04 Ιουλίου 2021

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ

“Ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας (7ος-8ος μ.Χ.αἰ.) καταγόταν ἀπ᾽ τήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ, ἀπό θεοφιλεῖς γονεῖς, καί ἀποδύθηκε στή μάθηση τῶν γραμμάτων. Ὅταν πατριάρχευε στήν ῾Αγία Πόλη ῾Ιερουσαλήμ ὁ Θεόδωρος, κείρεται κληρικός καί καθίσταται γραμματέας τοῦ Πατριάρχη. Κι ὅταν συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, στέλλεται ἀπό αὐτόν γιά νά συμφωνήσει μέ τά ἀποφασισθέντα.  Λόγω τῆς γνώσης καί τῆς ἀρετῆς πού τόν χαρακτήριζαν, ἔγινε Διάκονος τῆς Μεγάλης ᾽Εκκλησίας καί μετά ἀπό λίγο ὀρφανοτρόφος. ᾽Αργότερα ἐκλέχτηκε ᾽Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Πηγαίνοντας στόν τόπο τῆς παροικίας του γιά δεύτερη φορά καί εὑρισκόμενος σέ κάποιο νησί, πού τό λέγαν ᾽Ερεσσό, κοντά στή Μυτιλήνη, ἔφυγε ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀφήνοντας στήν ᾽Εκκλησία τοῦ Θεοῦ πάμπολλα συγγράμματα”.

Ὁ ἅγιος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ῾ὅλος, φαεινότατος ἀστήρ᾽ (ωδή γ´ κ.α.), πού σημαίνει καταυγάζει τό στερέωμα αὐτῆς μέ τά λόγια του, τά ἔργα του, τίς προσευχές του. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ θέση τῶν ἁγίων: ἔχοντας ἀνοίξει τήν ὕπαρξή τους στόν πανάγιο Θεό, ἔχουν δεχτεῖ τίς λαμπηδόνες τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τόν τρόπο πού τό ἔχει βεβαιώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: ῾ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς᾽. Οἱ ἅγιοι λοιπόν εἶναι μία φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, κάτι πού τό βλέπουμε ἔντονα καί στόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν ᾽Ανδρέα Κρήτης.

Λάμποντας ὡς ἀστήρ, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, ῾τέρπει την Εκκλησία, με τα ορθόδοξα δόγματά του και τα αρμονικά μελωδήματά του᾽(῾τέρπει τήν ᾽Εκκλησίαν, τοῖς ὀρθοδόξοις αὐτοῦ διδάγμασι, καί ἁρμονικοῖς μελῳδήμασι᾽ (ωδή γ´). Πράγματι, ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε τήν ἁγιότητά του,  μέ τό δοθέν σ᾽ αὐτόν χάρισμα τῆς γνώσεως,  ἀφενός εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε δηλαδή τή γνώση Αὐτοῦ - αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς γνώσης στή χριστιανική πίστη: τῆς προσωπικῆς μέθεξης σ᾽ Αὐτόν διά τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν - τήν ὁποία γνώση στή συνέχεια ἐξέφρασε ἐν λόγῳ, διά τοῦ ἄλλου χαρίσματος τῆς  σοφίας πού ἐπίσης τοῦ δόθηκε,  καί γι᾽ αὐτό ἀναδείχτηκε στό μεγάλο ἀξίωμα τοῦ κατά Χριστόν θεολόγου. Διότι αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός θεολόγος τῆς ᾽Εκκλησίας: ὄχι ὁ κάτοχος ἑνός πτυχίου Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλ᾽ ὁ ἔχων τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά τή διατυπώνει μέ τόν λόγο. Ὁ ἅγιος λοιπόν ᾽Ανδρέας μᾶς ἄφησε καταρχάς συγγράμματα δογματικά καί πολλές ὁμιλίες, γενόμενος, κατά τήν ὑμνολογία πάλι, ῾δογματιστής ἀληθέστατος᾽ (στιχηρό εσπερινού) καί ῾στηριγμός τῆς εὐσεβείας τῶν δογμάτων τῶν ὀρθῶν᾽ (στιχηρό εσπερινού).

᾽Αλλά πέραν τῶν δογματικῶν κειμένων του ἐκεῖνο πού τόν κατέστησε ἰδιαιτέρως προσφιλή στήν ᾽Εκκλησία εἶναι ῾τά ἁρμονικά μελωδήματά του᾽. Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε μέγας ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας, ῾προκαλώντας ευχαρίστηση στις καρδιές όλων κάθε φορά με την υμνολόγηση της αγίας Τριάδος, των ταγμάτων των αγίων και της αχράντου Παρθένου᾽ (῾ἡδύνων ἑκάστοτε, πάντων τάς καρδίας, ἀνυμνῶν τήν Τριάδα, ῾Αγίων τά τάγματα, καί Παρθένον τήν ἄχραντον᾽) (κάθισμα όρθρου). Τό λαμπρότερο ὅμως πόνημά του, μέ τό ὁποῖο κατανύσσει τίς καρδιές τῶν χιλιάδων ὀρθοδόξων πιστῶν κάθε χρόνο, ὁδηγώντας τους στούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας, εἶναι ὁ Μέγας Κανών του, πού, ψαλλόμενος τήν Πέμπτη τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἀποτελεῖ στήν οὐσία μία σύνοψη ὅλης τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, καί στήν πρώτη ἀποκάλυψή Του, τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά καί στήν τελείωσή της, τήν Καινή Διαθήκη. Όπως σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης στους στίχους του συναξαρίου ῾Πέθανε και βρήκε μεγάλο στεφάνι των κόπων του ο ποιμένας της Κρήτης, του οποίου έργο ήταν ο μέγας Κανών᾽(῾Θανών εφεύρε των πόνων στέφος μέγα, Κρήτης ο ποιμήν, ου πόνος Κανών μέγας᾽). ᾽Εκεῖ ὁ ἅγιος γίνεται ῾ὁ ἀψευδής ἐπαινέτης τῶν Μαρτύρων τῶν ῾Αγίων᾽, ῾ὁ ἀλείπτης πρός ἐπανάληψιν τῆς ἀρετῆς᾽, ἰδιαιτέρως ὅμως ῾ὁ ζωγράφος τῆς τοῦ βίου ματαιότητος᾽ (στιχηρό εσπερινού). Μέ τήν παρρησία λοιπόν πού ἔχει στόν Θεό, ὡς ὁδηγός τῆς ὀρθοδοξίας καί διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καί τῆς σεμνότητος, τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς, νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.

