21 Αυγούστου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Βλέπων δε (ο Πέτρος) τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων: Κύριε, σώσον με» (Ματθ. 14, 30)

Ένα εξαιρετικά θαυμαστό γεγονός μάς περιγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, το οποίο κάνει τους μαθητές του Κυρίου να μείνουν έκθαμβοι για μία ακόμη φορά μπροστά στη θεϊκή ενέργεια του Διδασκάλου τους. Ο Κύριος έχει διαλύσει τα πλήθη που Τον ακολουθούσαν, έχει στείλει τους μαθητές Του με πλοιάριο, παρ᾽ όλη τη θαλασσοταραχή, στην απέναντι όχθη από εκεί που βρίσκονταν, έχει αποσυρθεί σε πολύωρη προσευχή στο όρος, και ξαφνικά εμφανίζεται  ξημερώματα στους ταλαιπωρημένους από την ταραγμένη θάλασσα μαθητές Του, περπατώντας πάνω στα κύματα. Η αντίδραση των μαθητών ήταν εντελώς φυσική: τρόμαξαν και αμφισβήτησαν την πραγματική παρουσία Του. Κι ο Πέτρος, προκειμένου να πειστεί ότι όντως είναι ο Κύριος, ζητά από Αυτόν να έρθει κοντά Του, με τον ίδιο θαυμαστό τρόπο που και Εκείνος βρισκόταν εκεί: να περπατήσει δηλαδή πάνω στα κύματα, κάτι που γίνεται. Μα στην πορεία ο Πέτρος κλονίζεται και αρχίζει να καταποντίζεται. Στον πανικό του κραυγάζει προς τον Κύριο να τον σώσει, κι ο Κύριος βεβαίως ανταποκρίνεται αμέσως, ελέγχοντας όμως τον μαθητή του για την ολιγοπιστία του.

1. Ο Πέτρος βιώνει διπλή αντιθετική εμπειρία. Τη μία στιγμή μετέχει στο θάμβος του θαύματος: να περπατά πάνω στα κύματα∙ αμέσως μετά βιώνει την αγωνία του θανάτου: καταποντίζεται μέσα σ᾽ αυτά. Ζει κάτι που θα το ζήσει και αργότερα, όταν τη μία στιγμή θα ομολογεί με φωτισμό του Θεού ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος («σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»), και την άλλη στιγμή θα δέχεται τον αυστηρότατο έλεγχο του Ίδιου ότι αποτελεί σκάνδαλο για Εκείνον, διότι «φρονεῖ τά τῶν ἀνθρώπων καί οὐ τά τοῦ Θεοῦ». Αιτία για την εναλλαγή αυτή είναι η αστάθεια της πίστεώς του  πρός τον Χριστό - δεν είχε έλθει ακόμη η Πεντηκοστή, ώστε με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος να παγιωθεί αυτός και οι άλλοι μαθητές στη χαρισματική κατάσταση της αληθινής χριστιανικής πίστεως.

2. Τι ήταν εκείνο που προκάλεσε τη μετάπτωσή του από την πίστη στην ολιγοπιστία; Κι όταν μάλιστα είχε βιώσει μαζί με τους άλλους μαθητές και άλλοτε την παντοδυναμία του «κοιμωμένου» Κυρίου στη θάλασσα της Γαλιλαίας με το «σιώπα, πεφίμωσο» που απεύθυνε Εκείνος στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, οπότε και «εγένετο γαλήνη μεγάλη». Η ευαγγελική διήγηση με πολλή ενάργεια μας δίνει την απάντηση: ο Πέτρος, όσο ήταν στραμμένος προς τον Χριστό, όσο  ατένιζε Εκείνον που τον καλούσε, μπορούσε και περπατούσε σαν σε ξηρά: σταθερά και με αυτοπεποίθηση. Μόλις όμως η προσοχή του μετατοπίζεται από τον Χριστό στην ταραγμένη από τον ισχυρό άνεμο θάλασσα, συνειδητοποιεί τη μη λογική κατάσταση και η όποια πίστη του κλονίζεται και χάνεται. Ο καταποντισμός του λοιπόν είναι γεγονός. Έτσι διαπιστώνει κανείς πολύ καθαρά ότι η προσήλωση στον Χριστό, η ενατένιση του προσώπου Του, όταν είναι ανταπόκριση στην κλήση Του, συνιστά το γεγονός της πίστεως, το οποίο οδηγεί στην υπέρβαση των όποιων προβλημάτων του ανθρώπου, κι ακόμη: στην υπέρβαση των λογικών στηριγμάτων της εμπειρίας του, η οποία (εμπειρία) αρνείται, όπως στο υπόψη γεγονός, την αποδοχή του ύδατος ως ξηράς. Με άλλα λόγια, όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από το πρόσωπο του Χριστού, όταν Τον κάνει κέντρο της ύπαρξής του, εκεί βιώνει καταστάσεις πάνω από το θεωρούμενο φυσιολογικό. «Πιστεύεις ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;», είναι η ερώτηση την οποία θέτει ο Κύριος, κάθε φορά που πρόκειται να επιτελέσει ένα θαυμαστό γεγονός.

Από την άλλη, όταν ο άνθρωπος χάσει την επαφή αυτή με τον Χριστό, όταν καταληφθεί από άλλα στοιχεία, απειλητικά για την ύπαρξή του, σαν τον Πέτρο με τα τεράστια κύματα, μοιάζει να ῾παγώνει᾽ από τον φόβο του και να βιώνει, όπως είπαμε, την αγωνία του θανάτου. ‘Ισως μπορεί κανείς να θυμηθεί εν προκειμένω το περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη με τη γυναίκα του Λωτ που ῾πέτρωσε᾽ κι έγινε ῾στήλη άλατος᾽: κι η γυναίκα αυτή χάνει την επαφή της με τον Θεό, διότι δείχνει ανυπακοή στο θέλημά Του, και η προσοχή της, στην περίπτωση εκείνη από περιέργεια, στρέφεται προς τη μαινόμενη φύση: τη βροχή από θειάφι. Και ῾πετρώνει᾽. Καταποντίζεται.

