24 Αυγούστου 2021

ΧΑΘΗΚΕ Η ΕΝΟΤΗΤΑ Ή ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΘΟΛΟΥ;

Εξαφορμής του εμβολιασμού λόγω του covid-19 οι άνθρωποι διχάστηκαν – άλλοι τον αποδέχονται και σπεύδουν να εμβολιαστούν, άλλοι τον αρνούνται για διαφόρους λόγους που δεν είναι της παρούσης. Και διχάστηκαν κι εκείνοι που κανονικά δεν θα έπρεπε, όπως είναι οι χριστιανοί, οι οποίοι γνωρίζουν ή πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτε σημαντικότερο και σπουδαιότερο στη ζωή αυτή από την ενότητά μας – ο Κύριος ήλθε να ενώσει τον διεσπασμένο άνθρωπο με τον Ίδιο και διά του Ιδίου και με τους άλλους και με όλη τη δημιουργία. Η βαθειά επιθυμία και ο διακαής πόθος του Κυρίου, όπως το εξέφρασε ιδιαιτέρως στην αρχιερατική Του προσευχή στη Γεθσημανή ήταν, και είναι, «ίνα πάντες εν ώσιν». Κι η ενότητα αυτή δεν είναι σύμφωνη με τα μέτρα του κόσμου τούτου του κείμενου στην αμαρτία, συνεπώς έχοντας μέσα της ως δομικό στοιχείο το διασπαστικό στοιχείο του εγωισμού, αλλά εκείνη η ενότητα που αντανακλά την ενότητα της αγίας Τριάδος. «Ίνα πάντες εν ώσιν, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν» (Ώστε όλοι να είναι ένα, όπως εσύ, Πάτερ, είσαι αχώριστα ενωμένος με εμένα και εγώ με εσένα, για να είναι και αυτοί αχώριστα ενωμένοι με εμάς). Όπου υπάρχει λοιπόν διάσπαση και χωρισμός εκεί δεν υπάρχει η παρουσία του Θεού μας κι ας επικαλούμαστε χίλιες φορές το άγιο όνομά Του για να διατρανώνουμε την πίστη μας!

Η αναφορά όμως στην ενότητά μας που κάνει πολλούς χριστιανούς με πίκρα να λένε ότι χάθηκε λόγω της πανδημίας τίθεται υπό αίρεση. Πράγματι υπήρχε η ενότητα αυτή και χάθηκε; Διότι, όπως ο Κύριος το απεκάλυψε παραπάνω, μιλάμε για την ενότητα που βάση της έχει τον Τριαδικό Θεό μας. Που θα πει ότι είμαστε οι χριστιανοί ενωμένοι μεταξύ μας και με κάθε άλλον συνάνθρωπό μας, όταν ζούμε την αγάπη του Θεού μας. Κι η αγάπη αυτή φανερώθηκε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο επάνω στον Σταυρό του Κυρίου. Κι έκτοτε ο Κύριος αυτήν την αγάπη προέβαλλε ως τύπο της αλήθειας της: «Αυτή είναι η εντολή μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως εγώ σας αγάπησα. Μεγαλύτερη αγάπη από αυτή δεν υπάρχει, ώστε να θυσιάζει κανείς τη ζωή του για χάρη των φίλων του». Τι σημαίνει λοιπόν αυτό; Ότι η ενότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν αποτελεί μία κατάσταση που αποκτήθηκε διαμιάς και λειτουργεί αυτόματα, αλλά είναι το διαρκές και συνεχές αγώνισμα του χριστιανού, κυριολεκτικά της κάθε ημέρας και της κάθε ώρας και της κάθε στιγμής – ο χριστιανός αδιάκοπα δίνει εξετάσεις για το αν είναι και παραμένει χριστιανός. Πώς; Μετρώντας τον εαυτό του με το κριτήριο που έθεσε ο Κύριος, άρα από το πόσο βιώνει τον Σταυρό του Κυρίου στην καθημερινότητά του.

Πόσοι χριστιανοί βρίσκονται στην ετοιμότητα αυτή; Η πραγματικότητα δείχνει ελάχιστους: στα πρόσωπα των αγίων της κάθε εποχής, ίσως μετρημένων πια στα δάχτυλα της μιας χειρός. Δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε αυτό που αρκετοί θεολόγοι της εποχής μας έχουν επισημάνει ότι ο χριστιανισμός, ο αληθινός και γνήσιος, υφίσταται και θα υφίσταται μάλλον στον κόσμο μας στον τύπο των «νησίδων» - ό,τι βεβαίως είχε πει ο ίδιος ο Κύριος: «μικρόν το ποίμνιον». Ας ευχόμαστε μέσα στις νησίδες αυτές να βρισκόμαστε κι εμείς. Θα είμαστε η ανάπαυση του Θεού μας και το «πολικό αστέρι» στον ταραγμένο και κατακερματισμένο κόσμο μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ

῾Ο άγιος Κοσμάς ο αιτωλός, ο νεώτερος αυτός πατέρας και δάσκαλος της Εκκλησίας, γεννήθηκε το 1714 στο Μέγα Δέντρο της Αιτωλίας και μαρτύρησε από τους Τούρκους το 1779 στο Κολικόντασι της Αλβανίας, οι οποίοι τον κρέμασαν σ᾽ ένα δέντρο, και πέταξαν το λείψανό του στον παρακείμενο Άψο ποταμό. Αιτία της θανατικής του καταδίκης υπήρξε το μίσος των Εβραίων, οι οποίοι τον πολεμούσαν, κυρίως για το γεγονός ότι έχασαν ως ημέρα του παζαριού τους την Κυριακή, η οποία μεταφέρθηκε το Σάββατο, λόγω του κηρύγματος του αγίου Κοσμά. Γράμματα έμαθε από την παιδική του ηλικία, τα οποία τα συνέχισε κι άργότερα, αλλά εκεί που τα ολοκλήρωσε ήταν στο Άγιον Όρος, όπου ευτύχησε να έχει σπουδαίους δασκάλους, σαν τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Νικόλαο Τζαρτζούλη εκ Μετσόβου, ιδίως δε τον Ευγένιο Βούλγαρη. Στο Άγιον Όρος, κι ιδίως στη Μονή Φιλοθέου, έζησε επί δεκαεπτά χρόνια, κατά την ομολογία του ίδιου, μετά τα οποία δέχτηκε κλήση από τον Θεό να βγει στο κήρυγμα προς χάριν των υπόδουλων και βουτηγμένων στην αμάθεια συμπατριωτών του. Αφού έλαβε την άδεια των Γερόντων του Αγίου Όρους και έπειτα του Οικουμενικού Πατριάρχου Σεραφείμ του Β´, ώστε το κήρυγμά του να μην είναι αδέσποτο, κάτι που επανέλαβε και αργότερα επί πατριάρχου Σωφρονίου, άρχισε τις περιοδείες του, τρεις ή τέσσερις τον αριθμό, κατά τις οποίες διέτρεξε, από ό,τι σημειώνουν οι μελετητές της ζωής και του έργου του, όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, ίσως και το βόρειο μέρος της Πελοποννήσου, καθώς και αρκετά νησιά στο Αιγαίο και το Ιόνιο. Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς ακριβώς τοπικά και χρονικά τις περιοδείες αυτές, εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι από όπου πέρασε ῾σφράγισε᾽ τον τόπο, ώστε ακόμη και σήμερα να έχει μείνει στη μνήμη των ανθρώπων το αγιασμένο και μαρτυρικό πέρασμά του. Όπου πήγαινε, έμπηγε ένα ξύλινο σταυρό και ανέβαινε πάνω σ᾽ ένα σκαμνάκι – σύμβολο του θανάτου του, καθώς έλεγε, - και από εκεί κήρυσσε, πρωί και βράδυ, στους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ήταν μόνον Έλληνες, αλλά και  Τούρκοι και άλλοι πολλοί. Πλην των Εβραίων, κάποιων Τούρκων και Ενετών, που τον έβλεπαν καχύποπτα, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, ο κόσμος τον λάτρευε. Είναι χαρακτηριστική η φράση του: ῾χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι, και ένας όχι τόσον᾽. Κι είναι τούτο μία αλήθεια, την οποία επιβεβαιώνουν πολλοί περιηγητές της εποχής, που έβλεπαν την ανταπόκριση του λαού στο κήρυγμα του καλόγερου. Το κήρυγμά του στην πραγματικότητα ήταν μία εξήγηση του συμβόλου της Πίστεως, του γνωστού Πιστεύω, κι αυτό σημαίνει ότι αναφερόταν στη Δημιουργία του κόσμου, των αγγέλων και του ανθρώπου, στην πτώση στην αμαρτία και τις συνέπειές της, αλλά και στην επανένταξη του ανθρώπου δια του ερχομού του Ιησού Χριστού στον Θεό, τη ζωή, τη διδασκαλία και τα θαύματα Εκείνου, το Πάθος και την Ανάστασή Του, αλλά και την Ανάληψή Του, την εις ουρανούς άνοδό Του, την Πεντηκοστή και τη δημουργία της Εκκλησίας, όπως και τη Δευτέρα Παρουσία Του. Μέσα στο πλαίσιο του φωτισμού αυτού των υπόδουλων, ήταν και η ίδρυση πολλών σχολείων, των απλών και των μεγαλυτέρων, έργο που έχει επαινεθεί πολλαπλώς και στη σημερινή εποχή, γι᾽ αυτό και φωτιστής του Γένους μεταξύ των άλλων χαρακτηρίστηκε. Το τέλος του υπήρξε, όπως είπαμε, μαρτυρικό, και η μνήμη του, από το 1961, οπότε και εντάχτηκε επισήμως στις δέλτους των αγίων, τιμάται στις 24 Αυγούστου᾽.

Η περίπτωση του αγίου Κοσμά δεν είναι τυχαία. Καταρχάς, προβληματίζει από τη ζωή του η απόφασή του να εγκαταλείψει το μοναστήρι του στο Άγιον Όρος, για να κάνει περιοδείες. Είναι όμως συγκινητική η εξήγηση που δίνει για την απόφασή του αυτή: δεν βγήκε από το Όρος, γιατί βαρέθηκε τη ζωή εκεί, δεν έφυγε γιατί ήταν χαμηλό το επίπεδο του μοναχισμού της εποχής, αλλά γιατί υπήρξε ῾νύξη᾽ στην καρδιά του από τον λόγο του Θεού. Ας ακούσουμε τον ίδιο να μας το λέει: ῾Σιμά εις τα άλλα ηύρηκα και τούτον τον λόγον, οπού λέγει ο Χριστός μας, πως δεν πρέπει κανένας χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζη δια του λόγου του μόνον πώς να σωθεί, αλλά να φροντίζη και δια τους αδελφούς του. Και όποιος φροντίζει μόνον δια του λόγου του και δεν φροντίζει και δια τους αδελφούς του εκεινος θα κολαστή. Ακούοντας και εγώ, αδελφοί μου, ετούτον τον γλυκύτατον λόγον, οπού λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζωμεν και δια τους αδελφούς μας, με έτρωγε εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν μου τόσους χρόνους ωσαν το σκουλήκι, οπού τρώγει το ξύλον᾽.

 Δεν θεωρεί ο άγιος όμως ότι το δικό του παράδειγμα πρέπει να το ακολουθήσουν και άλλοι καλόγεροι. Κάποια στιγμή που επεσήμανε ότι ένας καλόγερος παρευρισκόταν στο κήρυγμά του, τον έλεγξε για την έξοδό του από το μοναστήρι του, λέγοντας ότι ο ίδιος βγήκε με απόφαση καταδίκης του για την ενέργειά του αυτή. Με άλλα λόγια, η ιεραποστολή που ανέλαβε, έβλεπε ότι ήταν έξω από τα δεδομένα της ζωής που είχε επιλέξει, και θεωρούσε τον εαυτό του ως ένα χαμένο, χάριν όμως των αδελφών του. ῾Μα θέλετε ειπεί: Και εσύ καλόγερος είσαι, διατί συναναστρέφεσαι εις τον κόσμον; Και εγώ, αδελφοί μου, κακά το κάμνω, μα, επειδή το γένος μας έπεσε εις αμάθειαν, είπα: Ας χάση ο Χριστός μας εμένα, ένα πρόβατον, και ας κερδίση τα άλλα. Ίσως η ευσπλαγχνία του Θεού και η ευχή σας σώση και εμένα᾽.