03 Ιουλίου 2021

ΜΗΝ ΤΡΩΜΕ ΤΑ... ΑΓΟΥΡΑ!

«Ο καλός “ραγολόγος” τρώγει τις ώριμες ρώγες των σταφυλιών και δεν πειράζει καθόλου τις άγουρες. Παρόμοια ο καλόγνωμος και συνετός άνθρωπος, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια· ενώ ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώματα και τις κατηγορίες» (Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, λόγ. ι΄ 17).

Ακούμε την επιτυχία του συνανθρώπου μας, ένα κατόρθωμά του, τις πολλές ή λίγες αρετές του. Και σπεύδουμε αμέσως να βάλουμε ερωτηματικό. Κι ακόμη: ψάχνουμε να βρούμε το ελάττωμά του. Αναζητούμε δηλαδή το σκοτάδι εκεί που υπάρχει το φως. Κι αρχίζουμε και χαιρόμαστε, γιατί ψάχνοντας νομίζουμε ότι βρήκαμε το μείον και το ελάττωμα. Νιώθουμε καλά πια, γιατί το ύψος του κατορθώματος του άλλου έχασε τη λάμψη του. Η επιτυχία του λίγο αμαυρώθηκε. «Είπα κι εγώ. Σιγά μην είναι έτσι όπως τα λένε».

Δεν αντέχουμε ο άλλος να υπέρκειται σε οτιδήποτε σε σχέση με μας – θέλουμε τον καθένα στα δικά μας μέτρα. Γιατί μάλλον πρέπει να αισθανόμαστε ανώτεροι. Το καταλαβαίνουμε έστω κι αν δεν το ομολογούμε: λειτουργεί μέσα μας η ουσία της αμαρτίας, ο εγωισμός. «Ποιος να συγκριθεί μαζί μου»; Γι’ αυτό και η αρετή του άλλου που εμείς δεν έχουμε, η επιτυχία που έκανε, μας… πληγώνει: γίνεται μέτρο που αποκαλύπτει τη δική μας μικρότητα. Ας τον κάνουμε… πέρα λοιπόν. Ας ρίξουμε λάσπη. Ας βρούμε το ελάττωμα. Οπότε καταλαβαίνουμε ότι έχουμε γίνει  ο ορισμός της ανοησίας. Είμαστε ανόητοι.

Να ξυπνήσουμε!  Ο όσιος μας κτυπά το καμπανάκι: να γίνουμε σαν τον καλό «ραγολόγο»: να μαζεύουμε τα καλά σταφύλια και ν’ αφήσουμε τα άγουρα και τα ξινά – ό,τι είναι το αυτονόητο!  Να συνηθίζουμε δηλαδή να βλέπουμε τα καλά σημεία του συνανθρώπου μας, τις αρετές του, γιατί αυτό θα μας προσφέρει διπλό καλό: πρώτα θα μας κάνει πιο ταπεινούς, δεύτερον θα μας παρακινήσει να παλέψουμε κι εμείς για να τα αποκτήσουμε.

Ο μέγας Αντώνιος έγινε «θεοφιλής», αγαπήθηκε δηλαδή ιδιαιτέρως από τον Θεό και γέμισε από το Πνεύμα Του, γιατί όπου πήγαινε και συναντούσε ανθρώπους, ιδίως ασκητές, σημείωνε τα καλά τους σημεία, τις αρετές τους. Ο όσιος Παΐσιος άγιασε γιατί αγωνίστηκε να γίνει, όπως έλεγε και στους άλλους να γίνουν, «μέλισσα και όχι μύγα». «Η μέλισσα έστω κι αν υπάρχουν ακαθαρσίες κάπου, πηγαίνει πάντοτε στα λουλούδια. Η μύγα, έστω κι αν υπάρχουν λουλούδια και άλλες ομορφιές, πηγαίνει αμέσως στις ακαθαρσίες».

Να γίνουμε μέλισσες και όχι μύγες. Να γίνουμε «καλοί ραγολόγοι». Έτσι θα φύγουμε από την ανοησία και θα γίνουμε συνετοί και σοφοί κατά Θεόν.

