια σύνοψη όλων των πλανών του παρελθόντος, στην ουσία, μια πολυεθνική εταιρεία, η οποία διδάσκει βλάσφημες κακοδοξίες, που ανατρέπουν το Ευαγγέλιο!        

      Εξαιτίας της έσχατης κατάπτωσης του δυτικού Χριστιανισμού, εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα στην Ευρώπη ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός», ένα σφοδρό αντιχριστιανικό κίνημα, κηρύσσοντας την μαχητική αθεΐα και πολεμώντας με πάθος τον Χριστιανισμό. Μάλιστα έλαβε και θρησκευτικό χαρακτήρα,  με τη δημιουργία της «θρησκείας της λογικής» κατά την Γαλλική Επανάσταση! Ο δαιμονικός χαρακτήρας του κινήματος αυτού αποδεικνύεται από το ότι από αυτό προήλθαν όλα τα ολέθρια νεώτερα αντίχριστα φιλοσοφικοκοινωνικά συστήματα (μηδενισμός, άθεος υπαρξισμός, αναρχισμός, μαρξισμός, καπιταλισμός, φασισμός, ναζισμός, μιλιταρισμός, νεοφιλελευθερισμός, κλπ), τα οποία έσπειραν τον όλεθρο σην ανθρωπότητα και συνεχίζουν να την οδηγούν στον αφανισμό. Την ίδια εποχή εμφανίζεται και η Θεοσοφία, ένα άκρως αντίχριστο θρησκειοφιλοσοφικό σύστημα, το οποίο αποτέλεσε την μήτρα του συγχρόνου αποκρυφιστικού συστήματος. 

       Στα μισά του 20ου αιώνα, σε μια εποχή πλήρους αποστασίας, και έντονων διεργασιών από συγκεκριμένα διεθνή αντιχριστιανικά κέντρα, εμφανίζεται το παγκόσμιο αποκρυφιστικό κίνημα της «Νέας Υδροχοϊκής Εποχής», στο οποίο «στεγάζονται» εκατοντάδες ομάδες, νεοσατανιστικές, νεοπαγανιστικές, νεογνωστικές, φυσιολοατρικές, ομάδες «εναλλακτικών θεραπειών» (ομοιοπαθητική, ρέικι, ρεφλεξολογία, κλπ), με σαφείς αντιεπιστημονικές πρακτικές.  Παράλληλα, μέσα σε αυτό το νοσηρό «κλίμα», έχουμε εισβολή στο δυτικό κόσμο (και στη χώρα μας), δοξασιών και πρακτικών των σύγχρονων ειδωλολατρικών ανατολικών θρησκευμάτων (Ινδουισμού, Βουδισμού, Κομφουκιανισμού, κ.λπ.), όπως ο διαλογισμός, η γιόγκα, το κάρμα, η αστρολογία, η μετενσάρκωση, κ.α., οι οποίες έχουν γίνει «τρόπος ζωής» για εκατομμύρια ανθρώπους, με καταστροφικές συνέπειες. Επίσης στην εποχή μας, του «ορθού λόγου», έχουμε δραματική ανάπτυξη της μαγείας, των διαφόρων μορφών μαντικής, των μέντιουμ, του υπνωτισμού, γυρίζοντας την ανθρωπότητα στις πιο πρωτόγονες μορφές ανορθολογισμού.

     Να προσθέσουμε επίσης και το σύγχρονο τεράστιο και επικίνδυνο πρόβλημα της ραγδαίας εξάπλωσης, στον δυτικό κόσμο και στη χώρα μας, μέσω της κατευθυνόμενης μετανάστευσης, του Ισλάμ, μιας από τις πλέον βλάσφημες αιρέσεις, η οποία έχει στο ενεργητικό της φοβερά εγκλήματα, με εκατομμύρια θύματα, εξαιτίας της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού, που επιτάσσει το δαιμονικό Κοράνιο, απειλώντας με αιματοκύλισμα και αφανισμό τον μη ισλαμικό κόσμο.     