Κλημένος από τον Θεό απόστολος λοιπόν ο άγιος Κοσμάς. Με κύρια γνωρίσματα της ζωής του, από ό,τι φαίνεται 1) τον έντονο ζήλο του για τον ευαγγελισμό των ανθρώπων, 2) τη μέχρι θυσίας αγάπη του για τους συνανθρώπους του και 3) την τεράστια ταπείνωσή του, η οποία φανερωνόταν και από την έγνοια του να βρίσκεται εν υπακοή προς την ποιμαίνουσα Εκκλησία – δεν ήθελε να δρα, όπως αναφέραμε, αδέσποτα – αλλά και από τη στάση του έναντι των ανθρώπων με τους οποίους ερχόταν σε επαφή: έλεγε ότι δεν ήταν άξιος ούτε και τα πόδια τους να τους φιλήσει. Ο ζήλος του μάλιστα για τον ευαγγελισμό των συμπατριωτών του, και όχι μόνο, στηριζόταν στη βαθειά πίστη του στη δύναμη του λόγου του Θεού. Το είχε ζήσει ο ίδιος στον εαυτό του: ένας λόγος του Ευαγγελίου λειτούργησε μέσα του σαν ατομική βόμβα και του άλλαξε ολόκληρη τη ζωή. Πίστευε λοιπόν ότι, αν οι συμπατριώτες του ακούσουν κι αυτοί τον λόγο του Θεού, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους, μπορούν πράγματι να αλλάξουν. Κάτι που έγινε σε μεγάλο βαθμό. Και στην πίστη του αυτή στηριζόταν και ο αγώνας του για την ίδρυση σχολείων. Δεν ήταν μόνον η πολιτιστική ώθηση που ήθελε να δώσει στους Έλληνες με τα σχολεία. Αυτό ίσως ερχόταν δεύτερο. Το πρώτο και κύριο, όπως και πάλι εκείνος το ομολογεί, ήταν ότι με τα σχολεία ανοίγουν τα μάτια των ανθρώπων, προκειμένου να μάθουν για την Αγία Τριάδα, για τον Χριστό ως Σωτήρα του κόσμου, για τους αγγέλους, τους δαίμονες ως εκπεσμένους αγγέλους, την Εκκλησία, τους αγίους. Με άλλα λόγια, τα γράμματα τα ήθελε και παθιαζόταν με αυτά ο άγιος, για να βοηθηθούν οι άνθρωποι στη σχέση τους με τον Χριστό. Άν δεν βρίσκονταν σ᾽ αυτήν την προοπτική, ῾έβλεπε᾽, ως διορατικός που ήταν, ότι αυτά θα στρέφονταν τελικώς κατά του ίδιου του ανθρώπου. Και το ανέφερε και σε μία προφητεία του: ῾το κακό θα έλθει από τους γραμματισμένους᾽, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό το ζήσαμε και το ζούμε και σήμερα.

Για τον άγιο Κοσμά μπορεί κανείς να μιλά με τις ώρες. Προκαλεί μεγάλη χαρά και συγκίνηση το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες προβλήθηκε ιδιαιτέρως η φοβερά μεγάλη προσωπικότητά του, το έργο του, οι διδαχές του. Κι ας ευχηθούμε, ως μικρό αντίδωρο στη μνήμη του, να εγκύψουμε, έστω και λίγο, στις άγιες διδαχές του. Εκεί θα δούμε τη γνήσια και πάλλουσα από θέρμη και αγάπη Ελληνική ψυχή του, η οποία φώναζε και φωνάζει αδιάκοπα και καθοδηγητικά: Παιδιά μου, Χριστός και ψυχή σάς χρειάζονται. Χριστός και Ελλάδα μάς χρειάζονται.

23 Αυγούστου 2021

ΠΡΩΤΑ ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΚΙ ΕΠΕΙΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ...

Οι (χριστιανοί) σύζυγοι θα πρέπει ιδιαιτέρως να πιστέψουν ότι η ίδια η σχέση τους συνιστά την προτεραιότητά τους – το κατά Χριστόν ζεύγος άλλωστε εικονίζει τον Χριστό με την Εκκλησία. Συνήθως γίνεται το σφάλμα να δίνεται η προτεραιότητα στα παιδιά. Κι ορισμένοι μάλιστα σύζυγοι φτάνουν στο σημείο – ή μήπως την κατάντια; - να διατηρούν τη συζυγική σχέση τους μόνο μέσω των παιδιών τους. Κι όμως το πρώτο στον γάμο, η πρώτη σκοποθεσία του, είναι η αλληλοβοήθεια των συζύγων, η σχέση μεταξύ τους, ώστε να προχωρούν με επίγνωση στον τεθειμένο από τον Θεό σκοπό του ανθρώπου, τη θέωση ως ζωντανή σχέση με τον Δημιουργό τους. Τα παιδιά είναι παιδιά του Θεού, για τα οποία συνεργούν οι γονείς προκειμένου να έρθουν στον κόσμο. Και θα έρθει η στιγμή που τα παιδιά θα φύγουν από την αγκαλιά των γονιών τους, όπως το ορίζει και το θέλημα του Θεού: «ἕνεκεν τούτου καταλήψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα...». Η συζυγία όμως διατηρείται μόνιμα – το διαζύγιο αποτελεί τραύμα στον σύνδεσμο αυτού που έχει γίνει «ένα» («οὐκέτι εἰσί δύο, ἀλλά μία σάρξ» λέει ο Κύριος). Οι σύζυγοι θα μείνουν και πάλι μόνοι στο τέλος. Γι’ αυτό και τα μάτια του καθενός συζύγου πρέπει να βρίσκονται διαρκώς πάνω στον άλλον, αυτό που λένε για τους ερωτευμένους ότι «δεν έχει μάτια για άλλον», κατά τον λόγο του αποστόλου «ὁ ἔγγαμος μεριμνᾷ τά τοῦ κόσμου  πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί», «ἡ ἔγγαμος μεριμνᾷ τά τοῦ κόσμου πῶς ἀρέσει τῷ ἀνδρί» (Α΄Κορ. 7,34) – θέλει «μέριμναν» και αγώνα η διατήρηση της ενότητας. Κι εννοείται βεβαίως ότι η αρέσκεια αυτή του ενός για τον άλλον δεν εξαντλείται μόνο στο πλαίσιο της ψυχικής διάθεσης, αλλά ακόμη και της εξωτερικής εμφάνισης. Που θα πει: σύζυγος κακοντυμένος, βρώμικος, ατημέλητος κινείται έξω από τα όρια της συζυγίας, και ασφαλώς έξω και από αυτό που ζητά ο ίδιος ο λόγος του Θεού! Μη ξεχνάμε ότι ο μέγας πατήρ της Εκκλησίας, ο ασκητικότατος και φιλανθρωπότατος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, έφτανε στο σημείο να λέει ότι ο σύζυγος για παράδειγμα, όπως εννοείται και το αντίστροφο,  πρέπει να γίνεται ποιητής βλέποντας το αγαπημένο πρόσωπο της συντρόφου του. Να υπάρχει τέτοια έμπνευση εξαιτίας της ώστε «να προτιμά μόνον αυτήν από οτιδήποτε στον κόσμο. Και τα παιδιά τους ακόμη - να της λέει - ότι τα αγαπά για χάρη της!»

