12 Απριλίου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ ὡραιότατος καιρός ἐφέστηκεν, ἡ ἀξιέπαινος ἡμέρα ἔλαμψε τῆς ἐγκρατείας, ἀδελφοί, σπουδάσωμεν καθαρθῆναι˙ ὅπως ἐποφθείημεν, καθαροί τῷ Ποιήσαντι, και τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ ἐπιτύχωμεν, πρεσβείαις τῆς αὐτόν κυησάσης μόνης ἁγνῆς Θεομήτορος» (κάθισμα όρθρου Τριωδίου).

(Έφτασε ο πιο ωραίος και κατάλληλος πνευματικά καιρός, έλαμψε η αξιέπαινη ημέρα της εγκράτειας, αδελφοί. Ας σπεύσουμε να καθαρισθούμε ψυχικά. Με σκοπό και με την ευχή να φανούμε καθαροί στον Δημιουργό μας, και να φθάσουμε να δούμε την ωραιότητά Του, με τις πρεσβείες της μόνης αγνής Θεομήτορος που τον εγέννησε ως άνθρωπο).

Σύντομο σχόλιο στον μακαρισμό του Κυρίου «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» ο ύμνος, μάς υπενθυμίζει ότι όλος ο σκοπός της πνευματικής ασκητικής διαγωγής του χριστιανού, και όχι μόνον βεβαίως του μοναχού και ασκητή, είναι πώς να κοινωνήσει τον Θεό του, πώς να γίνει δηλαδή μέτοχος της θεοποιού ενέργειας του Τριαδικού Θεού: να κατοικήσει ο Θεός μέσα του, κάτι που με άλλες λέξεις ονομάζεται όραση Αυτού ή επίτευξη της ωραιότητάς Του. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η λέξη «ὡραιότης» που χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος μιλώντας για τον Δημιουργό μας Χριστό, διότι σ’ Αυτόν μόνο βρίσκεται η πηγή της ωραιότητας, με την έννοια της απόλυτης αγνότητας και καθαρότητας, συνεπώς με την έννοια του πληρώματος όλων των αγαθών και όλων των χαρίτων. Ωραίος δηλαδή για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ο άνθρωπος που έχει απλώς όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου και σώματος – αυτά είναι με σύντομη ημερομηνία λήξεως και μπορούν να αλλοιωθούν ανά πάσα στιγμή – αλλά ο άνθρωπος που ποθεί να μοιάσει στον Δημιουργό του και κινείται ψυχή τε και σώματι προς τα εκεί που είναι το Φώς Του. Οι άγιοι είναι οι ωραίοι και ώριμοι της ζωής αυτής.

Ποιος ο δρόμος, κατά τον Κύριο και τον εκκλησιαστικό ποιητή, για να φθάσει κανείς στο υπερμέγιστο αυτό ύψος θεοκοινωνίας; Ο αγώνας για κάθαρση της καρδιάς από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές την βρωμίζει. Δεν είναι δυνατόν ο απόλυτα καθαρός Θεός να βρει τόπο κατοικίας σε μία καρδιά που πονηρεύεται, δηλαδή δεν είναι στραμμένη εντελώς προς τον Θεό και λειτουργεί με κριτήριο τον εγωισμό της. Και τι πρέπει συγκεκριμένα να κάνει ο άνθρωπος; Να σπεύδει, «σπουδάσωμεν», εκεί που είναι η αγάπη Εκείνου με αντίστοιχο τρόπο πόθου και αγάπης προς Αυτόν. Κι αυτό σημαίνει σπουδή τήρησης των αγίων εντολών του Χριστού, διότι, όπως διαρκώς αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, μέσα στις εντολές και το θέλημα του Κυρίου «κρύβεται» ο Ίδιος. Αγωνιζόμενος λοιπόν ο πιστός να τηρεί τις εντολές του Θεού: την ταπεινή αγάπη πρωτίστως, καθαρίζει την καρδιά του, γεγονός που το καταλαβαίνει από την αίσθηση της σάρκωσης του Θεού μέσα του, ή αλλιώς όπως είπαμε από το άνοιγμα των πνευματικών οφθαλμών του για να θεάται την ωραιότητα του Κυρίου του ως μέτοχος και αυτός της ίδιας ωραιότητας.

Ο άγιος υμνογράφος συμπληρώνει: η Σαρακοστή είναι ο πιο κατάλληλος καιρός για τον πνευματικό αυτόν αγώνα, γιατί προβάλλει την αρετή της εγκράτειας, η οποία καθώς περιορίζει τον αισθητό και υλικό ορίζοντα της ζωής μας μάς οδηγεί εύκολα στον ορίζοντα του Θεού. Κι ακόμη: στον αγώνα αυτόν έχουμε βοηθό την Υπέρμαχο Στρατηγό, την ίδια τη Θεομήτορα, η οποία δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το να βλέπει τα πιστά παιδιά της να ακολουθούν τον Υιό και Θεό της. Δύσκολος ο αγώνας, αλλά η υπέροπλος δύναμις ακατανίκητη.   

11 Απριλίου 2021

Ο κατ΄ επίγνωση και όχι κατ΄ επίγνωση ζήλος των Χριστιανών μέσα από τη ματιά του Αγίου Νεκταρίου.