      Στις δύστηνες ημέρες μας κυριαρχεί ο επάρατος Οικουμενισμός, η πλέον δαιμονική αίρεση – παναίρεση στην ιστορία της Εκκλησίας μας. Βασίζεται στην δαιμονική «Καμπάλα», που είναι δημιούργημα του Ραββινικού κατεστημένου, και στον αντίχριστο Τεκτονισμό, με την εωσφορική κρυπτοκρατία του, στοχεύοντας να ενώσει όλες τις θρησκείες σε μία, για την δήθεν επικράτηση της παγκόσμιας ειρήνης, στην ουσία να εξαφανίσει την Εκκλησία μας στην σατανική χοάνη της πανθρησκείας. Δυστυχώς σε αυτή την παγίδα έχουν υποπέσει κληρικοί και θεολόγοι, μεταφέροντας τον Οικουμενισμό στην Εκκλησία. Εργάζονται πυρετωδώς για την απροϋπόθετη ενοποίηση του κατακερματισμένου χριστιανικού κόσμου, για την «ένωση των εκκλησιών», χωρίς την μετάνοια των αιρετικών. Και το χειρότερο: την ένωση της Εκκλησίας μας και με τις θρησκείες του κόσμου, αναιρώντας έτσι την αποκλειστικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας, με τις σατανικής εμπνεύσεως διδασκαλίες, ότι «όλες οι θρησκείες είναι διαφορετικοί δρόμοι που οδηγούν στον ίδιο Θεό», ότι «όλες οι θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό», ότι «όλες οι θρησκείες προσφέρουν σωτηρία»!

      Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί,

      Ετούτη η αγία ημέρα ας γίνει ευκαιρία προβληματισμών μας, συνειδητοποιώντας ότι κατέχουμε τον ανεκτίμητο θησαυρό της Ορθοδόξου Πίστεως. Ότι πρέπει να μείνουμε εδραίοι στην «ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (Ιουδ.3), αν θέλουμε να ανήκουμε στο Λυτρωτή μας Χριστό, να είμαστε οργανικά ενωμένοι  μαζί Του και να τύχουμε της σωτηρίας. Ότι, εκτός του Χριστού και «εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία», όπως αποφάνθηκε ο μεγάλος Πατέρας και διδάσκαλος της Εκκλησίας, άγιος Κυπριανός, καθότι, «εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς» (Α΄Τιμ.2,5) όπως διακήρυξε ο απ. Παύλος,  ότι, η Εκκλησία είναι μία, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η αληθινή, Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, η Οποία ούτε διαιρείται, ούτε διασπάται, ούτε σφάλει, ούτε κηλιδώνεται από τις ανθρώπινες αδυναμίες. Αντίθετα, ότι αυτοτιτλοφορείται ως «εκκλησία», εκτός Αυτής, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, Εκκλησία, αλλά θρησκευτική κοινότητα, δημιούργημα σατανικής εμπνεύσεως. Ακόμη, ότι δεν μπορούμε να θεωρούμαστε πιστά μέλη της Εκκλησίας, υιοθετώντας θεωρίες και πρακτικές αντίθετες με την χριστιανική διδασκαλία και κύρια τις διάφορες σύγχρονες μορφές αποκρυφισμού, (αστρολογία, μαντική, γιόγκα, διαλογισμό, μετενσάρκωση, αυτογνωσία, εναλλακτικές θεραπείες, κλπ), οι οποίες μας αποκόπτουν την κοινωνία μας με το Θεό και μας προσδένουν στον  Σατανά.

      Πατρικώς παραινούμε, να εκμεταλλευτούμε όσο το δυνατόν καλλίτερα το κατανυκτικό κλίμα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, για προσωπική κάθαρση και αγιασμό, καλλιεργώντας ταυτόχρονα και την καθαρότητα της πίστης μας, ως βασική προϋπόθεση για να τύχουμε της σωτηρίας.

     Περιφέροντες τις Ιερές Εικόνες ας αναφωνήσουμε, εν ενί στόματι και εκ βάθους καρδίας: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν» και το ιστορικό απόφθεγμα του ομολογητή της Αγίας Ορθοδοξίας, Ιωσήφ Βρυέννιου: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία·  οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·   ἐν σοί ἐγεννήθημεν, και σοί ζῶμεν, καί ἐν σοί κοιμηθησόμεθα· εἰ καί καλέσει καιρός, καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ τεθνηξόμεθα»!

Ευχομαι από καρδίας, έτη πολλά και καρποφόρος η αρξαμένη Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή!

Μετά πατρικῶν εὐχῶν,

Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀκοῦμε τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἐκφράζει τήν πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἴδια βρίσκεται στόν κόσμο ὄχι σάν ἕνας κλῶνος στό δένδρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως πιστεύουν διάφοροι αἱρετικοί, ἀλλά σάν τό ἴδιο τό δένδρο, ἡ προέκταση κατ’ ἀλήθειαν τοῦ Κυρίου, «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας» (ἱερός Αὐγουστίνος).

 «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν. Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν…». «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».

1. Ἡ πεποίθηση αὐτή σημαίνει πρῶτα ἀπό ὅλα ὅτι ἄν θέλει κανείς νά ἔχει ὀρθή σχέση μέ τόν Χριστό, ἄν θέλει νά Τόν δεῖ ἀνόθευτα καί γνήσια, πρέπει νά ἐνταχτεῖ στό σῶμα της, νά γίνει μέλος της, νά βαπτιστεῖ ὀρθόδοξος χριστιανός. Διότι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατάει στέρεη, μέ ἱστορικά στοιχεῖα καί ἀποδείξεις ἀλλά καί χαρισματικά μέ τό πλῆθος τῶν ἁγίων της, τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τήν φανερώνει στόν κόσμο μέ σύνολη τή ζωή της. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός δέν ἔχει δική του πίστη καί κοσμοθεωρία. Ἡ πίστη του εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος (πρέπει νά) εἶναι συνειδητό μέλος. Ἄν ἐνδεχομένως διαφοροποιηθεῖ καί θελήσει νά ἔχει δική του πίστη, τότε παύει αὐτομάτως νά ἀνήκει καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὑπεράνω τοῦ ὅλου, τοῦ σώματος - στήν πραγματικότητα κινήθηκε στόν δρόμο τῆς «αὐτοθεοποίησης», ἐπιλέγοντας τό ἐγώ του ὡς κριτήριο πάντων. 

2. Ἔτσι τό βασικό γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή («ἐλάβομεν χάριν καί ἀποστολήν εἰς ὑπακοήν πίστεως» (Ρωμ.1,5) θά ἐπισημάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος), ἄρα καί ἡ ταπείνωση – ταπείνωση καί ὑπακοή πάντοτε συνυπάρχουν. Γι’ αὐτό καί ἐπανειλημμένως τονίζεται ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι τόσο ὁ ἐνάρετος (κι ἴσως ὑπερήφανος), ὅσο ὁ ταπεινός. Κι ἡ ταπείνωση αὐτή κρίνει καί τή γνησιότητα τῆς ὅποιας νομιζομένης ἁγιότητας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ θεωρούμενος ἅγιος εἶναι τόσο πιό πολύ ἅγιος, ὅσο εἶναι ἕτοιμος νά ὑπακούει στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ὑπάρχουσα ἁγιοπνευματική συνοδική δομή της καί τούς κανονικούς ποιμένες της. Ποτέ κανείς πραγματικά ἅγιος ἄλλωστε δέν ἔθεσε τή δική του ἁγιότητα ὑπεράνω τῆς ἁγιότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἅγιοι Γέροντες, σάν τούς ὁσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο, Σωφρόνιο, εἶχαν ἔντονο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί παρέπεμπαν πάντοτε τούς ἀνθρώπους νά ἐνταχτοῦν στήν κανονική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέλη τίμια τῆς ὁποίας ἦσαν καί εἶναι καί οἱ ἴδιοι.

(Ἄς ἀκούσουμε γιά παράδειγμα τόν συγκλονιστικό λόγο τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, ἐπαναλαμβάνοντας παρόμοιο λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «προτιμῶ νά πλανῶμαι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας παρά νά εἶμαι ἅγιος ἐκτός αὐτῆς», ἤ αὐτά πού γράφει ἐκτεταμένα ἐπ’ αὐτοῦ σέ μιά ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Πιστεύω στόν Χριστό. Πιστεύω τόν Χριστό. Εἶμαι δεμένος μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπιστεύομαι μόνον τόν Χριστό πού γνώρισα στήν Ἐκκλησία… Ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο μοῦ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία! Δέν καταφρονῶ κανένα μέσο πού συντελεῖ στήν ἕνωσή μου μέ τόν Χριστό. Ἀλλά εἶναι ἄραγε δυνατό νά βροῦμε κάπου ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ μεγαλύτερη ἀφθονία αὐτά τά μέσα; Στήν Ἐκκλησία ἔχω τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό μέ τρόπο, ὥστε νά τρῶμε καί νά πίνουμε τόν Θεό, νά ἀναπνέουμε τόν Λόγο Του. Μέ τό ὄνομά Του, τόν Λόγο Του, τή δύναμή Του τελοῦμε τά μυστήρια. Καί τά μυστήρια αὐτά δέν ἀποτελοῦν κάποια ἁπλά μόνο σύμβολα, ἀλλά ἀληθινή πραγματικότητα. Καί ὅλη ἡ πεῖρα αὐτό μαρτυρεῖ τόσο ὁλοφάνερα». Καί σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς σημειώνει τά ἑξῆς καταπληκτικά: «Ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι ἐκκλησιαστικός, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤ ὡς ἱστορικό φαινόμενο, ὡς κοινότητα τῶν χριστιανῶν… Τί εἶναι λοιπόν αὐτό πού μοῦ δίνει ἡ Ἐκκλησία; Τό βάπτισμα, τή μετάνοια, τήν κοινωνία, τήν ἱερωσύνη κλπ. Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα πάντα μέ τό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος τῆς πιό μεγαλειώδους παραδόσεως πού ὑπάρχει στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας καί μέσα στήν Ἐκκλησία ζῶ συνεχῶς τήν πιό ζωντανή σχέση μέ τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Παῦλο καί τούς Ἀποστόλους, μέ τόν Ἀθανάσιο, τόν Βασίλειο καί τούς ἄλλους Πατέρες, μέ τόν Ἀντώνιο καί τον Σισώη, μέ τόν Μακάριο καί τόν Ἰσαάκ, μέ τόν Μάξιμο καί τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, μέ τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτοί εἶναι οἱ οἰκεῖοι μου, οἱ συγγενεῖς μου. Τούς παρέλαβα ὅμως στήν ἐκκλησιαστική τάξη. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ σύνδεσμος μαζί τους ἐξασθενεῖ. Ἔστω καί σέ μικρότερο μέτρο, ζῶ ὅμως τήν ἴδια ζωή μέ αὐτούς. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώνω στή συνείδησή μου τήν εἰκόνα τοῦ ἀπό ἄπειρη ἀγάπη Ἐσταυρωμένου γιά τίς ἁμαρτίες μας Χριστοῦ. Εἰκόνα πού πάντοτε μέ πρᾶο, ἀλλά ἔντονο τρόπο, ἑλκύει τήν ψυχή μου! Καί νά, ὅλα αὐτά μοῦ δίνουν τή δύναμη νά ὑπομένω πολλά ἀνόητα διεστραμμένα, πού συναντᾶμε στό ἐκκλησιαστικό περιβάλλον»).

3. Εἶναι αὐτονόητο βεβαίως ἔτσι ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὁ ἁπλῶς ὀρθοδοξολογῶν, ἀλλά ἐκεῖνος πού ζεῖ τήν ὀρθόδοξη πίστη, πού τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ἐκεῖνος δηλαδή πού  κ α ί  πιστεύει στόν Χριστό, ἀλλά κ α ί  ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του κατά τήν ἐντολή τοῦ Ἴδιου. Μία ὀρθοδοξολογία χωρίς τήν ἐμψύχωσή της ἀπό τήν ἴδια τή ζωή συνιστᾶ τόν ὁρισμό τῆς ὑποκρισίας καί τῆς πνευματικῆς νέκρας! «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰακ. 2, 26). «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. 5, 6). Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτή τῆς πίστεως διά τῆς ἐν Χριστῶ ἀγάπης καθιστᾶ βεβαίως τόν ἄνθρωπο προέκταση τοῦ Χριστοῦ - ἕνας ἄλλος Χριστός ἐπί τῆς γῆς! Ὄπως τό ἀπεκάλυψε καί τό ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος: «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰωάν. 15, 5). Κι ὅπως τό κήρυσσαν καί οἱ Ἀπόστολοι: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).

4. Κι ἔτσι οἱ ἅγιοί μας πού ἔζησαν καί ζοῦν τήν πίστη δείχνουν τό βάθος τῆς σημασίας καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν εἰκόνων - ὅ,τι ἑορτάζουμε ἱστορικά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας: ἀποκατέστησαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τή ζοφωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, γι’ αὐτό καί τιμώντας αὐτούς τόν Χριστό στήν πραγματικότητα τιμοῦμε καί δοξάζουμε. «…Τόν μέν (Χριστόν) ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ (ἁγίους) διά τόν κοινόν Δεσπότην, ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες, καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες» κατά τή διατύπωση καί πάλι τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ ἑορτή ὄχι γιά θριαμβολογίες ἀλλά γιά πρόκληση προβληματισμοῦ πάνω στήν ποιότητα καί τῆς δικῆς μας πίστεως: ἄν πορευόμαστε μέ γνώμονα τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄν τήν ἀλλοιώνουμε μέ ξένα πρός αὐτήν στοιχεῖα. Κι ὁ Κύριος ὑπῆρξε ἀπόλυτος στό σημεῖο αὐτό: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Ματθ. 12, 30). Ἤ μαζί Του ἤ δυστυχῶς ἐναντίον Του!