08 Αυγούστου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΖΙΚΟΥ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο άγιος αυτός για τις άγιες και τίμιες εικόνες, υπέμεινε πολλά μαρτύρια και πικρές εξορίες από τον θηριώνυμο και ασεβή Λέοντα, και έτσι έλαβε το στεφάνι της ομολογίας και εκοιμήθη εν Κυρίω».

Δύο κυρίως σημεία θίγει η ακολουθία της ημέρας από τη ζωή του αγίου Αιμιλιανού. Πρώτον: τον αγώνα του υπέρ της ορθοδόξου πίστεως, όταν αναφάνηκε η αίρεση της εικονομαχίας, δεύτερον: τον αγώνα του για την πνευματική ζωή, προκειμένου να παραμένει συνδεδεμένος με τον Κύριο Ιησού Χριστό και να νιώθει στην ύπαρξή του τη δύναμη της ζωντανής παρουσίας Του. Και τα δύο αυτά σημεία είναι βεβαίως άρρηκτα ενωμένα μεταξύ τους, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να έχει ορθή και εις βάθος γνώση της χριστιανικής πίστεως, ώστε να διακρίνει, σ’ εποχή μάλιστα που μόλις είχε διατυπωθεί πλήρως αυτή, την πλάνη από την αλήθεια, παρά μόνον εκείνος που αγωνίζεται την οδό του Κυρίου, ως γνήσιος ακόλουθος Εκείνου. Με άλλα λόγια, σε άνθρωπο που δεν ζει ορθά την πνευματική ζωή -  «το ακολουθείν τω Χριστώ» - και η όποια γνώση της πίστεως που μπορεί να έχει, θεωρείται επισφαλής, πολύ γρήγορα μάλιστα θα ξεθωριάσει από τη μνήμη του, ως κάτι το περιττό. Μη ξεχνάμε ότι και ο διάβολος, ο οποίος ήταν πρώτα άγγελος, μετά την πτώση του από τη σχέση που είχε με τον Θεό, λησμόνησε οτιδήποτε τον συνέδεε με Εκείνον, «σβήστηκε» από αυτόν η ένθεη ζωή του και του έμεινε μόνον μία «ψιλή», απογυμνωμένη πίστη, ως κάτι το θεωρητικό.

Ο άγιος Αιμιλιανός λοιπόν υπήρξε υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως, με τον αγώνα του υπέρ των αγίων εικόνων. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός βεβαίως ήταν ο φωτισμένος από τον Θεό Πατέρας και Διδάσκαλος, που έδειξε με μεγάλη δύναμη και ενάργεια ότι η εικονομαχία αποτελεί χριστολογική αίρεση, δηλαδή, στην ουσία της, αρνείται την πραγματικότητα της ενανθρώπησης του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού – διδασκαλία που έγινε αποδεκτή εν Πνεύματι αγίω από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787 μ.Χ.) και διατρανώθηκε επί Θεοδώρας της Αυγούστης με την Κυριακή της Ορθοδοξίας (843 μ.Χ.) – αλλά και ο άγιος Αιμιλιανός, ως επίσκοπος και ποιμένας, με αλάνθαστο κριτήριο, αγωνίστηκε και αυτός για την αλήθεια, για την οποία και υπέστη μαρτύρια και εξορίες, γενόμενος ομολογητής. Κεντρικό σημείο μάλιστα της διδασκαλίας του εν προκειμένω ήταν αυτό που και ο Μέγας Βασίλειος, πολύ πιο παλιά, είχε διακηρύξει: «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», κάτι που το επισημαίνουν και οι ύμνοι της ακολουθίας του, όπως για παράδειγμα το τροπάριο της ζ΄ ωδής του κανόνα του όρθρου: «πάσι γαρ εκήρυξας την των εικόνων προσκύνησιν, σαφώς ειδώς διαβαίνειν, αυτήν προς το πρωτότυπον». Σε όλους κήρυξες την προσκύνηση των εικόνων, γιατί ήξερες με σαφήνεια ότι αυτή διαβαίνει προς το πρωτότυπο.

