05 Μαΐου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΝΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἔζησε κατά τόν 15ο αἰ. καί ἀπό νεαρή ἡλικία, ἤδη ἀπό δεκατεσσάρων ἐτῶν, ἀφιερώθηκε στόν Κύριο, σηκώνοντας στούς ὤμους τόν Σταυρό του. Κινούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο μόνασε στήν ἱερά Μονή τοῦ ὄρους τῶν Ἀμώμων Ἀττικῆς, ὅπως ὀνομάζεται, κι ἀκολούθησε τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες μέ μεγάλη ἐγκράτεια. Καθάρισε τόν ἑαυτό του μέ τίς κατά Χριστόν ἀρετές κι ἔγινε μίμημα Χριστοῦ. Ὁ μισόκαλος ὅμως ἐχθρός διάβολος, πού πάντοτε θέλει ἀπό φθόνο νά χαλάει ὅλα τά καλά, παρακίνησε ἕνα στίφος ἀλλόφυλων Ἀγαρηνῶν βαρβάρων, ὥστε νά ἐπιτεθεῖ μέσω θαλάσσης κατά τῆς Μονῆς, καταστρέφοντας, καίγοντας καί λεηλατώντας τά πάντα σ’ αὐτήν καί γύρω ἀπό αὐτήν. Τότε λοιπόν συνέλαβαν καί τόν μακάριο Ἐφραίμ, καί μέ πολλή μανία τόν ὑπέβαλαν σέ φρικιαστικά βασανιστήρια καί τιμωρίες, κυριολεκτικά κατασπαράσσοντάς τον, μέχρις ὅτου μέ βίαιο θάνατο παρέδωσε τήν ψυχή του τήν 5η Μαῒου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1426, ἡμέρα Τρίτη καί περί ὥρα 3η ἀπογευματινή, στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα τά παραπάνω παρέμεναν ἄγνωστα καί ἀφανέρωτα γιά πολλά χρόνια, καλυμμένα ἀπό τόν βυθό τῆς σιωπῆς καί τῆς λήθης. Ἀπό θεῖο φωτισμό καί ροπή ὅμως κινούμενη, τό ἔτος 1950, ἡ ἡγουμένη τῆς Μονῆς Μακαρία στό ὄνομα, ἔκανε ἀνασκαφές στήν αὐλή τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπου τήν 3η Ἰανουαρίου ἀνεκάλυψε μέ πολλή ἔκπληξη καί ἱερό θάμβος λείψανα ἑνός ὁσίου ἀνδρός, πού ἐξέπεμπαν οὐράνια εὐωδία καί ὀσμή. Εὑρισκόμενη σέ ἀπορία καί κάνοντας προσευχή νά φανερώσει ὁ Θεός τίνος ἄραγε νά εἶναι αὐτά, τῆς φανερώθηκε ἕνας θαυμαστός καί ἱεροπρεπής μοναχός, ὁ ὁποῖος τῆς ἀπεκάλυψε τά πάντα: τό ὄνομά του, τή βαρβαρική ἐπιδρομή, τό μαρτυρικό τέλος του, ἀκόμη δέ ὅτι τά ὀστᾶ πού βρέθηκαν ἀνήκουν στόν ἴδιο, ὅπως ἐκτενῶς γίνεται ἡ ἀφήγηση κατά τήν 3η Ἰανουαρίου, ἡμέρα πού τελεῖται καί ἑορτάζεται ἡ εὕρεση τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ ὁσιομάρτυρα.

Ὁ θεῖος αὐτός ὁσιομάρτυς, ἀφοῦ δοξάστηκε ἀπό τόν Κύριο, ἐνεργεῖ πλεῖστα θαύματα σ’ αὐτούς πού τόν ἐπικαλοῦνται, καί θεραπεύει ὅσους προσέρχονται στά ἱερά του λείψανα πού ἀπόκεινται στήν παρά τή Νέα Μάκρη ἁγία του Μονή, ἐνῶ πολλές φορές ἐμφανίζεται σέ ὄνειρα καί βοηθεῖ καί ἐνισχύει μέ τή δοσμένη σ’ αὐτόν χάρη ἀπό τόν Κύριο ὅλους τούς ἀναγκεμένους.

Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν».

Ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων ὑμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης δέν ἔχει πολλά στοιχεῖα ὑπ’ ὄψιν του ἀπό τή ζωή τοῦ ὁσιομάρτυρα Ἐφραίμ γιά νά τά προβάλει καί νά τά ἑρμηνεύσει μέ τρόπο πνευματικό καί θεολογικό. Διότι αὐτό εἶναι τό ἔργο ἑνός ὑμνογράφου τῆς Ἐκκλησίας μας: νά στηρίζεται μέν στήν ἐπί γῆς πορεία ἑνός ἁγίου, ἀλλά νά βλέπει τό βάθος τῆς ζωῆς του, τήν κατά Χριστόν δηλαδή πολιτεία του πού δίνει τόν τόνο καί τό ἄρωμα τῆς χάρης Ἐκείνου, ἰδίως ἐπικεντρώνοντας στό ὁσιακό ἤ μαρτυρικό τέλος του. Ἔτσι γίνεται ἄλλωστε ὁ ἅγιος πρότυπο γιά τούς πιστούς καί πραγματοποιεῖται τό «τιμή μάρτυρος μίμησις μάρτυρος».  Ὁ Γέρων ὑμνογράφος λοιπόν ἐν προκειμένῳ δέν ἔχει πολλά στοιχεῖα ἀπό τόν ἅγιο Ἐφραίμ. Ἀλλά τά λίγα στά χέρια του, ἀπό τήν ἐκ Θεοῦ ἔμπνευσή του καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία του  πολλαπλασιάζονται, φτάνοντας στό σημεῖο νά μᾶς προσφέρει πλοῦτο πνευματικῶν ἀνθέων ἀπό τόν νεοφανέντα ὁσιομάρτυρα.

Τί τοῦ δίνει ἀφορμή γιά νά ὑμνολογήσει τόν ἅγιο καί δι’ αὐτοῦ βεβαίως τόν ἴδιο τόν Κύριο; Τό γεγονός ὅτι ἐκ παιδός ἀφιερώθηκε στόν Θεό ὡς καλόγερος∙ ὅτι ἔζησε συνεπή ἀσκητική ζωή ὅσο ἔζησε στό μοναστήρι∙ ὅτι ἐπιβεβαίωσε τήν καλή ἄσκησή του μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματός του ὅταν τό μοναστήρι δέχτηκε τήν ἐπίθεση τῶν Ἀγαρηνῶν∙ ὅτι τά λείψανά του μέ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτονται εὐωδιάζοντα – δείγμα τῆς ἁγιότητάς του∙ τέλος ὅτι ἐπιτελεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πλεῖστα θαύματα καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του ἀλλά καί μέ τήν προσκύνηση τῶν λειψάνων του.

