22 Μαρτίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

 

«Προσερχώμεθα οὖν μετά παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (῾Εβρ. 4, 16)

(῎Ας πλησιάσουμε λοιπόν μέ θάρρος τόν θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς σπλαγχνιστεῖ καί νά μᾶς δωρίσει τήν χάρη Του, τήν ὥρα πού τήν χρειαζόμαστε).

Στό μέσον τῆς Σαρακοστῆς ἡ ᾽Εκκλησία προβάλλει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου πρός ἐνίσχυση γιά τό ὑπόλοιπο διάστημα τῆς Νηστείας, λόγω τῶν καμάτων πού ὁ καθένας κατά τίς ἀντοχές του ἔχει καταθέσει στόν πνευματικό ἀγώνα. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα σχετίζεται μέ τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, γιατί ἀναφέρεται στό ἀρχιερατικό ἀξίωμά Του, ὅτι δηλαδή ὁ Κύριος εἶναι ὁ μέγας καί ἀληθινός ἀρχιερέας, ὁ ῾Οποῖος μέ τήν σταυρική Του θυσία, ῾αἵρων τάς ἁμαρτίας ἡμῶν᾽, μᾶς ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Θεό κι εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς βοηθήσει στήν ὅποια ἀδυναμία παρουσιάζουμε κατά τήν πορεία μας στόν κόσμο τοῦτο. ῾Η παραπάνω προτροπή λοιπόν τοῦ ἀποστόλου εἶναι εὐνόητη.

1. ῾Ο θρόνος τῆς χάριτος εἶναι ἀνοικτός πιά γιά τούς ἀνθρώπους. ῾Ο Κύριος γενόμενος ἄνθρωπος καί καταργώντας τήν ἁμαρτία πού μᾶς χώριζε ὡς φράγμα ἀπό τόν Θεό, μᾶς προσέλαβε καί μᾶς ἔκανε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, ὁπότε δι᾽ Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ ὡς μέλη Του ἔχουμε δίοδο στήν Βασιλεία Του: μέ Αὐτόν μποροῦμε καί βλέπουμε καί πάλι τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἤ ἀλλιῶς  γινόμαστε μέτοχοι τῆς κοινῆς ἐνέργειας ὅλης τῆς Τριαδικῆς θεότητος.  ῾Ο ἄνθρωπος μπορεῖ καί ζεῖ ἤδη ἀπό τώρα στά ὅρια τῆς ὕπαρξής του, τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. ᾽Εν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ναός δηλαδή τοῦ ἐν αὐτῷ οἰκοῦντος ῾Αγίου Πνεύματος. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, διά τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε ἡ κατάργηση τῆς ἁμαρτίας, χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας ὡς κλειδί τοῦ Παραδείσου καί θυρῶν αὐτοῦ ἀνοικτήριον.

2. ῾Η προτροπή ὅμως τοῦ ἀποστόλου: «προσερχώμεθα» (ἄς προσερχόμαστε, ἄς πλησιάσουμε) ὑπονοεῖ καί τό αὐτονόητο: ὅτι βεβαίως ὁ Κύριος μᾶς ἔχει προσφέρει τό σημαντικότερο ὅλων τῶν ἀγαθῶν, δηλαδή τήν ἀποκατάστασή μας καί τήν ἐν Θεῷ πιά παραμονή μας, ὅμως ἀπαιτεῖ ἀντιστοίχως καί τήν δική μας συγκατάθεση. ῾Ο δρόμος εἶναι ἀνοικτός, ἡ χάρη Του μᾶς ἐνισχύει, ἄν ὅμως κι ἐμεῖς δέν κάνουμε τό βῆμα πού χρειάζεται ἡ χάρη αὐτή παραμένει ἀνενέργητη. ῾Η συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι δεδομένη στήν πίστη μας γιά τό γεγονός τῆς σωτηρίας. ῾Συνεργοί Θεοῦ ἐσμεν᾽ θά σημειώσει ὁ ἀπόστολος. Λοιπόν, τά πάντα μπορεῖ ἤδη νά ἔχουν ἀνοιχθεῖ, ἡ φυλακή τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ νά ἔχει γκρεμισθῆ, τά δεσμά δέν ὑφίστανται, ἀλλά πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος νά ἀνοίξει τά μάτια του γιά νά δεῖ τήν ἐλευθερία πού τοῦ δόθηκε καί νά θελήσει νά φύγει ἀπό τά δεσμά. Διαφορετικά, ὁ ἴδιος ξαναθέτει τόν ἑαυτό του μέσα σέ αὐτά, ὅταν μάλιστα καραδοκεῖ καί ὁ αἰώνιος ἐχθρός, ὁ ὁποῖος μπορεῖ μέν νά εἶναι ἡττημένος, ἀποκτᾶ ὅμως συνθῆκες νίκης του ὅταν τόν καλεῖ ἡ ἀμέλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου.

3. ῾Ο ἀπόστολος προχωρεῖ ὅμως περαιτέρω. Καλεῖ τόν πιστό πού ἐν πίστει ἔχει ἀποδεχθῆ τόν Χριστό καί ἔχει γίνει μέλος Του ἐν ᾽Εκκλησίᾳ νά προσέλθει μέν καί νά ἀπολαύσει τίς δωρεές πού ἀπέρρευσαν ἀπό τήν Σταυρική Του θυσία, ἀλλά «μετά παρρησίας», μέ θάρρος. Σάν νά λέει ὁ ἀπόστολος: μήν πλησιάζετε τόν Θεό σάν φτωχοί συγγενεῖς. Εἶστε μέ τόν Χριστό παιδιά τοῦ Πατέρα καί γι᾽ αὐτό ὅπως τά παιδιά ἔχουν θάρρος ἀπέναντι στόν πατέρα τους, ἔτσι κι ἐσεῖς. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο ὅ,τι μᾶς πρόσφερε ὁ Χριστός γιά τήν σωτηρία μας ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης Του, ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη Του παραμένει ἀνεξάντλητη. ᾽Εκεῖνος πού μᾶς ἔδωσε τήν χάρη Του, πού θά πεῖ ὁλόκληρο τόν ῾Εαυτό Του, ὁ ῎Ιδιος νιώθει χαρά νά Τήν γευόμαστε διαρκῶς, ὅπως τά παιδιά κατά τρόπο φυσικό γεύονται τά ἀγαθά στό σπίτι τοῦ πατέρα τους.

