29 Απριλίου 2024

Ο ΚΡΙΤΗΣ ΕΠΙ ΘΥΡΑΙΣ!

«Ἑτοίμαζε σεαυτήν, ὦ ψυχή μου, πρός τήν σήν ἔξοδον˙ ἡ παρουσία ἐγγίζει τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ» (Μ. Απόδειπνο: ωδή β΄ Τριωδίου Μ. Δευτέρας, αγίου Ανδρέου Κρήτης).

(Ψυχή μου, ετοιμάζου για την έξοδό σου από τον κόσμο αυτόν. Διότι η  παρουσία του δίκαιου Κριτή εγγίζει).

Ο ποιητής του κατανυκτικότατου Μεγάλου Κανόνος Άγιος Ανδρέας Κρήτης κινείται απολύτως αγιογραφικά: Ο Ιησούς Χριστός που Θεός ων έγινε άνθρωπος για να σηκώσει τις αμαρτίες μας και να μας δώσει και πάλι τον κλεισμένο Παράδεισο, την όραση δηλαδή του Θεού ως μετοχή στη ζωή Του, θα ξανάλθει και πάλι για δεύτερη και οριστική φορά. Κι η Δεύτερη αυτή Παρουσία Του θα σημάνει και το τέλος του σχήματος του παρόντος κόσμου, που σημαίνει όχι την καταστροφή αλλά την αλλαγή του. «Καινούς ουρανούς και καινήν γην προσδοκώμεν». Τη φοβερή αυτή ώρα που θα τη συνοδέψουν συγκλονιστικά γεγονότα, οι μεν τότε ζώντες θα αλλάξουν μ’ έναν τρόπο που δεν γνωρίζουμε, οι δε κεκοιμημένοι θα αναστηθούν από τους τάφους, ώστε όλοι, ψυχή τε και σώματι, να σταθούν προς κρίση ενώπιον του απολύτως Δικαίου Κριτού.

Πρόκειται για την προσδοκία που συνείχε κυριολεκτικά την πρώτη Εκκλησία και που διαχρονικά καλλιεργεί αδιάκοπα η συνέχειά της, το ζωντανό σώμα του Κυρίου, αφού δεν μπορεί να κατανοηθεί ο ερχομός του Χριστού την πρώτη φορά χωρίς την επάνοδό Του το δεύτερον. Ο Κύριος δηλαδή ήλθε για να ξανάλθει, ένδοξα τη δεύτερη φορά και απολύτως οριστικά – η πρώτη Παρουσία Του συν-οράται πάντοτε με τη Δεύτερή Του. «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». Χωρίς την ομολογία της προσδοκίας αυτής δεν μπορεί να υπάρξει αυτοσυνειδησία χριστιανική, με άλλα λόγια ο χριστιανός τρέφεται κυριολεκτικά από το μέλλον, το φως της ερχόμενης Βασιλείας του Χριστού φωτίζει το εκάστοτε παρόν του – η Θεία Λειτουργία συνιστά την κατεξοχήν επιβεβαίωση της αλήθειας αυτής, κάθε φορά που εκκινεί με το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

Κι είναι αλήθεια ότι ενώ ο Κύριος βεβαίωνε τον και πάλι ερχομό Του σε ώρα απροσδιόριστη, κάποιοι χριστιανοί βιάζονταν και σαν να μη λάμβαναν υπ’ όψιν τους τα λόγια Του ότι θα έρθει «ως κλέπτης εν νυκτί», κατά κάποιον τρόπο «εκβίαζαν» την ώρα Του αυτή θέτοντας συγκεκριμένο όριο: σήμερα ή αύριο έρχεται! Το λάθος των πιστών αυτών δεν ήταν η άμεση αίσθηση της ερχόμενης Παρουσίας του Κυρίου, αλλά η επικαιροποίησή Της από αυτούς σε δεδομένη στιγμή. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας διά των Αποστόλων αντέδρασε και έθεσε το ορθό πλαίσιο που πρέπει να κινούμαστε οι χριστιανοί: ζούμε πάντοτε με την προσμονή της άμεσης παρουσίας Του, σαν να είναι να έλθει την κάθε ώρα και στιγμή, αλλά δεν «οριοθετούμε» την ελευθερία της δικής Του κρίσεως – ποιος άλλωστε μπορεί να γίνει «σύμβουλος» του Κυρίου; Εκείνος που ιδιαιτέρως δίνει την απάντηση στον προβληματισμό αυτόν είναι ο απόστολος Πέτρος. Στη Β΄ καθολική του επιστολή σημειώνει τα εξής πολύ σημαντικά: «Ένα πράγμα να μην ξεφεύγει από την προσοχή σας, αγαπητοί μου: Ότι για τον Κύριο μία μέρα είναι σαν χίλια χρόνια, και χίλια χρόνια σαν μία μέρα. Δεν καθυστερεί ο Κύριος να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, όπως νομίζουν μερικοί. Κάνει υπομονή, γιατί δεν θέλει να καταστραφούν μερικοί από σας, αλλά να μετανοήσουν όλοι. Ωστόσο, η ημέρα του Κυρίου θα έρθει όπως ο κλέφτης τη νύχτα».

Οπότε, η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου είναι μία πραγματικότητα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει, όμως ο Κύριος μάς δίνει παράταση. Και η παράταση είναι η κάθε ημέρα, με σκοπό να Τον θελήσουμε, που θα πει να μετανοήσουμε. Αυτό είναι και το νόημα του χρόνου: ει δυνατόν η μετάνοια όλων των ανθρώπων. Κι έρχεται ο Κύριος ο Οποίος με απόλυτο τρόπο το αποκαλύπτει και αλλιώς: «γίνεσθε έτοιμοι ότι η ώρα ου δοκείτε ο Κύριος έρχεται» - να είστε πάντοτε έτοιμοι γιατί την ώρα που δεν περιμένετε έρχεται ο Κύριος. Κι είναι το συμπέρασμα και του αποστόλου Πέτρου: «Η συμπεριφορά σας να είναι άγια και αφιερωμένη στον Θεό, όσον καιρό θα προσμένετε με ζήλο και λαχτάρα τον ερχομό της ημέρας του Θεού».

Λοιπόν, ο άγιος Ανδρέας στο παραπάνω μικρό τροπάριο εκφράζει την αίσθηση του αληθινού πιστού και καταγράφει τον κτύπο της καρδιάς της ζωντανής Εκκλησίας του Κυρίου: περιμένει τον Αρχηγό της που όπου να ’ναι έρχεται. Κι είναι ο Δίκαιος και αδέκαστος Κριτής – «όλα είναι γυμνά και φανερά μπροστά στα μάτια Του». «Θεός πιστός και ουκ έστιν αδικία εν Αυτώ». Με την επιπλέον επισήμανση: ο ερχομός Του μπορεί να συμβεί και με την ώρα του θανάτου του ανθρώπου. Ο θάνατος που είναι άδηλος είναι η ώρα που ο Κριτής κρούει τη θύρα μας για να μας πάρει κοντά Του. Κι η ώρα αυτή λειτουργεί και στο επίπεδο της Δευτέρας Παρουσίας: μετά τον θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια. Όπως μας βρει η ώρα του φυσικού τέλους μας, έτσι θα σταθούμε και ενώπιον του Κυρίου κατά την ώρα της οριστικής κρίσεως. Απλώς τότε με μεγαλύτερη ένταση, γιατί θα έχουμε και το σώμα μας.

28 Απριλίου 2024

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

«Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διά τήν ἀκαρπίαν τό ἐπιτίμιον φοβηθέντες, ἀδελφοί, καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας προσάξωμεν Χριστῷ, τῷ παρέχοντι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».