Πέραν τοῦ σύντομου συναξαριοῦ του ἡ συνοπτική αὐτή παρουσίαση τοῦ ὁσίου γίνεται ἰδιαιτέρως στόν Οἶκο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου: «Ἀπό τή νεότητά σου, Πάτερ, ἀκολούθησες τόν Χριστό, γι’ αὐτό καί ἀρνήθηκες ἐντελῶς τή στροφή πρός τόν κόσμο καί τίς ἡδονές τῆς σάρκας. Κι ἀφοῦ μεταρσιώθηκες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔλαμψες σάν ἄστρο στό ὄρος τῶν Ἀμώμων ζώντας ὡς ἄγγελος. Ἔγινες ἔτσι κατοικητήριο τῆς θείας ἐνέργειας μέ τούς ἀσκητικούς σου ἱδρῶτες, δείχνοντας πόσο καθαρίστηκε ἡ ψυχή καί τό σῶμα σου ἀπό τά ψυχοφθόρα πάθη. Κι ὅταν ἔπεσες στά φονικά χέρια τῶν ἀλλόφυλων ἐπιδρομέων ἐπέδειξες μαρτυρική σταθερότητα στά ποικίλα βάσανα καί τίς πληγές πού ὑπέστης, δεχόμενος βίαιο θάνατο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ὁ ζωοδότης Κύριος, σέ ἔστεψε μέ διπλούς στεφάνους, ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ, ἐσένα πού παρακαλεῖς τόν Κύριο ἐκτενῶς γιά νά ἐλεηθοῦν αὐτοί πού σέ ὑμνολογοῦν»[1].

Τά βασικά αὐτά στοιχεῖα ἀνακυκλώνονται ἀπό τόν ἅγιο Γέροντα ὑμνογράφο, ἀλλά ἡ κάθε ἀνακύκλωση μᾶς δίνει καί μία ἰδιαίτερη ματιά πιό βαθειά, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν καρδιά τοῦ ὁσίου καί στήν ψαύση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ πού ἀναπαύονταν σ’ αὐτήν. Ἐπιλέγουμε τίς πιό χαρακτηριστικές ἐπισημάνσεις του.

- Ἡ στροφή τοῦ ἁγίου παιδιόθεν πρός τόν Θεό ἀποτελεῖ φανέρωση τοῦ ἔρωτα πρός Αὐτόν πού διακατεῖχε τήν ψυχή του - ὅ,τι ἑρμηνεύει τήν ἁγία βιοτή του: «Ὅταν ἀπαρνήθηκες τόν ἑαυτό σου ἐκ νεότητος, γιατί πληγώθηκες ἀπό τόν ἅγιο ἔρωτα, τότε σήκωσες, ὅσιε, τόν Σταυρό τοῦ Σωτήρα» (στιχ. μ. ἑσπ.)[2]. Ἡ θερμή αὐτή ἀγάπη πρός τόν Χριστό δέν ἔχει χαρακτήρα ἀόριστο. Γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς ἁγίους μας ἐκφράζεται ὡς στροφή πρός τίς ἐντολές Ἐκείνου, μέσα στίς ὁποῖες βεβαίως «περικλείεται» ὁ Ἴδιος κατά τή διαβεβαίωση τῶν λόγων Του[3]. «Ἀπό παιδί κατεύθυνες τόν νοῦ σου στά προστάγματα τοῦ Κυρίου, ὅσιε, γιά τήν ἀνώτερη ζωή»[4] (ὠδή α΄). Κι αὐτό θά πεῖ: ἀγαπᾶ κανείς τόν Χριστό, ὅταν βρίσκεται στήν διαρκή καί ἐναγώνια θά λέγαμε ἀναζήτηση τηρήσεως τοῦ θελήματός Του – βρίσκει κανείς τόν Χριστό τήν ὥρα πού Τόν ἀναζητεῖ. Κι ἐπειδή οἱ ἐντολές Του συγκεφαλαιώνονται στήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, βρίσκει κανείς τόν Χριστό ὅταν «βρίσκει» τόν συνάνθρωπο. «Ἀπό τόν πλησίον ἐξαρτᾶται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος» (Γεροντικό).

- Οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες στό μοναστήρι: οἱ νηστεῖες, τά διακονήματα, ὁ σωματικός κόπος, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ ἐξαντλητικές προσευχές κατανοοῦνται ἀκριβῶς μέ βάση τήν παραπάνω ἀλήθεια∙ ὡς ἔκφραση καθημερινή τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Βλέπουμε ἕναν καλόγερο καί ἐκ πρώτης ὄψεως δέν μᾶς κινεῖ ἴσως τό ἐνδιαφέρον. Μά ἡ ἐσωτερική του ζωή πάλλει ἀπό τήν ἔνταση τοῦ ἀγώνα τῆς ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τό «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως»[5] ὅπως χαρακτηρίζεται, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ καί τήν προϋπόθεση γιά νά μπορεῖ νά ὑπάρξει σέ δεδομένη στιγμή καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. Μέ ἄλλα λόγια κανείς δέν μπορεῖ χωρίς ἑτοιμασία νά γίνει μάρτυρας Κυρίου – μία ἀλήθεια πού ἐπανειλημμένως τονίζεται στά κείμενα καί τά γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στόν ὑμνογράφο μας σέ σχέση μέ τόν ἅγιο Ἐφραίμ. «Ὁ Κύριος τῆς δόξας δέχτηκε τήν ἀσκητική σου ζωή, πάτερ ὅσιε Ἐφραίμ, γι’ αὐτό καί σέ ἀξίωσε τῆς ἀθλητικῆς δόξας» (δοξαστικό ἑσπ.)[6].

