23 Οκτωβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

«Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Πρώτος έγραψε και τη θεία Λειτουργία, καθώς τη διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο. Αυτήν τη λειτουργία έπειτα την έκανε  συντομότερη ο Μέγας Βασίλειος, και μετά από αυτόν ο θείος Χρυσόστομος, λόγω της αδυναμίας των ανθρώπων. Επειδή εποίμενε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων και με τη διδασκαλία του έκανε πολλούς από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες να πιστεύουν στον Κύριο, εκίνησε σε οργή του Ιουδαίους. Τον συνέλαβαν λοιπόν και τον έριξαν από το άκρο του Ιερού και έτσι τον σκότωσαν. Περί του ότι λέγεται αδελφόθεος, υπάρχει αυτός ο λόγος από την παράδοση. Όταν ο μνήστωρ Ιωσήφ μοίραζε τη γη που είχε στα παιδιά από την πρώτη του γυναίκα και ήθελε να δώσει μερίδιο και στον Υιό και Θεό εκ της αγίας Παρθένου, οι μεν άλλοι από τα θεωρούμενα αδέλφια του δεν δέχτηκαν, ο δε Ιάκωβος τον έλαβε στη μερίδα του συγκληρονόμο. Γι’  αυτό κλήθηκε όχι μόνον αδελφόθεος, αλλά και Δίκαιος».

Οι απόστολοι αποτελούν τα θεμέλια της Εκκλησίας, η οποία ευλόγως γι’ αυτό χαρακτηρίζεται αποστολική. Αν λοιπόν ένας απόστολος είναι τόσο ξεχωριστός για την Εκκλησία, το ίδιο και περισσότερο είναι ο απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφόθεος επονομαζόμενος, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι υπήρξε ένας από τους θεωρούμενους αδελφούς του Κυρίου, άρα από εκείνους που όχι απλώς Τον συναναστράφηκαν για τρία χρόνια, αλλά για τριάντα και περισσότερο χρόνια: μεγάλωσαν μαζί στην ίδια οικογένεια, προσφωνούσαν «πατέρα» όλοι μαζί τον Ιωσήφ, έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι, κοιμούνταν στον ίδιο χώρο, εργάζονταν μαζί στο εργαστήριο του Ιωσήφ, ζούσαν τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα της όλης οικογένειας, όπως για παράδειγμα το φοβερό γεγονός της φυγής τους στην Αίγυπτο. Η ζωή του αγίου Ιακώβου ήταν ζυμωμένη με τη ζωή του Κυρίου ως ανθρώπου. Εκτός από την Παναγία και τον θεωρούμενο πατέρα Του Ιωσήφ, ποιος άλλος θα μπορούσε να θεωρηθεί κοντινότερός Του;

Και ναι μεν στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου υπήρξε αμφισβήτησή Του από τους δικούς Του, συνεπώς και από τον Ιάκωβο,  στη συνέχεια όμως μπροστά στο θάμβος της θεϊκής Του υποστάσεως, της διδασκαλίας και των θαυμάτων Του, Τον πίστεψαν, Τον αποδέχτηκαν, Τον ακολούθησαν, μέχρι σημείου ο άγιος Ιάκωβος μάλιστα να δώσει και τη ζωή του υπέρ Αυτού. Έτσι ο αδελφόθεος Ιάκωβος υπήρξε και ο αδελφός που είχε ζήσει τον Ιησού από πλευράς ανθρώπινης  κατά πάντα, αλλά και ο  μαθητής, που μυήθηκε από Εκείνον σε όλα τα μυστήρια, απολαμβάνοντας γι’ αυτό την τιμή και τον σεβασμό και των ίδιων των μαθητών του Κυρίου, πράγματα που επισημαίνει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του, όχι μία φορά: «Αναδείχτηκες, σοφέ, αδελφός του Κυρίου όταν ήλθες στον κόσμο ως άνθρωπος, μαθητής και αυτόπτης των θείων Του μυστηρίων, καθώς έγινες μάλιστα φυγάς μαζί Του στην Αίγυπτο, μαζί με τον Ιωσήφ και τη Μητέρα του Ιησού». «Η ομάδα των αποστόλων  εξέλεξε εσένα να είσαι ο πρώτος ιεράρχης του Χριστού στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, διότι ήσουν και αδελφός της κατά σάρκα γεννήσεώς Του, συνοδίτης και οπαδός των ιχνών Του».

Ο πλούτος αυτός του αγίου Ιακώβου, παραπάνω από όλους τους αποστόλους, να έχει δηλαδή το αξίωμα του κατά σάρκα αδελφού του Κυρίου, πέραν της αδελφοσύνης του κατά πίστη – «παρά πάντας πλουτήσας, εξαίρετον αξίωμα, αδελφός του Κυρίου» - δεν ήταν γι’ αυτόν κάτι το ανώδυνο. Ο άγιος είχε επίγνωση της δωρεάς του Κυρίου, γι’  αυτό και καθημερινώς αγωνιζόταν να επιβεβαιώνει τη δοσμένη σ’ αυτόν χάρη, με την κατά Θεόν ζωή του. «Ιάκωβε, σε δοξολογούμε, γιατί σου δόθηκε η δωρεά να είσαι ο αδελφός του Κυρίου και έζησες με τρόπο που επαλήθευε τη δωρεά αυτή». Αιτία γι’ αυτό ήταν ασφαλώς το γεγονός ότι  είχε πλήρως κατανοήσει πως η χάρη του Θεού είναι μεν δωρεά Του, αλλά εάν δεν ενεργοποιηθεί ως ζωή κατά το θέλημα Εκείνου, τότε χάνεται, πάει στο κενό. Με άλλα λόγια, αυτό που δίνει στον άνθρωπο ο Θεός το δίνει με την προοπτική αναλήψεως από τον άνθρωπο ευθύνης και αποστολής προς χάριν του συνανθρώπου. Και επάνω σ’ αυτήν την αποστολή, που επιβεβαιώνει και αυξάνει τη χάρη του Θεού, ο άνθρωπος μπορεί να δώσει και τη ζωή του.