Καί νά πού ἡ ᾽Εκκλησία μας αὐτήν τήν ἀλήθεια μᾶς καλεῖ νά τήν βιώνουμε πάντοτε βεβαίως, κυρίως ὅμως σέ ὅ,τι συνιστᾶ κέντρο καί πυρήνα τῆς ζωῆς της, τήν Θεία Λειτουργία. Στήν Θεία Λειτουργία, ὅταν πιά ἔχουν μείνει οἱ πραγματικοί πιστοί, οἱ βαπτισμένοι καί χρισμένοι στό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀκοῦνε τήν προτροπή τοῦ ἱερέα ῾καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα᾽ (καταξίωσέ μας, Δέσποτα, μέ θάρρος καί ἀκατάκριτη συνείδηση, νά τολμοῦμε νά Σέ προσφωνοῦμε Πατέρα). ᾽Εκεῖ λοιπόν στό μυστήριο αὐτό τῶν μυστηρίων βρίσκουμε τό σημεῖο συντονισμοῦ μας μέ τήν δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Στή Θεία Λειτουργία καί στή μετοχή συνεπῶς τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου νιώθουμε πραγματικά παιδιά τοῦ μεγάλου Πατέρα μας, νιώθουμε κυριολεκτικά σάν στό σπίτι μας.

4. ῾Οπότε στήν χαρισματική αὐτή κατάσταση λειτουργίας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εὑρισκόμενος ὁ πιστός ὡς μέλος ᾽Εκείνου, συντονισμένος μέ τόν ρυθμό τῆς κεφαλῆς πού εἶναι ὁ Χριστός, τῶν ἐξαιρέτων μελῶν πού εἶναι ἡ Παναγία καί οἱ ἅγιοί μας, τῶν ἀδυνάτων λοιπῶν μελῶν πού συνιστοῦμε τήν στρατευόμενη ᾽Εκκλησία, ἔχει τήν βεβαιότητα λήψεως τῆς χάρης καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. ῾῞Ινα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν᾽. Καί μάλιστα ῾τήν ὥρα πού χρειαζόμαστε τήν χάρη αὐτή᾽ (῾εἰς εὔκαιρον βοήθειαν᾽). Πού σημαίνει: στό ὅποιο πρόβλημά μας ἤ καί στήν μεγαλύτερη χαρά μας τό πιό δυνατό σημεῖο μας, ἡ ὥρα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί γιά ἐμᾶς εἶναι ὁ ἐκκλησιασμός μας. Καί πῶς μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ μετά ἀπό λίγο ὁ πιστός θά κληθεῖ νά κοινωνήσει ῾μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης᾽ τόν ἴδιο τόν Κύριο ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, κατά τήν ἀψευδῆ βεβαίωσή Του; Τότε θά γίνει κι αὐτός κατά χάριν ἕνας μικρός θεός, κατά συνέπεια ὅλα τά ἀνθρώπινα θά ῾λιώσουν᾽ κάτω ἀπό τό πῦρ τῆς θεότητος!

Μιλᾶμε ὅμως γιά συντονισμό τοῦ πιστοῦ μέ τόν ρυθμό τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς, πού σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο ὁ πιστός πιστεύει στόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία, ἀλλά καθορίζει καί ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς του μέ βάση τό ἅγιο θέλημα ᾽Εκείνου, δηλαδή τήν ἀγάπη. Πιστός πού δέν ἔχει μπεῖ σ᾽ αὐτόν τόν ρυθμό δέν εἶναι ἀληθινός πιστός, γι᾽ αὐτό καί ἀφενός ἡ μετοχή του στήν Θεία Λειτουργία μπορεῖ νά τοῦ προκαλέσει πνευματικό ῾ἔμφραγμα᾽, ἀφετέρου ἡ ὅποια ἐνδεχόμενη παρρησία του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά λειτουργεῖ ὡς θράσος ἀπέναντί Του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἀποτρέπουν ἀπό τήν συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία ἐκείνους πού δέν ζοῦν μέ ἀγάπη καί κρατᾶνε κακία στήν ψυχή τους ἀπέναντι στόν ὁποιοδήποτε συνάνθρωπό τους· γιά τόν λόγο ἀκριβῶς ὅτι ἡ θεία Κοινωνία θά τούς κάνει κακό καί θά εἶναι ῾εἰς κρίμα καί κατάκριμά᾽ τους.

Νά προσερχόμαστε μέ θάρρος στόν θρόνο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν θυμίζει τοῦτο τήν πορεία τοῦ ἀσώτου ὅταν ἔπαιρνε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρός τόν Πατέρα του; Κι ἐκεῖνος προσερχόταν, παρ᾽ ὅλες τίς ἐπιφυλάξεις του, μέ θάρρος, γιατί πίστευε στήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα. Καί τελικῶς τό παράδειγμά του μᾶς ἀνοίγει πλήρως τά μάτια: ἡ παρρησία πρός τόν Θεό ἀποκτᾶται ἐκεῖ πού ὑπάρχει μετάνοια. ῞Οσο τό ῾ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου᾽ θά βρίσκεται στήν καρδιά καί τά χείλη μας, τόσο καί ἡ αἴσθηση τῆς υἱότητός μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ θά φουντώνει μέσα μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 8,34 - 9,1).

 Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἅς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἅς σηκώσει τό σταυρό του κι ἅς μέ ἀκολουθεῖ. Γιατί ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του θά τή χάσει· ὅποιος ὅμως χάσει τή ζωή του ἐξαιτίας μου καί ἐξαιτίας τοῦ εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει. Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο ἀλλά χάσει τή ζωή του; Τί μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιά τή ζωή του; Ὅποιος, ζώντας μέσα σ’ αὐτή τή γενιά τήν ἄπιστη κι ἁμαρτωλή, ντραπεῖ γιά μένα καί γιά τή διδασκαλία μου, θά ντραπεῖ γι’ αὐτόν καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ὅταν ἔρθει μέ ὅλη τή λαμπρότητα τοῦ Πατέρα του, μαζί μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους». Τούς ἔλεγε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς· «Σᾶς βεβαιώνω πώς ὑπάρχουν μερικοί ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέ θά γευτοῦν τό θάνατο, πρίν δοῦν νά ἔρχεται δυναμικά ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 4,14 – 5,6)

Ἀδελφοί, ἔχοντες Ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειρασμένον δὲ κατὰ πάντα καθὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν. Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. Καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών. Οὕτω καὶ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἅς κρατήσουμε σταθερά τήν πίστη πού ὁμολογοῦμε. Γιατί ἔχουμε μέγαν ἀρχιερέα –τόν Ἰησοῦ, τόν Υἱό τοῦ Θεού– πού ἔφτασε ὡς τό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουμε ἀρχιερέα πού νά μήν μπορεῖ νά συμμεριστεῖ τίς ἀδυναμίες μας. Ἀντίθετα, ἔχει δοκιμαστεῖ σέ ὅλα, ἐπειδή ἔγινε ἄνθρωπος σάν κι ἐμᾶς, χωρίς ὅμως νά ἁμαρτήσει. Ἅς πλησιάσουμε, λοιπόν, μέ θάρρος τό θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς σπλαχνιστεῖ καί νά μᾶς δωρίσει τή χάρη του, τήν ὥρα πού τή χρειαζόμαστε. Κάθε ἀρχιερέας πού προέρχεται ἀπό ἀνθρώπους, ἐγκαθίσταται γιά νά ὑπηρετεῖ τό Θεό γιά χάρη τους καί γιά νά προσφέρει δῶρα καί θυσίες γιά τίς ἁμαρτίες τους. Εἶναι σέ θέση νά δείχνει ἀνοχή σ’ ὅσους ζοῦν στήν ἄγνοια καί στήν πλάνη, ἀφοῦ κι ὁ ἴδιος ἔχει ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ἐξαιτίας τους εἶναι ὑποχρεωμένος νά προσφέρει, ὅπως γιά τό λαό, ἔτσι καί γιά τόν ἑαυτό του, θυσίες γιά τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπίσης, κανένας δέν παίρνει μόνος του αὐτή τήν τιμή, ἀλλά ὅταν τόν καλέσει ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς κάλεσε τόν Ἀαρῶν. Ἔτσι κι ὁ Χριστός, δέν τίμησε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του μέ τό ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέα, ἀλλά τοῦ τό ἔδωσε ἐκεῖνος πού τοῦ εἶπε: Ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός μου, ἐγώ σήμερα σέ γέννησα. Σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο ἡ Γραφή λέει: Ἐσύ εἶσαι ἱερέας γιά πάντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΝΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Ο άγιος έζησε όταν βασιλιάς ήταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης (4ος αι.) και Ηγεμόνας Αγκύρας ο Σατορνίνος. Ο ίδιος ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας στην Άγκυρα. Κατηγορήθηκε ότι ήταν χριστιανός γι’ αυτό και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Όταν ρωτήθηκε για την πίστη του και ομολόγησε τον Χριστό, τον ανήρτησαν σε σταυρό, τον χαράκωσαν στις πλευρές και τον έριξαν στη φυλακή. Τον έβγαλαν πάλι από τη φυλακή και τον βασάνισαν ακόμη περισσότερο δένοντάς τον με σίδερα, κι έτσι τον φυλάκισαν εκ νέου. Μετά από κάποιες ημέρες, οδήγησαν τον άγιο στον βασιλιά που έτυχε να διέρχεται από την Άγκυρα. Αφού τον ανέκρινε κι εκείνος και είδε τη σταθερότητα της πίστεώς του, έδωσε διαταγή στον κόμη Φλαβέντιο να του κόψουν το σώμα λωρίδες, κάτι που άρχισε να γίνεται αμέσως παρόντος του βασιλιά. Κι αφού τον είχαν πετσοκόψει, μπροστά και πίσω, ώστε να κρέμονται οι λωρίδες από το σώμα του, ο έχων αδαμάντινη πίστη Βασίλειος απέσπασε μόνος του μία λωρίδα και την έριξε στο πρόσωπο του Ιουλιανού. Αυτός εξοργισμένος διέταξε αμέσως να τον κατακαύσουν με πυρωμένες σούβλες και να του διαπεράσουν με αυτές την κοιλιά και τα νώτα και κάθε άλλο σημείο που ήταν ακόμη σώο. Με τον τρόπο αυτόν παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