Ἐν προκειμένῳ ὁ μακαριστός Γέρων ὑμνογράφος προχωράει καί λίγο παραπάνω, δίνοντας μία θέαση «πρωτότυπη» τῆς προετοιμασίας κάποιου  γιά τό μαρτύριο. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Εἶναι γνωστό ὅτι καί στούς παλαιούς μάρτυρες, ἰδίως δέ στούς νέους, γιά νά παραμείνει κανείς πιστός στό μαρτύριο, ἄν μάλιστα εἶχε ἐξωμόσει, δηλαδή ἄν εἶχε γίνει ἀρνησίχριστος, χρειαζόταν ἀπαραίτητα ἕναν προγυμναστή, ἕναν προπονητή, «ἀλείπτη», γιά νά τόν καθοδηγήσει καί νά τόν ἑτοιμάσει γιά τό μαρτύριο. Κι αὐτό γιατί οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀδύνατοι καί εὔκολα μπροστά στίς δυσκολίες μπορεῖ νά ἐκκλίνουμε καί νά γίνουμε ἀρνητές Κυρίου - ἄς θυμηθοῦμε καί τόν μέγα ἀπόστολο Πέτρο[7]. Λοιπόν, ὁ ὑμνογράφος μιλώντας γιά τόν ὅσιο Ἐφραίμ θεωρεῖ ὅτι στόν τόπο τοῦ ἀλείπτη καί τοῦ καθοδηγητῆ του γιά τό μαρτύριο βρισκόταν ἡ ἁγία ἀσκητική του ζωή. «Ὕψωσες τόν νοῦ σου πρός τόν Θεό μέ τίς θεῖες ἀναβάσεις, κι ἀπονέκρωσες τό σαρκικό ἁμαρτωλό φρόνημα. Γι’ αὐτό φάνηκες κειμήλιο τῆς ἀπάθειας, παμμακάριστε Ἐφραίμ, προγυμνάζοντας τόν ἑαυτό σου γιά τήν ἄθληση τοῦ μαρτυρίου μέ τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως»[8] (ὠδή γ΄). Οἱ ἀσκητικοί κόποι πού ἐπέχουν τή θέση τοῦ ἀλείπτη!

- Ὁ π. Γεράσιμος κινεῖται ἐπίσης μέ τρόπο ἐξαιρετικά ἐμπνευσμένο: γιά νά τονίσει ἀπό μία ἄλλη πλευρά τό ἀσκητικό φρόνημα τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ πού τόν ἔκανε δεκτικό τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος, ἀξιοποιεῖ διπλά τήν ὀνομασία τοῦ τόπου πού βρίσκεται τό μοναστήρι. Ὄρος τῶν Ἀμώμων: δηλαδή καταρχάς ὄρος πού παραλληλίζεται μέ τό ὅρος τοῦ Θεοῦ κατά Δαβίδ[9], γιά πνευματικές ἀναβάσεις. Ἀνέβηκε ὁ Ἐφραίμ στό ὄρος, συνεπῶς κινεῖται παρομοίως καί ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς: μέ τόν πνευματικό του ἀγώνα ἀνεβαίνει στό ὄρος τοῦ Θεοῦ. «Ἀνεβαίνοντας στό ὄρος τῶν Ἀμώμων ἀνύψωσες τόν νοῦ σου, σύμφωνα μέ τόν Δαβίδ, πρός τά αἰώνια ὄρη, (τόν Θεό)»[10] (κάθισμα ὄρθρου)∙ κι ἔπειτα: ὄρος πού ἡ ὀνομασία του γίνεται σύμβολο τοῦ ἐσωτερικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ: νά καταστεῖ ἡ καρδιά του ἄμωμη καί καθαρή ἀπό κάθε ἁμάρτημα πού τήν βρωμίζει. «Κάνοντας ἔργο τήν ὀνομασία τοῦ τόπου τῆς Μονῆς, φάνηκες ἄμωμος καί ἄμεπτος ὡς πρός τά δικαιώματα τοῦ Κυρίου, καθαρίζοντας τόν ἑαυτό σου ἀπό κάθε ἐμπάθεια πρός τήν ὕλη» (δοξαστικό ἑσπ.)[11]. Καί: «Ἐργάστηκες τήν ἀρετή στό ὄρος τῶν Ἀμώμων, ὅπως στό ὄρος Κυρίου, καί φάνηκες ἀθῶος ἀπό ἀδικίες καί καθαρός στήν καρδιά, γιατί ντύθηκες τή δικαιοσύνη»[12] (λιτή).

- Τό γεγονός ὅτι ὁ ὅσιος ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καί μαρτύρησε θεοπρεπῶς ὁδηγεῖ τόν ἅγιο ὑμνογράφο στήν ἐπισήμανση πού γίνεται συνήθως σέ παρόμοιες περιπτώσεις ὁσιομαρτύρων: ὅτι στεφανώθηκε διπλά ἀπό τόν Κύριο∙ καί γιά τήν ἄσκησή του καί γιά τό μαρτύριό του. Κι ἐπίσης: ὅτι ἀκριβῶς εὑρισκόμενος στόν ἴδιο δρόμο τῶν παλαιῶν ὁσιομαρτύρων ἀντιπαραβάλλεται μέ αὐτούς - ἰσοστάσιος τῶν ὁσίων, ἰσοστάσιος τῶν μαρτύρων. Ὁ ὑμνογράφος μᾶς ἀνοίγει κι ἐδῶ τά μάτια: «ὁ ὅσιος ἔζησε ἐνάρετο βίο ἐδῶ στό Μοναστήρι του, ἀλλά καί πορεύτηκε τούς ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, γι’ αὐτό καί καταξιώθηκε ἀπό τόν Σωτήρα ἄξια διπλῶν στεφάνων»[13] (στιχ. μ. ἑσπ.). «Ὠς ὅσιος μεταξύ τῶν ἀσκητῶν καί μάρτυρας μεταξύ τῶν ὁσίων, ἔτυχες διπλά στεφάνια ἀπό τόν Κύριο, κι ἔλαβες τή χάρη τῶν θαυμάτων, ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ»[14] (δοξαστικό ἀποστ. ἑσπ.).

Καί παίρνοντας ἀφορμή ὁ Γέρων ὑμνογράφος ἀπό τό διπλό στεφάνωμα τοῦ ὁσίου «βλέπει» καί τή διπλή χάρη τοῦ ἴδιου τοῦ Μοναστηριοῦ. Κάθε τόπος βεβαίως ὡς συγκρατούμενος ἀπό τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Κυρίου εἶναι τόπος Κυρίου – «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς»[15]. Οἱ χριστιανοί δέν πορευόμαστε στόν κόσμο κατά μανιχαϊστικό τρόπο[16], ἐπιλέγοντας τόπους «ἁγίους» καί διαγράφοντας τόπους «ἁμαρτωλούς». Τό ἅγιο καί τό ἁμαρτωλό βρίσκεται στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι στά ἐξωτερικά πράγματα. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως, ἕνας τόπος πού λόγω τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Κυρίου εἶναι ἀπό μόνος του ἱερός, πολλαπλασιάζει τήν ἱερότητά του, ὅταν ἔχει καθαγιαστεῖ ἀπό τήν καλή ἀσκητική πολιτεία ἑνός ἁγίου, πολύ περισσότερο δέ ἀπό τό ἁγιασμένο λόγω μαρτυρίου αἷμα του. Ἀκριβῶς τοῦτο θίγει καί ὁ ὑμνογράφος μας: τό Μοναστήρι τοῦ ὁσίου στή Νέα Μάκρη, πέραν ἀπό τόν ὅποιο ἁγιασμό πού ἔχει, κατεξοχήν ἔγινε τόπος χάριτος, γιατί ἐκεῖ, στήν αὐλή του, ἔζησε ἁγιασμένα ἀλλά καί μαρτύρησε δι’ αἵματος ὁ ὅσιος νεοφανής ἅγιος. Μᾶς τό λέει ἐξαιρετικά: «Τό ὄρος τῶν Ἀμώμων πραγματικά ἀρδεύτηκε, ὅσιε, μέ τούς ἀσκητικούς σου ἱδρῶτες, καί ἁγιάστηκε ἀπό τά ρεῖθρα τῶν αἱμάτων σου»[17] (στιχ. μ. ἑσπ.).

- Τέλος, ὁ χαρισματοῦχος ὑμνογράφος, πέραν βεβαίως τοῦ τονισμοῦ γιά τό θαυματουργικό χάρισμα τοῦ ὁσίου, μέ τό ὁποῖο διαρκῶς καί «γρήγορα» δίνει λύσεις καί ἰάσεις σέ κάθε πρόβλημα[18], δίνει καί τήν ἀπάντηση τοῦ γιατί νά ἀνευρεθοῦν τά λείψανα τή νεώτερη αὐτή ἐποχή τοῦ ὁσίου. Ἐπιλέγει δύο λόγους. Πρῶτον, ὅτι ὁ Κύριος εὐδόκησε νά γίνει ὁ ἅγιος τό μέσον πού θά προσφέρει ἀκριβῶς τόν πλοῦτο Του στούς πιστούς μέ τά θαύματα πού θά ἐπιτρέπει νά ἐπιτελεῖ. «Ἐνῶ ἤσουν ἄγνωστος στά προηγούμενα χρόνια, ἤδη τώρα μᾶς ἔγινες γνωστός, Ἐφραίμ, καί μᾶς ἔδωσες ὡς πλοῦτο τήν εὐαγή σορό τῶν λειψάνων σου»[19] (ἀπόστ. μ. ἑσπ.)

Καί δεύτερον, καί σημαντικότερο: ὁ Κύριος θέλησε ὁ δοξασμός τοῦ ἁγίου πού φανερώθηκε κατά τά ὕστερα αὐτά χρόνια νά ἀποκαλύπτει καί τόν δοξασμό τοῦ κάθε χριστιανοῦ, ὅταν ζεῖ μέ πιστότητα τό ἅγιο θέλημά Του. Ὅπως τό λέει ὁ Ἴδιος, ὅτι οἱ ἅγιοι στή βασιλεία Του θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο[20]. Ὁ Κύριος δηλαδή ἀποκάλυψε γιά μία ἀκόμη φορά τήν ἀγάπη Του, προσανατολίζοντας τούς πιστούς στίς μελλοντικές δωρεές πού τούς ἐπιφυλάσσει, προφανῶς γιά νά κατανοήσουν καί τό νόημα τῶν θλίψεων καί τῶν ὀδυνῶν τῆς ἐδῶ ζωῆς – οἱ θλίψεις λειτουργοῦν ὡς «ὄχημα» γιά τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ἀποκάλυψη πού ἔκανε ὁ Ἴδιος στόν ἀπόστολό Του Παῦλο: «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»[21]. «Πάτερ Ἐφραίμ, κρυβόσουνα στό παρελθόν γιά πολλά χρόνια, ἀλλά μέ θεία εὐδοκία μᾶς φανερώθηκες, ἀποκαλύπτοντας ἔμμεσα τή μέλλουσα δόξα καί τή λαμπρότητα πού λαμπρά θά ἀξιωθοῦν ὅσοι ὑπάκουσαν στό θέλημα τοῦ Κυρίου ἄμεμπτα»[22] (στιχ. ἑσπ.).



[1] «Ἀπὸ νεότητος Χριστῷ ἀκολουθήσας Πάτερ, τὴν κοσμικὴν ἐπιφοράν, καὶ τῆς σαρκὸς τάς ἡδονάς, ἠρνήσω ὁλοτρόπως· καὶ τῇ θείᾳ μεταρσιούμενος ἀγαπήσει, ἐν ὄρει τῶν Ἀμώμων ἀγγελικῇ πολιτείᾳ διέλαμψας, καὶ τῆς θείας ἐνεργείας κατοικητήριον πέφηνας, ἱδρῶσιν ἀσκητικοῖς, σῶμα καὶ ψυχὴν ἐκκαθαρθείς, τῆς τῶν παθῶν ψυχοφθόρου συνοχῆς· καὶ χερσὶ μιαιφόνοις ἐπιδρομέων ἀλλοφύλων συσχεθείς, μαρτυρικὴν ἐπεδείξω στεῤῥότητα, ποικιλοτρόπως αἰκισθείς, καὶ στρεβλώσεις ὑποστάς, καὶ βιαίως διὰ Χριστὸν θανατωθείς· ὅθεν ζωοδότης, διπλοῖς στεφάνοις σε ἔστεψεν, ὁσιομάρτυς Ἐφραὶμ, ἐκτενῶς ἐκδυσωποῦντα, ἐλεηθῆναι τοὺς σὲ γεραίροντας».

[2]«Ὅτε ἀπηρνήσω σεαυτόν, ἔρωτι τρωθεὶς τῷ ἁγίῳ, ἀπὸ νεότητος, τότε ἦρας Ὅσιε τὸν τοῦ Σωτῆρος Σταυρόν».

[3] Ἰωάν. 14, 3: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν».

[4]«Ἴθυνας τὸν νοῦν σου ἐκ παιδός, τοῖς τοῦ Κυρίου προστάγμασιν Ὅσιε, πρὸς ζωὴν τὴν κρείττονα».

[5] καί ἦν ἐκεῖ καθ’ ἡμέραν (ὁ ὅσιος Ἀντώνιος)  μ α ρ τ υ ρ ῶ ν  τῇ  σ υ ν ε ι δ ή σ ε ι, καί ἀγωνιζόμενος τοῖς τῆς πίστεως ἄθλοις» (ΒΕΠΕΣ, 33 (1963), σελ. 35). 

[6] «Τὴν ἐν ἀσκήσει ζωήν σου, ὁ τῆς δόξης προσηκάμενος Κύριος, ἀθλητικῆς εὐκλείας σε ἠξίωσεν, Ἐφραὶμ πάτερ Ὅσιε».

[7] Βλ. Ματθ. 26, 69-75.

[8] «Ὑψώσας τὸν νοῦν σου πρὸς Θεόν, ταῖς θείαις ἀναβάσεσι, σαρκὸς τὸ φρόνημα ἀπενέκρωσας, καὶ ἀπαθείας ὤφθης κειμήλιον, πόνοις τῆς ἀσκήσεως, Ἐφραὶμ παμμακάριστε, προγυμνάζων σεαυτὸν πρὸς τὴν ἄθλησιν».

[9] Ψαλμ. 23, 3.

[10] «Ἐν τῷ ὄρει Ἀμώμων ἀναδραμών, πρὸς αἰώνια ὄρη κατὰ Δαβίδ, τὸν νοῦν σου ἀνύψωσας».

[11] «τὴν γὰρ κλῆσιν εἰς ἔργον ἄγων, ἄμωμος καὶ ἄμεμπτος, ἐν τοῖς δικαιώμασι Κυρίου ὤφθης, ἀνακαθάρας σεαυτόν, πάσης ὑλικῆς προσπαθείας».

[12] «ἐν ὄρει γὰρ Ἀμώμων, τὴν ἀρετὴν ἐργασάμενος, ὡς ἐν ὄρει Κυρίου, ἀθῶος ὤφθης ταῖς χερσί, καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ, δικαιοσύνην ἐνδυσάμενος».

[13] «οὗτος γὰρ ἐνταῦθα, βίον τὸν ἐνάρετον, πολιτευσάμενος, ἤνυσε Μαρτύρων ἀγῶνας, καὶ διπλῶν στεφάνων ἀξίως, παρὰ τοῦ Σωτῆρος κατηξίωται».

[14] «Ἀλλ' ὡς Ὅσιος ἐν ἀσκηταῖς, καὶ Μάρτυς ἐν ὁσίοις, διπλῶν στεφάνων ἔτυχες παρὰ Κυρίου, καὶ θαυμάτων χάριν ἐκομίσω, ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ».Καί: «Χαίροις ὁσιομάρτυς Ἐφραὶμ, ὁ τῶν ὁσίων κοινωνὸς καὶ ὁμότροπος, Μαρτύρων ἐν πᾶσιν ἴσος, ὡς τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν, καρτεροῖς ἀγῶσιν ἐνδειξάμενος» (ἀπόστ.ἑσπ.).

[15] Ψαλμ. 23, 1.

[16] Τό βασικό δόγμα μανιχαϊσμοῦ εἶναι ἡ ὕπαρξη δύο ἀπόλυτων ἀρχῶν. Ἀπό τή μία εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ φωτός, τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ θεοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ἀρχή τοῦ σκότους, τοῦ κακοῦ, τῆς ὕλης.

[17]«Ὄρος τῶν Ἀμώμων ἀληθῶς, τοῖς ἀσκητικοῖς σου ἱδρῶσιν, ἠρδεύθη Ὅσιε, καὶ τοῖς τῶν αἱμάτων σου ῥείθροις ἡγίασται».

[18] «ὅθεν καλούμενος, πανταχοῦ προφθάνεις, καὶ παρέχεις ἅπασι, τὴν χάριν ἀληθῶς τὴν σωτήριον καὶ ἐν ὀνείρασι, καὶ καθ’ ὄναρ ὀπτανόμενος, πᾶσι δίδως, ταχεῖαν βοήθειαν» (στιχ. ἑσπερινοῦ).

[19] «Ἄγνωστος πρὶν τελῶν, ἤδη ἡμῖν ἐγνώσθηςἘφραὶμ καὶ τῶν λειψάνων, τὴν εὐαγῆ σορόν σου, ὡς πλοῦτον ἡμῖν δέδωκας».

[20] Ματθ. 13, 43: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν».

[21] Β΄Κορ. 12, 9.

[22] «Πάτερ Ἐφραὶμ χρόνοις πολλοῖς, πρότερον κρυπτόμενος... εὐδοκίᾳ θείᾳ, ἡμῖν πεφανέρωσαι, τὴν δόξαν ὑπεμφαίνων τὴν μέλλουσαν, καὶ τὴν λαμπρότητα, ἧς λαμπρῶς ἀξιωθήσονται, οἱ Κυρίῳ, ἀμέμπτως δουλεύσαντες».



ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 


ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2021

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ Ι.ΚΛΗΡΟ & ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

Ἀδελφοί. Συλλειτουργοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά τόν πιστό ἀλλά καί τόν ἄπιστο ἄνθρωπο τό μεθόριο συμβεβηκός μεταξύ τῶν ἀρχαίων (π.Χ.) καί τῶν νέων ἡμερῶν (μ.Χ.).

Τόσο ἠθικά καί φυσικά ὅσο πνευματικά, ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ πίστη σ’ Αὐτόν ἀναμόρφωσε καί ἀνακαίνισε τόν κόσμο. Ἡ πάλη ὑπῆρξε μακρά καί κοπιώδης, ἀλλά ἀπό τήν ὥρα πού ὁ Χριστός πέθανε καί ἀνέστη, ἤχησε ὁ ἐπιθανάτιος κώδων κατά πάσης σατανικῆς τυραννίας καί πάσης μή ἀνεκτῆς βδελυγμίας. Ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης ἡ ἁγιότητα καί ἡ δικαιοσύνη ἀπέβησαν τό παγκόσμιο ἰδεῶδες πάντων ὅσοι ὀνομάζουν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς Κυρίου τους καί ἡ ἐπίτευξη τοῦ ἰδεώδους ἐκείνου κατέστη ἡ κοινή κληρονομιά τῶν ψυχῶν «ὅσων πνεύματι Θεοῦ ἄγονται» (Πρός Ρωμαίους η΄ 14, πρβλ πρός Γαλάτας ε΄ 19) στίς ὁποῖες παραμένει τό Ἅγιο Πνεῦμα Του.