Και το σημαντικότερο: λειτουργώντας έτσι, θα μάθουμε το «μυστικό» της πνευματικής ζωής: να ελέγχουμε τους λογισμούς μας. Όχι ό,τι μας έρχεται στον νου από τα πάθη μας ή από τον Πονηρό διάβολο, αλλ’ ό,τι εμείς με τη χάρη του Θεού θα σκεπτόμαστε. Δηλαδή θα βλέπουμε τον νου μας να γίνεται πράγματι ηγεμόνας του εαυτού μας· να γίνεται ένας… βασιλιάς. Ο απόστολος Παύλος μας βοηθάει: «όσα αγνά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αληθή, όσα προσφιλή, ει τις αρετή και ει τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε».  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΥΑΚΙΝΘΟΣ

«῾Ο ἅγιος ῾Υάκινθος καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί ὑπηρετοῦσε στό βασιλικό τραπέζι τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ. Κατηγορήθηκε ὅμως ὡς χριστιανός, γι᾽ αὐτό καί δόθηκε ἡ ἐντολή νά κτυπηθεῖ σέ ὅλο τό σῶμα του καί νά ριχτεῖ στήν φυλακή. ᾽Εκεῖ μένοντας ἀρκετές ἡμέρες χωρίς φαγητό παρέθεσε τό πνεῦμα του στόν Θεό»

῎Εχει προταθεῖ ἀπό ὁρισμένους χριστιανούς ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου νά καθιερωθεῖ ὡς ἡ ἑορτή τῶν ἐρωτευμένων σέ ἀντικατάσταση τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Βαλεντίνου (14 Φεβρουαρίου), γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχουν πολλές καί ἀντιφατικές παραδόσεις. Καί τοῦτο βεβαίως ὄχι γιατί ὁ ἅγιος ἔχει καμμία οὐσιαστική σχέση πρός αὐτό πού προβάλλεται ὡς ἀνθρώπινος ἔρωτας, ἀλλά γιατί τό ὄνομά του πού παραπέμπει στό πολύ ὄμορφο καλλωπιστικό φυτό ὑάκινθος, τό κοινῶς ὀνομαζόμενο ζουμπούλι, μέ τό ἔντονο ἄρωμα καί τά πολυάριθμα μικρά ἄνθη του, κυανοῦ, ρόζ ἤ ἄσπρου χρώματος, συνηγορεῖ γιά κάτι τέτοιο. ῾Η σχέση τοῦ ἁγίου πρός τόν ἔρωτα ὑπάρχει, κατά πῶς μᾶς τό θέτει καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας του Θεοφάνης ὁ ποιητής, ἀλλά μέ τήν ἔννοια πού συναντᾶμε σέ ὅλους τούς ἁγίους, δηλαδή τήν ἔννοια τοῦ θείου ἔρωτα, τῆς σφοδρῆς ἀγάπης πρός τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό.

Πράγματι, ἡ ὅλη κατά Χριστόν πορεία τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου κατανοεῖται μόνον κάτω ἀπό τήν ὀπτική αὐτή. ῾Η ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τοῦ ἔδωσε τήν δύναμη νά ἀντιμετωπίσει τήν ὀργή καί τήν μήνη τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα, ἐπιμένοντας ὅτι εἶναι χριστιανός, καί νά ὑποστεῖ φοβερά μαρτύρια μέχρι τῆς τελικῆς ἐκπνοῆς του λόγω ἀσιτίας. «῎Ελεγξες τόν τύραννο, ἀθλοφόρε, πού εἶχε φτάσει σέ κατάσταση μανίας, γιατί ἤσουν ντυμένος ἀπό τόν Χριστό μέ τήν ἀήττητη δύναμή Του» (ὠδή ε´). «᾽Αγάπησες τόν Θεό μέ τήν ψυχή σου σύ, ἀθλητή μακάριε, παλεύοντας μέχρις αἵματος πρός τήν ἁμαρτία καί ἀνατρέποντας τούς ἐχθρούς»  (ὠδή η´).

῾Ο ἅγιος ποιητής μάλιστα παίρνει ἀφορμή ἀπό τήν γνωριμία πού εἶχε ὁ ῾Υάκινθος πρός τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό, ἀφοῦ ὑπῆρξε θαλαμηπόλος του, γιά νά πεῖ ὅτι τελικῶς ὁ ἅγιος ἦταν ὁ ἀληθινός αὐτοκράτορας, γιατί ἀκριβῶς μέ τόν εὐσεβή λογισμό τῆς πίστεως πού εἶχε ἔγινε αὐτοκράτορας τῶν παθῶν του, τρεφόμενος ἀπό τόν θεϊκό λόγο καί ὄχι ἀπό τήν τροφή τῶν παρανόμων. «Αὐτοκράτορα φέρων τῶν παθῶν ἀριδήλως τόν εὐσεβῆ λογισμόν, τροφήν τῶν παρανόμων κατέπτυσας, παμμάκαρ, θείῳ λόγῳ τρεφόμενος» (ὠδή ζ´). Κι εἶναι πολύ σημαντική ἡ παρατήρηση τοῦ Θεοφάνη, γιατί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὅταν ὁ μάρτυρας δέχεται τό ὅποιο μαρτύριο εἴτε ὡς κτύπημα εἴτε ὡς στέρηση, τήν ἴδια ὥρα ὁ Κύριος μέ μυστικό τρόπο ἔρχεται καί λειτουργεῖ σ᾽ αὐτόν ἀντιστοίχως εἴτε ὡς θεϊκό χάδι εἴτε ὡς πλήρωση καί τροφή. Πρόκειται γιά πραγματικότητα πού δέν πρέπει νά λησμονοῦμε, γιατί ἰσχύει γενικότερα: κάθε ὑπομονή πού κάνουμε στήν ζωή μας τήν ὥρα τῆς ὅποιας δοκιμασίας μας, ἐνῶ φαίνεται ὅτι ὑφιστάμεθα μία ταλαιπωρία καί ἕνα βάσανο, ὁ Κύριος εἶναι παρών καί τήν δοκιμασία τήν μεταποιεῖ σέ εὐλογία.

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἀξιοποιήσει καί τό ὄνομα τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου. ᾽Αφενός μᾶς προτρέπει νά τοῦ πλέξουμε στεφάνι μέ τούς ὕμνους ἀποτελούμενο ἀπό ἀμαράντινους ὑακίνθους («῾Υακίνθῳ σήμερον ἐξ ὑακίνθων ἀμαράντων πλέξωμεν στέφανον πάντες οἱ πιστοί») (κοντάκιο), ἀφετέρου μᾶς μεταφέρει στήν θριαμβεύουσα ᾽Εκκλησία, τήν ᾽Εκκλησία τῶν πρωτοτόκων, δίνοντάς μας τήν εἰκόνα τῆς θέσης τοῦ ἁγίου μάρτυρα ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἁγίους. «Σάν ὄμορφο ζουμπούλι λάμπρυνες τήν θεία σκηνή, σάν ἐκλεκτό ζωηρό κόκκινο ἀπό τό αἷμα τῆς ἀθλήσεώς σου ἔγινες ἀφιέρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν πρωτοτόκων» (ὠδή ς´). Κι ἀκόμη: θεωρεῖ ὁ ποιητής τόν ἅγιο μάρτυρα σάν διαυγή καί πολύτιμο  λίθο τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, γιατί μέ τήν «εἰλικρίνεια τῆς ψυχῆς του καί τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ του» (ὠδή ζ´) ἔγινε φωτεινό κατοικητήριο τοῦ  Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. («῎Ωφθης διαυγείᾳ τοῦ Πνεύματος, ὥσπερ λίθος διαυγής τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ») (στιχηρό ἑσπερινοῦ). («Σέ τόν διαυγείᾳ μαρτυρικῇ πολύτιμον λίθον γεγονότα θείου ναοῦ») (ὠδή α´).

῾Ο ἅγιος ῾Υάκινθος γιά τόν Θεοφάνη θεωρεῖται καί ὡς πρότυπο ἰδιαιτέρως τῆς νεότητας. Γιατί νέος καθώς ἦταν ὁ ἅγιος φανέρωσε ἐκεῖνο πού τιμᾶ τήν νεότητα καί τήν διακρατεῖ πάντοτε ἀνθοφοροῦσα: τήν γενναιότητα τοῦ νοῦ καί τήν φρόνηση καί σύνεση τῶν μεγάλων. Πού σημαίνει: δέν δίνει ἀξία σέ ἕναν νέο ἀπό μόνη της ἡ νεότητά του - κι αὐτή θά παρέλθει πολύ γρήγορα. ῾Η νεότητα τῆς καρδιᾶς μετράει κατεξοχήν, γιατί αὐτή παραμένει ἐσαεί. «᾽Απέδειξες, μάρτυς ἀθλοφόρε, τό νεανικό τῆς ἡλικίας σου καί τό γενναῖο τῆς διανοίας σου, καθώς πάλεψες μέ ἀνδρεία κατά τῆς πλάνης ὑπέρ Χριστοῦ» (ὠδή α´). «᾽Ενῶ ἤσουν νέος, φάνηκες νά ἔχεις καθαρά φρόνηση μεγάλου, μάρτυς Χριστοῦ, καί νά κοσμεῖσαι ἀπό σύνεση» (ὠδή γ´).

02 Ιουλίου 2021

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΝ ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΣ

«Δύο πατρίκιοι, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος που ήταν αδέλφια, πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν έφτασαν στην Παλαιστίνη. Ευρισκόμενοι στη Γαλιλαία και βρίσκοντας την τιμία Εσθήτα της Θεοτόκου να τιμάται από κάποια Εβραία γυναίκα, σκέφτηκαν να της την πάρουν. Λοιπόν, όταν έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν κάθε άγιο τόπο, παρήγγειλαν και έφτιαξαν μία όμοια σορό μ’  εκείνην που ήταν κατατεθειμένη η τιμία Εσθήτα της Θεομήτορος, οπότε κατά την επάνοδό τους έβαλαν τη δική τους άδεια σορό στη θέση της άλλης της Εβραίας γυναίκας. Παίρνοντας λοιπόν με τον τρόπο αυτόν το θείο και ιερό ένδυμα επέστρεψαν στον τόπο τους. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη απέθεσαν τη σορό με την Εσθήτα της Θεοτόκου στο προάστιό τους που ονομαζόταν Βλαχέρνες, έχοντας ως σκοπό να κρύψουν τον θησαυρό. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να το κατορθώσουν, το φανέρωσαν στον Βασιλιά, ο οποίος όταν άκουσε τι έγινε γέμισε από άφατη χαρά κατασπαζόμενος την ιερά Εσθήτα, κι όχι μόνο αυτό αλλά οικοδόμησε και ναό στο προάστιο των Βλαχερνών, μέσα στον οποίο κατέθεσε την αγία σορό. Εκεί λοιπόν τώρα ευρισκόμενη η τιμία αυτή σορός, μέχρι και τώρα αποτελεί το φυλακτήριο της πόλεως και  τη σωτηρία από τις νόσους και τους εχθρούς».  

Το αποτέλεσμα μίας «κλεψιάς» εορτάζει κατ’  ουσίαν σήμερα η Εκκλησία μας. Μίας κλεψιάς που έχει όμως ιερό χαρακτήρα – έγινε κατ’  ευδοκίαν Θεού -  αφού η Εσθήτα (ή Μαφόρι) της Παναγίας, όπως και η τιμία Ζώνη της, ανήκουν σ’  εκείνους που τιμούν την Παναγία και την αποδέχονται ως την κατεξοχήν Μοναδική γυναίκα στον κόσμο, διαχρονικά και παγκόσμια, που καμία άλλη δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της, αφού δι’  αυτής ήλθε ως άνθρωπος ο Υιός του Θεού στον κόσμο. Μόνον με άλλα λόγια εκείνος που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο μπορεί να πιστέψει και την ιδιαίτερη και ξεχωριστή θέση της Πανάγνου Μαριάμ -  Χριστός και Παναγία Μητέρα Του πάντοτε συνθεωρούνται – οπότε και να τιμήσει οτιδήποτε σχετίζεται μ’  Αυτήν, είτε είναι η Ζώνη της είτε είναι η Εσθήτα της. Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, γι’ αυτό, δεν προβληματίζεται καθόλου για την ηθική ποιότητα της πράξεως των δύο πατρικίων αδελφών. Την θεωρεί ως εκ Θεού γενομένη, τόσο που την παραλληλίζει με τον χιτώνα του Κυρίου. Όπως, λέει στον στίχο του συναξαρίου, ο Θεός θέλησε ο χιτώνας Του να βρεθεί στα χέρια των δημίων Του φρουρών κάτω από τον Σταυρό Του, έτσι και η Εσθήτα της Παναγίας να βρεθεί στη Χριστοφρούρητο πόλη, την Κωνσταντινούπολη και δη στο προάστιό της τις Βλαχέρνες.

Απόδειξη βεβαίως της ευδοκίας του Θεού για την «παράνομη» ανθρωπίνως, αλλ’ έννομη θεϊκώς πράξη της μεταφοράς της σορού είναι τα άπειρα θαύματα που «σαν να τρέχουν ποτάμια» (κάθισμα όρθρου) γίνονται από τότε και μετέπειτα, καθώς μάλιστα παραμένουν αδιάφθορα από την επίδραση του χρόνου (απολυτ.). Όχι μόνο μεμονωμένα οι πιστοί ντύνονται τη δύναμη και τη χάρη της Θεοτόκου, αλλά και η Κωνσταντινούπολη δια της τιμίας σορού την έχει ως φρουρό και τείχος της (στιχ. εσπ., κ.α.).  Και ποια η αιτία για τη μεγάλη αυτή δύναμη και χάρη που κέκτηνται η Εσθήτα και η Ζώνη της Θεοτόκου; Πρώτον, το γεγονός ότι τα φόρεσε Εκείνη η Πρώτη και Μοναδική, η χάρη της Οποίας μεταγγίστηκε και στα ενδύματά της, τόσο που η κατοχή αυτών Εκείνην προβάλλει – τιμώντας την Εσθήτα και τη Ζώνη την Παναγία τιμάμε. «Ο ναός σου, Δέσποινα, που έχει το ιερό μαφόριό Σου ως θησαυρό αγιάσματος, κάθε φορά αγιάζει όλους εμάς που προστρέχουμε σε Σένα και Σε μακαρίζουμε κατά χρέος» (απόστ. εσπ.).

Και δεύτερον, γιατί με την Εσθήτα αγιάζεται και ο πιστός λαός, ο οποίος έρχεται σ’ επαφή, και «υλικά», με τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό: ο χιτώνας αυτός τύλιξε ως βρέφος και τον Κύριο! «Καθαγίασες την ιερή Εσθήτα λόγω της επαφής της μ’ Αυτόν που ήλθε ως άνθρωπος επί της γης για χάρη μας, όπως κι επειδή τύλιξες μ’ αυτήν το σώμα σου, Παρθένε. Μ’ αυτήν την Εσθήτα αγιάζεις όλους τους δούλους σου που σε υμνολογούμε» (ωδή α΄) – ο «υλισμός» της χριστιανικής πίστεως προβάλλεται κατά απόλυτο θα λέγαμε τρόπο, κάτι που παραπέμπει προς ιδιαίτερη θεμελίωση και στο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, όπου και τα ενδύματά Του «μεταποιήθηκαν» και έγινα λευκά σαν το χιόνι!

Είναι πολύ συγκινητική η ιστορική αναφορά ότι και Βασιλείς δέχτηκαν πλούσια την ίαση και τη χάρη της Θεοτόκου διά της Εσθήτος και της Ζώνης της (βλ. την αντίστοιχη εορτή της 31ης Αυγούστου), με τη βασική σημείωση βεβαίως ότι η προσέγγισή τους γίνεται με πίστη και με καθαρότητα νου, που θα πει από εκείνους που μέσα στην Εκκλησία αγωνίζονται τον πνευματικό αγώνα, συλλειτουργώντας με τους Αγγέλους! Όπως το σημειώνει το δοξαστικό του εσπερινού και όχι μόνο: «Αφού καθαρίσουμε τις φρένες και τον νου μας, ας πανηγυρίσουμε και εμείς μαζί με τους Αγγέλους».  

01 Ιουλίου 2021

ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΑΣ

Τόν πιό καταλυτικό ρόλο στήν ἐπικοινωνία  γονιοῦ καί παιδιοῦ τόν παίζει ὁ σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ παιδιοῦ. Ὅ,τι κι ἄν κάνει ἕνας γονιός, τά πάντα νά προσφέρει στό παιδί του, ἰδίως τόν ἔφηβο, ἄν νιώσει τό παιδί ὅτι δέν σέβεται τήν ἐλευθερία του, τότε ματαίως κοπιᾶ καί παλεύει. Κι ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: ὁ Θεός προίκισε τόν ἄνθρωπο μέ τό μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο δῶρο, τήν ἐλευθερία. «Πρέπει νά καταλάβουμε οἱ ἄνθρωποι», ἔλεγε ὁ μέγας ὅσιος Πορφύριος, «ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδωσε ἁπλῶς ἐλευθερία. Χάραξε τήν ἐλευθερία μέσα μας». Γι᾽ αὐτό καί ὁτιδήποτε καταστρατηγεῖ αὐτήν τήν ἐλευθερία διαστρέφει τόν ἀληθινό χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου. Μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιά τήν ἀλήθεια αὐτή ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο πού μᾶς κάλεσε ἐλεύθερα νά Τόν ἀκολουθοῦμε γιά τή σωτηρία μας, δέν ὑπάρχει. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» εἶπε. Παρ’ ὅλη τήν παγγνωσία Του ὅτι μιά πορεία δική μας μακριά Του εἶναι ἡ καταστροφή μας, παρ’ ὅλη τήν παναγαθότητά Του πού Τόν κάνει, ἀνθρωποπαθῶς μιλώντας, νά «καίγεται» ἡ καρδιά Του ἀπό τήν ἄρνησή μας νά Τόν ἀκοῦμε, ὅμως δέν μᾶς ἐκβιάζει. Ζητάει πάντοτε τήν ἐλεύθερη συγκατάθεσή μας. ῎Ετσι λοιπόν καί μέ τά παιδιά μας· τυχόν δική μας ἐμμονή νά ἐκβιάσουμε τή θέλησή τους, ἔστω καί γιά τό καλό τους, δέν θά τά ὠφελήσει. Κι ἐμεῖς θά ἀπογοητευτοῦμε κι ἐκεῖνα θά ἀντιδράσουν.

Βεβαίως, μιλώντας γιά σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τῶν παιδιῶν δέν ἐννοοῦμε τήν ἄρνησή μας νά τά καθοδηγοῦμε  καί νά ἀσκοῦμε ἀγωγή ἐπάνω τους. Κι αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, ἰδίως στά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τους, γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔρχεται προβληματική στόν κόσμο τοῦτο, τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία. Μόνον ἕνας κόσμος ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν ἁμαρτία δέν θά εἶχε ἀνάγκη ἐπέμβασης διά τῆς ἀγωγῆς, κάτι πού δέν ἔλαβαν σοβαρῶς ὑπ’ ὄψιν τους διάφοροι φιλόσοφοι καί παιδαγωγοί τῶν νεώτερων χρόνων. ᾽Αλλά ἡ ἐπέμβαση αὐτή καί ἡ ἀγωγή πρέπει νά γίνεται διακριτικά, μέ ἀγάπη καί μέ ὑπομονή, πού θά πεῖ: πρωτίστως μέ τή ζωή μας καί λιγότερο μέ τά λόγια μας. ῎Ετσι οὔτε ἡ ὑπερβολή τῆς προστασίας μας ἀλλά καί οὔτε ἡ ἀδιαφορία μας μποροῦν νά δικαιωθοῦν. Μεταξύ πάντοτε τῶν δύο ἀκροτήτων, τοῦ ὑπερπροστατευτισμοῦ καί τῆς ἀδιαφορίας, ὑπάρχει ὁ ἴσιος δρόμος τῆς πίστεως: ἡ διακριτική ἐν ἀγάπῃ ἐπέμβαση. Κι αὐτή ὅπως εἴπαμε, ὅσο τά παιδιά εἶναι ἀκόμη μικρά. Στήν τυχόν ἔνστασή μας, τί κάνουμε ὅταν τά παιδιά μεγαλώσουν, ἡ ἀπάντηση εἶναι: ριχνόμαστε στήν προσευχή ὑπέρ αὐτῶν. «Ἀφῆστε καί κανένα κατσαβίδι γιά τόν Χριστό», ἔλεγε χαριτολογώντας ὁ ὅσιος Παΐσιος σέ πανικόβλητους γονεῖς πού ἔβλεπαν τά παιδιά τους νά ἀντιδροῦν πρός τήν πίστη. «Δέν θά τά λύσουμε ἐμεῖς ὅλα τά θέματά τους». Καί· «οἱ γονεῖς εἶναι κυρίως ὑπεύθυνοι ὅσο τά παιδιά εἶναι μικρά. ᾽Αφότου μπαίνουν στήν ἐφηβεία, χωρίς βεβαίως νά ἀδιαφορεῖ ὁ γονιός, ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός καί ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ παιδιοῦ».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΟΙ ΕΚ ΡΩΜΗΣ

Μέσα στό πλῆθος τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων πού ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔχει στό ἑορτολόγιό της, εἶναι καί οἱ σήμερον ἑορταζόμενοι, Κοσμᾶς καί Δαμιανός οἱ ἀπό Ρώμης, γιά νά διακρίνονται ἀπό τούς ἄλλους ᾽Αναργύρους τούς προερχομένους ἀπό τή Μ. ᾽Ασία. «Αὐτοί ζοῦσαν στή Ρώμη, ὅταν βασιλιάς ἦταν ὁ Καρίνος, ἰατροί στό ἐπάγγελμα, πού παρεῖχαν ἀμισθί τίς ὑπηρεσίες τους, θεραπεύοντας ἀνθρώπους καί κτήνη, μέ  μόνη ῾ἀπαίτησή᾽ τους τήν ὁμολογία καί πίστη τῶν θεραπευθέντων ἀνθρώπων στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Διαβλήθηκαν ὅμως στόν βασιλιά ὅτι τίς θεραπεῖες τίς ἐπιτελοῦν μέ τήν τέχνη τῆς μαγείας, κι ἐπειδή ὁδηγοῦνταν ἄλλοι γιά χάρη τους στόν βασιλιά, οἱ ἴδιοι παρέδωσαν τούς ἑαυτούς τους. Οἱ ἅγιοι ὄχι μόνον βεβαίως δέν πείστηκαν νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, ἀλλά καί τόν Καρίνο ἀπήλλαξαν ἀπό τή δυσσέβειά του, ὅταν πρόσφεραν τήν ἴαση καί σ᾽ ἐκεῖνον. Διότι τήν ὥρα πού τούς ἀνέκρινε καί τούς ἀπειλοῦσε γιά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους, ἡ θέση τοῦ προσώπου του ἄλλαξε θέση καί τό κεφάλι του ἔγειρε πρός τά πίσω, ὁπότε οἱ ἅγιοι τόν θεράπευσαν, γεγονός πού ἔκανε τούς παρευρισκομένους νά πιστεύσουν στόν Χριστό. Καί μαζί μέ αὐτούς ὁμολόγησαν τήν πίστη στόν Χριστό  καί ὁ βασιλιάς μέ ὅλους τούς οἰκείους καί συγγενεῖς του, κι ἀκόμη περισσότερο,  μέ τιμές πιά ἔστειλε πίσω τούς ἁγίους στό σπιτικό τους. Ὕστερα ὅμως ἀπό αὐτά, αὐτός πού ἐπιστατοῦσε τήν ἰατρική τους τέχνη, τούς φθόνησε, γι᾽ αὐτό, κι ὅταν τούς ἀνέβασε σ᾽ ἕνα βουνό, τάχα γιά συλλογή ἰατρικῶν βοτάνων, τούς ἐπιτέθηκε καί μέ λίθους τούς σκότωσε».

