12 Σεπτεμβρίου 2021

ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ ΣΜΥΡΝΗΣ

 Ό,τι θεριά 'νθρωπόμορφα δεν βλέπαν και δεν νιώθαν,

το 'δαν τα δέντρα, τα πουλιά, ο ήλιος και το χώμα·

τ’  άγιο κορμί που κείτουνταν ακρωτηριασμένο

με πύρινη όμως την ψυχή και με αγάπης χρώμα!

 

Τα χείλη του ψιθύριζαν βαμμένα μες στο αίμα

           - την ώρα που του ρολογιού οι δείκτες σταματούσαν -

κείνο που πήρε ο άνεμος, με δέος και με φόβο,

για να το φέρει όπου γης, και δάκρυα ξεσπούσαν.

 

«Πατέρα, τη συχώρηση δώσ’ τους, μη τους γδικιέσαι,

γιατί δεν ξέρουνε κι αυτοί, σαν τότε οι εχθροί Σου»,

λέγαν τα χείλη τ’  άγια, του Χρυσοστόμου Σμύρνης,

λίγο πριν φύγει του η ψυχή, σώμα ψυχή χωρίσουν.


Κι έφυγε ο Χρυσόστομος, ο της θυσίας άγιος,

μα άφησε το σώμα του τη γη μας να λιπαίνει.

Από ψηλά τώρα θωρεί κι από την προτομή του

θυμίζοντας το χρέος μας – φωνή που δεν σωπαίνει!


Ο ΟΣΙΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ Ο ΜΑΓΕΙΡΟΣ (11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)

 «Ο όσιος γεννήθηκε από αγροίκους και χωρικούς γονείς, οπότε και ανατράφηκε χωρίς ιδιαίτερη παιδεία. Ύστερα εισήλθε σε μοναστήρι κι αφού ντύθηκε το μοναχικό σχήμα έγινε υπηρέτης των μοναχών. Επειδή καταγινόταν πάντοτε στο μαγειρείο ως αγροίκος, οι άλλοι μοναχοί τον καταφρονούσαν και τον περιέπαιζαν, όμως ο μακάριος υπέφερε όλες τις καταφρονήσεις με γενναιότητα καρδιάς και σύνεση και ησυχία του λογισμού, χωρίς να ταράσσεται καθόλου. Κι αυτό γιατί μολονότι αγράμματος, ήταν έμπειρος κατά την πνευματική γνώση. Στο μοναστήρι λοιπόν εκείνο που βρισκόταν, ήταν και ένας φιλόθεος ιερέας, ο οποίος παρακαλούσε διαρκώς τον Θεό να του φανερώσει τα αγαθά που πρόκειται να απολαύσουν όσοι τον αγαπούν. Μία νύκτα λοιπόν, την ώρα που κοιμόταν ο ιερέας, φάνηκε στον ύπνο του ότι βρέθηκε μέσα σε περιβόλι και έβλεπε τα εκεί ευρισκόμενα πανευφρόσυνα αγαθά με θάμβος και έκσταση. Εκεί όμως είδε και τον μάγειρα του μοναστηριού Ευφρόσυνο, ο οποίος στεκόταν στο μέσον του περιβολιού και απολάμβανε τα διάφορα εκείνα αγαθά. Τον πλησίασε τότε κι άρχισε να τον ρωτά ποιο είναι αυτό το περιβόλι και πώς εκείνος βρέθηκε σ’ αυτό! Ο Ευφρόσυνος του αποκρίθηκε: Εγώ έχοντας εξουσία για όλα όσα βλέπεις εδώ, χαίρομαι και ευφραίνομαι με τη θεωρία τους και τη νοερή απόλαυση. Ο ιερέας του είπε: Μπορείς να μου δώσεις κάποιο από τα αγαθά αυτά;  Κι ο Ευφρόσυνος αποκρίθηκε: Ναι, θα πάρεις από όλα αυτά με τη χάρη του Θεού μου. Τότε ο ιερέας του έδειξε κάποια μήλα και του ζήτησε να του δώσει από αυτά. Ο Ευφρόσυνος πήρε μερικά και τα έβαλε στο πανωφόρι του ιερέα λέγοντάς του: να, απόλαυσε τα μήλα που ζήτησες.

Κάποια στιγμή κτύπησε το σήμαντρο για να εγερθούν οι Πατέρες για τον όρθρο, οπότε ξύπνησε και ο ιερέας. Κι ενώ νόμιζε ότι η οπτασία που έβλεπε ήταν όνειρο, καθώς άπλωσε το χέρι του για το πανωφόρι του, βρήκε πραγματικά τα μήλα. Θαύμασε για την παράδοξη ευωδία τους κι έμεινε ακίνητος για πολλή ώρα. Κίνησε έπειτα για την Εκκλησία και βλέποντας εκεί να στέκεται ο Ευφρόσυνος τον τράβηξε παράμερα και τον όρκισε να του πει πού ήταν εκείνη τη νύκτα. Ο Ευφρόσυνος του είπε: Συγχώρησέ με, πάτερ, σε κανένα μέρος δεν πήγα κατά τη νύκτα αυτήν, παρά τώρα ήλθα στην ακολουθία. Κι ο ιερέας είπε: Γι’  αυτό εγώ πρώτα σε έδεσα με όρκους, για να φανούν σε όλους τα μεγαλεία του Θεού. Και συ δεν πείθεσαι να φανερώσεις την αλήθεια; Τότε ο ταπεινόφρων Ευφρόσυνος αποκρίθηκε: Εκεί, πάτερ, ήμουνα, όπου είναι τα αγαθά που πρόκειται να κληρονομήσουν όσοι αγαπούν τον Θεό και που συ προ πολλών ετών ζητούσες να δεις. Εκεί είδες και εμένα να απολαμβάνω τα αγαθά του περιβολιού. Κι αυτό γιατί θέλοντας ο Κύριος να δώσει πληροφορία στην αγιοσύνη σου για τα ζητούμενα αγαθά των δικαίων, ενήργησε τέτοιο μεγάλο θαύμα μέσω από εμένα τον ευτελή. Κι ο ιερέας είπε: Και τι, πάτερ Ευφρόσυνε, τι μου έδωσες από τα αγαθά του περιβολιού; Τα ωραία και ευωδέστατα μήλα, αποκρίθηκε ο Ευφρόσυνος, τα οποία τώρα τα έβαλες στην κλίνη σου. Όμως, πάτερ συγχώρησέ με, γιατί εγώ είμαι σκουλήκι και δεν είμαι άνθρωπος.

Τότε ο ιερέας διηγήθηκε σε όλους τους αδελφούς την οπτασία που είδε, η οποία προξένησε σε όλους θαυμασμό και έκπληξη και ζήλο του καλού και της αρετής. Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, αποφεύγοντας τη δόξα των ανθρώπων, αναχώρησε κρυφά από το μοναστήρι. Κι απομακρύνθηκε τόσο πολύ, ώστε να μείνει παντελώς άγνωστος σε όλους. Πολλοί δε ασθενείς, τρώγοντας από τα μήλα εκείνα που είχε δώσει στον ιερέα, γιατρεύτηκαν από τις ασθένειές τους» (συναξάρι ακολουθίας οσίου).

Ο όσιος Ευφρόσυνος αποτελεί ένα επιπλέον θαυμαστό σημείο μέσα στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας που επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ευκολότερος και ανετότερος δρόμος για την είσοδο του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού, ήδη από τη ζωή αυτή, από την ταπείνωση. Κι αυτό διότι το καθοριστικότερο στοιχείο της ζωής του, απαρχής μέχρι τέλους, ήταν η υψοποιός αυτή αρετή. Οι αναφορές επ’  αυτού του εκκλησιαστικού ποιητή είναι πάμπολλες. Ήδη το απολυτίκιό του, εκεί που συμπυκνώνεται η ουσία της αγιότητας ενός αγίου, αυτό επισημαίνει εξαρχής: «ὁσίως ἐβίωσας ἐν ταπεινώσει πολλῇ». Και στο δοξαστικό επίσης του εσπερινού: «Οὗτος γάρ ταπεινώσει ἑαυτόν κοσμήσας», αυτό ήταν το κόσμημα της ζωής του, η ταπείνωση. Κι είναι αυτονόητο για τη χριστιανική πίστη ότι όπου υπάρχει η ταπείνωση, εκεί υπάρχει η παρουσία του Θεού, εκεί υπάρχουν και όλα τα χαρίσματα που δίνει ο Κύριος. Γιατί ακριβώς ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός μας αυτά τα δύο μάς απεκάλυψε ως κατεξοχήν στοιχεία της ζωής Του: την αγάπη και την ταπείνωση. «Ο Θεός αγάπη εστί» και «μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».

Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι πάνω στη βάση αυτή κτίζεται η πίστη στον Χριστό και η αγάπη για Εκείνον και τον συνάνθρωπο, όπως επίσης ότι η ταπείνωση συνυπάρχει με το κατεξοχήν αποδεικτικό στοιχείο της, την υπακοή. Ταπείνωση, πίστη, αγάπη, υπακοή – τα ακριβά κοσμήματα κάθε αγίου, ιδίως του σήμερα εορταζομένου οσίου Ευφροσύνου. Οπότε στο πρόσωπό του ψαύουμε την ενέργεια και τη χάρη του Τριαδικού Θεού ή αλλιώς μπροστά στον όσιο Ευφρόσυνο βλέπουμε μία άλλη «εν ετέρα μορφή» παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι ασφαλώς για να υπάρχουν οι αρετές αυτές συνυπάρχουν και όλες οι παράμετροί τους, η υπομονή, η εγκράτεια, το πένθος, τα δάκρυα – διαβάζοντας τη ζωή του οσίου νιώθουμε ότι περιδιαβαίνουμε σ’ όλον τον Παράδεισο – με τελική αναφορά τη χαρά και την ευφροσύνη που φέρνει η παρουσία του Θεού στον άνθρωπο του Θεού.

«Όσιε πάτερ Ευφρόσυνε, άσκησες την αρετή με επιμέλεια στο μαγειρείο της Μονής κι αγάπησες την ταπείνωση παραπάνω από το χρυσάφι της γης. Γι’ αυτό και υψώθηκες σε άρρητο ύψος τελειώσεως» (λιτή). «Χαίρε, όσιε Ευφρόσυνε, που είσαι ο εραστής των αρετών, το λαμπρό κατοικητήριο της θείας χάρης, το βάθρο της αγάπης προς τον πλησίον, το λιβάδι της ακτησίας, η στήλη της ταπεινοφροσύνης, το κόσμημα των μοναχών, το φως του άμεμπτου βίου και ο πολύτιμος θησαυρός της θεάρεστης ασκήσεως» (στιχ. εσπ.).

Ο τονισμός μάλιστα της ταπεινώσεως ως της κατεξοχήν αρετής του οσίου Ευφροσύνου συνιστά, κατά τον καλό υμνογράφο κ. Χ. Μπούσια, ό,τι σημαντικότερο για την εποχή μας. Γιατί; Διότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται θα λέγαμε και για την ανισορροπία αυτή: μέσα σε όλα τα δεινά και φοβερά που αντιμετωπίζει να προβάλλει ως «πρότυπο» τον οιηματία άνθρωπο, τον φαντασμένο που νομίζει ότι τα ξέρει και τα κάνει όλα! Μπορεί δηλαδή ο σύγχρονος άνθρωπος να στέκει «ενεός» κι ανήμπορος μπρος σ’ έναν αόρατο ιό που έχει φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του, ο ίδιος όμως εξακολουθεί να υπερηφανεύεται και να αλαζονεύεται! Να, πώς το εκφράζει ο ποιητής: «Σήμερα έλαμψε ως λαμπρός ήλιος η πανευφρόσυνη μνήμη του πνευματοφόρου Ευφροσύνου, η οποία διώχνει την ομίχλη της οιήσεως και της υπερηφάνειάς μας» (δόξα εσπ.). Βλέπουμε τον άγιο Ευφρόσυνο, παραδειγματιζόμαστε και... προσγειωνόμαστε στην πραγματικότητα της ζωής μας.

Κι ακόμη ο βίος του θυμίζει δύο πράγματα από τη ζωή του μεγάλου συγχρόνου οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου. Πρώτον, αυτό που έλεγε ο άγιος ευρισκόμενος στη Μονή του αγίου Παντελεήμονος Αγίου Όρους: σημασία στη ζωή μας δεν έχουν οι τίτλοι και τα αξιώματα, τα μεγάλα διακονήματα και οι θέσεις. Σημασία έχει το πώς κανείς διακονεί και στο μικρότερο διακόνημα: να έχει αίσθηση της παρουσίας του Χριστού ώστε να ζει αναμάρτητα. Η αναμαρτησία δεν είναι το κυρίως ζητούμενο στην κάθε ώρα και στιγμή της ζωής μας; «Αξίωσέ μας, Κύριε, την ημέρα μας να τη διαβούμε αναμάρτητα» - ό,τι ζούσε καθημερινά ο όσιος Ευφρόσυνος στο θεωρούμενο ταπεινό διακόνημά του στο μαγειρείο της Μονής. Και δεύτερον, αυτό που είχε αποκαλύψει ο ίδιος ο Σιλουανός, όταν υπηρετούσε στην τράπεζα της Μονής τους άλλους μοναχούς. «Ο Κύριος έδωσε να νιώσω τη μεγάλη χάρη Του, γιατί με τον λογισμό μου έλεγα ότι υπηρετώ τους αδελφούς του Κυρίου και τον ίδιο τον Κύριο». Κι είναι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι μεγάλη χάρη έλαβε ο άγιος Σιλουανός και όταν είδε τον Κύριο εν πνεύματι μέσα από την εικόνα Του στο μοναστήρι κατά την ώρα του εσπερινού, αλλά και όταν εκτελούσε το απλούστατο και ταπεινό διακόνημά του στο κοινό τραπέζι. Και γιατί θυμόμαστε τον άγιο Σιλουανό εν προκειμένω; Γιατί και ο όσιος Ευφρόσυνος ζούσε τον Παράδεισο με «αισθητό» τρόπο μάλιστα – το απεκάλυψε ο Κύριος στον φιλόθεο ιερέα της Μονής του - επειδή διακονούσε τους αδελφούς του με ταπείνωση, χωρίς να οργίζεται για τους εμπαιγμούς που δεχόταν, με διαρκή προσευχή γι’ αυτούς που τον «πείραζαν». Όσιος Ευφρόσυνος: μία ταπεινή και μικρή εξωτερικά μορφή∙ ένας γίγαντας του Πνεύματος κι ένα κατοικητήριο του Θεού με πανίερες θεοπτικές εμπειρίες εσωτερικά.

11 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

«Οὐ γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον, ἀλλ’  ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’  αὐτοῦ» (Ιωάν. 3, 17).

Ο σκοπός της αποστολής του Χριστού από τον Θεό στον κόσμο είναι εκείνο που κατεξοχήν προβάλλει το εκπληκτικής συμπύκνωσης απόσπασμα από το Ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου.

1. Το πρώτο που σημειώνει ο Ευαγγελιστής στον προκείμενο στίχο είναι ότι ο ερχομός του Ιησού Χριστού δεν αποτελεί μεμονωμένη ενέργεια ενός προσώπου της Αγίας Τριάδος, αλλά ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού: ο Υιός και Λόγος του Θεού έρχεται ως άνθρωπος στον κόσμο σταλμένος από τον Θεό Πατέρα και βεβαίως εν Αγίω Πνεύματι. Κι είναι τούτο μία κεντρική διδασκαλία της χριστιανικής πίστεως, κατά την οποία η ενέργεια του Θεού είναι κοινή στη Θεότητα. Ο Θεός μας, όπως αποκαλύπτει ο αιώνιος λόγος του Θεού, είναι τρισυπόστατος (Πατήρ, Υιός, Πνεύμα Άγιον), αλλά η ενέργειά Του, όπως και η φύση Του ασφαλώς, είναι μία και κοινή και για τα τρία πρόσωπα. «Ο Πατήρ δι’  Υιού εν αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα».

2. Ο Ευαγγελιστής αναφέρεται στον σκοπό του ερχομού του Χριστού: τη σωτηρία και όχι την κρίση του κόσμου. Η άρνηση της κρίσης από τον Χριστό  δεν πρέπει να γίνεται τυχαία. Ο Χριστός έρχεται όχι ως ο αυστηρός κριτής που θα ελέγξει τον άνθρωπο για τις αμαρτίες του - μία εικόνα του Θεού, που εγείρει στον άνθρωπο τον φόβο και που υπήρχε κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, τότε που ο άνθρωπος βρισκόταν ακόμη σ’  ένα νηπιακό πνευματικό επίπεδο, συνεπώς ο φόβος λειτουργούσε ως παιδαγωγία προς συνετισμό του ανθρώπου. Η μόνη κρίση που φέρνει ο Χριστός είναι η φανέρωση της αμαρτίας του ανθρώπου, λόγω της αλήθειας πια που βρίσκεται στον κόσμο. Μπροστά στην αλήθεια, η πλάνη και το ψεύδος αποκαλύπτονται. «Νῦν κρίσις ἐστίν τοῦ κόσμου. Νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου ἐκβληθήσεται ἔξω». Όχι ο άνθρωπος, αλλά η αμαρτία κρίνεται και ο υποκινητής αυτής διάβολος.

3. Ο άγιος Ιωάννης λοιπόν αρνείται κατηγορηματικά αυτήν την εικόνα του Θεού ως κριτή του ανθρώπου στον κόσμο τούτο. Η περίοδος της σκιάς παρήλθε. Ο Ουρανός δεν είναι απειλητικός. Δεν κρυβόμαστε για να σωθούμε από μία άγνωστη δύναμη. Διότι  ο Θεός φανερώνεται με το αληθινό πρόσωπό Του: το πρόσωπο του φίλου, του αδελφού, του γεμάτου αγάπη προς τα πλάσματά Του Πατέρα. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» και «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν». Είναι Εκείνος μπροστά στον Οποίο νιώθουμε ασφαλείς και ήσυχοι, όπως το μικρό παιδί στην αγκαλιά του πατέρα του. Ό,τι πριν ήταν απειλή και βίωμα τραγικό: η αμαρτία, ο θάνατος, ο διάβολος, τα στοιχεία του κόσμου τούτου, αίρονται από Εκείνον. Τα πήρε και τα εξαφάνισε μέσα στη φλόγα της αγάπης Του προσφέροντάς μας την ίαση. Γιατί αυτά αποτελούσαν την πληγή μας. Όπως στην έρημο οι Ισραηλίτες, που  κοιτάζοντας το χάλκινο φίδι (τύπο του Σταυρού) θεραπεύονταν από τα θανατηφόρα δήγματα των φιδιών, έτσι και με τον ερχομό του Χριστού: πάνω στον Σταυρό σηκώνει τις αμαρτίες μας και μας σώζει από την αμαρτία, τον θάνατο, τον ίδιο τον διάβολο.

4. Η σωτηρία αυτή που μας έφερε ο Χριστός δεν πρέπει να κατανοηθεί μονοδιάστατα, ως μία απλή απαλλαγή και απελευθέρωση. Μας έσωσε, διότι κυρίως μας γέμισε με την παρουσία Του, εντάσσοντάς μας μέσα στον εαυτό Του. Και η ένταξη αυτή συνιστά την  προσφορά της αιώνιας ζωής, ως ζωής του Θεού μέσα στην ύπαρξή μας, ήδη από τον κόσμο αυτό: «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’  ἔχῃ  ζωήν αἰώνιον». Έτσι η σωτηρία είναι γεγονός που βιώνεται από τη ζωή αυτή, αρκεί βεβαίως κανείς να αποδεχτεί καί νά πιστέψει στον Χριστό: «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν».  Αν μάλιστα δεν ζήσει εν πίστει στον κόσμο τούτο τη ζωή του Θεού, συνεπώς τη σωτηρία του, δεν υπάρχει περίπτωση να τη ζήσει μετά, στην άλλη ζωή που λέμε. Ό,τι ζει και θα ζήσει τότε θα είναι μία ζωή εν θανάτω, μία κόλαση.

Μεγαλειώδης η ζωή του Χριστιανού. Στην πραγματικότητα, προέκταση της ζωής του ίδιου του Χριστού. Ο Χριστός μέσα από εμάς. «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Αυτό σημαίνει βεβαίως αφενός  εκκλησιαστική μυστηριακή ζωή, που δίνει τη δυνατότητα ενεργοποίησης σ’ εμάς της ζωής του Χριστού, αφετέρου και δική μας άρνηση κρίσης ως κατάκρισης των συνανθρώπων μας. Αν ο Χριστός ήλθε στον κόσμο αρνούμενος την κρίση των ανθρώπων, δεν μπορούμε εμείς στο όνομα του Χριστού, να κρίνουμε τους ανθρώπους. Και δυστυχώς, είναι αυτό που κυρίως κάνουμε. Οι πάντες, ή έστω πάρα πολλοί, λειτουργούμε ως  «εισαγγελέας» του κόσμου: κρίνουμε, κατακρίνουμε, μη συνειδητοποιώντας ότι έτσι αρνούμαστε τον Χριστό. Ο λόγος του Θεού είναι σαφής: η παρουσία του Χριστιανού στον κόσμο, εφόσον προεκτείνει τη ζωή του Χριστού, είναι παρουσία σωτηριώδης: «κλαίειν μετά κλαιόντων καί χαίρειν μετά χαιρόντων». Φίλοι και αδελφοί προς τους άλλους. Καθόλου απειλητικοί, παρά μόνον στην αμαρτία. Και κυρίως: απειλητικοί απέναντι στη δική μας αμαρτία.

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με τις ενστάσεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί για την αγιότητα του εθνο-ιερομάρτυρα αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης. Για εμάς και για τους περισσοτέρους χριστιανούς, και μάλιστα τους έχοντες σχέση με τα ματωμένα χώματα της Μικρασιατικής γης, δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Για εμάς ο άγιος Χρυσόστομος αποτελεί σύμβολο αγάπης προς τον Θεό και χρέους προς την πατρίδα, δεδομένου μάλιστα ότι εκπροσωπεί όλους τους πεσόντες και αναιρεθέντες ποικιλοτρόπως κατά τη Μικρασιατική καταστροφή, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από την ιδιαίτερη αγάπη που τρέφουν προς αυτόν όλοι οι  Μικρασιάτες, έκφραση της οποίας αποτελούν τα διαρκώς πυκνούμενα γι’  αυτόν βιβλία που εκδίδονται, τα ποιήματα που γράφονται, τα αφιερώματα που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη του, οι προτομές που φιλοτεχνούνται σε περιοχές που υπάρχουν και ζουν Μικρασιάτες, οι ναοί που κτίζονται στη μνήμη του.

Κι είναι ευκαιρία, με το αφιέρωμα τούτο, να τονίσουμε για μία ακόμη φορά την αγιότητα του μαρτυρικού ιεράρχη, γιατί αποδεικνυόμενη αυτή ιδίως από τις τελευταίες στιγμές της ζωής του γίνεται φάρος και οδοδείκτης για όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς. Είναι όντως συγκλονιστικές οι περιγραφές του τέλους του κι είναι σαν να διαβάζουμε και πάλι από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων τις τελευταίες στιγμές του πρωτομάρτυρα και αρχιδιακόνου Στεφάνου. Τις περιγραφές αυτές κάνει όχι ένας απλός άνθρωπος, του οποίου ίσως μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ακρίβεια των λόγων του, ούτε κι ένας ραψωδός που μεγεθύνει τα γεγονότα στην εξιστόρησή τους, αλλά ένας επιστήμονας, αυτόπτης συγκλονιστικού γεγονότος, ο μακαριστός ακαδημαϊκός καθηγητής Γεώργιος Μυλωνάς, και μάλιστα σε ομιλία του επίσημη, στις 14 Δεκεμβρίου 1982, στην Ακαδημία Αθηνών. Παραθέτουμε αυτούσια τα λόγια της ομιλίας αυτής:

«Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι. Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International college της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’  ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’  αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ’  επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. «Είσαι δάσκαλος;» με ρωτά. «Αυτή την τιμή είχα», του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;» «Ναι», του λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος». Ποια ήταν η έκπληξή μας, όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος». Και συνέχισε: «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’  εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ’βγαζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.

Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε, που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;» «Ναι, ξέρω», του απάντησα. « Έλεγε, «Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». «Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε, που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’  αυτό σας χάρισα τη ζωή». «Και πού τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία. «Κανείς δεν ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί».

Αυτή είναι η μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα, που φανερώνει, όπως είπαμε, το μέγεθος της αγιότητας του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, αφού στην ορθόδοξη πίστη μας εκείνο που αποτελεί αποδεικτικό μεγάλης αγιότητας είναι η αγάπη που απλώνεται και προς τον εχθρό. Και τίποτε να μη ξέραμε για τον άγιο Χρυσόστομο, και μύρια όσα να του έχουν καταλογιστεί, το τέλος του είναι εκείνο που φανερώνει την εσωτερική, της καρδιάς του, ποιότητα. Κι ο άγιος Χρυσόστομος σαν τον Χριστό, σαν τον άγιο Στέφανο, σαν τους αποστόλους και όλους τους αγίους μάρτυρες ευλογεί τους διώκτες του και προσεύχεται γι’  αυτούς. Μόνον όποιος διακατέχεται πλούσια από αυτό το πνεύμα του Χριστού ξέρουμε ότι ανήκει σ’  Εκείνον και προεκτείνει την αγιότητα Εκείνου.

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΡΟΚΟΒΟΥΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ

«Εκείνοι που αλλάζουν εύκολα Μοναστήρι είναι τελείως απρόκοφτοι. Διότι τίποτε δεν συντελεί τόσο στην ακαρπία, όσο η έλλειψη υπομονής» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. δ΄, 90).

Μη νομίσουμε ότι αυτό που λέει ο άγιος ισχύει μόνο για τους καλογέρους. Στη θέση «Μοναστήρι» ας βάλουμε ενορία, πνευματικό, τόπο ίσως, εργασία, ακόμη και… σύζυγο. Υπάρχουν άνθρωποι που κάθονται κάπου για ένα διάστημα, κι έπειτα… βαριούνται. Οι δυσκολίες που υπάρχουν σε κάθε τι στον κόσμο τούτο – δεν υπάρχει τίποτε εύκολο σ’ αυτήν τη ζωή: οι θλίψεις είναι το βασικό γνώρισμά της – οι διάφοροι πειρασμοί που παρουσιάζονται, τα αγκάθια στην όποια σχέση πάει να αναπτυχθεί, η ρουτίνα της καθημερινότητας, τους κάνουν να θέλουν να αλλάζουν. Να μη μένουν κάπου σταθερά. Έστω κι αν αυτό το κάπου είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Τυχαία άραγε ο απόστολος επισημαίνει ότι «έκαστος εφ’ ω ετάχθη, εκεί μενέτω»; Τάχθηκες κάπου; Εκεί μείνε. Γιατί; Διότι αν με ευκολία επιθυμείς την όποια εξωτερική αλλαγή στη ζωή σου, τότε είσαι «τελείως απρόκοφτος». Όχι απλώς απρόκοφτος, αλλά «τελείως».

Πώς το εξηγεί ο άγιος; Τι βλέπει πίσω από αυτήν την ετοιμότητα μετάθεσης; Την έλλειψη υπομονής. Και η υπομονή γι’ αυτόν και για όλους τους αγίους μας δεν είναι μία απλή αρετή, αλλά το θεμέλιο των αρετών – αποκαλύπτει την ταπείνωση του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Κύριος το τόνισε: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Και ο απόστολος σημειώνει ότι η υπομονή διατρέχει όλη την πνευματική ζωή: «Δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα». Λοιπόν «η υπομονή είναι το υλικό με το οποίο κτίζεται το πνευματικό οικοδόμημα του ανθρώπου» (όσιος Πέτρος Δαμασκηνός).

Οπότε χωρίς υπομονή μην περιμένουμε καρπούς πνευματικούς. Οι πνευματικοί καρποί έρχονται εκεί που επιμένει και υπομένει κανείς. Που σημαίνει ότι δεν πρέπει να βιαζόμαστε. Όποιος βιάστηκε για να αποκτήσει κάτι καλό, εκείνος εξαπατήθηκε και απέτυχε. Το ίδιο δεν συμβαίνει άλλωστε και με τα πράγματα του κόσμου τούτου; Εκεί που δεν φαίνεται καμία προοπτική σε μία εργασία για παράδειγμα, εκεί που πάμε να απελπιστούμε από τη σχέση μας με το έφηβο αντιδραστικό παιδί μας, αλλά υπομένουμε και επιμένουμε, εκεί δειλά δειλά αρχίζει να έρχεται η επιτυχία και η αποκατάσταση. Ας θυμηθούμε και τον Γέροντα που θέλησε να διδάξει τον νεαρό υποτακτικό του την αξία ακριβώς της υπομονής! Τον έβαζε καθημερινά να κάνει δρόμο πολύ, για να ποτίζει ένα σπόρο σε έρημη γη. Και μετά από αρκετό πράγματι διάστημα, ήλθε και η καρποφορία. Και το διατράνωνε: «ελάτε να δείτε τον καρπό της υπομονής»!

Λοιπόν η υπομονή παρότι συνυπάρχει με την οδύνη, εμπερικλείει την ελπίδα. Μας κάνει να προσβλέπουμε στη χαρά της καρποφορίας! 

Η ΟΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙᾼ

«Όπως η βασιλεία των Ουρανών ομοιώθηκε με δέκα παρθένες, όπως λέγει το στόμα του Χριστού στην Καινή Διαθήκη, έτσι και δέκα γυναίκες ομοιώθηκαν με σχήμα ανδρικό και σύντριψαν τα κέντρα του ανθρωποκτόνου διαβόλου. Μία δε από αυτές τις δέκα ήταν και η σήμερα εορταζομένη Θεοδώρα, που το όνομά της σημαίνει δώρο Θεού. Αυτή λοιπόν καταγόταν από την πόλη της Αλεξανδρείας κατά τους χρόνους Ζήνωνος του βασιλιά, κατά το έτος 472. Είχε συζευχθεί νόμιμα με άνδρα και ζούσε ζωή πολύ καλή και ακατηγόρητη. Επειδή όμως από φθόνο του μισόκαλου διαβόλου έπεσε κρυφά σε μοιχεία, αποφάσισε να ζητήσει και να βρει τη σωτηρία της. Γι’ αυτό όταν άκουσε τα ευαγγελικά λόγια, με τα οποία διδάσκει ο Κύριος ότι δεν υπάρχει τίποτε κρυφό που να μη γίνει φανερό αργότερα («οὐκ ἔστιν κρυπτόν, ὅ οὐ φανερόν γενήσεται»: Λουκ. 8, 17), χάριν τούτου, καθώς στοχάστηκε το βάρος της αμαρτίας που έκανε, βδελύχθηκε αυτήν την αμαρτία σαν ένα σίχαμα και μία ακαθαρσία, οπότε απορρίπτει τη γυναικεία ενδυμασία και ντύνεται το αγγελικό σχήμα των (ανδρών) μοναχών και μετονομάζεται από Θεοδώρα σε Θεόδωρο. Πήγε λοιπόν σε ανδρικό μοναστήρι, μετανοώντας και κλαίοντας την αμαρτία της.

Αφού πέρασε η μακάρια δύο ολόκληρα χρόνια, κοπιάζοντας με βαριές δουλειές και με αγώνα να σηκώνει τα πράγματα που χρειάζονταν για το μοναστήρι, από φθόνο του ψυχοφθόρου διαβόλου συκοφαντήθηκε από κάποιους κακότροπους ανθρώπους ότι πόρνεψε με μία γυναίκα. Γι’ αυτό οι συκοφάντες έφεραν ένα βρέφος και το έριξαν έξω στη θύρα του μοναστηριού, κατηγορώντας την ψεύτικα ότι ήταν δικό της. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος η αοίδιμη Θεοδώρα δέχθηκε τη συκοφαντία σαν αληθινή και πήρε το βρέφος, ανατρέφοντάς το κανονικά σαν να ήταν δικό της. Διότι προσπαθούσε η τρισμακάρια να κρύψει τον εαυτό της, ότι ήταν δηλαδή γυναίκα κατά τη φύση. Αφού έκανε υπομονή έξω από το μοναστήρι για την αγάπη του Θεού και για κανόνα της αμαρτίας της επτά ολόκληρα χρόνια, παλεύοντας με την ψύχρα του χειμώνα, με το καύμα του καλοκαιριού και με χαμαικοιτίες, μόλις και μετά βίας μετέπειτα μπήκε μέσα στο μοναστήρι.

Από τότε λοιπόν αφού καταξήρανε το σώμα της με συχνές προσευχές, με κόπους, με ολονύκτιες στάσεις και αγρυπνίες, κι αφού απέκτησε επίγνωση βαθιά το τι σημαίνει να κληρονομήσει κανείς τη βασιλεία των ουρανών, έφθασε σ’ εκείνον τον σκοπό και το τέλος που αγαπούσε. Διότι πραγματικά ακολούθησε φοβερό θαύμα στην αγία αυτή, το οποίο ποιος να μη θαυμάσει; Κι αυτό γιατί ενώ ήταν γυναίκα, έζησε μαζί με άνδρες χωρίς να το καταλάβει κανείς. Κι ακόμη γιατί ενώ βρισκόταν στο μέσο του σταδίου της ασκήσεως, αγωνιζόταν ως ένας από τους άνδρες, λάμποντας ασκητικά ως μέγας ήλιος. Οπότε φορτωμένη από τους άξιους μισθούς των κόπων της, ανέβηκε με χαρά στον ποθητό της νυμφίο Χριστό, ενώ οι μοναχοί βλέποντας αυτό το παράδοξο θαύμα, βρέθηκαν σε έκσταση και δόξασαν τον Θεό».

(Για την οσία αυτή Θεοδώρα γράφεται στο βιβλίο «Παράδεισος των Πατέρων» ότι είπε το αξιόλογο αυτό απόφθεγμα. Δηλαδή ότι δεν σώζει τον άνθρωπο ούτε η άσκηση ούτε η αγρυπνία ούτε κανείς άλλος ασκητικός κόπος, παρά μόνον η γνήσια ταπεινοφροσύνη. Διότι ήταν ένας αναχωρητής και εξεδίωκε τα δαιμόνια. Τα ρωτούσε δε αυτός με ποια αρετή βγαίνουν από τον άνθρωπο:

 - Με τη νηστεία βγαίνετε; Κι αποκρίνονταν τα δαιμόνια: Εμείς ποτέ δεν τρώμε ούτε πίνουμε.

- Τότε με την αγρυπνία βγαίνετε; Κι αποκρίνονταν: Εμείς ποτέ δεν κοιμόμαστε.

– Με την αναχώρηση και την καταφυγή σε έρημους τόπους βγαίνετε; Κι εκείνα αποκρίνονταν: Εμείς στην αναχώρηση και στην ερημιά βρισκόμαστε.

- Με ποια λοιπόν, τους είπε, αρετή βγαίνετε; Κι αποκρίθηκαν: Εμάς καμία αρετή δεν μας νικά, παρά μόνον η ταπεινοφροσύνη. Γιατί αυτή είναι ο νικητής των δαιμόνων.

Είπε πάλι η οσία, ότι ήταν ένας μοναχός που καθόταν στην έρημο στο κελλί του. Από το πλήθος δε των πειρασμών που του προξενούσε ο διάβολος, απέκαμε και είπε: ας φύγω από δω για να γλιτώσω. Την ώρα που ετοίμαζε τα υποδήματά του για να φύγει, βλέπει έναν άλλον άνθρωπο που έβαζε κι εκείνος τα υποδήματά του (κι ήταν ο άλλος, ο διάβολος) και λέγει στον μοναχό: εσύ φεύγεις από δω εξαιτίας μου, αλλά να κι εγώ ότι σε προλαβαίνω κι ετοιμάζομαι να πάω πιο μπροστά από εσένα εκεί που θα πας).

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Θαυμαστός ο βίος της οσίας Θεοδώρας της εν Αλεξανδρείᾳ. Διότι ενώ δεν είναι η μόνη στην εκκλησιαστική ιστορία που ασκήθηκε μεταμφιεσμένη σε άνδρα σε μοναστήρι ανδρών, είναι η μόνη που ακολουθεί αυτήν την παράδοξη άσκηση με δύο ξεχωριστά δεδομένα: πρώτον, επιλέγει το σκληρό μαρτύριο της πλήρους ξενιτείας για να «εξιλεωθεί» από το αμάρτημα της μοιχείας που το γνωρίζει όμως μόνο αυτή∙ δεύτερον, αποδέχεται τη συκοφαντία της σαρκικής σχέσεως με γυναίκα(!), από την οποία προήλθε και ένα βρέφος(!), πάλι ερμηνεύοντας μόνον αυτή το γεγονός ως «ξεπλήρωμα» της μοιχείας που επιτέλεσε έναντι του νόμιμου συζύγου της. Πρόκειται για πραγματικότητα που αναδεικνύει την αγιότητα της Θεοδώρας, γιατί φανερώνει ότι η πορεία της, κι όχι μόνον η ασκητική όταν ντύθηκε το μοναχικό σχήμα αλλά και πρωτύτερα, ήταν αδιάκοπα ενώνιον των οφθαλμών του Κυρίου. Πράγματι, συνέβη η μεγάλη σαρκική πτώση της, «φθόνῳ διαβόλου» κατά τον συναξαριστή, όμως έκτοτε δεν μπορούσε να αντέξει το τραγικό γι’ αυτήν γεγονός, (ενώ θα μπορούσε να το «ξεπεράσει», ακολουθώντας και τον κανόνα της μετανοίας διά του μυστηρίου της εξομολογήσεως).

 Όμως είναι τόσο λεπτή η συνείδησή της που δεν της αρκεί αυτό. Αισθάνεται ότι η εξολοκλήρου αφιέρωσή της στον Θεό, και μάλιστα με τον απόλυτο τρόπο της ξενιτείας που είπαμε, μπορεί να επιφέρει τη συγχώρεση και την ανάπαυση της καρδιάς της. Την αίσθηση αυτή σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος της. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού αναφέρει πως «ο ήλιος μέχρι τη δύση του (όχι μετέπειτα συνεπώς) δεν σε είδε να αμαρτάνεις, σε είδε όμως και σε γνώρισε ο καρδιογνώστης Κύριος που δεν δύει ποτέ. Γιατί είναι Αυτός που βλέπει όλα τα κρυφά γενόμενα, οπότε σου φώτισε έντονα με το φως της μετάνοιας και τα μάτια της καρδιάς σου, με αποτέλεσμα να σπεύσεις να τον λατρεύσεις με την επίμονη εγκράτεια και την τελειότητα των αρετών».  

Ο δρόμος της ξενιτείας της οσίας, όπως και η αναδοχή ευχαρίστως της συκοφαντίας φανερώνουν από την άλλη τη σπουδαιότερη εξ όλων των αρετών που χαρακτήριζε τη Θεοδώρα, την αγία ταπείνωση. Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μαρτυρούν ότι αν θέλουμε αληθινά να γνωρίζουμε το πνευματικό ύψος ενός χριστιανού, πρέπει να δούμε τα σημάδια της αληθινής ταπεινοφροσύνης του. Κι αυτό γιατί ο αποκαλυφθείς Θεός μας είναι τα δύο αυτά: αγάπη και ταπείνωση. Η οσία Θεοδώρα λοιπόν αποκαλύπτει το υπέρμετρο ύψος της, γιατί διαπνεόταν από την ταπείνωση αυτή, και βεβαίως από την αγάπη της προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό της. «Φρονήματι τεταπεινωμένῳ» μάς λέει ο υμνογράφος ότι υπηρετούσε στο μοναστήρι η αγία (ωδή γ΄), «τρωθεῖσα θείῳ ἕρωτι» (εξαποστειλάριον),  ενώ μ’ αυτό το φρόνημα εξέχεε τη φλογισμένη αγάπη της προς τον Κύριο με τις προσευχές της: «Δες την ταπείνωση και τον κλαυθμό μου. Δες τη θλίψη μου και ανακούφισέ την... έκραζε η Θεοδώρα πρός τόν μόνον  δυνάμενον σώζειν» (ωδή δ΄). Κι ήταν η ταπείνωσή της αυτή πια που σαν ξίφος στα χέρια της οσίας έκοβε τις κεφαλές των δαιμόνων: «Τῷ ξίφει τοῦτον (τόν ἐχθρόν) τῆς ταπεινώσεως ἔτρωσας, συντρίψασα αὐτοῦ κάραν πολυμήχανον» (ωδή ε΄).