 Όλων των αγίων μαρτύρων τα βασανιστήρια που πέρασαν προκαλούν αποτροπιασμό σε κάθε εχέφρονα άνθρωπο, ιδιαιτέρως δε τα μαρτύρια του αγίου Βασιλείου του πρεσβυτέρου. Διότι δεν ήταν μόνο η τιμωρία του πάνω σε σταυρό ή οι πληγές στις πλευρές του, ούτε ακόμη και το βάρος του σίδερου που του κρέμασαν. Ήταν που τον πετσόκοψαν κυριολεκτικά, βγάζοντας λωρίδες από το σώμα του, για να ολοκληρωθεί έπειτα το μαρτύριό του και με τις πυρωμένες σούβλες που τρύπησαν κάθε σημείο του σώματός του. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς άντεξε τόσα μαρτύρια, ώστε να θελήσει και να «παίξει» κατά κάποιον τρόπο με τον ίδιο τον βασιλιά, πετώντας του στο πρόσωπο μία λωρίδα από το δικό του… κρέας, και λέγοντάς του «φάε κρέας, αφού σου αρέσει τόσο πολύ!» Κι είναι ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας που έρχεται με σοφία Θεού να δώσει την απάντηση: «Σου αφαίρεσαν το δέρμα με άδικη απόφαση, ένδοξε Βασίλειε, κι υπέφερες του πόνους γιατί είχες τον νου σου στο τέλος σου που θα είναι χωρίς πόνο, όπως και στα βραβεία που υπάρχουν έτοιμα από τον Κύριο για όλους τους αθλητές» (στιχ. εσπ.). Η μεγάλη πίστη του στον Θεό δηλαδή και η αγάπη του προς Εκείνον ήταν που ενεργοποιούσε τη χάρη του αγίου βαπτίσματός του, να είναι μέλος Χριστού, ώστε τελικώς να θεωρεί κάθε μαρτύριο ως μετοχή στου Χριστού τα Πάθη και με την ενίσχυση Εκείνου να αντέχει. «Χριστέ παμβασιλέα, ο ένδοξος Βασίλειος αγάπησε σταθερά τη δική Σου βασιλική δόξα και έτσι αθλήθηκε» (ωδή α΄). «Μιμούμενος, σοφέ μάρτυς, Αυτόν που άπλωσε τις παλάμες για χάρη Σου στον Σταυρό, σταυρώθηκες κι εσύ καρτερικά» (ωδή ς΄).

Ο άγιος υμνογράφος προβαίνει σε μία παρατήρηση που παραπέμπει στο μαρτύριο του πρωτομάρτυρος της Εκκλησίας και αρχιδιακόνου αγίου Στεφάνου: το πρόσωπο του αγίου Βασιλείου έλαμπε από τη χάρη του Θεού, όταν τον είδε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο αποστάτης, όπως έλαμπε και το πρόσωπο του αγίου Στεφάνου όταν τον ανέκριναν οι δυσσεβείς κριτές του. Με αποτέλεσμα, όπως παλαιά με τον πρωτομάρτυρα, έτσι κι εδώ με τον άγιο Βασίλειο, να χάσει τον νου του ο βασιλιάς και να βυθιστεί ακόμη περισσότερο μέσα στο σκοτάδι που βρισκόταν. «Είδε το θείο πρόσωπό σου να αστράπτει από τη λάμψη του αγίου Πνεύματος ο δυσσεβής, κι ένιωσε, μάρτυς, κατάπληξη. Και σαν υπηρέτης του σκότους χωρίς καμία αίσθηση γινόταν περισσότερο ανόητος» (ωδή δ΄). Και τι σημαίνει αυτό; Ότι τελικώς ο πονηρός άνθρωπος που έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του δεν αντέχει την παρουσία του ανθρώπου του Θεού. Ευρισκόμενος υπό την κατοχή του άρχοντα του σκότους δαιμονίζεται με κάθε τι που θυμίζει πίστη στον Χριστό, πολύ περισσότερο αντιδρά με τα μαρτύρια για χάρη Του. Ό,τι συνέβη με τον Κύριο, ό,τι συνέβη με τους Αποστόλους Του, το ίδιο συμβαίνει διαχρονικά με τους συνεπείς πιστούς: οι αρνητές δεν θέλουν το φως έστω και ως υποψία ύπαρξής του στον κόσμο. Και δικαίως: το φως της πίστεως και της αλήθειας αποκαλύπτει το σκότος και την κόλαση που ζουν.

Δύο σημεία από τον πλούτο της υμνολογίας για τον άγιο αξίζουν έστω και μίας αναφοράς: πρώτον, ο άγιος Βασίλειος υπέταξε τελικώς τον εχθρό δαίμονα και τα όργανά του καθώς ο ίδιος είχε υποτάξει τον εαυτό του στον Κύριο. Είναι γνωστό για τη χριστιανική πίστη: η υπακοή στον Θεό αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο. Γιατί ενεργοποιεί την παντοδυναμία του ίδιου του Κυρίου. Αρκεί η υπακοή αυτή να μην είναι στα λόγια, αλλά στην ίδια τη ζωή. Όπως το λέει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος: «Υποτάχτηκες στον Κύριο με τον αγαθό τρόπο της ζωής σου, πάνσοφε, γι’ αυτό και καθυπέταξες τον εχθρό και τον σύντριψες λαμπρά κάτω από τα πόδια σου» (ωδή α΄). Και δεύτερον, η υπακοή στο θέλημα και τις εντολές του Θεού κάνουν τον άνθρωπο να γίνεται πραγματικά δρόμος και αυτός σωτηρίας για τους συνανθρώπους του, οδηγώντας τους στη αληθινή θεογνωσία. «Επειδή φύλαξες τα προστάγματα του Θεού, θεόφρονα Βασίλειε, κατακλείστηκες στις φυλακές, αλλά ανοίγοντας ταυτόχρονα στους πιστούς δρόμο διδασκαλίας που οδηγεί στο πλάτος της γνώσεως του Θεού» (ωδή γ΄).