Είπαμε όμως ότι η ορθόδοξη πίστη του στον Χριστό και στην Εκκλησία ήταν αποτέλεσμα – και προϋπόθεση από την άλλη – της έντονης πνευματικής ζωής που ζούσε. Όλη η άσκησή του ήταν προσανατολισμένη στην εφαρμογή των εντολών του Χριστού, δείγμα της μεγάλης αγάπης του γι’  Αυτόν – «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει» είπε ο Ίδιος – γι’  αυτό και εμπειρικά έμαθε ότι η πνευματική ζωή έχει θετικό και όχι αρνητικό χαρακτήρα. Θέλουμε να πούμε ότι εκείνος – σαν τον άγιο Αιμιλιανό – που με σοβαρότητα θέλει να είναι πιστός, βλέπει ότι η ζωή του κινείται πάνω στον κανόνα του αποστόλου Παύλου «νίκα εν τω αγαθώ το κακόν». Το κακό δηλαδή, η αμαρτία, δεν νικιέται με άλλον τρόπο, παρά μόνον αν ο πιστός προσανατολίσει  τη σκέψη του, τις επιθυμίες του, τα συναισθήματά του στο πρόσωπο του Κυρίου και στην αγάπη που Εκείνος εκπέμπει. Κι αυτό ασφαλώς με τη χάρη του Θεού μέσα στην Εκκλησία. Τότε συμβαίνει αυτό που και οι σύγχρονοι άγιοι Γέροντες, σαν τον Πορφύριο και τον Παΐσιο, έλεγαν και τόνιζαν: το σκοτάδι φεύγει, μόλις κανείς ανάψει το φως. Η αμαρτία δηλαδή, η πλάνη, το κακό, αμέσως υποχωρούν, εκεί που θα εμφανιστεί η αγάπη, η ορθή πίστη, η αρετή του Θεού. Την αλήθεια αυτή, που συνιστά και το μυστικό, θα έλεγε κανείς, της πνευματικής ζωής, τη ζούσε λοιπόν και την κήρυσσε και ο άγιος Αιμιλιανός, όπως μας το λέει με βέβαιο και οριστικό λόγο και ο υμνογράφος: «Τον της αιρέσεως πιών, εις κόρον ο παμπόνηρος, διδακτικώ σου λόγω διήλεγκται. Φωτί γαρ σκότος εξαφανίζεται». Μέχρι κορεσμού ήπιε το ποτήρι της αιρέσεως ο παμπόνηρος (αιρεσιάρχης Λέων) και ελέγχθηκε από τον διδακτικό σου λόγο. Διότι το σκοτάδι εξαφανίζεται με το φως. Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (6)

                          «Ου σιωπήσω του βοάν τρανώτατα τα μεγαλεία τα σα»                             

        (ωδή α΄ Μεγάλου Παρακλ. Κανόνος).

«Η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος» λέει κάπου στα Ασκητικά του ο μέγας Ισαάκ ο Σύρος. Η σιωπή πάντοτε επαινέθηκε, και στους αρχαίους χρόνους με το πασίγνωστο «κρείττον το σιγάν του λαλείν», καλύτερη η σιωπή από την ομιλία, και στα πλαίσια του χριστιανισμού, ιδίως από τους ασκητικούς διδασκάλους, ως η αρετή που φανερώνει, όταν δεν είναι βεβαίως καρπός εγωισμού και πείσματος, τη στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, η οποία τον απορροφά τόσο στη θεία αγάπη, που δεν του αφήνει περιθώριο για κενά και ανούσια λόγια. Η αποτίμηση μάλιστα του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος περί της σιωπής, ως κρυφής πνευματικής ανάβασης και αφανούς προκοπής, είναι, νομίζουμε, κλασική. Παρ’ όλα αυτά. Υπεράνω της σιωπής βρίσκεται ασφαλώς η αγάπη, η οποία ρυθμίζει τελικώς τον άνθρωπο στο αν θα μιλά ή θα σιωπά, διότι του δίνει τον φωτισμό της διάκρισης. «Μίλα δια τον Θεόν, σιώπα δια τον Θεόν» ακούμε από τους αγίους αββάδες στο Γεροντικό (όσιος Ποιμήν). Και δικαιολογημένα: η αγάπη είναι η βασίλισσα των αρετών, ο σκοπός της ύπαρξής τους, διότι πηγάζει από τον Θεό και φανερώνει τη λυτρωτική παρουσία Του.

