09 Ιουνίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Τό μεῖζον: ἡ πνευματική ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου!

 Γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο ἡ πνευματική ἀνάσταση ὡς ὑπέρβαση τῶν ἁμαρτιῶν διά τῆς μετανοίας εἶναι τό μεῖζον. Ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος γεύτηκε ἀπό τό βάπτισμά του, αὐτό καλεῖται στήν πραγματικότητα νά ἐπιβεβαιώνει καθημερινῶς στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ὁ πνευματικός ἀγώνας τῆς μετανοίας ἀποτελεῖ τήν ἀδιάκοπη προσπάθεια παραμονῆς στήν ἀνάσταση. Γι’ αὐτό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τήν θεωρεῖ μόνο κάτω ἀπό τήν προοπτική αὐτή.

«Εἶδες τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς; Διατήρησε τό μέγεθος αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, ἄνθρωπε. Δέν ἐπιτρέπεται νά ζεῖς μέ ἀδιαφορία. Βάλε στόν ἑαυτό σου νόμο μέ κάθε ἀκρίβεια. Ἡ ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί ὅποιος ἀγωνίζεται ἀπέχει ἀπό ὅλα…Κατάστρεψε λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τή ρίζα τοῦ κακοῦ, γιά νά καταστρέψεις ὅλη τήν ἀρρώστια…Ἄς ἐξαφανίσουμε παντοῦ τίς ἀρχές τῶν ἁμαρτημάτων» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).

Ἔτσι ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πού ἦλθε ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους – δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν θά μετάσχει τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, εἴτε πιστός εἴτε ἄπιστος – τό ζητούμενο γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι ἀκριβῶς ἡ διατήρηση τῆς πνευματικῆς ἀναστάσεως ὡς ζωῆς μετανοίας πάνω στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μόνον οἱ ἐν μετανοία ζῶντες καί ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό στή ζωή αὐτή θά ζήσουν καί τή δόξα τῆς ἀναστάσεως.

«Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦμε, ὁ καθένας ὅμως στό δικό του τάγμα. Τί ὅμως σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Ὅτι καί ὁ εἰδωλολάτρης καί ὁ Ἰουδαῖος καί ὁ αἱρετικός καί κάθε ἄνθρωπος πού πέρασε ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο, θ’ ἀναστηθεῖ κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη…Βέβαια καί τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνασταίνονται ἄφθαρτα καί ἀθάνατα. Ἡ τιμή ὅμως αὐτή γίνεται σ’ αὐτούς ἀφορμή κόλασης καί τιμωρίας, ἐπειδή ἀνασταίνονται ἄφθαρτα, γιά νά καίονται αἰώνια» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως).  «Τήν ἀνάσταση ὅλοι θά ἀπολαύσουν. Δοξασμένοι ὅμως δέν θά εἶναι ὅλοι, ἀλλ’ οἱ ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό» (Εἰς τήν προς Θεσσαλονικεῖς).

Γιά τόν ἅγιο θεωρεῖται δεδομένο ἔτσι ὅτι τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀρνοῦνται ὅσοι δέν βαδίζουν πάνω στή μετάνοια, ἔχοντας ἐπιλέξει ὡς τρόπο ζωῆς τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Καί τοῦτο γιατί δέν συμφέρει σ’ αὐτούς νά πιστεύουν ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ζωῆς τους. Ἡ ἀθεΐα δηλαδή ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς πονηρίας τῆς ζωῆς. «Ἐκεῖνος πού δέν περιμένει ν’ ἀναστηθεῖ, οὔτε ν’ ἀποδώσει λογαριασμό γιά τίς πράξεις του πού ἔκανε ἐδῶ, ἀλλά νομίζοντας ὅτι τά δικά μας σταματοῦν στήν παροῦσα ζωή κι ὅτι δέν ὑπάρχει παραπέρα τίποτε περισσότερο, οὔτε γιά τήν ἀρετή θά φροντίσει» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως). «Ἐκεῖνος πού ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε μετά τήν ἐδῶ ζωή, αὐτός κατ’ ἀνάγκη θά ὁμολογήσει ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε καί Θεός» (Περί εἱμαρμένης καί πρόνοιας).

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ;

Ίσως δεν πρέπει να σπεύδουμε να διαλαλούμε εύκολα τη χαρά και τη δοξολογική διάθεσή μας για την Ανάσταση του Χριστού! Όχι γιατί βεβαίως δεν της πρέπει «πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις», αφού με την Ανάσταση του Κυρίου πατήθηκε ο μεγαλύτερος και έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος - το «Χριστός Ανέστη» συνιστά δικαίως τον νικητήριο παιάνα της Εκκλησίας, τόσο που χωρίς την Ανάσταση «ματαία η πίστις ημών» κατά τον απόστολο.

Αλλά για την προϋπόθεση που θέτει η ίδια η Εκκλησία, προκειμένου να ψάλλουμε το «Χριστός Ανέστη». Κι η προϋπόθεση αυτή είναι η εκ καρδίας συγχώρηση των πάντων, έστω και των θεωρουμένων εχθρών μας. Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής στο δοξαστικό των Αίνων της Πασχαλινής ακολουθίας: «Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και ούτω βοήσωμεν: Χριστός Ανέστη εκ νεκρών». Για να φωνάξουμε δυνατά ότι αναστήθηκε ο Χριστός, πρέπει να συγχωρήσουμε τους πάντες και τα πάντα, ακριβώς λόγω της Αναστάσεως. Κι η αιτία; «Συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε»! Που σημαίνει: αν δεν έχουμε αναστηθεί πνευματικά με την αγάπη που δίνει στον βαπτισμένο χριστιανό ο ίδιος ο Κύριος, αν δεν βρισκόμαστε δηλαδή στην ίδια φορά αγάπης και συγγνώμης με τον Ίδιο, δεν μπορούμε να νιώσουμε τη χαρά της Αναστάσεως, συνεπώς και να Την δοξολογήσουμε αληθινά.

Μήπως λοιπόν, αν κρατάμε οποιαδήποτε κακία στον συνάνθρωπό μας ή αν έχουμε βαριά καρδιά απέναντί του, είμαστε υποκριτές λέγοντας «Χριστός Ανέστη»; Η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι ιδεολογική πρόταση, αλλά βίωμα της Εκκλησίας.

