24 Απριλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Τήν Κυριακή τῶν Βαΐων ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τή θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ στά ᾽Ιεροσόλυμα. Πολύς κόσμος εἶχε μαζευτεῖ στήν πόλη, ὄχι μόνο γιά νά δοῦν τόν Χριστό, ἀλλά καί τό φίλο Του Λάζαρο, πού τόν εἶχε ἀναστήσει πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες. Κρατώντας στά χέρια κλαδιά ἀπό φοίνικες, ρίχνοντας κάτω τά ροῦχα τους Τόν ἐπευφημοῦσαν κατά τήν εἴσοδό Του, καθισμένο πάνω σέ πουλάρι καί προπορευόμενο τῶν μαθητῶν Του, μέ τά λόγια: ῾᾽Ωσαννά τῷ Υἱῷ Δαυΐδ. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου᾽! Ἡ πόλη πράγματι σείστηκε ἀπό τόν παλμό καί τό πλῆθος τῶν συγκεντρωμένων, μεγάλων καί μικρῶν, ἀνδρῶν, γυναικῶν καί παιδιῶν. ᾽Αλλά τό γεγονός αὐτό δημιουργεῖ καί προβλήματα καί ἀπορίες, δύο ἀπό τίς ὁποῖες θά δοῦμε καί θά σχολιάσουμε.

1. Τό πλῆθος πού σήμερα ἐπευφημεῖ τόν Κύριο καί Τόν δοξολογεῖ, τό ἴδιο σέ λίγες ἡμέρες θά καταφέρεται ἐναντίον Του καί θά κραυγάζει μανιασμένο, καθοδηγούμενο βεβαίως ἀπό τούς ἀρχιερεῖς τῶν ᾽Ιουδαίων καί τούς ἐγκαθέτους τους :῾ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν!᾽ Κι αὐτό θά πεῖ: δέν μπορεῖ κανείς νά ἔχει μεγάλη ἐμπιστοσύνη στίς ἐκδηλώσεις τοῦ πλήθους. Τό πλῆθος εὔκολα παρασύρεται, γινόμενο ὄχλος, ὅταν εὑρεθοῦν κάποιοι ἐπιτήδειοι λαοπλάνοι. Κι αὐτό γιατί δυστυχῶς γνώρισμα τοῦ πλήθους - ὄχλου εἶναι ἡ ἀκρισία. Οἱ πολλοί, μαζεμένοι καί φανατισμένοι συνήθως, δέν θέτουν σέ λειτουργία τό νοῦ καί τό μυαλό τους. ᾽Αφήνονται στούς λίγους πού ἔχουν σκοπό τήν καθοδήγηση τῶν πολλῶν καί πού γνωρίζουν πολύ καλά νά ἐξάπτουν τά συναισθήματα καί τίς πιό σκοτεινές παρορμήσεις τους. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Κύριος δέν ἔδωσε – καί δέν ἔδινε γενικότερα - ἰδιαίτερη σημασία στίς ἐκδηλώσεις αὐτές θριάμβου τοῦ πλήθους ἀπέναντί Του. ῾Οὐκ ἐπίστευεν ἑαυτόν αὐτοῖς, διά τό Αὐτόν γινώσκειν πάντα. Αὐτός γάρ ἐγίνωσκε τί ἦν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν᾽!

2. Τό πλῆθος πού ζητωκραύγαζε τον Χριστό, ἀποθέωνε κάποιον πού ἡ ἀληθινή εἰκόνα Του δέν ἦταν αὐτή πού εἶχε κατά νοῦ ἐκεῖνο. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Οἱ ᾽Ιουδαῖοι τῶν δύο κυρίως τελευταίων αἰώνων πρό Χριστοῦ, ἑπομένως καί ὅλοι οἱ συγκεντρωμένοι, ἀκόμη καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, προσδοκοῦσαν ἕναν Μεσσία πού θά ἐρχόταν ὡς θριαμβευτής, ὡς βασιλιάς δυνατός, κατεβαίνοντας ἀπό τούς οὐρανούς καί φέρνοντας μαζί του δυνάμεις καί πλούτη πολλά, διώχνοντας μάλιστα καί τίς ξενικές δυνάμεις κατοχῆς, ἐν προκειμένῳ τούς Ρωμαίους. Τίς προφητεῖες τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἰδίως τοῦ Ἡσαΐα, περί τοῦ Μεσσία ὡς ῾τοῦ πάσχοντος δούλου τοῦ Θεοῦ᾽, ὡς ἐκείνου πού θά ὑφίστατο δεινά ἀπό τούς ἀνθρώπους, τίς εἶχαν ξεχάσει, μᾶλλον τίς εἶχαν διαστρεβλώσει. Ἕνας Μεσσίας πάσχων ἐθεωρεῖτο πιά ὡς σκάνδαλο καί ὡς βλασφημία. ᾽Αντέβαινε προφανῶς καί στή λογική τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. ῎Επρεπε κανείς νά ἀλλάξει ριζικά, νά μετανοήσει, νά μπεῖ στό χῶρο τῆς χάρης τῆς κλήσεως τοῦ Χριστοῦ, γιά νά Τόν δεῖ ὅπως πράγματι εἶναι: ὡς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος καί ῾ἔδει παθεῖν᾽ προκειμένου νά σώσει τήν πεσμένη στήν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα. ῞Ενας Θεός ἀδύναμος καί πάνω στόν Σταυρό δέν μπορεῖ νά σταθεῖ στήν λογική τοῦ ὅποιου ἀνθρώπου, ἀκόμη καί τοῦ ᾽Ιουδαίου. Θά παραμένει πάντοτε ῾᾽Ιουδαίοις μέν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δέ μωρία᾽.