Κάτω από την οπτική αυτή κατανοούμε και τον υμνογράφο, ο οποίος ομολογεί στο τροπάριο: «Ου σιωπήσω του βοάν τρανώτατα τα μεγαλεία τα σα». Δεν θα σιωπήσω, προκειμένου να φωνάζω πολύ δυνατά, για να φανερώνω τα δικά Σου μεγαλεία, Θεοτόκε. Προφανώς είναι τέτοια η αγάπη του προς την Παναγία από τη χάρη Της, την οποία   δέχτηκε κι αυτός και οι άλλοι πιστοί που γνωρίζει, είναι τέτοια τα χαρμόσυνα συναισθήματα που τον έχουν κατακλύσει, από αυτήν την ενέργεια της αγάπης της – προέκταση βεβαίως της αγάπης του Χριστού – ώστε νιώθει ότι δεν μπορεί να τα αποσιωπήσει ή να τα καταπιέσει. Όπως συμβαίνει πάντοτε που, όταν νιώθουμε μία πολύ μεγάλη χαρά από ένα εξαιρετικό γεγονός, θέλουμε να το διαλαλήσουμε και να το μοιραστούμε με άλλους – «μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά» λέει ο λαός μας – έτσι και με τον ποιητή: διαλαλεί τη χαρά του μπροστά στο μέγεθος της χάρης της Παναγίας, μπροστά στην αγάπη της, μπροστά στις ευεργεσίες τις οποίες απηύλασε. Γι’  αυτό «δοξάζει, υμνολογεί και μεγαλύνει» την προς αυτόν και όλο τον κόσμο συμπάθεια της Παναγίας.

Να διαλαλούμε την αγάπη του Θεού, της Παναγίας, των αγίων απέναντί μας. Αλλά κι εδώ θέλει προσοχή και διάκριση. Αυτό το «διαλάλημα» και η κραυγή μας ίσως πρέπει πρωτίστως να είναι έκφραση της αγιασμένης ζωής μας και λιγότερο των λόγων μας. Όταν πράγματι αγαπάμε την Παναγία μας κι έχουμε δεχτεί τις ευεργεσίες της, τούτο φαίνεται από την ίδια την ύπαρξή μας, κατά το «καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει», γεγονός που σημαίνει ότι και σιωπώντας κραυγάζουμε  και μαρτυρούμε την αγάπη αυτή. Τότε βεβαίως και ο όποιος λόγος μας όχι μόνο παίρνει τη μορφή της δοξολογίας και του ύμνου, αλλά γίνεται και εξαιρετικά πειστικός.

07 Αυγούστου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. 9, 34)

Δύο θαύματα του Κυρίου προβάλλει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: το θαύμα της θεραπείας δύο τυφλών και το θαύμα της θεραπείας ενός δαιμονισμένου. Τα θαύματα συνιστούν μία πρόκληση, είτε θετική είτε αρνητική, για όλες τις εποχές -  κάτι που το διαπιστώνουμε και  στο ανάγνωσμα - αλλά και στη σημερινή εποχή, ακόμη και σε θεωρούμενους χριστιανούς, γι’  αυτό και μία προσέγγισή τους ίσως βοηθήσει λίγο περισσότερο στην κατανόησή τους. Η αρνητική αντίδραση μάλιστα των Φαρισαίων «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» μας δίνει την ιδιαίτερη αφορμή.

1. Καταρχάς είναι αδιαμφισβήτητη η πραγματικότητα των θαυμάτων του Χριστού, δεδομένου ότι πλην ορισμένων περιπτώσεων  τα πραγματοποιούσε ενώπιον πλήθους ανθρώπων, μέσα στο οποίο βρίσκονταν και πολλοί ενάντιοι και εχθροί του, σαν τους Φαρισαίους του σημερινού αναγνώσματος. Ήταν μάλιστα τόσο ολοφάνερα τα θαύματα αυτά, ώστε κανείς δεν μπορούσε να τα αμφισβητήσει, ούτε κι αυτοί οι Φαρισαίοι, οι οποίοι όμως φρόντιζαν να τα ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο. Πράγματι, τα θαύματα του Χριστού ήταν μέσα στην καθημερινότητα της επί γης παρουσίας Του. Όπως το σημειώνει και το ευαγγέλιο: «εκήρυσσε το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού και εθεράπευε πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ». Κήρυγμα και θαύματα πάνε πάντα μαζί, όταν μιλάμε για τον Κύριο. Γι’  αυτό και το θαύμα θεωρείται στην πραγματικότητα προέκταση και επιβεβαίωση του κηρύγματός Του, κάτι ανάλογο ίσως  με τη σφραγίδα ενός εγγράφου, που βεβαιώνει τη γνησιότητά του.