(Αφού φοβηθούμε, αδελφοί, το επιτίμιο της συκιάς που ξεράθηκε λόγω της ακαρπίας της, ας προσφέρουμε στον Χριστό που μας παρέχει το μέγα έλεος καρπούς άξιους της μετανοίας).

Ο παραπάνω ύμνος των αποστίχων του όρθρου της Μ. Δευτέρας που ακούγεται το εσπέρας της Κυριακής των Βαῒων σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, αφορμάται από το γεγονός της υπό του Κυρίου ξηρανθείσης συκής – το ένα από τα δύο γεγονότα που εορτάζουμε τη Μεγάλη Δευτέρα (το άλλο είναι η προβολή του πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης παγκάλου Ιωσήφ ως τύπου και προεικόνισης του ίδιου του Κυρίου). Κατά την ευαγγελική διήγηση, ο Κύριος πλησιάζοντας μία συκιά και βλέποντας ότι έχει μόνο φύλλα και καθόλου καρπούς της μιλάει επιτιμητικά σαν να την «καταριέται»: «να μη βγάλεις ποτέ καρπούς», κάτι το οποίο όντως με θαυμαστό τρόπο συμβαίνει∙ η συκιά ξεραίνεται! (Και βεβαίως, ας σημειώσουμε παρενθετικά, ο Κύριος προέβη στην ενέργεια αυτή όχι γιατί είχε «κάτι» με το συγκεκριμένο δένδρο, το οποίο αποτελούσε έτσι κι αλλιώς δική Του δημιουργία – «πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, όπως και το ότι ακόμη και το παραμικρότερο χορταράκι είναι αντικείμενο της παντοδύναμης και γεμάτης αγάπη Πρόνοιάς Του – αλλά γιατί ήθελε να διδάξει τους μαθητές Του να μην ακολουθούν τον τρόπο ζωής των Φαρισαίων της εποχής τους, οι οποίοι παρουσιάζονταν στον κόσμο πράγματι σαν δένδρο μόνο με φύλλωμα χωρίς καρπούς, διότι τους ενδιέφερε μόνο το φαίνεσθαι και η γνώμη των ανθρώπων αδιαφορώντας για την ποιότητα του εσωτερικού τους κόσμου. Και το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο και γι’ αυτούς, όπως και της συκιάς: αποξηραμένοι θα πεταχτούν στη φωτιά!)

Τι λέει λοιπόν ο υμνογράφος; Βλέποντας το τι συνέβη με τη συκιά, να μη βρεθούμε κι εμείς στη θέση της. Πώς; Ζώντας ζωή μετάνοιας, με επίγνωση των αμαρτιών μας και εν ελπίδι ταπεινή επιστροφή μας προς τον Θεό – ό,τι μας δίδαξε ο Κύριος με τη συγκλονιστική παραβολή του ασώτου. Και τι είναι εκείνο που καθιστά φανερή τη γνησιότητα της μετανοίας αυτής; Οι καρποί που παρουσιάζουμε στη ζωή μας: η αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, η χαρά που αναβλύζει από την ύπαρξή μας, η ειρήνη που διακατέχει τον εσωτερικό μας κόσμο, η μακροθυμία και η υπομονή μας στις διάφορες δυσκολίες της ζωής, η αγαθή διάθεσή μας προς όλους και όλα, η προσπάθεια να γινόμαστε ωφέλιμοι στο περιβάλλον μας, η εμπιστοσύνη μας πάντοτε στον Θεό αλλά και στον άνθρωπο, η πραότητα του εσωτερικού μας κόσμου, η εγκράτειά μας ως περιορισμός των άτακτων ορμών και ορέξεών μας – αυτό που με καταιγιστικό τρόπο σημειώνει ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή ως «καρπόν του Πνεύματος» (5, 22-23).  Κι αυτό συμβαίνει, διότι ασφαλώς η μετάνοια, όπως και κάθε τι στη χριστιανική πίστη, δεν είναι λόγια ή κάποια ιδέα, αλλά βίωμα, κίνηση και πορεία να είναι κανείς εκεί που βρίσκεται πάντοτε ο Ίδιος ο Χριστός, με αποτέλεσμα την αλλοίωση επί τα βελτίω της ζωής του ανθρώπου.

Με τον φόβο όμως θα κινηθούμε προς τον Θεό; Το «ἐπιτίμιον» της καταστροφής θα είναι αυτό που θα μας οδηγήσει στη σωστική μετάνοια; Δεν είναι το ακριβώς ζητούμενο: η Εκκλησία μας βασισμένη στον Κύριο και τους Αποστόλους μάς υποδεικνύει την αγάπη ως το ιδανικό ποιητικό αίτιο κάθε αγαθής ενέργειας και κίνησής μας που οδηγεί στον Θεό. Μα η αγάπη είναι ακριβώς το «ιδανικό» και μακάρι αυτό να ήταν εκείνο που θα κινούσε όλους μας. Με ρεαλισμό η Εκκλησία διά των Πατέρων της αποδέχεται και κατώτερα σκαλοπάτια: τον φόβο κι ακόμη την αμοιβή. Πρόκειται για τη γνωστή από τα πρώτα χρόνια ήδη του χριστιανισμού διαβάθμιση των πιστών σε τρείς «κατηγορίες»: την κατηγορία των δούλων (την κατώτερη όλων που κίνητρο ενεργείας είναι ο φόβος)∙ την κατηγορία των μισθωτών (τη μεσαία που κίνητρο είναι η προσδοκία αμοιβής)∙ την κατηγορία των υιών (την ανώτερη που κίνητρο είναι η αγάπη).

Λοιπόν, η Εκκλησία μας έρχεται σήμερα με τον συγκεκριμένο ύμνο και μας υπενθυμίζει τις μεγάλες αυτές αλήθειες: ο Θεός πράγματι είναι γεμάτος έλεος για τους ανθρώπους, περιμένοντας και τη δική μας ανταπόκριση αγάπης στη δική Του αγάπη∙ οι άνθρωποι «ξεκουνιόμαστε» από την προσκόλληση στα πάθη μας συνήθως με τον φόβο. Τουλάχιστον λοιπόν φοβούμενοι το «ἐπιτίμιον» της συκιάς ας ξυπνήσουμε για να βρεθούμε μέσα στη λιακάδα της αγάπης του Θεού μας. 

«ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ…»

Στηριγμένο το μεσονυκτικό τροπάριο «Ἰδού ὁ νυμφίος ἔρχεται...» στην παραβολή των Δέκα Παρθένων, δίνει το στίγμα της απαρχής της Μεγάλης Εβδομάδος: ο Κύριος, ο νυμφίος κάθε ανθρώπινης ψυχής, έρχεται εν τω μέσω της νυκτός. Τι σημαίνει αυτό;

1. Καταρχάς ότι το κύριο γνώρισμα της σχέσης του Χριστού με εμάς είναι η αγάπη. Κι όχι απλώς μία αγάπη κινούμενη μέσα σε συμβατικά τυπικά πλαίσια, αλλά μία αγάπη χωρίς όρια, την οποία ακροθιγώς μπορούμε να ψηλαφήσουμε στη σχέση του ερωτευμένου προς την αγαπημένη του. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν…». Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, αφού ο Κύριος απεκάλυψε – «ἐξηγήσατο» - ότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί». Ο Θεός μας λοιπόν που ενηνθρώπησε εν προσώπω Ιησού Χριστού είναι Εκείνος που γίνεται ο νυμφίος μας, γιατί μέσα στην άπειρη αγάπη Του προς εμάς, τους αμαρτωλούς ανθρώπους, μας προσλαμβάνει στον εαυτό Του και μας κάνει ένα μ’  Εκείνον. Ανθρωποπαθώς μιλώντας, η σκέψη Του, η καρδιά Του, η επιθυμία Του είναι σε μας, όπως του νυμφίου απέναντι στη νύμφη.