3. Τά παραπάνω σημεῖα πού πράγματι προβληματίζουν λειτουργοῦν παραδειγματικά καί σέ μᾶς.

Τό πρῶτο: Κριτήριο πάντοτε στή ζωή μας δέν πρέπει νά ἔχουμε τή γνώμη τῶν πολλῶν, ὅταν μάλιστα αὐτοί οἱ πολλοί κινοῦνται στό ἐπίπεδο τοῦ ὄχλου, διότι δυστυχῶς τίς περισσότερες φορές ἀκολουθοῦν ῾τήν πλατεῖαν ὁδόν, τήν ἀπάγουσαν εἰς τήν ἀπώλειαν᾽. Ὁ Θεός καί τό ἅγιο θέλημά Του εἶναι τό ρυθμιστικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ, ὅταν μάλιστα αὐτό τό θέλημά Του εἶναι γνωστό καί ἀπό τήν πρώτη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, στό χῶρο τῆς Π. Διαθήκης, πολύ περισσότερο ὅμως μετά τόν ἐρχομό τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας. ῾Συνιέντες τί τό θέλημα τοῦ Κυρίου᾽ μᾶς προτρέπει ὁ ἀπ. Παῦλος, ἀκολουθώντας βεβαίως αὐτό πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔλεγε: ῾γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ καί ῾Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν᾽. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ Χριστιανός γίνεται ἀληθῶς ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτό θά πεῖ ὅτι εἶναι ἕτοιμος νά συγκρουστεῖ μέ τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία καί ὑποταγμένο στό διάβολο κόσμο, συνεπῶς θά πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος καί νά ἀνέβει μαζί μέ ᾽Εκεῖνον στόν σταυρό. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσι᾽. ῾Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται᾽.

Τό δεύτερο: Θά πρέπει πάντοτε νά προβληματιζόμαστε, ἄν ἡ εἰκόνα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ πού ἔχουμε ἐμεῖς πιά οἱ Χριστιανοί εἶναι πράγματι αὐτή πού φανέρωσε ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός. Καί τοῦτο γιατί πολύ συχνά ἡ εἰκόνα αὐτή διαστρεβλώνεται ἀπό δικές μας ἀπόψεις. Δέν εἶναι λίγες δυστυχῶς οἱ φορές πού τό προσωπικό μας στοιχεῖο εἶναι αὐτό πού ἔχει τήν προτεραιότητα, κάτι πού τό βλέπουμε κάθε φορά στήν τραγική ἱστορία τῶν αἱρέσεων. Οἱ διάφοροι αἱρετικοί ἀνά τούς αἰῶνες αὐτό ἀκριβῶς ἔκαναν: ἔθεταν ὑπό τή δική τους κρίση αὐτό πού ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀποκάλυπτε. Κι ἀντί νά κρίνονται ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔκριναν ἐκεῖνοι αὐτόν. ῎Ετσι τόν διαστρέβλωναν, ὁπότε ὁ Χριστός ἦταν γιά ἐκείνους περισσότερο μιά ἰδέα τοῦ μυαλοῦ τους καί ὄχι ἡ ἱστορική πραγματικότητα. Ὁ ἀρειανισμός, ὁ νεστοριανισμός, ὁ μονοφυσιτισμός, ἀκόμη οἱ εἰκονομάχοι εἶναι κλασικά δείγματα ἱστορικῶν ἀποκλίσεων ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.

Τί εἶναι αὐτό πού διαφυλάσσει τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς κρατάει ἑπομένως ῾ἀνοιχτούς᾽ στήν πραγματικότητα τῆς σχέσης Του; Μόνον ἡ ᾽Εκκλησία καί ἡ παραμονή ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ. ᾽Εκείνη ὡς τό ζωντανό σῶμα Του κρατάει ἀνόθευτη τήν εἰκόνα Του καί μᾶς Τόν προσφέρει ὅπως φανερώθηκε. Κι αὐτό σημαίνει: κάθε φορά πρέπει νά ἐπιβεβαιώνουμε τή χριστιανοσύνη μας μέ τό βαθμό τῆς ἐκκλησιαστικότητάς μας. Ἡ ζωή στήν ᾽Εκκλησία, ἡ ἔνταξή μας στό ρυθμό της μέσα ἀπό τίς ἅγιες ἀκολουθίες της καί ἡ μίμηση τῶν κατεξοχήν ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων, τῶν ἁγίων, εἶναι ἐκεῖνο πού πρέπει ν᾽ ἀποτελεῖ τή διαρκή ἔγνοια μας. Τελικά, δέν ἀρκεῖ - δέν χρειάζεται καθόλου - νά ζητωκραυγάζουμε (γιά) τόν Χριστό, ἀλλά νά ἔχουμε τήν ἀγωνία νά ἀφουγκραζόμαστε τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς Του. Κι αὐτό παραπέμπει σ᾽ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό ὕφος καί ἦθος: παραπέμπει σέ ἀπόφαση θανάτου τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, γιά νά μετάσχουμε στό Σταυρό Του, πού θά πεῖ νά ἀναστηθοῦμε καί μαζί Του, ἤδη ἀπό τό ἐδῶ καί τό τώρα.

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

«Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα.

      Λέγεται δε ότι μετά την ανάστασή του δεν έφαγε τίποτε χωρίς να βάλει και κάτι πικρό στο φαγητό και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη του Θεού Μητέρα με τα χέρια της και του το χάρισε. Το τίμιο και άγιο λείψανό του ο σοφότατος βασιλιάς Λέων, από κάποια θεία όραση κινούμενος έστειλε και το πήρε από εκεί και το κατέθεσε με σεμνότητα και με πολυτέλεια στον Ναό που έκτισε στην Κωνταντινούπολη προς τιμή του. Και τώρα ακόμη παραμένει το τίμιο λείψανό του, που βγάζει κάποια άρρητη ευωδία. Τάχθηκε δε να εορτάζεται η έγερσή του κατά τη σημερινή ημέρα, διότι οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, μάλλον δε οι άγιοι Απόστολοι, μετά την κάθαρση της σαρανταήμερης νηστείας, ενόψει των αγίων Παθών του Κυρίου μας, επειδή βρήκαν αυτό το θαύμα ότι ήταν η αρχή και μάλιστα η αιτία της μανίας των Ιουδαίων κατά του Χριστού, γι' αυτό λοιπόν έθεσαν εδώ το υπερφυσικό αυτό τεράστιο θαύμα. Αυτό λοιπόν το θαύμα μόνος ο ευαγγελιστής Ιωάννης το έγραψε, διότι οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν. Ίσως γιατί ήταν ζωντανός ο Λάζαρος και τον έβλεπαν. Λέγεται μάλιστα ότι και γι' αυτό ακριβώς συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο και ότι οι άλλοι δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην άναρχη Γέννηση του Χριστού. Διότι αυτό ήταν το ζητούμενο να πιστευθεί, δηλαδή ότι ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και Θεός. Και ότι αναστήθηκε και θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο με την ανάσταση του Λαζάρου γίνεται περισσότερο πιστευτό. Ο Λάζαρος δε δεν είπε τίποτε για τα εν Άδη ή διότι δεν του επέτρεψε ο Θεός να δει τελείως τα εκεί ή διότι τα είδε μεν, αλλά πήρε εντολή να κρατήσει σιωπή γι' αυτά. Από τότε και μετά, κάθε άνθρωπος που μόλις έχει πεθάνει λέγεται Λάζαρος, ενώ το εντάφιο ένδυμα ονομάζεται Λαζάρωμα, καθώς τον παρακινεί ο λόγος να θυμηθεί τον πρώτο Λάζαρο. Διότι αν εκείνος με τον λόγο του Χριστού αναστήθηκε και ξανάζησε πάλι, έτσι κι αυτός: μολονότι πέθανε, όμως θα αναστηθεί με την τελευταία σάλπιγγα και θα ζήσει αιώνια»[1].

      Η ανάσταση του Λαζάρου από τον Κύριο θεωρείται από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη πρώτα από όλα γεγονός που φανερώνει τη διπλή φύση Του, την ανθρώπινη και τη θεϊκή. Η μεν ανθρώπινη φύση Του φανερώνεται όταν  ο Κύριος ερωτά, σαν να αγνοεί, τον τόπο της ταφής του φίλου Του, αλλά και όταν κλαίει για τον θάνατό του. Η δε θεϊκή φύση Του αποκαλύπτεται, όπως είναι φυσικό, από την ανάσταση του Λαζάρου, καθώς η ισχύς του θεϊκού λόγου Του βγάζει από το χώρο των κεκοιμημένων τον Λάζαρο, αλλά και προηγουμένως, από τη πρόγνωση του θανάτου του. Τα συγκεκριμένα τροπάρια και οι στίχοι που καταγράφουν την "διπλόην" αυτήν του Κυρίου είναι πάμπολλα. Για παράδειγμα, ως προς την ανθρώπινη φύση Του: "Αφού έγινες ουσιαστικά άνθρωπος κατά τη φύση, Χριστέ, από την Παρθένο, ρωτούσες ως άνθρωπος να μάθεις για τον τάφο του, ενώ δεν αγνοούσες ως Θεός πού βρισκόταν"[2] (ωδή α΄). "Ενώ ήξερες, ρωτούσες, λέγει: Πού τον έχετε βάλει; Και προσευχήθηκες στον Πατέρα, χύνοντας δάκρυα ως άνθρωπος"[3] (κάθισμα όρθρου). "Θρηνείς, Ιησού. Αυτό είναι γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης"[4] (στίχος συναξαρίου). Ως προς τη θεϊκή φύση Του: "Δίνεις ζωή στον φίλο Σου. Αυτό είναι γνώρισμα της θεϊκής δύναμής Σου"[5] (στίχος συναξαρίου). "Έδειξες σε όλους το γνώρισμα της υπέρθεης θεότητάς Σου, καθώς ανέστησες από τους νεκρούς τον τετραήμερο στον τάφο Λάζαρο, Δέσποτα"[6] (ωδή α΄). "Συ που δημιούργησες όλον τον κόσμο από το μηδέν και γνωρίζεις τα κρυφά των καρδιών, προλέγεις ως Κύριος στους μαθητές την κοίμηση του Λαζάρου"[7] (ωδή α΄). Έτσι "προβάλλοντας ο Κύριος δύο ενέργειές Του, δείχνει και τη διπλή φύση Του. Ότι δηλαδή είναι Θεός και άνθρωπος"[8] (ωδή γ΄).

      Η ανάσταση του Λαζάρου όμως συνιστά κατά τον υμνογράφο σημαντικό γεγονός, γιατί δείχνει και την αξιοπιστία της ανάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος δηλαδή που είχε προείπει την ανάστασή Του είναι επόμενο να καθιστά εντελώς αξιόπιστη την προφητεία Του, με την ανάσταση εκ νεκρών που κάνει στον Λάζαρο. Αφού με άλλα λόγια ανέστησε έναν άνθρωπο εκ νεκρών, γιατί να μην μπορεί να αναστήσει και τον εαυτό Του; Η λογική του Κυρίου εν προκειμένω είναι παρεμφερής με τη λογική και των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, όπως έπειτα και με τις προφητείες της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Τι θέλουμε να πούμε; Στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης βλέπουμε ότι για να καταστήσουν αξιόπιστες τις προφητείες τους περί του ερχόμενου Μεσσία, περί ενός δηλαδή μακρινού γεγονότος, έλεγαν προφητείες που αναφέρονταν σε βάθος λίγου χρόνου. Επιβεβαιώνονταν οι προφητείες αυτές σύντομα, συνεπώς και ο λόγος για τον Μεσσία εθεωρείτο αξιόπιστος. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αποκάλυψη του Ιωάννη: ο Ιωάννης για να μιλήσει περί της αλήθειας του ερχομού του Κυρίου κατά τη Δευτέρα Του παρουσία, ομιλεί περί γεγονότων που επαληθεύονταν σε μικρό χρονικό διάστημα. Η λογική λοιπόν και στο γεγονός της ανάστασης του Λαζάρου είναι το ίδιο: Αυτός που ανασταίνει τον Λάζαρο, δείχνοντας ότι είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο Ίδιος σε λίγες ημέρες θα αναστηθεί από τους νεκρούς. "Δείχνοντας, Λόγε, ότι η Ανάστασή Σου αξίζει να πιστευτεί πράγματι, ανέστησες σαν από ύπνο τον φίλο σου, που ήδη μύριζε άσχημα, δηλαδή τον τετραήμερο νεκρό από το μνήμα"[9] (ωδή α΄). 

      Και βεβαίως η ανάσταση του Λαζάρου που παραπέμπει στην Ανάσταση του Κυρίου, προχωρά κατ' επέκταση και στην ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων. Η Ανάσταση του Κυρίου άλλωστε γι' αυτό έγινε. Όχι γιατί είχε ανάγκη της ανάστασης αυτής ο Κύριος, ο Ίδιος ο παντοδύναμος Θεός που σαρκώθηκε, αλλά για να δώσει στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δωρεά: να υπερβούν τον θάνατο - το τίμημα της αμαρτίας τους - συνεπώς να ζήσουν αυτό που απαρχής είχε δοθεί ως προοπτική στους ανθρώπους: να ζουν αιωνίως εν Θεώ, ψυχή τε και σώματι. Διότι βεβαίως ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να πεθάνει, αλλά για να ζήσει. Ο θάνατος ήλθε ως το αποτέλεσμα της διαγραφής του Θεού από τη ζωή τους. Όμως συνιστούσε γεγονός ανάποδο προς τη φυσιολογία τους. Ο Κύριος λοιπόν ήλθε "ίνα ζωήν έχωσιν οι άνθρωποι και περισσόν έχωσι"[10]. Κι από την άποψη αυτή η Ανάσταση του Κυρίου, αρχής γενομένης από την ανάσταση του Λαζάρου, αποτελεί τη μεγαλύτερη εορτή και των πάντων γεγονότων ανώτερο γεγονός, που νοηματίζει τα πάντα. "Τον Λάζαρο που πέθανε, τον ανέστησες από τον Άδη που βρισκόταν τέσσερις ημέρες, Χριστέ, τραντάζοντας έτσι πριν από τον θάνατό Σου τη δύναμη του θανάτου και προμηνύοντας μέσω ενός προσφιλούς σου προσώπου την ελευθερία όλων των ανθρώπων από τη φθορά"[11] (στιχηρό αίνων). 

      Ο άγιος Θεοφάνης όμως σημειώνοντας την ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων τονίζει και την προϋπόθεση, προκειμένου η ανάσταση αυτή να λειτουργεί θετικά για τον άνθρωπο. Διότι την ανάσταση θα τη ζήσουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, όχι όμως κατά τρόπο χαροποιό και φωτεινό. Η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία για άλλους θα είναι, κατά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, ανάσταση ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσεως. Κι εκείνο που θα καταστήσει χαροποιό και φωτεινό γεγονός την ανάσταση, κυριολεκτικά παραδείσια κατάσταση, είναι αν ο άνθρωπος, μέσα στο πλαίσιο αυτού του κόσμου που ο Θεός επέτρεψε να βρεθεί, ζήσει με πίστη και με αγάπη, δηλαδή με μετάνοια από τον κακό και αμαρτωλό και εγωιστικό τρόπο ζωής του. Αν με άλλα λόγια από τώρα ζήσει την ανάσταση του Κυρίου. Ο άγιος υμνογράφος συνεπώς μας καθοδηγεί στο πώς κανείς από εδώ και τώρα ζει την ανάσταση του Κυρίου. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της ανάστασης του Λαζάρου, εκεί που ο ζωοποιός λόγος του Κυρίου μεταγγίζει την ίδια τη ζωή, εύχεται ο Κύριος να αναστήσει και τον δικό μας νου, που κείτεται νεκρός λόγω των αμαρτιών του. Αν από τώρα δεχτούμε τον λόγο του Κυρίου, τότε θα αναστηθούμε από τη νέκρα της αμαρτίας σαν τον Λάζαρο, συνεπώς και ο θάνατός μας, πολύ περισσότερο η Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία, θα είναι και για εμάς ανάσταση ζωής. Τον Κύριο δηλαδή που ζήσαμε σ' αυτήν τη ζωή, τον Ίδιο θα ζούμε και αιωνίως, με χαρά και ευφροσύνη. "Τον νεκρό που μύριζε άσχημα και που ήταν δεμένος με σάβανα, Δέσποτα, τον ανέστησες. Κι εμένα που ειμαι δεμένος με τις σειρές των αμαρτημάτων μου, ανάστησέ με"[12] (ωδή ζ΄). "Όπως είπες Κύριε στη Μάρθα: Εγώ είμαι η ανάσταση, έμπρακτα εκπλήρωσες τον λόγο Σου, καλώντας από τον Άδη τον Λάζαρο. Κι εμένα, φιλάνθρωπε, που είμαι νεκρός από τα πάθη μου, ως συμπαθής ανάστησέ με, Σε παρακαλώ"[13] (στιχηρό αίνων).