Η μύηση του αγίου Ιακώβου σε όλα τα μυστήρια από τον Κύριο συνιστά, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, την απόκτηση της αληθινής Σοφίας από αυτόν. Ο άγιος Ιάκωβος υπήρξε ο αληθινά σοφός, γιατί διδάχθηκε από  «την ενυπόστατον σοφίαν», δηλαδή τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι η Σοφία του Θεού, που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο που θα πιστέψει στον Ίδιο και θα θελήσει έμπρακτα να ακολουθήσει τις άγιες εντολές Του. Μιλάμε λοιπόν για μία σοφία «άνωθεν προερχομένην, ειρηνικήν, επιεική, ευπειθή, μεστήν ελέους και καρπών αγαθών, αδιάκριτον και  ανυπόκριτον» - προερχόμενη από τον Θεό, ειρηνική, επιεική, πειστική, γεμάτη ευσπλαχνία και καλούς καρπούς, αμερόληπτη και ειλικρινή (Ιακ. 3, 17). Αυτήν τη σοφία ακριβώς κατέγραψε ο άγιος Ιάκωβος και στην καταπληκτική καθολική επιστολή του, η οποία αποτελεί εκλεκτό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος πιστός να εγκύψει στην επιστολή αυτή και να μην κατανυχθεί, να μην ελεγχθεί, να μην κινητοποιηθεί σε μετάνοια, να μην παρηγορηθεί, να μη νιώσει πράγματι τη χάρη του Θεού να εκχύνεται ως ακτίνα φωτός μέσα στην καρδιά του. «Της θεωρίας της πρακτικής συ εκτιθέμενος, δέλτον εκ πυξίδος ώσπερ πνευματικής, τους ανθρώπους εβελτίωσας», θα πει ο υμνογράφος. Δηλαδή: Γράφοντας εσύ βιβλίο που εκθέτει την πρακτική θεωρία σαν πνευματική πυξίδα, έκανες καλύτερους τους ανθρώπους.  

Το λιγότερο λοιπόν που θα μπορούσαμε να κάνουμε  σήμερα επί τη μνήμη του αγίου Ιακώβου, είναι να αναγνώσουμε με προσοχή την επιστολή του. Και μακάρι να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη μετάνοια.  Θα είναι τούτο το καλύτερο μνημόσυνό του και η επιβεβαίωση της όλης αποστολής του.

22 Οκτωβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΑΒΕΡΚΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΑΠΟΛΕΩΣ ΦΡΥΓΙΑΣ

«Ο άγιος Αβέρκιος έγινε επίσκοπος της Ιεραπόλεως της Φρυγίας, επί της βασιλείας του Μάρκου Αντωνίου, κι έκανε πολλά θαύματα και ιάσεις. Για παράδειγμα: όταν μπήκαν μαζί σε ένα σκεύος κρασί και λάδι, κι ένα ακόμη άλλο είδος, με την προσευχή του έκανε ώστε η ανάμειξη αυτή να διαφυλαχθεί ασύγχυτη, δηλαδή το κάθε είδος να διατηρηθεί σ’  αυτό που ήταν. Άλλη φορά, έδωσε εντολή ένας τεράστιος λίθος να μετακοσμισθεί από τον δαίμονα, από τη Ρώμη στη Φρυγία. Τον λίθο αυτό τον έβαλε σαν στήλη στον τάφο του. Πάλι, προσευχήθηκε και βγήκαν από τα έγκατα της γης θερμά ύδατα. Αφού έζησε λοιπόν με οσιότητα και δικαιοσύνη το υπόλοιπο της ζωής του, εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Ο υμνογράφος του αγίου Αβερκίου δεν μπορεί παρά να μείνει έκθαμβος μπροστά στη μεγάλη και ιερή προσωπικότητά του και τον πλούτο της χάριτος που τον διακατέχει: «Όλη η Εκκλησία των πιστών σε δοξολογεί, Αβέρκιε, ως μέγιστο ιερέα και συγκάτοικο των Αποστόλων». Ιδιαιτέρως τονίζει την ιερωσύνη του, που θα έλεγε κανείς είναι κάτι το αυτονόητο. Ήταν αρχιερέας. Γιατί να το τονίζει; «Ιεράρχης εδείχθης, χρίσμα σεπτόν περικείμενος, Πάτερ, θεουργικώς, και πάντας εν χάριτι τελειών, ιερώτατε». Δηλαδή: Φάνηκες ιεράρχης, ιερώτατε Πάτερ, έχοντας το ιερό και σεβαστό χρίσμα (του αγίου Πνεύματος) «θεουργικώς» και οδηγώντας τους πάντες με τη χάρη του Θεού στην τελείωση. Τα κρίσιμα σημεία στον ύμνο είναι αφενός ότι με την αρχιερωσύνη του ο άγιος οδηγούσε τους πιστούς στον Θεό, δείχνοντας έτσι ότι αυτό είναι το κύριο έργο ενός ιερέα, και μάλιστα αρχιερέα - όχι απλώς ένα κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο - αφετέρου ότι η ιερωσύνη του έγινε «θεουργικώς», δηλαδή ήταν έργο του Θεού, ήταν με το θέλημα Εκείνου.

 Είναι σημαντική λοιπόν ιδίως στο σημείο αυτό η επισήμανση του υμνογράφου, διότι στους ιερείς δεν έχει σημασία μόνον η χειροτονία τους από τους ανθρώπους, αλλά και από τον Θεό. Θέλουμε να πούμε, όπως οι Πατέρες πολλές φορές μαρτυρούν, ότι μπορεί κάποιος να είναι ιερέας, όχι όμως πάντοτε με  το θέλημα του Θεού. Διότι μπορεί να έχει μπει στον ιερό κλήρο  από διαφόρους άλλους λόγους, όχι όμως από αγάπη προς Εκείνον. Λοιπόν ο άγιος Αβέρκιος ήταν αρχιερέας με τη θέληση του Θεού, γι’  αυτό ακριβώς και είχε τέτοια επίδραση στον πιστό και όχι μόνο λαό του. Και μας διδάσκει ότι αυτοί που θέλουν να γίνουν ιερείς, πρέπει να διερωτώνται αν και ο Κύριος τους θέλει ως ιερείς του, ενώ οι ήδη ιερείς πρέπει πολύ συχνά να διερωτώμαστε  αν όντως βρισκόμαστε στο θέλημα του Θεού και αν επιτελούμε το έργο μας με τον τρόπο που αρέσει σ’  Εκείνον.