Η οσία χαριτώθηκε ιδιαιτέρως από τον Κύριο λόγω της μεγάλης της ταπείνωσης και της βαθιάς μετάνοιάς της, γι’ αυτό αφενός πάμπολλα ήταν και είναι τα θαύματά της («χάριν ἰαμάτων δεδωκώς σοι, Θεός»: ωδή ε΄), αφετέρου αποτελεί μέγα παράδειγμα μετανοίας για κάθε άνθρωπο που περιπίπτει στις αμαρτίες, όσες μεγάλες και βαριές κι αν είναι  («υπογραμμός ἀναδέδεικται πεπτωκόσιν ὁ βίος σου καί βουλομένοις προσέρχεσθαι διά μετανοίας τῷ εἰδότι τά πταίσματα συγχωρεῖν καθώς γέγραπται» (οίκος συναξαρίου) (αναδείχτηκε παράδειγμα η ζωή σου γι’ αυτούς που έπεσαν στην αμαρτία και θέλουν να προσέρχονται με μετάνοια σ’ Αυτόν που γνωρίζει να συγχωρεί τις αμαρτίες, όπως έχει γραφεί).  

 

10 Σεπτεμβρίου 2021

ΦΕΥΓΕΙ Ο ΝΟΥΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ!

«Πάλευε συνεχώς να συγκεντρώνεις τον νου σου που σκορπίζεται σε ρεμβασμούς. Ο Θεός δεν ζητεί από τους υποτακτικούς του Κοινοβίου (όπως από τους ησυχαστές) προσευχή αρρέμβαστη. Γι’ αυτό να μην αθυμείς, επειδή κλέπτεται ο νους σου. Αντίθετα να ευθυμείς που πάντοτε τον επαναφέρεις. Άλλωστε μόνο στους αγγέλους παρατηρείται το «άσυλον», το να μην κλέπτεται δηλαδή ο νους τους» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. δ΄, 88).

Παραπονιέσαι συχνά ότι είτε στις ακολουθίες του ναού είτε και στην προσωπική σου προσευχή το μυαλό σου φεύγει. Φαίνεσαι προσηλωμένος, μπορεί και να κρατάς στα χέρια σου βιβλίο προσευχών που να τις ψελλίζεις μάλιστα, και όμως με πόνο διαπιστώνεις ότι πολλές φορές μόνο το σώμα σου είναι εκεί. Ο νους σου έχει πάει σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την προσευχή: σε εργασίες ανολοκλήρωτες, σε προβλήματα οικογενειακά, σε κάτι προσωπικό που σε ταλαιπωρεί, στη συμπεριφορά και την ενδυμασία κάποιου ακόμη και μέσα στον ναό. Και θορυβείσαι, και μελαγχολείς κι ίσως και απελπίζεσαι. Γιατί υπάρχουν φορές που έχεις συλλάβει τον εαυτό σου να σκέπτεται ακόμη και αμαρτίες.

Ο άγιος Ιωάννης σε παρηγορεί και σε στηρίζει φιλάνθρωπα. Δεν συμβαίνει μόνο σε σένα ο ρεμβασμός αυτός, το κλέψιμο του νου. Η εμπειρία και ο φωτισμός του τού έχουν δείξει ότι όχι μόνο και στους καλόγερους συμβαίνει ο διασκορπισμός του νου, αλλά και στους μεγάλους και προχωρημένους στην αγιότητα. Στους ίδιους τους αγίους. Σπάνια, αν μη ποτέ, θα υπάρξει άνθρωπος που θα έχει προσηλωμένο τον νου του στον Κύριο εκατό τοις εκατό, ακόμη και την ώρα της προσευχής. Κάποιος λογισμός, ίσως και καλός, θα κλέψει τη διάνοιά του και θα τον αποπροσανατολίσει. Και σου λέει: «μόνο στους αγγέλους παρατηρείται το άσυλο».

Μην επαναπαυτείς όμως με τη διαπίστωση αυτή.  Ο ρεμβασμός  αποκαλύπτει πόσο δρόμο έχουμε ακόμη μπροστά μας. Πόσο ελλειμματικοί στην πνευματική ζωή είμαστε. Γι’ αυτό και αφενός πάλευε να επαναφέρεις τον νου σου στα λόγια της προσευχής κάθε φορά που χάνεται - είναι ο καθημερινός πνευματικός σου αγώνας. Και αφετέρου, να χαίρεσαι, να ευθυμείς, γιατί ακριβώς κάνοντας τον αγώνα αυτόν χαίρεται ο Κύριος και Θεός σου. Μη ξεχνάς∙ άγιος τελικά δεν είναι ο (ανύπαρκτος ανθρωπίνως) αναμάρτητος, αλλά ο αγωνιστής. Δεν χρειάζεται λοιπόν στενοχώρια, εκεί που υπάρχει εσωτερική πάλη και χαρά του Θεού. Κι ακόμη∙ γνώριζε ότι με τον αγώνα αυτό που επισύρει τη χάρη του Θεού θα φτάσεις στο πιο χαρισματικό σημείο: να μην κλέπτεται ο νους σου σ’ έναν βαθμό και πέρα από τις ώρες της προσευχής.