18 Αυγούστου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΡΩ

«Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 μ.Χ. και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.
Το έτος 1815 μ.Χ. ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 μ.Χ. Πρεσβύτερος.
Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μ.Χ. μέχρι το 1840 μ.Χ.

Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.
Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία.
Όταν το 1861 μ.Χ., κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877 μ.Χ. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 μ.Χ. και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου» (Από το ιστολόγιο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Ο όσιος των νεώτερων χρόνων Αρσένιος ο εν Πάρω, άλλος βεβαίως από τον Μέγα Αρσένιο των παλαιών χρόνων και από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον ανάδοχο του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου, αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση πιστού ανθρώπου που στην εποχή του ζωντάνεψε με μοναδικό τρόπο την οσιακή ζωή των παλαιών μεγάλων αγίων, σε βαθμό που βλέποντάς τον οι σύγχρονοί του ή διαβάζοντας τη ζωή του όλοι οι μετέπειτα μέχρι σήμερα να θεωρούν ότι βλέπουν έναν άγγελο επί της γης. Κι αυτό σημαίνει ασφαλώς ότι και με τον όσιο Αρσένιο τον Παριανό επιβεβαιώνεται η κεντρική αλήθεια της πίστεώς μας ότι το Πνεύμα του Θεού πνέει σε κάθε εποχή αρκεί να βρει ανθρώπους με καλή διάθεση και με βούληση να ζήσουν τις εντολές του Θεού.

Στο πρόσωπο του αγίου Αρσενίου με άλλα λόγια ψηλαφάμε την παρουσία του ίδιου του Κυρίου, μία δική Του προέκταση όπως το απεκάλυψε απαρχής: «Εγώ είμαι το αμπέλι κι εσείς είστε τα κλήματα». Ήδη το απολυτίκιό του, και όχι μόνο, επισημαίνει την αλήθεια αυτή: «Ζήλεψες ένθεα την άσκηση των οσίων με την ενάρετή σου ζωή κατά τους έσχατους καιρούς, όσιε Αρσένιε. Διότι αφού ασκήθηκες στη νήσο Πάρο ίδια με τους αγγέλους, έλαβες από τον Θεό τη χάρη των θαυμάτων, παρέχοντας σ’ αυτούς που σε τιμούν χάρη και έλεος». «Την αρετή των παλαιών οσίων πατέρων φανέρωσες σαν ζωγραφιά στον εαυτό σου και ακολούθησες τα ίχνη τους, θεόφρον Αρσένιε» (στιχ. μ. εσπ.).

Τι σημαίνει πιο συγκεκριμένα ότι στη ζωή του βλέπουμε τη ζωή των οσίων Αντωνίου του Μεγάλου, Σάββα του ηγιασμένου, Αρσενίου του μεγάλου, οσίου Ποιμένος και των λοιπών μεγάλων αγίων; Τίποτε λιγότερο από ό,τι επισημαίνουμε και σε αυτούς: την πληγωμένη καρδιά τους από την αγάπη και τον έρωτα του Χριστού. Γιατί τι καθιστά έναν άνθρωπο άγιο του Θεού; Η ολοκάρδια στροφή της ύπαρξής του στον Χριστό, η εν αγάπη «κόλληση» της καρδιάς του σ’ Εκείνον μόνον! Αυτό δεν είναι και το ζητούμενο από τον ίδιο τον Κύριο για το αν είναι πράγματι οι πιστοί ακόλουθοί Του ή όχι; «Μείνετε ενωμένοι με Εμένα», προτρέπει. «Αν τηρήσετε τις εντολές μου θα δείξετε την αγάπη σας σ’ εμένα και τον Πατέρα μου και εγώ θα σας φανερωθώ». Απαρχής ο άγιος υμνογράφος σπεύδει να διευκρινίσει τον πυρήνα αυτόν της πίστεως: «Πληγώθηκες, όσιε Αρσένιε, από τον πόθο του Χριστού... κι Αυτόν έφερες στην καρδιά σου μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα» (στιχ. εσπ.). Γι’ αυτό και ο ποιητής βλέπει τον όσιο μίμημα του Χριστού και όλων των Αποστόλων, κατεξοχήν μάλιστα μίμημα του αποστόλου Παύλου που περιέφερε στο σώμα και την ψυχή του τη νέκρωση του Χριστού ως νέκρωση απέναντι στην αμαρτία, συνεπώς ζώντας την ανάστασή Του. «Αφού ντύθηκες, Αρσένιε, τη ζωοπάροχη νέκρωση Χριστού του Θεού μας και Τον μιμήθηκες ως γνήσιος μύστης και μαθητής Του, νέκρωσες ολόκληρο τον εαυτό σου, κι αφού πέθανες ως προς τον (αμαρτωλό) κόσμο βρήκες πράγματι την αγνή και καθαρή εν Χριστώ ζωή» (λιτή).

Μία τέτοια ζωή βεβαίως οδηγεί σε μεγάλη παρρησία ενώπιον του Θεού μας, που σημαίνει ότι ο όσιος διαρκώς πια πρεσβεύει υπέρ ημών που εξακολουθούμε να χειμαζόμαστε στον κόσμο αυτόν. Κι επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος δεν παραλείπει να μας το υπενθυμίζει: «Λύτρωσε, άγιε, όλους αυτούς που πανηγυρίζουμε τη θεία μνήμη σου από τις πολύπλοκες θλίψεις και τις συμφορές» (αίνοι).

