22 Ιουνίου 2024

"ΑΥΤΗ ΕΣΤΙΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ!"

 

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ

«...καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (από το κοντάκιο της Πεντηκοστής)

Η κατάληξη του κοντακίου της γενέθλιας για την Εκκλησία εορτής της Πεντηκοστής τονίζει αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε εορτή και για κάθε πνευματικό γεγονός: τη συμφωνία των πιστών, την ενότητα δηλαδή των καρδιών τους ώστε μία να είναι και η φωνή τους. Ό,τι τονίζει η υμνολογία της Εκκλησίας για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ότι υπήρξε η φωνή του Λόγου Χριστού – το κήρυγμά του εξέφραζε αυτό που ενέπνεε ο Κύριος μέσα στην καρδιά του  – το ίδιο συμβαίνει και με την Πεντηκοστή, το ίδιο συμβαίνει με κάθε εκκλησιαστικό γεγονός. Με άλλα λόγια για να δοξολογηθεί ένα γεγονός της πίστεως απαιτείται οι καρδιές των χριστιανών να είναι απολύτως προσανατολισμένες σ’ Εκείνον που τους έχει εντάξει μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, και τους έχει κάνει ένα μεταξύ τους, και συνεπώς ο ρυθμός τους να χτυπά στον ίδιο ρυθμό με την αγάπη Εκείνου, του Ιησού Χριστού. «Με μία φωνή όλοι δοξολογούμε το Πανάγιο Πνεύμα».  Αν τυχόν κυριαρχεί άλλη φωνή μέσα σ’ έναν πιστό από ό,τι η κοινή εκκλησιαστική φωνή, αν δηλαδή υπερτερεί η φωνή των παθών του, η φωνή του εγωισμού και της αλαζονείας του, εκεί η όποια δοξολογία και ομολογία Χριστού είναι ψεύτικη. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος με απόλυτο τρόπο εξαγγέλλει ότι «εκείνος που λέει ότι γνωρίζει τον Θεό αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του είναι ψεύτης», δεν μπορεί με διαφορετικό τρόπο να εκφραστεί κανείς γι’ αυτό που δηλώνει την ίδια πνευματική πραγματικότητα.

Λοιπόν, το σημαντικότερο στοιχείο της πίστεως ως ορθής αναφοράς προς τον Θεό και σχέσεως με Αυτόν είναι η ενότητα των πιστών. Στην ενότητα φανερώνεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που καθιστά φανερό στον άνθρωπο και τον Ιησού Χριστό, διά του Οποίου οδηγούμαστε στον Θεό Πατέρα. Και η ενότητα αυτή κατά αυτονόητο τρόπο προϋποθέτει την αγάπη. Την αγάπη που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ετοιμότητα θυσίας και του εαυτού προς χάρη του άλλου. Κι αυτό θα πει ότι μόνον ένας σταυρωμένος σαν τον Χριστό μπορεί με γνησιότητα να ομολογήσει ότι είναι ενωμένος με τους συνανθρώπους του, συνεπώς να βρεθεί στο χαρισματικό στοιχείο και της ορθής δοξολογίας του Θεού.

Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι χριστιανός – πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Και στο σημείο κρινόμαστε όντως οι χριστιανοί. Τι εικόνα παρουσιάζουμε συχνά, για να μην πούμε τις περισσότερες φορές, στη ζωή μας; Την εικόνα του ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος σε διαμάχες και έχθρες για να διεκδικεί τα «δικαιώματά» του∙ που πολύ λίγο ελέγχει τα λόγια του που εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν προσβάλλοντας τους συνανθρώπους του είτε γιατί δεν κάνουν το θέλημά του είτε γιατί ο ίδιος συσχηματίζεται προς το δικό τους κοσμικό πνεύμα∙ που δεν μπορεί να βρει τόπο «καταπαύσεως» και ηρεμίας μέσα του, γιατί όλο και κάτι συμβαίνει που τον ταράζει, τον αγχώνει, τον θέτει εκτός εαυτού!  Κι αιτία είναι η έλλειψη ακριβώς της αγάπης, δηλαδή της παρουσίας του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του. Ο εγωισμός με όλα τα αρνητικά και τραγικά παρεπόμενά του είναι το «αφεντικό» του, οπότε σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο ψαύει κανείς ανάγλυφα οτιδήποτε άλλο πέραν της Θεϊκής πραγματικότητας. Κι ό,τι δεν έχει Θεό ξέρουμε τι έχει: τη δαιμονική παρουσία που καθιστά κόλαση τη ζωή ήδη από το εδώ και το τώρα.

Αυτό δεν λέει το κοντάκιο της εορτής; Όταν οι άνθρωποι κινούμενοι από τον άκρατο εγωισμό και την αλαζονεία τους πίστεψαν ότι μπορούν να οικοδομήσουν έναν πύργο που θα έφτανε στον «Θεό», τότε είδαν το αποτέλεσμα: έχασαν την οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους – η διαγραφή του Θεού έφερε τη διακοπή των μεταξύ τους σχέσεων. Ο καθένας, μαζί με τους θεωρούμενους δικούς του, κλείστηκε στον δικό του μικρόκοσμο θεωρώντας τον άλλον ως αντίπαλο που έπρεπε να τον εξολοθρεύσει για να επιβιώσει ή να τον ανεχτεί για να μην εξολοθρευτεί ο ίδιος από αυτόν. Κι έπρεπε να έρθει ο Κύριος κι έπειτα να στείλει το άγιον Πνεύμα Του προκειμένου τα πράγματα να επανέλθουν στην «κανονικότητά» τους. Και κανονικότητα ήταν ο άνθρωπος να θυμηθεί ότι συνιστά εικόνα του Χριστού που προορισμό έχει την πλήρη ομοίωσή Του προς Εκείνον. Το Πνεύμα του Θεού έσβησε τη φωτιά της δαιμονικής αλαζονείας, έσβησε δηλαδή τις μεταξύ των ανθρώπων έχθρες, κι ένωσε τις καρδιές, «συγκολλώντας» τες με το μόνο συνδετικό στοιχείο, τη χάρη της αγάπης. «Όταν μοίρασε κατά την Πεντηκοστή τις φλόγες του πυρός κάλεσε τους ανθρώπους σε ενότητα».

Δεν λένε άσκοπα οι άγιοί μας ότι όλος ο σκοπός τελικώς του χριστιανού είναι να κρατήσει την καθαρότητα του αγίου βαπτίσματός του, να κρατήσει δηλαδή το Πνεύμα του Θεού κατά την προσωπική του ώρα της Πεντηκοστής που τον εισήγαγε στην Εκκλησία, όπως το είπε για παράδειγμα και ο μεγάλος νεώτερος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Απόκτηση με την έννοια της συναίσθησης του τι λάβαμε και τι λαμβάνουμε κατά το βάπτισμα: το άγιον Πνεύμα, και του αδιάκοπου έπειτα αγώνα μας να διακρατήσουμε και να αυξήσουμε το Πνεύμα αυτό διά της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού και της συμμετοχής εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας μας.  

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 7, 37-52. 8,12)

    Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸςαὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μή ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Τήν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς, τήν πιό λαμπρή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς μπροστά στό πλῆθος καί φώναξε: «Ὅποιος διψάει, νά ’ρθεῖ σ’ ἐμένα καί νά πιεῖ. Μέσα ἀπό κεῖνον πού πιστεύει σ’ ἐμένα, καθώς λέει ἡ Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θά τρέξουν». Αὐτό τό εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἐννοώντας τό Πνεῦμα πού θά ἔπαιρναν ὅσοι πίστευαν σ’ αὐτόν. Γιατί, τότε ἀκόμα δέν εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε δοξαστεῖ μέ τήν ἀνάσταση. Πολλοί ἄνθρωποι ἀπό τό πλῆθος, πού ἄκουσαν αὐτά τά λόγια, ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι πραγματικά ὁ προφήτης πού περιμένουμε». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας». Ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Ὁ Μεσσίας θά ’ρθεῖ ἀπό τή Γαλιλαία; Ἡ Γραφή δέν εἶπε πώς ὁ Μεσσίας θά προέρχεται ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ καί θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, τό χωριό καταγωγῆς τοῦ Δαβίδ;» Διχάστηκε, λοιπόν, τό πλῆθος ἐξαιτίας του. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἤθελαν νά τόν πιάσουν, κανείς ὅμως δέν ἅπλωνε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οἱ φρουροί στούς ἀρχιερεῖς καί στούς Φαρισαίους, κι αὐτοί τούς ρώτησαν: «Γιατί δέν τόν φέρατε;» Οἱ φρουροί ἀπάντησαν: «Ποτέ ἄνθρωπος δέ μίλησε ὅπως αὐτός». Τούς ξαναρώτησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς; Πίστεψε σ’ αὐτόν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἤ κανείς ἀπό τούς Φαρισαίους; Μόνον αὐτός ὁ ὄχλος πιστεύει, πού δέν ξέρουν τό νόμο τοῦ Μωυσῆ καί γι’ αὐτό εἶναι καταραμένοι». Τούς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, πού ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἐκεῖνος πού εἶχε πάει στόν Ἰησοῦ νύχτα λίγον καιρό πρίν: «Μήπως μποροῦμε σύμφωνα μέ τό νόμο μας νά καταδικάσουμε ἕναν ἄνθρωπο, ἄν πρῶτα δέν τόν ἀκούσουμε καί δέ μάθουμε τί ἔκανε;» Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι ἐσύ ἀπό τή Γαλιλαία; Μελέτησε τίς Γραφές καί θά δεῖς πώς κανένας προφήτης δέν πρόκειται νά ἔρθει ἀπό τή Γαλιλαία». Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε πάλι καί τούς εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ δέν θά πλανιέται στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει τό φῶς πού ὁδηγεῖ στή ζωή.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 2, 1-11)

     Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτόΚαὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίαςκαὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρόςἐκάθισέ τε ἐφ ̓ ἕνα ἕκαστον αὐτῶνκαὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίουκαὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαιἮσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοιἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθηὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶνἘξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοικαὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν  ἐγεννήθημενΠάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖταικαὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν ΜεσοποταμίανἸουδαίαν τε καὶ ΚαππαδοκίανΠόντον καὶ τὴν ἈσίανΦρυγίαν τε καὶ ΠαμφυλίανΑἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύηςτῆς κατὰ Κυρήνηνκαὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ΡωμαῖοιἸουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοιΚρῆτες καὶ Ἄραβεςἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζί συγκεντρωμένοι μέ ὁμοψυχία στό ἴδιο μέρος. Ξαφνικά ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βουή σάν νά φυσοῦσε δυνατός ἄνεμος, καί γέμισε ὅλο τό σπίτι ὅπου ἔμεναν. Ἐπίσης τούς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σαν φλόγες φωτιᾶς, πού μοιράστηκαν καί κάθισαν ἀπό μία στόν καθένα ἀπ’ αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού τούς ἔδινε τό Πνεῦμα. Στήν Ἱερουσαλήμ βρίσκονταν τότε εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου. Ὅταν ἀκούστηκε αὐτή ἡ βουή, συγκεντρώθηκε πλῆθος ἀπ’ αὐτούς καί ἦταν κατάπληκτοι, γιατί ὁ καθένας τους ἄκουγε τούς ἀποστόλους νά μιλᾶνε στή δική του γλώσσα. Εἶχαν μείνει ὅλοι ἐκστατικοί καί μέ ἀπορία ἔλεγαν μεταξύ τους: «Μά αὐτοί ὅλοι πού μιλᾶνε δέν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς, λοιπόν, ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε νά μιλᾶνε στή δική μας μητρική γλώσσα; Πάρθοι, Μῆδοι καί Ἐλαμίτες, κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας, τῆς Φρυγίας καί τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου, καί ἀπό τά μέρη τῆς λιβυκῆς Κυρήνης, Ρωμαῖοι πού εἶναι ἐγκατεστημένοι ἐδῶ, Κρητικοί καί Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς, εἴτε ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς εἴτε προσήλυτοι, τούς ἀκοῦμε νά μιλοῦν στίς γλῶσσες μας γιά τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ».