3. Η περίπτωση του Πέτρου λειτουργεί ως παράδειγμα: ξέρουμε πια οι πιστοί ότι κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε πρόβλημα στη ζωή μας – και ποιος είναι εκείνος που θα ισχυριστεί ότι δεν έχει προβλήματα, προερχόμενα είτε από το περιβάλλον του είτε από τον εαυτό του με τα πάθη του είτε από τον ίδιο τον διάβολο; - η λύση είναι όχι η εμμονή μας στο πρόβλημα, αλλά η εν πίστει στροφή μας προς τον Χριστό. Το «Κύριε, σῶσόν με» ή αλλιώς «Κύριε, ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» πρέπει να αποτελεί την αδιάκοπη κραυγή μας, τη συνεχή προσευχή μας. Το θέμα δηλαδή είναι να μη χάνουμε την επαφή μας με Εκείνον. Όταν ο λόγος του Θεού και οι άγιοί μας στη συνέχεια μιλούν για την «κόλλησιν» που πρέπει να έχει ο άνθρωπος στον Θεό, και μάλιστα στο πρόσωπο του Χριστού – «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ  δεξιά Σου» σημειώνει ο ψαλμωδός για παράδειγμα -  δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να μιλούν για τη σωτηρία που ο άνθρωπος ζει με τον τρόπο αυτό. Η «κόλλησις» αυτή είναι ακριβώς η αδιάκοπη, όπως είπαμε, ενατένιση του προσώπου του Χριστού.  ῾Τι κάνεις εδώ;᾽ ρώτησε μια  φορά ένας ιερέας κάποιον γέροντα, που καθημερινά ερχόταν στον ναό και καθόταν ώρες απέναντι στην εικόνα του Χριστού στο τέμπλο. ῾Τον βλέπω και με βλέπει, κι αυτό μου φτάνει᾽ απάντησε δακρυσμένος ο γέροντας.

Να βλέπω τον Χριστό που με βλέπει πάντοτε με το πλήρες αγάπης βλέμμα Του, αυτό συνιστά τη σωτηρία μας. Να θυμόμαστε όμως εξίσου ότι κατεξοχήν τον Κύριον Τον ῾βλέπουμε᾽, όταν είμαστε προσηλωμένοι και προσκολλημένοι στίς άγιες έντολές Του. Ο Ίδιος βεβαίωσε ότι εκεί βρίσκεται κρυμμένος και δι᾽ αυτών φανερώνεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Είναι μία πραγματικότητα, η οποία μας προκαλεί να ῾πειραματιστούμε᾽ πάνω της προκειμένου να την επιβεβαιώσουμε.

ΠΩΣ ΛΕΓΕΤΑΙ ΣΩΣΤΑ ΤΟ «ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ»

Το «Κύριε ἐλέησον», είτε στη συγκεκομμένη εκδοχή είτε στην πιο ανεπτυγμένη της ως «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ελέησόν με τόν ἁμαρτωλόν»,  είναι η πιο γνωστή, συχνά επαναλαμβανόμενη προσευχή της Εκκλησίας μας, μεμονωμένα ή μαζί με τους άλλους αδελφούς πιστούς. Κι αυτό γιατί συνιστά, όπως είναι γνωστό, μία σύντομη ομολογία της πίστεώς μας, ένα μικρό «Πιστεύω» θα έλεγε κανείς, που θα πει ότι μόνον ο βαπτισμένος και χρισμένος χριστιανός ως μέλος Χριστού και της Εκκλησίας μπορεί να την εκφέρει, αφού απαιτεί τη δύναμη και τη χάρη του Θεού, η οποία ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου για να βλέπει τον Χριστό όχι μόνον ως άνθρωπο, αλλά και Θεό. Όπως το λέει ο απόστολος Παύλος «κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει τον Ιησού ως Κύριο και Θεό, παρά μόνο με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος».

Κι ανάλογα βέβαια με τη διάθεση υπακοής στο θέλημα του Θεού, εκεί δηλαδή που πράγματι φανερώνεται αν είναι κανείς χριστιανός ή όχι  - η υπακοή στο θέλημα αυτό μάς συντονίζει με τον Χριστό τον κατεξοχήν υπήκοο στον Θεό Πατέρα Του – η μονολόγιστη αυτή λεγόμενη προσευχή προχωρεί από τα χείλη στον νου, κι από κει στην καρδιά, κάνοντας τον άνθρωπο να μη λέει απλώς προσευχές αλλά να γίνεται ο ίδιος προσευχή – το Πνεύμα του Θεού στην καρδιά του «κράζει ἀββᾶ ὁ Πατήρ».

Η υπακοή αυτή στο θέλημα του Θεού, δηλαδή στις άγιες εντολές του Θεού, συχνά παραθεωρείται από πολλούς χριστιανούς, σαν να υπάρχει χριστιανική ζωή στον «αυτόματο» που λέμε. Αλλά η υπακοή αυτή συνιστά την απόλυτη προϋπόθεση για να υπάρχει προσευχή, ακόμη και το απλό θεωρούμενο «Κύριε ἐλέησον», για να υπάρχει χριστιανική πνευματική ζωή. Κι ένα μικρό κεφάλαιο του μεγάλου οσίου και Πατέρα της Εκκλησίας Μαξίμου του ομολογητή έρχεται για να άρει όλες τις φαντασιώσεις μας περί της χριστιανικότητάς μας και να μας μυήσει στο αληθινό χριστιανικό προσευχητικό βίωμα. Ας στοχαστούμε πάνω σ’ αυτό με αίσθημα μετανοίας και ας προσανατολιστούμε σ’ αυτό που μας υποδεικνύει – είναι ο δρόμος του Χριστού. «῾Ο τελείαν ἀγάπην κτήσασθαι δυνηθείς καί ὅλον τόν βίον αὐτοῦ πρός ταύτην ρυθμίσας, οὗτος λέγει Κύριον ᾽Ιησοῦν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Αυτός που μπόρεσε να αποκτήσει τέλεια αγάπη και ρύθμισε όλη τη ζωή του προς αυτήν, αυτός ομολογεί ως Κύριο τον Ιησού εν Πνεύματι αγίω).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΑΔΔΑΙΟΣ

«Ο άγιος Θαδδαίος ήταν από την πόλη Έδεσσα της Συρίας, Εβραίος στην καταγωγή, και άριστος μελετητής των θείων Γραφών. Αυτός ανέβηκε κάποια φορά στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει στον Ναό, κατά τις ημέρες  Ιωάννου του Βαπτιστού, κι αφού άκουσε το κήρυγμα του Ιωάννου και θαύμασε πάρα πολύ την αγγελική του ζωή, βαπτίζεται από εκείνον. Μετά από αυτά είδε τον Χριστό, και αφού άκουσε τη διδασκαλία Του και είδε τα άπειρα θαύματα που τελούσε, Τον ακολούθησε ως μαθητής Του μέχρι το σωτήριο Πάθος Του, οπότε μετά την αγία Του ανάληψη, επέστρεψε στη δική του πόλη. Εκεί βάπτισε τον τοπάρχη Αύγαρο, θεραπεύοντάς τον έτσι από το υπόλοιπο της λέπρας του (όπως είχε διαμηνύσει στον Αύγαρο ο ίδιος ο Κύριος), κι αφού δίδαξε εκεί και φώτισε πολλούς άλλους και ίδρυσε Εκκλησίες, γυρνούσε κηρύσσοντας τις πόλεις της Συρίας. Ήλθε και στη Βηρυτό, πόλη της Φοινίκης, δίδαξε και βάπτισε πολλούς κι εκεί, οπότε αναπαύθηκε εν Κυρίω».

Ο άγιος Θαδδαίος, ως ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου, αντιμετωπίζεται από την υμνολογία της Εκκλησίας μας με τον ίδιο εξαίσιο και λαμπρό τρόπο, που αντιμετωπίζονται και οι άλλοι απόστολοι: ως δεύτερο καθαρό  φως, λόγω της σχέσεώς του με το ακρότατο φως, τον ίδιο τον Κύριο, ως ακτίνα που απεστάλη από το φως να φωτίσει τον κόσμο, ως «αστήρ φαεινότατος, καταυγάζων πλάνης ομίχλην», και μ’  ένα λόγο, ως «αυτόπτης και μύστης του Λόγου». Ιδίως οι τελευταίοι χαρακτηρισμοί θεωρούνται από τον υμνογράφο ότι συγκεφαλαιώνουν αυτό που συνιστά την ουσία της αποστολικής λαμπρότητας, γι’ αυτό και τονίζει ότι  δεν υπάρχει σημαντικότερο στεφάνι που μπορεί να του πλέξει: «Θαδδαίε! Ποίον άλλο σοι πλέξω στέφος, ή αυτόπτην λέγειν σε και μύστην Λόγου;» Η γεμάτη θάμβος στάση των υμνογράφων απέναντι στους αποστόλους είναι δικαιολογημένη:  οι απόστολοι δεν είναι απλώς κάποιοι πιστοί του Χριστού, αλλά οι άμεσοι βοηθοί Του, οι κλημένοι από Αυτόν να μαρτυρήσουν τη ζωή και τη διδασκαλία Του, «τα θεμέλια της Εκκλησίας». Η Εκκλησία μας, μη ξεχνάμε, αποστολική, μεταξύ των άλλων, χαρακτηρίζεται. Κι αυτό σημαίνει: χριστιανική πίστη εκτός της σχέσεως με τους αποστόλους δεν υφίσταται. Διότι έτσι το θέλησε ο ίδιος ο Κύριος.

Ο άγιος Θαδδαίος, πέραν του ευαγγελισμού των πόλεων της Συρίας, με τη διδασκαλία του και τα θαύματα που επιτελούσε στο όνομα του Κυρίου, έχει συνδεθεί και με την ιστορία του λεγομένου αγίου μανδηλίου, τη μεταφορά του οποίου από την Έδεσσα της Συρίας στην Κωνσταντινούπολη εορτάζουμε την 16η Αυγούστου. Κι αξίζει να θυμίσουμε, όπως ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος ο Παμφίλου διασώζει, ότι ο τοπάρχης Αύγαρος της πόλεως της Εδέσσης, θέλησε να έλθει σ’  επαφή με τον Κύριο Ιησού Χριστό, όταν έμαθε για τα πολλά θαύματα που επιτελούσε, προκειμένου να  θεραπεύσει ο Κύριος και εκείνον, που ταλαιπωρείτο φρικτά από μαύρη λέπρα σ’  όλο του το σώμα. Έστειλε μάλιστα, κατά τον Ευσέβιο, και επιστολή στον Κύριο με κάποιον Ανανία, στην οποία ζητούσε να έλθει Εκείνος στην πόλη του, λόγω της δικής του αδυναμίας. Ο Ανανίας διακρινόταν και για το ζωγραφικό του χάρισμα, με το οποίο θα αποτύπωνε σε χαρτί την εικόνα του Κυρίου, κατά την εντολή του τοπάρχη, κάτι που κατέστη αδύνατο. Ο Κύριος όμως, γνωρίζοντας την επιθυμία του Αύγαρου να δει το πρόσωπό Του, ζήτησε να νιφθεί, κι όταν σκουπίστηκε σε κάποιο ύφασμα, η εικόνα Του αποτυπώθηκε σ’  αυτό. Ο Αύγαρος, όταν έλαβε το «άγιο μανδήλιο», στο τέλος του οποίου, λέγεται ότι ο Ιησούς έγραψε στα εβραϊκά, «Θεού θέα θείον θαύμα», αμέσως το προσκύνησε, οπότε και θεραπεύτηκε από τη λέπρα, πλην της λέπρας του προσώπου του. Την εναπομείνασα αυτή λέπρα τη θεράπευσε τελικώς ο άγιος Θαδδαίος, όταν πήγε, όπως είδαμε στο συναξάρι του, στην πόλη και πάλι της Έδεσσας και βάπτισε χριστιανό τον Αύγαρο.