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΩΣ ΑΡΧΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΠΟΥΣΙΑΣ...

Η μαρτυρία του γνωστού ανά τον κόσμο καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Επισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ για το πώς από προτεστάντης έγινε ορθόδοξος χριστιανός είναι συγκλονιστική και πολύ διδακτική. «Ήμουν 17 χρονών – είπε ο επίσκοπος καθηγητής -  και ετοιμαζόμουν για το Πανεπιστήμιο. Ήμουν σε ένα σχολείο στο Λονδίνο. Ένα Σάββατο βράδυ πήγα περίπατο και είδα έναν ναό που δεν είχα ξαναδεί ως τότε. Από περιέργεια ή μάλλον από Θεία Πρόνοια αποφάσισα να μπώ μέσα. Ήταν ο Ρώσικος Ορθόδοξος ναός του Λονδίνου. Στην αρχή όταν μπήκα μέσα στο ναό, ήταν σκοτεινός. Δεν είδα εύκολα τι είχε μέσα. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν μια απουσία. Είχα την εντύπωση ότι κανείς και τίποτα δεν είναι εδώ, ότι ο ναός είναι κενός, δηλαδή δεν είχε στασίδια, καρέκλες, μόνο το πάτωμα. Αργότερα κατάλαβα ότι υπάρχουν μέσα στο ναό εικόνες, λαμπάδες αναμμένες, λίγος αριθμός ανθρώπων και κάπου, που δεν μπορούσα να δω υπήρχε μια μικρή χορωδία που έψαλλε. Έτσι ήρθα στην ώρα κατά την οποία οι Ρώσοι κάθε Σάββατο βράδυ έχουν μια μικρή αγρυπνία. Και η πρώτη μου εντύπωση μιας απουσίας – ότι δεν είναι τίποτε εδώ – άλλαξε ολοκληρωτικά. Απέκτησα μια άλλη εντύπωση, όχι απουσίας, αλλά παρουσίας. Κατάλαβα ότι εμείς οι ολίγοι άνθρωποι, παρόντες σε αυτήν την ακολουθία, συμμετέχουμε σε μια πράξη πάρα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν την ακολουθία που γίνεται σε μια γωνιά του Λονδίνου. Κατάλαβα ότι συμμετέχουμε σε μια λειτουργική σύναξη που έχει πολλούς αοράτους προσκυνητάς. Πολλούς παρόντες που προσεύχονται μαζί μας, παρότι δεν τους βλέπουμε. Είχα την αίσθηση ότι πραγματικά η Εκκλησία είναι ουρανός επί γης».

Τα λόγια του επισκόπου καθηγητή αποτελούν πρό(σ)κληση για σπουδή στην Ορθοδοξία – πολλά σημεία του αποκαλύπτουν τις διαστάσεις της ορθόδοξης πίστης και του ορθόδοξου βιώματος. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο π. Κάλλιστος αποτελεί έναν από τους πιο σπουδαίους και διαπρύσιους κήρυκες της ορθοδοξίας στον Δυτικό κόσμο, κάτι που μπορεί και κάθε έλληνας να το επιβεβαιώσει μέσα από τα βιβλία του, τα περισσότερα μεταφρασμένα και στην ελληνική. «Ορθόδοξος δρόμος», «Η εντός ημών Βασιλεία», «Η δύναμη του ονόματος του Χριστού» κ.ά.π. είναι ενδεικτικά ορισμένα μόνον από αυτά.

Από τα πολλά σημεία-προκλήσεις της παραπάνω μαρτυρίας του μένουμε για λίγο στην αρχική του αίσθηση: ωθούμενος από την Πρόνοια του Θεού, όπως μετέπειτα κατενόησε, εισέρχεται σε ορθόδοξο (ρωσικό) ναό και νιώθει ότι βρίσκεται σε κάτι «άδειο». Κενό και απουσία! Για να συνειδοποιήσει λίγο αργότερα ότι τα πράγματα ανατρέπονται άρδην! Όλα είναι γεμάτα και πλημμυρισμένα από μία Παρουσία που δεν λειτουργεί όμως κατά τον κοσμικό τρόπο: θορυβωδώς και προκλητικά. Η Παρουσία αυτή, του Θεού παρουσία όπως ένιωσε η (διψασμένη για νόημα) καρδιά του, λειτουργεί μυστικά και αθόρυβα, στον τόπο της «σιωπής» που συνηθίζει να ζει η αλήθεια. Μας θυμίζει η μαρτυρία του π. Καλλίστου αυτό που κατενόησε ο προφήτης Ηλίας, όταν ο Θεός τού μήνυσε ότι θα του αποκαλυφθεί. Κι η αποκάλυψή Του δεν ήλθε με τον θορυβώδη τρόπο του ισχυρού ανέμου ή του μεγάλου σεισμού ή της καταστροφικής φωτιάς, αλλά με τον ήπιο και απαλό τρόπο της δροσερής αύρας.