Ἡ ὑμνολογία τῆς ἡμέρας ἀφενός δέν φείδεται ἐπαίνων, προκειμένου νά προβάλει τό μέγεθος τῆς ἁγιότητάς τους – «οὐρανοπολῖται», «θεόφρονες», «δυάς ἱερά», «φωταυγής ξυνωρίς», «ὧν καί μόνα τά ὀνόματα νόσους ἐκ βροτῶν ἀπελαύνουσι» κ.π.ἄ. -  ἀφετέρου τονίζει μέ πολλές εἰκόνες καί ἀναφορές τά βασικά στοιχεῖα τῆς κατά Χριστόν βιοτῆς τους. Μία ἀπό τίς πολλές ἀναφορές πού φωτίζει μέ συνοπτικό τρόπο τήν πορεία τῆς ἁγιότητάς τους εἶναι καί αὐτή πού ἐπισημαίνει: «διά πάντων (οἱ ἅγιοι) ὑπήκοοι γενόμενοι Χριστῷ ἐν παρρησίᾳ πρεσβεύουσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν».  Οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καί Δαμιανός δηλαδή  ἅγιασαν, πού σημαίνει δέχτηκαν στήν ὕπαρξή τους ὅλη τήν ἁγία Τριάδα, «Πνεύματι θείῳ χρυσωθέντες», διότι ἀποφάσισαν στή ζωή τους νά κάνουν ὑπακοή στόν Χριστό. Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἁγιασμοῦ, κατά τήν πίστη μας, ζωντανῆς σχέσης δηλαδή μέ τόν Θεό,  πέραν τῆς ὑπακοῆς σέ ὅ,τι ὁ Χριστός ἐπιτάσσει καί παρακαλεῖ.  «Δεῦτε ὀπίσω μου». «Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ».

Ποιά τά σημάδια τῆς ὑπακοῆς στόν Χριστό; Μά τίποτε ἄλλο, πέρα ἀπό αὐτά πού βλέπουμε στή ζωή τοῦ ῎Ιδιου: τήν ἀγάπη στόν ἄνθρωπο καί τήν ταπείνωση. Οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καί Δαμιανός ἀποτελοῦν κυριολεκτικά τή συνωνυμία τῆς ἀγάπης. Ὅπου ὑπῆρχε νόσημα καί πρόβλημα, ἐκεῖ καί ἡ παρουσία τους λειτουργοῦσε ἰαματικά καί θεραπευτικά, πάντοτε εἰς εὐεργεσίαν. Κι ὄχι μόνον ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ, ἀλλά καί μετά θάνατον. Κι ἡ ἀγάπη τους αὐτή, ὡς συνέχεια τῆς ἀγάπης τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐνεργοῦσε καί σέ ἀνθρώπους καί σέ κτήνη: «ἀνθρώποις τε καί κτήνεσι, τάς εὐεργεσίας μετέδωκαν». ῎Ισως εἶναι οἱ κατεξοχήν ἅγιοι, τῶν ὁποίων ἡ ζωή ἀποτελεῖ ὑπομνηματισμό τῆς ἐπισήμανσης τοῦ ὁσίου ᾽Ισαάκ τοῦ Σύρου περί τοῦ τί εἶναι ἡ ἐλεήμων καρδία. «Καρδία ἐλεήμων ἐστί καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως...». Ἡ ἀγάπη τους αὐτή ἀπό τήν ἄλλη ἐπιβεβαιωνόταν ὅτι ἦταν καθαρή, ξένη ἀπό προσμείξεις ἐγωϊσμοῦ, λόγω τῆς μεγάλης ταπείνωσής τους. Οἱ ἅγιοι ποτέ δέν κόμπασαν γιά τά κατορθώματά τους, γιά τά θαύματα πού γίνονταν διαρκῶς μέσω αὐτῶν. Διότι γνώριζαν ὅτι ἦταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἔδινε τή συγκεκριμένη δύναμη. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ὑμνολογία μας σημειώνει: «Μεγάλων ἀξιωθέντες δωρεῶν πανεύφημοι, ἐν ταπεινότητι βίου ἐν τῇ γῇ ἐπολιτεύσασθε».

Τό ἀποτέλεσμα μίας τέτοιας ἁγίας βιοτῆς εἶναι πάντοτε τό ἴδιο: ἡ παρρησία πού ἔχουν οἱ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας. Παρρησία, δύναμη καί θάρρος δηλαδή μπροστά στόν Θεό,  γιά νά πρεσβεύουν ἀδιάκοπα γιά μᾶς, πού χειμαζόμαστε ἀκόμη στό πέλαγος τοῦ βίου αὐτοῦ. Εἶναι ἡ ὑπόσχεση πού ἔχει δώσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅτι ἐκεῖνος πού θά Τόν ἀκολουθεῖ μέ συνέπεια, θά γίνεται ἕνα μ᾽ Αὐτόν καί θά εἰσπράττει τίς  δυνάμεις Του. Οἱ ἅγιοι γίνονται κατά κάποιο τρόπο παντοδύναμοι, λόγω τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» πού λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Κυρίως ὅμως τονίζουν τήν ἀλήθεια αὐτή τά λόγια τοῦ Κυρίου: «᾽Εάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ ἐάν θέλῃτε αἰτήσασθε, καί γενήσεται ὑμῖν».