Ο τρόπος και η δύναμη της δράσης του αγίου Θαδδαίου, τρόπος και δύναμη διαχρονική της χριστιανικής πίστεως, καταφαίνονται έντονα και από την εξής επισήμανση του αγίου υμνογράφου  από την τέταρτη ωδή του κανόνα του: «Νόμον θείον εχάραξας, μάκαρ, εν καρδίαις, λειάνας πρότερον αγνωσίας τα χαράγματα και της δυσσεβείας τα ινδάλματα». Μακάριε απόστολε, χάραξες τον θείο νόμο του Χριστού στις καρδιές των ανθρώπων, αφού προηγουμένως έξυσες και λείανες τις χαρακιές της αγνωσίας του Θεού και τις πλανεμένες εικόνες της δυσέβειας. Ο άγιος Θαδδαίος δηλαδή, όπως και όλοι οι απόστολοι και πάντοτε η Εκκλησία, απευθυνόταν  στους ανθρώπους και κατέθετε τη μαρτυρία της πίστεώς του στον Χριστό. Η μαρτυρία για τον Χριστό έχει τέτοια δύναμη, ιδίως στους καλοπροαίρετους ανθρώπους, ώστε αφενός σβήνει όλες τις πλανεμένες πεποιθήσεις και επουλώνει τα τραύματα που προκαλεί η αμαρτία, λόγω της αγνωσίας του Θεού, αφετέρου επαναφέρει τα αληθινά χαράγματα στην ψυχή του ανθρώπου, εκείνα δηλαδή που ο ίδιος ο Δημιουργός τα χάραξε, όταν τον δημιούργησε. Με άλλα λόγια, ο λόγος του Θεού φέρνει τον άνθρωπο στη φυσιολογική του κατάσταση, τον ομαλοποιεί, τον κάνει να βρίσκει τον αληθινό του εαυτό, τον «κατ’  εικόνα και καθ’  ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένο. Αν ο άνθρωπος παραμορφώνεται σε κάθε εποχή, είναι γιατί δεν θέλει να έχει σχέση με τον αληθινό Θεό, τον Πατέρα και Δημιουργό του. Όπως αντιστοίχως, σε κάθε εποχή, ο άνθρωπος που επιστρέφει στον Θεό, μορφοποιείται κατ’  εικόνα του πλάσαντος αυτόν, άρα γίνεται σαν τον Χριστό και ομορφαίνει. Ο όμορφος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος του Θεού και σ’  αυτήν την ομορφιά αγωνιζόταν ο άγιος Θαδδαίος.  Μακάρι να μπούμε κι εμείς στον ίδιο αγώνα, γιατί δυστυχώς η ασχήμια περίσσεψε στη ζωή και στον κόσμο μας.

20 Αυγούστου 2021

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ: Η ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΑΣ!

Σε πολλές εποχές, πολύ περισσότερο και στη δική μας, υπάρχει μία «μανιώδης» πολλές φορές αναζήτηση του θαύματος, του εκτάκτου γεγονότος της επεμβάσεως του Θεού στη ζωή μας, σε βαθμό τέτοιο μάλιστα που η αναζήτηση αυτή εκτρέπεται της όποιας λογικής της πίστεως – αρχίζουν ορισμένοι χριστιανοί να βλέπουν «θαύματα» κι εκεί που τα πράγματα φαίνονται εξώφθαλμα ότι κινούνται μέσα σε φυσικά πλαίσια και ερμηνεύονται με τους φυσικούς νόμους. Γιατί αυτό; Γιατί τέτοια μανία, την οποία αν αμφισβητήσει ένας διακριτικός χριστιανός θα χαρακτηριστεί εύκολα από κάποιους άλλους ολιγόπιστος και άπιστος; Την εξήγηση μάς τη δίνει ο απόστολος Παύλος, και όχι μόνον βέβαια, και μπορεί να ξαφνιάσει τους θεωρουμένους πιστούς, «κυνηγούς» των θαυμάτων! «Μη γίνεσθε παιδιά στο μυαλό», σημειώνει στην Α΄ Κορ. 14, 20εξ. επιστολή του, «αλλά να γίνεστε νήπιοι ως προς την κακία και τέλειοι ως προς το μυαλό». Για να διευκρινίσει: «το θαυμαστό σημάδι της γλωσσολαλίας, (δηλαδή κάποιος εν πνεύματι ευρισκόμενος λέει ακαταλαβίστικα πράγματα που πρέπει να εξηγηθούν από τους προφήτες και δασκάλους της πίστεως), είναι σημάδι όχι για τους πιστούς, αλλά για τους απίστους»! Με άλλα λόγια τα θαύματα τα επιτρέπει ο Θεός για χάρη των απίστων ανθρώπων, προκειμένου προφανώς να ενισχυθούν στην ασθενή και αδύναμη πίστη τους. Και τι συμπληρώνει ο άγιος απόστολος που επιβεβαιώνει το έλλειμμα πολλών θεωρουμένων χριστιανών; «Εκείνο που ταιριάζει και αξίζει στους πιστούς είναι η προφητεία ως διδασκαλία και εξήγηση της διδασκαλίας του Χριστού» - «η δε προφητεία ου τοις απίστοις, αλλά τοις πιστεύουσιν».

Λοιπόν, τα πράγματα είναι σαφή: όταν η προτεραιότητά μας στη ζωή μας είναι η αναζήτηση των θαυμάτων, όταν προστρέχουμε εκεί που ακούγεται ότι έχει γίνει θαύμα – και τονίζουμε τη λέξη προτεραιότητα, γιατί εννοείται ότι ο χριστιανός δεν αμφισβητεί το θαύμα ως έκφραση της αγάπης του Θεού στην αδυναμία μας – τότε πρέπει να βάλουμε ερωτηματικό στην όποια θεωρούμενη πίστη μας. Είμαστε ολιγόπιστοι ή και άπιστοι ίσως, γι’  αυτό και ψάχνουμε στηρίγματα εξωτερικά με τα θαυμαστά σημεία και όχι στηρίγματα της καρδιάς μας, που μας τα δίνει ο Χριστός όταν μας βλέπει να έχουμε προτεραιότητα την τήρηση του αγίου θελήματός Του. Οπότε, ο πιστός χριστιανός «ζητεί πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού» και νιώθει ενεργούσα στην ύπαρξή του τη χάρη του Θεού. Και το θαύμα όπου το παραχωρεί ο Θεός το εκλαμβάνει απλώς ως ευκαιρία δοξολογίας του ονόματός Του και όχι τη μοναδική «σανίδα» σωτηρίας του. Θυμίζει το παραπάνω σκεπτικό το γεγονός που καταγράφει ο μακαριστός μεγάλος σύγχρονος άγιος Γέροντας π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος για τον εξίσου μεγάλο μακαριστό σοφό και άγιο π. Ιωήλ Γιαννακόπουλο. Σε λεωφορείο ευρισκόμενος ο π. Ιωήλ μαζί με άλλους χριστιανούς, αρνήθηκε να κατέβει για να τρέξει μαζί τους σε ένα προσκύνημα με μία προσφάτως δακρυρροούσα εικόνα. Κι όταν μετά από λίγο ο συνεπιβάτης του οργισμένα τον παρετήρησε: «εσείς, πάτερ, δεν πιστεύετε και δεν ήρθατε στο προσκύνημα;», εκείνος μειλίχια κουνώντας το κεφάλι του απήντησε: «εγώ, αδελφέ μου, επειδή ακριβώς πιστεύω στον Θεό και στα θαύματά Του δεν έτρεξα. Εσύ όμως τώρα που πήγες, πίστεψες;»