Τά ἀποτελέσματα τῆς διακονίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀναγέννηση καί ἀναμόρφωση τῆς φθαρείσης ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία κοινωνίας καί ζωῆς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἱστορικα καί ἀναμφήριστα.

Κατήργησε τήν ὡμότητα καί τήν ἐκδικητικότητα.

Ἐδάμασε τά ἀχαλίνωτα διαβλητά πάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐστιγμάτισε τήν ἀπόγνωση, τήν ἀπελπισία καί τήν αὐτοχειρία.

Ἐκόλασε μέ αὐστηρότητα τήν παιδοκτονία.

Ἀπέλασε τίς ἐπαίσχυντες ἀκαθαρσίες τοῦ ἡδονισμοῦ καί τῆς σαρκολατρείας.

Ἀπήλλαξε τόν θηριομάχο.

Ἐλευθέρωσε τόν δοῦλο.

Ἐπροστάτευσε τόν αἰχμάλωτο.

Ἐστέγασε τόν ξένο.

Ἐπροστάτευσε τό ὀρφανό κι ὅλους τούς ἀδυνάτους.

Ἀνύψωσε τή γυναίκα.

Περιέβαλε μέ ἀκτίνες στεφάνου τήν ἀθώα ἡλικία τοῦ παιδιοῦ.

Ἐξευγένισε τήν ἐργασία μετατρέποντάς την ἀπό χυδαιότητα σέ ἀξιοπρέπεια καί καθῆκον.

Ἁγίασε τήν οἰκογένεια καί τόν γάμο, ἀνυψώνοντάς τον ἀπό ἐμπορία καί δουλεία σέ εὐλογημένη ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός.

Κατέστησε τήν ἀγάπη καθολική καί ὑποχρεωτική ἀρετή καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν μαθητῶν Του.

Ἐξάγνισε τήν ζωή ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος.

Ἐξῆρε τήν ψυχή παντός ἀνθρώπου σέ ἀνεκτίμητο τοῦ Θεοῦ δημιούργημα.

Ἔκτισε καρδιές καθαρές, βίους εἰρηνικούς καί ἑστίες γλυκεῖες.

Κατά τόν ἀρχαῖο Ρωμαῖο φιλόσοφο Σενέκα (4π.Χ. – 65π.Χ.), (τῶν παλαιῶν ἡμερῶν σύγχρονο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ), ἡ εὐσπλαχνία ἐθεωρεῖτο ἐλάττωμα καί ἡ πτωχεία τό μεγαλύτερο ὄνειδος. Κατά τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἀρετή καί ἡ ἔντιμος πτωχεία δέν εἶναι ἀτιμία, ἡ ἐκούσια μάλιστα περιφρόνηση τοῦ πλούτου  ἀρετή καί ἔπαινος.

Δέν ὑπήρξε κοινωνική τάξη τῆς ὁποίας νά μήν διόρθωσε τίς κακίες.

Γιά τόν πιστό οἱ συνέπειες τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι βαθύτερες καί ὑπέρτερες τῆς ἱστορικῆς σημασίας τους, καθώς ἀποκαλύπτουν  τήν ἐξήγηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καί βεβαιώνουν τήν κατάκτηση τοῦ μυστηρίου τοῦ τάφου.

Ὁ πιστός, καθώς θεωρεῖ τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, δέν αισθάνεται πλέον ὅτι ὁ Θεός ἀπέχει μακράν, ἀλλά ἀνακράζει μέ πίστη καί ἐλπίδα καί ἀγάπη.

«Ὑμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστέ ζῶντος, καθώς εἶπεν ὁ Θεός ὅτι ἐνοικήσω ἐν  αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός» (Β΄ Πρός Κορινθίους β΄, 16).

«Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἡγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν  διά τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν κοινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Πρός Ρωμαίους στ΄, 4).

«Νυνί δέ κατηργήθημεν ἀπό τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ὧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καί οὐ παλαιότητι γράμματος» Πρός Ρωμαῖους ζ΄, 6).

Ἕνα βασικό ὅμως δῶρο πού μᾶς χάρισε ὁ Ἀναστάς Κύριος ἐπισημαίνει ὁ ὕμνος τῆς πασχαλινῆς περιόδου : «Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ἐπιστάς ὁ Ἰησοῦ τοῖς μαθηταῖς, ἀφοβίαν καί εἰρήνην ἐδίδου». Μέ τή δύναμη πού προσφέρει ἡ ἀφοβία αὐτή, οἱ μαθητές, πτοημένοι προηγουμένως ἀπό τόν «φόβον τῶν Ἰουδαίων», ἀναδείχθηκαν ἀτρόμητοι Ἀπόστολοι «εἰς πάντα τά ἔθνη», μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του.

Ὁ φόβος εἶναι ἕνας ἐπικίνδυνος σύμβουλος τοῦ ἀνθρώπου. Διεισδύει μέ ποικίλους τρόπους στή σκέψη καί στή βούληση, μειώνοντας τήν ἀνθεκτικότητα καί τή δημιουργικότητά μας. Φόβο προκαλοῦν στόν ἄνθρωπο διάφορες αἰτίες : πολεμικές συγκρούσεις, φυσικές καταστροφές, ἐπιδημίες ἀσθενιῶν, ὅπως ἡ πρόσφατη πανδημία τοῦ Covid-19, πού ἔχει συγκλονίσει τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη. Φόβο σέ προσωπικό ἐπίπεδο δημιουργοῦν οἱ ἐχθρότητες, οἱ ἀδικίες, οἱ ποικίλες ἀτομικές συγκρούσεις· ἀλλά συχνά καί οἱ ἀδυναμίες μας. Ὁ ἀνθρώπινος φόβος κορυφώνεται κυρίως μπροστά στό θάνατο.