2. Έπειτα ότι (α) έρχεται με τρόπο που δεν μπορούμε εμείς να προσδιορίσουμε και να οριοθετήσουμε. Ο ερχομός Του πάντοτε είναι αποτέλεσμα της απόλυτα ελεύθερης αγάπης Του, καρπός της δικής Του πρωτοβουλίας, που θα πει ότι εμφανίζεται εκεί που κανείς δεν Τον περιμένει και με τρόπο που ίσως ποτέ δεν μπορεί να υποψιαστεί: μέσα από ένα ατύχημα κάποια φορά, από την ανάγνωση κάποιου βιβλίου κάποια άλλη, από μία θλίψη και δοκιμασία άλλοτε, κυρίως όμως από τη συνάντησή μας με τους πιο παραπεταμένους ελαχίστους συνανθρώπους μας. «Ἐφ’  ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε». (β) Έρχεται συνεπώς κι εκεί που «αντικειμενικά» δεν θα έπρεπε να βρίσκεται, μέσα δηλαδή και στο σκοτάδι της αμαρτίας. Την ώρα που επιτελεί κανείς την αμαρτία, εκείνη την ώρα μπορεί να κληθεί από τον ερχόμενο Κύριο. Όπως συνέβη με τον απόστολο Παύλο που κλήθηκε την ώρα που δίωκε τους χριστιανούς, όπως και με τον απόστολο Ματθαίο που κλήθηκε την ώρα που βρισκόταν στο «τελώνειον». Με άλλα λόγια, η κάθε ώρα για τον καθένα μας μπορεί να είναι η ώρα της χάρης μας, της κλήσης μας από τον νυμφίο Χριστό – ό,τι τελικώς συνέβη με την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία μας: μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας των ανθρώπων ήλθε ο Λυτρωτής Χριστός! «Ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε!» Αλλά και (γ) έρχεται και καλεί τον άνθρωπο χωρίς τις περισσότερες φορές να παίρνει είδηση της κλήσης αυτής κανείς από τους άλλους συνανθρώπους. Σαν την περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που μόνον αυτή εμποδιζόταν να μπει στον Ναό, χωρίς κανείς δίπλα της να νιώθει το τι διαδραματιζόταν στην ψυχή της. Ο Κύριος πάντοτε είναι ο ερχόμενος και κρούων τη θύρα της ψυχής μας. «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». Η συνάντηση του ανθρώπου με τον Κύριο γίνεται στα μυστικά βάθη της καρδιάς, τα οποία γνωρίζει μόνον Εκείνος και σε ένα βαθμό και το πνεύμα του ανθρώπου. Στην καρδιά με τρόπο απροσδιόριστο μάλιστα τις περισσότερες φορές «παίζεται» το όλο παιχνίδι της σωτηρίας του ανθρώπου.

3. Κι αυτός ο ποικίλος ερχομός σε μας του γεμάτου αγάπη νυμφίου Χριστού συναντά συνήθως δύο καταστάσεις: την κατάσταση της εγρήγορσης και την κατάσταση της ραθυμίας. Εγρήγορση σημαίνει να ανταποκριθώ στην αγάπη Του και να ζήσω μαζί Του τη χαρά της παρουσίας Του, ψυχικά και σωματικά, εδώ και αιώνια. «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Ραθυμία σημαίνει να είμαι τόσο προσκολλημένος στα πάθη μου: τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, ώστε να μην καταλάβω καν τον ερχομό και την κλήση Του, κι ακόμη: να Τον καταλάβω μεν, αλλά να αναβάλω την ανταπόκρισή μου. Η εκτίμηση για τις δύο καταστάσεις, όπως μας τη δίνει ο άγιος υμνογράφος, είναι σαφής: μακαριότητα η πρώτη, αναξιότητα η δεύτερη. Με τα αντίστοιχα βεβαίως αποτελέσματα. Η επιλογή πια είναι στην απόλυτη του καθενός ευθύνη. «Βλέπε οὖν ψυχή μου!»

ΠΡΟΓΕΥΣΕΙΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ελισσαίου Κυνούση

Περατώνοντας την «ψυχωφελή της Τεσσαρακοστής  περίοδον» και ευρισκόμενοι στις παρυφές  του Αγίου Λαζάρου και της Βαϊοφόρου που αποτελούν το  μεταίχμιο μεταξύ Σαρακοστής και Μεγάλης Εβδομάδος, οι εναλλαγές χαράς και λύπης, φωτός και σκότους, λαμπρών και πένθιμων αμφίων, μας εισάγουν στην χαρμολύπη των σπουδαίων γεγονότων της Αγίας και Μεγάλης εβδομάδος προσδίδοντας στην ατμόσφαιρα μια πρόγευση Αναστάσεως.

Με το Μικρό Απόδειπνο και τον κανόνα του Αγίου Λαζάρου την Παρασκευή της Βουβής, άρχονται οι Αναστάσιμες ακολουθίες του Σαββατοκύριακου. Ο ποιητής του κανόνος, Άγιος Ανδρέας Κρήτης, σε θριαμβευτικό Α΄ ήχο, προβάλλει το γεγονός της εγέρσεως του Λαζάρου, παραθέτοντας κάθε στοιχείο που αντλεί από τους Ιερούς Ευαγγελιστές και κυρίως από τον Ιωάννη, δοξολογώντας τον Θεάνθρωπο Κύριο για την ευσπλαχνία Του προς το πεπτωκός πλάσμα Του, τον άνθρωπο μέσω του λόγου της Θείας Οικονομίας, του απολυτρωτικού δηλαδή έργου του Χριστού προκειμένου να σώσει σύμπαντα τον άνθρωπο.

         Ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί στον πιστό η παραβολή περιστατικών Αναστάσεως ανθρώπων πριν από εκείνην του Λαζάρου, που καταγράφονται είτε στην Παλαιά είτε στην Καινή Διαθήκη και η εμφανώς ευθεία σύγκρισή τους με την Ανάσταση του τετραημέρου φίλου του Χριστού. Ειδικότερα,  σε ένα από τα τροπάρια της Δ΄ ωδής του εν λόγω κανόνος, η γραφίδα του Αγίου Ανδρέα αποτυπώνει τα εξής: «Τίς οἶδε, τίς ἤκουσεν, ὅτι ἀνέστη, ἄνθρωπος νεκρὸς ὀδωδώς; Ἠλίας μὲν ἤγειρε, καὶ Ἐλισσαῖος, ἀλλ’ οὐκ ἐκ μνήματος, ἀλλ’ οὐδὲ τεταρταῖον», που σημαίνει: «Ποιος ποτέ πληροφορήθηκε ή ποιος άκουσε ότι αναστήθηκε άνθρωπος νεκρός σε προχωρημένη σήψη; Ο προφήτης Ηλίας βέβαια ανέστησε κάποτε έναν νεκρό άνθρωπο όπως και ο Ελισαίος, όχι όμως ενώ βρισκόταν στο μνήμα και μάλιστα τέσσερις ημέρες». Η αναφορά της Καινής Διαθήκης στον θάνατο του ανθρώπου ως ύπνο δε σημαίνει ότι πρόκειται για έναν υποθετικό θάνατο. Στην περίπτωση του Λαζάρου, ο Ιερός συγγραφέας ομιλεί με πολύ ρεαλισμό και τονίζει  ότι ο νεκρός είναι ήδη «τεταρταίος» εντός του τάφου  κι ότι «όζει» καθώς η αποσύνθεση έχει ήδη προχωρήσει.