Θα αποτολμούσαμε και κάτι ακόμη: η αναζήτηση και το κυνηγητό των θαυμάτων όχι μόνο φανερώνει το έλλειμμα της πίστεώς μας – είπαμε ο χριστιανός είναι στραμμένος ολωσδιόλου στο θέλημα του Θεού – αλλά και τη συνυπάρχουσα ραθυμία της ψυχής μας. Γιατί αποκαλύπτει με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι δεν έχουμε διάθεση να ζούμε το δύσκολο – βαριόμαστε την πνευματκή ζωή! Και το δύσκολο βεβαίως είναι να μένουμε, μόλις παραπάνω και πάλι το τονίσαμε, στο θέλημα του Θεού, στις άγιες εντολές Του!

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΣΑΜΟΥΗΛ

«Ο άγιος Σαμουήλ καταγόταν από την Αρμαθαί Σιφά, από το όρος Εφραίμ, από τη φυλή Λευί, και ήταν γιος του Ελκανά και της Άννας. Ο Ελκανά είχε δύο γυναίκες, την Άννα και την Φαινάννα. Και η μεν Φαινάννα είχε παιδιά, ενώ η Άννα δεν είχε. Ανέβηκε λοιπόν κάποια φορά ο Ελκανά στο ιερό της Σηλώμ να προσκυνήσει τον Θεό μαζί με την Άννα, κι εκεί ήταν ο Ηλεί και οι δύο του γιοι, ο Οφνεί και ο Φινεές, που ήταν όλοι ιερείς του Θεού. Ο δε Κύριος απέκλεισε τη μήτρα της Άννας, ώστε να μην μπορεί να τεκνοποιήσει, και γι’  αυτό την στενοχωρούσε η αντίζηλός της Φαινάννα. Η Άννα προσευχήθηκε στον Κύριο, ο Οποίος την θυμήθηκε, και γέννησε γιο, τον Σαμουήλ, τον οποίο αφιέρωσε στον Θεό. Κι ο Σαμουήλ αυξήθηκε και μεγάλωσε στην ηλικία κι έγινε λειτουργός του Κυρίου, αναδείχθηκε δε σε μεγάλο Προφήτη. Ο Ηλεί από την άλλη, και οι γιοι του, επειδή εξόργιζαν τον Θεό με την έλλειψη σεβασμού προς Εκείνον, έχασαν τη ζωή τους. Υπήρξε και κριτής ο Σαμουήλ, που δίκαζε όλες τις ημέρες του, και δώρα δεν έλαβε. Ήταν εκείνος που έχρισε κατ’  εντολή του Θεού τον Δαυίδ ως βασιλέα, κι αφού έφτασε σε βαθιά γεράματα, πλήρης ετών, απέθανε. Έζησε χίλια τριάντα πέντε χρόνια προ Χριστού και υπήρξε προφήτης για σαράντα χρόνια».

Η Σάρρα του Αβραάμ δεν είχε παιδιά, και μετά από πολλή προσευχή γεννά τον Ισαάκ, που αναδείχθηκε σε μεγάλο Πατριάρχη του Ισραήλ και προτύπωση (προφητεία χωρίς λόγια δηλαδή) του Κυρίου Ιησού Χριστού. Πολύ αργότερα, η Άννα του Ιωακείμ, είναι στείρα και μετά από προσευχητική προσμονή ετών γεννά την Μαριάμ, την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου. Η Ελισάβετ, ακόμη πιο ύστερα, λόγω και πάλι στειρότητας, δεν μπορεί να τεκνοποιήσει, ενώ μετά ιδιαίτερη προσευχή γεννά τον Ιωάννη, τον Πρόδρομο του Κυρίου, τον μεγαλύτερο από όλους τους προφήτες, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου. Η Άννα του Ελκανά, στην προκείμενη εορτή της ημέρας,  κι αυτή δεν μπορεί να γεννήσει, και μετά από θερμή και επίμονη προσευχή, γεννά τον Σαμουήλ, ο οποίος αναδεικνύεται προφήτης του Θεού και κριτής του Ισραήλ. Έτσι διαπιστώνει κανείς μέσα από την ιερή Ιστορία ότι συχνά ο Θεός, προκειμένου να έρθουν στον κόσμο κατεξοχήν χαρισματούχα πρόσωπα, πρόσωπα δηλαδή που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο σχέδιό Του για τη σωτηρία του κόσμου, «αποκλείει» τη μήτρα της μητέρας τους για κάποιο διάστημα, ώστε αυτό που θα γεννηθεί να είναι καρπός μεγάλης και θερμής προσευχής. Με άλλα λόγια, ο Θεός φαίνεται ότι θέλει εξαρχής, για τα πρόσωπα αυτά, να δηλώνει τη θαυμαστή παρουσία τους στον κόσμο: δεν είναι δυνατόν αυτοί που θα Τον φανερώνουν να μην είναι «σφραγισμένοι» δικοί Του. Κι από την άλλη μπορεί κανείς κατ’ επέκταση να διακινδυνεύσει μία γενικότερη επισήμανση: μία περίοδος στειρότητας, από πλευράς πολιτισμικής, κοινωνικής προσφοράς, εργασιακής, προσωπικής ανάπτυξης, πνευματικής ακόμη, μπορεί να θεωρείται εκ πρώτης όψεως ως έλλειμματική και κενή, ίσως όμως αποτελεί τη δημιουργική προεργασία, προκειμένου να αναφανούν ελλάμψεις φωτός και καταστάσεις όντως αληθινής προκοπής. Δεν είναι τυχαίο ότι συνεπικουρεί τη διακινδύνευση της κρίσεως αυτής η διαπιστωμένη από την εμπειρία κοινωνιολογική παρατήρηση ότι λειτουργεί πολλές φορές η «θεωρία του εκκρεμούς». Δηλαδή ο κόσμος πορεύεται πολύ συχνά σαν την κίνηση που κάνει ένα εκκρεμές: εκεί που έχει γίνει η μία κίνηση ανόδου, συνεπώς η άλλη πλευρά παρουσιάζει «κενό», στη συνέχεια το «κενό» γεμίζει, διότι έχει αρχίσει η αντίστροφη κίνηση.