 

08 Ιουνίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΛΛΙΟΠΗ

«Ἡ ἁγία Καλλιόπη ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Δεκίου (περί τά μέσα τοῦ 3ου αἰ. ) καί ἦταν ἐξαιρετικά ὄμορφη σωματικά ἀλλά καί ψυχικά. Συνελήφθη λόγω τῆς πίστεώς της στόν Χριστό καί προσπάθησαν νά τήν ἐξαναγκάσουν νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν πίστη καί τήν ἀγάπη Αὐτοῦ. Ἐπειδή κρατοῦσε τήν πίστη της μέ δύναμη, γι’ αὐτό καί τήν κτύπησαν μέ σφοδρότητα, ὅπως καί τῆς ἀπέκοψαν τούς μαστούς, τούς ὁποίους ὅμως Ἄγγελος Κυρίου πού παρευρισκόταν τούς ἀποκατέστησε ὑγιεῖς. Ἔπειτα τά ὄργανα τοῦ διαβόλου τήν ἔσυραν πάνω σέ κομμένο ὄστρακο καί στή συνέχεια τήν ἔριξαν στή φωτιά. Τίς καμμένες σάρκες της τίς ἄλειψαν μέ ἁλάτι καί τίς κατάτριψαν μέ τρίχινα ὑφάσματα. Μετά ἀπό αὐτά τῆς ἔκοψαν τό κεφάλι, εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[1].

Ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης[2], ὁ ὑμνογράφος τῆς ἁγίας Καλλιόπης, προκαλεῖται ἀπό τό ὄνομά της[3] προκειμένου νά φανερώσει τό κάλλος καί τήν ὀμορφιά τῆς ἁγίας. Κάλλος πού ἀναφερόταν καί στό σῶμα, πρωτίστως ὅμως στήν ψυχή τῆς ἁγίας κόρης. Διότι εἶναι γνωστό καί πολυειπωμένο ὅτι κατά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνο πού ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία στόν ἄνθρωπο δέν εἶναι ἡ ἐξωτερική του ὀμορφιά, ἀλλά τό κάλλος τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο διαπορθμεύεται καί στό σῶμα, κάνοντάς το καί αὐτό νά λάμπει μέ ξεχωριστό φῶς[4]. Ὅλοι τό γνωρίζουμε ὅτι μία ἐξωτερική ὀμορφιά χωρίς τήν ἀντίστοιχη ἐσωτερική της διάσταση, ὄχι μόνο δέν λειτουργεῖ θετικά – πέραν ἴσως τῆς προκλήσεως τῶν σαρκικῶν παθῶν στούς ἐμπαθεῖς - ἀλλά δημιουργεῖ καί ἀρνητικά συναισθήματα πού ἀπωθοῦν τούς περισσοτέρους ἀνθρώπους. Σάν ἴσως τά πλαστικά λουλούδια, τά ὁποῖα φαίνονται ὄμορφα, ἀλλά δέν ἔχουν καθόλου ὀσμή. Λοιπόν ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπανειλημμένως τονίζει τό πνευματικό κάλλος τῆς ἁγίας Καλλιόπης, τό ὁποῖο συνεστήθη ἀπό τήν ψυχική της ἁγνότητα καί ἀπό τήν ἱερά ἄθληση τοῦ μαρτυρίου της. Γιά νά συμπληρώσει: ἡ ψυχική της ἁγνότητα, ἀλλά καί ἡ ὑπομονή της στά μαρτύρια ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἔρωτά της πρός τόν Κύριο, τοῦ πόθου της γιά τό κάλλος καί τήν ὀμορφιά Ἐκείνου. «Ὅπως λέει τό ὄνομά σου, πόθησες βαθιά, καλλιπάρθενε καί πανεύφημε Καλλιόπη, τό ἄχραντο καί πέρα ἀπό τά ἀνθρώπινα κάλλος τοῦ Χριστοῦ· γι’ αὐτό καί ὀμόρφυνες τόσο πολύ τόν ἑαυτό σου ἀπό τά κάλλη τῆς ἁγνότητας καί ἀπό τήν ἱερά σου ἄθληση»[5] (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

Πάνω στήν ἀγάπη αὐτή τῆς ἁγίας πρός τόν Κύριο ἀφιερώνει τά περισσότερα τροπάρια ὁ μακαριστός Γέρων ὑμνογράφος, γιατί θεωρεῖ ὅτι δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ οὔτε καί νά ἑρμηνευτεῖ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της, πολύ περισσότερο τό σκληρό μαρτύριό της, ἔξω ἀπό αὐτήν. Κι εἶναι μία ἀλήθεια πού πάντοτε πρέπει νά τονίζεται, δεδομένου ὅτι χωρίς τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό ἀπονευρώνεται κάθε τι πού χαρακτηρίζεται ὡς χριστιανικό. Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θεωρεῖ τήν ἀγάπη μας πρός Ἐκεῖνον ὡς τό μοναδικό ποιητικό αἴτιο γιά νά εἴμαστε μαζί Του: «ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε»[6] λέει μεταξύ ἄλλων γιά παράδειγμα· ὅταν ὅλοι οἱ ἀπόστολοι αὐτήν τήν πραγματικότητα τονίζουν προκειμένου νά εἴμαστε καί νά παραμένουμε χριστιανοί: «εἴ τις οὐ φιλεῖ τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ἤτω ἀνάθεμα»[7] καί «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ[8] κ.ἄ.π.· τότε πῶς εἶναι δυνατόν καί ἡ Ἐκκλησία μας διά τῆς ὑμνογραφίας της νά μήν τονίζει τήν ἀλήθεια αὐτή; «Ἐπειδή πληγώθηκες ἀπό τόν ἔρωτα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, Καλλιόπη, ἔκανες ἀνδραγαθήματα»[9] (στιχηρό ἑσπερινοῦ)· «Δέχτηκες τή φωτιά τῆς θείας ἀγάπης στήν ψυχή σου, Καλλιόπη, γι’ αὐτό καί ἀκολούθησες τή φωνή τοῦ νυμφίου Χριστοῦ»[10] (δοξαστικό ἑσπερινοῦ).

Ἀφήνοντας ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ θεϊκοῦ ἔρωτα τῆς ἁγίας Καλλιόπης, ἐπικεντρώνουμε σ’ ἕναν ὕμνο ἀπό τήν στ΄ ὠδή. Μᾶς δίνει ὁ ὑμνογράφος μας πολύ ὡραῖες ἀφορμές γιά τή βαθύτερη προσέγγιση τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τῆς ἀγίας. «Ἀφοῦ λάμπρυνες τά ὄμματα τῆς ψυχῆς σου, Καλλιόπη, μέ οὐράνιες μελέτες, ἔβγαλες φτερά προκειμένου νά πετάξεις πρός τό θεῖο κάλλος τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καί ἔσπευσες νά κερδίσεις αὐτήν τή βασιλεία μέ ἀσφάλεια, σεμνή, μέ τούς κόπους τῆς ἄθλησής σου»[11].  Τί μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γέρων Γεράσιμος; Πρῶτον· τό κάλλος τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τό κάλλος τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, λειτουργεῖ ὡς μαγνήτης γιά ἐκεῖνον πού Τόν ἔχει πιστέψει καί θέλει νά Τόν ἀκολουθήσει, πού σημαίνει ὅτι τρέχει πρός Αὐτόν σάν νά ἔχει φτερά στά πόδια του – «εἰς ὀσμήν μύρου Σου ἔδραμον, Χριστέ», ὅπως θά ἐπισημάνει σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο ὁ ὑμνογράφος, ἀφορμώμενος ἀπό τό «Ἆσμα Ἀσμάτων»[12] τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δεύτερον· ἐκεῖνο πού ἐπιβεβαιώνει τήν ἔνταξη στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τή θετική σχέση πρός τόν Κύριο ὡς ἕνωση μαζί Του, εἶναι ἡ διάθεση τοῦ μαρτυρίου, πολύ περισσότερο ὅταν αὐτό τό μαρτύριο γίνεται κατά χάριν Θεοῦ πραγματικότητα. «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου»[13], καλεῖ τόν πιστό ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ - ὁ Κύριος πού μᾶς «ἠγάπησεν ἕως τέλους»[14] ζητάει καί ἀπό ἐμᾶς μία παρόμοια στάση, καθώς μᾶς ἐνισχύει πρός τοῦτο μέ τή χάρη Του. Κανείς μέ ἄλλα λόγια δέν μπορεῖ νά εἶναι χριστιανός πορευόμενος μέ διψυχία[15]. Τρίτον, καί ἴσως σπουδαιότερο· ἡ σπουδή γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ διάθεση τοῦ μαρτυρίου ἀπαιτεῖ τήν προετοιμασία τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἐκεῖνο πού ὄντως προετοιμάζει τόν ἄνθρωπο, μέ τήν ἔννοια ὅτι καθιστᾶ εὔφορο τό ἔδαφος τῆς ψυχῆς του γιά νά ριζώσει ἡ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ «οὐράνιες μελέτες». Ποιές εἶναι αὐτές; Ἡ ἀφιέρωση τοῦ ἀνθρώπου στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, στήν καλλιέργεια τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του, στήν ἐνασχόληση μέ τούς βίους τῶν ἁγίων Του, στήν ἐντρύφηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Χριστιανός πού δέν ἀφιερώνει ἔστω καί λίγο χρόνο τήν ἡμέρα γιά τίς «οὐράνιες αὐτές μελέτες» δέν ξέρουμε κατά πόσο μπορεῖ νά νιώσει τήν «ἀναπτέρωσιν» αὐτή, γιά τήν ὁποία κάνει λόγος ὁ ὑμνογράφος. Διότι τελικῶς μέ ὅ,τι κανείς ἀσχολεῖται, αὐτό καί γίνεται[16].  


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] Ο μακαριστός Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, κατά κόσμον Αναστάσιος-Αθανάσιος (1905-1991), καταγόμενος από το Δέλβινο της Βορείου Ηπείρου, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους υμνογράφους της Εκκλησίας μας. Το υμνογραφικό του έργο υπολογίζεται σε πάνω από 2000 ακολουθίες. Στις 28 Δεκεμβρίου 1968, η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε με αργυρό μετάλλιο για το όλο υμνογραφικό έργο του.

[3] Η υμνολόγηση ενός αγίου με αφορμή το ίδιο το όνομά του αποτελεί συνήθη πρακτική πολλών υμνογράφων της Εκκλησίας.

[4] Ό,τι συμβαίνει στην ψυχή έχει επίδραση και στο σώμα, όπως και το αντίστροφο. Διότι ο άνθρωπος αποτελεί ψυχοσωματική οντότητα: ο Θεός που δημιούργησε το σώμα, δημιούργησε και την ψυχή. Γι’ αυτό και ο πνευματικός θάνατος που επήλθε στον άνθρωπο λόγω της ανυπακοής του στον Δημιουργό Θεό, την πηγή της Ζωής, έφερε και τον σωματικό θάνατο. «Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρωμ. 5, 12).

[5] «Φερωνύμως τό ἄχραντον τοῦ Χριστοῦ καί ἀμήχανον κάλλος ἐπεπόθησας, καλλιπάρθενε· ἔνθεν σαυτήν κατεκάλλυνας ἁγνείας τοῖς κάλλεσι καί ἀθλήσει ἱερᾶ, Καλλιόπη πανεύφημε».

[6] Ἰωάν. 14, 15.

[7] Α΄ Κορ. 16, 22.

[8] Ρωμ. 8, 35.

[9] «Ὡς τρωθεῖσα τῷ ἔρωτι τῆς Χριστοῦ ἀγαπήσεως, Καλλιόπη πάνσεμνε, ἠνδραγάθησας».

[10] «τό πῦρ τῆς θείας ἀγάπης δεξαμένη ἐν τῇ ψυχῇ, τῇ φωνῇ τοῦ νυμφίου Χριστοῦ ἠκολούθησας, Καλλιόπη θεόφρον».

[11] «Λαμπρύνασα τῆς ψυχῆς τά ὄμματα οὐρανίαις, Καλλιόπη, μελέταις, ἀνεπτερώθης πρός κάλλος τό θεῖον τῆς Οὐρανῶν βασιλείας, καί ἔσπευσας ἐπιτυχεῖν ταύτης σεμνή, ἀσφαλῶς διά πόνων ἀθλήσεως».

[12] 1, 4: "...ὀπίσω σου εἰς ὀσμήν μύρων σου δραμοῦμεν". 

[13] Ἀποκ. Ἰωάν. 2, 10.

[14] Ἰωάν. 13, 1.

[15] Ἰακ. 1, 8.

[16] Βλ. π.χ. ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος: «Γνωρίζοντας ὁ Δεσπότης Χριστός ὅτι πρός τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση συμμορφώνεται καί ἡ ἀφανής ἀρετή τῆς ψυχῆς, φορώντας τό λέντιο μᾶς ὑπέδειξε μέθοδο γιά νά βαδίζουμε τήν ὁδό τῆς ταπεινώσεως. Διότι ἡ ψυχή ἐξομοιώνεται μέ ὅ,τι ἀσχολεῖται καί λαμβάνει τόν τύπο καί τή μορφή αὐτῶν τά ὁποῖα πράττει» (λόγ. κε΄ 54).

07 Ιουνίου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

«Ὥσπερ φορτίον καί γεῶδες ἀχθοφόρημα ὡρᾶτο τοῖς ἐν κόσμῳ περιπατῶν ὁ Τυφλός, καί ἐν ταῖς πλατείαις πόδας συντρίβων, τάχα ὡς ὅρασιν τήν ράβδον πλουτῶν˙ ὅθεν καταφεύγει πρός τόν φωτοδότην, ἐξ οὗ λαμβάνει τό φῶς ὁρᾶν, καί ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ βλέπειν τόν ποιητήν, τόν καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καί κατ’ εἰκόνα δημιουργήσαντα τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων, ἐκ γῆς τό πρότερον, καί νῦν χοΐ καί πτύσματι, καταυγάσαντα τούτου τάς κόρας, καί δόντα φιλανθρώπως βλέπειν τόν ἥλιον» (απόστ. Αίνων όρθρου ημέρας).

(Περπατώντας ο τυφλός και συντρίβοντας τα πόδια του στις πλατείες, έχοντας ως θησαυρό του τη ράβδο του ως ένα είδος όρασης, φαινόταν στους ανθρώπους του κόσμου σαν φορτίο και βάρος της γης. Γι’ αυτό καταφεύγει προς τον φωτοδότη Κύριο, από τον Οποίο παίρνει το φως της όρασης και να βλέπει με τα μάτια του τον Ποιητή και Δημιουργό, που δημιούργησε καθ’ ομοίωσιν και κατ’εικόνα του Ίδιου τη φύση των ανθρώπων, στην αρχή της δημιουργίας από γη και τώρα από χώμα και φτύσμα, και ο Οποίος καταφώτισε τις κόρες των οφθαλμών του και του έδωσε από την αγάπη Του να βλέπει τον ήλιο).

Με δύναμη ποιητική ο άγιος υμνογράφος περιγράφει τα στάδια που πέρασε ο εκ γενετής τυφλός του Ευαγγελίου, μέχρις ότου θεραπευτεί από τον Κύριο, όχι μόνο σωματικά, αλλά κυρίως και πνευματικά. Πρώτο στάδιο, η οδυνηρή πραγματικότητα στην οποία ζούσε ως αόμματος – μη έχοντας όραση, κυρίως όμως και μάτια˙ άδειες κόγχες ήταν στη θέση των οφθαλμών του. Και η οδύνη του τυφλού, κατά τον υμνογράφο, ήταν διπλή: σωματική πρώτον, γιατί κρατώντας το μπαστούνι του τάχα ως όρασή του συχνά σκόνταφτε και έπεφτε, ιδίως στις πλατείες που ήταν μαζεμένος κόσμος˙ δεύτερον ψυχολογική, γιατί ακριβώς γινόταν, κατά την άποψή του, περίγελως των άλλων ή ακόμη χειρότερα αντικείμενο του οίκτου τους. Ο ποιητής εκφράζει με μοναδικό τρόπο την ψυχολογία του, πλήρη καταθλιπτικών στοιχείων: «είμαι ένα φορτίο για τον κόσμο, ένα βάρος πάνω στη γη!» Ίχνος χαράς και ελπίδας δεν φαίνεται να του δίνει ώθηση για ζωή.

Κι εκεί που όλα είναι γι’ αυτόν «μαύρα» και σκοτάδι, έρχεται το δεύτερο στάδιο: η συνάντησή του με τον Κύριο, ο Οποίος τον πλησιάζει με την άπειρη αγάπη Του, «φιλανθρώπως», για να του δώσει φως και προοπτική, στον κόσμο τούτο αλλά και αιώνια. Ποιες οι κινήσεις του Κυρίου; Ψυχολογικά και πνευματικά, τον απαλλάσσει από οποιαδήποτε ενοχή: δεν είναι αυτός αίτιος λόγω αμαρτίας δικής του ή των γονέων του, για ό,τι του έχει συμβεί. Το αντίθετο: η ύπαρξή του συνιστά την αφορμή για να φανερωθεί η δόξα του Θεού! «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού μέσα από αυτόν».  Ο αόμματος που στα μάτια των άλλων και τα δικά του θα πρέπει ίσως να μην υπάρχει στον κόσμο είναι στα μάτια του Θεού η ύλη που έχει στα χέρια Του ο Θεός για να λάμψει η δόξα Του! Πόσο οι εκτιμήσεις μας για τον κόσμο, για τους συνανθρώπους μας, για τους εαυτούς μας είναι τις περισσότερες φορές πλανεμένες. Με τι μάτια, διεστραμμένα το συνηθέστερο λόγω της αμαρτίας μας, βλέπουμε εμείς˙ με τι μάτια, καθαρά από την απόλυτη και άπειρη αγάπη Του βλέπει ο ίδιος ο Κύριος!

Κι ακολουθεί το τρίτο και σημαντικότερο στάδιο: ο τυφλός αποκαθίσταται, καθώς γεύεται την εμπειρία του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ: να γίνεται υλικό στα δημιουργικά χέρια του Χριστού που του φτιάχνει μάτια και του δίνει το φως να βλέπει, με αποκορύφωση: να του φωτίσει τα πνευματικά μάτια που ήταν όμως έτοιμα και διψασμένα για τον Δημιουργό τους. Και τα διπλά μάτια του πια: τα σωματικά και τα πνευματικά διανοίγονται. Κι αυτό που αντικρίζει είναι η ομορφιά της δημιουργίας, η ομορφιά της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού ανθρώπινης φύσης του, η χαρισματική θέα του Δημιουργού Χριστού, και τότε που έπλασε τον άνθρωπο από τη γη και τώρα που ο Ίδιος του έφτιαξε τους οφθαλμούς.

Δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος ο θεραπευθείς τυφλός. Ήταν έτοιμη η καρδιά του να γευτεί τον Δημιουργό της, ήταν ήδη πιστός και «χριστιανός» πριν τον συναντήσει ο Κύριος. Μπρος στο μεγαλείο του ανθρώπου αυτού κλίνουμε γόνυ καρδίας, δοξολογώντας τον Θεό μας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει ως τύπο και για εμάς. Και μας λέει ότι μπορούμε και εμείς να απολαύσουμε τη χαρισματική εμπειρία του και να ανοίξουμε τα μάτια μας, κυρίως τα πνευματικά. Όταν πορευόμαστε εν μετανοία στη ζωή μας. «Έχοντας τυφλωμένα τα μάτια της ψυχής, προσέρχομαι σ’ Εσένα, Χριστέ, όπως ο τυφλός εκ γενετής, κραυγάζοντάς Σου με μετάνοια: Συ είσαι το υπέρλαμπρο φως των εν σκότει της αγνωσίας και της αμαρτίας ανθρώπων» (Κοντάκιο).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΟΤΟΣ Ο ΕΝ ΑΓΚΥΡΑ

«Ο άγιος Θεόδοτος κατηγορήθηκε στον ηγεμόνα Θεότεκνο ότι τα σώματα των αγίων παρθένων που είχαν ριχτεί στη λίμνη, αυτός τα έβγαλε και τα έθαψε, οπότε οδηγήθηκε προς τον ηγεμόνα. Κι όταν με μεγάλο θάρρος ομολόγησε την πίστη του, κτυπήθηκε σκληρά. Έπειτα τον κρέμασαν δύο φορές πάνω σε ξύλο, του ξέσχισαν με σιδερένια νύχια τις πλευρές και τον έκαψαν με λαμπάδες. Έπειτα του σύντριψαν τα σιαγόνια με πέτρες και τέλος του έκοψαν το κεφάλι»[1].

Ο άγιος Θεόδοτος υπήρξε ο αλείπτης[2], ο καθοδηγητής και ενισχυτής των αγίων παρθένων, προκειμένου να μείνουν μέχρι τέλους σταθερές στην πίστη τους, έστω και με θυσία της ζωής τους. Κι όταν ο ηγεμόνας Θεότεκνος είδε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τις μεταπείσει, έδωσε εντολή να τις ρίξουν στη λίμνη για να πνιγούν. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επισημαίνει την αλειπτική αυτή διάσταση του έργου του αγίου Θεοδότου, έστω κι αν το συναξάρι τους στο Μηναίο δεν αναφέρεται σ᾽αυτό. «Ενίσχυσες με τα ιερά σου λόγια τις ιερές γυναίκες για τους μαρτυρικούς αγώνες. Κι αφού νίκησαν τον κακό εχθρό με τα ανδρεία παλαίσματά τους, πήραν τα στεφάνια της αφθαρσίας»[3] (ωδή ς´). Η καθοδηγητική και ενισχυτική παρουσία του αγίου Θεοδότου, το αλειπτικό όπως ονομάζεται έργο του, είναι πάγια και σταθερή συνήθεια στην Εκκλησία μας. Τις περισσότερες δηλαδή φορές πριν από το μαρτύριο κάποιου μάρτυρα έχουμε την ενίσχυσή του από κάποιον άλλον χριστιανό, ο οποίος αναλαμβάνει να τον τονώσει στην πίστη, ώστε να μην υποχωρήσει. Η συνέχεια δε επίσης είναι γνωστή: οι ενισχυόμενοι μένουν σταθεροί, αλλά και ο αλείπτης οδηγείται και αυτός στο μαρτύριο.

Το συναξάρι επικεντρώνει, όπως βλέπουμε, στην ηρωική πράξη του αγίου Θεοδότου να περισυλλέξει τα νεκρά σώματα και να τα θάψει, και βεβαίως έπειτα στο φρικτό μαρτύριο που ακολούθησε γι᾽ αυτόν, λόγω ακριβώς της πίστεώς του στον Χριστό. Και χαρακτηρίζουμε ηρωική την πράξη της περισυλλογής, διότι προκαλούσε με τον τρόπο αυτό την οργή του ηγεμόνα και διακινδύνευε και τη δική του τη ζωή. Ο όρος ῾ηρωικός᾽ όμως για έναν χριστιανό είναι καταχρηστικός. Ο χριστιανός δεν κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του από το να αγωνίζεται στον δρόμο της υπακοής στο θέλημα του Θεού. Η υπακοή στον Θεό αποτελεί μονόδρομο για τον χριστιανό, συνεπώς δεν πρόκειται για ηρωισμό, όπως κατανοείται στους αρχαίους ´Ελληνες για παράδειγμα ή σε άλλους λαούς. Ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «όταν κάνουμε όλα όσα μας έχει υπαγορεύσει ο νόμος του Θεού, να λέμε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι, που επιτελέσαμε ό,τι οφείλαμε να επιτελέσουμε»[4]. Αυτό λοιπόν που ήταν δεδομένο για τον άγιο Θεόδοτο: να κάνει αυτό που έπρεπε ως χριστιανός, υμνήθηκε σε αντίστοιχο επίπεδο από τους αρχαίους τραγικούς ποιητές με την περίπτωση της Αντιγόνης. Ο μεγάλος τραγικός ποιητής Σοφοκλής[5] έγραψε την τραγωδία του ῾Αντιγόνη᾽, ακριβώς έχοντας ως βασικό θέμα την ηρωική πράξη της ηρωίδας του έργου, η οποία παραθεωρώντας την εντολή του βασιλιά της Θήβας Κρέοντα, θάβει τον θεωρούμενο ως προδότη αδελφό της Πολυνείκη, γιατί την υποκινεί η υπακοή της στους θεϊκούς νόμους – να θάβεται ο νεκρός – και η αδελφική της αγάπη. Και ναι μεν ασφαλώς η Αντιγόνη προβάλλεται ως ιερό πρότυπο για την ενέργειά της αυτή, έστω κι αν τελικώς αυτοκτονεί στη φυλακή που κλείστηκε – για τα δεδομένα της προ Χριστού εποχής δεν περιμένει κανείς ίσως κάτι περισσότερο – ο άγιος Θεόδοτος όμως κάνει, όπως είπαμε, το αυτονόητο για έναν χριστιανό: να μείνει σταθερός στην υπακοή στο θέλημα του Θεού.

Και πράγματι. Ο άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει στην ακολουθία του αγίου ότι ο Θεόδοτος σ᾽αυτό ήταν από τη νεαρή του ηλικία προσανατολισμένος: στο θέλημα του Θεού, λόγω της μεγάλης αγάπης του προς τον Χριστό. «Ανέθεσες τον εαυτό σου στον Θεό, Θεόδοτε, από τη νεαρή σου ηλικία»[6] (ωδή α´). «Υπέμεινες κραυγάζοντας, μάρτυς: Τίποτε δεν θα με χωρίσει διόλου από την αγάπη του Χριστού, ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε κάθε άλλη βάσανος»[7] (στιχηρό εσπερινού). Για τον άγιο υμνογράφο δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο από την εν αγάπη θέληση του ανθρώπου που ενισχύεται όμως από τον ίδιο τον Θεό. Είναι η θέληση που συντρίβει οποιαδήποτε αντίθεη δύναμη, ακόμη και τον ίδιο τον διάβολο, γιατί μένει πάντοτε αδούλωτη η ψυχή.  «Συντρίβει το σώμα με τις πολλές πληγές ο διώκτης, δεν έχει τη δύναμη όμως καθόλου να χαλαρώσει τον τόνο της ψυχής, ο οποίος αποκτά ισχύ από τη θεία στοργή του Σωτήρα Χριστού»[8] (ωδή γ´). «Με την υπομονή σου, μάρτυς σοφέ, υπέμεινες σταθερά τις ορμές των παρανόμων και την κάκωση των βασανιστηρίων και τις πυρακτώσεις, διότι ήσουν περιφραγμένος από τη θεία συμμαχία»[9] (ωδή ε´).


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] «Η λέξη αλείπτης αποτελεί παράγωγο του ρήματος αλείφω (=αλείφω, χρίω δι’ ελαίου, ετοιμάζω διά γυμνικούς άγώνας, παραθαρρύνω, γενικώς:  επαλείφω, επιχρίω, απαλείφω, εξαλείφω) και σημαίνει τουλάχιστον για την αρχαία εποχή, αυτόν που άλειφε και έχριε τους αθλητές στα γυμναστήρια ή επιστατούσε τις τρίψεις των αθλητών, κατ’  επέκταση δε, σημαίνει τον (προ)γυμναστή και τον παιδροτρίβη, τον προπονητή» (Βλ. Π.Χ. Δορμπαράκη, Επίτομον Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Βιβλ. Εστίας, έκδ. 3η, σελ. 48). Με την έννοια του προγυμναστή και προπονητή, σε επίπεδο πνευματικό όμως, χρησιμοποιείται και ο όρος σε σχέση με τους μάρτυρες της Εκκλησίας, παλαιούς και νέους. Περισσότερα για το θέμα των αλειπτών, βλ. ημέτερο έργο, Νεομάρτυρες, εκδ. ακολουθείν, 2021, σελ. 185 εξ.

[3] «Επήλειψας λόγοις σου ιεροίς τα ιερά προς τους αγώνας γύναια. Και καθελόντα, μάρτυς, τον δυσμενή, ανδρείοις παλαίσμασι, αφθαρσίας στεφάνους ανεπλέξαντο».

[4] Πρβλ. Λουκ. 17, 10 κ.α.

[5] Ο Σοφοκλής (496 π.Χ.- 406 π.Χ.), (Σοφοκλῆς ὁ Σοφίλλου ὁ ἐκ Κολωνοῦ), ήταν αρχαίος Έλληνας τραγωδός της κλασικής εποχής από την Αθήνα. Μαζί με τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, αποτελούν τους μόνους τραγικούς ποιητές των οποίων έχουν σωθεί ολοκληρωμένα έργα. Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες, φαίνεται ότι συνέγραψε περίπου 123 έργα από τα οποία παραδίδονται ολοκληρωμένες μόνο επτά τραγωδίες (Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Τραχίνιαι, Οιδίπους τύραννος, Αίας, Φιλοκτήτης, Οιδίπους επί Κολωνώ).

[6] «Εκ νεαράς ηλικίας ανατεθείς τω Θεώ, Θεόδοτε».

[7] «Μάρτυς, υπέμεινας κραυγάζων: Της του Χριστού αγαπήσεως όλως με ουδέν χωρίσει, ου θάνατος, ου ζωή, ουδέ πάσα άλλη βάσανος».

[8] «Συντρίβει σώμα ταις πολλαίς ο διώκτης αικίαις, ουκ ισχύει δε όλως σου τον τόνον της ψυχής χαυνώσαι, θεία στοργή του Σωτήρος, μάκαρ, κρατυνόμενον».

[9] «Υπομονή σου, μάρτυς σοφέ, των παρανομούντων τας ορμάς και των βασάνων την κάκωσιν και τας πυρακτώσεις σαφώς υπήνεγκας, τη θεία συμμαχία περιφραττόμενος». 

05 Ιουνίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

«Ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;» (᾽Ιωάν. 9, 12)

Μπροστά στό μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ ἀπό τόν ᾽Ιησοῦ οἱ ᾽Ιουδαῖοι τά χάνουν καί ἀναζητοῦν τόν αἴτιο: «Ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;» Κι ὁ πρώην τυφλός πού δέχεται τήν ἐρώτηση, δέν μπορεῖ νά δώσει ἀπάντηση, πέρα ἀπό τό ὄνομα τοῦ ᾽Ιησοῦ καί τό γεγονός τῆς θεραπείας του. Διότι ὁ Κύριος, τόν ῾Οποῖο ὁ τυφλός ἀγνοεῖ, τόν ἔστειλε πρός νίψη στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ὁπότε ἐκεῖνος πιστεύοντας στόν λόγο καί ἀνταποκρινόμενος ὄντως θεραπεύεται. ᾽Αναζητοῦν λοιπόν οἱ ᾽Ιουδαῖοι τόν Χριστό.

᾽Αλλ᾽ ἡ ἀναζήτηση τοῦ ᾽Ιησοῦ εἶναι φαινόμενο πού ἐπισημαίνουμε σέ πολλά ἐπίπεδα μέσα στό Εὐαγγέλιο:

- ἀναζητεῖ τόν ᾽Ιησοῦ ὡς νήπιο ὁ ῾Ηρώδης, γιατί Τόν βλέπει ὡς ἀπειλή, ἀφοῦ εἶναι κατά τούς μάγους «ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν ᾽Ιουδαίων»∙

 - ἀναζητοῦν τόν ᾽Ιησοῦ πολλές φορές οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ θρησκευτικοί ἄρχοντες τοῦ ᾽Ισραήλ, γιατί εἶναι ῾ἐπικίνδυνος᾽, ἀφοῦ καταλύει τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καί καταργεῖ τίς παραδόσεις τους∙

- ἀναζητεῖ ὁ ἁπλός λαός τόν ᾽Ιησοῦ, γιατί τούς ἔδωσε νά φάει∙

 - ἀναζητεῖ τόν ᾽Ιησοῦ ὁ ῾Ηρώδης ᾽Αντίπας, γιατί θέλει νά ῾διασκεδάσει᾽, ἀφοῦ ἔχει ἀκούσει γιά τήν ἱκανότητά Του νά κάνει θαύματα.

 ᾽Αλλά καί: - ἀναζητοῦν οἱ μαθητές τοῦ ᾽Ιωάννη Προδρόμου τόν ᾽Ιησοῦ, γιατί Αὐτόν ὑποδείκνυε ὡς Μεσσία ὁ δάσκαλός τους∙

- ἔρχεται πρός ἀναζήτησή Του ὁ Ναθαναήλ πού ἄκουσε θαυμαστά γι᾽ Αὐτόν ἀπό τόν φίλο του Φίλιππο∙

- ἔρχονται πρός ἀναζήτησή Του οἱ Σαμαρεῖτες, γιατί προκλήθηκαν ἀπό τή μαρτυρία τῆς συμπατριώτισσάς τους, πού εἶπε ὅτι ὁ ᾽Ιησοῦς τῆς ἀπεκάλυψε ὅλη της τή ζωή.

 Κι ὄχι μόνο τότε στά χρόνια τοῦ ᾽Ιησοῦ. Σέ κάθε ἐποχή, κι ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀναζητοῦν τόν ᾽Ιησοῦ. Δέν θά Τόν ἀναζητοῦν ὅμως ὅλοι γιά τούς ἴδιους λόγους καί γιά τόν ἴδιο σκοπό. ῞Οπως τότε, ἔτσι καί πάντα: ἄλλος ἀναζητεῖ τόν Χριστό κινούμενος ἀπό μίσος καί ἔχθρα πρός Αὐτόν, ἄλλος ἀπό περιέργεια, ἄλλος ἀπό γνήσια ἀναζήτηση τῆς καρδιᾶς του, ψάχνοντας «τό ὕδωρ τό ζῶν» κι ἄλλος ἀπό ἀγάπη πρός Αὐτόν, βλέποντας ὅτι ἡ φλόγα πού ἔχει ἀνάψει μέσα του γιά τόν Χριστό διαρκῶς καί φουντώνει.