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΟΥΓΔΟΥΝΩΝ

«Ο άγιος Ειρηναίος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα της Ρώμης Μάρκου Αντωνίνου, τον δεύτερο μ. Χ. αιώνα, και υπήρξε αρχαίος Πατέρας της Εκκλησίας, διάδοχος των μακαρίων Αποστόλων, ενώ χρημάτισε και επίσκοπος Λουγδούνων της Γαλλίας (της σημερινής Λυών). Άφησε στην Εκκλησία πολλά βιβλία, τα οποία εξηγούσαν, ερμήνευαν και υπεράσπιζαν τη χριστιανική πίστη, τα οποία χρησιμοποίησαν πολύ για παρόμοιο σκοπό και οι μεταγενέστεροι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ο άγιος ανέλαβε τα καθήκοντα του επισκόπου της εκκλησίας των Λουγδούνων, μετά τον Ποθεινό, ο οποίος και μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού. Με τη διδασκαλία του ο Ειρηναίος και με τις παραινέσεις του, μετέστρεψε στην πίστη του Χριστού από την ειδωλολατρία πολλούς ανθρώπους,  πολλοί από τους οποίους έγιναν μάρτυρες του Χριστού, όπως και ο ίδιος τελικώς στεφανώθηκε με το στεφάνι του μαρτυρίου, με το ξίφος των διωκτών της πίστεως».

Η απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που η Εκκλησία μας άγει σήμερα, αφενός τονίζει και πάλι τη σπουδαιότητα του προσώπου της Παναγίας μας, αφετέρου σχετίζει Αυτήν με τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον οποίο επίσης εορτάζουμε, τον άγιο ιερομάρτυρα Ειρηναίο Λουγδούνων ή Λυών. Και τούτο, διότι ο άγιος Ειρηναίος, συνεχιστής της θεολογίας του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου (ο άγιος Ιγνάτιος ανοίγει τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα, ο άγιος Ειρηναίος κλείνει τον αιώνα αυτόν), προβάλλει, μέσα στο πλαίσιο της θεολογίας αυτής, την Υπεραγία Θεοτόκο, ως αναπόσπαστο παράγοντα της σωτηρίας του ανθρώπου. Εννοούμε ότι η Παναγία μας, κατά τον άγιο, δεν έχει τη θέση του εξαίρετου μέλους στην Εκκλησία, από πλευράς μόνον παραδειγματικής – να Της μοιάσουμε απλώς λόγω της αγιότητάς Της – αλλά και από πλευράς σωτηριώδους. Η υπακοή Της στον λόγο του Θεού, προκειμένου να έλθει στον κόσμο ως άνθρωπος ο Υιός του Θεού, αντιπαραβάλλεται με την ανυπακοή της πρώτης Εύας, που σημαίνει ότι όπως με εκείνη ο άνθρωπος ξέπεσε από τη σχέση του με τον Θεό, έτσι και με την Παναγία, ως δεύτερη Εύα, ο άνθρωπος βοηθήθηκε στην επανένταξή του σ’  Εκείνον. Ειρηναίος και Παναγία λοιπόν σχετίζονται ουσιαστικά και όχι μόνον γιατί συμπίπτει η απόδοση της Κοιμήσεώς Της με την εορτή του αγίου.