[1] Από το συναξάρι του Τριωδίου.

[2] "Τον άνθρωπον φύσει ουσιωθείς, Χριστέ, εκ Παρθένου, του Λαζάρου συ την ταφήν μαθείν επηρώτας ως άνθρωπος, ουκ αγνοών ως Θεός όπου έκειτο".

[3] "ειδώς ηρώτας, φησί: Πού τεθείκατε; Και τω Πατρί προσηύξω, δακρύσας ως άνθρωπος".

[4] "Θρηνείς, Ιησού. Τούτο θνητής ουσίας".

[5] "Ζωοίς φίλον σου. Τούτο θείας ισχύος".

[6] "Πάσι της υπερθέου γνώρισμα θεότητος υπέδειξας, εκ των νεκρών εγείρας τετραήμερον Λάζαρον, Δέσποτα".

[7] "Ο πριν εκ μη όντων παραγαγών την σύμπασαν Κτίσιν και γινώσκων των καρδιών ταμεία, προλέγεις ως Δεσπότης τοις Μαθηταίς του Λαζάρου την κοίμησιν".

[8] "Δύο προβαλλόμενος τας ενεργείας Σου, έδειξας των ουσιών, Σώτερ, την διπλόην. Θεός γαρ εί και άνθρωπος".

[9] "Πιστούμενος, Λόγε, την σεαυτού Ανάστασιν όντως, ως εξ ύπνου τον προσφιλή ανέστησας ήδη οδωδότα, τον τεταρταίον νεκρόν εκ του μνήματος".

[10] Ιωάν. 10, 10.

[11] "Λάζαρον τεθνεώτα, τετραήμερον ανέστησας εξ Άδου, Χριστέ, προ του σου θανάτου διασείσας του θανάτου το κράτος, και δι' ενός προσφιλούς, την πάντων ανθρώπων προμηνύων εκ φθοράς ελευθερίαν".

[12] "Τον νεκρόν οδωδότα, δεδεμένο κειρίαις, Δέσποτα, ήγειρας. Καμέ πεπεδημένον σειραίς αμαρτημάτων διανάστησον".

[13] "Καθώς είπας, Κύριε, τη Μάρθα: Εγώ ειμι η ανάστασις, έργω τον λόγον επλήρωσας, εξ Άδου καλέσας τον Λάζαρον. Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρόν τοις πάθεσι, ως συμπαθής εξανάστασον, δέομαι".

23 Απριλίου 2021

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καί τήν ἁγίαν Ἑβδομάδα τοῦ Πάθους σου αἰτοῦμεν κατιδεῖν, Φιλάνθρωπε, τοῦ δοξάσαι ἐν αὐτῇ τά μεγαλεῖά σου καί τήν ἄφατον δι’ ἡμᾶς οἰκονομίαν σου, ὁμοφρόνως μελῳδοῦντες· Κύριε, δόξα Σοι» (Δοξαστικόν ἰδιόμελον εἰς ἦχον πλ. α΄, ἀποστίχων ὄρθρου).

(Τώρα πού φτάσαμε στό τέλος τῆς ψυχωφελοῦς Τεσσαρακοστῆς, Σέ παρακαλοῦμε, Φιλάνθρωπε, νά δοῦμε καθαρά καί τήν ἁγία ἑβδομάδα τοῦ Πάθους Σου, προκειμένου νά δοξάσουμε μέσα σ’ αὐτήν τά μεγαλεῖα σου καί τήν ἄφατη γιά χάρη μας οἰκονομία Σου, ψάλλοντας: Κύριε, δόξα Σοι).

Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ὡς γνωστόν, σηματοδοτεῖ τό τέλος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ εὐλογημένη περίοδος πού ξεκίνησε τήν Καθαρά Δευτέρα φτάνει πιά στό τέλος της – τό ἴδιο τροπάριο ψέλνεται καί στόν ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς τοῦ Λαζάρου. Καί τί μᾶς λέει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος; Πρῶτον, ὅτι ἡ περίοδος αὐτή τῆς Σαρακοστῆς εἶναι «ψυχωφελής»· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ πρόκειται περί «τέλους» ὡς συμπλήρωσης τῶν σαράντα ἡμερῶν της, λειτουργεῖ καί πάλι ὡς σημεῖο ἐκκίνησης: τῆς ἀπαρχῆς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος – εἴμαστε μπροστά σ’ ἕνα θαυμαστό κατώφλι. Κι εἶναι αὐτονόητο· ἡ Σαρακοστή τέθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία προκειμένου νά ἑτοιμαστοῦμε οἱ χριστιανοί γιά τή συγκεκριμένη Ἑβδομάδα, αὐτήν στήν ὁποία προβάλλονται ἐκεῖνα τά γεγονότα πού ἔφεραν τή σωτηρία στό ἀνθρώπινο γένος - τά Πάθη τοῦ Κυρίου, τήν ἴδια τή Σταυρική Του θυσία. Στόν Σταυρό δέν ἦρε ὁ Κύριος τίς ἁμαρτίες μας καί κατήργησε τόν διάβολο, πατώντας τόν θάνατο; «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ». Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί χαρακτηρίζεται ὡς «Μεγάλη». Ὄχι, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, γιατί ἔχει μεγαλύτερη διάρκεια ἡ κάθε ἡμέρα της, ἀλλά γιατί εἶναι σπουδαῖα καί συγκλονιστικά τά ὅσα διαλαμβάνει μέ τά Πάθη τοῦ Κυρίου. Μπροστά λοιπόν στό πνευματικό μέγεθος τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἀφενός ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη καί ξεχωριστή προετοιμασία – κανείς «ἀμύητος» καί χαμερπής δέν μπορεῖ νά ψαύσει τό ἱερό μυστήριο - ἀφετέρου προκαλεῖται ὁ μυημένος κι ἑτοιμασμένος ὅσο εἶναι δυνατόν πιστός νά δοξολογήσει τόν Κύριο τῆς δόξης, διακρίνοντας ὄχι τήν ἐπιφάνεια ἑνός ἀνθρώπου πού πάσχει, ἀλλά τό βάθος τῆς ἀγάπης τοῦ Ἴδιου τοῦ Δημιουργοῦ. Ἡ προετοιμασία τῶν σαράντα ἡμερῶν, ὡς ἕνα εἶδος μύησης στήν πνευματικότητα τῆς ἁγίας ἑβδομάδας, ἑρμηνεύει καί τόν ὅρο «ψυχωφελής Τεσσαρακοστή» - ὅ,τι πρόσφερε ἡ Ἐκκλησία αὐτήν τήν περίοδο, (μέ τό πλῆθος τῶν ἀκολουθιῶν της, μέ τόν τονισμό τῆς ἀληθινῆς νηστείας, σωματικῆς καί πνευματικῆς, μέ τή διαρκή ὑπενθύμιση τῆς μετανοίας ὡς τοῦ μονόδρομου πού ἐκβάλλει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ), ἦταν γιά τή θρέψη καί τή ζώωση τῆς ψυχῆς μας! Καί παρ’ ὅλα αὐτά! Ἔστω καί μέ προετοιμασία, ἀπαιτεῖται καί πάλι ἡ χάρη τοῦ Κυρίου γιά τό σωστό περπάτημα τῆς ἁγίας Ἑβδομάδος! «Σοῦ ζητᾶμε νά μᾶς δώσεις τή χάρη νά δοῦμε καθαρά καί τό περιεχόμενο τῆς ἁγίας Ἑβδομάδος τοῦ Πάθους Σου».