21 Ιουνίου 2024

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Με την απόδοση της Αναλήψεως του Κυρίου, όπως συμβαίνει και με κάθε μεγάλη Δεσποτική και Θεομητορική εορτή, η Εκκλησία μας προβάλλει και πάλι τη μεγαλειώδη θεολογία της για το τελευταίο αυτό γεγονός της επί γης πορείας του Κυρίου μας: ολοκλήρωση του απολυτρωτικού έργου Του, (συνεπώς αποκατάσταση της σχέσεως του ανθρώπου με τον Δημιουργό Του που είχε διασαλευτεί και χαθεί λόγω της αμαρτίας των προπατόρων), υπόσχεση αποστολής του Αγίου Πνεύματος ως του Παρακλήτου που θα καθιστά προσωπικό και οικείο το έργο της σωτηρίας που επιτέλεσε Εκείνος, αναγγελία της και πάλι μετά δόξης αυτήν τη φορά δευτέρας ελεύσεώς Του, (σε χρόνο όμως άδηλο, που σημαίνει ότι έκτοτε, μετά την εις Ουρανούς άνοδό Του και την εκ δεξιών του Πατρός με το σώμα Του καθέδρα Του, η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η στιγμή της Παρουσίας Του αυτής).

Κι ένα στοιχείο που τονίζει πολλές φορές η εκκλησιαστική υμνολογία της Αναλήψεως ως καρπό της σωτηρίας που έφερε ο Κύριος είναι η ανακαίνιση ακριβώς του ανθρώπου από τη φθορά που του επέφερε η αμαρτία. Δειγματοληπτικά επ’ αυτού παραθέτουμε έναν ύμνο από την ωδή α΄ του κανόνα της εορτής, ποίημα του υμνογράφου Ιωσήφ του Θεσσαλονίκης.

«Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει σου καί τῇ ἐγέρσει σου, ἀνελήλυθας, ὀχούμενος νεφέλῃ, πρός τά ἐπουράνια∙ δόξα τῇ δόξῃ σου» (Κύριε, αφού ανακαίνισες με το πάθος Σου και την Ανάστασή Σου τον κόσμο που γέρασε λόγω των πολλών αμαρτιών του, ανήλθες πάνω σε νεφέλη προς τα επουράνια. Δοξολογούμε τη δόξα Σου).

  Τι δηλώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτα από όλα τη βασική συνέπεια της αμαρτίας: τη φθορά και τη γήρανση. Η αμαρτία ως ανυπακοή προς το θέλημα του Θεού δεν ήταν και δεν είναι χωρίς συνέπειες. Δεν πρόκειται για μία απλή αστοχία ή για μία απλή παράβαση ενός ηθικού κανόνα, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν «παθαίνει» τίποτε ο άνθρωπος στην ουσία του. Η αμαρτία αντανακλά στο κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου, συνιστά οντολογικό γεγονός που λένε οι θεολόγοι, που σημαίνει ότι τραυματίζει καίρια τον άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του. Διότι ακριβώς χωρίζει τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής του τον Θεό. Το είχε αποκαλύψει απαρχής ο Δημιουργός, όταν έδωσε εντολή στους προπάτορες να μην πλησιάσουν «τό δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ» (χαρακτηρισμός εκ των υστέρων λόγω των αποτελεσμάτων της αμαρτίας): «Ἐάν φάγητε καί μή εἰσακούσητέ μου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Λοιπόν, «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος». Ενώ η δημιουργία του ανθρώπου σ’ έναν κόσμο που δεν χαρακτηριζόταν από τη φθορά είχε προοπτική αθανασίας και αφθαρσίας, λόγω της ανυπακοής του εκπίπτει, και για όλον τον κόσμο, σε φθορά και σε θάνατο. Όπου υπάρχει λοιπόν η αμαρτία, εκεί υπάρχει η γήρανση, η φθορά δηλαδή που καταλήγει στον θάνατο – η αμαρτία «ρουφάει» κάθε ικμάδα ζωής, απονευρώνει τον άνθρωπο, τον κάνει ένα κινούμενο σκελετό: πρωτίστως ψυχικά κι έπειτα και σωματικά.

Ο Χριστός ήλθε, σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, προκειμένου ακριβώς να μας δώσει και πάλι πίσω τη ζωή, να μας ενώσει μέσω του Εαυτού Του με τον Θεό που είναι η πηγή της ζωής. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν». Η ανάληψή Του είναι η επιβεβαίωση ότι όντως πραγματοποιήθηκε αυτό το ανακαινιστικό έργο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία – ούτε υπήρξε παρόμοιο ποτέ ούτε πρόκειται να υπάρξει άλλο. Διότι ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Εκείνος «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη» και σήκωσε για χάρη μας το φράγμα που μας χώριζε από τον Θεό, συνεπώς πια εν Χριστώ βλέπουμε Θεού πρόσωπο. «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Κι όπως σημειώσαμε και παραπάνω: Μετά την ανάληψή Του έστειλε το Πανάγιον Πνεύμα που ως έργο Του έχει την οικείωση της σωτηρίας που έφερε ο Χριστός στην καρδιά του ανθρώπου – εν Αγίῳ Πνεύματι, δηλαδή στην Εκκλησία που ενεργοποιείται από το Άγιον Πνεύμα,  ο άνθρωπος γνωρίζει και καταλαβαίνει τον Χριστό, γινόμενος ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο.