Ο άγιος Ειρηναίος όμως είναι από εκείνους τους αποστολικούς Πατέρες που η επικαιρότητά τους σήμερα είναι εκπληκτική. Για δύο λόγους.  Πρώτον, διότι τόνισε σε βαθμό απόλυτο αυτό που αληθινά έφερε ο Χριστός και κήρυξαν οι απόστολοι, δηλαδή ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνον εν Χριστώ, κάτι που πήγε στην εποχή του να αλλοιωθεί με την κυριαρχία της αίρεσης του γνωστικισμού (ο οποίος κήρυσσε άλλον Θεό του καλού και άλλον του κακού και Δημιουργού, άρα δαιμονοποιούσε τον κόσμο και την ύλη, συνεπώς και το σώμα του ανθρώπου, και αρνιόταν και την Παλαιά Διαθήκη, ως το πρώτο θεόπνευστο μέρος της Αγίας Γραφής), αλλά και με τη συνέχειά του και σήμερα, μέσω υπολειμμάτων του – είναι γνωστό ότι όλα εκείνα τα συστήματα της εποχής μας, θεοσοφικά, φιλοσοφικά, μυστικιστικά, που μιλούν για γνώση και εύρεση του εαυτού με μύηση και στοχασμό και άσκηση, συνδέονται με αυτήν την ανατολική αίρεση των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που κατεδίκασε η Εκκλησία μας. Δεύτερον, διότι εξίσου τόνισε ότι αυτή η εν Χριστώ σωτηρία δεν μπορεί να υπάρξει πουθενά αλλού, πέρα από την Εκκλησία. Ο άγιος Ειρηναίος  ήταν εκείνος που περίτρανα έδειξε ότι έξω από την Εκκλησία που συνιστά το ζωντανό σώμα του Χριστού, δεν μπορεί κανείς να έχει μετοχή στον Χριστό, άρα δεν μπορεί και να σωθεί. Και καταλαβαίνουμε το πόσο επίκαιρη είναι η διδασκαλία του, διδασκαλία όλης της Εκκλησίας, όταν και πάλι ακούγονται φωνές, δυστυχώς και από «χριστιανούς», που πιστεύουν ότι μπορούν να «κρατούν» τον Χριστό, διαγράφοντας όμως την Εκκλησία. Απαρχής λοιπόν η Εκκλησία, δια στόματος πρώτον των αποστόλων, κι έπειτα των Πατέρων, σαν τον άγιο Ειρηναίο, έχει δώσει την απάντηση: Χριστός και Εκκλησία πάνε μαζί, όπως μαζί θεωρούνται η κεφαλή με το σώμα. Τυχόν διάσπασή τους σημαίνει εκτρωματική και «τερατική» κατάσταση.

Ο άγιος Ειρηναίος ήταν εκείνος που τονίζοντας τα παραπάνω δεν ιδεολογοποίησε την Εκκλησία. Δεν μίλησε γι’  αυτήν ως κάτι θεωρητικό, άρα και η σχέση του χριστιανού με τον Χριστό δεν μπορεί να είναι θεωρητική. Ο άγιος, στοιχώντας στην Παράδοση, όπως είπαμε, των αποστόλων, ζώντας και αναπνέοντας ιδιαιτέρως τη ζωή και το ήθος του αγίου Ιγνατίου και του αγίου Πολυκάρπου, μίλησε για την πραγματική και ουσιαστική εν χάριτι μετοχή του ανθρώπου στον Χριστό. Ο άνθρωπος με άλλα λόγια έχει τον Χριστό, όταν μετέχει στη ζωή Του. Όπως η θέα του φωτός είναι μετοχή στο φως, έτσι και η πίστη στον Χριστό είναι μετοχή σ’  Εκείνον. Ο άγιος Ειρηναίος μάς ανοίγει τα μάτια σήμερα για τα καλά: ο Χριστός είναι ο Σωτήρας μας, τον Χριστό Τον ζούμε στην Εκκλησία, με τον Χριστό ενωνόμαστε πραγματικά και αληθινά.

22 Αυγούστου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο μάρτυς του Χριστού Αγαθόνικος έζησε κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού. Συνελήφθη από κάποιον κόμη, που ονομαζόταν Ευτόλμιος. Αυτός απεστάλη από τη Νικομήδεια στην Ποντιακή χώρα από τον βασιλιά, για να εξολοθρεύσει τους χριστιανούς. Στην πορεία του με πλοίο, κατέλαβε το Εμπόριον, που λεγόταν και Κάρπη. Εκεί βρήκε τον άγιο Ζωτικό μαζί με τους μαθητές του να ομολογούν τον Χριστό, γι’  αυτό και τους κατεδίκασε σε σταυρικό θάνατο. Έπειτα αφού επέστρεψε στη Νικομήδεια και έμαθε ότι ο καλούμενος Πρίγκιψ πίστεψε στον Χριστό από κάποιον Αγαθόνικο, που απομάκρυνε τους Έλληνες από τα είδωλα και τους οδηγούσε στη χριστιανική πίστη, έστειλε και συνέλαβε και τους δύο. Και τον μεν άγιο Αγαθόνικο τον κτυπά με σφοδρότητα, τον δε Πρίγκιπα μαζί με άλλους δέσμιους χριστιανούς, μαζί και με τον Αγαθόνικο, τους οδηγεί στη Θράκη, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς, με σκοπό να κάνει ο βασιλιάς την εξέτασή τους. Καθώς ήλθε και σ’  ένα χωριό, που ονομαζόταν Ποταμός, σκότωσε τον άγιο Ζήνωνα και τον Θεοπρέπιο και τον Ακίνδυνο, οι οποίοι λόγω των προηγηθέντων βασανιστηρίων, αδυνατούσαν να βαδίζουν. Όταν έφτασε κοντά στη Χαλκηδόνα, σκοτώνει τον άγιο Σεβηριανό, που κήρυττε τον Χριστό με παρρησία. Στο Βυζάντιο, παρουσιάζουν ενώπιόν του τον άγιο Αγαθόνικο, μαζί με τους υπόλοιπους συναιχμαλώτους και τον Πρίγκιπα, και αφού τους έβγαλαν έξω από την πόλη, τους κτυπάνε με σφοδρότητα, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στη Σηλυμβρία, σ’  ένα τόπο που λεγόταν Άμμους, όπου ζούσε ο Μαξιμιανός, κι εκεί έκοψαν την κεφαλή του αγίου Αγαθονίκου και του Πρίγκιπα και των άλλων χριστιανών, όσους ο κόμης έφερε από τη Νικομήδεια, και έτσι κατακοσμήθηκαν όλοι με το στεφάνι του μαρτυρίου».