21 Μαρτίου 2025

Γ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


 "Χαῖρε, στοργή πάντα πόθον νικῶσα"

(Χαῖρε, Σύ Παναγία, πού εἶσαι η σφοδρή αγάπη κι ὁ ἔρωτας 

που νικάει κάθε άλλον πόθο).

1. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιά τόν ποιητή (συνεπῶς καί γιά ὅλους τούς πιστούς, στόμα τῶν ὁποίων εἶναι ἐκεῖνος), δέν εἶναι ἁπλῶς μία ὑπέρ τούς ἄλλους ἁγίους Ἁγία, ἡ ὁποία κάθεται ἐπί τοῦ θρόνου της καί ρίχνει ἀφ’ ὑψηλοῦ τό βλέμμα της στήν ἀνθρωπότητα καί δή στούς πιστούς. Μία τέτοια θέασή της μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι περιέχει στοιχεῖα ἀληθείας, μά ἀπέχει πόρρω τῆς πραγματικότητάς της. Διότι ἡ Παναγία μας, ἄν ἔχει τέτοια σπουδαία θέση, τή σπουδαιότερη ἀνθρώπινα, μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι διότι φανερώνει τή ζωή καί τό ἦθος τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Τό μεγαλεῖο της ἦταν ὅτι ἐλεύθερα ὑποτάχθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε ἡ πιό κρυστάλλινη καί διαυγής δίοδος, κυριολεκτικά ἡ «μόνη πύλη», προκειμένου νά περάσει δι’ αὐτῆς ὄχι κάτι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος μέσα στόν κόσμο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπως ὁ Θεός μας «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη», διότι μᾶς ἀγάπησε μέ τή μεγαλύτερη ἀγάπη καί τόν μεγαλύτερο ἔρωτα (:«οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν», καί: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν»), ἔτσι καί ἡ Παναγία μας, συντονισμένη μέ τή σφοδρή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, κινεῖται στόν ἴδιο  μέ Ἐκεῖνον ρυθμό: στέκεται θυσιαστικά, πλήρης ἀγάπης καί ἔρωτος, ἀπέναντι στόν κάθε ἄνθρωπο, ἰδίως δέ τόν πιστό πού ἀφήνει χῶρο στήν ψυχή καί τήν καρδιά του γιά νά βρεῖ «τόπον καταπαύσεως» ἡ ἀπόλυτη καί μοναδική αὐτή ἀγάπη. Τά ἄπειρα καταγεγραμμένα ἤ μή θαύματα τῆς Παναγίας μας ἀνά τούς αἰῶνες πιστοποιοῦν τήν πραγματικότητα αὐτή.

2. Μπροστά λοιπόν σ’ αὐτήν τή στάση της πού φανερώνει τή στάση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μας, (νά εἶναι δηλαδή ἡ Μάνα πού τό μόνο πού ἐπιζητεῖ γιά τά παιδιά της εἶναι νά τά ἔχει στή θερμή ἀγκαλιά της), ὁ πιστός διά στόματος τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου κινεῖται ἐξίσου θερμά καί μέ σφοδρή ἀγάπη: κινεῖται σάν τό παιδί πού πέφτει στήν ἀνοικτή ἀγκάλη τῆς Μάνας του καί τήν καταφιλεῖ δεχόμενη τούς δικούς της ἀσπασμούς καί τά δικά της φιλιά. Πόσο θυμᾶται κανείς ἐδῶ τούς ἁγίους μας, ὄχι μόνο τούς παλαιοτέρους, μά καί τούς νεωτέρους μας, σάν γιά παράδειγμα τόν ἅγιο Νεκτάριο ἤ σάν τόν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο! Ὁ ἅγιος Νεκτάριος μπρός στήν Παναγία τή Συλημβριανή πού εἶχε στό κελλί του, τῆς μιλοῦσε τόσο θερμά καί τήν προσκυνοῦσε καί φιλοῦσε τήν εἰκόνα της τόσο πολύ, πού δημιούργησε βαθούλωμα ὁ ἔνδακρυς ἀσπασμός του. Κι ὁ ἅγιος Παΐσιος, κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἴδιου, πάντοτε ἀναφερόταν στήν Παναγία – «τήν κρατάω διαρκῶς ἀπό τό φουστάνι» συνήθιζε νά λέει – κι ὑπῆρχαν φορές, πάμπολλες πρέπει νά ὑποθέσουμε, πού ἀγκάλιαζε τήν ἁγία εἰκόνα της καί τήν καταφιλοῦσε «γιά νά βυζάξει λίγο τή χάρη της».

3. Ἔτσι ἡ Παναγία μας, κατά τόν ὑμνογράφο, εἶναι κατ’ ἀντανάκλαση τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, τό ἐρώμενο ἀπό τούς πιστούς πρόσωπο, γιατί εἶναι ἡ κατεξοχήν ἐρῶσα τούς ἀνθρώπους. Ἀγαπάει μέ ἄλλα λόγια κι ἐπειδή ἀγαπάει ἀγαπιέται. Γιατί πῶς θά μπορούσαμε ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καί πεσμένοι στήν ἁμαρτία ἄνθρωποι νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ὅ,τι εἶναι τοῦ Θεοῦ, πρωτίστως τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἄν δέν μᾶς ἔδινε ὁ Ἴδιος χέρι βοηθείας; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό, γιατί Ἐκεῖνος πρῶτος ἀγάπησε ἐμᾶς. Ἐκεῖνος εἶχε καί ἔχει πάντοτε τήν πρωτοβουλία, Ἐκεῖνος στήνει τή σκάλα καί κατέρχεται, προκειμένου νά ἀνέβουμε κι ἐμεῖς. Ὅπως τό διατυπώνει καί ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Τό τραγικό γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει χωρίς ἐκπτώσεις καί χωρίς διακοπές, (εἶναι «ὁ μόνος πιστός»), ἐμεῖς συνεχῶς ἀπιστοῦμε καί ταλαντευόμαστε, ἐμεῖς πότε λίγο καταλαβαίνουμε καί θέλουμε νά ἀνταποκριθοῦμε καί πότε κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας καί στά πάθη μας, ἀφήνοντας ἔξω ἀπό ἐμᾶς τήν ἀγάπη Του αὐτή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τή λύση καί τή διέξοδο σέ ὅλα τά προβλήματά μας - ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι κυριολεκτικά ὁ Παράδεισός μας.  