Ο άγιος Σαμουήλ λοιπόν, για να επανέλθουμε στην εορτή του, απαρχής αναδεικνύεται προφήτης και κριτής. Είναι «ο προ συλλήψεως δοθείς, δοτός Θεώ τω Υψίστω, υπό μητρός πανευκλεούς», κατά τον υμνογράφο, δηλαδή: και πριν ακόμη από τη σύλληψή του, δόθηκε από την ένδοξη μητέρα του ως προσφορά στον Θεόν τον Ύψιστο, γι’ αυτό και χαριτώθηκε με το χάρισμα του «βλέποντος τα μέλλοντα» - «ο βλέπων» είναι μία από τις κύριες προσωνυμίες του. Με τον προφήτη Σαμουήλ όμως  διαπιστώνεται για μία ακόμη φορά και κάτι πολύ σημαντικό: δεν αρκεί κανείς να έχει το εκ Θεού χρίσμα απαρχής, χωρίς να αγωνίζεται καθημερινά να το επιβεβαιώνει στη ζωή του. Με άλλα λόγια, ο Θεός δίνει τη χάρη Του, αλλά αν ο άνθρωπος δεν καταθέτει και τη δική του θέληση προς αύξηση της χάρης αυτής, ο ίδιος ο Θεός την αποσύρει. Ο υμνογράφος αποκαλύπτει με φωτισμό Θεού την πνευματική διεργασία που επιτελούσε ο άγιος μέσα του: «πάσαν ύλην εκκενώσας, ένδοξε, του σου νοός, έσοπτρον του Πνεύματος εδείχθης». Ο Σαμουήλ είχε τη χάρη του Θεού, αλλά ταυτοχρόνως αγωνιζόμενος να απομακρύνει κάθε μη εκ Θεού υλικό από το νου του, κάθε λογισμό πονηρό δηλαδή, ανεδείχθη έσοπτρο του αγίου Πνεύματος.

Η μνήμη του αγίου Σαμουήλ αποτελεί μεγάλη παρηγοριά όχι μόνο για τις άτεκνες γυναίκες, αλλά και για όλους τους χριστιανούς, ιδίως, όπως είπαμε, την περίοδο της πνευματικής μας ξηρασίας. Όπως ο Θεός «διήνοιξε την μήτραν» της μητέρας του Άννας, το ίδιο μπορεί να κάνει πάντοτε και σε οποιαδήποτε γυναίκα. Κι αντιστοίχως: η πνευματική ξηρασία λόγω στειρότητας αρετών, μπορεί διαμιάς να μεταβληθεί σε πνευματική δροσιά. Αρκεί να επιμένουμε στην προσευχή και να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στον Κύριο. «Την στείραν μου ψυχήν, αρετών ευτεκνίαν, εκλβαστάνειν σαις ευχαίς, αξίωσον σοφέ, στειρευούσης το βλάστημα». Αξίωσε, σοφέ Σαμουήλ, με τις ευχές σου στον Κύριο, συ που είσαι το βλάστημα της στείρας, να βλαστάνει η στείρα μου ψυχή την ευτεκνία των αρετών.

19 Αυγούστου 2021

Η ΠΑΡΑΔΟΞΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Είναι τόσο παράδοξη και περίεργη πολλές φορές η λογική της χριστιανικής πίστεως, ιδίως για τον σύγχρονο χριστιανό, που χρειάζεται συχνά πυκνά να εγκύπτει στα κείμενα των Πατέρων μας, ώστε να αποκτά την αίσθησή της και να εισέρχεται στην ατμόσφαιρά της. Από την άλλη βεβαίως, η αποδοχή και η σταδιακή προσοικείωση αυτής της λογικής οδηγεί στο «ξάφνιασμα» της γεύσης της άλλης βιοτής που έφερε ο Κύριος Ιησούς Χριστός – στο άνοιγμα των οφθαλμών και των πνευματικών αισθήσεων για να βλέπει ο πιστός και να αισθάνεται την αιώνια ζωή μέσα στο πλαίσιο της εδώ στενής και μίζερης θεωρούμενης ζωής, να θεάται τα μη βλεπόμενα και αιώνια που λέει και ο απόστολος Παύλος. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι:  Οι πειρασμοί και οι θλίψεις για παράδειγμα, που ενώ είναι τα χαρακτηριστικά της ζωής μας, όμως όλοι τα θεωρούμε αρνητικά και απευκταία, τόσο που και η ίδια η Εκκλησία μας, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία μας, εύχεται διαρκώς να μη τα συναπαντήσουμε στη ζωή μας. Κι όμως: για τους αγίους μας, τα αρνητικά αυτά όταν τα θεωρήσουμε κάτω από την οπτική της πίστεως, θεωρούνται σκαλοπάτια που μας οδηγούν στο ανέβασμα της πνευματικής ζωής, που θα πει σε πιο προσωπική και ζωντανή σχέση μας με τον Θεό. «Βγάλε τους πειρασμούς από τη ζωή – μας λένε – και κανείς δεν πρόκειται να σωθεί». Διότι με τους πειρασμούς και τις θλίψεις και τις δοκιμασίες προκαλούμαστε προφανώς να παλέψουμε με τον ίδιο τον εαυτό μας, να ξεπεράσουμε τις αδυναμίες μας, να ανοίξουμε χώρο για να σκηνώσει μέσα μας ο Θεός μας.  

Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος είναι από αυτούς τους ασκητικούς δασκάλους μας που με ανάγλυφο τρόπο μάς «μυεί» στα μυστικά της λογικής της πίστεως: «Όσο περπατώντας προχωρείς στην οδό της Βασιλείας του Θεού και πλησιάζεις σ’  Αυτόν – σημειώνει με τον μοναδικό βιωματικό του τρόπο -  έχε το εξής σημάδι: σε συναντά η δύναμη των πειρασμών. Κι όσο προχωρείς και προκόβεις, τόσο και οι πειρασμοί αυξάνουν και διεγείρονται εναντίον σου… Διότι κατά το μέγεθος της θείας χάρης φέρνει ο Θεός στην ψυχή και τις θλίψεις των πειρασμών»! Οι πειρασμοί λοιπόν και οι θλίψεις: σημάδι ότι βαδίζεις καλά! Αλλά μας λέει και κάτι άλλο εξίσου πολύ σημαντικό: πριν από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες ο Θεός μάς ενισχύει με τη χάρη Του – σαν να μετράει κατά κάποιον τρόπο τις δυνάμεις μας και επιτρέπει για εμάς αυτό που αντέχουμε προκειμένου να ανεβούμε περισσότερο! Γιατί; Διότι το ζητούμενο για τον Χριστό και Θεό μας  -  κι εδώ φανερώνεται στο απόλυτο η λογική της πίστεως που λέμε -  δεν είναι αν περνάμε ή όχι θλίψεις και δοκιμασίες: αυτές είναι δεδομένες λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία. Το ζητούμενο και ο διακαής πόθος του Δημιουργού και Πατέρα μας είναι να είμαστε μαζί Του και με τη βοήθειά Του να διατηρούμε ζωντανή τη σχέση μας μ’ Αυτόν! Μας θέλει δηλαδή  έ ν α  μ’ Εκείνον, θεούς μέσα στη θεότητά Του, «παραγνωρίζοντας», χωρίς να παραγνωρίζει, ή κάνοντας πως δεν «βλέπει», ενώ βλέπει και πάσχει κι Αυτός, τις δοκιμασίες μας – είναι το φάρμακό μας για να θεραπευτούμε.

 Ας ακούσουμε και πάλι τον όσιο Ισαάκ: «Δεν έρχεται ο πειρασμός αν πρώτα η ψυχή δεν δεχθεί κρυφά κάποια δύναμη πάνω από το μέτρο της από τη χάρη του αγίου Πνεύματος. Και το μαρτυρεί αυτό ο πειρασμός του Κυρίου, όπως και οι πειρασμοί των αποστόλων, οι οποίοι δεν παραχωρήθηκαν να εισέλθουν σε πειρασμούς, παρά μόνο όταν δέχτηκαν το πανάγιον Πνεύμα. Διότι όσοι απολαμβάνουν τα καλά, τους πρέπει να υπομένουν και τους πειρασμούς αυτών των καλών. Επειδή το καλό συνοδεύεται από θλίψη. Έτσι αρέσει στον πάνσοφο Θεό να πράττει σε όλα τα έργα Του. Κι αν το χάρισμα προηγείται του πειρασμού, όμως η αίσθηση των πειρασμών προηγείται της αισθήσεως του χαρίσματος, κι αυτό για να δοκιμαστεί η ελευθερία του ανθρώπου. Επειδή η χάρη δεν προλαβαίνει να γίνει αισθητή σε κάποιον, προτού αυτός γευθεί την πικρία των πειρασμών. Και προηγείται μεν η χάρη στον νου, όμως αργοπορεί να φανερωθεί η ενέργειά της».

Μυστικά της πνευματικής ζωής που όσο τα γνωρίζουμε, τόσο και συγκινούμαστε από την αγάπη του Θεού μας, τόσο και κατανοούμε το δικό Του Πάθος που υπέστη για χάρη μας, τόσο και αποδεχόμαστε την υπομονή ως τον μονόδρομο για τη σωτηρία μας!

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο άγιος  έζησε τον καιρό του ασεβεστάτου Μαξιμιανού κι υπήρξε στο στράτευμα της ανατολικής χώρας, υπό τις διαταγές του στρατηγού Αντιόχου. Όταν ο Αντίοχος έδωσε εντολή σ’ αυτόν και σε άλλους στρατιώτες να πολεμήσουν τους Πέρσες, γιατί αυτοί καταπάτησαν τα σύνορα των Ρωμαίων και κατέστρεφαν τη χώρα τους, ο άγιος Ανδρέας, πείθοντας και τους άλλους στρατιώτες να κάνουν το ίδιο, επικαλέστηκε τον Χριστό και με τη δύναμη Εκείνου έτρεψε τους Πέρσες σε φυγή και καταδιώκοντάς τους κατέστρεψε τη δύναμή τους. Μ’  αυτήν την ανέλπιστη νίκη που κατήγαγαν στο όνομα του Χριστού, έφερε στην πίστη σ’  Εκείνον όλους τους στρατιώτες. Κατηγορήθηκε τότε και αυτός και οι στρατιώτες στον Αντίοχο, ο οποίος, αφού ο άγιος παραστάθηκε σ’  αυτόν ως κατάδικος, έδωσε έντολή ο μεν Ανδρέας να απλωθεί σε πυρακτωμένη σιδηρά κλίνη, οι δε στρατιώτες να δεθούν στα χέρια τους σε τετράγωνα ξύλα. Έπειτα πρόσταξε πάλι ο Αντίοχος να διωχτούν από τα όρια της χώρας, με τη βοήθεια χιλίων άλλων στρατιωτών, που και αυτούς όμως κατήχησε ο άγιος Ανδρέας και τους μετέστρεψε στη χριστιανική πίστη. Το έμαθε και αυτό ο Αντίοχος, οπότε τους καταδίωξε όλους μαζί και πρόσταξε να φονευτούν διά ξίφους».

Ο υμνογράφος σήμερα επανειλημμένως τονίζει τη λαμπρότητα της ζωής, αλλά και του μαρτυρίου του αγίου Ανδρέα, και μαζί με αυτόν και των υπολοίπων χιλιάδων μαρτύρων, που εορτάζουν μαζί του. Δεν σταματά να προβάλλει τον άγιο ως κοσμούμενο «ευπρεπεί στεφάνω», καθώς παρίσταται ενώπιον του Χριστού, αλλά και να θεωρεί ότι η είσοδος του αγίου στη Βασιλεία του Θεού συνιστά πλουτισμό των προηγηθέντων από αυτόν μαρτύρων. «Μαρτύρων περιφανώς λαμπρότητα, μάκαρ, επλούτησας», όπως συγκεκριμένα αναφέρει.   Με άλλα λόγια ο άγιος Ανδρέας δεν «έπιασε απλώς τη βάση» για να σωθεί, όπως ταπεινόφρονα ευχόταν για τον εαυτό του και για εμάς ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Παΐσιος αγιορείτης, αλλά θα λέγαμε ότι μπήκε τροπαιοφόρος στον Παράδεισο, εντασσόμενος από τον Κύριο στην ομάδα των εκλεκτών μαρτύρων. «Συν εκλεκτοίς μάρτυσι, εν αγαλλιάσει τω Χριστώ παρίστασαι». Γι’  αυτό άλλωστε και μεγαλομάρτυς χαρακτηρίζεται.

Χρησιμοποιεί μάλιστα ο ποιητής και μία ωραία εικόνα, παρμένη από το σημαντικότερο γεγονός της Π. Διαθήκης, τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας, προκειμένου να τονίσει το μεγαλείο του αγίου και τα μεγάλα και ποικίλα βάσανα τα οποία υπέστη από τους εχθρούς της πίστεως, όπως και το καθοδηγητικό ευαγγελιστικό έργο, το οποίο επιτελούσε. «Ιστίω τω του Σταυρού, των πειρασμών διεκπερών πέλαγος, τους δυσμενείς ένδοξε, ρείθροις των αιμάτων εβύθισας». Περνώντας το πέλαγος των πειρασμών, με το κατάρτι του Σταυρού, βύθισες τους εχθρούς, ένδοξε, στα ρείθρη των αιμάτων σου. Κι αλλού: «τω δυσμενεί συμπλεκόμενος, τούτον ώλεσας, Φαραώ ως άλλον, ρείθροις των αιμάτων σου, βυθίσας πανστρατί αξιάγαστε». Παλεύοντας με τον εχθρό, τον εξολόθρευσες, σαν άλλο Φαραώ, αξιοθαύμαστε, αφού τον βύθισες στα ρείθρα των αιμάτων σου, με όλο το στράτευμά του. Όπως δηλαδή ο Ισραήλ, καθοδηγούμενος από τον Μωυσή - που με εντολή του Θεού τον έβγαλε από τη δουλεία της Αιγύπτου -  πέρασε την Ερυθρά θάλασσα με θαυμαστό τρόπο και είδε να βυθίζεται το στράτευμα του Φαραώ που ακολουθούσε στα νερά που κλείστηκαν και πάλι, έτσι και με τον άγιο Ανδρέα τον στρατηλάτη: το αίμα του μαρτυρίου του ήταν εκείνο που αφενός έγινε η δίοδος για να περάσει αυτός και οι συν αυτώ στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου έγινε ο καταποντισμός των εχθρών του, και των ειδωλολατρών και βεβαίως των πονηρών δυνάμεων.  Από την άποψη αυτή το μαρτύριο του αγίου υπήρξε η συμμετοχή του στο μαρτύριο του Πρώτου Μάρτυρα, του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: Ο Σταυρός Του και η με Αυτόν συνδεδεμένη Ανάστασή Του υπήρξε το Πάσχα ημών, το πέρασμά μας στη Βασιλεία του Θεού. Με τη Σταυρική θυσία του Χριστού σωθήκαμε. Κάθε άλλη θυσία, σαν του αγίου Ανδρέα, όπως και των υπολοίπων μαρτύρων, κατανοείται ως συμμετοχή σ’ αυτήν την πρώτη και άπαξ πραγματοποιηθείσα για τη σωτηρία μας θυσία.

Και το δικό μας αίμα πρέπει να χυθεί, για να μπούμε στη βασιλεία του Θεού. «Ουδείς ανήλθεν εις τον ουρανόν μετά ανέσεως», όπως σημειώνουν οι άγιοί μας. Αν, με άλλα λόγια, δεν θυσιαστούμε κι εμείς, δεν θα βρούμε το μονοπάτι συμμετοχής μας στον Δρόμο του Χριστού. Και βεβαίως δεν εννοούμε να μαρτυρήσουμε με το μαρτύριο του αίματος, σαν τους γνωστούς μάρτυρες τους οποίους τιμάμε ως αγίους. Κάτι τέτοιο συνιστά ιδιαίτερη χάρη, που επιτρέπει ο Θεός, όταν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες γι’ αυτό. Όπως το λέει ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν (τον Χριστόν) πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν». Εννοούμε αυτό που σημειώνουν οι Πατέρες μας ως μαρτύριο και θυσία κάθε εποχής: το μαρτύριο της συνειδήσεως, κατά το «δος αίμα και λάβε Πνεύμα». Το μαρτύριο αυτό είναι ο πνευματικός αγώνας του κάθε Χριστιανού, προκειμένου να κρατήσει στη ζωή του τις άγιες εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι η τήρηση των εντολών αυτών συνιστά όντως μαρτύριο, αφού καλείται κανείς να θυσιάζει καθημερινά τον εγωισμό του και τα όποια θελήματά του με τον αγώνα της εντολής της αγάπης. Προϋπόθεση γι’ αυτό, υπενθυμίζουμε, είναι η ίδια η χάρη του Θεού βεβαίως, αλλά και η δική μας η συμμετοχή με ανδρεία της ψυχής. Κι εδώ έχουμε την ιδιαίτερη συμβολή του αγίου Ανδρέα: όπως νίκησε αυτός τους εχθρούς με ανδρειωμένη καρδιά – «ανδρεία την ψυχήν, κραταιούμενος Μάρτυς, ηφάνισας εχθρού το ανίσχυρον θράσος» - έτσι κι εμείς: χωρίς ανδρειωμένο φρόνημα, χωρίς ζήλο Θεού δεν θα μπορέσουμε δυστυχώς να πετύχουμε τίποτε. Ο Θεός ενισχύει πάντοτε, αλλά όταν το «λέει» και η δική μας καρδιά.