 

Η αγάπη στον Θεό γεννά τον θείο, κατ’ επίγνωση ζήλο, που είναι ο αέναος πόθος προς διάδοση του θείου κηρύγματος, προς στερέωση του πληρώματος στην πίστη, προς ευόδωση του έργου της Εκκλησίας, προς φανέρωση κι επίδοση στους ανθρώπους της δόξας του Θεού και προς ωφέλεια του πλησίον. Ο ζήλος αυτός είναι απαραίτητος, διότι ο ζηλωτής εργάζεται ακόπως και μετά πόθου προς δόξαν Θεού[1], αγωνιζόμενος για την κατάκτηση της αγιότητας και υπομένοντας κάθε παιδαγωγική δοκιμασία που επιτρέπει ο Θεός[2]. Ο ιερός Χρυσόστομος, τονίζοντας τη σπουδαιότητα του κατ’ επίγνωση ζήλου, αναφέρει: «ρκε ες νθρωπος ζήλ πεπυρακτωμένος λόκληρον διορθώσασθαι δμον»[3] (Αρκεί ένας και μόνον άνθρωπος που φλέγεται από θείο ζήλο να διορθώσει ολόκληρη την πόλη).

         Ο ζήλος ωστόσο, είναι κατ’ επίγνωση, όταν η συνείδηση δεν είναι πωρωμένη-θολωμένη,  πληροφορείται καλά και το πνεύμα του ανθρώπου φωτίζεται δεόντως από τον Θείο Λόγο, διότι τότε και μόνον κινείται από θείο έρωτα για τον Θεό και τον πλησίον. Όσο περισσότερο θερμαίνει την καρδιά, τόσο ιερότερος και ενεργητικότερος αποβαίνει[4]. Χαρακτηριστικά του κατ’ επίγνωση ζήλου, σημειώνει ο Άγιος Νεκτάριος, είναι πρωτίστως η θερμή αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, η πραότητα, η ανεξικακία, η ευεργεσία και η ευγένεια στους τρόπους[5].

         Όταν όμως, ο ζηλωτής άνθρωπος πράττει τα αντίθετα από αυτά που αρμόζουν στον θείο νόμο και το θείο θέλημα, καθώς και όταν ενεργώντας, δήθεν, υπέρ της δόξας του Θεού, παραβαίνει την πρώτιστη εντολή της αγάπης προς τον πλησίον, αναδεικνυόμενος έτσι αντίπαλος του Θεού, τότε πρόκειται για ζήλο όχι κατ’ επίγνωση. Χαρακτηριστικά αυτού του ζήλου είναι κυρίως ο φθόνος, ο επίμονος θυμός, η εμπαθής αντίσταση προς το αληθές πνεύμα του Θείου νόμου, η παράλογη υπεράσπιση ιδιότυπων δογμάτων και αξιωμάτων, η υποστήριξη επουσιωδών θρησκευτικών υποθέσεων και η καχύποπτη φιλόνικη διάθεση σε κάθε θρησκευτικό ζήτημα[6].

          Πόσο επίκαιρος και διαφωτιστικός καθίσταται ο λόγος του Αγίου Νεκταρίου, ιδίως στις δυσδιάκριτες μέρες που διανύουμε! Αυτό το τελευταίο διάστημα κατά το οποίο ο καθένας μας ψάχνει το τι είναι σωστό και τι λάθος, ποιον πρέπει να ακολουθήσει και ποιον να παραμερίσει. Και η απάντηση των Αγίων μας είναι διαχρονική και σταθερή: την Εκκλησία του Χριστού.

π. Ε. Κ.



[1] Νεκταρίου, Ποιμαντική, σ. 109.

[2] Κορναράκη Κ., «Παιδεία Κυρίου. Ὁ ὀντολογικός χαρακτήρας καί ἡ διαλεκτική φύση τοῦ παιδαγωγικοῦ ἔργου κατά τούς τρεῖς ἱεράρχες», ΕΕΘΣΠΑ ΛΔ΄(1999)413.

[3] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι εἰς τούς ἀνδριάντας ΚΑ΄ λεχθεῖσαι ἐν Ἀντιοχείᾳ, β΄, PG 49, 34.

[4] Νεκταρίου, Ποιμαντική, σ. 109.

[5] Νεκταρίου, Ποιμαντική, σ. 110.

[6] Νεκταρίου, Ποιμαντική, σ. 110.

ΕΠΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

«Να επιζητείς να φωτίζεσαι πάνω στους λόγους της Γραφής, που είναι λόγοι πνευματικής υγείας, με τους κόπους κυρίως παρά με τα βιβλία» (Κλίμαξ, λόγ. κζ΄, κεφ. 48).

Είναι από τους πιο βαθείς και καίριους λόγους του οσίου: προϋποθέτουν ότι αφενός δεν βρισκόμαστε στην κατάσταση που θα έπρεπε – το σκότος είναι εγγενής πια κατάστασή μας, λόγω της πτώσης στην αμαρτία ή της διαρκούς επιρροής της και μετά το βάπτισμά μας – αφετέρου ο λόγος του Θεού, η Αγία Γραφή, περιέχει το φως του Θεού το οποίο οδηγεί τον άνθρωπο στην πνευματική του υγεία, δηλαδή στην κατάσταση που ο άνθρωπος ζει ορθά την παρουσία του Θεού ως μέλος Χριστού. Γι’ αυτό και ο όσιος θεωρεί τη μελέτη της Γραφής ως φάρμακο για τον πιστό, χωρίς το οποίο κινδυνεύει η πνευματική αρτιότητα και ακεραιότητά του. Κι ακόμη περισσότερο: πέραν του φωτισμού που προσφέρει η μελέτη αυτή, κάνει τον πιστό να συγκεντρώνει τον νου του, ώστε να μην οδηγείται αυτός (ο νους) στην καταστροφική διάσπαση και διάχυσή του στα αισθητά και ορατά. «Δεν είναι λίγος ο φωτισμός και η συγκέντρωση του νου που χαρίζει η ανάγνωση, εφόσον πρόκειται για λόγια του Αγίου Πνεύματος, τα οποία οπωσδήποτε καθοδηγούν και διορθώνουν όσους τα μελετούν» (κεφ. 47).