«Μή φοβεῖσθε·» (Ματθ. 28:10) παρότρυνε τίς μυροφόρες γυναῖκες ὁ Ἀναστημένος Χριστός· τόν χαιρετισμό «εἰρήνη ὑμῖν» ἀπηύθυνε στούς μαθητές Του, προσθέτοντας : «Λάβετε πνεῦμα Ἅγιον» (Ἰω. 20:22). Ἡ Ζωή σας θά στηρίζεται στή συνεχῆ δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν ὕπαρξη Σας. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνδυναμώνει ἔκτοτε ὅλους τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνδέοντας τήν ἀφοβία μέ τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη. Καί ἀκόμη ὁ Κύριος τούς διαβεβαίωσε ὅτι θά εἶναι μαζί τους ὅλες τίς ἡμέρες «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28:20).

Ἡ χριστιανική ἀφοβία συνδέεται ὀργανικά μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἀρχή σοφίας» (Παρ. 9:10) καί σημαίνει δέος, εὐλάβεια, ἐπίγνωση τῆς παρουσίας Του. Ὁ ἔνθεος αὐτός φόβος ἀποτελεῖ τήν ζωτική πηγή καί δύναμη τῆς ἀφοβίας. Ὅποιος φοβάται  τόν Θεό, δέν φοβᾶται κανέναν καί τίποτε. Ἡ ἀφοβία στήν ὁποία ἀναφερόμαστε δέν σχετίζεται μέ μιά ἀκαθόριστη  αἰσιοδοξία. Στηρίζεται στήν πίστη  στόν Θεό καί στήν ἔμπρακτη ἀγάπη.

Ἡ συναίσθηση τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Θεοῦ χαρίζει στήν καθημερινή μας πορεία εἰρηνική ἀφοβία. «Ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ μετ’ ἐμοῦ εἶ» (Ψαλμ. 22:3) βεβαιώνει ὁ ψαλμωδός. Καί ἕνας ποιητής τῆς γενιᾶς μας συμπληρώνει : «Ὅταν εἶσαι στό πλευρό μου ἀπό τή δόξα σου μεθῶ· οὔτε καί τόν ἐαυτό μου δέν ἔχω πιά νά φοβηθῶ».

Αύτό τόν καιρό ἡ σκέψη μας καί ἡ συμπεριφορά μας ἔχουν αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό τόν κορωνοϊό. Δέν πρέπει,  ὅμως, νά ἀφήσουμε τόν ἀθέατο αὐτόν ἐχθρό νά μᾶς λυγίσει. Ἀντιθέτως, ἄς ἐνισχύουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μέ λόγο καί πράξεις ἁπλές, μέ σιωπή στοργῆς, μέ πρόσχαρη διάθεση. Ὅμως, νά μήν περιοριθοῦμε στήν τόνωση τῆς δικῆς μας οἰκογένειας. Ἄς ἐπεκτείνουμε εὐρύτερα τό ἐνδιαφέρον μας καί στούς φίλους, τούς ἐγγεῖς καί τούς μακράν. Ἐπείγει νά συμμετάσχουμε σέ ἕναν ἀγώνα ἐλευθερίας ἀπό τό φοβικό σύνδρομο, πού ἀνεξέλεγκτα ἐπεκτείνεται γύρω μας. Δέν θά μᾶς ἀφήσει ὁ Θεός! Κάτι καλό θά βγεῖ καί ἀπό αὐτή τή δοκιμασία. Αὐτός ὁ πρωτόγνωρος πόλεμος θά κερδηθῇ μέ γενική, πανανθρώπινη ἐπιστράτευση ἀλληλεγγύης.

Ἡ ἐν Χριστῷ ἀφοβία κορυφώνεται πρό τοῦ θανάτου. Διαπνέεται ἀπό τήν πεποίθηση ὅτι «ἐάν τε οὖν ζῶμεν·  ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. 14:8). «Μηδείς φοβείσθω τόν θάνατον», προτρέπει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Ὅλος ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα ἀναπτύσσει καί ἐνισχύει αὐτή τή βασική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ βεβαιότητα γιά τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου προσφέρει μιά διαφορετική προοπτική στήν καθημερινή ζωή : «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς» (ἐμεῖς γνωρίζουμε πῶς ἀπό τό θάνατο ἔχουμε περάσει στή ζωή· κι αὐτό τό γνωρίζουμε, ἐπειδή ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς) (Α΄ Ἰω. 3:14). Αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρία ἀναρίθμητων ἀνθρώπων, πού διαμέσου τῶν αἰώνων βιώνουν τήν ἐν Χριστῷ πίστη καί ἀγάπη : «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α΄ Ἰω. 4:18).

Εὐλογημένο Πάσχα, ἀδελφοί μου νά ἑορτάσουμε! Μέ τήν Ἀνάσταση μέσα μας! Ἄς γίνει ἡ καρδιά μας «ναός Θεοῦ ζῶντος» (Β΄ Κορ. 6:16). Στόν αἰφνιδιασμό καί στήν ἀνησυχία πού ἔφερε ἡ ὀδυνηρή αὐτή πανδημία, ἄς ἀντιτάξουμε  τήν ἀφοβία γεμάτη εἰρήνη καί ἀλληλεγγύη!

Ἀδελφοί μου, ἄς μεταλαμπαδεύσουμε ἀπό τήν μία καρδιά στήν ἄλλη τό φῶς τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἐν Χριστῷ ἀφοβίας!

 

Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

 

Μέ θερμές Πατρικές εὐχές

Ο  Μ  Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ  Σ Α Σ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

«Τόν ζωοποιόν σου Σταυρόν, ἀπαύστως προσκυνοῦντες Χριστέ ὁ Θεός, τήν τριήμερόν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν∙ δι’ αὐτῆς γάρ ἀνεκαίνισας, τήν καταφθαρεῖσαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν παντοδύναμε, καί τήν εἰς οὐρανούς ἄνοδον καθυπέδειξας ἡμῖν, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος» (Στιχηρόν ἀναστάσιμον, ἦχος δ΄).

(Προσκυνώντας ἀδιάκοπα, Χριστέ Θεέ μας, τόν Σταυρό Σου πού ἔφερε τή ζωή, δοξάζουμε τήν τριήμερη Ἀνάστασή Σου. Διότι μέ αὐτήν, παντοδύναμε, ἀνακαίνισες τήν ἀνθρώπινη φύση πού εἶχε καταφθαρεῖ (ἀπό τήν ἁμαρτία) καί μᾶς ὑπέδειξες τήν ἄνοδο στούς οὐρανούς, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος).

Τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μᾶς καλεῖ ὁ ἄγιος ὑμνογράφος νά δοξολογήσουμε. Γιατί ἦταν αὐτή πού ἔδωσε καινούργια ζωή στήν ἀνθρώπινη φύση πού εἶχε τραυματιστεῖ καί διαφθαρεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν Πονηρό διάβολο. Ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας δυστυχῶς ἀπό τούς πρωτοπλάστους ἦταν ἐπιλογή θανάτου. Νομίζοντας ὅτι ἀποκτοῦν τήν αἰώνια ζωή, κατά τήν ἀπατηλή ὑπόδειξη τοῦ Διαβόλου ὄφεως, εἶδαν μέ τρόμο ὅτι στράφηκαν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους, τραυματίστηκαν ἀνεπανόρθωτα, εἰσῆλθαν στό σκοτεινό τοῦνελ τῆς φθορᾶς καί τῆς κόλασης. Ἡ ζωή τους ἔκτοτε ὑπῆρξε πράγματι ὀδύνη καί στεναγμός, περιέπεσαν σέ κοιλάδα πένθους καί δακρύων. Ἡ μόνη ἐλπίδα τους ἦταν ἡ παρήγορη φωνή τοῦ Δημιουργοῦ ὅτι στό μέλλον κάποιος ἀπόγονος τῆς γυναίκας θά συνέτριβε τόν διάβολο καί θά τούς ἀποκαθιστοῦσε στήν πρωτινή τους κατάσταση κι ἀκόμη περισσότερο. Κι αὐτό βεβαίως ἔγινε μέ τήν ἐμφάνιση τῆς κόρης τῆς Ναζαρέτ, Μαριάμ, ἡ ὁποία γέννησε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί τῆς δικῆς της συνέργειας τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ ὡς ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός πιά, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἕνωσε μέ τή Θεότητά Του, ὁπότε ἐν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος λυτρώθηκε – εἶδε καί πάλι Θεοῦ πρόσωπο. Ὅποιος πιά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, μέσα στό ζωντανό σῶμα Του τήν Ἐκκλησία, αὐτός καί ζεῖ μία νέα ζωή, πέρα ἀπό τήν ἀναγκαστική ροπή τῆς ἁμαρτίας, ζεῖ ἀπό τώρα τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀγάπη πρός τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο, ὅλη τή Δημιουργία. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις» πού λέει καί ὁ ἀπόστολος. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα», κατά τή βεβαίωση τοῦ Ἴδιου. Ὁ πιστός στόν Χριστό ἄνθρωπος πιά βρίσκεται στόν δρόμο πρός τόν Οὐρανό, καλύτερα ζεῖ ἀπό τώρα τόν Οὐρανό, γιατί βαδίζει πάνω στόν ἴδιο τόν Οὐρανό, τήν Ὁδό πού εἶναι ὁ Χριστός. 

Ἡ δοξολογία γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου πού ἄλλαξε τά δεδομένα τοῦ κόσμου ὅμως, μᾶς τονίζει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, λειτουργεῖ παράλληλα μέ τόν Σταυρό Του. Ἡ Ἀνάσταση δέν θά ἐρχόταν, ἄν δέν προηγεῖτο ὁ Σταυρός. Κι ὁ Σταυρός δέν θά ὑπῆρχε, ἄν δέν ἐρχόταν ἡ Ἀνάσταση. Σταυρός καί Ἀνάσταση πάντοτε συνθεωροῦνται καί προσφέρονται ὡς μία διπλή ἐν μονάδι πραγματικότητα. Οὔτε μόνον ὀδύνη, ἀλλ’ οὔτε μόνο χαρά. Ἡ ὀδύνη μέσα στή χαρά καί ἡ χαρά μέσα στήν ὀδύνη. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅποιος θέλει νά τονίσει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου ὑπέρ τό δέον, ὑποβαθμίζοντας δηλαδή τήν Ἀνάσταση, κινεῖται, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, σέ ἐπίπεδο πολιτικῆς∙ ὅποιος θέλει νά τονίσει τήν Ἀνάσταση εἰς βάρος τοῦ Σταυροῦ, αὐτός στήν πραγματικότητα κινεῖται σέ ἐπίπεδο οὐτοπίας. Γι’ αὐτό καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία προβάλλει τήν Ἀνάσταση τόσο ἔντονα, εἶναι αὐτή πού ἐξίσου τονίζει καί τόν Σταυρό. Ἄλλωστε ὅλη ἡ ἱστορία της εἶναι μία δοξολογική ἱστορία, μία ἱστορία θριάμβου, γιατί ἀκριβῶς εἶναι μία ἱστορία μαρτυρίου. Ὅπως ἡ δόξα τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ Σταυρός – «νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου», σημειώνει ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής ἀναφερόμενος στή Σταυρική του θυσία - ἔτσι καί ἡ δόξα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας εἶναι τό μαρτύριο τῶν ἁγίων της, μαρτύριο καί αἵματος μά καί συνειδήσεως ὡς ἀγώνα τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Εἶναι ὁ δρόμος πού πρόβαλε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γιά ὅλους ἀνά τούς αἰῶνες πιστούς καί μαθητές Του: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Ἡ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ ἐκβάλλει πάντοτε στήν Ἀνάσταση, ἀφοῦ προηγουμένως ὅμως ἔχει ὑπάρξει ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ ὡς ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ, δηλαδή ὡς βίωση τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Καί σ’ αὐτήν τήν πορεία δέν ὑπάρχουν διαλείμματα. «Ἀπαύστως προσκυνοῦντες τόν Σταυρόν» σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, δηλαδή παντοτινά, χωρίς σταματημό. Ἄρα χωρίς σταματημό εἶναι καί ἡ βίωση τῆς Ἀνάστασης. Ὁ σταυρός τοῦ πιστοῦ μέ ἄλλα λόγια κατανοεῖται ὡς μετοχή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτόν τόν σταυρό τόν δικό μας ἔτσι, τόν προσκυνᾶμε - ἀποδεχόμαστε ἐν πίστει καί ἀγάπῃ τά ὅποια «πάθια» μας - ὄχι γιατί εἴμαστε «μαζοχιστές», ἀλλά γιατί αὐτός φέρνει τή δυναμική τῆς ἀνάστασης ὡς χαρᾶς στή ζωή μας καί μᾶς κάνει νά ζοῦμε ἀπό τώρα τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.