Ο ποιητής μας σήμερα, σχεδόν ανεπαίσθητα, μας βάζει και σε άλλους προβληματισμούς. Στην εβδόμη ωδή του κανόνα του αγίου π.χ.  διαβάζουμε: «Λαού ταπεινού προηγήσω υψηλός εν θεωρίαις και ενεργείαις και δυνάμεσιν αποδειχθείς, ιερώτατε». Δηλαδή: Αφού αποδείχθηκες, ιερώτατε Αβέρκιε, υψηλός στις θεωρίες του Θεού και στις θαυμαστές ενέργειες και στις δυνάμεις, καθοδήγησες λαό ταπεινό». Έχουμε την εντύπωση ότι στους στίχους αυτούς βρισκόμαστε μπροστά σε μία πάλι μεγάλη αλήθεια: ο άγιος Αβέρκιος έγινε επίσκοπος και συνεπώς πρώτος και καθοδηγητής, αφού έφτασε στο ύψος της θεωρίας του Θεού, που εκφραζόταν με τις διαρκείς θαυματουργίες του. Είναι γνωστό ότι για τη θεωρία του Θεού απαιτείται σκληρότατος πνευματικός αγώνας, ώστε να καθαρθεί η καρδιά του ανθρώπου και να λάμψει εκεί έπειτα το φως του Θεού. Θεωρία σημαίνει ακριβώς τη θέα του φωτός του Θεού. Τέτοιος άγιος ήταν λοιπόν ο άγιος Αβέρκιος.

Τι «τύχη» είχε βεβαίως ο λαός της Ιεραπόλεως, για να έχει ως ποιμενάρχη έναν τέτοιο άγιο; Πώς συνέβη και απέκτησε τέτοιο ηγέτη; Ο υμνογράφος δίνει την απάντηση: δεν υπήρξε τυχαία η τοποθέτηση του αγίου στην επισκοπή εκείνη. Ο Θεός θέλησε να διαποιμανθεί, να καθοδηγεί από έναν μεγάλο άγιο, γιατί ο λαός αυτός ήταν ταπεινός. Με άλλα λόγια, η ταπείνωση του λαού ήταν εκείνη που «μαγνήτισε» τη χάρη του Θεού, φανερούμενη εν προκειμένω με την τοποθέτηση σ’ αυτόν ως επισκόπου του αγίου Αβερκίου. Διότι «ο Θεός ταπεινοίς δίδωσι χάριν». Κι είναι πράγματι μεγάλη αλήθεια το γεγονός ότι ο Θεός, όπως διδάσκει ο λόγος του Θεού, δίνει ως ηγέτες του λαού εκείνους που αντιστοιχούν στην καρδία του λαού. Αν δηλαδή έχουμε ηγέτες, εκκλησιαστικούς ή και πολιτικούς – ισχύει για κάθε ηγεσία – που είναι σπουδαίοι, είναι διότι ο λαός έχει τις προϋποθέσεις για να τους έχει. Αντιστοίχως ισχύει και από πλευράς αρνητικής: αν υπάρχουν ηγέτες που πάσχουν και είναι «λειψοί», είναι διότι ο λαός πάσχει και είναι «λειψός». Ο άγιος Αβέρκιος μας δίνει πολλές ευκαιρίες πράγματι προβληματισμού και παραδειγματισμού.

21 Οκτωβρίου 2021

ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΜΑΣ!

«Είναι ακατόρθωτο να προέλθει από το χιόνι φλόγα. Περισσότερο όμως ακατόρθωτο είναι να ευρεθεί ταπείνωση στους ετεροδόξους, διότι το κατόρθωμα αυτό ανήκει μόνο στους πιστούς και ορθοδόξους και μάλιστα σε όσους εξ αυτών έχουν καθαρθεί από τα πάθη» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. κε΄31).

Χιόνι και φλόγα είναι αντιθετικές καταστάσεις· πολύ περισσότερο αντιθετικές είναι η ταπείνωση με την ετεροδοξία – νοουμένη η δεύτερη ασφαλώς είτε ως δόξα (=πίστη) άλλης θρησκείας είτε ως δόξα  αιρετικού χριστιανισμού. Που σημαίνει: αν είχε κανείς τη δυνατότητα να διανοίξει την καρδιά ενός εν επιγνώσει ετεροδόξου, όσο και να έψαχνε δεν θα έβρισκε μέσα της την ταπείνωση, άρα δεν θα έβρισκε και το κλειδί που ανοίγει τη θύρα της Βασιλείας του Θεού, μάλλον λόγω τύφλωσης δεν θα υπήρχε η δυνατότητα εύρεσης και της ίδιας της θύρας. Διότι θύρα αυτής της Βασιλείας είναι ακριβώς η αρετή αυτή!