Ο άγιος ποιητής αναφέρεται σε τρία γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία περιγράφονται στο Γ΄ και Δ΄ βιβλίο των Βασιλειών και ήδη έχουν εμπνεύσει τον μέγα Άγιο κοντακογράφο, Ρωμανό τον Μελωδό να συνθέσει δύο θαυμάσιους οίκους στο Κοντάκιό του «Στον δίκαιο και τετραήμερο Λάζαρο, ιε΄, ιστ΄»

α) Την Ανάσταση του γιού της χήρας από τα Σαρεπτά της Σιδώνας, τον οποίο ο προφήτης Ηλίας ανέστησε κατόπιν προσευχής στο Θεό. (Γ’ Βασ. 17, 20-24)   « Ο Ηλίας έκραξε προς τον Θεό και είπε· “αλίμονο, Κύριε! Εγώ είμαι αυτόπτης μάρτυς στη δυστυχία της χήρας αυτής, με την οποία εγώ διαμένω. Εσύ έστειλες την βαρεία αυτή θλίψη, ώστε να πεθάνει το παιδί της”. Φύσηξε ο προφήτης Ηλίας τρεις φορές στο πρόσωπον του παιδιού και παρακάλεσε τον Κύριο και είπε· “Κύριε ο Θεός μου, δώσε, ώστε να επιστρέψει η ψυχή του παιδιού τούτου σε αυτό”. Έτσι και έγινε. Το παιδί ξανάζησε και μίλησε δυνατά. Ο Ηλίας κατέβασε το παιδί από το υπερώο στο σπίτι, το παρέδωσε στη μητέρα του και είπε· “βλέπεις ότι το παιδί σου ζει”».

β) Την Ανάσταση του γιου μιας Σουναμίτιδος γυναίκας, τον οποίο  με προσευχή ανέστησε ο προφήτης Ελισαίος (Δ’ Βασ. 4, 32) «Ο Ελισαίος εισήλθε στο σπίτι και βλέπει το παιδί νεκρό ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι του. Εισήλθε στο δωμάτιο του υπερώου, έκλεισε την θύρα του δωματίου, έμεινε αυτός με το νεκρό παιδί και προσευχήθηκε προς τον Κύριο. Ανέβηκε κατόπιν στην κλίνη, ξάπλωσε πάνω στο παιδί, έθεσε το στόμα του στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του στα μάτια εκείνου και τα χέρια του στα χέρια εκείνου, ξάπλωσε πάνω σε αυτό και έτσι το σώμα του παιδιού θερμάνθηκε. Ο Ελισαίος απεσύρθη, πήγε από εδώ και από εκεί μέσα στο σπίτι, ανέβηκε πάλι στην κλίνη και ξάπλωσε πάνω στο παιδί, όπως και προηγουμένως. Αυτό επανελήφθη επτά φορές. Το δε παιδί άνοιξε τότε τα μάτια του».

Και γ) Την Ανάσταση ενός νεκρού άνδρα τον οποίο τοποθέτησαν στον τάφο του προφήτη Ελισαίου κι ευθύς εκείνος αναστήθηκε. (Δ’ Βασ. 13, 20-21). «Ο Ελισαίος πέθανε και τον έθαψαν. Κατά το επόμενο έτος εισέβαλαν στην χώρα των Ισραηλιτών επιδρομείς Μωαβίτες. Ενώ, λοιπόν οι Ισραηλίτες έθαπταν ένα νεκρό, φάνηκαν από μακριά ερχόμενοι οι επιδρομείς Μωαβίτες. Κατελήφθησαν από τρόμο οι Ισραηλίτες και έριξαν τον νεκρό άνδρα στον ανοικτό τάφο του Ελισαίου και τράπηκαν σε φυγή. Ο νεκρός μόλις άγγιξε τα οστά του Ελισαίου, ανέζησε και ανορθώθηκε στα πόδια του».

Ο υμνογράφος παρατάσσει τα αναστάσιμα γεγονότα προβάλλοντας έτσι τη δύναμη της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό ως ανταπόκριση στην άνευ όρων Αγάπης του Κυρίου προς εκείνον που ελεύθερα Τον υπακούει και ταυτίζει το θέλημά του με το δικό Του. Η θαυματουργία των δύο προφητών νοηματοδοτείται ακριβώς  από την προσευχή τους προς τον Θεό˙ από την εξάρτησή τους από Εκείνον. Γνωρίζουν ότι χωρίς τη δύναμη του Θεού δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα και συγχρόνως κάνουν στάση της ζωής τους τον διαρκή αγώνα για ένωση με τον Θεό, όπως ακριβώς η σταγόνα μετατρέπεται σε ωκεανό μόλις ενωθεί μαζί του. Οι δύο προφήτες και κατ’ επέκταση όλοι οι Άγιοι καθίστανται πρότυπο για κάθε χριστιανό που αναζητεί την ένωση με την Αλήθεια, την όντως Αλήθεια, τον Χριστό. Ο καθένας από μας δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του. Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή… Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει τη ζωή αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν.

Μέχρι τώρα βλέπουμε την θαυματουργική ενέργεια του Θεού διαμέσου των αγίων Του. Στην έγερση του Λαζάρου φανερώνεται αυτή η παντοδυναμία του Θεού από τον ίδιο τον Υιό του Θεού. Πρόκειται για μια βαθμιαία φανέρωση της πρόνοιας του Θεού στο δημιούργημά του που σε λίγο θα μετατραπεί σε μια κατά κράτος κατάργηση του μέχρι τώρα αδυσώπητου θανάτου.

Βρισκόμαστε, λοιπόν ενώπιον του θανάτου του Αγίου Λαζάρου. Οι αδελφές του έστειλαν μήνυμα στον Ιησού και Του έλεγαν: «Κύριε, ο αγαπημένος φίλος είναι άρρωστος» (Ιωάν. 11, 3). Αναρωτιέται όμως κανείς, γιατί δεν πηγαίνουν οι ίδιες να μεταφέρουν μόνες τους την είδηση; Είχαν μεγάλο θάρρος και οικειότητα προς τον Χριστό. Αυτό, βέβαια το έδειξαν και με τη φράση τους: «Κύριε, ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος». Με τα λόγια τους δείχνουν ότι σχεδόν αγανακτούν και εκπλήσσονται που ο φίλος του Δεσπότη αρρώστησε. Έβλεπαν δε τον αδελφό τους να πλησιάζει προς τον θάνατο. Δεν πήγαν οι ίδιες προς τον Χριστό, ίσως γιατί φοβούνταν μήπως χάσουν τις τελευταίες στιγμές του Λαζάρου, ή ίσως, διότι ο Χριστός  έμενε στην έρημο, σε περιοχή πέρα από τον Ιορδάνη. Ωστόσο, φαίνεται να ελέγχονται πολύ που δεν το έπραξαν αυτό.  Μία αναφορά του  Αγίου Θεοφάνους του Κεραμέως, που παραπέμπει και πάλι στο περιστατικό της ανάστασης του  γιου της Σουναμίτιδις γυναίκας, τον οποίο ανέστησε ο προφήτης Ελισαίος, επεξηγεί τη θέση αυτή. «Διότι έπρεπε να ζηλέψουν τη Σουναμίτιδα, γράφει ο Άγιος Θεοφάνης, η οποία παρόλο που είχε πεθάνει το παιδί της δεν απελπίστηκε ούτε βαρέθηκε να τρέξει προς το Κάρμηλο για να βρει τον Ελισαίο (Δ΄ Βασ. 4,5).