4. Καί τί μᾶς λέει περαιτέρω καί ἐντελῶς παρηγορητικά ὁ ἅγιος ποιητής, κατά τόν χαιρετισμό; Ὅτι μόλις ἀρχίζουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά νιώθουμε λίγο τή θερμή ἀγάπη τῆς Παναγίας ἀπέναντί μας, συνεπῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νά ἀπεμπλεκόμαστε καί ἀπό ὅ,τι ἐμπαθές μᾶς δένει μέ τόν κόσμο τοῦτο. Νά «ξεκολλᾶμε» δηλαδή καί ἀπό τόν πόθο τῶν σαρκικῶν μας ἐπιθυμιῶν καί ἀπό τόν πόθο γιά ν’ ἀποκτοῦμε διαρκῶς καί περισσότερα ὑλικά ἀγαθά καί ἀπό τόν πόθο γιά νά φαινόμαστε καί νά ἐπιζητοῦμε τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο σέ ὅλα τά ἔργα μας. Μέ ἄλλα λόγια μόνο μία σφοδρή καθαρή ἀγάπη, σάν αὐτήν πρός τή Μάνα μας Παναγία, μπορεῖ νά μᾶς γλιτώσει ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί προσκολλήσεις μας. Κι αὐτό γιατί; Διότι οἱ ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί οἱ ὅποιοι ἁμαρτωλοί πόθοι μας ὁδηγοῦν πάντοτε μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ μία ἀπ’ αὐτήν τή ζωή κόλαση, μέ τά στοιχεῖα τῆς θλίψης καί τῆς μελαγχολίας καί τοῦ ἄγχους καί τῆς ἀνοησίας τῆς ζωῆς πού περικλείει. Εἶναι ἡ τραγική ὁμολογία πού κάνουμε ὅλοι μας, ὅταν φτάσουμε στό σημεῖο τόν πρῶτο λόγο στή ζωή μας νά τόν ἔχει ἡ ἁμαρτία καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά τόν ἔχει δηλαδή ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας σέ ὅ,τι δέν εἶναι Θεός καί Χριστός. Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἄλλη περίπτωση: πόσο καλά αἰσθανόμαστε, πόση χάρη Θεοῦ καί «Παράδεισο» ζοῦμε, ὅταν ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας εἶναι πρός τόν Χριστό καί πρός τούς ἁγίους μας, κυρίως δέ πρός τήν Παναγία μας!

Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΤΟ ΕΚΑΝΕ ΣΚΟΤΑΔΙ!

«Σέ ὡς ἐθεάσατο σαρκί κρεμάμενον, Χριστέ, ἐν ξύλῳ, τό φῶς εἰς σκότος μετέβαλεν ἥλιος˙ καί γῆ ἐσαλεύθη καί πέτραι διερράγησαν» (ωδή ε΄).

(Καθώς Σε είδε, Χριστέ, να κρέμεσαι ως άνθρωπος στο ξύλο του Σταυρού ο ήλιος, το φως του το έκανε σκοτάδι. Και η γη σαλεύτηκε και οι πέτρες έσπασαν).

Ο άγιος Ιωσήφ μάς μεταφέρει στα συγκλονιστικά γεγονότα της Μεγάλης Παρασκευής: τη Σταύρωση του Υιού και Λόγου του Θεού ως ανθρώπου, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι ενώ σε πολλούς άλλους ύμνους αναφέρεται στη σωτηρία που πήγασε από τον Σταυρό, καθώς ο Εσταυρωμένος «αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» και ανοίγει την κλεισμένη θύρα του Παραδείσου δίνοντας και πάλι τη ζωή στον άνθρωπο – «τῷ Σταυρῷ Σου, οἰκτίρμον, ἀνεζωώθημεν» (κάθισμα όρθρου) -, στον συγκεκριμένο ύμνο θυμίζει την αντίδραση της φύσης μπροστά σ’ αυτά που υπέστη ο Δημιουργός της, όπως βεβαίως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο. Διότι δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ότι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς» και ότι ο Κύριος είναι ο Παντοκράτωρ Δημιουργός Κύριος, διά του Οποίου «πάντα ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε» (όλα δημιουργήθηκαν από τον Χριστό και χωρίς Αυτόν δεν έγινε τίποτε από αυτά που υπάρχουν). Το ομολογούμε άλλωστε διαρκώς και στο Σύμβολο της Πίστεως. Ο Χριστός είναι ο «δι’ Οὗ τά πάντα ἐγένετο». Και μας προκαλεί με την υπόμνησή του αυτή ο άγιος υμνογράφος να μη ξεχνάμε ότι η φύση, μέρος της οποίας είμαστε και εμείς, συνιστά την αδελφή μας, συνιστά «ιερό τόπο» αφού διακρατείται από τις άκτιστες ενέργειες του Δημιουργού της, αποτελεί μία άλλη Βίβλο, στην οποία μπορούμε να διαβάζουμε την παρουσία του Τριαδικού Θεού μας – «οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα». Κι αυτό θα πει κατ’ επέκταση ότι προσεγγίζοντας έτσι τη Δημιουργία του Θεού, η οποία κινείται από τον Κύριο για να εκφράσει τον αποτροπιασμό της για όσα εχθρικά συνέβησαν πάνω στον Γολγοθά από πλευράς του πρώτου της Κτίσεως ανθρώπου, την σεβόμαστε και την αγαπάμε. Γιατί «σκοποῦμεν οὐ τά βλεπόμενα ἀλλά τή μή βλεπόμενα» κατά τον απόστολο, τη χάρη όπως είπαμε και την ενέργεια του Θεού μας.  Η άλογη φύση γίνεται εν προκειμένω ο δάσκαλος και ο καθοδηγητής μας.

20 Μαρτίου 2025

ΑΜΑΡΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ (Πέμπτη Γ΄ Νηστειών)

«Ὀλισθαίνων τοῖς χείροσι προσεπεκτείνομαι καί τῷ μώλωπι τραῦμα προσεπιτίθημι˙ ἴασαι, Χριστέ, τήν λιθώδη μου πώρωσιν, ταῖς τῶν Ἀποστόλων, Οἰκτίρμον, ἱκεσίαις» (ωδή η΄).

(Την ώρα που γλιστράω στην αμαρτία, επεκτείνομαι ακόμη περισσότερο στα χειρότερα, όπως και στους μώλωπες που μου προξενούν οι αμαρτίες εγώ προσθέτω κι άλλο τραύμα. Γιάτρεψε, Χριστέ, την πώρωσή μου που ’ναι σκληρή σαν λίθος, με τις ικεσίες των Αποστόλων Σου).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει στον ύμνο την τραγωδία στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος, δηλαδή ο καθένας μας, όταν αμαρτάνει και δεν μετανοεί όπως πρέπει. Όπως είναι γνωστό, η αμαρτία δεν είναι μία επιλογή του ανθρώπου χωρίς επιπτώσεις στη ζωή του. Δυστυχώς τα αποτελέσματά της είναι ο ίδιος ο θάνατος, πνευματικός και σωματικός – «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» κατά τον Απόστολο – που σημαίνει ότι η αμαρτία όχι μόνο έχει αντίκτυπο στην υγεία του σώματος, αλλά πρώτιστα της ίδιας της ψυχής: ο αμαρτάνων αλλοιώνεται ψυχολογικά, συναισθηματικά, βουλητικά, με άμεση επίπτωση και στις σκέψεις του.  Το συνολικό αποτέλεσμα, κατά τον υμνογράφο μας, είναι ότι σκληραίνει την ψυχή μας, την κάνει σαν πέτρα, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει τις απαρχές της κόλασης. Κόλαση δεν είναι «καζάνια που βράζουν» ή φωτιές αναμμένες, αλλά η ανυπαρξία «σάρκινης καρδιάς», η έλλειψη δηλαδή οποιασδήποτε αγάπης και ορθής κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ας θυμηθούμε το περιστατικό του Γεροντικού με τον άγιο Μακάριο, που το πνεύμα ενός ιερέα των ειδώλων μίλησε στον άγιο, καθώς τον κίνησε η αγιότητα του Μακαρίου όταν συνάντησε το κρανίο του, για να του πει ότι κόλαση είναι ακριβώς η έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων – είμαστε πλάτη με πλάτη, είπε – και παρηγοριά προσωρινή υπάρχει όταν κάποιος άγιος προσεύχεται για εμάς και γυρίζουμε και βλέπουμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου.

Ο άγιος Ιωσήφ όμως, κινούμενος αγιογραφικά αλλά και εμπειρικά, επισημαίνει όχι μόνο τη λιθώδη πώρωση της καρδιάς που φέρνει η αμαρτία αλλά και τη λειτουργία της αμαρτίας μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο αμαρτάνων και μη σπεύδων να μετανοήσει αμαρτάνει διαρκώς αυξητικά! Βλέπει το κακό που του κάνει η αμαρτία και η αντίδρασή του είναι να… προσθέτει και άλλη αμαρτία. Αμαρτία στην αμαρτία, το ένα κακό πάνω στο άλλο. Η Αγία Γραφή, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, το επισημαίνει: «ο ρυπαρός ας γίνεται πιο ρυπαρός ακόμη, και ο κακός ακόμη χειρότερος»! Και πάλι θυμίζει η περίπτωση το άλλο περιστατικό του Γεροντικού, όπου ένας όσιος ασκητής κατάλαβε τι συμβαίνει με τους ανθρώπους, όταν είδε κάποιον να μην μπορεί να σηκώσει ένα μεγάλο δεμάτι από ξύλα. Και τι έκανε ο άνθρωπος αυτός; Αντί να ελαφρύνει το φορτίο, έκοβε κι άλλα ξύλα και τα πρόσθετε στο ήδη μεγάλο δεμάτι. Η πληροφορία που έλαβε από τον Θεό ο όσιος στην απορία του ήταν ακριβώς αυτή: οι άνθρωποι έτσι δυστυχώς συμπεριφέρονται. Αμαρτάνουν και αντί να μετανοούν προσθέτουν και άλλες αμαρτίες στην ήδη βαριά καρδιά τους.

Η θεραπεία είναι μονόδρομος για τον άγιο και κάθε χριστιανό: να στραφεί ο άνθρωπος εν μετανοία στον μόνο Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, τον Κύριο Ιησού Χριστό, γιατί είναι ο Μόνος ως ο ενανθρωπήσας Θεός που ήλθε ακριβώς για την ίαση του ανθρώπου. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν καί περισσόν ζωῆς ἔχωσιν οἱ ἄνθρωποι». Και στη μετάνοια αυτή μεγάλη βοήθεια, υπενθυμίζει ο άγιος, προσφέρουν οι άγιοι Απόστολοι. Γιατί είμαστε όλοι μέλη Χριστού, συνεπώς ο καθένας, και μάλιστα τα εξαίρετα μέλη όπως η Παναγία μας και οι Απόστολοι, μπορούν να βοηθήσουν τα υπόλοιπα ασθενικά μέλη σαν κι εμάς. Όπως το ψάλλουμε  διαρκώς και στην περίοδο της Σαρακοστής: «Ἱκετεύσατε ὑπέρ ἡμῶν ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἅγιοι Πάντες, ἵνα ῥυσθῶμεν κινδύνων καί θλίψεων. Ὑμᾶς γάρ θερμούς προστάτας πρός τόν Σωτῆρα κεκτήμεθα».  