 ῎Ετσι τό «ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;» ἀποτελεῖ αἴτημα καί τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπιβεβαιώνει τήν εὐαγγελική καί διαχρονική ἀλήθεια ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἀδιάφορος μπροστά Του. Πάντοτε δηλαδή μπροστά στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑποχρεωμένος κάποιος νά πάρει μιά ἀπόφαση εἴτε θετική εἴτε ἀρνητική. ῞Οπως ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος τό ἔχει ἀποκαλύψει: «ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει». Κι ἄν ἤθελε κανείς νά κρίνει τήν ποικιλία τῶν ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ, εἴτε δηλαδή τῶν καθαρά ἐχθρῶν καί πολεμίων Του εἴτε τῶν ἀδιάφορων ἀπέναντί Του, θά ἔλεγε ὅτι οἱ ἀδιάφοροι εἶναι καί οἱ χειρότεροι ἐχθροί Του, γιατί σ᾽ αὐτούς πού φανερά Τόν ἐχθρεύονται καί Τόν πολεμοῦν ὑπάρχει ἐλπίδα ἀκόμη καί σύντομης μεταστροφῆς τους - ἀσχολοῦνται μέ ᾽Εκεῖνον ἔστω καί ἀρνητικά - ἐνῶ στούς ἀδιάφορους πού μπορεῖ νά μήν ἀρνοῦνται κἄν τόν Χριστό, δέν ὑπάρχει προβληματισμός καί ἐνδιαφέρον. «῎Οφειλες νά εἶσαι ἤ ψυχρός ἤ θερμός. ᾽Επειδή ὅμως εἶσαι χλιαρός (καί στούς χλιαρούς βεβαίως ἀνήκουν καί οἱ ἀδιάφοροι μέ τήν πίστη) θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου» (᾽Αποκ. ᾽Ιωάννη).

 «Ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;» Στήν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα ὡς Σωτήρα τῆς ζωῆς μας δέν ὑπάρχει ἕνας δρόμος. Κι ἀπό τήν ἄλλη κανείς δέν μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει τή συγκεκριμένη ἀπάντησή Του. ᾽Εμεῖς (πρέπει νά) Τόν ἀναζητοῦμε κι ᾽Εκεῖνος θά κρίνει τό ποῦ καί τό πῶς τῆς ἐμφάνισής Του. Αὐτό πού γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ἡ ἐμφάνισή Του αὐτή ἔχει πάντα τό στοιχεῖο τῆς ἔκπληξης:

῎Ερχεται ἐκεῖ πού δέν τό περιμένεις καί πού ῾φαίνεται᾽ ὅτι δέν συντρέχουν οἱ συνθῆκες τῆς παρουσίας Του.

῎Ερχεται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» ἤ ἐκεῖ πού παλεύεις μέ τά κύματα τῆς ζωῆς, ἕτοιμος νά καταποντιστεῖς – κι ᾽Εκεῖνος εἶναι πάνω στά κύματα δίπλα σου.

Πλησιάζεις κάποιον πού πιστεύεις ὅτι μπορεῖ νά σέ βοηθήσει γιά νά Τόν βρεῖς καί ἀκοῦς ᾽Εκεῖνον νά σέ προσφωνεῖ μέ τ᾽ ὄνομά σου.

Συνοδοιπορεῖς μέ ἄγνωστο καί σοῦ ῾βγαίνει᾽ ὁ ῎Ιδιος «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ».

῎Ερχεται κυρίως στήν «κλᾶσιν τοῦ ἄρτου», στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καί μόλις Τόν αἰσθανθεῖς καί πᾶς νά Τόν ῾πιάσεις᾽, «ἄφαντος γίνεται ἀπό Σοῦ».

Μά ἐκεῖ πού μᾶς εἶπε ὅτι θά Τόν βρίσκουμε πάντα στήν ὅποια ἀναζήτησή μας εἶναι στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀδελφοῦ, καί μάλιστα τοῦ ἐλαχίστου. «᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε»!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΥΡΟΥ

"Ο άγιος Δωρόθεος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου και ήταν επίσκοπος Τύρου. Επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, λόγω του διωγμού που επρόκειτο να ξεσπάσει, άφησε την οικία του και τον τόπο του και απήλθε στη Δυσσόπολη. Μετά την καταστροφή αυτών, πήγε στην Τύρο και κατεύθυνε την Εκκλησία του μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του παραβάτη. Τότε ξαναπήγε στη Δυσσόπολη, όπου αφού συνελήφθη από τους άρχοντες του Ιουλιανού και υπέμεινε πολλά βασανιστήρια, σε βαθύτατο γήρας έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, προσφέροντας την ψυχή του στον Θεό την ώρα που έπασχε, σε ηλικία ήδη εκατόν επτά ετών. Άφησε διάφορα εκκλησιαστικά συγγράμματα και ιστορίες, στα ελληνικά και τα ρωμαϊκά. Διότι γνώριζε και τις δύο γλώσσες, από τη μεγάλη σπουδή του και την κλίση της φύσης του".

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, όπως γίνεται συνήθως στην εκκλησιαστική υμνολογία, αξιοποιεί το όνομα του αγίου Δωροθέου, προκειμένου να τον τοποθετήσει από πλευράς πνευματικής: ο άγιος υπήρξε το δώρο του Θεού στην Εκκλησία για να βοηθήσει τους πιστούς στη σωτηρία τους, ο ίδιος προσφέρθηκε ως δώρο στον Θεό με την ασκητική του διαγωγή και το μαρτύριό του. «Αυτός που από την πλούσια αγάπη Του παρέχει τα δώρα ως Θεός σ᾽ αυτούς που έχουν ανάγκη, δώρισε εσένα, Δωρόθεε, σαν θεϊκό δώρο στην Εκκλησία, για τη φανερή σωτηρία των πιστών» (῾Σε ως θείον δώρον, Δωρόθεε, ο τα δώρα ως Θεός παρέχων πλουσία χρηστότητι τοις δεομένοις εις πιστών εναργή σωτηρίαν, τη Εκκλησία εδωρήσατο᾽) (ωδή θ´). «Πρόσφερες τον εαυτό σου, παμμακάριστε Δωρόθεε, ως καθαρότατο δώρο στον Θεό, με τον τέλειο βίο σου και το ιερό μαρτύριό σου» (῾Δώρον Θεώ, παμμάκαρ, σεαυτόν προσήξας καθαρώτατον, διά βίου τελείου και σεπτού μαρτυρίου, Δωρόθεε᾽) (ωδή α´). «Πρόσφερες τον εαυτό σου ως άγιο θεϊκό δώρο στον Δημιουργό, αφού προηγουμένως διέπρεψες στην άσκηση και ύστερα άθλησες με δύναμη στο μαρτύριο» (῾Δώρον θείον άγιον σαυτόν προσήξας τω Κτίστη, πρότερον εν τη ασκήσει ενδιαπρέψας, ύστερον τω μαρτυρίω στερρώς αθλήσας᾽) (κοντάκιο).