Ο Κύριος ανέστησε τον Λάζαρο, επισημαίνει ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, όχι τόσο για να δείξει την δύναμη της θεοπρεπούς Του μεγαλοσύνης, άλλωστε το είχε κάνει και νωρίτερα αυτό όταν  ανέστησε τον γιο της χήρας της Ναΐν (Λουκ. 7, 11-17) και την κόρη του Ιαείρου (Λουκ. 10, 40-56, Ματθ. 9, 18-26 και Μαρκ. 5, 22-43), αλλά για να δείξει ότι πλησιάζει το προοίμιο της συντριβής του θανάτου και της γενικής αναστάσεως της ανθρωπινής φύσεως και της αποκαταστάσεως ολόκληρης  της κτίσεως «της υποταγείσης εις την φθοράν» έξ αιτίας της πτώσεως του ανθρώπου.

Συνοψίζοντας, μέσα από μια σειρά αναστάσιμων γεγονότων τόσο στην Παλαιά, όπως αυτά χρωματίζονται στον Κανόνα του Αποδείπνου από τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης, όσο και στην Καινή Διαθήκη, προμηνύεται η κατάργηση της ισχύος του διαβόλου και η κατά κράτος κατάργηση του θανάτου διά του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου. Μέσα από αυτά τα περιστατικά αχνοφαίνεται η παράλυση του κράτους του Άδου και προμηνύεται το Φως της Αναστάσεως.  Το Σάββατο του Λαζάρου αναγγέλλει το φως και τη γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου. Η Ανάσταση των νεκρών, η έγερσή τους από τους τάφους, η συναρμολόγηση των σωμάτων από όπου κι αν αυτά βρίσκονται, κατά τον προφήτη Ιεζεκιήλ, είναι το προσδοκώμενο. Η ολοκληρωτική νίκη του Κυρίου έναντι του θανάτου και η Ανάσταση των νεκρών αποτελούν την ελπίδα, τη μόνη ελπίδα του σύγχρονου ανθρώπου, ιδίως στις μέρες μας κατά τις οποίες ο αιφνίδιος θάνατος έρχεται να κλονίσει την υποτιθέμενη ανθρώπινη «παντοδυναμία». Με την ανάσταση του ανθρώπινου σώματος διά του Ιησού Χριστού ο καθένας απεγκλωβίζεται από τη φθορά και γίνεται άφθαρτος, αθάνατος και αιώνιος φωνάζοντας μαζί με τον Ιερό Χρυσόστομο: «Ποῦ εἶναι λοιπόν ἅδη ἡ νίκη σου; Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί ἔχεις πιά ὁριστικά κατανικηθεῖ… Γιατί μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς ἀναστάσεως ὅλων ὅσοι ἔχουν κοιμηθεῖ. Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία στούς ἀπέραντους αἰῶνες».

(Περιοδικό "Πειραϊκή Εκκλησία", Απρίλιος 2023)

27 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ: ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΑΡΧΗ

 σημερινή ἡμέρα συνιστᾶ ἕνα τέλος καί μία ἀπαρχή. Τέλος, γιατί σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς· ἀπαρχή, γιατί ξεκινᾶ τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα. Μία πορεία σαράντα ἡμερῶν, ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα μέχρι τή χτεσινή, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ἦταν γιά νά φτάσουμε σ᾽ αὐτό τό σημεῖο: μέ ἐνεργοποιημένες τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις ἀπό τόν ἀγώνα τῆς μετανοίας, τῆς ἐγκρατείας καί τῆς νηστείας - ὅ,τι δηλαδή προβάλλει ὡς περιεχόμενο ἡ Σαρακοστή - νά μποροῦμε νά δοῦμε καί νά γευτοῦμε τά συγκλονιστικά γεγονότα τοῦ Πάθους καί τῆς ᾽Ανάστασης τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, καί νά μετάσχουμε κατά τό δυνατόν σ᾽ αὐτά. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός στήν πραγματικότητα ὅλης τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἔτσι ἐνεργοποιεῖται καί ὁ χαρισματικός ἑαυτός μας πού λάβαμε ἀπό τόν Θεό τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός μας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Μεγάλη ῾Εβδομάδα ἔρχεται μέ ἕνα πολύ δραστικό τρόπο γιά τόν ἐνσυνείδητο πιστό νά τοῦ ὑπενθυμίσει ὅτι καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίστηκε μετέσχε στόν θάνατο καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε τό Πάθος καί ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου κατά τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα προβάλλουν ὄχι μόνο τή ζωή ᾽Εκείνου, ἀλλά καί τή ζωή πιά τοῦ χριστιανοῦ.

Καί νά, πού ἡ σημερινή ἡμέρα ἐπιβεβαιώνει τίς παραπάνω ἀλήθειες. ῾Ο Κύριος ἔχει ἀναστήσει τόν ἀδελφικό Του φίλο Λάζαρο, ὅταν «ἡ φωνή Του ἀκούστηκε στά βάθη τοῦ ῞Αδη» γιά νά τόν ἀνασύρει ἀπό τόν χῶρο τῶν νεκρῶν, προκηρύσσοντας ἔτσι τή δική Του καί τή γενική τῶν ἀνθρώπων ᾽Ανάσταση, ἐνῶ εἰσερχόμενος στήν ἁγία Πόλη τῆς Σιών καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου φανερώνει ἀφενός τήν ἐν ταπεινώσει ἀποφασιστική πορεία Του πρός τό Πάθος, ἀφετέρου τήν κλήση Του νά μετάσχουν σ᾽ Αὐτό πάντα τά ἔθνη. ῾Η ὑμνολογία τῆς ἡμέρας εἶναι κατεξοχήν ἀποκαλυπτική πάνω σ᾽ αὐτά.  

- «Θέλοντας νά προτυπώσεις τή δική Σου σεπτή ᾽Ανάσταση, ᾽Αγαθέ, ἀνάστησες μέ τήν προσταγή Σου τόν φίλο Σου Λάζαρο πού εἶχε πεθάνει».

- «Καθώς εἰσερχόσουν, Κύριε, στήν ἁγία Πόλη, καθισμένος πάνω σέ γαϊδουράκι, ἔσπευδες νά ἔλθεις πρός τό Πάθος, γιά νά ἐκπληρώσεις τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες».

- «᾽Ανέβηκες συμβολικά πάνω στό γαϊδουράκι, Σωτήρα, σάν σέ ὄχημα, θέλοντας νά δείξεις τή στάση τῶν ἄλλων εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν». «Τό κάθισμά σου πάνω σ᾽ αὐτό προτύπωνε τό ἀνυπότακτο τῶν ἐθνῶν, πού μεταποιεῖτο ἀπό τήν ἀπιστία στήν πίστη».

Ἡ εἴσοδος λοιπόν τοῦ Κυρίου στά ῾Ιεροσόλυμα ἐπί πῶλον ὄνου ἀποτελεῖ τήν καταγραφή τῆς τελευταίας πράξης τῆς ἐπί γῆς πορείας Του. ῾Ο Κύριος δέν κρύβεται πιά. Κήρυξε, θαυματούργησε, φανέρωσε τόν ἀληθινό Πατέρα Θεό καί τή ζωή πού πρέπει κανείς νά ἀκολουθεῖ γιά νά εἶναι μαζί Του. Ξέρει ὅμως ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι δέν ἀρκεῖ  μόνον ὁ λόγος. Ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα εἶχε ὑποστεῖ βαθύ τραῦμα ἀπό τήν ἀποστασία της ἀπό τόν Θεό, γι᾽ αὐτό καί «ἕδει παθεῖν Αὐτόν». ῎Επρεπε νά πάθει, νά σταυρωθεῖ ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, προκειμένου πάνω στόν Σταυρό νά «ἄρῃ τάς ἁμαρτίας» σύμπαντος τοῦ κόσμου. Ὁ Σταυρός Του θά ἦταν ἐκεῖνο πού θά κατέφερε τό ἀποφασιστικό καί καίριο πλῆγμα κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ ἀρχεκάκου διαβόλου. ῾Η ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου θά ἐρχόταν μετά τόν θάνατο καί τήν ἀγία Σταύρωση ᾽Εκείνου, ὡς συμμετοχή πιά στοῦ ἴδιου τήν ᾽Ανάσταση.  Κι ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἦταν καθώς εἴπαμε ἡ προκήρυξη τῆς παγκόσμιας αὐτῆς χαρᾶς.

῾Η ὑμνολογία μάλιστα τῆς ἡμέρας ἐπιμένει στή συμβολική αὐτή ἑρμηνεία τῶν γεγονότων: ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στόν θάνατο καί δι᾽ αὐτῆς ἡ κοινή ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων προβάλλεται καί μέ τά κλαδιά τῶν φοινίκων πού κράδαιναν οἱ παῖδες τοῦ ᾽Ισραήλ, κραυγάζοντας τόν ἀγγελικό ὕμνο: «᾽Ωσαννά τῷ υἱῷ Δαυΐδ. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

«Δοξολογῆστε ἀπό κοινοῦ οἱ λαοί καί τά ἔθνη. Γιατί ὁ βασιλέας τῶν ᾽Αγγέλων κάθησε τώρα πάνω στό γαϊδουράκι, καί ἔρχεται μέ τή θέλησή Του στόν Σταυρό, γιά νά πατάξει τούς ἐχθρούς ὡς δυνατός. Γι᾽ αὐτό καί τά παιδιά, μέ βάγια, φωνάζουν δυνατά τόν ὕμνο: Δόξα σέ Σένα πού ἦλθες Νικητής. Δόξα σέ Σένα, τόν Σωτήρα Χριστό».

«Κι ἐμεῖς λοιπόν σάν τά παιδιά, κρατώντας τά βάγια ὡς σύμβολα τῆς νίκης κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, σέ Σένα τόν Νικητή τοῦ θανάτου φωνάζουμε δυνατά: ᾽Ωσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις...».

Εἶναι πολύ σημαντικό ὅμως νά τονίσουμε ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας ἐπισημαίνει μία πολύ βαθειά ἀλήθεια πάνω σ᾽ αὐτόν τόν ἀλαλαγμό τῶν παιδιῶν καί τοῦ λαοῦ γιά τόν Κύριο πού εἰσέρχεται στήν πόλη Σιών. Ἡ θριαμβευτική ὑποδοχή τοῦ Κυρίου, πού ὁδεύει πρός τό Πάθος καί τήν ᾽Ανάστασή Του, προϋποθέτει πλούσια χάρη ἀπό τόν Θεό. Μπορεῖ δηλαδή ὁ λαός αὐτός ἀπό τή μιά νά ἐπευφημεῖ τόν Κύριο κι ἀπό τήν ἄλλη νά Τόν καταδικάζει μέ τό «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν», ὅμως τή συγκεκριμένη στιγμή τῆς ὑποδοχῆς Του διακατέχεται ἀπό χάρη, ἡ ὁποία τόν κινεῖ σέ δοξολογία. Ἤδη τό συναξάρι τῆς ἡμέρας στήν περιγραφή τῶν γεγονότων ἀναφέρει: «Λοιπόν αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό, καθισμένος πάνω σέ γαϊδουράκι εἰσέρχεται στήν ῾Ιερουσαλήμ. Καί τά παιδιά τῶν ῾Εβραίων, ὅπως καί οἱ ἴδιοι, ἔριχναν κάτω τά ἱμάτιά τους, ἐνῶ κραδαίνοντας κλαδιά ἀπό φοίνικες φώναζαν δυνατά: ᾽Ωσαννά τῷ Υἱῷ Δαυΐδ, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεύς τοῦ ᾽Ισραήλ. Αὐτό δέ ἔγινε, γιατί κίνησε τίς γλῶσσες τους πρός αἶνο καί δοξολογία τοῦ Χριστοῦ τό Πανάγιον Πνεῦμα. Καί τά κλαδιά τῶν βαΐων προσήμαιναν τή νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ θανάτου».

῎Ετσι ἡ ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας μᾶς προσγειώνει στήν πραγματικότητα καί μᾶς τονίζει ὅ,τι ἐπισημάναμε καί στήν ἀρχή: δέν μπορεῖ κανείς ἀπροϋπόθετα, χωρίς πνευματικό ἀγώνα πού καθαρίζει τήν ψυχή καί τό σῶμα ἀπό τά πάθη, νά γίνει μέτοχος τοῦ Χριστοῦ στό Πάθος καί τήν ᾽Ανάστασή Του. «Κατά τρόπο νοητό, μέ κλαδιά κι ἐμεῖς, ἄς δοξολογήσουμε τόν Χριστό μέ πίστη, καθαρισμένοι ὅμως στίς ψυχές σάν τά παιδιά». Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς ἦταν ἀκριβῶς γιά νά ἀποτινάξουμε ἀπό τήν καρδιά μας ὅ,τι μᾶς παλιώνει καί μᾶς βρομίζει, δηλαδή τήν ἁμαρτία, καί νά μᾶς κάνει καί πάλι παιδιά στήν ψυχή. Μόνον αὐτός πού κρατᾶ τήν παιδικότητά του ὡς ἁγνότητα ψυχική μπορεῖ καί ἔχει ἀνοικτούς ὀφθαλμούς γιά νά θεᾶται τά Πάθη καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ καί νά μετέχει σ᾽ Αὐτά. Κι ἡ μετοχή αὐτή,  ἐπαναλαμβάνουμε καί πάλι, σημαίνει εὕρεση τοῦ ἀληθινοῦ χαρισματικοῦ ἑαυτοῦ μας πού ἀναδύθηκε κατά τό ἅγιο βάπτισμά μας. «Συνταφέντες σοι διά τοῦ βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ ᾽Αναστάσει Σου».

Ἡ παραπάνω ἐπισήμανση ὅμως ὁδηγεῖ καί σέ μία ἄλλη ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας πρέπει νά τονίζεται καί μάλιστα μέ ἔμφαση. Διακράτηση τῆς ψυχικῆς καθαρότητας σημαίνει χάρη Θεοῦ, δηλαδή ἀγάπη καί ἑνότητα. Ὁ Θεός πράγματι ἐπαναπαύεται σέ ψυχές καθαρές, πού σημαίνει ὅτι τούς δίνει τή δυνατότητα νά ἀγαποῦν τόν συνάνθρωπο καί νά νιώθουν ἑνωμένοι μέ αὐτόν. ῞Οπου μέ ἄλλα λόγια ὑπάρχει διχοστασία καί ἔχθρα καί ἐπιθετικότητα, ἐκεῖ, ἔστω κι ἄν ἀκούγονται «θεοφιλεῖς κουβέντες», ὑπάρχει ἀπουσία Θεοῦ, συνεπῶς παρουσία δαιμονικοῦ πνεύματος. Κι εἶναι κάτι πού ἡ ᾽Εκκλησία μας ὄχι ἁπλῶς τό σημειώνει, ἀλλά τό τονίζει κατά κόρον. ῎Οχι μία φορά, ἀλλά ἕξι φορές στήν ἀκολουθία τῆς σημερινῆς ἡμέρας Κυριακῆς τῶν Βαΐων προτρέπει τούς πιστούς ἑνωμένοι  μεταξύ μας νά σηκώσουμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί νά Τόν δοξολογήσουμε σάν τά παιδιά τῶν ῾Εβραίων. «Σήμερον, ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε· καί πάντες αἴροντες τόν Σταυρόν σου λέγομεν· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ᾽Ωσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις». Μπορεῖ ὁ ὕμνος νά ἀναφέρεται στούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι καλοῦνταν στό τέλος τῆς Σαρακοστῆς νά συναχτοῦν στό μοναστήρι τους ἀπό ὅπου κι ἄν βρίσκονταν, εἴτε ὡς μεμονωμένοι ἀσκητές εἴτε σέ ὁποιαδήποτε διακονία, γιατί ὅλοι μαζί ἔπρεπε νά ζήσουν τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, ὅμως ἡ οὐσία παραμένει ἡ ἴδια: μαζεμένοι ὅλοι οἱ πιστοί στήν ᾽Εκκλησία μας, ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί μάλιστα μέ ἑνότητα ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς μας, χωρίς ἀποστάσεις ψυχικές καί τοπικές, καλούμαστε νά ζήσουμε τό Πάθος καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου. Στήν ἑνότητα αὐτή μάλιστα πρέπει ἴσως νά μετρήσουμε καί τά πνευματικά μας μέτρα. ῎Αν δέν νιώθω ἑνωμένος μέ τόν ἄλλον ἐν Χριστῷ ἀδελφό, ἄν ἡ ἑτοιμότητά μου εἶναι νά τόν ἀμφισβητῶ καί νά τόν ἐξουδενώνω, εἶναι μᾶλλον οὐτοπία νά νομίζω ὅτι θά ζήσω Μεγάλη ῾Εβδομάδα κι ὅτι ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ θά καταυγάσει καί πάλι τή ζωή μου.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«άφες αυτήν…» (Ιωάν. 12, 7)

Το Σάββατο του Λαζάρου αποτελεί το τέλος της Μ. Σαρακοστής. Από σήμερα Κυριακή εισερχόμαστε ουσιαστικά στη Μ. Εβδομάδα, η οποία συνιστά τη σπουδαιότερη περίοδο όλου του χρόνου λόγω ακριβώς των γεγονότων εκείνων με τα οποία πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μας, του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου. Από τον εσπερινό μάλιστα της Κυριακής των Βαΐων υπήρχε η παράδοση να  συνάζονται στα μοναστήρια και όλοι οι μοναχοί που ζούσαν στα ερημητήρια και τις μοναστικές καλύβες, όπως το ακούμε και στο πολλαπλώς ψαλλόμενο τροπάριο «Σήμερον η χάρις του αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε…». Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας αναφέρεται κυρίως σε δύο γεγονότα: στο τραπέζι στο οποίο παρακάθισε ο Κύριος στο σπίτι του Λαζάρου μετά την εκ νεκρών ανάστασή του, κατά τη διάρκεια του οποίου η αδελφή του Λαζάρου Μαρία άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου – κάτι που θα μας απασχολήσει και στη συνέχεια - και στη θριαμβευτική είσοδο Αυτού στα Ιεροσόλυμα, κατά την οποία το συγκεντρωμένο πλήθος με κλαδιά από φοίνικες δοξολογούσαν τον Κύριο.

1. Στο σπίτι του Λαζάρου η Μαρία αλείφει με ακριβό μύρο τα πόδια του Κυρίου, γεγονός που επισύρει την αντίδραση και την οργή του Ιούδα Ισκαριώτη: το μύρο αυτό θα μπορούσε να πωληθεί και να δοθεί στους πτωχούς. Η απάντηση του Κυρίου στην ένσταση του Ιούδα φαίνεται παράδοξη: «άφες αυτήν…Τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε». Γιατί χαρακτηρίζουμε παράδοξη την απάντηση του Κυρίου; Διότι η ένσταση του Ιούδα φαίνεται λογική και ρεαλιστική. Ανεξάρτητα από το δικό του ψεύτικο  ενδιαφέρον – «ότι κλέπτης ην», σημειώνει ο ευαγγελιστής που τον ήξερε – η αντίρρησή του είχε βάση: υπήρχαν πράγματι οι πτωχοί. Η αντίρρησή του όμως αποκαλύπτεται ως βλασφημία, γιατί αφενός την εκφράζει σ’ Εκείνον ο Οποίος ήρθε ακριβώς και για τον πιο τελευταίο και ελάχιστο άνθρωπο και γιατί αφετέρου διαχωρίζει την προσφορά προς τον Χριστό από την προσφορά προς τον άνθρωπο. Έτσι με την πρόφαση της φιλοπτωχίας φανερώνει την αρνητική διάθεσή του προς τον Κύριο και Διδάσκαλό του, όπως και την απιστία του προς τον λόγο του Θεού, ο οποίος ήδη από την Παλαιά Διαθήκη συνέδεε την αγάπη προς τον Θεό με την αγάπη προς τον άνθρωπο.

2. Πράγματι, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι δύο βασικές εντολές του Θεού, (μία στην πραγματικότητα), είναι η αγάπη που αναφέρεται προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Κι αυτό θα πει ότι κάθε μονομέρεια στην αγάπη καταδικάζεται ως ψεύτικη: ούτε μόνη η αγάπη προς τον Θεό ούτε μόνη η αγάπη προς τον συνάνθρωπο θεωρείται γνήσια και ειλικρινής αγάπη. Κι αυτό διότι μόνον Εκείνος που αγαπά τον Θεό μπορεί να αγαπά και τα πλάσματα του Θεού, τους ανθρώπους, όπως κι αυτός που αγαπά τους ανθρώπους οπωσδήποτε θα αγαπά και τον Θεό. Κι εννοούμε βεβαίως τη βαθειά και αληθινή αγάπη που αποτελεί καρπό της καρδιάς κι εκτείνεται και προς τους εχθρούς, κι όχι μία επιφανειακή αγάπη που αναφέρεται σε εκείνους που είναι όντως αξιαγάπητοι, όπως οι φίλοι μας ή τα απονήρευτα παιδιά.

3. Η παραπάνω στάση του προδότη μαθητή του Κυρίου Ιούδα, στάση υποκριτικής αγάπης, βρίσκει σε κάθε εποχή και ιδιαιτέρως στη δική μας πολλούς μιμητές. Πολλοί για παράδειγμα κατηγορούν την Εκκλησία ότι δεν έχει ως κύριο έργο της τη φιλανθρωπία και τη φιλοπτωχία. Πολλοί δηλαδή είναι έτοιμοι να της ρίξουν το ανάθεμα, γιατί ασχολείται υπέρ το δέον, κατ’ αυτούς, με τη λατρεία προς τον Θεό και τις προσευχές της, συνεπώς με τη μετάθεση από τη ζωή αυτή σε κάποιαν άλλη. Και γι’ αυτό είναι έτοιμοι να καταδικάσουν και κάθε προσφορά των πιστών προς αυτήν, αν αυτή η προσφορά δεν πάρει τη μορφή της ελεημοσύνης. Κι ασφαλώς η απάντηση της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που έδωσε ο ίδιος ο Κύριος στον Ιούδα: «άφες αυτήν…». Διότι και η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του Χριστού μάς προσανατολίζει σ’ αυτό που προσανατόλιζε πάντοτε ο Κύριος, δηλαδή στην αγάπη προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Για την Εκκλησία το κύριο έργο της, όπως του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού, είναι η σωτηρία του ανθρώπου, δηλαδή η σχέση με τον Τριαδικό Θεό. Το πώς θα έχει τον ζωντανό Θεό στη ζωή του ο άνθρωπος είναι η αδιάκοπη έγνοια της Εκκλησίας. Και δρόμος γι’ αυτό, πέραν της διά του βαπτίσματος και των άλλων μυστηρίων ένταξης του ανθρώπου στον Χριστό, είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο που παίρνει τη μορφή και της ελεημοσύνης. Το πρώτιστο όμως έργο της δεν είναι η ελεημοσύνη, και μάλιστα με την έννοια της υλικής αποκλειστικά κατανόησής της. Ότι το θεωρεί βασικό και ουσιαστικό, γιατί φανερώνει την αγάπη προς τον Θεό, ναι! Ότι αυτό είναι το καίριο και αποκλειστικό όχι! Μία τέτοια τοποθέτηση την αντιμετωπίζει ως πειρασμό, όπως ήταν και ο πρώτος πειρασμός που δέχτηκε από τον διάβολο ο Κύριος μετά τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό: να κάνει τις πέτρες ψωμί. Ο άνθρωπος όμως πεινάει και διψάει πάνω από όλα για Θεό κι έπειτα για υλικό φαγητό. Η κάλυψη του υλικού φαγητού δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, ενώ η κάλυψη των πνευματικών αναγκών του ανθρώπου: να πληρωθεί η ψυχή του από τη χάρη του Θεού, τον κάνει να βρίσκει τρόπους κάλυψης και των υλικών αναγκών. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού - είπε ο Κύριος - και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά) προστεθήσεται υμίν».