Ιδιαίτερη θλίψη καταλαμβάνει την ψυχή καθενός ανθρώπου, που δεν έχει χάσει εντελώς την ανθρωπιά του, όταν διαβάζει τα συναξάρια των πρώτων, και όχι μόνο, χριστιανικών αιώνων, σαν το σημερινό, και βλέπει την ευκολία με την οποία οι διώκτες των χριστιανών εξολόθρευαν, και μάλιστα με σκληρά βασανιστήρια,  τους χριστιανούς. Η ανθρώπινη ζωή για τους διώκτες δεν είχε προφανώς καμία αξία, θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι χαίρονταν αυτό το οποίο έκαναν. Και ναι μεν για τους χριστιανούς μάρτυρες το μαρτύριο ήταν η δόξα τους, διότι μετείχαν έτσι στο μαρτύριο του Πρώτου μάρτυρα Κυρίου Ιησού Χριστού, συνεπώς έμπαιναν θριαμβευτικά στη Βασιλεία του Θεού – γι’  αυτό άλλωστε και τη μνήμη τους την εορτάζουμε τότε που μαρτύρησαν - δεν παύει όμως η ψυχή μας να πονά και να κλαίει για την κατάντια των διωκτών και βασανιστών των μαρτύρων, διότι με τις ενέργειές τους αυτές απεκάλυπταν το έρεβος της ψυχής τους, το μίσος που τους διακατείχε, την επήρεια του Πονηρού πάνω σ’  αυτούς.

Το τραγικό βεβαίως είναι ότι παρόμοιες ενέργειες μίσους κατά των ανθρώπων επισημαίνουμε σε όλη τη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας, ακόμη δε και στην «πολιτισμένη» και «προηγμένη» εποχή μας. Θέλουμε να πούμε ότι δεν είναι μόνον οι χριστιανοί, οι οποίοι δέχτηκαν τη μήνη των διωκτών τους, λόγω της πίστεώς τους στον Χριστό. Πλήθος ανθρώπων, που είχαν μία άλφα φιλοσοφία ή θρησκεία, ή και μία πολιτική ιδεολογία, διαφορετική από άλλους, υπέστησαν τα πάνδεινα από αυτούς, διότι ακριβώς ήθελαν να μείνουν σταθεροί στα δικά τους πιστεύω. Και η θλίψη είναι η ίδια και γι’  αυτούς, γιατί, είπαμε, βλέπει κανείς την κατάντια των ανθρώπων, που όταν χάσουν τη ζωντανή σχέση τους με τον Θεό, χάνουν και την όποια ανθρωπιά τους: δεν υφίσταται πια κανένα ίχνος αγάπης, συνεπώς ο καθένας γίνεται για τον άλλο ένας «λύκος».

«Χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται» είχε επισημάνει πολύ εύστοχα ο μεγάλος Ρώσος λογοτέχνης Ντοστογιέφσκι, και πράγματι:  Τι είναι εκείνο που μπορεί να συγκρατήσει κάποιον χωρίς Θεό, έστω και «καλό» άνθρωπο, από το να βλάψει τον συνάνθρωπό του, δοθείσης της ευκαιρίας, όταν έχει υποστεί ένα κακό από εκείνον; Και μπορεί ίσως να μην προβεί σε κάποια εχθρική ενέργεια εναντίον του, μπορεί όμως να σκεφτεί εχθρικά μέσα στη σκέψη και την καρδιά του γι’  αυτόν. Η εχθρότητα της ψυχής προς κάποιον άλλον δεν συνιστά κι αυτή κακή «ενέργεια», απλώς άλλου τύπου; Το ζητούμενο λοιπόν είναι πώς θα μπορέσει ο άνθρωπος να βρίσκεται πάντοτε εν αγάπη, έστω και απέναντι στον εχθρό του, κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη χάρη του Θεού, ιδίως με τη δύναμη που παρέχει η προσευχή στον Θεό και τα μυστήρια της Εκκλησίας. Εν Χριστώ, με άλλα λόγια, ο άνθρωπος φτάνει στο υπέρ φύσιν και χαρισματικό σημείο αγάπης και προς τον εχθρό.

Ο άγιος Αγαθόνικος σήμερα μας προκαλεί σ’  αυτήν την διπλή επισήμανση: πρώτον, ο άνθρωπος ο χωρίς Θεό γίνεται χειρότερος και από τα πιο αιμοβόρα θηρία, που σημαίνει ότι μπροστά στην παρουσία ιδίως αγίων ανθρώπων ο άνθρωπος αυτός κυριολεκτικά δαιμονίζεται: προκαλείται να φανερώσει το τι κατοχή δαιμονίων έχει υπάρξει μέσα του και πόσο επικίνδυνος επομένως είναι για τον κόσμο. Δεύτερον, το πιο σημαντικό: ο άνθρωπος του Θεού, με τη δύναμη του Χριστού, ζει τον σταυρό Εκείνου και πεθαίνει με ακακία, χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ερίζει, προσευχόμενος υπέρ των διωκτών και των εχθρών του. Ποιο μεγαλύτερο μεγαλείο ανθρώπου μπορεί να υπάρξει από αυτό; Νομίζουμε ότι σπουδαιότερη «απόδειξη» της αλήθειας της χριστιανικής πίστεως από αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει: η ίδια η ζωή επιβεβαιώνει την παρουσία  της ενέργειας του Θεού ως αγάπης στον άνθρωπο. Την αγάπη αυτή ως συμμετοχή στο Πάθος του Χριστού, συνεπώς ως αγάπη και προς τους εχθρούς,  βλέπουμε ότι ζούσε και ο άγιος Αγαθόνικος. Όπως το επισημαίνει μεταξύ άλλων και ο υμνογράφος του: «Ιχνηλατών το πάθος του Χριστού, του βλύσαντος πάσι την απάθειαν πιστοίς, υπέμεινας ονειδισμούς και θλίψεις, Μάρτυς, και θάνατον άδικον, ξίφει την σήν κεφαλήν, αποτμηθείς εν χαρά». Ακολουθώντας τα ίχνη του πάθους του Χριστού, από τον Οποίο ανέβλυσε για όλους τους πιστούς η απάθεια, υπέμεινες και σύ, Μάρτυς, με χαρά ονειδισμούς και θλίψεις και άδικο θάνατο, καθώς σου κόψανε με ξίφος το κεφάλι. Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.

