12 Μαΐου 2021

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Αὐτός ὁ μέγας καί θαυμαστός Ἐπιφάνιος καταγόταν από τή χώρα τῆς Φοινίκης, από τίς πλησιόχωρες περιοχές τῆς Ἐλευθερουπόλεως, καί οἱ γονεῖς του ἦσαν γεωργοί. Ἀνατράφηκε σέ μικρή οἰκία, τέτοια πού εἶχαν φτωχοί καί γεωργοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος δέ ἔλαμψε στήν κατά Θεόν ἀρετή καί ἔφτασε στό ἀκρότατο ὕψος τῆς εὐσεβοῦς καί θεάρεστης πολιτείας. Διότι ἐνῶ οἱ γονεῖς του παρέμειναν στή λατρεία καί στή σκιά τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί δέν μπόρεσαν νά δοῦν τό φῶς τῆς χάρης, ὁ ἴδιος ἔσπευσε πρός τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, παίρνοντας ὡς ἀφορμή κάτι θεωρούμενο μικρό.

Κάποιος λοιπόν Κλεόβιος τοῦ θεράπευσε τήν πληγή πού ὑπέστη στόν μηρό, ὅταν ἔπεσε ἄτακτα ἀπό τόν ὄνο πού καβαλίκευε – γιατί ὁ ὄνος ταράχτηκε ἀπό κάτι καί μάλιστα σκοτώθηκε - κι ἀπό τότε ἄρχισε νά ἔχει λογισμούς ἀμφιβολίας καί νά μή προσέχει ἰδιαίτερα στή δουλεία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Νόμου. Ὕστερα δέ, καθώς συνάντησε κάποιο μοναχό Λουκιανό, τόν εἶδε τί ἔκανε ὅταν συνάντησε αὐτός ἕνα πτωχό πού τοῦ ζητοῦσε φαγητό: τοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο φαγητό ἀλλά καί τό ἔνδυμα πού φοροῦσε. Καί τήν ἴδια ὥρα ντύθηκε ὁ Λουκιανός ἀπό τόν οὐρανό ἄλλο (λευκό) ἔνδυμα. Τά εἶδε αὐτά ὁ Ἐπιφάνιος καί προσῆλθε στή χριστιανική πίστη, δεχόμενος τό ἅγιο βάπτισμα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς.

Τά ὑπόλοιπα θαυμαστά πού ἔκανε στή ζωή του εἶναι πολύ δύσκολο νά τά διηγηθεῖ κανείς μέ συντομία. Αὐτό μόνο εἶναι ἀναγκαῖο νά ποῦμε, ὅτι δηλαδή ἀπό πολύ νέος στήν ἡλικία, ὅταν εἶχε πιστέψει πιά στόν Χριστό, ἀμέσως μόνασε μέ ὅσιο τρόπο καί ξεπέρασε στήν ἐγκράτεια καί στούς ἀσκητικούς κόπους ὅλους τούς ὑπολοίπους μοναχούς. Κι ὅταν ἔφτασε στό ἀνώτερο στάδιο τῆς ἀρχιερωσύνης, ἡ ζωή του ἦταν ἀντίστοιχη μέ ὅσα πρίν ὡς μοναχός ζοῦσε. Διότι στά προηγούμενα χρόνια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ζοῦσε ἀσκητικά ὅπως εἴπαμε, ἀλλά καί ἔκανε πολλά θαύματα καί θεράπευσε πολλούς ἀσθενεῖς. Στά μετέπειτα δέ χρόνια μετά τήν ἱερωσύνη, ἔκανε τά ἴδια, ἀλλά καί δίδασκε ὀρθά τή χριστιανική πίστη καί μόρφωνε ὅλους τούς χριστιανούς μέ τό πλῆθος τῶν συγγραμμάτων του, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ἀντιμετώπισε πολλούς πειρασμούς ἀπό τούς κακόδοξους. Ἔζησε ἑκατόν δεκαπέντε ἔτη, ὅπως ὁ ἴδιος τό εἶπε στόν βασιλέα Ἀρκάδιο πού τόν ρώτησε, καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριο, ὄχι ὅμως στόν οἰκεῖο του θρόνο, ὅπως τοῦ ἔγραψε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐπειδή συναίνεσε κι αὐτός στήν ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ δέ Ἐπιφάνιος ἔγραψε καί ὁ ἴδιος ὡς ἀπάντηση: οὔτε κι ἐσύ θά φθάσεις νά δεῖς τόν τόπο στόν ὁποῖο στέλνεσαι ἐξορία. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στόν ἁγιότατο ναό του πού βρίσκεται μέσα στόν ἅγιο Φιλήμονα[1].

Ὁ μέγας πατήρ καί ὑμνογράφος τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου ὅσιος Ἰωάννης Δαμασκηνός[2] ἐπικεντρώνει πολλαπλῶς τήν προσοχή μας στό πρῶτο κατ' αὐτόν στοιχεῖο πού πρέπει νά προσέξουμε: τή μεταστροφή τοῦ ἁγίου ἀπό τήν Ἰουδαϊκή πίστη στή χάρη τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, ὁ Μωσαϊκός Νόμος λειτούργησε κατά τόν τρόπο πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὡς “παιδαγωγός εἰς Χριστόν[3]. Δεν εἶχε δηλαδή κάλυμμα στόν νοῦ του ὁ Ἐπιφάνιος, ὅταν μελετοῦσε τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά ἔχοντας τήν ψυχή του ἀνοικτή εἶδε τό νόημα τοῦ Νόμου πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Διότι μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως διδαχθήκαμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, στόν Χριστό “στοχεύει”. Χωρίς τόν Χριστό παραμένει κλειστή καί ἀνερμήνευτη. “Ὅ,τι ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς καί οἱ προφῆται γιά μένα τό ἔγραψαν” ἀπεκάλυψε τό ἀψευδές στόμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας[4]. “Ὁ Νόμος τοῦ γράμματος ἔγινε γιά σένα παιδαγωγός εἰς Χριστόν, Ἐπιφάνιε”, ἀναφέρει ἤδη ἀπό τά πρῶτα ἑσπέρια τροπάριο ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, “γιατί σοῦ ἔδειξε τή χάρη τῆς θεογνωσίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ πού ἄστραψε (στήν καρδιά σου), χάρη πού προγραφόταν μυστικά καί λειτουργοῦσε ὡς τύπος μέ ἐντελῶς διάφανο τρόπο”[5].

Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο νά δεχθεῖ τή μεγάλη αὐτή χάρη τῆς μεταστροφῆς (ὅπως καί τῆς ἀδελφῆς του ἄλλωστε: ὠδή γ΄), κάτι πού δέν μπόρεσαν να δεχθοῦν οἱ γονεῖς του γιά παράδειγμα ἤ καί πολλοί ἄλλοι Ἰουδαῖοι; Τό ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Δαμασκηνός: ἦταν (πέραν τῆς εὐεργεσίας πού δέχτηκε ἀπό τόν Κλεόβιο, τόν “θεοειδῆ ἄνθρωπον”:ὠδή α΄ πού τόν θεράπευσε) ἡ ἁγνότητα τῆς ἀναζήτησής του, ὁ πόθος του καί ἡ ἀγάπη του γιά τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, πρῶτα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἔπειτα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι τοῦτο μία μεγάλη ἀλήθεια που διαλαλεῖ πάντοτε ἡ χριστιανική πίστη: δέν ὑπάρχει περίπτωση νά βρεθεῖ ἄνθρωπος ὅπου γῆς, πού νά ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια, νά ποθεῖ τόν Θεό, ἔστω καί ἄγνωστό Του στήν ἀρχή, πού νά μήν καθοδηγηθεῖ ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό – μέσα ἀπό ἀνθρώπους Του τίς περισσότερες φορές – γιά νά Τόν συναντήσει καρδιακά καί πραγματικά. Ὅπως ὁ ἴδιος πάλι τό τόνισε: “Ὅποιος ἀγαπάει τήν ἀλήθεια, θά ἀκούσει τή φωνή Μου”[6]. “Καταλήφθηκες ἀπό τόν πόθο τοῦ θείου Νόμου, Πάτερ Ἐπιφάνιε, καί πρόκρινες τό δίκαιο ἀπό τό ἄδικο, γι' αὐτό καί μέσα ἀπό σύμβολα δέχτηκες τή σωτήρια πίστη τῆς ἁγίας Τριάδος”[7] (ὠδή α΄). Τήν πρόκριση αὐτή μάλιστα ὁ ὑμνογράφος τή θεωρεῖ ὡς τήν κατεξοχήν ἔξυπνη κίνηση τοῦ Ἐπιφανίου. Μπορεῖ δηλαδή νά ἦταν ὑποδουλωμένος στούς Μωσαϊκούς νόμους, ἀλλά τελικά ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔλαμψε μέσα του καί τόν ἔκανε μαθητή τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου. Λειτούργησε δηλαδή ὡς “ἀγχίνους”, ὡς ἔξυπνος ἄνθρωπος, γιατί “βλέποντας ποῦ ὁδηγεῖ ἡ κάθε μία ἀπό τίς δύο Διαθῆκες ἦλθες ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία”[8] (Δοξαστικό στιχηρών ἑσπερινοῦ). Κι αὐτό θά πεῖ κατ' ἐπέκταση: ἔξυπνος, μέ χριστιανικά κριτήρια, εἶναι ὄχι αὐτός πού ἁπλῶς ξέρει νά χρησιμοποιεῖ τό μυαλό του γιά τά ἐπίγεια πράγματα, ἀλλά αὐτός πού μπορεῖ νά διακρίνει τό αἰώνιο ἀπό τό πρόσκαιρο, αὐτό πού ὑποδουλώνει ἀπό αὐτό πού ἐλευθερώνει, κι αὐτό εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (βλ. καί ὠδή α΄).

Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἀναλίσκεται στή φανέρωση τῶν θαυμασίων πού ἐπιτελοῦσε δι' αὐτοῦ ὁ Θεός: θαύματα καί ἰάσεις, ἀλλά καί μεταστροφές χαρισματικές λόγω τῆς διδασκαλίας του, βάση τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἁγία ἀσκητική ζωή του. “Ὁ ἔνθεος βίος πού συνέδραμε μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα σέ ἑτοίμασε νά ἐπιτελεῖς τά θαυμάσια καί νά ἐκδιώκεις τό θράσος τῶν δαιμόνων καί νά καταπαύεις τούς πόνους τῶν δύσκολων νοσημάτων μέ τίς προσευχές σου”[9] (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι αὐτός ὁ συνδυασμός τοῦ ἐνθέου βίου μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα εἶναι γιά τόν ἅγιο ποιητή ό,τι καθορίζει τόν διδάσκαλο τοῦ χριστιανισμοῦ. Δηλαδή δάσκαλος ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὅποιος γνωρίζει μ' ἕναν νοησιαρχικό ἴσως τρόπο τά δόγματα τῆς πίστεως – αὐτά μπορεῖ ἴσως νά τά “μάθει” κι ἕνας... ἄθεος! Ἀλλά αὐτός πού ὑποστηρίζει τή διδασκαλία μέ τήν ἔνθεη ζωή του. Αὐτό δέν ἀπεκάλυψε καί ὁ Κύριος; “Ὁ ποιήσας καί διδάξας μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν”[10]. “Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, ἀλλά ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν[11]. Καί σημειώνει τό ἑξῆς σημαντικό ὁ ἅγιος Δαμασκηνός: αὐτός ὁ διδάσκαλος διδάσκει ὄχι ἐξ ἑαυτοῦ, ἀλλά καθοδηγούμενος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο – ὁ λόγος του φέρει τήν αὐθεντία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ! Στό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ σημειώνει: “Λόγω τῆς πνευματικῆς σου σοφίας, Ἐπιφάνιε μακάριε, φάνηκες διδάσκαλος τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Κι ἀφοῦ βρῆκες τόν Χριστό ὡς ὁδηγό σου, διέλυσες τίς σκέψεις καί τίς διδασκαλίες τῶν κακοδόξων αἱρετικῶν”[12].

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος χαρακτηρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας (Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος) μέγας Πατέρας αὐτῆς. Τό ἀντιαιρετικό του ἰδίως ἔργο ὅπως εἴδαμε διέλυσε τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν καί στήριξε τήν Ἐκκλησία. Μένει ἀσχολίαστο ὅμως ἀπό τόν ἅγιο ὑμνογράφο τό “παράδοξο” γιά ἐμᾶς τούς κατοπινούς χριστιανούς γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος κατεδίκασε κι αὐτός τόν ἅγιο Χρυσόστομο: καί μέ τή δική του ὑπογραφή ἐξορίστηκε ὁ μέγας Πατέρας καί Οἰκουμενικός διδάσκαλος!

Καί οἱ δύο ἅγιοι. Καί οἱ δύο “ἀετοί” τῆς θεολογίας. Καί οἱ δύο Πατέρες. Γιατί καί πῶς αὐτό; Ίσως γιατί ἡ ἁγιότητα δέν προσμετρᾶται μέ συγκαιρινές ἀποφάσεις. Ἴσως γιατί σ' ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία λειτουργοῦν πολλές παράμετροι πού δέν μποροῦμε νά προσδιορίσουμε καί νά ἀποφύγουμε. Ἴσως γιατί καί ἕνας ἅγιος δέν εἶναι... τέλειος! Ὁ μεγάλος Πατρολόγος μακαριστός καθηγητής Στυλιανός (μοναχός Γεράσιμος) Παπαδόπουλος ἐπιλέγει στή διεισδυτική ἀναφορά του γιά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο: “Ἡ ἄκριτη συμπεριφορά τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου στόν ἀγώνα του κατά τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὁδήγησε στήν καταδίκη τοῦ τελευταίου, πού ἦταν τότε ἡ μεγαλύτερη μορφή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὀρθόδοξος λοιπόν Ἐπιφάνιος, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά παρακολουθήσει τήν αὐξητική πορεία τῆς θεολογίας κι ἐπειδή κυριαρχήθηκε ἀπό ζηλωτισμό, ἀπέβη παραδοσιοκράτης καί γι' αὐτό πολέμιος τῶν μεταθανασιανῶν διαμορφωτῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς σκέψεως, δηλαδή τῶν Καππαδοκῶν καί τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ Ἐκκλησία ἐντούτοις παρέβλεψε τά σφάλματά του, τιμᾶ τό λοιπό ἀξιόλογο ἔργο του καί ἑορτάζει τή μνήμη του στις 12 Μαΐου”[13].

Τό θέμα τελικά εἶναι πώς καί οἱ δύο ἅγιοι ἀπολαμβάνουν ἀγκαλιασμένοι μέσα στόν Χριστό τήν εὐλογημένη παρουσία Ἐκείνου, εὐχόμενοι ἀπό κοινοῦ γιά τή σωτηρία τή δική μας καί ὅλου τοῦ κόσμου. Κι αὐτό εἶναι τό σημαντικότερο! Γιατί ἀπό τό τέλος κρίνονται ὅλα! “Βασιλιά τῶν βασιλιάδων Ἅγιε, μοναρχική ἁγία Τριάδα, Σύ πού δεσπόζεις σέ ὅλα, δῶσε σ' αὐτούς πού Σέ ἀνυμνοῦν τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν καί χωρίς πειρασμούς τήν κατάσταση ὅλης τῆς ζωῆς τους, μέ τίς προσευχές τοῦ Ἐπιφανίου”[14] (ὠδή θ΄).


[1] Ἀπό τό συναξάρι τοῦ Μηναίου.

[2] Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ο Δαμασκηνός (περ. 676 – 4 Δεκεμβρίου 749) ἀποτελεῖ μεγάλο Πατέρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Διακρίθηκε γιά τή θεολογική του ἐμβρίθεια - ἦταν αὐτός πού θεολόγησε κατεξοχήν στό θέμα τῶν ἱερῶν εἰκόνων – καί γιά τό ποιητικό ὑμνογραφικό του χάρισμα.

[3] Γαλ. 3, 24.

[4] Πρβλ. Λουκ. 24, 27 κ.α.

[5] Νόμοις ὁ ἐν γράμματι, παιδαγωγός σοι γεγένηται,εἰς Χριστόν, Ἐπιφάνιε, δεικνύς τήν ἀστράψασαν τοῦ Σωτῆρος χάριν τῆς θεογνωσίας, προγραφομένην μυστικῶς καί τυπουμένην διαφανέστατα”.

[6] Ιωάν. 18, 37: “Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας, ἀκούει μου τῆς φωνῆς».

[7] Πόθῳ θείου νόμου συσχεθείς καί τοῦ ἀδίκου προκρίνας τό δίκαιον, Πάτερ Ἐπιφάνιε, συμβολικῶς ἐδέξω τήν σωτήριον πίστιν τῆς Τριάδος”.

[8] ὡς ἀγχίνους, τοῖς ἀμφοῖν διαθηκῶν κατά νοῦν εἰληφώς ἔκβασιν, ἀπό δουλείας εἰς ἐλευθερίαν μεταβέβηκας”.

[9] Ὁ βίος ὁ ἔνθεος, τᾣ ὀρθοδόξῳ φρονήματι συνδραμών παρεσκεύασε τελεῖν τά θαυμάσια καί δαιμόνων θράσος, Πάτερ, ἀπελαύνειν, καί νοσημάτων χαλεπῶν τάς ἀλγηδόνας παύειν ἐντεύξεσιν”.

[10] Πρβλ. Ματθ. 5, 19.

[11] Ματθ. 7,21.

[12] Τῆς ὀρθοδόξου πίστεως διά τήν πνευματικήν σοφίαν, διδάσκαλος ὤφθης, Ἐπιφάνιε μακάριε· καί Χριστόν εὑρών ποδηγέτην, τάς βουλάς τῶν κακοδόξων αἱρετικῶν διεσκέδασας”.

[13] Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σελ. 723.

[14] Ἄναξ τῶν ἀνάκτων Ἅγιε, μοναρχική Τριάς, ἡ πάντων δεσπόζουσα, τοῖς ὑμνοῦσί σε τήν τῶν πταισμάτων συγχώρησιν καί τοῦ βίου παντός τήν κατάστασιν ἀπείραστον παράσχου, Ἐπιφανίου ταῖς ἐντεύξεσιν”.

11 Μαΐου 2021

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ


Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.

                                      


Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τὶς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τὶς πύλες τοῦ Ἅδη  μὲ τὶς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τὶς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη, ή μόνον τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».



Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου τοῦ ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκύλα (=λάφυρα).



Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. 



Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.



Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι τοῦ τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.



Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.



Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».



Τέλος, ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ᾿ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ  κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» 


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ

Τήν 11η τοῦ μηνός Μαΐου ἑορτάζει ἡ ᾽Εκκλησία μας τή μνήμη τῶν δύο ἰσαποστόλων ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, φωτιστῶν τῶν Σλαύων. Οἱ ἅγιοι αὐτοί ἔζησαν τόν ἔνατο μ. Χ. αἰ., σέ ἐποχή καθοριστική γιά τό Βυζάντιο, ἀφοῦ τότε ἐπῆλθε τό πρῶτο λεγόμενο σχίσμα τῆς Δυτικῆς ᾽Εκκλησίας ἐπί πατριάρχου Φωτίου. ῏Ησαν ῞Ελληνες ἀπό τή Θεσσαλονίκη, καταγόμενοι ἀπό πλούσια καί ἀριστοκρατική οἰκογένεια, πού τούς ἔδωσε τή δυνατότητα νά σπουδάσουν σέ πλάτος καί βάθος. Ὁ Κύριλλος μάλιστα – Κωνσταντίνος πρίν γίνει μοναχός καί ἀλλάξει τό ὄνομά του – πού ἦταν καί μικρότερος ἀπό τόν Μεθόδιο, σπούδασε μαθηματικά, φιλοσοφία, ἀστρονομία καί μουσική, κι ἔγινε καί καθηγητής φιλοσοφίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας, πιθανόν διάδοχος τοῦ ἁγίου Φωτίου. Ὁ Μεθόδιος, μέ πλατιά καί αὐτός μόρφωση, διακρίθηκε κυρίως γιά τίς διοικητικές του ἱκανότητες καί τό ὀργανωτικό καί πρακτικό του πνεῦμα, κάτι πού φανερώθηκε ἰδιαιτέρως, ὅταν ἀνέλαβε διοικητής σέ περιοχές κοντά στούς Σλαύους.

Ἡ πίστη τους στόν Χριστό ἦταν πολύ θερμή καί βαθιά, γι᾽ αὐτό καί οἱ δύο ἀπεφάσισαν νά ἀποσυρθοῦν ἀπό τά ἐγκόσμια καί νά γίνουν μοναχοί. ῎Ηδη ὅμως εἶχαν δείξει καί τήν ἱεραποστολική τους διάθεση, ἀφοῦ εἶχαν ἀναλάβει διάφορες ἀποστολές μέσα στά πλαίσια τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Σ᾽αὐτούς λοιπόν τούς χαρισματούχους ἀπό κάθε πλευρά ἄνδρες ἀνατέθηκε ὁ ἐκχριστιανισμός ἑνός τμήματος τῶν Σλαύων, σέ ἐποχή πού αὐτοί ἤδη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στά ὅρια τοῦ Βυζαντίου, ἀναζητώντας ταυτότητα καί πατρίδα. ῏Ηταν γνωστή ἄλλωστε ἡ τακτική τοῦ Βυζαντίου, ὅταν ἐπρόκειτο γιά βαρβαρικούς λαούς. Προκειμένου ν᾽ ἀποτελοῦν ἀπειλή τῆς αὐτοκρατορίας, τούς ἔκανε συμμάχους ἐκχριστιανίζοντάς τους. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τούς Σλαύους. ᾽Ανέλαβαν λοιπόν τήν ἀποστολή οἱ δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί, γνωστοί καί ἀπό ἄλλες, καθώς εἴπαμε, ἐπιτυχημένες ἀποστολές.

Πρίν φύγουν, κατέστρωσαν τά σχέδιά τους. Θέλοντας νά κάνουν ἔργο εἰς βάθος, ἔφτιαξαν ἀλφάβητο γιά τόν λαό στόν ὁποῖο θά ἀπευθύνονταν, δεδομένου ὅτι ἐκεῖνοι δέν εἶχαν γραφή. Καί τό ἀλφάβητο αὐτό τό δημιούργησαν μέ βάση τό ἑλληνικό, ἀλλά καί τά ἰδιαίτερα φθογγολογικά σημεῖα ἀπό τή γλώσσα τῶν Σλαύων. Τή σλαυική γλώσσα πρέπει νά τήν γνώριζαν καί ἀπό τό ὅτι ὁ Μεθόδιος εἶχε χρηματίσει διοικητής σέ σλαυικές ἐπαρχίες, ἀλλά καί ἀπό τό ὅτι κατά πᾶσα πιθανότητα στήν οἰκογένειά τους πρέπει νά εἶχαν σλαύους ὡς ὑπηρέτες. Δημιούργησαν λοιπόν ἀλφάβητο, τό γλαγολιτικό καί μετέπειτα Κυρίλλειο λεγόμενο, μετέφρασαν κείμενα τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί τῆς λειτουργικῆς παράδοσης τῆς ᾽Εκκλησίας καί μέ συνεργάτες ξεκίνησαν γιά τό μεγάλο τους ἔργο. ᾽Από τίς πρῶτες φροντίδες τους ἦταν νά πλαισιωθοῦν ἀπό ντόπιους, Σλαύους συνεργάτες. Καί στόχος τους ἦταν νά κηρύξουν τή χριστιανική πίστη, δίνοντας μόνο τήν πρώτη ὤθηση γιά τόν ἐκχριστιανισμό τους. Μέ ἄλλα λόγια σταθερή βούλησή τους ἦταν νά ἐνεργοποιήσουν τόν λαό αὐτό, ὥστε στή συνέχεια οἱ ἴδιοι νά ὀργανώσουν μέ τόν τρόπο πού ἐκεῖνοι ἤθελαν τήν ζωή τους. Τά προβλήματα βεβαίως πού συνάντησαν δέν ἦταν λίγα. Καί τά περισσότερα προέρχονταν ὄχι ἀπό τούς ἐκχριστιανιζομένους, ὅσο ἀπό ἐκπροσώπους τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς Ρώμης. Τελικά ὅμως ἡ ὅλη τους προσπάθεια πέτυχε: ὁ Χριστιανισμός ρίζωσε στά μέρη ἐκεῖνα, οἱ ἴδιοι ὅμως ἄφησαν στό ἔργο αὐτό τήν τελευταία τους πνοή. Ὁ μέν Κύριλλος πέθανε στή Ρώμη τό 869 μ.Χ., ὅταν εἶχε πάει ἐκεῖ, γιά νά διευθετήσει μέ τόν ἐπίσκοπο Ρώμης θέματα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλαύων, ὁ δέ Μεθόδιος τό 885, στά χώματα τῆς ἱεραποστολῆς του, ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σλαύων.

᾽Από τά ἐλάχιστα προαναφερθέντα στοιχεῖα γιά τούς μεγάλους αὐτούς ἀγίους ἰσαποστόλους θά μπορούσαμε, ἐπιγραμματικά, νά σημειώσουμε τά ἑξῆς:

1) Οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ὑπῆρξαν γνησιότατοι ῞Ελληνες ἐκ Θεσσαλονίκης, μέ τήν πραγματική καί ὁλοκληρωμένη ὅμως σημασία τοῦ ὅρου ῞Ελληνας. Δηλαδή ὑπῆρξαν ἄνθρωποι οἰκουμενικοί, πού ἔκλειναν μέσα στήν καρδιά τους τόν κόσμο ὅλο. Διότι αὐτό εἶναι ὁ ῞Ελληνας: ὄχι ὁ στενόκαρδος τοπικιστής, ἀλλ᾽ ὁ μεγαλόψυχος καί παγκόσμιος ἄνθρωπος. Καί τέτοιος εἶναι ὁ ῞Ελληνας κυρίως μετά τήν ἀπόκτηση τῆς πίστεώς του στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Ἡ οἰκουμενικότητα ἀφενός τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ἡ οἰκουμενικότητα ἀφετέρου τοῦ χριστιανισμοῦ ἔχουν πλατύνει τήν καρδιά του καί τόν ἔχουν κάνει, ἐνῶ ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί εἶναι ἕτοιμος νά θυσιαστεῖ γι᾽ αὐτήν – μή ξεχνᾶμε τή φιλοπατρία τῶν ῾Ελλήνων ὡς βασική τους ἀρετή – νά βλέπει καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο ὡς ἀδέλφια καί δυνάμει μετόχους τῆς πολιτιστικῆς του κληρονομιᾶς. Τέτοιοι λοιπόν παγκόσμιοι ἄνθρωποι ἦταν καί οἱ ἅγιοί μας.

2) Ποτέ δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν οἱ ἅγιοι ὡς ὄργανα τοῦ Βυζαντίου γιά κατακτητικούς σκοπούς. ᾽Εκτός ἀπό τό ὅτι δέν εἶχε τέτοια πολιτική τό Βυζάντιο, οἱ ἁγιασμένοι αὐτοί ἀδελφοί κινοῦνταν στίς ἐνέργειές τους ἀπό τήν ἀγάπη τους στό Χριστό καί τόν συνάνθρωπο. Οἱ ἴδιοι οἱ παλαιοσλαβονικοί βίοι τους ἐπισημαίνουν τήν παραπάνω ἀλήθεια, τονίζοντας ὅτι ἔβλεπαν τούς Σλαύους ὡς πλανεμένα λόγω εἰδωλολατρίας ἀδέλφια τους.

3) ᾽Ακριβῶς γιά τόν παραπάνω λόγο, στάθηκαν ἔναντι τῶν Σλαύων μέ ἀπόλυτο σεβασμό. Δέν θέλησαν νά τούς ὑποτάξουν, δέν τούς φέρθηκαν σάν νά ἦσαν κατώτερα ὄντα. Τούς εἶδαν ὡς ἰσότιμους, πού ἁπλῶς ἔπρεπε στήν ἀρχή νά βοηθηθοῦν. ᾽Απόδειξη: τούς μίλησαν στή γλώσσα τους καί πῆραν ὡς συνεργάτες τους Σλαύους. Μέ τή δημιουργία μάλιστα τοῦ ἀλφαβήτου ὄχι μόνο τούς ἔδωσαν τή δυνατότητα νά γνωρίσουν πληρέστερα τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά ἔθεσαν ταυτοχρόνως καί τίς βάσεις γιά τήν πολιτιστική τους ἀνάπτυξη. Ὅλος ὁ πολιτισμός τῶν Σλαύων ῾πατάει᾽ στό ἔργο τῶν Θεσσαλονικέων ἀδελφῶν. Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο ὅτι αὐτοί πού κυρίως ἑορτάζουν καί πανηγυρίζουν στή μνήμη τους εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Σλαῦοι, μέ ὅλη τήν ποικιλία τους.

4) Πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι χαρισματικοί, ἐργάστηκαν πολύ σκληρά καί συστηματικά. Δέν στηρίχτηκαν δηλαδή μόνο στό ταλέντο καί τήν ἔμπνευσή τους γιά τήν τεράστια ἀποστολή πού ἀνέλαβαν, ἀλλά προγραμμάτισαν τήν ὅλη προσπάθειά τους. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀλφαβήτου - ἔργο κατεξοχήν ἐπίπονο - ἡ εὕρεση συνεργατῶν κλπ. ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τό ἀληθές. Κι εἶναι μεγάλο παράδειγμα ὁ τρόπος αὐτός δράσεώς τους γιά μᾶς τούς νεοέλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε συνηθίσει, στηριγμένοι μόνο στό ταλέντο καί τή φαντασία μας, χωρίς ὅμως πολύ κόπο καί δουλειά, νά θέλουμε νά ἐπιτυγχάνουμε σ᾽ αὐτό πού κάνουμε. Μέ ἄλλα λόγια γιά τήν ἐπιτυχία ἑνός ἔργου, καί μάλιστα μεγάλου, ἡ ἔμπνευση μόνη δέν ἀρκεῖ.

5) Τό μυστικό τῆς ἐπιτυχίας τους ἦταν τό ὅτι ἀνέλαβαν τήν ἀποστολή τους ἀποφασισμένοι νά πεθάνουν γι᾽ αὐτήν. Κάτι πού ἔγινε. Καί μᾶς διδάσκουν ὅτι τότε πετυχαίνει ἕνας ἱερός σκοπός, ὅταν δέν τόν ἀντιμετωπίζει κανείς ὡς ἀγγαρεία, ἀλλ᾽ ὡς κάτι πού περιέχει τό στοιχεῖο τῆς αὐτοθυσίας. ῎Αν, κοντολογίς, σέ κάτι πού πιστεύω ὅτι εἶναι ἐκ Θεοῦ δέν ἀποφασίσω καί τόν θάνατό μου γι᾽ αὐτό, τότε δέν πρόκειται νά ἐπιτύχω τίποτε. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό τό ἔργο τῶν ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου ἦταν συνέχεια τοῦ ἔργου τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου.



ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ἐπέστης, Χριστέ, πρός τούς Μαθητάς. Τότε ὁ Θωμᾶς οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ’ αὐτῶν˙ ἔλεγε γάρ˙ Οὐ μή πιστεύσω, ἐάν μή ἴδω κἀγώ τόν Δεσπότην˙ ἴδω τήν πλευράν, ὅθεν ἐξῆλθε τό αἷμα, τό ὕδωρ, τό βάπτισμα˙ ἴδω τήν πληγήν, ἐξ ἧς ἰάθη τό μέγα τραῦμα ὁ ἄνθρωπος˙ ἴδω πῶς οὐκ ἦν ὡς πνεῦμα, ἀλλά σάρξ καί ὀστέα. Ὁ τόν θάνατον πατήσας καί Θωμᾶν πληροφορήσας, Κύριε, δόξα Σοι» (Δοξαστικό αποστίχων των αίνων).

(Ενώ ήταν κλεισμένες οι θύρες, φανερώθηκες, Χριστέ, προς τους μαθητές (την πρώτη ημέρα που αναστήθηκες). Τότε ο Θωμάς κατ’ οικονομία (Θεού) δεν ήταν μαζί τους. Γιατί έλεγε: Δεν θα πιστέψω, αν δεν δω κι εγώ ο ίδιος τον Δεσπότη. Αν δεν δω την πλευρά, από όπου βγήκε το αίμα, το ύδωρ, το βάπτισμα. Αν δεν δω την πληγή, από την οποία ιάθηκε το μέγα τραύμα, δηλαδή ο άνθρωπος. Αν δεν δω ότι δεν ήταν ο Χριστός πνεύμα (ένα φάντασμα), αλλά (κανονικός άνθρωπος) με σάρκα και οστά. Κύριε, Συ που πάτησες τον θάνατο και πληροφόρησες τον Θωμά (με την εμφάνισή Σου μετά οκτώ ημέρες) δόξα Σοι).

Τον προβληματισμό του Θωμά και τον δραματικό χαρακτήρα των ενστάσεών του απέναντι στους άλλους συμμαθητές του που τον βεβαίωναν για την αναστημένη παρουσία του Κυρίου προβάλλει ο άγιος υμνογράφος. Βρισκόμαστε στη δεύτερη εβδομάδα μετά την Ανάσταση του Κυρίου που το κύριο πρόσωπο στην υμνογραφία της Εκκλησίας είναι ο θεωρούμενος άπιστος μαθητής. Κι ήταν εκείνος που απογοητευμένος όπως και οι άλλοι απόστολοι από την εξέλιξη των γεγονότων και τον σταυρικό θάνατο του Διδασκάλου επέλεξε όχι την κοινωνία των μαθητών, αλλά την απομόνωσή του. Οι λογισμοί απιστίας και η διαφαινόμενη απόγνωσή του φαίνεται να τον κατέκλυσαν, γι’ αυτό και όταν οι άλλοι μαθητές τον βεβαίωσαν για την Ανάσταση του Κυρίου, εκείνος εξέφρασε τις αμφιβολίες του και την «απαίτησή» του να βεβαιωθεί με τις αισθήσεις του για ό,τι του έλεγαν. Η περιγραφή από τον υμνογράφο των αμφιβολιών του δείχνουν αφενός τον εσωτερικό πόλεμο που ζούσε, αφετέρου το «άνοιγμά» του προς την πίστη, γιατί οι εκτιμήσεις του έχουν βαθιά θεολογικό χαρακτήρα και στηρίζονται στον αποκαλυπτικό λόγο του Διδασκάλου.

- Να δω κι εγώ τον Κύριο για να πιστέψω˙ εξακολουθεί και τον χαρακτηρίζει Κύριο, Δεσπότη.

- Να δω τη λογχισμένη πλευρά, με το αίμα και το ύδωρ που βγήκαν˙ το ύδωρ τον παραπέμπει στο βάπτισμα της Εκκλησίας, δια του οποίου γινόμαστε μέλη Χριστού.

- Να δω την πληγή από τα καρφιά˙ μία πληγή που θεωρείται ότι απετέλεσε την ίαση του ανθρώπου. Ο ποιητής βάζει στο στόμα του «απίστου» Θωμά τον προφητικό λόγο του Ησαΐα για τον Μεσσία: «τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς οἱ πάντες ἰάθημεν», κάτι που η Εκκλησία μας το εξαγγέλλει έκτοτε ποικιλοτρόπως: «τῷ πάθει Σου, Χριστέ, παθῶν ἠλευθερώθημεν». Και ιάθηκε βεβαίως ο άνθρωπος που τον χαρακτηρίζει ο Θωμάς «μέγα τραῦμα» - η αποδοχή της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία που έφερε τον θάνατό του, πνευματικό και σωματικό, «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος».

- Να δω Εκείνον αναστημένο που δεν φάνηκε ως ένα απλό πνεύμα, αλλά ήταν αληθινός άνθρωπος με σάρκα και οστά˙ η σωματικότητα του Χριστού είναι η βεβαία απόδειξη ότι όντως αναστήθηκε. Ποτέ η Εκκλησία μας δεν αποδέχτηκε μία πνευματοκρατία, αλλά τον ρεαλισμό ότι ο άνθρωπος είναι σώμα και ψυχή, ψυχή και σώμα, και τα δύο είναι ισάξια και ισοδύναμα, και τα δύο μετέχουν εξίσου στη χάρη του Θεού – ο άνθρωπος σώζεται ολόκληρος.

Κι ο υμνογράφος βεβαίως καταλήγει με την «αποθέωση» της αγάπης του Θεού απέναντι στο πλάσμα Του: και τον θάνατο καταπάτησε ο Χριστός, το αποτέλεσμα δηλαδή της αμαρτίας την οποία σήκωσε και ξέπλυνε πάνω στον Σταυρό, αλλά και τον Θωμά «ἐπληροφόρησε», γιατί συγκατέβη στην αδυναμία του – δεν τον αποπήρε, δεν τον έκανε πέρα. Κι εκείνο που θεωρείται το πιο συγκινητικά παράδοξο ίσως στον ύμνο είναι ότι αυτό που συνέβη με τον Θωμά συνέβη «οἰκονομικῶς». Το ήξερε και το ήθελε δηλαδή ο Θεός, προκειμένου διά της «απιστίας» του μαθητή Του να δώσει απάντηση σε όλες τις απιστίες και τις ολιγοπιστίες και τις αμφιβολίες που θα εκφράζονταν σε όλους τους αιώνες. «Ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!»

Το κίνητρο της αγάπης του Θεού μας για κάθε ενέργειά Του είναι πράγματι εκείνο που κάνει όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους, παρ’ όλες τις αδυναμίες τους, να προσπίπτουν τελικώς και να κραυγάζουν προς τον Χριστό: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»!

10 Μαΐου 2021

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

«Τόν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες βαπτιζόμενον, Δέσποτα, βυθῷ ἀπιστίας, παλάμας προτείνας εἰς ἔρευναν» (ὠδή στ΄ κανόνος Κυριακής Θωμά).

(Δεν εγκατέλειψες, Δέσποτα Κύριε, τον Θωμά, την ώρα που βυθιζόταν στον βυθό της απιστίας, καθώς τού άπλωσες τις παλάμες για έρευνα).

Συνηθίζουμε να μιλάμε για την απιστία ή τη δυσπιστία ή την ολιγοπιστία του αγίου αποστόλου Θωμά, επειδή δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των άλλων μαθητών ότι είδαν τον αναστημένο Χριστό. «Ἐάν μή ἴδω οὐ μή πιστεύσω» τους είπε. Και ο Κύριος τού έκανε τη χάρη και (όταν βεβαίως βρέθηκε μαζί με τους άλλους αποστόλους δείχνοντας την καλή του διάθεση και τον εσωτερικό του αγώνα) τον κάλεσε «ἰδίαις χερσί» να βεβαιωθεί για το αναστημένο Του σώμα. Εξέφρασε όμως και το παράπονό Του ότι «πίστεψε γιατί Τον είδε και τον ψηλάφησε με τις σωματικές του αισθήσεις», χωρίς να φτάσει στην υψηλότερη πίστη και θέαση που υπάρχει, δηλαδή τη μακαριότητα εκείνων που πιστεύουν χωρίς να επιζητούν να Τον δουν με τα σωματικά τους μάτια. Βεβαίως η εκκλησιαστική υμνολογία αφορμάται από το γεγονός αυτό για να «υμνήσει» τελικά αυτήν την απιστία του Θωμά – «ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ», διότι ο Κύριος «χαίρει ἐρευνώμενος»  - που έδωσε και δίνει την ευκαιρία μέσα στους αιώνες να εξαγγελθεί η Ανάσταση του Κυρίου ακόμη και μέσα από την ψαύση του πεπυρωμένου λόγω της θεότητάς Του σώματος του Κυρίου∙ αλλά και να τονισθεί η πραγματική έννοια της θεολογίας, ως γεγονότος που εδράζεται στην εμπειρία του Χριστού, είτε από το άγγιγμα του στήθους Του από τον Ιωάννη τον Θεολόγο είτε από το άγγιγμα των τρυπημένων από τα καρφιά χεριών Του και της λογχευμένης πλευράς Του, και όχι σε μία ιδεολογική και «ψιλή»-γυμνή προσέγγιση της πίστεως. 

Συνηθίζουμε λοιπόν να μιλάμε για τον «άπιστο» Θωμά. Όμως και το Ευαγγέλιο αλλά και η υμνογραφία της Εκκλησίας δεν παύουν να σημειώνουν ότι την απιστία ή την ολιγοπιστία του Θωμά την είχαν και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, με πρώτον μάλιστα από όλους τον κορυφαίο των μαθητών απόστολο Πέτρο. Και έρχεται ακριβώς η ποίηση των ημερών για να θυμίσει, πέρα από άλλες «απιστίες», τη βεβαιωμένη από τον ίδιο τον Κύριο ολιγοπιστία του Πέτρου, όταν είδε τον Κύριο, προ της Αναστάσεώς Του βεβαίως, να περιπατεί επί των κυμάτων της θάλασσας της Γαλιλαίας και Τον παρακάλεσε, εφόσον είναι Εκείνος, να του επιτρέψει να έλθει κοντά Του, πατώντας κι αυτός πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ποιο το αποτέλεσμα; Ο Πέτρος, όσο έβλεπε τον Κύριο, να μπορεί να περπατάει σαν επάνω σε ξηρά, όταν όμως συνειδητοποίησε την «πραγματικότητα» του περιβάλλοντος, να αρχίσει να βυθίζεται, γιατί απίστησε. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπόψη του ο υμνογράφος του παραπάνω τροπαρίου μιλώντας όμως τη φορά αυτήν για τον Θωμά; Την ίδια εικόνα, κατά μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιεί: και ο Θωμάς βυθιζόταν στα κύματα της απιστίας με κίνδυνο να καταποντιστεί. Δεν τον αφήνει όμως ο Κύριος∙ όπως άπλωσε το χέρι Του κι έπιασε τον Πέτρο, ελέγχοντας την ολιγοπιστία του: «ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», κατά τόν ίδιο τρόπο απλώνει τις παλάμες Του στον ολιγόπιστο Θωμά για να σώσει κι εκείνον. Με τον ίδιο μάλιστα τρόπο σχεδόν ελέγχου: «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας∙ μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». 

Το κρίσιμο και καίριο σημείο και στις δύο επεμβάσεις του Κυρίου στους ολιγοπίστους ή απίστους μαθητές Του ήταν ότι και οι δύο τελικά στράφηκαν σ’ Εκείνον: ο Πέτρος με τον άμεσο τρόπο της αγωνιώδους κραυγής του: «Κύριε, σῶσόν με», ο Θωμάς με τον έμμεσο τρόπο του ερχομού του στον κύκλο των άλλων μαθητών – μία «κραυγή» του ήταν κι αυτή, καθώς άφησε την απομόνωση και τη μοναξιά του. Κι αυτό το σημείο είναι το κρίσιμο και για κάθε μαθητή και πιστό Του σε όλους τους αιώνες και σήμερα: μπορεί να αμφιβάλλουμε και να ολιγοπιστούμε, αλλά αυτό που περιμένει κι από εμάς ο Κύριος είναι να στραφούμε τελικώς στον Ίδιο και να κραυγάσουμε. Όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά και μυστικά, στο βάθος της καρδιάς μας. Αλλά με την παρατήρηση που ο Ίδιος έκανε στον μαθητή Του Ιούδα (όχι τον Ισκαριώτη), για το πώς πια μετά την Ανάστασή Του θα εμφανίζεται στους ανθρώπους: όχι εξωτερικά σαν να θέλει να τους «υποτάξει» με μία συγκλονιστική εμφάνισή Του, αλλά μέσα από την τήρηση των αγίων εντολών Του. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος και απολύτως συνεπής: «όποιος τηρεί τις εντολές Μου θα δείχνει ότι Με αγαπάει, οπότε θα δει στην ύπαρξή του την ίδια την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική Μου, καθώς και τη φανέρωσή Μου μέσα σ’ εκείνον». Με άλλα λόγια, η Ανάσταση του Χριστού μετά τις συνεχείς επί σαράντα ημέρες εμφανίσεις Του στους μαθητές Του θα βιώνεται από τους πιστούς στον βαθμό που αυτοί πια θα ξανοίγονται στην αναζήτησή Του μέσα από την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του. Ο Χριστός, ας επιτραπεί η έκφραση, μας έκανε «ματ»: μόνον η εμπειρία του Χριστού θα επιβεβαιώνει την πίστη και την Ανάστασή Του. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αποτελεί ένα μάταιο κυνηγητό του ανθρώπινου εγωισμού, γι’ αυτό και θα καταλήγει μονίμως σε αποτυχία. Μ’ έναν λόγο: όπου δεν υπάρχει αγάπη αληθινή και θυσιαστική, όπως την έδειξε και την έζησε ο Χριστός, εκεί Χριστός δεν υπάρχει, εκεί τα όποια λόγια και οι όποιες φωνασκίες συνιστούν «κύμβαλον ἀλαλάζον». 

08 Μαΐου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ή ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ)


«῏Ω, καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!» 

 Ἡ πρώτη Κυριακή μετά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ καί ᾽Αντίπασχα ὀνομαζομένη, εἶναι ἀφιερωμένη στόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ, τόν Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος γίνεται πιά τό «μέσον» διά τῆς ἀπιστίας του,  προκειμένου νά καταστεῖ βέβαιο τό γεγονός τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. «᾽Απιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησε», κατά τόν ὑμνογράφο. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀπιστία αὐτή ῾προκαλεῖ᾽ τόν Κύριον νά τοῦ φανερώσει πιό ἔντονα τά σημάδια τῆς παρουσίας Του καί νά τόν ὁδηγήσει στή σωτήρια ὁμολογία: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». 

1. Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἔτσι γίνεται καλή ἀπιστία. Ὅσο παράδοξα κι ἄν ἠχεῖ τοῦτο, ἡ πραγματικότητα εἶναι αὐτή: ὑπάρχει καλή, ἀλλά καί κακή ἀπιστία.

 Καλή ἀπιστία εἶναι αὐτή πού σέ πρώτη φάση ἐγκλωβίζει τόν ἄνθρωπο στήν ἀμφισβήτηση καί τήν ἄρνηση, θέτοντάς του ὡς προτεραιότητα τήν πίστη στή λογική καί τίς αἰσθήσεις. «᾽Εάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω». Εἶναι ὁ σκεπτικισμός πού συναντᾶμε πολλές φορές μέσα στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, σάν τήν περίπτωση γιά παράδειγμα τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν καλεῖται νά γνωρίσει τόν Μεσσία ἀπό τόν φίλο του Φίλιππο – «ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;» - ἤ σάν τήν περίπτωση τοῦ τραγικοῦ πατέρα πού προσφεύγει μέν στόν ᾽Ιησοῦ γιά νά θεραπεύσει τό παιδί του, ἀλλά γεμάτος ἐρωτηματικά καί ἀμφισβήτηση: «᾽Αλλ᾽ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν». Κι ὁ Κύριος τήν ἀμφισβήτηση καί τόν σκεπτικισμό αὐτόν δέν τά ἀπορρίπτει. Τά παίρνει ὡς τά πρῶτα ἐναύσματα τῆς πίστεως, πού θά ὁδηγήσουν στή στέρεα καί βεβαία πίστη. Διότι βλέπει ὅτι ἡ ἀπιστία αὐτή πηγάζει ἀπό μιά καρδιά πού πάσχει καί ἀγωνιᾶ. ῎Ετσι τό γνώρισμα τῆς καλῆς ἀπιστίας φαίνεται νά εἶναι αὐτό: ἡ ὀδυνωμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού παλεύει μεταξύ τῆς πίστεως καί τῆς ἀπιστίας. «Πιστεύω, Κύριε»- γιά νά θυμηθοῦμε καί πάλι τό προαναφερθέντα πατέρα – «βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Θυμᾶται κανείς ἐδῶ καί τό παρόμοιο γεγονός ἀπιστίας πού πέρασε καί ὁ ὅσιος Γέρων Παΐσιος στά παιδικά του χρόνια (᾽Αρσένιος τότε), ὅταν ἡ ἀπιστία ἑνός φοιτητῆ κλόνισε τίς μέχρι τότε βεβαιότητές του. Καί μᾶς περιγράφει τήν ὀδύνη τῆς καταστάσεως αὐτῆς: «Θόλωσε ὁ πνευματικός μου ὁρίζοντας. Γέμισα ἀπό ἀμφιβολίες. Θλίψη κατέλαβε τήν ψυχή μου». Εἶναι ἡ παρόμοια κατάσταση πού περνάει κάθε ἄνθρωπος, μέχρις ὅτου στερεωθεῖ στήν πίστη του στόν Χριστό, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἡ φάση αὐτή τῆς ἀπιστίας δέν θεωρεῖται ὡς κάτι ἀρνητικό καί παράδοξο, ἀλλά φυσιολογικό σκαλοπάτι στήν πορεία τῆς πνευματικῆς ὡριμάνσεως τοῦ ἀνθρώπου.

2. Πότε ἡ ἀπιστία θεωρεῖται κακή; Ὅταν δέν θεωρεῖται καρπός ἐσωτερικῆς πάλης, ἀλλά ἀφορμή γιά νά ὁριστικοποιηθεῖ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό, κάτι πού προφανῶς ἔχει ἤδη ἀποφασιστεῖ ἀπό αὐτόν. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποφασίσει νά δουλεύει στά πάθη του, ὅταν ἡ προτεραιότητά του εἶναι ἡ ἐμπαθής προσκόλλησή του στόν κόσμο τοῦτο, εἴτε ὡς φιληδονία εἴτε ὡς φιλοδοξία καί φιλαργυρία, ὅταν μέ ἄλλα λόγια τήν πρώτη θέση τήν καταλαμβάνει ὁ ἑαυτός του, τότε τήν ἀπιστία τή χρησιμοποιεῖ ὡς ἀφορμή γιά νά δικαιώσει τίς ἐπιλογές του. Στήν περίπτωση αὐτή δέν βοηθεῖται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ κατά τρόπο θετικό, ἤ μᾶλλον βοηθεῖται, ἀλλά μέ τρόπο πού παραπέμπει στό «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος». Ἡ περίπτωση τοῦ προδότη μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ ᾽Ιούδα, πού καί αὐτός πέρασε ἀπό τό καμίνι τῆς ἀπιστίας, εἶναι, νομίζουμε, ἐν προκειμένῳ ἐνδεικτική.

3. Ποιό φαίνεται νά εἶναι τό ἀποφασιστικό σημεῖο τοῦ περάσματος ἀπό τήν ἀπιστία στήν πίστη; Ἡ ὕπαρξη ἑνός ἔστω ἐλάχιστου ποσοστοῦ ταπείνωσης, δηλαδή ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ἀπόλυτου τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν κάνει νά ἐμπιστευτεῖ τήν κοινή ἐμπειρία τῶν ἄλλων καί πού τόν ὁδηγεῖ στήν ᾽Εκκλησία. Ὁ Θωμᾶς κατορθώνει νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό τήν ἀπιστία του, μόλις ἀποφασίζει νά βγεῖ ἀπό τό «καβούκι» του. Ἡ ταπείνωση πού ἐπιδεικνύει, ὡς στροφή πρός τούς ἄλλους καί ὄχι τόν ἑαυτό του, εἶναι τό ρίσκο πού ἀναλαμβάνει γιά νά μπεῖ στό χῶρο τῆς ἔκπληξης: τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ὁ Κύριος βλέπουμε ὅτι ἐκεῖ τοῦ φανερώνεται: στή σύναξη τῶν μαθητῶν, στήν ᾽Εκκλησία, καί ὄχι στό θολό σύννεφο τῶν λογισμῶν τῆς μοναξιᾶς του. Καί τόν καλεῖ μ᾽ ἕναν ἀπόλυτα προσωπικό τρόπο, πού διαλύει τίς ἀμφιβολίες του: «φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός». Ἡ συγκλονιστική αὐτή ἐμπειρία τοῦ Θωμᾶ τόν ὁδηγεῖ πιά στή φυσιολογική στάση τῶν πιστῶν μαθητῶν: στήν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν ὁμολογία τῆς πίστεως: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».

4. ῎Ετσι ἡ πίστη στήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου διαπιστώνεται ὅτι εἶναι γεγονός βιούμενο στήν ᾽Εκκλησία καί μόνον ἐκεῖ. Μόνον ὁ ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ ζῶν καί μάλιστα αὐτός πού ἀγωνίζεται νά βαδίζει τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, δηλαδή νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του, μπορεῖ καί νά βλέπει καί νά νιώθει τήν ἀναστημένη παρουσία ᾽Εκείνου. «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας. Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». Πέραν τοῦ γεγονότος μέ τόν Θωμᾶ, ὁ Κύριος τό εἶχε προείπει στούς μαθητές Του, στήν ἐκτεταμένη διδασκαλία Του στό πλαίσιο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου: μετά τή Σταυρική Του θυσία θά εἶναι ὁρατός καί θά Τόν αἰσθάνονται μόνον οἱ μαθητές Του. Στήν ἔνσταση τοῦ ᾽Ιούδα, ὄχι τοῦ ᾽Ισκαριώτη, «Κύριε, καί τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν Σεαυτόν καί οὐχί τῷ κόσμῳ;» (γιατί θά φανερώσεις τόν ἑαυτό Σου σ’ ἐμᾶς κι ὄχι στόν κόσμο;), στήν ἔνσταση δηλαδή τῆς κοσμικῆς λογικῆς πού ἀπαιτεῖ μιάν ἐξωτερική ἐπιβολή καί νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, ὁ Κύριος εἶναι ἀπόλυτος καί σαφής: Μόνον ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολές Του, συνεπῶς οἱ πιστοί μαθητές Του, θά Τόν ζοῦν καί θά Τόν βλέπουν. «᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν». Κι εἶναι τοῦτο καί ἡ μόνιμη ἀπάντηση, πέραν τῶν ὅσων εἴπαμε, γιά τό πῶς βεβαιώνεται κανείς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ: μόνον διά τῆς ἀγάπης στόν συνάνθρωπο. «Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη», πού σημειώνει ὁ ἀπ. Παῦλος. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀπιστία ἀρχίζουν νά μέ ταλαιπωροῦν, ἡ ἀπάντηση εἶναι νά θερμαίνω τήν καρδιά μου ἐντονότερα γιά τόν κάθε πλησίον μου, καί μάλιστα τόν θεωρούμενο ἐχθρό μου. Τήν ὥρα πού θά παλεύω ν᾽ ἀγαπῶ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖο φαίνεται νά ἔχω πρόβλημα, τήν ὥρα ἀκριβῶς αὐτή θά νιώθω καί τή χάρη τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ νά εἰσρέει στήν καρδιά μου. Εἶναι μιά ἐμπειρία τῆς ᾽Αναστάσεως πού βεβαίως, εἶναι αὐτονόητο, πρέπει κανείς νά πειραματιστεῖ στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό γιά νά τή νιώσει.

 

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

«Ὁ πανάγαθος Θεός καί φιλάνθρωπος Κύριός μας δέν ἀξίωσε τούς ἁγίους πού ἀγωνίστηκαν χάριν Αὐτοῦ μέ προθυμία – μαθητές καί Ἀποστόλους, Προφῆτες καί Μάρτυρες καί ὅλους αὐτούς πού Τόν εὐαρέστησαν –  νά γίνουν μέτοχοι μόνο τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί τῶν αἰωνίων Του ἀγαθῶν, ἀλλά καί τούς τόπους στούς ὁποίους  διέπρεψαν καί τάφηκαν τούς φανέρωσε γεμάτους ἀπό τίς χάριτές Του καί τούς λάμπρυνε μέ πολλά θαύματα. Τό ἴδιο καί ὁ τάφος, στόν ὁποῖο τάφηκε, ἐνῶ ἐπρόκειτο νά μετατεθεῖ, ὁ μέγας ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: μέ ἐπίνευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κάθε χρόνο κατά τήν ὀγδόη τοῦ μηνός Μαΐου, βγάζει καί ἀναδίδει ξαφνικά μία ἁγία σκόνη, τήν ὁποία οἱ ἐγχώριοι κάτοικοι τήν μετονομάζουν σέ Μάννα. Ὅσοι προσέρχονται στόν τάφο παίρνουν τήν ἁγία σκόνη αὐτή καί τή χρησιμοποιοῦν γιά τή λύτρωσή τους ἀπό κάθε εἴδους πάθος, δηλαδή γιά τή θεραπεία τῶν ψυχῶν καί γιά τή δύναμη τοῦ σώματος, δοξολογώντας καί ὑμνολογώντας τόν Θεό καί τόν ὑπηρέτη Αὐτοῦ Ἰωάννη».

Ἡ σημερινή ἑορτή δέν ἀναφέρεται στήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστῆ - αὐτό γίνεται τήν 26η  Σεπτεμβρίου, ὅπου ἑορτάζουμε καί τή μετάσταση τοῦ ἀποστόλου. Ἀναφέρεται στή μνήμη του βεβαίως, ἀλλά μέ τήν ἐπισήμανση τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας: «ἤτοι, εἰς τήν σύναξιν τῆς ἁγίας κόνεως, τῆς ἐκπεμπομένης ἐκ τοῦ τάφου αὐτοῦ, ἤγουν τό μάννα». Μέ ἄλλα λόγια ὁ κύριος σκοπός τῆς ἑορτῆς εἶναι νά τονιστεῖ, ὅπως σημειώνεται στό ἀρχικό συναξάρι, ὅτι ὁ Κύριος ἁγιάζει καί τούς τόπους στούς ὁποίους ἔδρασαν καί τάφηκαν οἱ ἅγιοί Του, πολύ περισσότερο οἱ ἅγιοι μαθητές καί ἀπόστολοί Του. Κι εἶναι μία πραγματικότητα πού ζοῦμε ἀδιάκοπα οἱ χριστιανοί, ἀφοῦ πράγματι ἔχουμε τά μάτια καί γενικά τίς αἰσθήσεις νά ἐπισημαίνουμε τή χάρη τῶν τόπων αὐτῶν, ὅπως καί τή χάρη τῶν λειψάνων τους καί τῶν διαφόρων ἀντικειμένων πού χρησιμοποιήθηκαν ἀπό αὐτούς. Καί μή σπεύσει κανείς νά ἀντείπει ὅτι ἐκπίπτουμε σέ «εἰδωλολατρία», γιατί δέν τιμᾶμε τούς τόπους καθ’ ἑαυτούς οὔτε καί τά διάφορα ὑλικά πράγματα τῶν ἁγίων, ἀλλά τή χάρη πού περιέχουν, πού σημαίνει ὅτι δι’ αὐτῶν ἀναγόμαστε σέ δοξολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί τῆς δοξαστικῆς χάρης Του! Ὅ,τι συμβαίνει καί μέ τίς ἅγιες εἰκόνες, πού «ἡ τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ. Βασίλειος), τό ἴδιο συμβαίνει καί ἐδῶ. Ἀπόδειξη; Τό πλῆθος τῶν θαυμάτων πού πραγματοποιοῦνται, ἡ ψυχική δύναμη πού παίρνουν οἱ πιστοί, ἡ πολλαπλή ἐνίσχυσή τους γιά τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς. Πρόκειται γιά ἐκδήλωση τῆς φιλάνθρωπης στάσης τοῦ Δημιουργοῦ μας, ὁ Ὁποῖος δέν παύει νά ἐργάζεται γιά τή σωτηρία μας, κυριολεκτικά νά μή μᾶς ἀφήνει σέ «ἡσυχία», προκειμένου νά διεγείρει διαρκῶς τήν ἀσθενική συνείδησή μας.

Ἀλλ’ εἴπαμε ὅτι ταυτοχρόνως ἡ Ἐκκλησία μας, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τά συγκεκριμένα θαυμαστά στοιχεῖα τῶν τόπων καί τῶν ἀντικειμένων τῶν ἁγίων, μνημονεύει τούς ἴδιους τούς ἁγίους – θυμᾶται τή βιοτή τους, τήν κατά Χριστόν πολιτεία τους, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη τους, τήν ἀπέραντη ὑπακοή τους στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἀπό ὅλα σήμερα πού μᾶς προβάλλει γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη, στεκόμαστε σέ ἕνα τροπάριο ἀπό τά ἀπόστιχα τοῦ ἑσπερινοῦ, τό ὁποῖο νοηματικά ἐπαναλαμβάνεται καί στήν θ΄ ὠδή τοῦ ὀρθρινοῦ κανόνα. Μιλᾶνε καί τά δύο γιά τήν ἰδιαίτερη σχέση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστῆ μέ τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, σχέση πράγματι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἦταν ὁ μόνος πού ἄκουσε κάτω ἀπό τόν Σταυρό τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου: «Ἰδού ἡ Μήτηρ Σου». Ὁ Κύριος σ’ αὐτόν ἐμπιστεύτηκε τήν Παναγία Μητέρα Του κι αὐτόν χαρακτήρισε ὡς Υἱό αὐτῆς. «Ἰδού ὁ Υἱός σου»! Μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου: «Χαίροις, Θεολόγε ἀληθῶς· χαίροις τῆς μητρός τοῦ Κυρίου, υἱός παμπόθητος· σύ γάρ παριστάμενος ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐνθέου ἀκήκοας φωνῆς τοῦ Δεσπότου, Ἴδε νῦν ἡ Μήτηρ Σου, πρός σέ βοήσαντος· ὅθεν ἐπαξίως σε πάντες, ὡς Χριστοῦ ἀπόστολον θεῖον, καί ἠγαπημένον μακαρίζομεν» (Χαῖρε σύ πού εἶσαι κατ’ ἀλήθειαν θεολόγος. Χαῖρε σύ πού εἶσαι πολυαγαπημένος υἱός τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Γιατί καθώς παραστάθηκες σύ στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἄκουσες τήν ἔνθεη φωνή τοῦ Δεσπότη πού σοῦ φώναξε,  Νά τώρα ἡ μητέρα Σου. Γι’ αὐτό καί ὅλοι σέ μακαρίζουμε ἐπάξια ὡς θεῖο ἀπόστολο καί ἀγαπημένο τοῦ Χριστοῦ).

 Ἡ θέση τοῦ ἁγίου ἀποστόλου εἶναι κατ’ ἐπέκταση καί θέση δική μας: ὡς μέλη Χριστοῦ εἴμαστε κι ἐμεῖς παιδιά τῆς Παρθένου Μαρίας, καί μάλιστα πολυαγαπημένα. Ἄν ἡ Παναγία ἔχει τόσο μεγάλη θέση στό ἐκκλησιαστικό στερέωμα - ἀπόλυτα μοναδική ὡς φυσική Μητέρα τοῦ Κυρίου – εἶναι γιατί ἔχει, κατά τήν ἀνθρώπινη τελειότητα, και τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡ Μάνα μας καί εἴμαστε τά παιδιά Της, τά ὁποῖα ὑπεραγαπᾶ, ἔστω καί μέ τά λάθη τους καί τίς ἁμαρτίες τους. Κι αὐτή ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης Της ὁδηγεῖ τόν χριστιανό σέ μετάνοια, πού θά πεῖ σέ ἀναζήτηση τοῦ Κυρίου, κάτι πού συνιστᾶ καί τή μόνη χαρά καί εὐφροσύνη τῆς Παναγίας: νά μᾶς βλέπει σέ καλή σχέση μέ τόν Υἱό καί Θεό Της!   Μή ξεχνᾶμε: ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων ἀπέναντί μας δέν εἶναι τά «ψίχουλα» τῶν περισσευμάτων τους· εἶναι ἡ «ψύχα» τῆς καρδιᾶς τους, γιατί «δέν μποροῦν κι αὐτοί χωρίς ἐμᾶς νά φτάσουν στήν ὁλοκλήρωση καί τήν τελείωσή τους» (ἀπ. Παῦλος). Εἴμαστε μέλη ὅλοι τοῦ ἴδιου σώματος τοῦ Χριστοῦ μας!