Πρέπει να απεμπλακούμε από τη λογική της μονομέρειας της αγάπης, είτε μόνο προς τον Θεό είτε μόνο προς τον συνάνθρωπο. Να μάθουμε ως πιστοί να προσεγγίζουμε ενιαία τον Θεό και τον κόσμο: αγαπώντας δηλαδή τον Θεό αγαπάμε και τους ανθρώπους, όπως και το αντίστροφο. Στην αλήθεια αυτή μάς προσανατολίζει κατεξοχήν η Μ. Εβδομάδα με τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της. Γιατί στην πραγματικότητα συμμετοχή στον Σταυρό σημαίνει νέκρωση του εγωισμού μας και συμμετοχή στην Ανάσταση σημαίνει ανάσταση της αληθινής αγάπης.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 12, 1-18)

Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον· ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς στή Βηθανία, ὅπου ἔμενε ὁ Λάζαρος, πού εἶχε πεθάνει καί ὁ Ἰησοῦς τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς. Ετοίμασαν, λοιπόν, ἐκεῖ γιά χάρη του δεῖπνο, καί ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς πού παρακάθονταν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ στό δεῖπνο. Τότε ἡ Μαρία πῆρε μιά φιάλη ἀπό τό πιό ἀκριβό ἄρωμα τῆς νάρδου κι ἄλειψε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ἔπειτα σκούπισε μέ τά μαλλιά της τά πόδια του, κι ὅλο τό σπίτι γέμισε μέ τήν εὐωδιά τοῦ μύρου. Λέει τότε ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας ἀπό τούς μαθητές του, αὐτός πού σκόπευε νά τόν προδώσει: «Γιατί νά μήν πουληθεῖ αὐτό τό μύρο γιά τριακόσια ἀργυρά νομίσματα, καί τά χρήματα νά διανεμηθοῦν στούς φτωχούς;» Αυτό τό εἶπε ὄχι γιατί νοιαζόταν γιά τούς φτωχούς, ἀλλά γιατί ἦταν κλέφτης καί, καθώς διαχειριζόταν τό κοινό ταμεῖο, συχνά κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του ἀπό τά χρήματα πού ἔβαζαν σ’ αὐτό. Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: «Ἄφησέ την ἥσυχη· αὐτό πού κάνει εἶναι γιά τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου. Οἱ φτωχοί πάντοτε θά ὑπάρχουν κοντά σας, ἐμένα ὅμως δέ θά μέ ἔχετε πάντοτε». Πλῆθος πολύ ἀπό τούς Ἰουδαίους τῆς πόλεως ἔμαθαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται ἐκεῖ καί ἦρθαν γιά νά δοῦν ὄχι μόνο αὐτόν ἀλλά καί τό Λάζαρο, πού τόν εἶχε ἀναστήσει ἀπό τούς νεκρούς. Γι’ αὐτό οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νά σκοτώσουν καί τό Λάζαρο, ἐπειδή ἐξαιτίας του πολλοί Ἰουδαῖοι ἐγκατέλειπαν αὐτούς καί πίστευαν στόν Ἰησοῦ. Τήν ἄλλη μέρα, τό μεγάλο πλῆθος πού εἶχε ἔρθει γιά τή γιορτή τοῦ Πάσχα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα, πῆραν κλαδιά φοινικιᾶς, καί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη νά τόν προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: Δόξα στό Θεό! Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται σταλμένος ἀπό τόν Κύριο! Εὐλογημένος ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ! Ὁ Ἰησοῦς εἶχε βρεῖ ἕνα γαϊδουράκι καί κάθισε πάνω του, ὅπως λέει ἡ Γραφή: Μή φοβᾶσαι θυγατέρα μου, πόλη τῆς Σιών· νά πού ἔρχεται σ’ ἐσένα ὁ βασιλιάς σου, σέ γαϊδουράκι πάνω καθισμένος. Αὐτά στήν ἀρχή δέν τά κατάλαβαν οἱ μαθητές του· ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς ἀνυψώθηκε στή θεία δόξα, τότε τά θυμήθηκαν. Ὅ,τι εἶχε γράψει γιά κεῖνον ἡ Γραφή, αὐτά καί τοῦ ἔκαναν. Ὅλοι, λοιπόν, ἐκεῖνοι πού ἦταν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ, ὅταν φώναξε τό Λάζαρο ἀπό τόν τάφο καί τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, διηγοῦνταν αὐτά πού εἶχαν δεῖ. Γι’ αὐτό ἦρθε τό πλῆθος νά τόν προϋπαντήσει, ἐπειδή ἔμαθαν ὅτι αὐτός εἶχε κάνει τό θαυμαστό αὐτό σημεῖο.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Φιλ. 4, 4-9)

Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. Ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

 Ἀδελφοί, νά χαίρεστε πάντοτε μέ τή χαρά πού δίνει ἡ κοινωνία μέ τόν Κύριο. Θά τό πῶ καί πάλι: νά χαίρεστε. Σ’ ὅλους νά δείχνετε τήν καλοσύνη σας. Ὁ Κύριος ἔρχεται σύντομα. Γιά τίποτε νά μή σᾶς πιάνει ἄγχος, ἀλλά σέ κάθε περίσταση τά αἰτήματά σας νά τά ἀπευθύνετε στό Θεό μέ προσευχή καί δέηση, πού θά συνοδεύονται ἀπό εὐχαριστία. Και ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀσύλληπτη στό ἀνθρώπινο μυαλό, θά διαφυλάξει τίς καρδιές καί τίς σκέψεις σας κοντά στόν Ἰησοῦ Χριστό. Τέλος, ἀδερφοί μου, ὅ,τι εἶναι ἀληθινό, σεμνό, δίκαιο, καθαρό, ἀξιαγάπητο, καλόφημο, ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τήν ἀρετή καί εἶναι ἄξιο ἐπαίνου, αὐτά νά ἔχετε στό μυαλό σας. Αυτά πού μάθατε, παραλάβατε κι ἀκούσατε ἀπό μένα, αὐτά πού εἴδατε σ’ ἐμένα, αὐτά νά κάνετε κι ἐσεῖς. Καί ὁ Θεός πού δίνει τήν εἰρήνη θά εἶναι μαζί σας.