Δεν είναι θέμα λοιπόν πολυτέλειας η μελέτη των λογίων του Αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για καθημερινή και αναγκαία τροφοδοσία της ψυχής για να μπορούμε να ζούμε ως άνθρωποι, ενόψει μάλιστα των παθών που μας ταλαιπωρούν και του Πονηρού που αδιάκοπα «ζητεί να μας καταπιεί»! Και μέσα στα αγιοπνευματικά αυτά λόγια πρέπει να εντάξουμε όχι μόνο βεβαίως τη βάση όλων, την Αγία Γραφή, αλλά και την Πατερική εκφορά της, είτε με τα ίδια τα κείμενα των Πατέρων είτε με την υμνογραφική διάστασή της είτε με τη συναξαριακή μορφή διά των βίων των αγίων. Όσο με άλλα λόγια μελετούμε τα πνευματικά κείμενα της Εκκλησίας μας και εμβαπτιζόμαστε σ’ αυτά, πορευόμαστε πάνω στον δρόμο του Θεού και έχουμε τον Ίδιο λαλούντα και ενεργούντα στην καρδιά μας.

Υπάρχει όμως ένα «αλλά». Κι αυτό είναι η άλλη πλευρά της προτροπής του οσίου: «να φωτίζεσαι από τη Γραφή, αλλά με τους κόπους κυρίως παρά με τα βιβλία»! Είναι η ίδια προτροπή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος μιλώντας για το ίδιο θέμα: την ωφέλεια από τη μελέτη της αγίας Γραφής, έλεγε: «Μην προχωρείς τη μελέτη αυτή πριν εφαρμόσεις τον προηγούμενο λόγο που διάβασες». Η μελέτη δηλαδή της Γραφής – και σ’ αυτό συμφωνούν όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας – γίνεται διά της πράξεως πρωτίστως και όχι τόσο διά της απλής αναγνώσεως. Η ανάγνωση έχει τεράστια σημασία στον βαθμό που ο πιστός έχει την αποφασιστική βούληση να εφαρμόζει αυτά που διαβάζει, στην καθημερινότητά του. Διαφορετικά τα ίδια τα λόγια της Γραφής γίνονται όπλα που στρέφονται κατά του ίδιου του εαυτού του (όσιος Μάρκος). Και τούτο γιατί το ζητούμενο είναι όχι το πώς θα πάρει ο άνθρωπος κάποιες πληροφορίες για τον Θεό, αλλά το πώς θα κάνει τον Θεό ένοικο της ψυχής του. «Ο Κύριος μακάρισε όχι αυτόν που έμαθε κάτι για τον Θεό, αλλά αυτόν που απέκτησε τον Θεό στην ύπαρξή του – το εν εαυτώ σχειν τον Θεόν» (άγιος Γρηγόριος Νύσσης).

10 Απριλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

      «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μάρκ. 9, 23)

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας μάς μεταφέρει λίγο καιρό πρό του Πάθους του Κυρίου. Κατέβηκε ο Κύριος από το Θαβώρ όπου είχε μεταμορφωθεί ενώπιον των τριών μαθητών Του και  αντιμετώπισε μία τραγική κατάσταση: την αγωνία ενός ανήμπορου πατέρα που το παιδί του ήταν δαιμονισμένο, αλλά και την αδυναμία των μαθητών Του να προσφέρουν κάτι θετικό για τη θεραπεία του παιδιού. Κι εκείνο που μας προβληματίζει, πέραν των άλλων, είναι η απάντηση του Κυρίου στον πατέρα, όταν εκείνος τον προκάλεσε αν μπορεί να κάνει καλά το παιδί του: «Ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ∙ τό Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».

1. Ο πατέρας του δαιμονισμένου παιδιού διαπιστώνει την αδυναμία του μπροστά στην ασθένεια του παιδιού του. Βλέπει ότι ανθρωπίνως δεν υπάρχει ίαση. Ασφαλώς είχε πάει το παιδί του στους ιατρούς και στους ιερείς της εποχής. Μα το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Και τότε καταφεύγει στον Χριστό, μετά μάλιστα την αδυναμία και των μαθητών Εκείνου. Αισθάνεται ότι Εκείνος μόνο μπορεί να έχει τη δύναμη που ο ίδιος, οι ιατροί, οι μαθητές δεν έχουν. Προφανώς η βαθειά του επιθυμία ήταν να μπορούσε αυτός ως πατέρας μπροστά στην τραγωδία του παιδιού του να ήταν παντοδύναμος. Να δώσει λύσει στο πρόβλημα του παιδιού του.

2. Η απάντηση του Κυρίου ήταν απρόσμενη. Του δίνει ο Κύριος να καταλάβει ότι η παντοδυναμία ναι μεν σχετίζεται με τον Θεό – ο Θεός είναι ο απόλυτα δυνατός – μα είναι και δυνατότητα του ανθρώπου. «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» τον βεβαιώνει. Κι ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό όχι για να είναι ένα απλό ον μέσα στη Δημιουργία του Θεού, αλλά να είναι η κορωνίδα και ο βασιλέας αυτής. «Μικρός Θεός επί τῆς γῆς». «Ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός» κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.  Η αμαρτία όμως ως επανάσταση κατά του Δημιουργού χάλασε τον άνθρωπο. Η δύναμή του μεταβλήθηκε σε αδυναμία. Κι αυτό γιατί έχασε την επαφή με την πηγή της δυνάμεως, τον Θεό. Αποκομμένος ο άνθρωπος της πτώσεως από τον Θεό έγινε μικρός, φοβισμένος και υπό συνεχή απειλή. Η δίψα όμως για παντοδυναμία παρέμενε, παίρνοντας όμως λανθασμένους δρόμους. Κι οι λανθασμένοι αυτοί δρόμοι ήταν δύο ειδών: (1) ο δρόμος της σχέσης με τα πονηρά πνεύματα, τον διάβολο, (2) ο δρόμος της στήριξης σε επίγειες «δυνάμεις»: το χρήμα, τη μόρφωση, την εξουσία.