2. Ενώ λοιπόν το θαύμα κατανοείται ως «παράθυρο που φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού», όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί, όμως απαρχής αντιμετωπίστηκε μ’  ένα διπλό τρόπο, κάτι που μας το δείχνει και το υπ’ όψιν ευαγγελικό ανάγνωσμα: ο μεν απλός λαός «εθαύμασε» για το θαύμα του Χριστού, θεωρώντας μοναδική την παρουσία Του, οι δε Φαρισαίοι αντέδρασαν δίνοντας τη γεμάτη άρνηση και απιστία ερμηνεία τους: «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια». Τι σημαίνουν αυτά;

(1) Ο λαός θαυμάζει, γιατί με την απλότητά του πιστεύει ότι το θαύμα φανερώνει ακριβώς την παρουσία του Θεού - ό,τι μόλις παραπάνω επισημάναμε. Κι η στάση του απλού πιστού λαού είναι συνήθως η δοξολογία του ονόματος του Θεού. Αυτό συνιστά και το κριτήριο διάκρισης των αληθινών από τα ψεύτικα θαύματα, τα οποία βεβαίως υφίστανται, αλλά ως προερχόμενα από τις δαιμονικές δυνάμεις: το εκ Θεού θαύμα, το αληθινό, κινητοποιεί τον καλοπροαίρετο άνθρωπο στην αναφορά του προς τον Θεό, το εκ δαιμόνων «θαύμα», το ψεύτικο, πέραν του ότι έχει προσωρινό χαρακτήρα, δημιουργεί φόβο στον άνθρωπο και αποσκοπεί στην υποδούλωση του στον πονηρό. Το ένα φέρνει το «οξυγόνο» της ελευθερίας του Πνεύματος του Θεού, το άλλο φέρνει το «πνίξιμο» της δαιμονικής παρουσίας.

(2)  Οι Φαρισαίοι αντιδρούν και αμφισβητούν, μη αποδεχόμενοι την ενέργεια  του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αποκαλύπτονται λοιπόν τυφλοί πνευματικά, όπως άλλωστε πολλές φορές ο Κύριος τους είχε χαρακτηρίσει έτσι. Διότι η αδυναμία επισημάνσεως της χάριτος του Θεού στην παρουσία και την ενέργεια του Κυρίου, αδυναμία δηλαδή να δουν το φως του Θεού, σημαίνει τη σκοτεινιά της ψυχής τους, την οποία βεβαίως δημιουργούν οι πονηρές δυνάμεις. Ο διάβολος είναι αυτός που κρατάει κλειστά τα «μάτια» των ανθρώπων, λόγω των ενεργουμένων παθών τους, της υπερηφάνειας και του μίσους. Η κατάσταση αυτή συνιστά αυτό που ο Κύριος έχει χαρακτηρίσει  ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Ποιος άλλος βλασφημεί το Πνεύμα του Θεού, ει μη ο αρνούμενος να αποδεχτεί την ενέργειά Του, συνεπώς ο αμετανόητος; Κι ο Κύριος είπε τα σκληρότερα και φοβερότερα λόγια για την κατάσταση αυτή: δεν πρόκειται ποτέ να λάβει κανείς τη συγχώρηση του Θεού, ούτε στον κόσμο τούτο ούτε στην αιωνιότητα.

3. Το θαύμα λοιπόν απαιτεί την πίστη του ανθρώπου, όταν αυτός έχει καλή προαίρεση και η πονηρία δεν έχει διαβρώσει την ψυχή του. Η πίστη που απαιτείται για την αποδοχή του λόγου του Θεού, η ίδια απαιτείται και για την «όραση» του θαύματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος, όπως φαίνεται και στη θεραπεία των δύο σήμερα τυφλών, ζητά πάντοτε την πίστη των ανθρώπων, ως εμπιστοσύνη στο πρόσωπό Του, προκειμένου να τους παράσχει τη θεραπευτική χάρη Του. Και μάλιστα ο Κύριος προχωράει και πιο πέρα: «κατά την πίστιν υμών, λέει, γενηθήτω υμίν». Θα βλέπετε δηλαδή ενεργούμενη τη δύναμή μου, κατά την αναλογία της πίστης σας. Μεγάλη πίστη, μεγάλο θαύμα και μεγάλη θεϊκή παρουσία. Μικρή πίστη, λειψό και το αποτέλεσμα. Εν προκειμένω, πρόσωπα καθοδηγητικά για τη μεγάλη πίστη και τα σημάδια της, γίνονται ο ρωμαίος εκατόνταρχος που ζητούσε τη θεραπεία του δούλου του, η Χαναναία γυναίκα που ζητούσε τη θεραπεία της κόρης της.