22 Απριλίου 2021

ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Θεωρίαν καί πρᾶξιν, ὥσπερ συζεύξαντες, πρός Χριστόν ἱκεσίαν, ἐκπέμψαι σπεύσωμεν· τόν τεθαμμένον ἡμῶν νοῦν, ὡς ἄλλον Λάζαρον νεκρόν, ὅπως ζωώσῃ τῇ αὐτοῦ ἐπιστασίᾳ τῇ φρικτῇ, βαΐα δικαιοσύνης αὐτῷ προσφέρειν καί κράζειν· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος» (κάθισμα ὄρθρου, ἦχος πλ.α΄).

(Ἔχοντας ἑνώσει, κατά κάποιον τρόπο, θεωρία καί πράξη, ἄς σπεύσουμε νά ἱκετέψουμε τόν Χριστό, νά δώσει ζωή μέ τή φοβερή παρουσία Του στόν θαμμένο μας νοῦ, σάν νά εἶναι ἕνας ἄλλος Λάζαρος νεκρός, ὥστε (ἀπό δῶ καί πέρα) νά Τοῦ προσφέρουμε τά βάγια τῆς δικαιοσύνης μας (μέ τή σύμφωνη πρός τό θέλημά Του ζωή μας) καί νά Τοῦ φωνάζουμε δυνατά, Εὐλογημένος εἶσαι Σύ πού ἔρχεσαι - στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου).

Δέν ξέρουμε κατά πόσο χρησιμοποιεῖ τούς ὅρους θεωρία καί πράξη ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μέ τήν πνευματική τους ἔννοια, δηλαδή τήν πράξη ὡς τήν πρακτική ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν καί τή θεωρία ὡς τόν φωτισμό πού δίνει ὁ Θεός ἀπό τήν ἐξάσκηση αὐτή, ἀφοῦ «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασίς ἐστιν» - πιθανόν αὐτό νά ἔχει ὑπόψη του, δεδομένου ὅτι ὁ νοῦς μπορεῖ νά βρίσκεται σέ κατάσταση ὑπνώττουσα, τήν ὥρα πού ὁ πιστός σέ πρώτη φάση ἀσκεῖ τίς ἀρετές πρός κάθαρσή του ἀπό τίς ἡδονές· ἤ ἄν παίρνει ὡς βάση τό γεγονός τῆς ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ Λαζάρου ἀπό τόν Κύριο στή Βηθανία (θεωρία), προκειμένου νά τό δεῖ σέ σχέση μέ τή ζωή τή δική μας (πράξη). Εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς ὅμως τί μᾶς λέει; Νά ἱκετέψουμε τόν Κύριο, ὅπως τότε πού ἦλθε κι ἀνέστησε τόν Λάζαρο, ἔτσι νά κάνει καί σέ μᾶς, γιατί καί ὁ δικός μας νοῦς, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὕπαρξης, κεῖται θαμμένος καί νεκρός σάν ἄλλος Λάζαρος, λόγω βεβαίως τῆς ἄγνοιας καί τῶν ἁμαρτιῶν μας. Προϋποτίθεται στή σκέψη τοῦ ὑμνογράφου μας ὅτι ἡ ἁμαρτία νεκρώνει δυστυχῶς τό πνευματικό μας ὄμμα, τόν νοῦ μας, καί ἡ ἐκ νέου ζώωσή του, ἡ ἀνάστασή του, δέν μπορεῖ νά συμβεῖ παρά μόνον μέ τήν παντοδύναμη ἐνέργεια τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος μόνον ἔχει τή δύναμη νά διοχετεύσει ζωή στήν ἄβυσσο τοῦ Ἅδη μας καί νά μᾶς δώσει μετάνοια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τήν ἀνάσταση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ποιό θά εἶναι τό σημεῖο ὅτι ὄντως ἀνέστη ὁ νοῦς μας; Ἀφενός ἡ σύμφωνη μέ τό ἅγιο θέλημά Του ζωή μας μέ τούς κραδασμούς τῶν βαΐων τῆς χαρᾶς μας, ἀφετέρου ἡ δοξολογική κραυγή μας γιά τή συγκατάβασή Του νά ἔλθει καί νά ἔρχεται πάντοτε μέσα στά ὅρια καί τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.

ΥΜΝΟΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΑΠΟ ΝΕΑΝΙΚΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΧΟΡΟ

                                          ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ 

                                    

     

21 Απριλίου 2021

ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ δυναμώσας μου τόν νοῦν, ἐξασθενοῦντα προσβολαῖς πονηραῖς, πρός τό θέλημα τό σόν, ἴθυνον Κύριε.

Ραθυμίας νυσταγμῷ, ἐπί κλίνης ἡδονῶν καθεύδοντά με, διανάστησον Χριστέ, καί τῶν σῶν προσκυνητήν Παθῶν ἀνάδειξον.

Λαμπρυνθέντες τάς ψυχάς, τῇ νηστείᾳ καθαροί, προσυπαντῆσαι, ἐπειχθῶμεν Χριστῷ, πρός τήν Ἱερουσαλήμ, ἐπιδημοῦντι σαρκί» (ὠδή α΄, ἦχος β΄).

(Κύριε, ἀφοῦ μοῦ δυναμώσεις τόν νοῦ πού χάνει τή δύναμή του ἀπό τίς πονηρές προσβολές, ὁδήγησέ με πρός τό δικό Σου θέλημα.

Ξύπνα με, Χριστέ, γιατί κοιμᾶμαι στήν κλίνη τῶν ἡδονῶν ἀπό τή νύστα τῆς ραθυμίας, κι ἀνάδειξέ με προσκυνητή τῶν Παθῶν Σου.

Ἀφοῦ λαμπρύναμε τίς ψυχές μέ τή νηστεία, ἄς σπεύσουμε, ὡς καθαροί ψυχικά, νά συναντήσουμε τόν Χριστό πού φθάνει ὡς ἄνθρωπος στήν Ἱερουσαλήμ).

Τό δίπολο στό ὁποῖο κινεῖται διαρκῶς ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία μας, ἐν προκειμένῳ στήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα τῆς ἡμέρας, τοῦ ἁγίου καί πάλι Ἰωσήφ τοῦ ὑμνογράφου, συνεχίζεται: ἀπό τή μιά ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ἡ ὁποία ὀφείλεται καί στόν Πονηρό πού δέν παύει νά πολεμάει τόν πιστό, ἀλλά καί στή ραθυμία τῶν παθῶν πού δένει τόν πιστό στίς ἡδονές· κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ στροφή «πρός τόν μόνον δυνάμενον σώζειν», τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος βλέποντας τήν ἱκεσία τῶν δούλων Του τούς καθοδηγεῖ πρός τό ἅγιο θέλημά Του, τούς ἀνασηκώνει, ὥστε νά εἶναι μαζί Του, συνοδοπόροι καί προσκυνητές τῶν Παθῶν Του. Δεδομένα γιά τή σωτηριώδη αὐτή σχέση Χριστοῦ καί πιστῶν δύο «πράγματα»: Πρῶτον, ἡ ἀγάπη τοῦ Ἴδιου πρός τά πλάσματά Του - ὁ Σταυρός καί τά Πάθη Του εἶναι ἡ διαρκής ἐπιβεβαίωση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς· δεύτερον, ἡ δική μας, τῶν ἀνθρώπων, ἐπιθυμία νά εἴμαστε μέ τόν Κύριο - ἡ δέησή μας νά μᾶς βοηθήσει καί ὁ ἀγώνας τῆς νηστείας, σωματικῆς καί πνευματικῆς, πού καθαρίζει τήν ψυχή, εἶναι ἀπό πλευρᾶς μας ἡ ἀπόδειξη ἐπίσης τῆς ἀλήθειας αὐτῆς. Τό πιό κρίσιμο στοιχεῖο στή σχέση αὐτή μέ τόν Κύριο βεβαίως εἶναι ἡ παράκλησή μας νά κατευθύνει τό δικό μας θέλημα πρός τό δικό Του: «ἴθυνον πρός τό Σόν θέλημα». Κι αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ὅτι τό μόνο πού τίθεται πάντοτε ὡς ἐμπόδιο στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι τό δικό μας θέλημα. «Τό θέλημα», κατά τούς ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ, «εἶναι τό χάλκινο τεῖχος πού δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τόν Θεό». Εἶναι ὁ ἀγώνας μέ τόν ἐγωϊσμό μας, μέ τό «ἔτσι μ’ ἀρέσει» - ἡ συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Τό νά ὑποτάξουμε τό θέλημά μας στό θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ μας. Ἅγιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀποφάσισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ προσωπικό δικό του θέλημα. Ὅ,τι ἔκανε καί ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ, Πάτερ». Ἡ ἐπιλογή αὐτή, ὀδυνηρή πράγματι γιατί περνάει ἀπό τίς συμπληγάδες τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, φανερώνει ὅτι δέν λέμε ἀκόμη καί τό «Πάτερ ἡμῶν» ὑποκριτικά. Γιατί ὁ Κύριος ἐξαρχῆς καί διηνεκῶς αὐτό μᾶς ζητάει κι ἐμεῖς ἀπό αὐτό κρινόμαστε: «Γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό θέλημά μας.