Η πράξη όμως και η εμπειρία απέδειξαν και αποδεικνύουν το ψευδές των δρόμων αυτών. Διότι η σχέση πρώτον με τον διάβολο αποδεικνύεται διαχρονικά ότι αποτελεί υποδούλωση του ανθρώπου σ’ αυτόν που είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του και που οδηγεί στη μεγαλύτερη ανασφάλεια και στον μεγαλύτερο φόβο. Ο διάβολος ως γνωστόν με δηλωμένο το μίσος του προς τον άνθρωπο και όλη τη δημιουργία μόνο φόβο του δημιουργεί, ενώ ο ίδιος αποκαλύπτεται με τον ερχομό του Χριστού ότι είναι παντελώς ανίσχυρος. Δεν έχει δύναμη ούτε τα γουρούνια να πειράξει, γι’ αυτό και κατά την έκφραση του αγίου Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου «είναι σαν το φίδι που δεν έχει δηλητήριο και σαν το σκυλί που του έχουν αφαιρέσει τα δόντια». Δεύτερον, η στήριξη σε επίγειες δυνάμεις φαίνεται καθημερινά να αποτυγχάνει. Μία αρρώστια, μία αποτυχία, μία απλή πολλές φορές εναλλαγή των καταστάσεων του κόσμου τούτου, ένας ιός..., οδηγούν στο παταγώδες γκρέμισμα των ανθρωπίνων «παντοδυναμιών».

3. Ο Κύριος λοιπόν προσανατολίζει στην αληθινή παντοδυναμία. Κτίζει και πάλι τον αληθινό και δυνατό άνθρωπο που μπορεί τα πάντα. Με μία προϋπόθεση: ο άνθρωπος να ξαναβρεί την πίστη του στον Θεό. Για τον Κύριο ο ένθεος άνθρωπος, ακριβώς λόγω της απόλυτης δύναμης του Θεού, γίνεται και πάλι κι αυτός παντοδύναμος. «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι», λέει, «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Ο αληθινά πιστός είναι παντοδύναμος. Η πίστη είναι η ξεχασμένη και παραθεωρημένη από τον άνθρωπο δύναμη. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (απ. Παύλος).

4. Και μιλάμε για την πίστη ως σχετίζουσα τον άνθρωπο με τον παντοδύναμο Θεό, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο αυτό άλλη όραση του Θεού πέρα από την πίστη. Μόνο διά της πίστεως βλέπουμε και ζούμε τον Θεό στη ζωή αυτή, όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε μακάρισε όχι αυτούς που επιζητούν με τις αισθήσεις τους να Τον δουν, αλλά τους πιστούς σ’ Αυτόν. «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες» είπε. Μόνο μετά τη ζωή αυτή θα βλέπουμε τον Κύριο και θα Τον ζούμε «πρόσωπον πρός πρόσωπον». Μέχρι τότε όμως «διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι’ εἴδους».  «Ὅ νῦν ζῶ ἐν σαρκί ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (απόστολος Παύλος).

5. Κι είναι περιττό βεβαίως να υπενθυμίσουμε ότι δεν αναφερόμαστε σε μία πίστη θεωρητική, την οποία άλλωστε έχουν και τα δαιμόνια. Αναφερόμαστε στην πίστη εκείνη που αποκτάται μέσα στο ζωντανό σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία, στον βαθμό που ο άνθρωπος σωστά θα ενταχθεί σ’ αυτήν διά του εν μετανοία βαπτίσματος και χρίσματός του, ενώ ενεργοποιείται και ζωντανεύει κάθε φορά διά της αγάπης, δηλαδή διά της τηρήσεως της βασικής εντολής του Κυρίου. «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη». Έτσι όσο εφαρμόζει κανείς ως μέλος Χριστού την εντολή Αυτού και αγαπά: τον Θεό και τον άνθρωπο, τόσο και γίνεται παντοδύναμος, τόσο δηλαδή γίνεται διαφανής και μέσον προκειμένου να εκφραστεί δι’ αυτού η παντοδυναμία του Θεού.

Ο πατέρας του παραπάνω περιστατικού βρήκε το κουράγιο να πιστέψει και γι’ αυτό γεύτηκε τη δύναμη του Χριστού πάνω σ’ αυτόν και πάνω στο παιδί του. Εμείς έχουμε το κουράγιο αυτό; Όσο μένουμε πάντως  κρυμμένοι στη μιζέρια και την υποτιθέμενη αδυναμία μας, όσο δηλαδή απιστούμε στον Χριστό και στους λόγους Του, τόσο πράγματι η αδυναμία με διαρκώς αυξανόμενη ένταση θα γίνεται το γνώρισμα της ζωής μας. Η παντοδυναμία όμως του Χριστού πρόκειται ενώπιόν μας για να γίνει και δική μας.  Η Μεγάλη Σαρακοστή μάλιστα με την όλη ζωή της  αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση και πρόσκληση για τη μεγαλειώδη αυτή προοπτική. 

ΣΑΒΒΑΤΟΝ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τοῖς πάθεσι δουλώσας τῆς ψυχῆς μου τό ἀξίωμα, κτηνώδης ἐγενόμην, καί οὐκ ἰσχύω ἀτενίσαι πρός σέ Ὕψιστε∙ ἀλλά κάτω νενευκώς Χριστέ ὡς ὁ Τελώνης δέομαι κραυγάζων σοι∙ ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι καί σῶσόν με» (Στιχ. εσπ. Παρασκευής Δ΄ Νηστειών).

(Αφού υποδούλωσα το αξίωμα της ψυχής μου στα πάθη, έγινα σαν τα κτήνη και δεν έχω τη δύναμη να ατενίσω προς Εσένα, Ύψιστε. Γι’ αυτό και κάτω στη γη κλίνοντας το κεφάλι, Χριστέ, όπως ο Τελώνης προσεύχομαι με δυνατή φωνή: Θεέ μου, συγχώρεσέ με και σώσε με).

Το ήθος του Τελώνη ως πρότυπο για τον κάθε πιστό, με πρώτον τον εαυτό του, προβάλλει και πάλι ο άγιος υμνογράφος: το ήθος τελικώς της αγιότητας, αφού αυτό  δικαιώθηκε από τον Θεό κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου. Ποια τα χαρακτηριστικά του ήθους αυτού που επισημαίνει ο ποιητής; Η προσέλευση στον Κύριο τον Θεό με συναίσθηση της αμαρτωλότητας και με πίστη για τη σώζουσα αγάπη και το έλεός Του. Πρόκειται για το ισχυρό φως που ρίχνει ο ευαγγελικός και στη συνέχεια ο πατερικός και υμνολογικός λόγος που φωτίζει τη διπλή πραγματικότητα: ο Θεός είναι πλήρης αγάπης και ελέους∙ ο άνθρωπος λόγω της πτώσεως στην αμαρτία είναι πλήρης αδυναμιών και πονηριών. Η σύζευξη των δύο αυτών ενεργειών: της κίνησης προς τον άνθρωπο του ελέους του Θεού και της ανταπόκρισης του αμαρτωλού ανθρώπου ως αποδοχής αυτού του ελέους συνιστά το γεγονός της σωτηρίας και της δικαίωσης του ανθρώπου – ο άνθρωπος επανέρχεται στο πρώτο αξίωμα, να είναι παιδί του Πατέρα Θεού, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (άγ. Ιωάννης Ευαγγελιστής).

Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας προσδιορίζεται από τον άγιο υμνογράφο κατά την εικόνα και πάλι της Γραφής: ο απομακρυσμένος από τον Θεό άνθρωπος χάνει την ανθρωπινότητά του και αυτό που συνιστά τη θεοειδή ταυτότητά του. Γίνεται κτηνώδης, με την έννοια ότι καθορίζεται στη ζωή του από τα ένστικτά του και όχι από τον ηγεμονικό νου του. Κι είναι ευνόητο: ο νους χάνοντας τον φωτισμό του Θεού λόγω του εγκλωβισμού στην αμαρτία σκοτεινιάζει και αλλοιώνεται, οπότε ο άνθρωπος άγεται και φέρεται πια από τις εμπάθειες του εγωισμού του – ο άνθρωπος είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον συνάνθρωπό του όταν νιώθει ότι δεν ικανοποιείται το συμφέρον του. «Homo homini lupus», ο άνθρωπος γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπό του, κατά το λατινικό λόγιο.

Η εν μετανοία αίσθηση της αμαρτωλότητας, συμπληρώνει ο ποιητής, εκφράζεται και με τη στάση του σώματος. Ο μετανοών έχει σκυμμένο λόγω ντροπής το κεφάλι – δεν τολμά να κοιτάξει προς τα άνω, προς τον Ουρανό: το βλέπουμε στη στάση του μετανοημένου Τελώνη.  Είναι το βίωμα που το έχει βιώσει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, όταν κατανοεί ένα σφάλμα του και ζητάει να το διορθώσει. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση του υμνογράφου: η μετάνοια έχει ψυχοσωματικό χαρακτήρα, γιατί ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Ολόκληρος αμαρτάνει και ολόκληρος μετανοεί. Συνεπώς και το σώμα μετέχει στο γεγονός της μετανοίας, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας με σοφό τρόπο έχει καθορίσει σειρά σωματικών ενεργειών αποδεικτικών της διάθεσης του ανθρώπου για σχέση με τον Θεό: μετάνοιες μικρές και μεγάλες, χαμαικοιτίες, ορθοστασίες, αγρυπνίες, νηστείες. Έτσι το «Κύριε ἐλέησόν με», «Κύριε σῶσόν με», το φωνάζει και η ψυχή και το σώμα μας – ο άνθρωπος που μετανοεί βρίσκεται σε μία μεγάλη ένταση που ενεργοποιεί και την κάθε ίνα του σώματός του.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε΄ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Ο άγιος καταγόταν από την Πελοπόννησο. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς άνθρωποι, γι’  αυτό και τον ανέθρεψαν με φόβο Κυρίου. Σπούδασε στη Σμύρνη κι έζησε βίο αγγελικό, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης της σπουδαίας αυτής πόλεως. Όταν χήρευσε ο Πατριαρχικός θρόνος Κωνσταντινούπολης, τον Γρηγόριο κάλεσαν και ψήφισαν για νέο Πατριάρχη. Δύο φορές εκδιώχθηκε χωρίς λόγο, καταφεύγοντας στο Άγιον Όρος, και δύο φορές ανακλήθηκε στη θέση του. Κατά την τρίτη Πατριαρχία του ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση, οπότε ο Γέρων Πατριάρχης προβλέποντας καθαρά τον θάνατό του που θα γινόταν για χάρη του Γένους, ατρόμητα ανέλαβε να σηκώσει τη θυσία του με καρτεροψυχία. Ανήμερα το Πάσχα του 1821, βλέποντας ο σουλτάνος τους ορθοδόξους λαούς να θέλουν να απελευθερωθούν, αποφασίζει να κρεμάσει τον Πατριάρχη σε αγχόνη. Τον άφησε κρεμασμένο στο ξύλο τρεις ημέρες, κι έπειτα τον εξέδωσε στους Εβραίους. Αυτοί τον κακοποίησαν και τον έσυραν σε όλες τις οδούς της Πόλεως, ρίχνοντάς τον τέλος στη θάλασσα. Η Πρόνοια όμως του Κυρίου κράτησε αβλαβές το λείψανό του, στέλνοντάς το σε χέρια ευσεβών. Έτσι ο μάρτυς Πατριάρχης «κατέφυγε» αισίως στο άσυλο των Ρώσων, όπου εκεί τον δέχτηκαν όπως πρέπει και τον κήδευσαν στην Οδησσό. Μετά 50 έτη έγινε η μετακομιδή των λειψάνων του, τα οποία τοποθετήθηκαν με λαμπρές εκδηλώσεις στη Μητρόπολη των Αθηνών, όπου και παραμένουν μέχρι σήμερα».

Δεν θα μας απασχολήσει η φιλολογία ιστορικών και μη περί τη βιοτή και τη θυσία του αγίου Γρηγορίου Ε΄- εκφεύγει των ορίων του άρθρου μας. Εκείνο που θέλουμε να πούμε είναι ό,τι κεντρικό τονίζει η ακολουθία του αγίου, που αναφέρεται στον διπλό χαρακτήρα, εθνικό και θρησκευτικό, του δι’  απαγχονισμού μαρτυρίου του.

Πρώτον. Ο Πατριάρχης οδηγείται στο μαρτύριο με απόλυτη αυτοσυνειδησία ότι ο θάνατός του θα λειτουργήσει ως αποκατάσταση των Ελλήνων στην προγονική τους δόξα. «Ποθώντας ο Πατριάρχης να αναλάβει και πάλι το γένος της Ελλάδας τη δόξα των προγόνων τους, υπέμεινε να αναρτηθεί στην αγχόνη από το δυσσεβές γένος, ο αθώος ως ένοχος». Κι ας προσέξουμε: όχι μόνο θέλοντας ή έχοντας μία διάθεση, αλλά «ποθώντας», που σημαίνει ότι έκαιγε στην καρδιά του η ακατανίκητη δύναμη για λύτρωση των Ελλήνων μέσω της θυσίας του – ό,τι πόθο είχε και ο άγιος Ιγνάτιος για τον «Εσταυρωμένο έρωτά του Χριστό». «Δεν μπορώ να ησυχάσω και να αναπαυτώ, μέχρις ότου δω το ελληνικό έθνος ελεύθερο από τη δουλεία».  

Για τον επίσκοπο υμνογράφο Νικόλαο Κοκκίνη (και τον επιμελητή επίσης επίσκοπο Αβέρκιο Λαμπίρη) είναι σαφές ότι η απόφαση θυσίας του Πατριάρχη ήταν απόφαση του ίδιου του Παντοκράτορος Κυρίου που επιθυμούσε την ελευθερία των υποδούλων διά του δούλου Του Γρηγορίου. «Ας δοξολογήσουμε οι πιστοί τον τρισυπόστατο Παμβασιλέα Θεό, που μας λύτρωσε διά του απαγχονισμού του θείου Πατριάρχου» σημειώνει. Για να εξαγγείλει παρεμφερώς αλλού ό,τι είπε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή Του για την ελευθερία της Πατρίδος μας και δεν την παίρνει πίσω» είπε ο Γέρος του Μοριά. «Ο Παντοκράτωρ έγραψε στους ουρανούς με τον κάλαμο της απόφασής Του, να λυτρωθεί το δικό Του Γένος από τον ζυγό» υμνολόγησε ο άλλος.

Και δεύτερον: η θυσία του Πατριάρχη σφραγίζεται από το χριστιανικό στοιχείο. Ο Πατριάρχης θυσιάζεται για το έθνος του, φανερώνοντας όμως την πιστότητά του στο ευαγγέλιο του Χριστού – «υπέρ πίστεως και του έθνους». Το μαρτύριό του ήταν ο μισθός της αγιότητάς του, «τό τελειωθῆναι δι’ αἵματος», γεγονός που έδειχνε τη χαρισματική πορεία όλης της ζωής του. Γιατί; Διότι ως διπλή κεφαλή: του Έθνους και της Εκκλησίας, κινητήρια δύναμη είχε την αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο – ό,τι χαρακτηρίζει κάθε μαθητή του Χριστού. «Πόσο γενναία και αδαμάντινη η ψυχή σου, αξιομακάριστε Γρηγόριε. Γιατί είχες ανένδοτη την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον».

Το μαρτύριό του έτσι πλαισιώνουν άγγελοι, αποκαλύπτει ο υμνογράφος: παρίστανται σ’ αυτό, του ετοιμάζουν στεφάνια την ώρα που απαγχονίζεται, του φορούν τα στεφάνια την ώρα που διασύρεται το τίμιο λείψανό του, του ετοιμάζουν τόπο μαζί με τους παλαιούς μάρτυρες για τη θριαμβευτική είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού.

Κι ίσως εκείνο που μπορεί να περιγράψει τη στάση των πιστών Ελλήνων απέναντι στον άγιο ιερομάρτυρα να είναι αυτό που συνιστούν οι ίδιοι οι άγγελοι, όπως βάζει τα λόγια στο στόμα τους ο υμνογράφος στο συγκλονιστικό δοξαστικό του εσπερινού, συντεθειμένο αναλογικά προ το δοξαστικό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σε οκτώ ήχους. «Οι υπέρτατες των ουρανών δυνάμεις που προπορεύονται μαζί με τον Δεσπότη Χριστό, κραυγάζουν στον όχλο που ακολουθεί (τη σορό του Πατριάρχη): Γιατί σίγησε η γλώσσα όλων σας και δεν φωνάζετε με δυνατή φωνή και θάρρος;  Να, έφθασε ο υπέρμαχος της Ελλάδος. Υψώστε τα χέρια και αποδώστε όλοι ευχαριστίες προς τον αρχιερέα πατέρα σας. Διότι μέσω αυτού πραγματοποιήθηκε η ποθητή σωτηρία μας των Ελλήνων. Δεν έχουμε δύναμη να τον υμνολογήσουμε, και πράγματι δεν είναι εύκολο να προσφέρουμε ύμνο αντάξιό του. Διότι ο τρόπος της ζωής του υπερβαίνει κάθε εγκώμιο».  

09 Απριλίου 2021

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ (Δ΄ΣΤΑΣΗ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ)

 

 ΣΤΑΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων· ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, κατεσκεύασέ σε Ποιητὴς Ἄχραντε, οἰκήσας ἐν τῇ μήτρᾳ σου, καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·

Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας· χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτηρίας.

Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως· χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.

Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς· χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.

Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα· χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.

Χαῖρε, παστὰς ἀσπόρου νυμφεύσεως· χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.

Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων· χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε Ἁγίων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Τεῖχος εἶσαι προστατευτικὸ τῶν παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, καθὼς καὶ ὅλων ὅσοι προστρέχουν στὴ χάρη σου. Γιατὶ ὁ Ποιητὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἀνέδειξε στὸ θεομητορικό σου ἀξίωμα, ἄχραντε, σκηνώνοντας στὴ μήτρα σου καὶ διδάσκοντας ὅλους νὰ σὲ προσφωνοῦν·

Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας· χαῖρε ἡ πύλη ποὺ ὁδηγεῖς στὴ σωτηρία.

Χαῖρε, ἀρχὴ τῆς νοητῆς ἀνάπλασής μας, χαῖρε χορηγὲ τῆς θεϊκῆς εὐσπλαγχνίας.

Χαῖρε, γιατὶ ἐσὺ ἀναγέννησες αὐτοὺς ποὺ συνελήφθησαν αἰσχρῶς (ποὺ ἔπεσαν στὰ δίχτυα τῆς ἁμαρτίας)· χαῖρε, γιατὶ ἐσὺ νουθέτησες αὐτοὺς τῶν ὁποίων ὁ νοῦς εἶχε πλανηθεῖ.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ καταργεῖς ἐκεῖνον (τὸν διάβολο) ποὺ ἔφθειρε τὸ μυαλό μας· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ γέννησες τὸν σπορέα τῶν ἁγνῶν λογισμῶν.

Χαῖρε, δωμάτιο νυφικὸ στὸ ὁποῖο τελέστηκε ἡ ἄσπορη νύμφευση· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἑνώνεις τοὺς πιστοὺς μὲ τὸν Κύριο.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἀνατρέφεις καλῶς τὶς παρθένες (ψυχές)· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ στολίζεις σὰν νύφες τὶς ἅγιες ψυχές.

Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε.

ΛΞ: συληθέντας: που έχουν πλανηθεί, παστάς: νυφικός θάλαμος, αρμόζουσα: που ενώνει, κουροτρόφε: ανατροφέα, νυμφοστόλε: στολίζεις σαν νύφες.

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου· ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδάς, ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν, τοῖς σοὶ βοῶσιν· Ἀλληλούϊα.

Κάθε ὕμνος (ἀνθρώπινος) ἀποδεικνύεται μηδαμινός, ὅταν συγκριθεῖ μὲ τὸ πλῆθος τῆς μεγάλης Σου εὐσπλαγχνίας· γιατὶ κι ἂν ἀκόμα Σοῦ ἀναπέμπαμε τόσους ὕμνους ὅσους καὶ οἱ κόκκοι τῆς ἄμμου, Βασιλέα Ἅγιε, τίποτε δὲ θὰ κάναμε ἀντάξιο στὰ ὅσα πρόσφερες σὲ μᾶς ποὺ σοῦ φωνάζουμε δυνατά· Ἀλληλούϊα.ΛΞ: Ξένον: παράδοξο, ξενωθώμεν: ας αποξενωθούμε.

ΛΞ: ηττάται: σβήνει, συνεκτείνεσθαι: συγκρινόμενος, ισαρίθμους: όσοι ακριβώς, ψάμμω: κόκκοι της άμμου.

                                  

Φωτοδόχον λαμπάδα, τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν, ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον· τὸ γὰρ ἄϋλον ἅπτουσα φῶς, ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας, αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα, κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·

Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἡλίου· χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.

Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα· χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.

Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν· χαῖρε, ὅτι τὸν πολύῤῥητον ἀναβλύζεις ποταμόν.

Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον· χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ῥύπον.

Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν· χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.

Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας· χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Σὰν λαμπάδα φωτεινή, ποὺ φάνηκες σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν στὸ σκοτάδι, σὲ βλέπουμε ἁγία Παρθένε· γιατὶ ἀνάβεις τὸ ἄυλο φῶς καὶ ὁδηγεῖς σὲ γνώση θεϊκὴ ὅλους, φωτίζοντας μὲ καθαρὸ σὰν τὴν αὐγὴ φῶς τὸ νοῦ μας καὶ τιμᾶσαι μὲ δυνατὴ φωνὴ ὡς ἑξῆς·

Χαῖρε ἀκτίνα τοῦ νοητοῦ Ἡλίου (τοῦ Χριστοῦ)· χαῖρε, οὐράνιο φῶς ποὺ ἡ λάμψη σου ποτὲ δὲ σβήνει.

Χαῖρε ἀστραπὴ ποὺ καταλάμπεις τὶς ψυχές· χαῖρε, βροντὴ ποὺ τοὺς ἐχθροὺς (τοὺς δαίμονες) φοβερίζεις.

Χαῖρε, γιατὶ ἀνατέλλεις τὸ πλουσιότερο φῶς (τοῦ Χριστοῦ), χαῖρε γιατὶ ἀναβλύζεις τὸν ἀστείρευτο ποταμό.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ εἰκονίζεις τὸν τύπο τῆς κολυμβήθρας· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἀπαλείφεις τὸ ρύπο τῆς ἁμαρτίας.

Χαῖρε λουτήρα (λουτρὸ) ποὺ ξεπλένεις τὴ συνείδηση· χαῖρε, κανάτι ποὺ κερνᾶς ἀγαλλίαση.

Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς εὐωδίας τοῦ Χριστοῦ· χαῖρε, ζωὴ τῆς μυστικῆς τράπεζας.

Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε.

ΛΞ: άπτουσα: ανάβοντας, βολίς: τροχιά, πολύρρητον: αστείρευτο, ζωγραφούσα τον τύπον: εικονίζεις, κιρνών: που κερνάς, ευωχίας: συμποσίου

                                 
Χάριν δοῦναι θελήσας, ὀφλημάτων ἀρχαίων, ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι᾿ ἑαυτοῦ, πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος· καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως· Ἀλληλούϊα.

Ὁ πληρωτὴς τοῦ χρέους ὅλων τῶν ἀνθρώπων, θέλοντας νὰ πληρώσει τὶς παλιὲς ὀφειλές, ἦλθε αὐτοπροσώπως πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν μακριὰ ἀπ᾿ τὴ θεία Χάρη Του· καὶ ἀφοῦ ἔσχισε τὸ γραμμάτιο τῆς ὀφειλῆς, ἀκούει ἀπ᾿ ὅλους Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: οφλημάτων: οφειλές, το χειρόγραφον: το γραμμάτιο.


Ψάλλοντές σου τὸν τόκον, ἀνυμνοῦμέν σε πάντες, ὡς ἔμψυχον ναὸν Θεοτόκε· ἐν τῇ σῇ γὰρ οἰκήσας γαστρί, ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος, ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοι πάντας·

Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου· χαῖρε, Ἁγία Ἁγίων μείζων.

Χαῖρε, Κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι· χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.

Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν· χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.

Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος· χαῖρε, τῆς βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.

Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐγείρονται τρόπαια· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.

Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία· χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Καθὼς ψέλνουμε ὕμνους στὸν τόκο σου (στὸ Χριστό), Θεοτόκε, ἐσένα ἀνυμνοῦμε ὡς ἔμψυχο ναὸ τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ μὲ τὸ νὰ κατοικήσει στὴ κοιλιά σου ὁ Κύριος, ποὺ κρατεῖ στὸ χέρι Του τὰ πάντα, σὲ ἁγίασε, σὲ δόξασε καὶ δίδαξε ὅλους νὰ σοῦ φωνάζουν·

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔγινες σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἀναδείχτηκες Ἁγία πάνω ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Ἁγίους.

Χαῖρε, κιβωτὲ ποὺ χρυσώθηκες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀνεξάντλητε.

Χαῖρε, στέμμα πολύτιμο βασιλέων εὐσεβῶν· χαῖρε, σεβάσμιο καύχημα ἱερέων εὐλαβῶν.

Χαῖρε, ὁ ἀκλόνητος πύργος τῆς Ἐκκλησίας· χαῖρε, τὸ ἀπόρθητο τεῖχος τῆς βασιλείας.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ μὲ τὴ χάρη σου στήνονται τρόπαια (νίκες πνευματικές)· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ μὲ τὴ δύναμή σου οἱ ἐχθροὶ συντρίβονται.

Χαῖρε, τοῦ σώματός μου ἡ θεραπεία· χαῖρε, τῆς ψυχῆς μου ἡ σωτηρία.

Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε.

ΛΞ: μείζων: ανώτερη, αδαπάνητε: ανεξάντλητε, χρωτός: σώματος.

 


Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων Ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον (ἐκ γ´)· δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας· καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως, τοὺς σοὶ βοῶντας· Ἀλληλούϊα.

Ὦ πανύμνητη Μητέρα, ποὺ γέννησες τῶν Ἁγίων ὅλων τὸν Ἁγιώτατο Λόγο (3 φορές)· ἀφοῦ δέχτηκες αὐτὴ τὴν προσφορὰ τῆς δοξολογίας μας, φύλαξέ μας ὅλους ἀπὸ κάθε συμφορὰ καὶ λύτρωσε ἀπὸ τὴ μέλλουσα κόλαση ἐμᾶς ποὺ σοῦ φωνάζουμε δυνατὰ Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: ρύσαι: σώσε