19 Μαρτίου 2025

ΔΟΥΛΟΣ ΣΤΙΣ ΗΔΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ (Τετάρτη Γ΄ Νηστειών)

«Ἐν τιμῇ ὤν υἱότητος Πατρός ἀγαθοῦ, ὁ ἄνους ἐγώ οὐ συνῆκα, ἀλλ’ ἐμαυτόν τῆς δόξης ἐστέρησα, τόν πλοῦτον κακῶς δαπανήσας τῆς χάριτος· λειπόμενος δέ θείας τροφῆς, παράσιτος γέγονα μιαρῷ πολίτῃ· ὑπ’ αὐτοῦ δέ πεμφθείς εἰς τόν αὑτοῦ ψυχοφθόρον ἀγρόν, ζῶν ἀσώτως συνεβοσκόμην τοῖς κτήνεσι, καί ταῖς ἡδοναῖς δουλεύων, οὐκ ἐνεπλησκόμην. Ἀλλ’ ὑποστρέψας, βοήσω τῷ εὐσπλάγχνῳ καί οἰκτίρμονι Πατρί· Εἰς τόν Οὐρανόν, καί ἐνώπιόν σου, ἥμαρτον, ἐλέησόν με» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, ἰδιόμελον, ἦχος β΄).

(Ἐνῶ εἶχα τήν τιμή νά εἶμαι υἱός ἀγαθοῦ Πατέρα, ὁ ἀνόητος ἐγώ δέν κατάλαβα, ἀλλά στέρησα τόν ἑαυτό μου ἀπό τή δόξα, ἀφοῦ ξόδεψα μέ κακό τρόπο τόν πλοῦτο τῆς χάρης. Κι ἐπειδή μοῦ ’λειπε ἡ θεϊκή τροφή, ζοῦσα παρασιτικά κοντά σέ μιαρό πολίτη, ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλε στόν δικό του ψυχοφθόρο ἀγρό. Ἐκεῖ ζώντας ἄσωτα βοσκοῦσα κι ἐγώ μαζί μέ τά κτήνη· κι ἐνῶ ἤμουν δοῦλος στίς ἡδονές, ἔνιωθα ἄδεια τήν καρδιά μου. Ἀλλά θά γυρίσω πίσω στόν εὔσπλαγχνο καί οἰκτίρμονα Πατέρα μου καί θά τοῦ φωνάξω δυνατά: Ἁμάρτησα στόν Οὐρανό καί ἐνώπιόν Σου, ἐλέησέ με).

Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου ἔρχεται καί ἐπανέρχεται ἀενάως στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνεξάρτητα ἀπό τή συγκεκριμένη Κυριακή τῶν ἀρχῶν τοῦ Τριωδίου. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄσωτος ἀποτελεῖ τύπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀπαρχῆς μέχρι σήμερα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα Θεοῦ καί περιπίπτει γι’ αὐτό σέ μία κατάσταση κόλασης, στοιχεῖα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσκόλληση σέ μιαρό πολίτη, δηλαδή τόν Πονηρό διάβολο, ἡ δουλεία στά σαρκικά πάθη, τό κενό ὡς ὀδυνηρό βίωμα τῆς καρδιᾶς. Ἡ συγκεκριμένη παραβολή μέ ἄλλα λόγια προβάλλει ἐν συντόμῳ τήν ὅλη πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά γίνεται κατανοητή μόνον ἀπό τόν πιστό πού ἔχει ἀποδεχτεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ κατανόηση αὐτή περιλαμβάνει, πέραν βεβαίως τῆς ἔκπτωσης τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν ἀποκατάστασή του ὡς ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ Πατέρα. Ἡ παραβολή μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό κρισιμότερο σημεῖο βρίσκεται στήν πίστη ὅτι ἀφενός ὁ Θεός εἶναι τό σπίτι μας, ἐκεῖ λοιπόν βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας, ἀφετέρου ὅτι Αὐτός ὁ Θεός εἶναι ἀκριβῶς ὁ Πατέρας μας, ὁ γεμᾶτος ἀγάπη καί ἔλεος ἀπέναντί μας. Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου - ἡ σύνοψη τοῦ Εὐαγγελίου κατά πολλούς - ἔχει ἐντελῶς δυναμικό χαρακτήρα· γιατί φωτίζει μέ ἄμεσο τρόπο ὅ,τι διαδραματίζεται στήν καθημερινότητα ὅλων τῶν πιστῶν: κάθε ἁμαρτία μας εἶναι μία ἀσωτία πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα, ρίχνοντάς μας σέ μία κόλαση· κάθε ἀπόφαση ἐπιστροφῆς μας, κάθε στιγμή μετανοίας μας δηλαδή, συνιστᾶ τήν πρόκληση τῆς χαρᾶς τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ καί τήν ἀγαπητική κινητοποίησή Του προκειμένου νά μᾶς ξαναθερμάνει στήν ἀδειανή ἀπό ἐμᾶς ἀγκαλιά Του. (Ὁ σεμνός καί ἁπαλός ἦχος β΄ ἔρχεται ὡς γλυκιά ὑπόκρουση τῆς καθημερινῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς πορείας μας).