4. Κι είναι βεβαίως γνωστό σε όλους ότι η πίστη αυτή, που φέρνει τη δραστική παρουσία της χάριτος του Θεού και κινητοποιεί και βουνά, υπάρχει και αυξάνει, στο βαθμό που ο άνθρωπος μπαίνει στην τροχιά της αγάπης, του κεντρικού θελήματος του Θεού γι’ αυτόν. Όσο κανείς αγαπά και αγωνίζεται να εξαλείφει από την καρδιά του οποιαδήποτε πίκρα και κακία κατά των συνανθρώπων του, ακόμη και των εχθρών του, τόσο θα βλέπει να φουντώνει και η πίστη του, συνεπώς το θαύμα θα γίνεται ένα με την ύπαρξή του.

Πράγματι, στη ζωή όλων των αγίων μας, λόγω ακριβώς της μεγάλης τους πίστης ενεργουμένης ως αγάπης, το θαύμα ήταν στοιχείο της φυσικής τους ζωής, της καθημερινότητάς τους. Αντιστοίχως βεβαίως τούτο μπορεί να συμβεί και σε εμάς, αν αγωνιζόμαστε να βρισκόμαστε στον δρόμο αυτόν της αληθινής πίστης.

Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ... «ΤΖΙΝΙ» ΣΟΥ!

«Να μη λές ότι αν και προσευχήθηκες πολύ καιρό, δεν κατόρθωσες τίποτε, διότι ήδη κάτι σπουδαίο κατόρθωσες. Τι, αλήθεια, υπάρχει ανώτερο από την προσκόλληση στον Κύριο και από τη συνεχή παραμονή σ’ αυτήν την ένωση;» (Αγ. Ιωάννου Κλίμακος, λόγ. κη΄ 33).

Αν ως κατόρθωμα της προσευχής θεωρείς την άμεση ικανοποίηση κάποιων επιγείων αιτημάτων σου - την απαλλαγή σου ίσως από κάποια δοκιμασία ή κάποιο πόνο, την επίτευξη από την άλλη κάποιων θεωρουμένων προοπτικών σου, όπως την απόκτηση μιας θέσης για παράδειγμα - ή την απόκτηση κάποιων πνευματικών χαρισμάτων που θα σε κάνουν να νιώσεις ότι έχεις ανεβεί στην κλίμακα των αρετών, τότε μάλλον βρίσκεται σε κατάσταση… πλάνης. Γιατί τα παραπάνω, εφόσον τα ζητείς από τον Κύριο, αποτελούν δώρα Του, τα οποία τα δίνει όταν κρίνει ότι είναι ο κατάλληλος για σένα καιρός. Δηλαδή όταν είναι για το πνευματικό συμφέρον σου. Αν δεν τα λαμβάνεις, σημαίνει ότι πρέπει να κάνεις υπακοή στον Κύριο, με την πίστη ότι Εκείνος γνωρίζει καλύτερα από σένα τα πράγματα και το αληθινό συμφέρον σου. Διαφορετικά, αν απογοητεύεσαι και μελαγχολείς, αποκαλύπτεις την ψυχική γύμνια σου, που δεν είναι άλλο από το έλλειμμα της πίστης σου σ’ Εκείνον – πιστεύεις ότι είσαι… ανώτερος από τον Θεό, ο Οποίος για σένα είναι το «τζίνι» σου!

 Και πέραν τούτου. Αποκαλύπτεις ότι τελικώς η μόνη αγάπη σου είναι ο εαυτός σου και όχι ο Κύριος, αφού εκείνο που σε ενδιαφέρει είναι τα δώρα του Κυρίου και όχι ο ίδιος ο Κύριος - η ενατένιση του αγίου προσώπου Του και η προσκόλλησή σου σε Αυτό! Οπότε η προσευχή σου και το τι περιμένεις από αυτήν γίνεται πράγματι ο… καθρέπτης σου: σου φανερώνει τα μέτρα σου και το αληθινό περιεχόμενο της καρδιάς σου.

Ο όσιος σου επισημαίνει: ο ίδιος ο Θεός είναι το διαρκώς ζητούμενο στη χριστιανική ζωή. Αυτή είναι η φυσιολογία του αληθινού ανθρώπου, κατά την πρώτη και μεγάλη μάλιστα εντολή Του ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Οπότε σπουδαιότερο κατόρθωμα από το να προσκολλάσαι σ’ Αυτόν και να παραμένεις συνεχώς ενωμένος μαζί Του κατά την προσευχή σου δεν υπάρχει! Γιατί ακριβώς είσαι με Εκείνον που είναι το άπαν της ζωής σου. Αν ένας ερωτευμένος άνδρας θεωρεί ότι το μόνο που του αρκεί είναι να είναι μαζί με την αγαπημένη του, (όπως και το αντίστροφο), ποιο άλλο παράδειγμα μπορεί να φωτίσει περισσότερο τον λόγο του οσίου; Λοιπόν, απολάμβανε τη συντροφιά του Θεού κατά την προσευχή σου και μην… ξεπέφτεις στην εκζήτηση μόνο των δώρων Του! Και τον Θεό «υποβιβάζεις» με τον τρόπο αυτόν, κι εσύ… εξευτελίζεσαι!  

ΜΗ ΞΕΧΝΑΜΕ: Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ!

Οἱ διακοπές, μέσα στό πλαίσιο τοῦ δυνατοῦ πιά πού ζοῦμε σήμερα οἱ ἄνθρωποι μέ τά τόσα προβλήματα, κατανοοῦνται δικαιολογημένα ὡς εὐκαιρία χαλάρωσης σωματικῆς καί ψυχικῆς, ἀλλά δέν πρέπει νά γίνεται τό ἴδιο καί ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς. Καί τοῦτο γιατί ἡ πνευματική χαλάρωση συνιστᾶ στήν πραγματικότητα ὀπισθοχώρηση καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου, κατά τό «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι» τοῦ Κυρίου (Ματθ. 12, 30), ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος – καί μιλᾶμε πάντοτε γιά τόν πιστό καί «ὑποψιασμένο» πιστό Χριστιανό – καλεῖται νά σχετίζεται μέ τόν Θεό ἀδιάκοπα καί νά βρίσκεται διαρκῶς στήν ὁδό τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. Τυχόν παραθεώρηση τῆς πίστεως στόν Θεό καί τῆς ὑπακοῆς στούς λόγους Του ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ πνευματική ἀδυναμία, πού τόν κάνει νά χάνει τήν ἀνθρωπιά του, νά αὐξάνει τόν ἐγωισμό του καί συνεπῶς νά μένει ἔκθετος στίς ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν δυνάμεων, οἱ ὁποῖες καραδοκοῦν πότε ὁ ἄνθρωπος θά λησμονήσει τόν Θεό γιά νά γίνει εὔκολη λεία στίς ἴδιες.

Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε αὐτό πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ὁ Θεός δέν πρόκειται νά μᾶς κρίνει γιατί χαλαρώσαμε τή σχέση μας μαζί Του, ἀλλά γιατί χαλαρώνοντας τή σχέση μας αὐτή γινήκαμε ἕρμαια στά χέρια τοῦ διαβόλου. Ὅπως τό λέει καί ἕνα σύγχρονο στιχούργημα, ἀποδίδοντας τήν ἴδια ἀλήθεια: «Δέν θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός γιά προσευχές π’ ἀφήσαμε, μά πού αὐτές ἀφήνοντας στό πονηρό γλιστρήσαμε. Γιατί ‘ναι νόμος μυστικός ὁ νοῦς πού ’ναι ἀλήτης, ἄν δέν δεθεῖ μέ τόν Θεό νά ’ναι δαιμόνων θύτης». Ἡ ἐπιμονή στή σχέση μέ τόν Θεό, ἡ χωρίς διακοπές μνήμη τοῦ ὀνόματός Του, ἡ προτεραιότητα τοῦ λόγου Του στή ζωή μας γίνονται γιά νά εἴμαστε ἐμεῖς θωρακισμένοι καί δυνατοί, ὥστε νά ζοῦμε τή ζωή μας μέ φυσιολογικό τρόπο, δηλαδή τόν τρόπο πού μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ πλάσματά Του. Τά παραπάνω βεβαίως  καθίστανται αὐτονόητα μέ τήν ἁπλή ἐπισήμανση ὅτι ὁ διάβολος καί τά ὄργανά του οὐδέποτε πηγαίνουν διακοπές, οὐδέποτε χαλαρώνουν τόν ἐναντίον μας πόλεμο, σύμφωνα καί μέ τήν εἰκόνα πού μᾶς δίνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος: «ὁ διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5, 8).

06 Αυγούστου 2021

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (5)

«Ικετεύω, Παρθένε,…της αθυμίας την ζάλην, διασκεδάσαι μου…» 

(ωδή γ΄ Μικρού Παρακλ. Κανόνος)

Προχωρώντας προς την αποκορύφωση των θεομητορικών εορτών, την Κοίμηση της Θεοτόκου, επιμένουμε οι πιστοί να απευθυνόμαστε παρακλητικά στην Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας. Διότι, όπως λέει και ο ποιητής, «δεν έχουν τέλος τα πάθια του κόσμου». Κι αυτά τα «πάθια» μας καταθέτουμε σε Εκείνην, που αφενός τα πέρασε και ξέρει τι σημαίνουν, και αφετέρου μπορεί να μας ενισχύσει και να μας παρηγορήσει. Στο προκείμενο τροπάριο ο υμνογράφος επισημαίνει κάτι πολύ σημαντικό που συχνά, ενώ το βιώνουμε ως κάτι το αρνητικό, δεν το κατανοούμε, αγνοώντας επομένως την αιτία του και τη δυνατότητα υπέρβασής του: την αθυμία. Η αθυμία είναι εκείνη η αρνητική πνευματική κατάσταση, η οποία δημιουργεί μία έλλειψη διάθεσης για οτιδήποτε πνευματικό, μία «ακεφιά» που λέμε, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο που τον διακατέχει να μη θέλει να προσευχηθεί, να μη θέλει τον εκκλησιασμό, να μη θέλει να μελετήσει τον λόγο του Θεού, να «σέρνεται» κυριολεκτικά σε ό,τι συνιστά βίωση της πνευματικής ζωής. Και δεν είναι τυχαίο που ο ποιητής την κατάσταση αυτή την περιγράφει ως κατάσταση ζάλης: ο άνθρωπος παραπατάει, βρίσκεται σε μία σύγχυση, αδυνατεί να δει καθαρά τον εαυτό του και τον γύρω του κόσμο.

Ποια η αιτία για τη δυσάρεστη πνευματική αυτή κατάσταση; Και οι άγιοί μας, αλλά και η ίδια η εμπειρία μας το επισημαίνουν: η χαλάρωση στην πνευματική μας ζωή, δηλαδή η εμπλοκή μας στα πράγματα του κόσμου τούτου, που μας κάνουν να χάνουμε την προτεραιότητα της ζωής: τη βασιλεία του Θεού, κατά τον λόγο του Κυρίου: «ζητείτε πρώτον την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού…». Κι είναι μία πραγματικότητα που πρέπει να την έχουμε πάντοτε κατά νου: όταν χάνω τη στενή σχέση με τον Χριστό, όταν δηλαδή τα λόγια Του δεν αποτελούν τον βασικό άξονα της ζωής μου, θα πρέπει να γνωρίζω ότι θα έρθει το αποτέλεσμα: η ακηδία, η αθυμία, η θλίψη και η στενοχώρια. «Θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Διότι βεβαίως η ανατροπή των προτεραιοτήτων, δηλαδή να θέτω ως πρώτα αυτά που πρέπει να είναι δεύτερα: τα πράγματα και οι επιδιώξεις αυτού του κόσμου, πιστοποιούν την αμαρτία μου και δεν είναι χωρίς πληρωμή. Ό,τι επιλέγω στη ζωή μου, το αντίστοιχο και θα εισπράξω. Κι ίσως αυτό θα πρέπει να επισημαίνουμε και στους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε και πιθανόν η ζωή τους να μην είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού: όχι να τους ελέγχουμε αυστηρά, όχι να δυσανασχετούμε και να οργιζόμαστε, αλλά με ταπεινό και ησύχιο τρόπο, και βεβαίως πάντοτε με αγάπη και σεβασμό, να τους λέμε: Πρόσεξε, αδελφέ, μην οδηγηθείς σε αθυμία. Σαν τον όσιο Ποιμένα που λέει το Γεροντικό, που όταν είδε κάποιο αδελφό να αμαρτάνει, ενώ είχε την εξουσία να τον ελέγξει, εκείνος το μόνο που του είπε, ήταν ακριβώς αυτό. Κι αυτό συνέτισε τον αδελφό.

Η υπέρβαση της αθυμίας λοιπόν είναι μονόδρομος: η τήρηση του θελήματος του Θεού, η προσπάθεια να βάζουμε τον εαυτό μας στις άγιες εντολές του Κυρίου, κατεξοχήν δε στην εντολή της αγάπης. Δεν υπάρχει άνθρωπος που προσπάθησε να ζήσει την αγάπη και να μην ένιωσε αυτό που την ακολουθεί: τη χαρά και την ευτυχία. Όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος, όταν καταγράφει τον καρπό της παρουσίας του αγίου Πνεύματος στη ζωή του ανθρώπου: «Ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη…». Από την άποψη αυτή, όταν στρέφομαι στην Παναγία μας για να της ζητήσω να μου διασκορπίσει τη ζάλη της αθυμίας, στην πραγματικότητα της ζητώ τη δύναμη να μπορώ να συγχωρώ τον συνάνθρωπό μου, να μπορώ να τον αγαπώ με όλη την ένταση της καρδιάς μου.

05 Αυγούστου 2021

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Στη Μεταμόρφωση συμπυκνώνεται η θεολογία της Εκκλησίας, την οποία εξέφρασε ιδιαιτέρως τον 14ο αι. ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν προκλήθηκε  από αιρετικούς που την διέστρεφαν. Μερικές όψεις του θαυμαστού γεγονότος βοηθούν στην εμβάθυνση της θεολογίας αυτής.

1. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των μαθητών: ο Χριστός, ων Θεός και άνθρωπος, με ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ. Παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν είχε, αλλά αυτό που ήταν, το αποκαλύπτει «κατά μέρος» για να το δουν και να το νιώσουν οι τρεις μαθητές που Τον συνόδευαν. Κι αυτό ήταν η θεϊκή Του δόξα – «μετασκευάστηκαν» οι οφθαλμοί τους εν Πνεύματι να δουν το «άκτιστον φως» Του.

2. Είδαν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «ως εχώρουν οι μαθηταί Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια (αλλιώς χάρη, δόξα, φως) του Θεού, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί συνέβη αυτό; Διότι μετά ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο -  η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Κατά  το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα».

4. Στη μετοχή της λαμπρής θέας του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική τη δική τους. Ό,τι δόξα είδαν δηλαδή στον Χριστό, την ίδια θα ζήσει και ο πιστός άνθρωπος. Γιατί Εκείνος ήλθε να κάνει τον άνθρωπο ένα μαζί Του. Το μυστήριο του βαπτίσματος, όπως και τα άλλα μυστήρια, σ’  αυτό στοχεύουν: η ζωή Του να γίνει και δική μας ζωή. «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται». Αυτό τόνισαν οι Πατέρες των (Οικουμενικού χαρακτήρα) Συνόδων του 14ου αι., αποδεχόμενοι τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά: το φως της Μεταμορφώσεως γίνεται όριο για τους πιστούς στον κόσμο αυτόν («θέωση»), με προοπτική άπειρη μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος».

5. Έτσι ανακαινίζεται και η φύση. Πώς; Τα ενδύματα του Χριστού   έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής της φύσεως στη δόξα του Θεού. Διότι η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά αναβαθμίζεται και αυτή βρίσκοντας τη θέση της: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. «Η προσμονή της φύσεως   είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη» (απόστολος Παύλος). Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σε όσους θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της ύλης.

6. Τι σημαίνει όμως η παρουσία του Μωυσή και του Ηλία από την Παλαιά Διαθήκη στη Μεταμόρφωση;  Πρώτον, ότι ο Χριστός είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου (ο Μωυσής πέθανε, ο Ηλίας αναλήφθηκε). Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του στη γη, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως έδειξε η Ανάσταση του Κυρίου, θα αναστηθεί για να ενωθεί και πάλι με την ψυχή. Ο θάνατος λοιπόν έγινε μία απλή δίοδος, που οδηγεί στην αγκαλιά του Χριστού, πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Και προεικόνιση αυτού είναι η παρουσία των Πατριαρχών στο Θαβώρ. Κι ακόμη∙ ο Κύριος φανερώνεται ως κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης: του Νόμου (Μωυσή) και των προφητών (Ηλία), συνεπώς και η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα.

Η Μεταμόρφωση συγκεφαλαιώνει την πνευματική ζωή της Εκκλησίας.  Η γεύση της απαιτεί την ετοιμότητα του ανθρώπου να αποδεχτεί τον πλούτο αυτό. Ένας ύμνος της εορτής μάς καθοδηγεί: «Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την. Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας».