«Ο όσιος Σάββας ζούσε επί Θεοδοσίου του μικρού σε μία
κώμη της Καππαδοκίας, που λεγόταν Μουταλάσκη, και οι γονείς του ονομάζονταν
Ιωάννης και Σοφία. Ήδη λοιπόν από την αρχή του βίου του πρόστρεξε στη μοναχική
ζωή, σε μοναστήρι που λεγόταν Φλαβιανές, και τόσο πολύ από τη νεαρή του ηλικία
έγινε εγκρατής, ώστε όταν είδε στον κήπο κάποια φορά ένα μήλο και το επιθύμησε,
είπε: «Ήταν ωραίος στην όραση και καλός στη βρώση ο καρπός που με θανάτωσε».
Πήρε το μήλο στα χέρια του, αλλά δεν το έφαγε. Αντίθετα το καταπάτησε με τα
πόδια του και έθεσε όρο στον εαυτό του να μη φάει ποτέ μήλο. Αλλά και σε φούρνο όταν μπήκε κάποια φορά, βγήκε αβλαβής, χωρίς η φωτιά να
αγγίξει ούτε τα ιμάτιά του. Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, τον γνώρισε ο μέγας
όσιος Ευθύμιος και τον έστειλε σε κοινόβιο, προς τον όσιο Θεόκτιστο. Από όλους
όσους συναντούσε, προσλάμβανε και μάθαινε τους τρόπους και την αρετή τους. Βλέποντάς τον ο άγιος Ευθύμιος τον προσφωνούσε
«παιδαριογέροντα», λόγω της πέρα από τα κοινά μέτρα πνευματικής του
καταστάσεως. Όσο περνούσε η ηλικία του, τόσο και αύξανε την αρετή του. Γι’ αυτό
και έκανε πολλά θαύματα, όπως και έβγαλε νερό με την προσευχή του σε άνυδρους
τόπους. Έγινε μάλιστα και καθηγητής πολλών μοναχών, κι όταν ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, δύο φορές έστειλε πρέσβεις και προς τον βασιλιά Αναστάσιο και προς τον Ιουστινιανό,
καθώς παρακλήθηκε γι’ αυτό από τους κατά καιρούς πατριάρχες των Ιεροσολύμων.
Έφθασε στο ακρότατο της κατά Χριστόν ηλικίας και σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων
ετών εξεδήμησε προς τον Κύριο».
Είναι βασική αλήθεια της χριστιανικής πίστεως ότι τον
άγιο τον καταλαβαίνει ένας επίσης άγιος. Μόνον όποιος έχει ανεπτυγμένες
πνευματικές αισθήσεις μπορεί να «οσφρανθεί» την ευωδία που εκπέμπει η ζωή ενός
αγίου – ένας άγευστος της πνευματικής ζωής πορεύεται ως τυφλός μέσα στον κόσμο!
Γιατί το αναφέρουμε αυτό εν σχέσει με τον όσιο Σάββα; Για τον απλούστατο λόγο
ότι εκείνος που αμέσως τον κατάλαβε και τον «οσφράνθηκε», που είδε την
προχωρημένη πνευματική του κατάσταση ήταν ο μέγας όσιος Ευθύμιος. Ο όσιος αυτός προσφωνούσε «παιδαριογέροντα» τον
νεαρό Σάββα, που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα αναγνώριζε την εκ νεότητος
αγιότητά του. Από κει και πέρα τα μάτια του μεγάλου Ευθυμίου έγιναν και τα
μάτια των υπολοίπων συμμοναστών του, άρχισαν δηλαδή και οι άλλοι να διακρίνουν τα εκ Θεού χαρίσματά του, τα οποία επιβεβαιώθηκαν
περίτρανα με τα θαύματα που ο Θεός επέτρεψε να γίνονται μέσω αυτού, όπως και
από τη μυροβολία του αγίου λειψάνου του.