20 Απριλίου 2021

ΤΡΙΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Ἁμαρτιῶν τῇ νόσῳ κατατηκόμενος, τῆς ἀπογνώσεως κλίνῃ κατάκειμαι· διό με, Ἰατρέ τῶν ἀσθενούντων, ἐπίσκεψαι σῇ φιλανθρωπίᾳ, καί μή παραχωρήσῃς, ἐναφυπνῶσαι δεινῶς, εἰς θάνατον πανοικτίρμον, ἵνα βοῶ σοι θερμῶς· ὁ τοῦ ἐλέους χορηγός, Κύριε, δόξα Σοι» (κάθισμα ὄρθρου, ἦχος πλ. β΄).

(Λιώνοντας ἀπό τή νόσο τῶν ἁμαρτιῶν, βρίσκομαι ριγμένος  στήν κλίνη τῆς ἀπόγνωσης. Γι’ αὐτό, ἰατρέ τῶν ἀσθενούντων, ἐπισκέψου με, λόγω τῆς φιλανθρωπίας Σου, καί μήν ἐπιτρέψεις νά ξυπνήσω μέ φοβερό τρόπο τήν ὥρα τοῦ θανάτου, πανοικτίρμον, προκειμένου νά σοῦ φωνάζω μέ θέρμη πνευματική: Κύριε, Σύ πού εἶσαι ὁ χορηγός τοῦ ἐλέους, δόξα Σοι).

Ποιά ἡ διαπίστωση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου, ὁ ὁποῖος καταγράφει τήν κατάσταση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐν ἐπιγνώσει χριστιανῶν; Ὅτι ὄχι ἁπλῶς κάνει ἁμαρτίες ὡς ἁμαρτωλός, ἀλλά λιώνει ἀπό αὐτές, γιατί ἔχει τήν ἐπίγνωση ὅτι πρόκειται γιά ἀρρώστια. Αὐτή εἶναι ἡ τραγικότητα τοῦ πιστοῦ: κατανοεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ὅ,τι χειρότερο μπορεῖ νά συμβεῖ στή ζωή του, ἡ ἴδια ἡ ἀρρώστια καί τό τραῦμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά συνεχίζει νά ἁμαρτάνει λόγω ἀδυναμίας. Θυμίζει τήν κραυγή τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή (κεφ. 7), ὁ ὁποῖος «ἀκτινογραφεῖ» τήν ψυχική του κατάσταση ὁμολογώντας τήν «ταλαιπωρία» του καί τό πόσο δυστυχισμένος εἶναι! «Τί δυστυχισμένος, ἀληθινά πού εἶμαι! Ποιός μπορεῖ νά μέ λυτρώσει ἀπό τήν ὕπαρξη αὐτή, πού ἔχει ὑποταχτεῖ στόν θάνατο;» Κι αὐτό γιατί «θέλω νά κάνω τό καλό, δέν βρίσκω ὅμως τή δύναμη νά τό μετατρέψω σέ πράξη… Ἐσωτερικά συμφωνῶ καί χαίρομαι μέ ὅσα λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, διαπιστώνω ὅμως πως ἡ πράξη μου ἀκολουθεῖ ἕναν ἄλλον νόμο… τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας». Γι’ αὐτό καί ὁ ὑμνογράφος φτάνει στό σημεῖο, τό ὄντως τρομακτικό, νά λέει: «βρίσκομαι ριγμένος στό κρεβάτι τῆς ἀπόγνωσης!» Τῆς ἀπόγνωσης ὅμως ὡς πρός τόν ἑαυτό του καί τίς δικές του δυνάμεις. Ἀλλά εἶναι πιστός καί ἔχει ἐμπιστοσύνη στή δύναμη τοῦ Κυρίου καί στό ἄπειρο ἔλεός Του. Σ’ Ἐκεῖνον στρέφεται μέ πίστη, καταθέτοντας τήν ἀδυναμία καί τήν ἀσθένειά του. Καί Τόν παρακαλεῖ νά Τόν ἐπισκεφτεῖ καί νά τοῦ δώσει τή χάρη Του, ὅσο βρίσκεται στή ζωή αὐτή, γιατί ξέρει ὅτι ἡ μετάνοια πού εἶναι τό φάρμακο γιά κάθε ἁμαρτία, ὅσο μεγάλη καί ποικίλη κι ἄν εἶναι, εἶναι γιά ὅσο ζοῦμε στόν κόσμο τοῦτο. «Ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστιν μετάνοια». Λοιπόν, «μήν ἐπιτρέψεις, Κύριε», λέει, «νά εἶμαι κοιμισμένος καί ράθυμος ὅσο διαρκεῖ ἡ ζωή αὐτή, καί ξυπνήσω ὅταν πιά ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, γιατί τότε θά εἶναι πολύ ἀργά». Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου θά ἔχει δύο χαρακτηριστικά, κατά τόν ποιητή: πρῶτον, θά φανερώνει τήν ἀγάπη Ἐκείνου μέσα στή δική του ἁμαρτωλή καρδιά· δεύτερον, θά τόν ὁδηγεῖ σέ δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του. Τό ὅλο σκεπτικό τοῦ τροπαρίου τό βλέπουμε σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἁγίων μας, τό βλέπουμε καί ὡς πρακτική καί στούς μεγάλους ἁγίους Γέροντες τῆς ἐποχῆς μας. Σάν ἐκείνη μέ τόν ἅγιο Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ὁ ὁποῖος στήν περίπτωση ἑνός πολύπαθου καί ἀπελπισμένου ἀνθρώπου, τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι, τόν ὁδήγησε μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ εἶπε μέ μεγάλη πίστη καί ἀγάπη: «Λοιπόν, γιά τή συγκεκριμένη κατάστασή σας, τό μόνο πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι νά τήν ἐναποθέσουμε ἐδῶ».