21 Αυγούστου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Βλέπων δε (ο Πέτρος) τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων: Κύριε, σώσον με» (Ματθ. 14, 30)

Ένα εξαιρετικά θαυμαστό γεγονός μάς περιγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, το οποίο κάνει τους μαθητές του Κυρίου να μείνουν έκθαμβοι για μία ακόμη φορά μπροστά στη θεϊκή ενέργεια του Διδασκάλου τους. Ο Κύριος έχει διαλύσει τα πλήθη που Τον ακολουθούσαν, έχει στείλει τους μαθητές Του με πλοιάριο, παρ᾽ όλη τη θαλασσοταραχή, στην απέναντι όχθη από εκεί που βρίσκονταν, έχει αποσυρθεί σε πολύωρη προσευχή στο όρος, και ξαφνικά εμφανίζεται  ξημερώματα στους ταλαιπωρημένους από την ταραγμένη θάλασσα μαθητές Του, περπατώντας πάνω στα κύματα. Η αντίδραση των μαθητών ήταν εντελώς φυσική: τρόμαξαν και αμφισβήτησαν την πραγματική παρουσία Του. Κι ο Πέτρος, προκειμένου να πειστεί ότι όντως είναι ο Κύριος, ζητά από Αυτόν να έρθει κοντά Του, με τον ίδιο θαυμαστό τρόπο που και Εκείνος βρισκόταν εκεί: να περπατήσει δηλαδή πάνω στα κύματα, κάτι που γίνεται. Μα στην πορεία ο Πέτρος κλονίζεται και αρχίζει να καταποντίζεται. Στον πανικό του κραυγάζει προς τον Κύριο να τον σώσει, κι ο Κύριος βεβαίως ανταποκρίνεται αμέσως, ελέγχοντας όμως τον μαθητή του για την ολιγοπιστία του.

1. Ο Πέτρος βιώνει διπλή αντιθετική εμπειρία. Τη μία στιγμή μετέχει στο θάμβος του θαύματος: να περπατά πάνω στα κύματα∙ αμέσως μετά βιώνει την αγωνία του θανάτου: καταποντίζεται μέσα σ᾽ αυτά. Ζει κάτι που θα το ζήσει και αργότερα, όταν τη μία στιγμή θα ομολογεί με φωτισμό του Θεού ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος («σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»), και την άλλη στιγμή θα δέχεται τον αυστηρότατο έλεγχο του Ίδιου ότι αποτελεί σκάνδαλο για Εκείνον, διότι «φρονεῖ τά τῶν ἀνθρώπων καί οὐ τά τοῦ Θεοῦ». Αιτία για την εναλλαγή αυτή είναι η αστάθεια της πίστεώς του  πρός τον Χριστό - δεν είχε έλθει ακόμη η Πεντηκοστή, ώστε με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος να παγιωθεί αυτός και οι άλλοι μαθητές στη χαρισματική κατάσταση της αληθινής χριστιανικής πίστεως.

2. Τι ήταν εκείνο που προκάλεσε τη μετάπτωσή του από την πίστη στην ολιγοπιστία; Κι όταν μάλιστα είχε βιώσει μαζί με τους άλλους μαθητές και άλλοτε την παντοδυναμία του «κοιμωμένου» Κυρίου στη θάλασσα της Γαλιλαίας με το «σιώπα, πεφίμωσο» που απεύθυνε Εκείνος στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, οπότε και «εγένετο γαλήνη μεγάλη». Η ευαγγελική διήγηση με πολλή ενάργεια μας δίνει την απάντηση: ο Πέτρος, όσο ήταν στραμμένος προς τον Χριστό, όσο  ατένιζε Εκείνον που τον καλούσε, μπορούσε και περπατούσε σαν σε ξηρά: σταθερά και με αυτοπεποίθηση. Μόλις όμως η προσοχή του μετατοπίζεται από τον Χριστό στην ταραγμένη από τον ισχυρό άνεμο θάλασσα, συνειδητοποιεί τη μη λογική κατάσταση και η όποια πίστη του κλονίζεται και χάνεται. Ο καταποντισμός του λοιπόν είναι γεγονός. Έτσι διαπιστώνει κανείς πολύ καθαρά ότι η προσήλωση στον Χριστό, η ενατένιση του προσώπου Του, όταν είναι ανταπόκριση στην κλήση Του, συνιστά το γεγονός της πίστεως, το οποίο οδηγεί στην υπέρβαση των όποιων προβλημάτων του ανθρώπου, κι ακόμη: στην υπέρβαση των λογικών στηριγμάτων της εμπειρίας του, η οποία (εμπειρία) αρνείται, όπως στο υπόψη γεγονός, την αποδοχή του ύδατος ως ξηράς. Με άλλα λόγια, όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από το πρόσωπο του Χριστού, όταν Τον κάνει κέντρο της ύπαρξής του, εκεί βιώνει καταστάσεις πάνω από το θεωρούμενο φυσιολογικό. «Πιστεύεις ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;», είναι η ερώτηση την οποία θέτει ο Κύριος, κάθε φορά που πρόκειται να επιτελέσει ένα θαυμαστό γεγονός.

Από την άλλη, όταν ο άνθρωπος χάσει την επαφή αυτή με τον Χριστό, όταν καταληφθεί από άλλα στοιχεία, απειλητικά για την ύπαρξή του, σαν τον Πέτρο με τα τεράστια κύματα, μοιάζει να ῾παγώνει᾽ από τον φόβο του και να βιώνει, όπως είπαμε, την αγωνία του θανάτου. ‘Ισως μπορεί κανείς να θυμηθεί εν προκειμένω το περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη με τη γυναίκα του Λωτ που ῾πέτρωσε᾽ κι έγινε ῾στήλη άλατος᾽: κι η γυναίκα αυτή χάνει την επαφή της με τον Θεό, διότι δείχνει ανυπακοή στο θέλημά Του, και η προσοχή της, στην περίπτωση εκείνη από περιέργεια, στρέφεται προς τη μαινόμενη φύση: τη βροχή από θειάφι. Και ῾πετρώνει᾽. Καταποντίζεται.