Τι θα έβρισκε τότε μέσα της; Γιατί πολλοί ετερόδοξοι σε όλες τις εποχές, και πριν από τον όσιο και μετέπειτα μέχρι σήμερα, αφιερώνονται στον Θεό, αγωνίζονται με πολλές πνευματικές ασκήσεις, λιώνουν ίσως ακόμη και στις προσευχές, στις νηστείες, στις αγρυπνίες! Θα έβρισκε πολλές πιθανόν αρετές, πολλές «προκοπές», αλλά αναμειγμένες όλες με το δηλητήριο της αρρώστιας του διαβόλου, τον εγωισμό και την υπερηφάνεια. Κι αυτό συνιστά τη μέγιστη τραγωδία του θρησκευτικού λεγομένου ανθρώπου: να αγωνίζεται και να καταβάλλει κόπους, αλλά με μηδενικό τελικώς αποτέλεσμα! Κλασικό παράδειγμα; Ο Φαρισαίος της γνωστής παραβολής. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τις αρετές και τα κατορθώματά του; Προσευχόταν, νήστευε, έδινε ελεημοσύνες… Δεν δικαιώθηκε όμως! Γιατί ακριβώς του έλειπε το ένα και μοναδικό: η ταπείνωση!

Μη σπεύσουμε όμως να καυχηθούμε για την ορθοδοξία μας! Ο όσιος αποκαλύπτει και τη δική μας πνευματική γύμνωση· και τη δική μας… ετεροδοξία! Γιατί ναι μεν επισημαίνει ότι στην ορθόδοξη μόνο πίστη φύεται η ταπείνωση -  άρα η πίστη αυτή μόνη οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού ως και διαφυλάττουσα την αληθινή εικόνα του Θεού εν Χριστώ και προσφέρουσα την ασφαλή οδό της μετανοίας στον άνθρωπο – όμως ορθόδοξος δεν είναι αυτός που η ορθοδοξία του μετριέται μόνο στα λόγια, αλλά αυτός που ασκείται πάνω στις εντολές του Χριστού και  που η ζωή του με τη χάρη Εκείνου γίνεται ζωή Χριστού! Συνεπώς ορθόδοξος είναι αυτός που έχει καθαρίσει, ή τουλάχιστον προσπαθεί να καθαρίζει, την καρδιά του από ό,τι εμπαθές και ψεύτικο υπάρχει, κι έτσι η καρδιά του είναι γεμάτη από το άρωμα της αληθινής αγάπης, που πατάει στέρεα στο έδαφος της ταπείνωσης! Λοιπόν, ας αναρωτηθούμε: είμαστε πράγματι ορθόδοξοι;

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Ιλαρίων έζησε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του μεγάλου. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην πόλη της Γάζας από γονείς ειδωλολάτρες. Από μεγάλη αγάπη προς τα γράμματα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου μορφώθηκε, αλλά και δέχθηκε την πίστη του Χριστού. Έγινε ζηλωτής του Μεγάλου Αντωνίου, τον οποίο ακολούθησε, και έζησε μαζί του επ’  αρκετόν. Επέστρεψε κάποια στιγμή πίσω στην πατρίδα του, και όταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε όλη την περιουσία που του άφησαν στους φτωχούς. Έπειτα απεσύρθη στην έρημο και αποδύθηκε στους πιο μεγάλους ασκητικούς αγώνες, με αποτέλεσμα ο Κύριος να τον χαριτώσει με το χάρισμα της θαυματουργίας, με το οποίο θεράπευσε πολλούς πάσχοντες από σωματικά και ψυχικά νοσήματα. Αργότερα, ανοίχτηκε προς τον κόσμο και αφού πέρασε από πολλές πόλεις και τόπους και χώρες, σε ηλικία ογδόντα ετών ετελεύτησε τον βίο του».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής, μπροστά στο φαινόμενο «Ιλαρίων»  προσπαθεί να βρει λέξεις και εικόνες, προκειμένου να παραστήσει σωστά τη θέση του στην Εκκλησία, και όσο ζούσε στον κόσμο τούτο, αλλά και στη δόξα του ουρανού. Στον κόσμο τούτο τον βλέπει αφενός ως πρότυπο και στερέωμα των μοναστών, αφού υπήρξε εις άκρον ησυχαστής: «μοναζόντων εδραίωμα» τον χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων, αφετέρου ως «ποδηγέτην των σωζομένων Θείω εν Πνεύματι», δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού οδηγό και των εν κόσμω χριστιανών που επιθυμούν τη σωτηρία τους.  Από την άποψη αυτή ο όσιος Ιλαρίων υπήρξε για όλους τους χριστιανούς, μοναχούς και κοσμικούς, «θησαυρός ιαμάτων» και «Προφήτης Θεού», «στύλος ακράδαντος ουρανομήκης» και «πύργος ασάλευτος», κυριολεκτικά «άρμα πύρινον, το όνομα βαστάζων το του Κυρίου», ένας κυριολεκτικά «ήλιος…διασπείρων πάσι τας ακτίνας των θαυμάτων».  Στη δόξα του Θεού από την άλλη, ο υμνογράφος τον «βλέπει» «ως κέδρον υψίκομον, δι’ αρετής υψούμενον εν αυλαίς Θεού πεφυτευμένον∙ και ως κεκλεισμένον κήπον, ως ευθαλή Παράδεισον, ως πηγήν ιαμάτων». Δηλαδή όχι μόνον αποτελεί «κόσμημα» του Παραδείσου, ένας υψηλόκορμος κέδρος, φυτευμένος στις αυλές του Θεού, αλλά και ο ίδιος συνιστά ένα παράδεισο μόνος του, ένα κλεισμένο κήπο.

Ποια η αιτία των «υπερβολικών» θα λέγαμε αυτών χαρακτηρισμών; Πρώτον, ότι ο όσιος Ιλαρίων «Πνεύματος αγίου πλήρης εγένετο», διότι «ο ένθεος έρως κατέτρωσε (πλήγωσε) αυτόν» με αποτέλεσμα  «να καθυποτάξει με την εγκράτεια τα πάθη του σώματος στο νοερό της ψυχής» και «με τις ιερές αναβάσεις να ξεφύγει από τους κοσμικούς θορύβους». Με άλλη όμορφη εικόνα του υμνογράφου: «απέξεσε τω ξίφει της εγκρατείας  τους δερματίνους χιτώνας της νεκρώσεως και ύφανε ιμάτιον σωτηρίου» (Με το ξίφος της εγκράτειας έβγαλε από πάνω του τα αποτελέσματα της θανατηφόρας αμαρτίας και ντύθηκε τον Χριστό), συνεπώς «ιδών ο Χριστός το πράον και ησύχιον, μονήν πεποίηται εν αυτώ, και γέγονε οικητήριον θείον» (Επειδή είδε ο Χριστός την πραότητα και το ήσυχο της ψυχής του, κατοίκησε σ’  αυτόν και έγινε έτσι θείο κατοικητήριο).  Δεύτερον, ότι ο όσιος υπήρξε μαθητής του μεγάλου οσίου Αντωνίου, ένα από τους μεγαλύτερους αγίους της Εκκλησίας μας, του οποίου την ένθεη ζωή μιμήθηκε στο έπακρο και αφομοίωσε τις αρετές του. «Τον βίον ζηλώσας του θείου Αντωνίου, τοις ίσοις μέτροις της αρετής αφομοιούμενος». «Αντωνίου του θείου εζηλωκώς τον ενάρετον βίον πνευματικώς».

Ο νοερός «φακός» του υμνογράφου επικεντρώνει ακόμη περισσότερο στο θέμα αυτό: Πλησίασες τον Θεό, θεοφόρε, γιατί σε έφεραν σ’  Αυτόν οι παλάμες του θεόφρονος Αντωνίου. «Θεώ προσαγόμενος, θεοφόρε, παλάμαις του θεόφρονος Αντωνίου». Με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσε ο ποιητής να δείξει τη στενότατη σχέση του Ιλαρίωνα με τον Γέροντά του Αντώνιο; Και επιμένουμε στη σχέση αυτή, διότι δεν είναι δυνατόν να θυμηθεί κάποιος τον άγιο Αντώνιο και να μη συγκινηθεί, να μη κατανυχθεί καλύτερα, αφού με τον τρισμέγιστο αυτόν άγιο βρίσκεται στα «άγια των αγίων» του Παραδείσου. Έτσι με τον όσιο Ιλαρίωνα, μαθητή του Αντωνίου, αναπνέουμε την ατμόσφαιρα του Διδασκάλου του, συναναστρεφόμαστε επίσης τον άλλο μεγάλο μαθητή του άγιο Αθανάσιο, μας αγγίζει πράγματι η ενέργεια του ίδιου του Θεού. Σε τι αγία ατμόσφαιρα πράγματι μάς μεταφέρουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας! Γίνονται κυριολεκτικά τα παράθυρα, για να «δούμε» λίγο το άγιο βάθος του ουρανού!

Παρ’  όλη τη στενή, στενότατη σχέση των οσίων Αντωνίου και Ιλαρίωνα, διαπιστώνει κανείς και τη διαφορά των χαρακτήρων τους. Ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι κινούνται ως χαρακτήρες στο ίδιο μήκος κύματος, όμως διαφέρουν.  Πώς φαίνεται αυτό; Ο όσιος Αντώνιος υπήρξε μέγας ησυχαστής: Αν και κατά καιρούς, όταν έκρινε ότι τον χρειάζεται το πλήρωμα της Εκκλησίας, άφηνε την ησυχία και κατέβαινε στον κόσμο, όμως η διαρκής επιλογή του ήταν η πλήρης αφιέρωση στον Θεό, «μόνος μόνω Θεώ»,  ζώντας στην έρημο και επιδιώκοντας πάντοτε την ησυχία της μονώσεως.  Ο όσιος Ιλαρίων, ο μαθητής και ακόλουθος, υπήρξε και αυτός ησυχαστής, αλλά και με ιεραποστολική φλόγα ταυτόχρονα. Και απομονώθηκε, αλλά και προσέγγισε αισθητά τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι άφησε κάποια στιγμή, όπως είπαμε, τον Αντώνιο και επέστρεψε στην πατρίδα του. Κι αργότερα: μετά την έξοδό του στην έρημο, γύρισε στον κόσμο, δρώντας σε διάφορες πόλεις και χώρες ιεραποστολικά και ιώμενος τους ανθρώπους. Το επισημαίνει έξοχα ο υμνογράφος: «Ρημάτων ο φθόγγος σου και των θαυμάτων η χάρις η ένθεος εις πάσαν εξελήλυθε την γην, πάτερ όσιε». (Ο λόγος σου και η ένθεη χάρη των θαυμάτων σου φάνηκαν σε όλη τη γη, πάτερ όσιε).

Η παραπάνω επισήμανση αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Διότι μας δείχνει ότι αφενός ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, αλλά η διαφορετικότητα δεν εμποδίζει, αλλά αντιθέτως πολλαπλασιάζει τη δυνατότητα αγιασμού, αφετέρου ο Θεός ενισχύει και θέτει σε λειτουργία αυτό που βλέπει ως χάρισμα του κάθε ανθρώπου. Με άλλα λόγια η αγιότητα δεν «καλουπάρει», όπως λέμε, τον άνθρωπο, δεν τον θέτει σε ένα συγκεκριμένο εξωτερικό πλαίσιο, σε μία ομοιομορφία, αλλά αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα, θέτοντάς την απλώς στην υπηρεσία του θελήματος του Θεού. Ο Θεός μ’  έναν λόγο δεν αλλοιώνει αυτό που είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Αλλοιώνει αυτό που αποτελεί διαστρέβλωση του χαρακτήρα, την αμαρτία, ώστε μέσα από τον καθένα να εκχύνεται η λαμπηδόνα της παρουσίας Του. Τι ελευθερία! Τι ομορφιά της πίστεώς μας! Τι αγάπη του ίδιου του Θεού μας!

20 Οκτωβρίου 2021

ΕΥΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, ΔΥΣΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ

«Όσο εύκολα αλλάζουν και ξεπέφτουν οι ευθείς, τόσο δύσκολα μπορούν να μεταβληθούν οι αντίθετοι, οι πονηροί» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κδ΄ 11).

Η τρεπτότητα είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Μόνον ο Θεός είναι άτρεπτος και απολύτως αναλλοίωτος – ο μόνος όντως πιστός. Δεν αναφερόμαστε στα κτιστά πνεύματα, αγγέλους και δαίμονες: και αυτοί μετά την πτώση του πρώτου αγγέλου, του εωσφόρου, καταστάθηκαν μερικώς άτρεπτοι: οι μεν άγγελοι παγιωμένοι στο αγαθό, οι δε δαίμονες παγιωμένοι στο πονηρό και κακό.

Τι τραγικότητα όμως για τον άνθρωπο! Η τροπή προς το πονηρό είναι απείρως ευκολότερη από την τροπή προς το αγαθό, προς τον Θεό. Να είσαι δημιούργημα του Θεού, να σε διακρατεί με τη γεμάτη αγάπη Πρόνοιά Του, να σου δίνει διαρκώς ώθηση προς τον αληθινό σκοπό σου: τη ζωντανή σχέση σου μαζί Του, κι εσύ να ρέπεις αδιάκοπα προς το αντίθετο! Τι μυστήριο περικλείει την ελευθερία του ανθρώπου! Ποιος μπορεί να εξηγήσει αυτό που λογικά δεν μπορεί να κατανοηθεί με τίποτε;

Το ’δειξε η δημιουργία του ανθρώπου: με μόνη την υποκίνηση του Πονηρού, ο άνθρωπος δείχνει ανυπακοή προς τον Πατέρα και Πλάστη του· το ’δειξε όλη η πορεία της πρώτης αποκάλυψης στην Παλαιά Διαθήκη: ο εκλεκτός Ισραήλ διαρκώς αμφισβητεί και αντιδρά στις επεμβάσεις του Θεού· το βεβαίωσε με τον πιο περίτρανο τρόπο ο ερχομός του Χριστού, του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου: οι άνθρωποι Τον περιφρόνησαν, Τον αμφισβήτησαν, Τον σταύρωσαν! Κι έκτοτε το ίδιο: «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον»! «Οι ίδιοι ουκ έλαβον Αυτόν»!

Το βλέπουμε κι εμείς στην καθημερινότητά μας: πιο εύκολα στρεφόμαστε προς το κακό. Το κακό, με ωραίο ασφαλώς περιτύλιγμα, μας ελκύει  περισσότερο. Αυτό που λέει ο στίχος του λαϊκού άσματος: «είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας», φαίνεται να ισχύει και για μας.

Τι γίνεται λοιπόν; Υπάρχουν ασφαλώς εξηγήσεις, αλλά δεν επαρκούν για μία πλήρη απάντηση. Για παράδειγμα: η ροπή προς το κακό λειτουργεί εγγενώς πια προς τη φύση μας, φτιάχνοντας μία δεύτερη φύση, τη συνήθεια. Πόσο εύκολα μπορούμε να αντισταθούμε σε ό,τι έχουμε κακώς συνηθίσει; Τα πάθη έπειτα: οι δυνάμεις δηλαδή της ψυχής μας που λόγω ακριβώς της κακής συνήθειας έχουν διαστρεβλωθεί, έχοντας σύμμαχο και το ίδιο το σώμα μας: νιώθουν την ηδονή που τους δημιουργεί η πονηρία και η αμαρτία. Πόσο εύκολα μπορούμε να αντιπαλέψουμε με αυτό που μας είναι τόσο ευχάριστο;

Κι όμως!  Είναι τόσο αναγκαία η στροφή τελικώς προς τον ανηφορικό δρόμο της αρετής, κατά τον Κύριο, διότι είναι η μόνη που οδηγεί στη ζωή. Ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος του θανάτου. Κι έχουμε δύο ισχυρότατους συμμάχους για να πάρουμε τον δρόμο αυτό: Πρώτον, τη βοήθεια του ίδιου του Κυρίου – δεν παλεύουμε μόνοι! Και δεύτερον, όσο επιμένουμε και συνηθίζουμε στο αγαθό, τόσο πια αυτό γίνεται η τρυφή και η απόλαυσή μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ

«Αυτός ο μακάριος Αρτέμιος, αφού έγινε Δούκας και Αυγουστάλιος της Αλεξάνδρειας, τιμήθηκε και με το αξίωμα του Πατρικίου από τον μεγάλο Βασιλέα Κωνσταντίνο. Όταν ο αποστάτης Ιουλιανός άρπαξε την βασιλεία και άρχισε να τιμωρεί τους Χριστιανούς στην Αντιόχεια, ο μακάριος Αρτέμιος έρχεται από μόνος του εκεί στον αγώνα. Κι αφού έλεγξε την παρανομία του βασιλιά, άρχισαν τα μαρτύριά του: μαστιγώνεται, ξέονται τα νώτα του με αγκάθια και τρυπιούνται οι πλευρές του και τα βλέφαρά του με σιδερένιες ακίδες. Στη συνέχεια, αφού κόψανε στη μέση μία τεράστια πέτρα κάποιοι λιθοξόοι, τον βάλανε  ανάμεσά της. Κι αφού τον άφησαν εκεί, τυφλώθηκε και τα εντός του χύθηκαν στη γη. Στο τέλος, δέχεται τον θάνατο διά ξίφους. Τα θαύματα που έκτοτε γίνονται με την επίκληση του ονόματός του και μάλιστα σ’ εκείνους που προστρέχουν  στο άγιο λείψανό του είναι πάμπολλα και τεράστια».

Η Εκκλησία μας, κάθε φορά που εορτάζει ένας άγιος και μάλιστα μεγάλος, σαν τον σήμερα εορταζόμενο μεγαλομάρτυρα Αρτέμιο, είναι σαν να παραθέτει ενώπιόν μας ένα πλούσιο τραπέζι - με εστιάτορα τον ίδιο τον άγιο -   με κάθε είδους αγαθά, που σημαίνει ότι ζει ένα πανηγύρι, στο οποίο καλεί κάθε μέλος της Εκκλησίας να το απολαύσει πλουσιοπάροχα. Και τα αγαθά  βεβαίως αυτά, είναι ευνόητο, δεν είναι υλικά, αλλά πνευματικά, τέτοια που προκαλούν τον μετέχοντα σε δοξολογία του Θεού και του ίδιου του αγίου. «Η φαιδρά σου, μάρτυς, εορτή, πάντας συνεκάλεσε χαρμονικώς εις πανδαισίαν σήμερον, προθείσα τους άθλους σου, τα παλαίσματα, και την άνδρείαν ένστασιν∙ ων κατατρυφώντες, πίστει σε και πόθω μακαρίζομεν». Αυτό σημαίνει ότι ένας πιστός, που έχει ως προτεραιότητα της ζωής του την Βασιλεία του Θεού, κατά τον λόγο του Κυρίου, μπορεί και χαίρεται, έστω κι αν βρίσκεται μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες της παρούσης ζωής. Και δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον χριστιανό «αιθεροβάμονα», μη ρεαλιστή, «εκτός τόπου και χρόνου», διότι ο χριστιανός ξεκινά με την πιο αληθινή πραγματικότητα, με τον πιο βαθύ ρεαλισμό: ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου», ότι όλα είναι παρερχόμενα και φθαρτά, πλην βεβαίως του Θεού και των σχετιζομένων με Αυτόν.

Ένα από τα πιο ωραία αγαθά, από τις πιο ωραίες πνευματικές τροφές που μας προσφέρει η πανδαισία του αγίου σήμερα, είναι η ακλόνητη σαν στέρεος πύργος καρδιά του. Ο υμνογράφος θέλοντας να μας ζωγραφίσει ζωντανά τη σταθερή πίστη του μεγαλομάρτυρα, το ηρωικό φρόνημά του, τον σαφή προσανατολισμό του προς μόνη την  αγάπη του Θεού, τέτοια που κανένα βασανιστήριο δεν μπορούσε να αλλάξει, αυτήν την εικόνα παρουσιάζει: «Ουκ έσεισε τον πύργον σου της καρδίας, πάνσοφε, η σφοδροτάτη πρόσρηξις των βασάνων» (Η σφοδρότατη επίθεση των βασάνων πάνω σου, πάνσοφε, καθόλου δεν έσεισε τον πύργο της καρδιάς σου). Κι αυτό γιατί; Διότι ο άγιος είχε στεριώσει την καρδιά του αυτή πάνω στην απόλυτα στέρεα νοητή πέτρα, που είναι ο Χριστός. «Και γαρ εστήρικτο νοητήν επί πέτραν την ασάλευτον». Η αναφορά του υμνογράφου στο στέρεο σαν πέτρα φρόνημά του επηρεάζεται και από το είδος του μαρτυρίου του: την σύνθλιψή του μεταξύ δύο πετρών. Όπως έμεινε ακλόνητος δηλαδή, καθώς σφιγγόταν από τις τεράστιες πέτρες, έτσι στερέωσε τα βήματα της ψυχής του πάνω στην πέτρα της ζωής, τον Ιησού Χριστό. «Ο πέτρα ζωής της ψυχής τα βήματα πηξάμενος, ταις πέτραις σφιγγόμενος και τοις αλγεινοίς περικυκλούμενος, αληθής αθλοφόρος, ακλόνητος διέμεινας». Εκεί μας οδηγεί η στέρεα χωρίς ταλαντεύσεις πίστη και αγάπη προς τον Χριστό: να είμαστε «πέτρινοι» στο φρόνημα, σταθεροί στη ζωή αυτή, με βηματισμό ψυχής τέτοιο, που έστω κι αν όλα γύρω και δίπλα μας «πέφτουν», εμείς συνεχίζουμε με επίγνωση και συναίσθηση την πορεία μας. Σ’  έναν κόσμο μάλιστα «δίψυχο», άρα ακατάστατο σε όλα, καταλαβαίνουμε ότι ο λίγο συνεπής χριστιανός αποτελεί την πυξίδα και το φως του κόσμου. Όπως το λέει ο ίδιος ο Κύριος: «υμείς εστε το φως του κόσμου∙ ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη».

Αφήνοντας σοβαρές θεολογικές επισημάνσεις της ακολουθίας του αγίου -  όπως για παράδειγμα του ύμνου από τα στιχηρά του εσπερινού «επιπνοία του Πνεύματος μυηθείς γνώσιν ένθεον, των των όλων Κτίστην έγνως, Αρτέμιε», δηλαδή ότι ο άγιος γνώρισε τον Δημιουργό Κύριο των όλων, αφού οδηγήθηκε στην ένθεο αυτή γνώση από τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, κάτι που σημαίνει ότι κανείς δεν γνωρίζει τον Χριστό πραγματικά, παρά μόνον με τον φωτισμό του ίδιου του Θεού – δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε, έστω δι’  ολίγων, τα πάμπολλα θαύματα που τελούνται από την ώρα του μαρτυρίου του αγίου  και μετέπειτα. Είναι αληθές: ο άγιος Αρτέμιος είναι ένας από τους πιο θαυματουργούς αγίους (και μάλιστα για ανδρολογικές, θα λέγαμε, παθήσεις), συνεπώς όποιος με πίστη στον Θεό τον επικαλείται, βλέπει τη θαυμαστή ενέργειά του πάνω του, και στην ψυχή και στο σώμα του. Όπως το σημειώνει και ο υμνογράφος: «ιατρείον αναδέδεικται σώμα το πολύαθλον, πάσαν νόσον, πάσαν κάκωσιν, πάσαν δαιμόνων πάντοτε βλάβην αποδιώκον εκ των πιστώς προσφευγόντων σοι» (Το πολύαθλο σώμα σου αναδείχτηκε ιατρείο, που διώχνει από τους με πίστη προσερχομένους σε σένα, κάθε νόσο, κάθε τραύμα και πληγή, κάθε βλάβη των δαιμόνων). Υποψία θαυμαστών επεμβάσεών του καταγράφουμε στη συνέχεια: (1) Κάποιος άνδρας που είχε έντονο πρόβλημα στους διδύμους του, δηλαδή στους όρχεις του, ήλθε προς τον άγιο κλαίγοντας και ζητώντας την υγεία του. Έπεσε λοιπόν σε στρωμνή στο μέσον του ναού του, και μετά από λίγο που τον είχε πάρει ο ύπνος, του  λέγει ο άγιος: «υπόδειξέ μου το πάθος σου». Αυτός λοιπόν το υπέδειξε στον άγιο, οπότε εκείνος αφού άγγιξε το πονεμένο μέρος του ασθενούς και τον έσφιξε στο σημείο αυτό με δύναμη, τον έκανε να κραυγάσει από τον πόνο και να  ξυπνήσει. Καθώς λοιπόν ξύπνησε, βρήκε τον εαυτό του υγιή κι άρχισε να δοξολογεί και να ευλογεί τον Θεό. (2) Άλλος πάλι έχοντας υδροκήλη μεγάλη προσήλθε στον άγιο. Και  σ’ αυτόν ο άγιος «έσχισε» το σημείο πάθους του με ξίφος, την ώρα που κοιμόταν, με αποτέλεσμα να προέλθει μία τεράστια δυσωδία από το υγρό που βγήκε. Ξύπνησε αμέσως ο ασθενής και βρήκε κι αυτός τον μεν εαυτό του υγιή, τους δε χιτώνες του και το έδαφος γεμάτα από δυσωδία, σήψη και υγρότητα.

«Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».

19 Οκτωβρίου 2021

ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ… ΜΕΛΛΟΝ, ΤΗ ΖΩΗ ΚΛΠ.

«Πονηρός σημαίνει, άνθρωπος που κάνει ψευδείς προβλέψεις και που φαντάζεται ότι αντιλαμβάνεται τους λογισμούς των άλλων από τα λόγια τους, και τα μυστικά των καρδιών τους από τις εξωτερικές κινήσεις» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κδ΄ 9).

Δεν αναφέρεται προφανώς ο όσιος σ’ εκείνον που βλέποντας κάποια γεγονότα μπορεί να προβλέψει την επόμενη κίνηση: τον οδηγό για παράδειγμα που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και προβλέπει ότι με τον τρόπο αυτόν οδεύει με μαθηματικό τρόπο σε σύγκρουση. Ούτε σ’ αυτόν που καταλαβαίνει τι γίνεται γιατί τα λόγια ενός συνανθρώπου του φανερώνουν εξόφθαλμα τη σκέψη του, ή οι βίαιες ενέργειές του δείχνουν το εσωτερικό της καρδιάς του: τον έξω φρενών για παράδειγμα άνθρωπο που οι ύβρεις που εκτοξεύει ή οι σπασμωδικές κινήσεις του δείχνουν ανάγλυφα το μίσος και την έχθρα που κυριαρχούν στη σκέψη του και στην καρδιά του. Αυτό συμβαίνει κατά αυτόματο τρόπο σχεδόν σε όλους.

Αναφέρεται στον άνθρωπο που έχει κάνει στάση ζωής την τάχα πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων, διαρκώς η φαντασία του καλπάζει για να διεισδύει από τα λόγια του άλλου τα οποία «ψειρίζει»,  στους υποτιθέμενους λογισμούς του, όπως και συνεχώς παρατηρεί τις σωματικές κινήσεις των συνανθρώπων του για να υποθέτει το τι μυστικά καρδιάς κρύβουν αυτές. Μ’ ένα λόγο περιγράφει τον εκτός εαυτού, κι έτσι και εκτός Θεού, άνθρωπο, που κύριο γνώρισμά του έχει την πνευματική τύφλωση. Τύφλωση μάλιστα τέτοια που να πιστεύει ακράδαντα ότι είναι ο κατεξοχήν… ανοικτομάτης!

Είναι ο ορισμός του πονηρού ανθρώπου, αποφαίνεται αξιωματικά ο όσιος. Γιατί πονηρός; Διότι και ο Πονηρός, ο διάβολος, με τον ίδιο τρόπο κινείται και φανερώνεται. Κι αυτός - μολονότι ως πνεύμα με «πολυχρόνια» πείρα είναι πιο… μέσα στις διαπιστώσεις του - αναγγέλλει πολλές φορές στα δικά του ως επί το πλείστον όργανα τα μελλούμενα, υποθέτει τους λογισμούς των ανθρώπων από τα λόγια τους, φαντάζεται τα μυστικά της καρδιάς τους από τις εξωτερικές κινήσεις τους. Διότι μη ξεχνάμε: ο διάβολος δεν γνωρίζει το μέλλον ούτε και τον εσωτερικό μας κόσμο! Ο μόνος γνώστης ως παντογνώστης και καρδιογνώστης είναι ο Θεός, «ο Πατήρ του μέλλοντος αιώνος», στον Οποίο «τα πάντα είναι γυμνά και φανερά ενώπιόν Του»! Κάθε απόπειρα λοιπόν να μας πείσουν οι αστρολόγοι, οι χειρομάντεις, οι καφετζούδες και όλοι οι σχετικοί, ότι μπορούν να γνωρίσουν το μέλλον και να αποκαλύψουν τα κρυπτά των ανθρώπων, είναι εκ του Πονηρού και ψεύτικα.

Κι αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ των αγίων και των πονηρών: οι πρώτοι έχοντας το Πνεύμα του Θεού γνωρίζουν τα μυστικά και τα κρύφια και τα μελλοντικά, για να βοηθήσουν τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν σε μετάνοια και εύρεση του Θεού· οι δεύτεροι, καθοδηγούμενοι από τον πατέρα τους διάβολο δεν γνωρίζουν, αλλά υποθέτουν ψευδώς τα παραπάνω, κι αυτό για να πλανέψουν τον άνθρωπο και να τον κάνουν υποχείριο του δικού τους πατέρα – πάντοτε εννοείται με το… αζημίωτο!

Ας προσέξουμε μόνο μη πέσουμε κι εμείς στην παγίδα και γίνουμε πονηροί!