Λοιπόν, «εἴ τις ἐν Χριστῶ καινή κτίσις» (όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία). Διότι ο Ίδιος ήλθε για τον σκοπό αυτό. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα» (Να, όλα τα κάνω καινούργια). Από την άποψη αυτή ό,τι έχει Χριστό είναι ανακαινισμένο∙ ό,τι δεν έχει, έστω κι αν φαίνεται νέο, είναι παλαιό. Και πώς αλλιώς; Χωρίς Χριστό κάθε τι ανακυκλώνει απλώς τα φθαρμένα υλικά του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός στέκει με επιφύλαξη απέναντι σε οτιδήποτε στον κόσμο υπόσχεται «αλλαγές» και «νέες» καταστάσεις. Αν όντως αυτό το θεωρούμενο νέο αποτελεί φανέρωση Χριστού, δηλαδή παρουσιάζει σημεία αγιότητας κινούμενο μέσα σε εκκλησιαστικό πλαίσιο ταπεινής αγάπης, τότε ναι, γίνεται αποδεκτό. Αν όμως δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, τότε πρόκειται για επιφάνεια που κρύβει την άβυσσο της κακίας του ανθρώπου και απλώς επιβεβαιώνει την παροιμία που λέει «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΕΝ ΚΙΛΙΚΙΑ

«Ο άγιος Ιουλιανός καταγόταν από τα Ανάζαρβα, τη δεύτερη επαρχία της Κιλικίας, και ήταν γιος κάποιου βουλευτή, ενώ η μητέρα του ήταν χριστιανή. Από τη μητέρα του έμαθε την κατά Χριστόν ευσέβεια, γι’ αυτό και με επιμονή μελετούσε τις θείες Γραφές. Δεκαοκτώ ετών κατηγορήθηκε ως χριστιανός και οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, ο οποίος τον πρόσταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Επειδή εκείνος αμέσως αρνήθηκε, δέχτηκε βασανισμούς και κτυπήματα σε όλα τα μέρη του σώματός του. Έπειτα τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου τον επισκέφτηκε η μητέρα του, η οποία τον συμβούλεψε να μείνει σταθερός στην πίστη του και να πεθάνει για τον Χριστό αν χρειαστεί. Η επιμονή του εξόργισε τον ηγεμόνα που έδωσε εντολή να κλειστεί σε ένα σάκκο γεμάτο από άμμο που μέσα είχαν βάλει δηλητηριώδη ερπετά και άλλα είδη φιδιών και να τον ρίξουν στο μέσο της θάλασσας. Με τον τρόπο αυτό δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου. Τον μάρτυρα Ιουλιανό τίμησε με εγκώμια και ο μέγας Χρυσόστομος».

Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέγας Πατέρας της Εκκλησίας άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος θεώρησε τιμή του να εγκωμιάσει τον άγιο μάρτυρα του Χριστού Ιουλιανό τον Ταρσέα, πολύ περισσότερο που επρόκειτο για νεαρό παλληκάρι μόλις δεκαοκτώ ετών. Δεν είχε ξεκινήσει καν τη ζωή του δηλαδή ο Ιουλιανός και βρέθηκε να εμπνέεται από τη Σοφία των αιώνων, τόσο που ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας Ιωάννης μοναχός τον χαρακτηρίζει ως «στήλη που είχε την πνοή κάθε αρετής» (ωδή η΄). Κι αυτό σημαίνει ότι η φρόνηση και η σοφία στον άνθρωπο «δεν μετριέται με τον αριθμό των χρόνων της ζωής του» αλλά με την πίστη του στον Θεό  και τη θερμή αγάπη του προς Αυτόν. «Αποστάζει ευωδιαστό μύρο η σεβαστή και ένδοξη μνήμη σου, στρατιώτη του Χριστού» φωνάζει ο υμνογράφος, «κι εμείς που σε δοξολογούμε στεφόμαστε μαζί σου από άρρητη και ουράνια δόξα» (ωδή ζ΄) – μνημονεύουμε τον Ιουλιανό και γεμίζουμε από άρωμα και δόξα! Γι’ αυτό και η θέση του στην Εκκλησία είναι «του φωτεινού ήλιου που καταυγάζει τον κόσμο όλο, ενώ απομακρύνει τα σκοτάδια της αθεΐας» (στιχ. εσπ.).

Μυημένος στη χριστιανική πίστη από την αγία μητέρα του ο μάρτυρας, η οποία τον παρότρυνε όπως είδαμε να μείνει σταθερός στην πίστη του έως θανάτου – πώς μας θυμίζει τη μητέρα του νεαρού μάρτυρα επίσης από τους αγίους Σαράντα στη λίμνη της Σεβαστείας! – στέκεται ενώπιον του ηγεμόνα σαν λιοντάρι. Όχι μόνο δεν πτοείται, αλλά όσο μεγαλώνουν τα βασανιστήρια τόσο αυξάνει και η πνευματική και ψυχική δύναμή του. Ο άγιος υμνογράφος περιγράφει εξαίσια το τι συνέβη στην παράστασή του αυτή. «Στεκόσουν μπρος στο τυραννικό βήμα, μάρτυς Χριστού Ιουλιανέ, σαν να βρισκόσουν μπροστά στον Κριτή των ζώντων και των νεκρών» (ωδή γ΄). Και τι λέει στον «φρενοβλαβή δικαστή»; «Δεν μας έδωσε εντολή ο Θεός να λατρεύουμε λιθάρια και έργα ανθρωπίνων χεριών». «Εγώ ομολογώ την πίστη μου στην αγία Τριάδα, γιατί δεν είμαι άφρων» (ωδή γ΄) – μόνον ο άφρων άνθρωπος μπορεί να διαγράφει τον Θεό από τη ζωή του και να λατρεύει είδωλα.