30 Ιουνίου 2021

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

 

Ἡ ἑορτή τῆς Συνάξεως τῶν δώδεκα ἀποστόλων ἀποτελεῖ ἀντανάκλαση τῆς μεγάλης χθεσινῆς ἑορτῆς τῶν πανευφήμων καί πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, προεκτείνει δηλαδή τήν τιμή πού ἀποδίδει ἡ ᾽Εκκλησία μας στούς μεγάλους αὐτούς ἀποστόλους: κατά τήν ὑμνολογία, στόν μέν Πέτρο τήν τιμή τοῦ  προεξάρχοντος τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στόν δέ Παῦλο τήν τιμή  τοῦ κοπιάσαντος ὑπέρ πάντας ἄλλους στό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου σέ ὅλα τά ἔθνη. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο μέ ὅ,τι διαπιστώνουμε στίς μεγάλες ἑορτές τῆς ᾽Εκκλησίας: μετά ἀπό ἕνα σπουδαῖο γεγονός, τήν ἑπομένη τιμᾶται τό πρωταγωνιστοῦν πρόσωπο. ᾽Αντιστοίχως λοιπόν σήμερα: μετά τήν ἑορτή τῶν πρωτοθρόνων λεγομένων ἀποστόλων ἑορτάζουμε συνολικά ἐκείνους πού εἶχαν τήν ἴδια ἰδιότητα μέ αὐτούς, τήν ἰδιότητα καί τό χάρισμα τοῦ ἀποστόλου.

Ἡ σύναξη τῶν ἀποστόλων, πέραν τοῦ ὅτι δίνει τήν ἀφορμή γιά νά δεῖ κανείς τήν κατά Χριστόν βιοτή καί τό ἔργο καθενός ἀπό αὐτούς, θέτει τόν προβληματισμό τῆς ἀποστολικότητας τῆς ᾽Εκκλησίας, τί σημαίνει δηλαδή ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι ἀποστολική, ὅπως τό ὁμολογοῦμε διαρκῶς στό σύμβολο τῆς πίστεως:  πιστεύουμε ῾εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν ᾽Εκκλησίαν᾽. Ἡ ᾽Εκκλησία μας λοιπόν εἶναι ἀποστολική, διότι θεμελιώνεται ῾ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων᾽. Βασικός θεμέλιος λίθος, βασικό ἀγκωνάρι εἶναι ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός - ὁ Ἱδρυτής καί ἡ Κεφαλή τῆς ᾽Εκκλησίας - ὑπόλοιποι θεμέλιοι λίθοι, κατά τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι οἱ ἀπόστολοί Του. ᾽Εκεῖνοι κλήθηκαν ἀπό τόν Χριστό καί ἔλαβαν τήν ἐντολή νά εἶναι οἱ μάρτυρές Του, ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, νά φανερώνουν δηλαδή τή ζωή Του καί νά συνδέουν μέσω αὐτῶν τούς ἀνθρώπους μέ τόν Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ μέ τόν Θεόν Πατέρα. ῾Ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς,… ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾽ ἡμῶν. Καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ πατρός καί μετά τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽ (Α´᾽Ιωάν. 1, 1-3).

῎Ετσι κανείς δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό ἔξω ἀπό τήν κοινωνία μέ τούς ἀποστόλους, πού σημαίνει δέν μπορεῖ κανείς νά ζεῖ τόν Θεό ἔξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἀποστολική. Κάθε διαφορετική ἐκτός ᾽Εκκλησίας σχέση μέ τόν Θεό - διότι ῾τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ᾽ - συνιστᾶ ἁπλῶς δρόμο, πού ὁδηγεῖ τόν καλοπροαίρετο ἄνθρωπο μέσα στήν ᾽Εκκλησία καί ὄχι κατευθεῖαν στόν Θεό. ῎Ας θυμηθοῦμε ἐν προκειμένω τόν ἅγιο Κορνήλιο: μπορεῖ οἱ προσευχές του νά ἀνέβαιναν ὡς θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅπως σημειώνουν οἱ Πράξεις τῶν ᾽Αποστόλων, ᾽Εκεῖνος ὅμως ἔστειλε τόν ἀπόστολο Πέτρο, προκειμένου νά τόν κατηχήσει καί νά τόν βαπτίσει, ὥστε ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας νά ἔχει ζωντανή καί ἐνεργή σχέση μαζί Του. 

Μέ βάση τά παραπάνω: ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ τελειώνει μέ τόν θάνατο καί τοῦ τελευταίου τῶν ἀποστόλων, συνεπῶς ἡ ἀποκάλυψη δέν συνεχίζεται, ἐνῶ  κοινωνία μέ τούς ἀποστόλους  στό χῶρο τῆς ᾽Εκκλησίας σημαίνει  1) ὑπακοή σέ ὅ,τι ἐκεῖνοι δίδαξαν γιά τόν Χριστό, ὅτι δηλαδή εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός πού ἦρθε πρός σωτηρία τοῦ κόσμου, 2) μίμηση, ὅσον τό δυνατόν σέ ἐμᾶς, τῆς θεοφιλοῦς ζωῆς τους: νά ἀκολουθοῦμε δηλαδή τά δικά τους χνάρια ζωῆς, τά ὁποῖα ῾πατᾶνε᾽ πάνω στά χνάρια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.