Κι είναι η αλήθεια που επίσης φανέρωσε ο ίδιος ο Κύριος με όλη τη ζωή Του και με τη διδασκαλία Του. Πώς εισέρχεται στον κόσμο ο Κύριος; Ως απλό βρέφος μέσα από μία απλή και άγνωστη μικρή κοπέλα στον πιο άσημο τόπο του τότε κόσμου! Και μάλιστα μέσα σ’  ένα σπήλαιο! Όπως και η διδασκαλία Του τι λέει; «Η Βασιλεία του Θεού ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως. Ουκ έστιν ώδε ή ώδε. Ιδού, η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν». Και μοιάζει η Βασιλεία του Θεού με το σπαρμένο έδαφος στο οποίο η γη «αυτομάτη καρποφορεί» - εσωτερικά γίνεται η διεργασία χωρίς να την κατανοεί κανείς εξωτερικά.

Λοιπόν, ο Θεός μάς θέλγει και μας ελκύει εσωτερικά – στρέφεται η καρδιά μας εκεί που είναι ο Ίδιος, χωρίς να υπάρχει λογικός έλεγχος επ’  αυτού – αρχίζουμε να νιώθουμε τη μυστική παρουσία Του κι όταν επιμείνουμε σ’ αυτό που ο γλυκασμός της καρδιάς μας δείχνει, εκεί αρχίζουμε να βλέπουμε, να ακούμε, να γευόμαστε, να οσφραινόμαστε, να ψηλαφάμε! «Κανείς δεν μπορεί να έλθει κοντά Μου, αν μη ο Πατέρας μου που με έστειλε δεν τον ελκύσει».

Και το εξόχως αξιοσημείωτο: η όλη αυτή μυστική διεργασία πραγματοποιείται στον Ναό του Κυρίου, την ώρα της ακολουθίας, εκεί που η αγαπώσα καρδιά του πιστού ορμά με έρωτα προς τον Κύριο – οι προσευχές της Εκκλησίας δεν είναι τα δώρα του Κυρίου στον πιστό άνθρωπο; «Συ Κύριε είσαι Αυτός που μας χάρισες τις κοινές και σύμφωνες προς τη φύση μας προσευχές...» ομολογούμε διαρκώς στη Θεία Λειτουργία.

Λοιπόν: όπου υπάρχει δίψα για τον Θεό, δηλαδή για την αλήθεια και για το νόημα της ζωής μας, εκεί και τίποτε να μη ξέρουμε θα δούμε την ενέργεια της Πρόνοιας του Θεού πάνω μας. Η απουσία Του θα γίνει μία Παρουσία, κάτι που θα λειτουργεί και ως «μοτίβο» πια στη ζωή του πιστού – μία πορεία «εκ πίστεως εις πίστιν». Κι αυτό γιατί ο Θεός μας είναι Θεός αγάπης που η χαρά Του είναι να είμαστε κοντά Του, στον βαθμό όμως που μπορούμε να αντέξουμε την παραμονή Του μέσα στην ύπαρξή μας!   

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΦΛΩΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί ήταν δίδυμα αδέλφια, λιθοξόοι στην τέχνη, την οποία έμαθαν από τους αγίους Πρόκλο και Μάξιμο. Μετά το μαρτύριο υπέρ Χριστού των διδασκάλων τους, εγκατέλειψαν το Βυζάντιο και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Ουλπιανών της Δαρδανίας, στο Ιλλυρικό. Εκεί, κοντά στον ηγεμόνα Λουκίωνα, μάζευαν διάφορα μέταλλα κι εργάζονταν την τέχνη τους. Έπειτα, ο Λουκίων τους έστειλε στον Λικίνιο, τον υιό της βασίλισσας Ελπιδίας, ο οποίος τους έδωσε χρήματα, προκειμένου να ανεγείρουν ναό για τα είδωλα, κάνοντας και τα σχέδια γι᾽ αυτόν. Οι άγιοι πήραν τα χρήματα, τα οποία τα μοίρασαν αμέσως στους φτωχούς, και τη νύκτα τους την περνούσαν στην προσευχή. Μετά από ημέρες,  άρχισαν τα έργα, που τα ετελείωσαν πολύ γρήγορα. Καθώς λοιπόν μέσα σε λίγες ημέρες έγινε ο ναός και ολοκληρώθηκε, με τη βοήθεια Αγγέλου που ενδυνάμωνε τους αγίους, αμέσως ο ειδωλολάτρης ιερέας Μερέντιος πίστεψε στον Χριστό, ενώ είχε ήδη πιστέψει και ο γιος του Αθανάσιος, γιατί οι άγιοι τού είχαν θεραπεύσει τον τυφλό του οφθαλμό. Οι μάρτυρες του Χριστού λοιπόν τότε μάζεψαν τους πτωχούς στους οποίους είχαν μοιράσει τα χρήματα, και με τη βοήθειά τους πέρασαν σχοινιά στους τραχήλους των ξοάνων και τα έριξαν κάτω στη γη. Έπειτα άναψαν φώτα πολλά και καθιέρωσαν τον ναό λέγοντας ῾Δόξα σοι, Χριστέ ο Θεός, αποστόλων καύχημα, μαρτύρων αγαλλίαμα, ων το κήρυγμα, Τριάς η ομοούσιος᾽. Προηγείτο δε αυτών ο τύπος του τιμίου Σταυρού. Μόλις έμαθε τι είχε συμβεί ο Λικίνιος, διέταξε να αναφθεί κάμινος και να ριχτούν μέσα οι πτωχοί, οι οποίοι έτσι παρέδωσαν τα πνεύματά τους. Οι δε άγιοι Φλώρος και Λαύρος, δέθηκαν σε έναν άξονα και μαστιγώθηκαν. Έπειτα στάλθηκαν στον Λύκωνα, ο οποίος τους έκλεισε μέσα σε βαθύ πηγάδι. Μέσα σ᾽ αυτό οι άγιοι έκαναν δεήσεις στον Θεό υπέρ αυτών που θα τους μνημονεύουν, υπέρ ευσταθείας του κόσμου και υπέρ της καταπαύσεως των διωγμών, οπότε και άφησαν τις ψυχές τους. Μετά από χρόνια μάζεψαν τα ιερά τους λείψανα και τα κατέθεσαν με σεβασμό σε λειψανοθήκες, ενώ αυτά ανέβρυζαν μύρα και γίνονταν πηγές ιάσεων».

Μία ῾πονηριά᾽ χρησιμοποίησαν οι άγιοι, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία που τους έδωσε ο άρχοντας Λικίνιος: ανέλαβαν να κτίσουν ειδωλολατρικό ναό και να λαξεύσουν ξόανα, έχοντας στο νου τους όμως να ρίξουν τα ξόανα και να καθιερώσουν το ναό στον Χριστό, κάτι που έγινε. Αιτία για την ενέργειά τους αυτή βεβαίως ήταν η πίστη τους ότι τα είδωλα συνιστούν ψεύδος και ανταποκρίνονται στο τίποτε ή στα δαιμόνια, ενώ η πίστη στον Χριστό είναι η αληθινή πίστη, η οποία απεκαλύφθη από τον ενανθρωπήσαντα Θεό και βεβαιώθηκε ποικιλοτρόπως, και με τα θαύματα του Κυρίου, ιδίως την Ανάστασή Του, και με όλες τις θαυμαστές ενέργειες έπειτα των μαθητών του Χριστού, οι οποίοι διεσπάρησαν ανά τα πέρατα της οικουμένης και έδωσαν και τη ζωή τους προς χάριν ακριβώς της πίστεως αυτής. Συνεπώς η αλλαγή της χρήσης του ναού - να αφιερωθεί στον Χριστό - ήταν για τους αγίους μας μία κίνηση καταρχάς συμβολική: μία μαρτυρία και ομολογία Χριστού, διότι ήξεραν ότι θα υποστούν την οργή του ηγεμόνα και ο ναός θα επανέλθει στα χέρια των ειδωλολατρών, αλλά και μία κίνηση έπειτα αγιαστική, διότι εξέφραζε την πεποίθησή τους ότι  εκεί που ο χώρος έχει αγιαστεί από τις προσευχές προς τον Χριστό και την παρουσία του Σταυρού, εξαφανίζεται η όποια ύπαρξη δαιμονίων.

Οπότε, δοξολογούμε τον Θεό μας Κύριο και τους αγίους Του, γιατί μας καθοδηγούν στην ουσία των πραγμάτων, εκεί που λειτουργεί πάντοτε η αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, και δεν μας εγκλωβίζουν στην επιφάνεια και τον εγωισμό μίας ευσεβίστικης ηθικής. Μαζί με τους αγίους μας αναπνέουμε τον  αέρα της πραγματικής ελευθερίας.

17 Αυγούστου 2021

ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ... ΨΥΓΕΙΟ!

Ο Γέροντας ήταν σαφής: «Στην πνευματική ζωή οι κύριες εποχές είναι δύο: το καλοκαίρι και ο χειμώνας. Στο καλοκαίρι βέβαια βρίσκεις και την πιο όμορφη άνοιξη, ενώ στον χειμώνα περιέχεται και το φθινόπωρο…».

«Τι εννοείται, Γέροντα;» δεν άντεξα και τον διέκοψα. «Πώς είναι δύο οι εποχές; Και πώς συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτές και οι άλλες;»

Χαμογέλασε ο Γέροντας. «Έχεις δίκιο που απορείς», μου είπε. «Μα, σκέψου: ο Κύριός μας δεν είπε πως όταν αυξηθούν στον άνθρωπο οι αμαρτίες του τότε γίνεται… ψυγείο και η αγάπη του;» “Διά το πληθυνθήναι την ανομίαν, ψυγήσεται η αγάπη”. Λοιπόν, όταν παλεύεις ν’ αγαπάς, θερμαίνεις την καρδιά σου, κι αυτό είναι καλοκαίρι κι είναι και άνοιξη μαζί. Τότε χαίρεται η καρδιά κι η χαρά αυτή περνάει μέσα σε όλο το σώμα. Είναι η χάρη του Θεού που έρχεται και σκηνώνει στην ύπαρξη του ανθρώπου, όπως άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος μας το βεβαίωσε. “Τηρήστε τις εντολές Μου – και η κύρια εντολή Του είναι η αγάπη – και ο Πατέρας μου θα σας αγαπήσει και θα έρθουμε να κάνουμε μοναστήρι μέσα του”. Οπότε, χειμώνας, ψύχος, παγωνιά, είναι το αντίθετο. Όταν λείπει η αγάπη, που σημαίνει ότι κυριαρχεί ο εγωισμός και τα πάθη στον άνθρωπο: πώς να αρπάξει για να ‘χει, πώς να ικανοποιήσει τη σάρκα του, πώς να φανεί το όνομά του, τότε πετρώνει η καρδιά, γίνεται παγόβουνο, πλησιάζεις έναν τέτοιο άνθρωπο κι αισθάνεσαι ότι θέλεις να βάλεις… κάτι επάνω σου. Τίποτε δυστυχώς δεν σε ελκύει σ’ αυτόν. Πρέπει να κάνεις μεγάλη προσπάθεια για να τον δεις με συμπάθεια, να δεις δηλαδή την κρυμμένη χάρη και το κρυμμένο φως που κάθε άνθρωπος έχει».

Είπε ο Γέροντας και δυο δάκρυα κύλισαν από τα μάτια του. Έσκυψα το κεφάλι μου κι αναρωτήθηκα: «Μήπως τον… πάγωσα τον Γέροντα; Σίγουρα, σ’ έναν βαθμό τον έχω βάλει σε αγώνα να βλέπει το κρυμμένο δικό μου φως». Κύλισαν κι απ’ τα δικά μου μάτια δυο δάκρυα. «Κύριε, ελέησον», ψιθύρισα. Κι ένιωσα λίγο την ανατολή να πάει να θερμάνει και τη δική μου καρδιά…

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΥΡΩΝ

«Ο άγιος έζησε επί Δεκίου αυτοκράτορα και Αντιπάτρου, άρχοντα Αχαῒας. Ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ευσεβής και σεμνός, από έντιμο και πλούσιο γένος, αγαπώμενος από Θεό και ανθρώπους. Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Αντίπατρος μπήκε στην Εκκλησία, με σκοπό να συλλάβει και να τιμωρήσει τους χριστιανούς, κι ο άγιος Μύρων, γεμάτος ζήλο Θεού, τον έλεγξε αυστηρά. Γι’  αυτό και ο Αντίπατρος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν και τον χαρακώσουν, και μετά να τον ρίξουν σε αναμμένο καμίνι, (σαν τους αγίους τρεις παίδες), που είχε τόσο πολύ ανάψει, ώστε η φλόγα του να διαχέεται έξω αρκετά. Αλλά το καμίνι δεν προξένησε τίποτε κακό στον άγιο, ενώ κατέκαψε εκατόν πενήντα από τους ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν το μαρτύριό του. Ο άγιος έπειτα, επειδή αναγκάσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα και βεβαίως αρνήθηκε, γδάρθηκε σε λουρίδες από τους ώμους μέχρι τα πόδια. Από αυτές τις λουρίδες πήρε μία ο μακάριος και την πέταξε στο πρόσωπο του ανθυπάτου, γι’  αυτό και δίδεται νέα εντολή  να ξαναξύσουν τις γδαρμένες πια σάρκες του, και μετά να τον ρίξουν στα θηρία. Βλέποντας όμως ο Αντίπατρος ότι από όλα αυτά διατηρήθηκε σώος και απείραστος, τόσο πολύ ντροπιάστηκε, ώστε σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον εαυτό του. Ο δε άγιος, αφού οδηγήθηκε στην Κύζικο και δόθηκε από τον ανθύπατο εκεί να φονευθεί με ξίφος, αποτμήθηκε την κεφαλή και έτσι δέχθηκε το στεφάνι της μαρτυρίας».

Ο υμνογράφος του αγίου, όπως συμβαίνει και με άλλους αγίους που το όνομά τους δίνει την αφορμή, αξιοποιεί και το δικό του όνομα, προκειμένου να δώσει με αισθητικό τρόπο το πνευματικό του στίγμα: «Σαν ευωδιαστό μύρο, αξιοθαύμαστε Μύρων, φάνηκε η θαυμαστή μνήμη σου σ’ αυτούς που σε τιμούν με πόθο, που ευωδιάζει τις καρδιές των πιστών. Κατ’  αυτήν τη μνήμη σου, γέμισε εμάς που πανηγυρίζουμε, από ένθεη ευωδία, με τις πρεσβείες σου». Ευωδία και θεϊκό άρωμα λοιπόν η ζωή του αγίου Μύρωνα. Αυτήν την αίσθηση σκορπά στις καρδιές των πιστών ανθρώπων, οι οποίοι τον τιμούν, όπως είπαμε, με πόθο. Κατά συνέπεια, οι μη πιστοί, όσοι δεν έχουν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις, αδυνατούν να οσφρανθούν την ευωδία της ζωής του αγίου, προφανώς διότι η ευωδία αυτή είναι ευωδία του αγίου Πνεύματος, που επενεργούσε στην κεκαθαρμένη καρδιά του. Και ξέρουμε ότι το άγιον Πνεύμα μπορεί κανείς να το διακρίνει, να το νιώσει και να το «μυρίσει», μόνον όταν και ο ίδιος διακατέχεται από Αυτό. Εν Πνεύματι αγίω αισθάνεται κανείς το άγιον Πνεύμα. Γι’  αυτό και τους αγίους, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε εποχή, τους καταλαβαίνει και τους επισημαίνει ο άνθρωπος που αγωνίζεται με επίγνωση στον πνευματικό δρόμο της Εκκλησίας.

Αυτό που επισημαίνει ο υμνογράφος για τον άγιο Μύρωνα δεν είναι απλώς ένα παιχνίδισμα λέξεων. Μπορεί το όνομά του να τον διευκολύνει στην εξαγγελία της πνευματικής ζωής του αγίου και από πλευράς λογοτεχνικής, όμως στην πραγματικότητα εξαγγέλλει ό,τι ήδη ο απόστολος Παύλος έχει επισημάνει για τη ζωή του αληθινού χριστιανού: η ζωή του αποτελεί ευωδία Χριστού. Κι αυτήν την ευωδία την εισπράττουν ως οσμή ζωής μόνον οι πιστοί στον Χριστό, ενώ οι μη Χριστιανοί  την εισπράττουν ως οσμή θανάτου. Αυτό συμβαίνει διότι το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου λειτουργεί, θα λέγαμε, ως «μετασχηματιστής». Καρδιά που διακατέχεται από το άγιον Πνεύμα μυρίζει τον αέρα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος και συνεπώς χαίρεται, ενώ καρδιά που είναι γεμάτη από τα πάθη του εγωισμού και δέχεται άρα τις επιδράσεις του πονηρού, όχι μόνον δεν καταλαβαίνει την παρουσία του αγίου Πνεύματος, αλλά και την αλλοιώνει, θεωρώντας την ως κάτι αρνητικό. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις των Φαρισαίων απέναντι στα θαύματα του Χριστού: τα διέστρεφαν, αποδίδοντάς τα στην ενέργεια του Πονηρού. Διότι ο Πονηρός κυριαρχούσε μέσα τους. Είναι γνωστό: ο άνθρωπος ό,τι έχει αυτό και βλέπει.

Την αλήθεια αυτή τη βλέπουμε  στο συναξάρι του αγίου και στις ακραίες συνέπειες, από πλευράς αρνητικής: ο άρχων Αντίπατρος, ο βασανιστής του αγίου, λόγω του κακού πνεύματος που τον διακατείχε, δεν «βλέπει» το Πνεύμα του Θεού που ενίσχυε τον άγιο Μύρωνα στα μαρτύριά του. Κι όχι μόνον δεν το «βλέπει», ώστε να οδηγηθεί σε μετάνοια – έτσι λειτουργεί η παρουσία του Θεού στους καλοπροαίρετους ανθρώπους – αλλά τα θαυμαστά που γίνονται, τον δαιμονίζουν περισσότερο. Αποτέλεσμα; Η απώλεια της ζωής του από τα ίδια του τα χέρια - να μην μπορεί κανείς να ζει, γιατί δεν αντέχει την παρουσία του Θεού! Τι δαιμονικότερο; Θυμίζει την περίπτωση του προδότη μαθητή του Χριστού Ιούδα: κι εκείνος δεν άντεξε την αγάπη του Διδασκάλου του και κρεμάστηκε. Οι καταστάσεις αυτές είναι βεβαίως περιττό και να πούμε ότι εκφράζουν αυτό που ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι και ο λόγος –  πλην των ψυχοπαθολογικών αξιοσυμπάθητων περιπτώσεων – που  η Εκκλησία μας αρνείται την εξόδιο ακολουθία στους αυτόχειρες.

16 Αυγούστου 2021

Ο "ΜΑΓΝΗΤΗΣ" ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ...

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει ὅλους τούς χριστιανούς, ἀκόμη καί τούς «ἀσχέτους» καί ἀπομακρυσμένους ἀπό τήν πίστη, νά θεωροῦν τήν Παναγία ὡς τό κατεξοχήν ἀγαπητό πρόσωπο, ἐκεῖνο πού νιώθουν ὅτι τούς τραβᾶ σάν μαγνήτης καί δέν θέλουν νά «ξεκολλήσουν» ἀπ’ αὐτό;

Ὄχι ἀσφαλῶς τό μεγαλεῖο της πού τήν κάνει νά ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἁγίων, ἀκόμη δέ καί τῶν ἴδιων τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀρχαγγέλων - ἕνα τέτοιο μεγαλεῖο τό μόνο πού προκαλεῖ εἶναι ἴσως ὁ φόβος καί ἕνα δέος πού σέ τελική ἀνάλυση μᾶς κάνει νά κλίνουμε γόνυ, γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς· οὔτε ἐπίσης ἡ «παντοδυναμία» της, ἐκχωρημένη ἀπό τόν Υἱό καί Θεό της, πού βαίνει παράλληλα πρός τήν παραπάνω μεγαλειότητά της καί τό ἀποτέλεσμα στό ὁποῖο ὁδηγεῖ· αὐτό πού «ἔχει» ἡ Παναγία μας καί μᾶς τραβᾶ καί μᾶς ἕλκει εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού συνιστᾶ τήν ἁγιότητά της, δηλαδή ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού καταλαμβάνει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή της – «Κεχαριτωμένη» ἄλλωστε τήν προσφωνεῖ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ – εἶναι ἡ ἑλκτική δύναμη πού στρέφει καί τόν πιό «δύστροπο» πρός αὐτήν καί τόν κάνει νά νιώθει ἄνετα μαζί της, σάν τό μικρό παιδί πού νιώθει ἄνετα πάντοτε μέ τή μάνα του.

Στήν πραγματικότητα ἡ ἕλξη τῆς χάρης της εἶναι ἕλξη τελικῶς πρός τήν ταπείνωσή της. Γιατί τί εἶναι ἐκεῖνο πού «ἀναγκάζει» τόν Θεό νά προσφέρει τή χάρη Του, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό Του, σ’ ἕνα πλάσμα Του, παρά μόνον τό στοιχεῖο πού ἀφήνει χῶρο γιά τή δική Του ἐγκατοίκηση σ’ αὐτό: τήν ταπείνωση τοῦ πλάσματός Του;  Ὅπου ὁ Θεός ἐπισημαίνει τήν ταπείνωση, ἐκεῖ κλίνει καί τή βούλησή Του, ἐκεῖ βρίσκει «τόπον καταπαύσεώς» Του. «Πρός τίνα ἐπιβλέψω, εἰ μή πρός τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί ἀκούοντά μου τούς λόγους καί τρέμοντα αὐτούς;» Διαρκῶς ἄλλωστε δέν τονίζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν;» Μαγνήτης τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ταπείνωση τό μοναδικό ἔδαφος στό ὁποῖο μπορεῖ νά φυτρώσει καί νά ἀναπτυχθεῖ καί ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως τό ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Γέροντας τοῦ ὁσίου Παϊσίου π. Τύχων: «ὁ Θεός εὐλογεῖ κάθε ἡμέρα τόν κόσμο Του, ὅταν ὅμως βλέπει ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ καί μέ τά δυό Του χέρια».

Τήν πραγματικότητα αὐτή λοιπόν ἐπισημαίνουμε καί στό πάντιμο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἤδη ἀπό τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ἐξαγγέλλεται ἐν χάριτι ἀπό τήν ἴδια ὅτι ὁ Θεός «ἐπέβλεψε ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ». Καί ποιό τό χαρακτηριστικό τῆς ταπείνωσης πού φέρνει τή χάρη τοῦ Θεοῦ; Μά τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἑτοιμότητα τῆς ὑπακοῆς πρός τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου». Πρόκειται γιά ὅ,τι συνιστᾶ καί τό ἦθος τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας, ὅπως μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του: «Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅς ἐν μορφῂ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσεν, μορφήν δούλου λαβών…καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος, ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Στήν Παναγία μας βλέπουμε αὐτήν τήν ὑπακοή πού ἐπέδειξε ὁ Υἱός καί Θεός της, συνεπῶς τήν ἁγία ταπείνωσή Του καί τήν ἅγια χάρη Του.

Κι αὐτό τό ἦθος, τό ἦθος τῆς ταπείνωσης πού ἐκφράζεται ὡς ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκεῖνο πού δείχνει τό πῶς πράγματι τιμᾶται ἡ Παναγία στίς ἑορτές της, κατεξοχήν δέ στήν Κοίμησή της. Καλά τά ἐγκώμια καί ὅλες οἱ ἄλλες δοξολογικές φωνές ἀπέναντί της, ἀλλά ἄν δέν καταλήγουν στήν ἀκολουθία τοῦ ἤθους της, στό μαρτυρικό φρόνημα τῆς ταπείνωσής της, μᾶλλον δέν ἔχουν καμία σημασία πνευματική γιά ἐμᾶς. Γιατί μοιάζουν μᾶλλον μ’ αὐτό πού ἐπεσήμαναν οἱ προφῆτες, κυρίως δέ ὁ μέγας Ἡσαΐας, ὁ ὁποῖος γινόταν τό στόμα τοῦ Θεοῦ γιά νά λέει: «Ὁ λαός αὐτός μέ τό στόμα μέ τιμᾶ, ἐνῶ ἡ καρδιά του πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀποστρέφω τό πρόσωπό μου ἀπ’ αὐτούς».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΜΗΔΗΣ

«Ο άγιος καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας (την πόλη που γέννησε και ανάθρεψε τον Σαύλο, τον μετέπειτα απόστολο Παύλο), και ανήκε σε επίσημο και αγαθό γένος. Με αγαθότερο όμως τρόπο, ασκούσε την ιατρική τέχνη, θεραπεύοντας όσους έρχονταν σε αυτόν, δηλαδή και τις ψυχές τους με τη θεοσέβειά του, και τα σώματά τους με την τέχνη του. Κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού, άφησε την Ταρσό και πήγε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου με την ευσέβειά του και την ιατρική του μέθοδο ευεργετούσε όλους τους προσερχομένους με ποικίλους τρόπους, οπότε και κατηγορήθηκε στον βασιλιά. Όταν οι απεσταλμένοι του βασιλιά πήγαν να τον συλλάβουν, τον βρήκαν να έχει ήδη μετατεθεί προς τον Κύριο. Παρ’  όλα αυτά, του έκοψαν την κεφαλή και την πήγαν στον βασιλιά, ο οποίος, αφού την είδε, διέταξε να την πάνε αμέσως πάλι πίσω και να την προσθέσουν στο σώμα του. Πράγματι, οι στρατιώτες την πήγαν και την συνάρμοσαν στο σώμα του, ενώ, λέγεται ότι την ίδια στιγμή ξαναβρήκαν αυτοί τη δύναμη των οφθαλμών τους, που την είχαν χάσει, όταν έκοψαν την κεφαλή του αγίου».

Ο άγιος ανήκει σ’  ένα από τα πολλά ζευγάρια των αγίων Αναργύρων, που  η Εκκλησία μας εορτάζει. Συχνά ακούμε να μνημονεύονται τα ονόματά τους: «πρεσβείαις των αγίων ενδόξων και ιαματικών Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου και Ιωάννου, Παντελεήμονος και Ερμολάου, Σαμψών και Διομήδους…ικετεύομέν Σε, Κύριε», που σημαίνει ότι και ο Διομήδης χαρακτηρίζεται εξόχως από το βασικό γνώρισμα των αγίων Αναργύρων, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που εκφραζόταν ως ιαματική ενέργεια και της ψυχής και του σώματος των ανθρώπων. Όπως ακριβώς μάλιστα το σημειώνει και το συναξάρι του «αγαθώτερος τους τρόπους γενόμενος, μετήρχετο την ιατρικήν τέχνην». Είναι περιττό βεβαίως και να θυμήσουμε ότι την αγαθή αυτή διάθεση της ψυχής του την απέκτησε όχι μόνον κατά κληρονομικό τρόπο από τους γονείς του, αλλά και από τη δική του έμπονη προσπάθεια να τηρεί τις άγιες εντολές του Κυρίου, με αποτέλεσμα να καθαρίσει, όσο δυνατόν σ’  αυτόν, την καρδιά του και να βρει δίοδο εγκατοίκησης η χάρη του Θεού, που φανερώνεται πάντοτε ως αγάπη. Κατά τον υμνογράφο μάλιστα «παθών ανεπίδεκτον τον λογισμόν εργασάμενος, δοχείον, αοίδιμε, ώφθης του Πνεύματος». Προσπάθησες να κρατήσεις τον λογισμό σου μακριά από τα πάθη, κι έγινες έτσι, αοίδιμε, δοχείο του Πνεύματος.

Εκείνο που προκαλεί όμως ιερό δέος από το συναξάρι του αγίου είναι το γεγονός ότι οι στρατιώτες έχασαν την ενέργεια των οφθαλμών τους, το φως τους δηλαδή, όταν έκοψαν την τιμία του κεφαλή. Γιατί επέτρεψε κάτι τέτοιο η Πρόνοια του Θεού; Σε πολλούς αγίους έχει συμβεί κάτι παρόμοιο, χωρίς να υπάρξει όμως τόσο φοβερό αποτέλεσμα. Το συναξάρι μάς αφήνει περιθώριο ερμηνείας, έστω κι αν κανείς δεν γνωρίζει τις βουλές του Θεού στις όποιες ενέργειές Του: οι στρατιώτες είχαν εντολή να συλλάβουν τον άγιο και όχι να τον σκοτώσουν. Η αποτομή της κεφαλής του, όταν μάλιστα είχε επέλθει ο θάνατος, εντάσσεται στα όρια της ιεροσυλίας, κάτι που συνιστά «ύβριν», με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, ενέργεια δηλαδή που αποτελεί υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, στους στρατιώτες αυτούς διαπιστώνει κανείς μία δαιμονική συμπεριφορά, που δεν γίνεται αποδεκτή όχι μόνον από τη χριστιανική πίστη, αλλά και παγκόσμια, πανθρησκειακά. Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις θρησκείες, ο νεκρός, ο κεκοιμημένος, απολαμβάνει κάποιου ιδιαίτερου σεβασμού. Όπου δεν υφίσταται τέτοιος σεβασμός, εκεί λειτουργεί η «νέμεσις», η θεία δίκη. Ας θυμηθούμε ότι πάνω σ’  αυτόν τον σεβασμό προς τους νεκρούς έχουν γραφεί υπέροχα έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα η τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη». Στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας μάλιστα, πολύ συχνά αναφέρονται περιστατικά σύλησης τάφων και νεκρών, όπως στο «Λειμωνάριον» του Ιωάννη Μόσχου, όπου ο ίδιος ο κεκοιμημένος, με την ενέργεια του Θεού, ανασηκώνεται, για να αντιδράσει στους διαφόρους τυμβωρύχους, και μάλιστα εκείνους που καταλύουν με ασέβεια την ιερή ησυχία του σκηνώματός του.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ασέβειας των στρατιωτών έναντι του ιερού σκηνώματος του αγίου Διομήδη, επισημαίνουμε όμως και το πιο σημαντικό: ναι μεν τιμωρούνται οι στρατιώτες γι’  αυτό που έκαναν, αλλά και δέχονται τη γεμάτη αγάπη ενέργεια του αγίου. Διότι αμέσως με την επιστροφή της κεφαλής του τους αποκαθιστά και τους θεραπεύει. Κι αυτό σημαίνει: στη χριστιανική πίστη, η όποια «νέμεσις», η όποια απόδοση της δικαιοσύνης, λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Ο Θεός, και μαζί Του βεβαίως οι άγιοι, δεν θέλει απλώς τον κολασμό του ανθρώπου που αμαρτάνει, αλλά κυρίως τη σωτηρία του. Κι αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την παροχή της αγάπης. Η δικαιοσύνη, δηλαδή, χριστιανικά, είναι δικαιοσύνη, όταν έχει ως περιεχόμενο την αγάπη. Συνεπώς, ο όποιος κολασμός αποτελεί παιδαγωγία του Θεού, για πρόκληση μετανοίας. «Ταις πρεσβείαις του αγίου Διομήδους, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».