Έτσι είναι σαφές ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για τον Θεό από την αγιασμένη ζωή ενός πιστού ανθρώπου, που σημαίνει ότι ο Θεός δεν ευαρεστείται με τις υλικές προσφορές μας αλλά με τη ζωή μας τη σύμφωνη με το άγιο θέλημά Του. Πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να νομίζουμε ότι θα έχουμε τον Θεό προστάτη και συμπαραστάτη μας, αν του κάνουμε δώρα με τα οποία ευαρεστείται: ακριβά καντήλια, ωραίες εικόνες, οικοδομή ναών. Χωρίς να αρνείται κανείς και αυτές τις προσφορές, όταν πηγάζουν από την αγάπη μας  – ο ίδιος ο Κύριος δεν απέπεμψε το ακριβό δώρο της πόρνης γυναίκας που αγόρασε μύρο και το άλειψε στα πόδια Του ως έκφραση της αγάπης της – όμως το καίριο και ουσιαστικό είναι η καλή και αγία ζωή μας, η θεμελιωμένη στη μετάνοια και τις εντολές του Χριστού. Θέλουμε να κάνουμε τον Θεό μας να χαίρεται; Ας ζούμε σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του. Και η χαρά Του πολλαπλασιάζεται όταν μας βλέπει να μένουμε στο θέλημά Του αυτό, έστω και με θυσία της ζωής μας. Κι από την άλλη: δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία που δίνει ο Θεός στον κόσμο μας από την δωρεά ενός αγίου Του. Ο άγιος είναι η ευλογημένη απάντηση του Θεού στον παραπαίοντα και αμαρτωλό κόσμο μας, το ακριβότερο δώρο Του σε εμάς, αφού με την παρουσία του αγίου διακρατείται και ο ίδιος ο κόσμος. Λόγω των αγίων που σε κάθε εποχή υπάρχουν, ο Θεός μακροθυμεί και δίνει περισσότερο χρόνο, ώστε να κινητοποιηθούν περισσότεροι άνθρωποι σε μετάνοια και να σωθούν. «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήσωσιν οι άνθρωποι» (πρβλ. Αποκάλυψη Ιωάννη, κεφ. 2,21). Κι αυτό ιδιαιτέρως πρέπει να τονίζεται στην εποχή μας, την τόσο περίεργη από πλευράς πνευματικής. Η απάντηση του Θεού δεν θα έρθει με τον πολλαπλασιασμό των χρημάτων και των υλικών αγαθών, αλλά με τη δημιουργία συνθηκών μετανοίας στην καρδιά μας. Αν αρχίσει η εσωτερική αλλοίωσή μας και η επιστροφή μας προς τον Θεό, τότε πράγματι θα σημαίνει ότι ήλθε η ώρα της υπέρβασης της όποιας κρίσεως.

Ο άγιος Ιωσήφ δεν επικεντρώνει την προσοχή του στο όντως παράδοξο: ένας γέροντας 107 ετών να δέχεται τη μήνη του περιβάλλοντος του παραβάτη αυτοκράτορα και να υφίσταται τόσα βασανιστήρια.  Ίσως γιατί γνωρίζει καλά ότι όταν κάποιος ξεφεύγει από την πίστη και αρνείται τον Χριστό, σαν τον Ιουλιανό τον αυτοκράτορα,  δεν έχει πια περιθώρια ανθρωπιάς μέσα του. Επικεντρώνει όμως αρκετά στα συγγράμματα που άφησε ο άγιος Δωρόθεος, διότι επίσης γνωρίζει ότι τα γραπτά που μένουν στους αιώνες, είναι εκείνα που βοηθούν τους ανθρώπους σε κάθε εποχή στο να βρίσκουν τον δρόμο του Θεού, ενώ τους απομακρύνουν από τις πλάνες του διαβόλου. «Αναδείχτηκες, θεομακάριστε Πατέρα, πυξίδα του αγίου Πνεύματος, γράφοντας τα θεία δόγματα με γνώση θεϊκή» (῾Πυξίον θείου Πνεύματος, θεομακάριστε, εδείχθης, Πάτερ, τα θεία δόγματα εγγεγραμμένα φέρων εν γνώσει θεϊκή᾽) (στιχηρό εσπερινού). «Η φωνή των λόγων σου και η δύναμη των ωραίων διδασκαλιών σου έφτασε, παμμακάριστε, σε όλη τη γη με τη χάρη του Θεού» (῾Ρημάτων ο φθόγγος και τερπνών δογμάτων η δύναμις, πάσαν επέδραμε, παμμακάριστε, την γην θεία χάριτι᾽) (ωδή ς´). «Κράτησες τα ρεύματα της απάτης, Δωρόθεε, με το ρεύμα της πάνσοφης γλώσσας σου και πότισες καλά τις διάνοιες των πιστών» (῾Ρεύματα της απάτης έστησας, Δωρόθεε, τω ρεύματι της πανσόφου σου γλώττης, και πιστών διανοίας κατήρδευσας᾽) (ωδή α´).

Και τι ήταν εκείνο που έγραψε ο άγιος και φώτισε τόσο πολύ τις διάνοιες των πιστών; Τους βίους των αγίων, μάλιστα των εβδομήκοντα μαθητών του Χριστού. Την πίστη της Εκκλησίας και τα δόγματα της πίστεως ο άγιος Δωρόθεος τα πρόσφερε μέσα από το ενσαρκωμένο ευαγγέλιο, τη ζωή των αγίων. Κι είναι τούτο μία πολύ μεγάλη αλήθεια: σε κάθε εποχή, κι ίσως ακόμη περισσότερο στην εποχή μας, η σημαντικότερη προσφορά είναι η προσφορά της ζωής των αγίων μας. «Φανέρωσες με τις ιερές σου συγγραφές, θεόπνευστε Πατέρα, τον τρόπο ζωής των αγίων, γιατί φωτιζόσουν στην ψυχή από τη θεία γνώση» (῾Αγίων πολιτείας ιεραίς συγγραφαίς εδήλωσας, Πάτερ θεόπνευστε, θεία γνώσει την ψυχήν φωτιζόμενος᾽) (ωδή ς´).