3. Η περίπτωση του Πέτρου λειτουργεί ως παράδειγμα: ξέρουμε πια οι πιστοί ότι κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε πρόβλημα στη ζωή μας – και ποιος είναι εκείνος που θα ισχυριστεί ότι δεν έχει προβλήματα, προερχόμενα είτε από το περιβάλλον του είτε από τον εαυτό του με τα πάθη του είτε από τον ίδιο τον διάβολο; - η λύση είναι όχι η εμμονή μας στο πρόβλημα, αλλά η εν πίστει στροφή μας προς τον Χριστό. Το «Κύριε, σῶσόν με» ή αλλιώς «Κύριε, ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» πρέπει να αποτελεί την αδιάκοπη κραυγή μας, τη συνεχή προσευχή μας. Το θέμα δηλαδή είναι να μη χάνουμε την επαφή μας με Εκείνον. Όταν ο λόγος του Θεού και οι άγιοί μας στη συνέχεια μιλούν για την «κόλλησιν» που πρέπει να έχει ο άνθρωπος στον Θεό, και μάλιστα στο πρόσωπο του Χριστού – «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ  δεξιά Σου» σημειώνει ο ψαλμωδός για παράδειγμα -  δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να μιλούν για τη σωτηρία που ο άνθρωπος ζει με τον τρόπο αυτό. Η «κόλλησις» αυτή είναι ακριβώς η αδιάκοπη, όπως είπαμε, ενατένιση του προσώπου του Χριστού.  ῾Τι κάνεις εδώ;᾽ ρώτησε μια  φορά ένας ιερέας κάποιον γέροντα, που καθημερινά ερχόταν στον ναό και καθόταν ώρες απέναντι στην εικόνα του Χριστού στο τέμπλο. ῾Τον βλέπω και με βλέπει, κι αυτό μου φτάνει᾽ απάντησε δακρυσμένος ο γέροντας.

Να βλέπω τον Χριστό που με βλέπει πάντοτε με το πλήρες αγάπης βλέμμα Του, αυτό συνιστά τη σωτηρία μας. Να θυμόμαστε όμως εξίσου ότι κατεξοχήν τον Κύριον Τον ῾βλέπουμε᾽, όταν είμαστε προσηλωμένοι και προσκολλημένοι στίς άγιες έντολές Του. Ο Ίδιος βεβαίωσε ότι εκεί βρίσκεται κρυμμένος και δι᾽ αυτών φανερώνεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Είναι μία πραγματικότητα, η οποία μας προκαλεί να ῾πειραματιστούμε᾽ πάνω της προκειμένου να την επιβεβαιώσουμε.

ΠΩΣ ΛΕΓΕΤΑΙ ΣΩΣΤΑ ΤΟ «ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ»

Το «Κύριε ἐλέησον», είτε στη συγκεκομμένη εκδοχή είτε στην πιο ανεπτυγμένη της ως «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ελέησόν με τόν ἁμαρτωλόν»,  είναι η πιο γνωστή, συχνά επαναλαμβανόμενη προσευχή της Εκκλησίας μας, μεμονωμένα ή μαζί με τους άλλους αδελφούς πιστούς. Κι αυτό γιατί συνιστά, όπως είναι γνωστό, μία σύντομη ομολογία της πίστεώς μας, ένα μικρό «Πιστεύω» θα έλεγε κανείς, που θα πει ότι μόνον ο βαπτισμένος και χρισμένος χριστιανός ως μέλος Χριστού και της Εκκλησίας μπορεί να την εκφέρει, αφού απαιτεί τη δύναμη και τη χάρη του Θεού, η οποία ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου για να βλέπει τον Χριστό όχι μόνον ως άνθρωπο, αλλά και Θεό. Όπως το λέει ο απόστολος Παύλος «κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει τον Ιησού ως Κύριο και Θεό, παρά μόνο με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος».

Κι ανάλογα βέβαια με τη διάθεση υπακοής στο θέλημα του Θεού, εκεί δηλαδή που πράγματι φανερώνεται αν είναι κανείς χριστιανός ή όχι  - η υπακοή στο θέλημα αυτό μάς συντονίζει με τον Χριστό τον κατεξοχήν υπήκοο στον Θεό Πατέρα Του – η μονολόγιστη αυτή λεγόμενη προσευχή προχωρεί από τα χείλη στον νου, κι από κει στην καρδιά, κάνοντας τον άνθρωπο να μη λέει απλώς προσευχές αλλά να γίνεται ο ίδιος προσευχή – το Πνεύμα του Θεού στην καρδιά του «κράζει ἀββᾶ ὁ Πατήρ».

Η υπακοή αυτή στο θέλημα του Θεού, δηλαδή στις άγιες εντολές του Θεού, συχνά παραθεωρείται από πολλούς χριστιανούς, σαν να υπάρχει χριστιανική ζωή στον «αυτόματο» που λέμε. Αλλά η υπακοή αυτή συνιστά την απόλυτη προϋπόθεση για να υπάρχει προσευχή, ακόμη και το απλό θεωρούμενο «Κύριε ἐλέησον», για να υπάρχει χριστιανική πνευματική ζωή. Κι ένα μικρό κεφάλαιο του μεγάλου οσίου και Πατέρα της Εκκλησίας Μαξίμου του ομολογητή έρχεται για να άρει όλες τις φαντασιώσεις μας περί της χριστιανικότητάς μας και να μας μυήσει στο αληθινό χριστιανικό προσευχητικό βίωμα. Ας στοχαστούμε πάνω σ’ αυτό με αίσθημα μετανοίας και ας προσανατολιστούμε σ’ αυτό που μας υποδεικνύει – είναι ο δρόμος του Χριστού. «῾Ο τελείαν ἀγάπην κτήσασθαι δυνηθείς καί ὅλον τόν βίον αὐτοῦ πρός ταύτην ρυθμίσας, οὗτος λέγει Κύριον ᾽Ιησοῦν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Αυτός που μπόρεσε να αποκτήσει τέλεια αγάπη και ρύθμισε όλη τη ζωή του προς αυτήν, αυτός ομολογεί ως Κύριο τον Ιησού εν Πνεύματι αγίω).