Πού έβρισκε τη δύναμη αυτή ο νεαρός Ιουλιανός για να στέκεται έτσι; Μήπως ήταν η νεότητα που τον είχε συνεπάρει, όπως βλέπουμε συχνά σε νεαρούς που προβαίνουν σε «αποκοτιές»; Όχι, επισημαίνει ο άγιος ποιητής. «Δεν ήταν η ρώμη της νεότητάς του που τον έκανε νικητή της δεισιδαίμονος πλάνης, αλλά ο αήττητος πόθος για τα πάθη του Χριστού» (ωδή δ΄). Τον Χριστό και μάλιστα Εσταυρωμένο έβλεπε ενώπιόν Του αδιάκοπα ο νεαρός μάρτυς, κι «Αυτόν επιθυμούσε να μιμηθεί σε όλα» (ωδή ε΄). Και μάλιστα μέσα στα μαρτύρια ευρισκόμενος «σαν άκακο αρνί κι αυτός όπως ο Κύριος» (ωδή ε΄) «δεν ένιωθε τους πόνους, γιατί φυλασσόταν από τον πόθο του Χριστού» (ωδή δ΄). Και τι συμβαίνει; «Μετά τα πρώτα βασανιστήρια με μεγαλύτερη δύναμη σαν λιοντάρι καλούσε τους τυράννους με νήφουσα κραυγή να μετανοήσουν και να υμνολογήσουν και αυτοί τον αληθινό Θεό» (ωδή η΄).

Τον ρίξανε μαζί με δηλητηριώδη φίδια μέσα σε σάκκο στη θάλασσα κι εκεί τελειώθηκε μαρτυρικά. Μα η τελείωσή του αυτή ήταν νίκη του «κι απέναντι στον αλαζόνα αρχέκακο δράκοντα διάβολο ως πολύμορφο φίδι» (κάθισμα όρθρου, ωδή θ΄), αλλά «κι απέναντι στην υπερηφάνεια του τυράννου» (ωδή θ΄). Έτσι γίνεται πάντοτε, όπως το βλέπουμε στον Σταυρό του Κυρίου: θεωρείσαι ότι ηττήθηκες, αλλά η «ήττα» σου αυτή συνιστά τη μεγαλύτερη νίκη απέναντι σε όλες τις αντίθεες δυνάμεις, αισθητές και υπεραισθητές. Γιατί η «ήττα» αυτή ως καρπός υπακοής στο θέλημα του Θεού και αγίας ταπείνωσης επισύρει πλούσια την παντοδύναμη χάρη Εκείνου. Ο Θεός βεβαίως δεν άφησε τον άγιο στα βάθη της θάλασσας. «Το Πνεύμα του Θεού τον έφερε στην ξηρά, όπου μία αγία χριστιανή γυναίκα φωτίστηκε και κατάλαβε τι συνέβαινε. Υποδέχτηκε το λείψανο και το ενταφίασε με τον πρέποντα τρόπο» (στιχ. εσπ.). Έκτοτε πολλά τα σημεία και τα θαύματα που επιτελεί ο άγιος Ιουλιανός, και με την επίκλησή του και με τη σκόνη ακόμη των λειψάνων του (στιχ. εσπ., ωδή ς΄).

20 Ιουνίου 2024

«ΛΥΣΗ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ!»

«Όταν κάποιοι χριστιανοί, που φέρουν μόνον το όνομα, ζητάνε να τους λύσουμε τις διαφορές τους (όταν τρώγωνται μεταξύ τους), να δεχτούμε μόνον, όταν δεχτούν να τις λύσουμε με το Ευαγγέλιο, διότι όλες οι άλλες λύσεις είναι ένας συνεχής πονοκέφαλος με ασπιρίνες. Όλοι οι άνθρωποι που μαλώνουν μεταξύ τους, όλοι τους λένε ότι έχουν και δίκαιο, μόνον που παίρνουν περισσότερο δίκαιο απ’ ό,τι δικαιούνται, γι’  αυτό και διαφωνούν συνέχεια. Το Ευαγγέλιο κάνει την καλύτερη μοιρασιά» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Επιστολές, έκδ. Ι. Ησυχ. Ευαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης).

Όχι μόνον οι εκτός της Εκκλησίας αλλά και οι εντός αυτής χριστιανοί «που φέρουν μόνον το όνομα», κατά τον όσιο μεγάλο Γέροντα, συνεπώς ζουν και αυτοί ως «άθεοι εν τω κόσμω» (απ. Παύλος), έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους τον εγωισμό, δηλαδή την ενεργούμενη αμαρτία με όλα τα παρακλάδια της. Κατ’ ακρίβεια βέβαια ακόμη και οι θεωρούμενοι προχωρημένοι στην πνευματική ζωή ταλαιπωρούνται από τις νύξεις του εγωισμού, διότι στον κόσμο τούτο όλοι υποκείμεθα στην αμαρτία, κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Η διαφορά μεταξύ ενός εν επιγνώσει πιστού χριστιανού και ενός απίστου έγκειται στο ότι ο πιστός βρίσκεται αδιάκοπα σε μία πορεία αύξησης της χάρης του Θεού, στον βαθμό που τηρεί τις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού, που σημαίνει ότι τον εγωισμό του όταν πάει να εκδηλωθεί τον επισημαίνει και αγωνίζεται εν μετανοία να τον μεταστρέψει για να τον κάνει αληθινή και άδολη αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ο μη πιστός όμως δεν κάνει αυτόν τον αγώνα. Άγεται και φέρεται συνήθως από τις παρορμήσεις της εμπαθούς καρδιάς του, οπότε η επιβολή του δικού του θελήματος με παραθεώρηση του Θεϊκού θελήματος γίνεται η καθημερινή πρακτική του – το εγώ του είναι και ο θεός του.

Αυτήν την επιβολή του εγώ εις βάρος του άλλου συνανθρώπου επισημαίνουμε αδιάκοπα στις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις, με το «συντριπτικό» κατ’ αυτούς επιχείρημα ότι ο καθένας είναι βέβαιος για το «δίκιο του». Αν ερωτηθεί ένας που είναι οργισμένος κατά του πλησίον του, δεν υπάρχει περίπτωση να μη δικαιολογηθεί, να μη θεωρήσει ότι καλώς εχθρεύεται τον άλλον, γιατί τον έθιξε, γιατί τον αδίκησε, γιατί του συμπεριφέρθηκε με τρόπο πονηρό και συμφεροντολογικό. Κι έχει «δίκιο»! Γιατί σε ένα ποσοστό στον κόσμο τούτο όλοι λίγο πολύ φταίμε – «πολλά γάρ πταίομεν άπαντες» όπως λέει η Γραφή. Το πρόβλημα όμως, καθώς επισημαίνει ο άγιος, είναι ότι διεκδικούμε παραπάνω δίκιο από όσο μας πρέπει. Κι αυτό γιατί; Διότι ο νους μας θολωμένος από τον εγωισμό δεν διακρίνει σωστά – ο νους πάντοτε πλανάται όταν η καρδιά δεν είναι καθαρή, όταν δηλαδή δεν είναι γεμάτη από αγάπη. Το αποτέλεσμα; Η σπίθα και η φωτιά. Ο ένας εγωισμός που συγκρούεται με τον άλλο εγωισμό, σαν δύο πέτρες που βγάζουν σπίθα από τη μεταξύ τους σύγκρουση.

Τι γίνεται στην περίπτωση που μία τέτοια διαμάχη έρθει ενώπιόν μας; Τι μπορούμε και πρέπει να πούμε, όταν δύο με διαφωνία μεταξύ τους θελήσουν να τα βρουν με «διαιτητή» εμάς; Εννοείται ότι ο καθένας θα θελήσει να μας πάρει με το μέρος του, παρουσιάζοντάς μας τα πράγματα εντελώς «φουσκωμένα» για τον άλλον και εντελώς «εν σμικρύνσει και αθώα» για τον εαυτό του. Ο ίδιος ο Κύριος βρέθηκε σε τέτοια στιγμή: Του ζήτησαν δύο άνθρωποι να τους λύσει τη διαφορά. Κι Εκείνος, ο παντογνώστης και καρδιογνώστης, αρνήθηκε! «Ποιος με έβαλε δικαστή ανάμεσά σας;» είπε, παραπέμποντας ουσιαστικά και στο ανάλογο περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη με τον Μωϋσή (που έκανε τον δικαστή και βρέθηκε στη συνέχεια ο ίδιος υπόδικος!). Κι είναι η στάση Του αυτή που μας δείχνει τον δρόμο: να μη πέφτουμε στην παγίδα του κριτή – θα κατηγορηθούμε και από τους δύο διαφωνούντες.

Μόνο σε μία περίπτωση μπορούμε να πούμε τη γνώμη μας, αλλά με ταπείνωση και αγάπη και προσευχή: όταν προτείνουμε τη λύση του Ευαγγελίου. Και μάλιστα τότε που διαπιστώνουμε ότι οι διαφωνούντες έχουν έστω και μία μικρή διάθεση να ακούσουν, έχουν δηλαδή κάποια μικρή ταπείνωση. Και τι προτείνει το Ευαγγέλιο; Τίποτε άλλο από την αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους, δηλαδή από τη διάθεση ο καθένας να δίνει περισσότερο δίκιο στον άλλον! Θυμόμαστε και πάλι το όσιο Αγιορείτη που έλεγε με τον μοναδικό εποπτικό τρόπο του: «Χριστιανική μοιρασιά και δικαιοσύνη είναι από τα δέκα να πάρω εγώ τα δύο και να δώσω στον άλλον τα οκτώ!» Κάθε άλλος τρόπος για έναν χριστιανό είναι «συνεχής πονοκέφαλος με ασπιρίνες».

Αν όπως είπαμε οι διαφωνούντες είναι καλοπροαίρετοι και έχουν κάποιο χριστιανικό στοιχείο μέσα τους θα δεχτούν τη λύση και θα ευχαριστήσουν τον Θεό, κι ίσως κι εμάς. Αν όμως δεν είναι, τότε ματαίως κοπιάζουμε, ματαίως μιλάμε και εκφέρουμε γνώμη: η γνώμη μας γίνεται αφορμή μεγαλύτερης έξαψης των παθών που την «πληρώνουμε» κι εμείς. Σπουδαίο παράδειγμα επ’ αυτού έχουμε από τον βίο του μεγάλου οσίου νηπτικού Πατέρα της Εκκλησίας Ισαάκ του Σύρου. Μόλις είχε γίνει επίσκοπος Νινευί ο ησυχαστής όσιος Ισαάκ, και μάλιστα με μεγάλη πίεση και αποκάλυψη Κυρίου, και ήρθαν δύο χριστιανοί για να βρουν το δίκιο τους. Ο ένας ήταν δανειστής και ο άλλος οφειλέτης. Ο δανειστής είχε τα δίκια του: του χρωστούσε ο άλλος και αργοπορούσε την εξόφληση. Ο οφειλέτης είχε κι αυτός τα δικά του: φτωχός άνθρωπος μεροκαματιάρης ήταν και ήθελε μία παράταση χρόνου από τον δανειστή. Ο πρώτος έξαλλος επιτέθηκε με σκαιό τρόπο κατά του άλλου «αδελφού», φώναζε, έλεγε, έλεγε… Ο άλλος μαζεμένος άκουγε. Ο άγιος Ισαάκ που προσευχόταν με πόνο με την όλη κατάσταση πήρε κάποια στιγμή τον λόγο. Και τι είπε; Ό,τι λέει το Ευαγγέλιο. «Αδελφέ μου, ο Κύριος στο Ευαγγέλιο ζητάει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, να είμαστε συγκαταβατικοί, να παραιτούμαστε κάποιες φορές και από τα δικαιώματά μας». Ο δανειστής βεβαίως με τα λόγια του αγίου εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο. Στράφηκε και κατά του επισκόπου του. Αποτέλεσμα: έφυγε απειλώντας ότι θα σύρει τον χρεώστη στα δικαστήρια. Και ο άγιος Ισαάκ, αφού αγκάλιασε τον άνθρωπο και τον παρηγόρησε, λέγοντας ότι θα κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, μάζεψε τα πράγματά του, εγκατέλειψε τον επισκοπικό του θρόνο και επανήλθε στο ησυχαστήριό του. Το σκεπτικό του ήταν ατράνταχτο: «Αν δεν μπορώ να πείσω τους χριστιανούς μου με τον λόγο του Ευαγγελίου, τότε ποια είναι η θέση μου εδώ;»

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΑΡΩΝ

«Αυτός ο μακάριος ανέθεσε τον εαυτό του από την παιδική του ηλικία στον Θεό, γι᾽ αυτό και έγινε θείο σκεύος και δοχείο του αγίου Πνεύματος. Έλαβε την ιερωσύνη από τη θεία χάρη, με το θέλημα του Θεού, και ποίμανε καλώς και θεοφιλώς το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε η Εκκλησία, καταφωτίζοντας με λόγια παράκλησης το πλήρωμα της Εκκλησίας. Όταν είδε να διαχέεται η πλάνη του Ωριγένη, σαν άριστος ποιμένας την κατέφλεξε με τη θεία φλόγα, διαλύοντας έτσι τη θολούρα και τη μανία του σκοταδιού με τη σοφία των λόγων του και τη θεία χάρη. Η αστραπή μάλιστα των λόγων του και η σάλπιγγα της γνώσης έφτασε σε όλη τη γη. Γι᾽ αυτό, μη υποφέροντας ο εχθρός την παρρησία και την αντιρρητική δύναμη των λόγων του μεγάλου αυτού, οπλίζει τους υπηρέτες του για την εξόντωσή του. Αυτός δε αφού ντύθηκε πριν από το μαρτύριο τη ζωηφόρο νέκρωση, με αποτομή διά ξίφους της κεφαλής του, μετατέθηκε προς την καλύτερη ζωή. Πρώτα μεν ιερουργώντας τον αμνό του Θεού, ύστερα δε θυσιαζόμενος, οδηγήθηκε στον Χριστό ως ζωντανή θυσία. Γι᾽ αυτό και κατακοσμήθηκε με διπλούς στεφάνους ο γενναίος υπερασπιστής της αλήθειας. Κι αφού έλαβε το τέλος με μαρτυρικά αίματα, αναπαύτηκε αιώνια.

Αυτός ο θείος πράγματι ιερέας του Θεού και μάρτυρας μάς άφησε συγγράμματα της φιλοπονίας του, που είναι γεμάτα από κάθε γνώση και ωφέλεια. Αλλά και για τα μέλλοντα με μεγάλη σαφήνεια προφήτευσε και προανήγγειλε καθαρότατα, για τις εναλλαγές των βασιλειών και τις μεταβολές και τις αλλαγές τους, και για τις επεκτάσεις εθνών και τις ερημώσεις χωρών και τόπων και τους αφανισμούς. Για ορθοδόξους και αιρετικούς βασιλείς και για τη συντέλεια του κόσμου, και για τον Αντίχριστο και τη βασιλεία του, και για τον αφανισμό και την πανωλεθρία κάθε ανθρώπου. Όλα αυτά σαφέστατα ο θείος αυτός άνδρας τα προφήτευσε».

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης για μία ακόμη φορά αφορμάται από το όνομα του αγίου, προκειμένου να το αξιοποιήσει από πλευράς πνευματικής. Το όνομα του αγίου λειτουργεί κατ᾽ αυτόν με τρόπο που υπενθυμίζει τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθεί κανείς για τη σωτηρία του, δηλαδή για να οδεύει τον δρόμο της αρετής που οδηγεί προς τον Θεό. «Η μνήμη σου, Ιεράρχα Μεθόδιε, που φέρνει σε εμάς την οδό της σωτηρίας, έφτασε με λαμπρότητα» (στιχηρό εσπερινού). «Δίδαξέ με, μακάριε μύστη, τη μέθοδο της αρετής» (ακροστιχίδα κανόνα).  Κι αυτό συμβαίνει, κατά τον άγιο υμνογράφο, διότι ο άγιος Μεθόδιος με τους λόγους του, αλλά και με το μαρτύριό του φώτισε το πλήρωμα της Εκκλησίας, διαλύοντας το σκοτάδι της πολυθεΐας, κι έφτασε στο αιώνιο φως της Βασιλείας του Θεού. Συνεπώς η ζωή του η ίδια συνιστά την ορθή μέθοδο που ακολουθώντας την κανείς εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού (στιχηρό εσπερινού).

Ο υμνογράφος επιμένει ιδιαιτέρως στη διπλή θυσία που πρόσφερε στον Θεό ο άγιος Μεθόδιος. Πρώτα πρόσφερε ως ιερέας τις αναίμακτες θυσίες στον Θεό κι έπειτα ολόκληρο τον εαυτό του διά του μαρτυρίου (κάθισμα όρθρου). Γι᾽ αυτό και τονίζει ο Θεοφάνης ότι άστραψε με δύο στεφάνια ο άγιος Μεθόδιος: με το στεφάνι της ιερωσύνης και με το στεφάνι του μαρτυρίου. «Έχοντας ως κόσμημα το στεφάνι του μαρτυρίου και το μύρο της ιερωσύνης, μακάριε, και με τα δύο άστραψες» (ωδή α´). Προβαίνει όμως ο άγιος υμνογράφος σε μία πολύ σημαντική παρατήρηση, αναφερόμενος στις αναίμακτες θυσίες λόγω της ιερωσύνης του. Ο άγιος Μεθόδιος δεν λειτουργούσε ως ιερέας με έναν τρόπο τυπικό και επιφανειακό. Το πρώτο θυσιαστήριο, πάνω στο οποίο πρόσφερε την αναίμακτη θυσία, ήταν η ίδια η καρδιά του. «Είχες κάνει ωραίο θυσιαστήριο την καρδιά σου, ιερουργέ, και πάνω σ᾽ αυτό πρόσφερες τις αναίμακτες θυσίες στον Θεό» (κάθισμα όρθρου). Με άλλα λόγια ο άγιος Μεθόδιος είχε ως πρώτη αγία Τράπεζα για να λειτουργεί στον Θεό την ίδια την καρδιά του, γεγονός που σημαίνει ότι ο ιερέας αν τη θυσία που επιτελεί χάριτι Θεού δεν την επιτελεί καρδιακά, δεν είναι σωστός ιερέας. Η αλήθεια αυτή υπενθυμίζει αυτό που υπάρχει ως παράδοση στην πίστη μας, ότι δηλαδή σε περίπτωση που ελλείπει από κάπου αγία Τράπεζα αλλά υπάρχει ιερέας, το στήθος του ιερέα μπορεί να παίξει τον ρόλο της αγίας αυτής Τραπέζης. Πόσο ζωντανή και με αισθήματα καθιστά την πίστη μας μία τέτοια τοποθέτηση της θείας ιερουργίας σαν αυτή που προβάλλει ο άγιος Θεοφάνης για τον άγιο Μεθόδιο. Και βεβαίως είναι ευνόητο ότι μία τέτοια πυρακτωμένη καρδιά που λειτουργεί στον Θεό με τέτοιο τρόπο καταλήγει εύκολα και στη θυσία της ζωής, όταν συντρέξουν οι συνθήκες.

Ο Θεοφάνης συνεχίζει το παραπάνω σκεπτικό και με άλλο τρόπο. Η καρδιακή ιερουργία του αγίου Μεθοδίου αποδείκνυε ότι ο ίδιος είχε νεκρωθεί κατ᾽ άνθρωπον ως προς τις αμαρτίες του. Διότι βεβαίως κανείς δεν μπορεί να έχει τον Χριστό στην καρδιά του, αν δεν έχει εξορύξει από εκεί την αμαρτία. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν», όπως είπε ο Κύριος. Έτσι ο άγιος Μεθόδιος ήδη ήταν νεκρωμένος και πριν από το μαρτυρικό τέλος του, είχε δηλαδή ενεργοποιηθεί σε αυτόν η εν Χριστώ ανάστασή Του – η νέκρωση της αμαρτίας συνιστά την ανάσταση μέσα μας του Χριστού – συνεπώς το μαρτύριό του ήταν η μετάθεσή του προς την αιώνια ζωή. «Ντύθηκες, πάτερ, τη ζωηφόρο νέκρωση πριν από το τέλος σου, και όταν αποτεμνόσουν την κεφαλή με το ξίφος κατά το μαρτύριό σου, μετατέθηκες, ένδοξε, προς ζωή απείρως καλύτερη από την εδώ» (ωδή ε´). Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου παραπέμπει στο γνωστό ασκητικό λόγιο, που ηχεί λίγο παράδοξα, εκφράζει όμως τη βαθύτατη παραπάνω πνευματική αλήθεια: «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις». Ο άγιος λοιπόν πριν ακόμη πεθάνει σωματικά, είχε πεθάνει ως προς την αμαρτία. Συνεπώς εν Χριστώ ήταν αναστημένος, κάτι που επιβεβαιώθηκε ακόμη περισσότερο και με το άγιο μαρτύριό του.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως δεν μπορεί να μην αναφερθεί και στο κηρυκτικό έργο του αγίου ιερομάρτυρα. Ο άγιος Μεθόδιος υπήρξε χαρισματούχος δάσκαλος της Εκκλησίας, σε βαθμό τέτοιο μάλιστα, που ορισμένοι, υπερτονίζοντας το έργο του αυτό,  επιμένουν, λανθασμένα βεβαίως, ότι ήταν μόνον δάσκαλος και όχι ιερέας. Ως δάσκαλος όχι μόνο κήρυσσε με τον προφορικό λόγο, αλλά και με τον γραπτό. Μας άφησε μάλιστα και σπουδαία συγγράμματα, όπως ήδη αναφέρθηκε στο συναξάρι του. Το κήρυγμά του στρεφόταν τόσο κατά των αιρετικών, των οπαδών της πλάνης του Ωριγένη εν προκειμένω, όσο και στην προβολή της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας. Κατά τον υμνογράφο μας: «Είδες να διαχέεται η απάτη του Ωριγένη, κι επειδή ήσουν άριστος ποιμένας κατέφλεξες σύντομα όλη την αχλύ εκείνου με το θείο πυρ» (ωδή γ´). Ενώ: «κήρυξες την ορθόδοξη πίστη, πανσεβάσμιε, και δίδαξες το ποίμνιό σου»  (ωδή δ´). Και το κήρυγμά του αυτό ήταν «γλυκασμός ψυχωφελής που προέρχεται σαν από πηγή, η οποία ευφραίνει όλους τους μετόχους της και καταγλυκαίνει τα αισθητήρια της ψυχής» (ωδή δ´).

Βρίσκει μάλιστα την ευκαιρία ο άγιος Θεοφάνης να προβάλει έμμεσα το γνωστότερο έργο του αγίου Μεθοδίου, ο οποίος περισσότερο είναι γνωστός ως Μεθόδιος Ολύμπου, παρά Πατάρων, το «Συμπόσιον ή περί Παρθενίας», κατά αντιστοιχία προς το διάσημο έργο του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Πλάτωνα «Συμπόσιον». Στο έργο αυτό ο άγιος, χωρίς να υποβαθμίζει τον γάμο, τονίζει όμως τη σπουδαιότητα της παρθενίας, κι αυτό έχοντας υπόψη του ο Θεοφάνης σημειώνει: «Το αξιοσέβαστο της παρθενίας και το κάλλος της αγνότητας τα έμαθες από την πείρα σου, ένδοξε, γι᾽αυτό με τη σοφία σου και τη χάρη των λόγων σου υποδεικνύεις σε όλους την ομορφιά αυτών και την αιώνια χαρμοσύνη τους» (ωδή γ´).