Η εκ παιδός σοφία του οσίου Σάββα αποδεικνύεται ανάγλυφα
από το γεγονός ότι όπου πήγαινε είχε ανοικτά τα μάτια του για να βλέπει την
κατά Χριστόν πολιτεία των αφιερωμένων στον Θεό και να αντιγράφει τους άθλους
και τις αρετές τους. Δεν επικέντρωνε στις αδυναμίες των άλλων, που ασφαλώς ως
άνθρωποι είχαν. Η έγνοια του, λόγω του μεγάλου πόθου του για τον Θεό, ήταν πώς
να προχωρεί πνευματικά. Κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί κάθε τι που
παρουσιαζόταν στον δρόμο του. Θυμίζει η περίπτωσή του τον μέγα Γέροντα των
αιώνων, τον όσιο Αντώνιο, ο οποίος και εκείνος προσπαθούσε να μαζέψει σαν τη
μέλισσα ό,τι καλό του προσέφεραν οι άγιοι αφιερωμένοι στον Θεό άνθρωποι της
εποχής του. Κι όπως εκείνος, γι’ αυτόν τον λόγο, έγινε «θεοφιλής», τον αγαπούσε
δηλαδή ο Θεός, το ίδιο και ο όσιος Σάββας. Μέγα δίδαγμα για όλους τους
χριστιανούς, ιδίως της εποχής μας, που δυστυχώς σε ένα μεγάλο ποσοστό η προσοχή
μας είναι στραμμένη στα αρνητικά των άλλων, στις αδυναμίες τους, χωρίς να
μπορούμε να βλέπουμε τα θετικά τους και τις αρετές τους προς παραδειγματισμό.
Για να χρησιμοποιήσουμε την εν προκειμένω έκφραση του οσίου της εποχής μας
Παϊσίου του αγιορείτου, (την οποία και αυτός τη δανείστηκε από παλαιότερους
πατέρες), ο όσιος Σάββας ζούσε και λειτουργούσε στον κόσμο ως μέλισσα που
συλλέγει τον καλό καρπό, και όχι ως μύγα, που επιζητεί πάντοτε την ακαθαρσία.
Αποτέλεσμα αυτής της σοφίας και της σύνεσης του οσίου ήταν
ακριβώς να γεμίσει ο όσιος Σάββας με όλες τις αρετές. Όπως σημειώνει και ο
σχετικός ύμνος: «Πάτερ, φάνηκες οίκος Θεού, διότι υπήρξες μέτριος, άκακος,
πράος, απλός, ήσυχος, πράγματι πάνω από τα ανθρώπινα, και σαν άυλος μέσα σε
ύλη». Ο υμνογράφος του όμως έχει επίγνωση ότι όλες οι αρετές από μόνες τους δεν
έχουν ιδιαίτερη σημασία, αν δεν καταλήγουν στο πλήρωμα των αρετών, την αγάπη.
Αν η αγάπη δεν αποτελεί την κατάληξη της όποιας αρετής, παύει αυτή να
χαρακτηρίζεται χριστιανική. Διότι βεβαίως λείπει ο ίδιος ο Θεός που είναι
αγάπη. Γι’ αυτό και επισημαίνει: «Απόκτησες την αγάπη προς τον Θεό και τον
πλησίον, γι’ αυτό και συγκεφαλαιώνεις τον Νόμο και τους Προφήτες. Διότι
κατόρθωσες, Πάτερ, την μεγαλύτερη, κατά ασύγκριτο τρόπο από όλες, αρετή». Και ξέρει βεβαίως επίσης ο υμνογράφος ότι κανείς δεν
μπορεί να φτάσει σ’ αυτήν την αγάπη, αν δεν την κτίσει με τον φόβο του Θεού,
που κάνει τον άνθρωπο να τηρεί τις άγιες εντολές Του. «Πόθησες την αρχή της
σοφίας, δηλαδή τον φόβο του Θεού. Με αυτόν τον φόβο έκτισες τη ζωή σου κι
έφτασες, Πάτερ, στην τελειότητα, αυτήν που μπορούν βεβαίως οι άνθρωποι».
Μία τέτοια αγιασμένη ζωή σαν του αγίου Σάββα, επάνω δηλαδή στα ίχνη του Χριστού και των Αποστόλων, ήταν ευνόητο να εξακτινωθεί και να γίνει ιεραποστολική φλόγα. Οι συμμοναστές του, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος που τον γνώρισε, κυρίως με το παράδειγμά του αλλά και με τον λόγο του, άλλαζαν και μεταστρέφονταν. Πολλοί μάλιστα εγκατέλειπαν την ενασχόλησή τους με τα πράγματα του κόσμου και γίνονταν μοναχοί. «Έγινες συνόμιλος του αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό και διέγειρες τον ζήλο των λαών, με αποτέλεσμα να αδειάσουν οι πόλεις και να γίνουν πόλεις οι έρημοι, θεοφόρες πατήρ ημών». «Ταις πρεσβείαις του οσίου πατρός ημών Σάββα, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς».