29 Οκτωβρίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ

«Η αγία Αναστασία έζησε όταν βασιλείς ήταν οι διώκτες της χριστιανικής πίστης  Δέκιος και  Ουαλλεριανός και ηγεμόνας ο Πρόβος. Ήταν Ρωμαία στην καταγωγή, νέα στην ηλικία και ζούσε σε κάποιο Μοναστήρι. Την συνέλαβαν για την πίστη της κι επειδή ομολόγησε την πίστη αυτή με παρρησία, την κτύπησαν στο πρόσωπο. Στη συνέχεια, την άπλωσαν πάνω σε πυρακτωμένους άνθρακες και τη μαστίγωσαν με ράβδους. Την κρέμασαν έπειτα πάνω σε ξύλο, την πίεσαν σε μέγκενη και την τρύπησαν με σιδερένιες ακίδες. Κρεμασμένη την χαράκωσαν  σε όλο το σώμα, της έκοψαν τους μαστούς και της εκρίζωσαν τα νύχια. Της ακρωτηρίασαν τα χέρια και τα πόδια, της αφαίρεσαν τη γλώσσα και της εκρίζωσαν τα δόντια. Στο τέλος, της έκοψαν και το κεφάλι».

Προξενεί κατάπληξη το μαρτύριο της αγίας Αναστασίας. Δεν υπέστη απλώς κάποια βασανιστήρια χάριν της πίστεώς της στον Χριστό, αλλά το κάθε μέλος του σώματός της δέχτηκε πολλαπλά τραύματα, μέχρι σημείου σχεδόν εξαφανισμού της. Η περιγραφή του μαρτυρίου της φέρνει στη μνήμη το τροπάριο από τη Μ. Παρασκευή για τον ίδιο τον Κύριο: «έκαστον μέλος της αγίας σου σαρκός ατιμίαν δι’ ημάς υπέμεινε». Γι’  αυτό και ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ, ο οποίος ζητεί φωτισμό από την αγία, προκειμένου να δοξολογήσει σωστά την αγιότητά της, καλύπτει ένα μεγάλο  μέρος του κανόνα της με την συγκεκριμένη αναφορά στο κάθε είδος από τα μαρτύριά της. Θυμίζει η περίπτωση της αγίας οσιομάρτυρος τα βασανιστήρια άλλων μεγαλομαρτύρων, όπως της αγίας Ευφημίας, για τα οποία εξέφρασε τον θαυμασμό του και ο όσιος Παΐσιος, στην εμφάνισή της στο κελί του το 1987. Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως προσπαθεί να δώσει εξήγηση του πώς μπόρεσε η αγία να αντέξει τόσα βάσανα. Έφτασε, λέει, στο δοξασμένο ύψος του μαρτυρίου, με τη νόμιμη άθλησή της, αφού προηγουμένως είχε υπερβεί τα πάθη της σαρκός με την εγκράτειά της. Κι αυτή η υπέρβαση δεν ήταν θέμα μίας στιγμής ή ολίγου χρόνου, αλλά ολόκληρης της ζωής της, αφού από βρέφος αφιερώθηκε στον Θεό. «Εκ βρέφους τω Θεώ ανετέθης, οσία, νεκρώσασα σαρκός εγκρατεία τα πάθη». Με άλλα λόγια, η αγία Αναστασία με την αγιασμένη βιοτή της προ του μαρτυρίου, ήταν έτοιμη και για τους αγώνες του ίδιου του μαρτυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς απροϋπόθετα να γίνει μάρτυρας.

Με τα βασανιστήρια της αγίας το σώμα της στρεβλώθηκε, σε σημείο, είπαμε, τελικώς αφανισμού της. Πάνω σ’ αυτό όμως ο εκκλησιαστικός ποιητής προβαίνει σε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, η στρέβλωση του σώματος της αγίας, χάριν του Χριστού, φανέρωνε την ψυχική της σταθερότητα, το όρθιο της προαίρεσής της. Όσο την κτυπούσαν και την «πετσόκοβαν», τόσο το φρόνημά της δυνάμωνε και παρέμενε όρθιο. «Στρεβλούμενον το σώμα αικισμοίς, εδήλου το όρθιον σης προαιρέσεως προς Θεόν, Αναστασία πανεύφημε». Η αγία δηλαδή επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που είχε πει ο Κύριος: «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων τι ποιήσαι». Η ψυχή είναι αυτό που μετράει στις δύσκολες στιγμές του βίου, κι αυτό έδειξε η αγία. Δεύτερον, μέσα σε όλα αυτά τα βάσανα, που θα έπρεπε η νεαρή κόρη να έχει αλλοιωμένα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της από τον πόνο και την οδύνη, εκείνη φαινόταν ακόμη περισσότερο ωραία στη μορφή: «Το κάλλος της καρδιάς σου, η εσωτερική ομορφιά σου, ένδοξε, μεταδόθηκε και στην ορατή, εξωτερική, μορφή σου, και σε έκανε να φαίνεσαι ωραιότατη σ’ αυτούς που σε έβλεπαν». Η αγία φανέρωνε, έστω και στα βάσανα, την υπάρχουσα σ’ αυτήν χάρη του Θεού, η οποία πράγματι κάνει τον άνθρωπο και εξωτερικά να λάμπει και να ομορφαίνει. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» υπενθυμίζει ο λόγος του Θεού. Ο άγιος υμνογράφος με τον ύμνο του αυτό τονίζει ακριβώς τον χαρισματικό χαρακτήρα του μαρτυρίου της αγίας Αναστασίας. Ό,τι υπέστη, το υπέστη με τη δύναμη του Θεού. Αλλά για να λειτουργήσει αυτή η δύναμη, έπρεπε να συναντήσει την καλή προαίρεση της αγίας, για την ύπαρξη της οποίας εργάστηκε η ίδια ασκητικώς εκ νεότητός της.

28 Οκτωβρίου 2021

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ: ΕΘΝΙΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Δεν έχουμε σκοπό να πούμε όσα αποτελούν το περιεχόμενο ενός πανηγυρικού της ημέρας – αυτό είναι δουλειά άλλων! Μα δεν μπορούμε να μην πούμε κι εμείς ένα ταπεινό ευχαριστώ στους πατέρες και τους παππούδες μας, που στη δεδομένη στιγμή «ηλεκτρίστηκαν» από την αγάπη τους προς την πατρίδα και προσήλθαν, σε μεγάλο βαθμό εθελοντικά, να καταθέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία και τη διαφύλαξή της. Οι άμεσες μαρτυρίες που έχουμε και τα ντοκουμέντα της εποχής εκείνης δείχνουν ότι αυτό που συνέβη τό ’40 δεν εξηγείται με την απλή λογική. Υπήρξε ένας πανεθνικός συναγερμός κατά της φασιστικής επίθεσης των Ιταλών πρώτα και των Γεμανών έπειτα, που προϋπέθετε σε μεγάλο βαθμό την υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Κι αυτό γιατί τα αριθμητικά στοιχεία σε έμψυχο και άψυχο υλικό έκλιναν καθ’ υπερβολήν υπέρ των επιτεθεμένων φασιστών. Όλοι με άλλα λόγια οι Έλληνες ήξεραν ότι οι Ιταλοί σαφώς υπερτερούν σε όπλα και σε στρατιώτες. Η λογική έλεγε ότι η ήττα ήταν δεδομένη. Μα ο ψυχικός δυναμισμός των Ελλήνων ήταν τέτοιος, που τα αριθμητικά και λογικά δεδομένα τα παραθεώρησαν. Ο αγώνας ήταν για την Πατρίδα, που σημαίνει ότι ήταν αγώνας για τα ιερά και τα όσια του Έθνους. Επέλεξαν λοιπόν να μαρτυρήσουν για να παραμείνουν αυτό που ήταν: Έλληνες ελεύθεροι, παρά να υποταγούν και να χάσουν την αυτοσυνειδησία τους και την αξιοπρέπειά τους. Και τα κατάφεραν. Γι’  αυτό και δεν είναι υπερβολικός ο χαρακτηρισμός που από τότε τους συνοδεύει και τον οποίο έδωσαν φίλοι και εχθροί: είναι ήρωες!

Κοινοί άνθρωποι σαν όλους ήταν οι μαχητές του ’40 μέχρι την εποχή που ξέσπασε ο πόλεμος, κι ίσως, για όσους επέζησαν, και μετά από αυτόν. Με τους ίδιους φόβους, τις ίδιες αγωνίες και τις ανασφάλειες που έχει κάθε απλός άνθρωπος. Φαίνεται όμως πως το αδύναμο σωματικά και ψυχικά αυτό πλάσμα, σε κρίσιμες ώρες που διακυβεύονται τα ιδεώδη και τα οράματά του, μεταμορφώνεται και γίνεται γίγαντας. Σπάει τα στεγανά των ατομικών του ορίων κι αφήνει να διαφανούν οι άπειρες δυνατότητες  με τις οποίες τον έχει προικίσει ο Δημιουργός. Θεολογικά, θα επισημαίναμε ότι έχουμε εδώ μερική εφαρμογή του θεόπνευστου λόγου του Ευαγγελιστή της αγάπης, που λέει ότι «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάν. 4, 18). Ο φόβος που έχει κάθε άνθρωπος, όταν βλέπει ότι κινδυνεύει η ατομική του ύπαρξη, ξεπερνιέται με μία τέλεια αγάπη. Εν προκειμένω οι αγωνιστές του ’40 παθιάστηκαν από την αγάπη προς την Πατρίδα, αγάπη που τους έκανε να υπερβούν τα όριά τους και να αναδειχτούν σε ήρωες, σε οικουμενικά δηλαδή πρότυπα.

Κι από την άποψη αυτή, εκτός από το να τους ευχαριστούμε, καλούμαστε να τους μιμηθούμε. Γιατί κι εμείς σήμερα ζούμε σε κρίσιμες εποχές. Οι κίνδυνοι για την ασφάλεια της πατρίδας μας, αλλά και για την ψυχική και πνευματική αρτιότητά μας είναι δεδομένοι και υπαρκτοί. Και δεν μιλάμε μόνο για τους άσπονδους φίλους μας: τους απειλητικούς γείτονες της χώρας μας, αλλά και για άλλους κινδύνους, πιο απειλητικούς ίσως γιατί είναι περισσότερο ύπουλοι. Η παρείσφρυση για παράδειγμα στη χώρα μας πάμπολλων αιρέσεων χριστιανικών και μη που σκοπεύουν στην αλλοίωση της πνευματικής φυσιογνωμίας της δεν συνιστά έναν τέτοιο κίνδυνο; Το πνεύμα της εκκοσμίκευσης ως έκπτωσης από τη γνησιότητα της ορθόδοξης πίστης και προσκόλλησης στα του κοσμικού φρονήματος δεν αποκοιμίζει σταδιακά και τους χριστιανούς Έλληνες, προκαλώντας την αναισθητοποίηση κάθε ψυχικής και πνευματικής αντίστασής τους; Κι ακόμη: η κυριαρχία σχεδόν πια των χαρακτηριστικών της μετανεωτερικής λεγόμενης εποχής, όπου ο άνθρωπος δεν κατανοείται ως εικόνα Θεού αλλ’  ούτε καν και ως «ζωντανός» άνθρωπος με την υποταγή του στην «άϋλη»  εκδοχή του μέσω του διαδικτύου, δεν αποτελεί κι αυτή ίσως τον σοβαρότερο από όλους τους κινδύνους;

Λοιπόν, οι κίνδυνοι αφανισμού μας ως Έθνους με την ελληνορθόδοξη ιδιαιτερότητά μας είναι παραπάνω από υπαρκτοί, για να μην πούμε ότι είμαστε σε φάση μη αναστρέψιμη. Κι είναι σημαντική η ευκαιρία που μας προσφέρει και πάλι η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, γιατί όπως τότε οι αγωνιστές του ’40 συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο και υψώθηκαν στα όρια της ελληνικής ηρωικής ψυχής για να διαφυλάξουν τον εαυτό τους και την πατρίδα τους, έτσι κι εμείς. Υπό τη Σκέπη της Παναγίας Μητέρας μας να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να «διαβάσουμε» σωστά τα μηνύματα των καιρών. Και να στραφούμε στον «μόνον δυνάμενον σώζειν», τον Κύριο Ιησού Χριστό, προκειμένου και να μας φωτίσει αλλά και να ενισχύσει την αδύναμη βούλησή μας ώστε να βαδίζουμε τον δρόμο τον δικό Του και των αγίων Του. Οι έστω και λίγοι σήμερα που θα βρεθούν στο χαρισματικό αυτό σημείο ίσως δημιουργήσουν κατά ένα μυστικό τρόπο αυτήν τη φορά ένα νέο «έπος»! Το «έπος της μετάνοιας» που θα υψώσει αναχώματα εναντίον κάθε δύναμης φθοράς. Μη ξεχνάμε τον λόγο του Κυρίου: η μετάνοια φέρνει στον κόσμο την ίδια τη Βασιλεία του Θεού!

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ) (ΚΑΤΑ ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ 1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)

«Στον ιερό Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, όπου βρισκόταν και το σεπτό «μαφόριον» της Παναγίας, μία των ημερών, επί βασιλείας Λέοντος του Σοφού (886-911), ετελείτο ολονύκτια αγρυπνία. Είχε πάει εκεί κατά τη συνήθειά του και ο όσιος Ανδρέας ο σαλός. Συνέβη να παρευρίσκεται και ο Επιφάνιος έχοντας μαζί έναν υπηρέτη του. Συχνά, σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία, αγρυπνούσε και αυτός ανάλογα με την προθυμία του, πότε μέχρι το μεσονύκτιο, πότε μέχρι το πρωί. Την τετάρτη ώρα της νυκτός, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας μεγαλοπρεπή γυναίκα να βγαίνει από την Ωραία και βασιλική Πύλη και να προχωρεί μαζί με πολυπληθή και λαμπρότατη ακολουθία αγίων λευκοφορούντων, που έψελναν ιερούς ύμνους και πνευματικά άσματα. Τη μεγαλοπρεπή αυτή γυναίκα κρατούσαν τιμητικά συνοδεύοντας από τα χέρια ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Υιός της Βροντής, ο Θεολόγος Ιωάννης, ενώ ακολουθούσαν οι υπόλοιποι άγιοι. Μόλις τους είδε ο όσιος Ανδρέας να προχωρούν προς τον άμβωνα της Εκκλησίας, πλησιάζει τον Επιφάνιο και του λέει: - Βλέπεις την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;           Αυτός του απαντά: - Ναι, πνευματικέ πατέρα μου. Ενώ παρακολουθούσαν οι όσιοι, Την βλέπουν να γονατίζει, να προσεύχεται για ώρα πολλή και να τρέχουν συνεχώς δάκρυα στο θεοειδές και άχραντο πρόσωπό Της. Μετά από αυτήν την προσευχή, έρχεται προς το θυσιαστήριο και δεήθηκε εκεί υπέρ του παρευρισκόμενου λαού. Όταν τελείωσε τη δέησή Της, έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή Της, με μία κίνηση γεμάτη χάρη και σεμνότητα, το μέγα και φοβερό «μαφόριόν» Της, που έλαμπε ως αστραπή, και το άπλωσε επάνω από όλον τον παρευρισκόμενο λαό. Αυτό το έβλεπαν οι θαυμάσιοι αυτοί άνδρες επί αρκετές ώρες να είναι απλωμένο επάνω από όλον τον λαό και να πηγάζει ως φως ήλεκτρου τη Δόξα του Κυρίου. Όση ώρα ήταν εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος, ήταν θεατό και εκείνο, μόλις ανεχώρησε, έπαυσε και αυτό να είναι ορατό. Το επήρε μαζί της, αφήνοντας τη Χάρη Της στον πιστό λαό».

(1) Με το γεγονός της εμφάνισης της Υπεραγίας Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού – ο Θεός ενεργεί διά της Θεοτόκου – που την ευεργετική της επίδραση δέχεται ο πιστός λαός, αλλά βλέπουν μόνον οι δύο όσιοι: ο Ανδρέας ο σαλός και ο Επιφάνιος. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλειώδες αυτό όραμα ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία που δόθηκε ως χάρη στους δύο αγίους, και διότι προφανώς είχαν τις εσωτερικές προϋποθέσεις για να τη δεχτούν, και διότι θα κατέθεταν τη μαρτυρία τους αυτή αργότερα στον πιστό λαό προς ενίσχυση της πίστεώς του. Με άλλα λόγια ο Θεός ικανώνει ορισμένους πιστούς Του, με την έννοια ότι τους διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς, ώστε να Τον «δουν» στη θεϊκή Του δόξα, και μετέπειτα αυτοί μαρτυρούν τη θεοπτική αυτή εμπειρία τους, η οποία γίνεται αποδεκτή από τον λαό, λόγω της αξιοπιστίας των ίδιων.

Αιτία για την τακτική αυτή του Θεού, θα λέγαμε, φαίνεται ότι είναι η αγάπη Του προς τον κόσμο, η οποία ενεργεί με τέτοια διάκριση, ώστε να μη βλάψει τους πνευματικά ανώριμους ή τους ανέτοιμους για μία ιδιαίτερη όραση Εκείνου. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται». Την τακτική αυτή του Θεού την επισημαίνουμε σε όλες τις φάσεις της αποκάλυψής Του, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα ακόμη. Ας θυμηθούμε το γεγονός της παράδοσης του Νόμου του Θεού στους Ισραηλίτες στο όρος Σινά: ο Μωϋσής καλείται να μετάσχει στην ξεχωριστή ενέργεια του Θεού, η οποία δι’  αυτού γίνεται έπειτα κτήμα όλων. Κι ακόμη. Ο ίδιος ο Κύριός μας στο Θαβώρ, στο όρος της Μεταμορφώσεώς Του, τους τρεις μαθητές Του, Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο, καλεί να γίνουν «επόπται της μεγαλειότητός Του», οι οποίοι στον κατάλληλο έπειτα καιρό θα καταθέσουν τη μαρτυρία της συγκεκριμένης εμπειρίας τους.

(2) Οι δύο άγιοι, Συμεών και Επιφάνιος, βλέπουν με άμεσο τρόπο την αγάπη της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πιστό λαό. Εμφανίζεται, προσεύχεται με δάκρυα, απλώνει προστατευτικά πάνω στον λαό το μαφόρι Της, γιατί είναι γεμάτη αγάπη και στοργή προς τα παιδιά της και παιδιά του Υιού και Θεού της. Κι είναι αυτά τα χαρισματικά οράματα, τα οποία επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη της Εκκλησίας σχετικά με την αγάπη των αγίων απέναντί μας και μάλιστα της Παναγίας Μητέρας μας. Γνωρίζουμε την αγάπη Της αυτή ήδη από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τη μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας μας. Ιδιαιτέρως το «γύναι, ιδού ο υιός σου» και το «ιδού η μήτηρ σου» του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας προς τη Μητέρα Του και το μαθητή Του Ιωάννη, μας συγκινεί την καρδιά και δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μα, όταν έρχονται και τέτοια θαυμαστά γεγονότα, σαν αυτό της Αγίας Σκέπης, η πίστη μας γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο. Ξέρουμε ότι σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή μπορούμε να αναφερόμαστε, μετά βεβαίως τον Κύριο και Θεό μας, και στην Παναγία Μητέρα Του, η οποία είναι έτοιμη να μεσιτεύσει μετά δακρύων υπέρ ημών προς τον Υιό και Θεό Της. Κι ο πιστός λαός πράγματι το επιβεβαιώνει. Οι χαιρετισμοί και οι παρακλητικοί κανόνες προς την Θεοτόκο δεν λείπουν ποτέ από τα χείλη του ευσεβούς λαού, ο οποίος νιώθει, έστω κι αν δεν Την βλέπει οραματικά, την παρουσία και την αγάπη Της.

Θα ήταν παρήγορο μάλιστα να μνημονεύαμε στο σημείο αυτό και μία παράδοση-θρύλο, που κυκλοφορείται ιδίως στους πιστούς της Ρωσίας. Πέθαιναν οι χριστιανοί και «σκόνταφταν» στην παρουσία του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος έχοντας τα κλειδιά του Παραδείσου ζητούσε τις απολύτως «κανονικές» προϋποθέσεις εισόδου στον Παράδεισο. Τους περισσότερους δυστυχώς τους απέπεμπε, διότι δεν εκπληρούσαν αυτά που έπρεπε. Κι ενώ λίγοι είχαν εισέλθει στον Παράδεισο, άκουγε πολλές φωνές και πολλές υμνολογίες μέσα σ’  αυτόν. Παραξενεύτηκε και κοιτώντας πιο πέρα από τη θύρα του Παραδείσου είδε ότι η Παναγία  Μητέρα βρισκόταν πάνω από τα τείχη και με το μαφόρι της σήκωνε «παράνομα» και έβαζε μέσα στον Παράδεισο αυτούς που είχαν απορριφτεί.

(3) Η εμφάνιση της Παναγίας και η προστασία Της προς τον πιστό λαό γίνεται εκεί που ο λαός αυτός έχει συναχτεί εν Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, ότι η Παναγία γίνεται το όργανο της χάρης του Θεού, όταν ο λαός φανερώνει την πίστη του με τον ερχομό του στον ναό και μάλιστα σε ώρα έντονης και παρατεταμένης προσευχής: σε αγρυπνία. Και τούτο διότι ο Θεός προσφέρει τη χάρη Του, αλλ’  όταν και ο άνθρωπος δείχνει τη διάθεση να την αποδεχτεί. Στο θαυμαστό γεγονός της Αγίας Σκέπης πολύ άμεσα διαπιστώνουμε αυτό που ο Κύριος είχε πει: «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Η παρουσία Του εκδηλώθηκε μέσω της Μητέρας Του, όπως βεβαίως και για την εμφάνισή Του στον απόστολο Θωμά μετά την ανάσταση προηγήθηκε η παρουσία του Θωμά στον κύκλο των μαθητών, δηλ. στο χώρο της Εκκλησίας. Έτσι βεβαίως ο Θεός διά των αγίων Του δρα όπως και όπου θέλει, αλλά εκεί που κατεξοχήν ενεργεί και προσφέρει τη χάρη Του είναι η Εκκλησία. Από την άποψη αυτή ο αγώνας του πιστού να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία,  αποτελεί όρο για τη μετοχή του στην παροχή της χάρης του Θεού.

(4) Η ιδιαίτερη παροχή αγιασμού από την Παναγία προς τον προσευχόμενο λαό νομίζουμε ότι είχε να κάνει και με το μαφόρι Της, που φυλασσόταν ως εξαιρετική ευλογία στον συγκεκριμένο ναό των Βλαχερνών. Με άλλα λόγια, η χάρη του Θεού και των αγίων του επεκτείνεται, όταν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με την εδώ στον κόσμο τούτο παρουσία των αγίων. Βεβαίως, για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος παρέχει τη χάρη του Θεού σε όσους εν πίστει τον επικαλούνται, μα η παροχή της χάρης αυτής φαίνεται να είναι εντονότερη εκεί που υπάρχει το αγιασμένο λείψανό του, στη Ζάκυνθο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους αγίους, το ίδιο πιστεύουμε ότι συνέβη και εκεί στον ναό των Βλαχερνών. Κι είναι και τούτο μία αλήθεια, που την επιβεβαιώνει διαρκώς  ο πιστός λαός ανά τους αιώνες, αφού βλέπουμε πόσο ο λαός αυτός καθοδηγούμενος από την καρδιά του τιμά τα λείψανα των αγίων, όπως και τα ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως είπαμε, που σχετίζονται με τη ζωή τους. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί  η χάρη του Θεού αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη ενός αγίου, όπως και διοχετεύεται αυτή και στα υλικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη δημιουργία του Θεού, πέρα από τις κακές επιλογές της καρδιάς μας, ενώ τα πάντα εξαγιάζονται από την υπακοή του ανθρώπου στον Θεό.

 

27 Οκτωβρίου 2021

ΤΙ ΜΟΡΦΗ ΠΑΙΡΝΕΙ Η ΨΥΧΗ!

Αυτό με το οποίο ασχολούμαστε και το οποίο πράττουμε στην καθημερινότητά μας δεν είναι κάτι που το κάνουμε για κάποιες ώρες ανεξάρτητα από τον ψυχισμό μας. Οι ασχολίες μας και οι πράξεις μας, δηλαδή οι σωματικές μας δραστηριότητες, μας στιγματίζουν και  μας καθορίζουν: επηρεάζουν άμεσα την ψυχή μας, τόσο που εξομοιώνεται η ψυχή μας με αυτές! Κι αυτό συμβαίνει προφανώς, γιατί είμαστε ψυχοσωματικές οντότητες. Ψυχή και σώμα συνθεωρούνται πάντοτε, χωρίς να μπορεί κανείς να  ξεδιαλύνει το ένα από το άλλο  – είμαστε η ψυχή μας, είμαστε το σώμα μας.  Μόνο ο θάνατος καταφέρνει το ακατόρθωτο αυτό, γι’ αυτό ακριβώς και χαρακτηρίζεται μυστήριο.

Ολόκληροι λοιπόν ως ψυχή και σώμα βρισκόμαστε κάθε φορά σε ό,τι πράττουμε.  Κι έχει τρομακτική σημασία η αλήθεια αυτή για την πνευματική μας ζωή. Ας σκεφτούμε μόνο την προσευχή: αν προσευχόμαστε  και συνηθίζουμε να γονατίζουμε, τότε και η ψυχή μας παίρνει τη φορά του γονατίσματος, δηλαδή της ταπείνωσης. Τα εκκλησιαστικά μας κείμενα βρίθουν από τις προτροπές του «κλίνειν το γόνυ της καρδίας»! Το ίδιο και οι μετάνοιες, μικρές και μεγάλες: μαθαίνουν και την ψυχή να προσπίπτει στον Κύριο. Το βλέπουμε και  στον ίδιο τον Κύριο στο πλύσιμο των ποδιών των μαθητών Του: η διακονική ποδιά, το λέντιο, που φορούσε, λειτουργούσε ως δύναμη προσομοίωσης και για τη διακονική και ταπεινή στάση της ψυχής. Οπότε και τα ρούχα που φοράμε και η εν γένει εξωτερική μας εμφάνιση δεν είναι άσχετα προς το περιεχόμενο της ψυχής μας. Σεμνή εμφάνιση σημαίνει ελκτική δύναμη για τη σεμνότητα και της ψυχής. «Χλιδάτη» και προκλητική εμφάνιση οδηγεί σε φυσίωση και αλαζονεία της ψυχής.

Τελικά, με ό,τι ασχολούμαστε, αυτό και γινόμαστε! Είτε θετικά είτε αρνητικά! Ο λόγος του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος πάνω στην αλήθεια αυτή δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης: «Γνωρίζοντας  ο Δεσπότης Χριστός ότι προς την εξωτερική εμφάνιση συμμορφώνεται και η αφανής αρετή της ψυχής, φορώντας το λέντιο μάς υπέδειξε μέθοδο για να βαδίζουμε την οδό της ταπεινώσεως. Διότι η ψυχή εξομοιώνεται με ό,τι ασχολείται και λαμβάνει τον τύπο και τη μορφή αυτών τα οποία πράττει» (λόγ. κε΄ 54).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΕΣΤΩΡ

«Ο άγιος Νέστωρ ήταν πολύ νέος και ωραίος άνδρας, γνωστός στον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. Την εποχή του βασιλιά Μαξιμιανού κι ενώ αυτός είχε συλλάβει τον άγιο Δημήτριο και τον είχε κλείσει φυλακή, έτρεξε στον τόπο της φυλακής του κι έπεσε στα πόδια του: «Δούλε του Θεού, είπε, θέλω να μονομαχήσω με τον Λυαίο, και ευχήσου για μένα στο όνομα του Χριστού». Ο άγιος τότε τον σφράγισε με το σχήμα του τιμίου Σταυρού και του είπε: «Και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ Χριστού θα μαρτυρήσεις». Ήλθε λοιπόν ο Νέστωρ στο στάδιο, όταν βρισκόταν στο θεωρείο ο Μαξιμιανός, και είπε: «Θεέ του Δημητρίου, βοήθει μοι». Συνεπλάκη λοιπόν με τον βδελυρό Λυαίο, τον οποίο με καίριο πλήγμα στην καρδιά φόνευσε, γεγονός που δημιούργησε ψυχική σύγχυση στον βασιλιά. Αμέσως αυτός διέταξε να κτυπηθεί με λόγχες ο άγιος Δημήτριος, ως αίτιος της σφαγής του Λυαίου, ο δε άγιος Νέστωρ να φονευθεί με το δικό του ξίφος».

Με τον άγιο Νέστορα προεκτείνεται η εορτή του αγίου Δημητρίου. Δημήτριος και Νέστωρ είναι ευνόητο ότι βρίσκονται κάτω από τον ίδιο «παρονομαστή», αφού, πέραν της όποιας άλλης ενδεχομένως πνευματικής σχέσεώς τους, διδασκάλου προς μαθητή για παράδειγμα,   οι τελευταίες τους ώρες λειτούργησαν κατά τρόπο αντανακλαστικό: η ενέργεια του καθενός επηρέαζε άμεσα τον άλλον. Το γεγονός αυτό της κοινής πορείας των δύο αγίων κάνει και τον υμνογράφο να αντιμετωπίζει τον μαθητή Νέστορα κατά παρόμοιο δοξαστικό τρόπο με τον διδάσκαλο Δημήτριο: ως συμβασιλεύοντα δηλαδή με τον Κύριο. «Αφού φόρεσες πορφύρα, που βάφτηκε από τα ιερά σου αίματα, Νέστορα μακάριε, και κατέχεις στο δεξί σου χέρι σαν σκήπτρο τον Σταυρό, συμβασιλεύεις με τον Χριστό».

Από την άλλη, εξίσου τονίζει ο ποιητής και για τον άγιο Νέστορα  ό,τι αποτελούσε κριτήριο αγιότητος για τον άγιο Δημήτριο, όπως και για κάθε άλλον άγιο: τη μόνιμη επιλογή του θελήματος του Θεού, έστω κι αν απειλείτο και η ίδια η ζωή του: «Ω,  θεοφιλής ψυχή, που δεν υπολόγισες καθόλου τον πρόσκαιρο θάνατο, εξέλεξες όμως να ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου»! Και βεβαίως, πίσω και από αυτό, υπήρχε η μεγάλη αγάπη προς τον Κύριο του αγίου Νέστορα, απόρροια της θέρμης της στοργής Εκείνου προς τον ίδιο: «Μπήκες μέσα στο στάδιο, ενισχυόμενος από τη θέρμη της αγάπης του Χριστού». Όπως όλοι γνωρίζουμε, όπου υπάρχει η θερμή αγάπη προς τον Χριστό, εκεί υπερβαίνεται ακόμη και ο φόβος του θανάτου.

Δεν είναι δυνατόν όμως ο υμνογράφος να μην επικεντρώσει την προσοχή του στο γεγονός που κατέστησε γνωστό και άγιο τον Νέστορα: την πάλη του με τον Λυαίο και τη νίκη του επ’  αυτού. Τι κάνει όμως; Μας ανοίγει τα πνευματικά μάτια, προκειμένου, μαζί με την αισθητή αυτή νίκη, να δούμε και την παράλληλη πνευματική νίκη του κατά του πονηρού διαβόλου. Κι είναι λογικό: δεν θα μπορούσε να υπερβεί το τεράστιο «τείχος», τον Λυαίο, ο Νέστορας, αν δεν είχε το πνευματικό σθένος από τις νίκες του κατά του Πονηρού: «Συνεπλάκης αισθητά με τον Λυαίο και τον εξολόθρευσες. Και με τις αόρατες λαβές της πάλης υπέταξες και θανάτωσες τον αόρατο Βελίαρ, τον διάβολο».

Με ποιες δυνάμεις όμως κατόρθωσε να καταγάγει τη διπλή αυτή νίκη; Ο υμνογράφος είναι σαφέστατος: Πρώτον, με τη συμμαχία του Χριστού – «την του Θεού αοράτως συμμαχίαν εκέκτησο» - καθώς ήταν ντυμένος την πανοπλία Εκείνου. «Νέστορ αθλητά μακάριε, την πανοπλίαν Χριστού σεαυτώ περιθέμενος». Και δεύτερον, με την ενίσχυση του διδασκάλου και καθοδηγητή του αγίου Δημητρίου, κυρίως μέσω των ενισχυτικών θείων λόγων του και προφανώς των με παρρησία προς τον Θεό υπέρ αυτού προσευχών του. «Λόγοις ενθέοις νευρούμενος, Νέστορ σοφέ αληθώς, Δημητρίου του μάρτυρος». Όπου ο άνθρωπος έχει τον Χριστό παρόντα στη ζωή του και τον πιστό συνάνθρωπο ενισχυτή του, εκεί φανερώνεται η παντοδυναμία του Θεού. Πίστη στον Χριστό, ενότητα πίστεως: τα ανίκητα όπλα των Χριστιανών.

25 Οκτωβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΗΤΗΣ

«Ο άγιος Δημήτριος έζησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Καταγόταν από την πόλη της Θεσσαλονίκης, ήταν ευσεβής χριστιανός ήδη από τους γονείς του και διδάσκαλος της πίστεως στον Χριστό. Όταν ήλθε ο Μαξιμιανός στη Θεσσαλονίκη, συνελήφθη ο άγιος ως πολύ γνωστός για την ευσέβειά του χριστιανός. Ο βασιλιάς υπερηφανευόταν  για κάποιον άνδρα του, Λυαίο στο όνομα, ο οποίος ήταν τεράστιος στο σώμα και με φοβερή δύναμη,  και παρακινούσε όλους τους κατοίκους της χώρας να βγουν και να τον αντιμετωπίσουν σε μάχη. Κάποιος νεαρός, Χριστιανός στην πίστη, ονόματι Νέστωρ, προσήλθε στον άγιο Δημήτριο, που ήταν φυλακισμένος, και του είπε: Δούλε του Θεού, θέλω να παλέψω με τον Λυαίο∙ προσευχήσου για μένα. Αυτός δε, αφού σφράγισε με το σημείο του Σταυρού το μέτωπο του Νέστορα, του λέγει: «Και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις». Πήρε θάρρος ο Νέστωρ από τα λόγια αυτά και αντιμετώπισε τον Λυαίο, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει, ταπεινώνοντας την αλαζονεία του. Για τον λόγο αυτό ο βασιλιάς ντροπιάστηκε, κι όταν ερεύνησε και έμαθε ότι αίτιος της σφαγής του Λυαίου ήταν ο Δημήτριος, διέταξε να πάνε πρώτα  στρατιώτες στη φυλακή του και με λόγχες να του κατατρυπήσουν την πλευρά. Μόλις έγινε αυτό, αμέσως ο άγιος άφησε την ψυχή του, ενώ από τότε άρχισε να κάνει πολλά και παράδοξα θαύματα και ιάσεις. Έπειτα, με τη διαταγή του βασιλιά πάλι, έκοψαν την κεφαλή του αγίου Νέστορα». 

Απορία, έκπληξη, θάμβος, δοξολογία, πλησμονή θείου έρωτα! Οι πρώτες εντυπώσεις που αποκομίζει κανείς ερχόμενος σ’  επαφή με τους ύμνους της Εκκλησίας μας για τον μεγαλομάρτυρα, μυροβλήτη, θαυματουργό άγιο Δημήτριο. Είναι τόσος ο πνευματικός πλούτος του αγίου, ώστε δεν άρκεσε ο υμνογράφος Θεοφάνης με τον κανόνα του, για να υμνολογήσει την όλη βιοτή του Δημητρίου,  αλλά επιστρατεύτηκε και ο άγιος Φιλόθεος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος  και με δεύτερο κανόνα επικεντρώνει κυρίως την προσοχή μας στη μυροβολία του αγίου.  «Ο δεύτερος κανών, υπόθεσιν έχων εγκωμίων ομού και δεήσεως το ιερόν αυτού μύρον», κατά το διευκρινιστικό σημείωμα του κανόνα αυτού. Μπρος λοιπόν στη θαυμαστή προσωπικότητα του αγίου Δημητρίου, η Εκκλησία μας διά των υμνογράφων νιώθει την ανεπάρκεια επακριβούς εξυμνήσεως των αγώνων και των τιμών που απολαμβάνει ο άγιος εν ουρανοίς. «Ο νους και ο ανθρώπινος λόγος δεν εξαρκούν, Μάρτυς, για να διηγηθούν τις υπερφυσικές τιμές και δόξες, τις οποίες έχεις λάβει».

Και δικαίως. Πώς να εξυμνηθεί σωστά και με ακρίβεια, εκείνος που συμβασιλεύει πια με τον Κύριο του παντός; «Ντυμένος το πορφυρό ρούχο του βασιλιά, λόγω των μαρτυρικών αιμάτων του, κρατώντας στα χέρια αντί σκήπτρου τον σταυρό, συμβασιλεύει πράγματι με τον Χριστό».  Ποιο εγκώμιο μπορεί να είναι υψηλότερο και μεγαλύτερο από αυτό; Κατά συνέπεια, οι ύμνοι τονίζουν ότι η εορτή του αγίου Δημητρίου δεν έχει τοπικό, αλλά παγκόσμιο χαρακτήρα. Κι η παγκοσμιότητα αυτή δεν αναφέρεται στον κόσμο μόνον τούτο, στους πιστούς δηλαδή όλου του κόσμου, αλλά και στους ίδιους τους αγγέλους.  «Στον ουρανό και στη γη σήμερα φάνηκε ως φως αγαλλιάσεως η μνήμη Δημητρίου του Μάρτυρος. Οι άγγελοι τον στεφανώνουν με επαίνους και οι άνθρωποι τον δοξολογούν με άσματα».

Εκεί που ο λυρισμός φθάνει στο απώγειό του είναι με τον κανόνα του αγίου Φιλοθέου, ο οποίος τονίζει, όπως είπαμε, τη μυροβολία του αγίου. Οι εικόνες που επιστρατεύει μας εκπλήσσουν, φανερώνοντας και το μεγαλείο του ίδιου, νηπτικού και ασκητικού Πατέρα κατά τα άλλα, ως σπουδαίου ποιητή. Πώς ερμηνεύει καταρχάς τη μυροβολία του μεγαλομάρτυρα; «Μακάριε Δημήτριε, ο Χριστός σε μάζεψε σαν ώριμο σταφύλι από το θεϊκό αμπέλι. Και σε συνθλίβει στο πατητήρι του Μαρτυρίου. Το γλεύκος, ο χυμός που έρρευσε, το έκανε θεϊκή βρύση του μύρου». Δεν είναι μόνον όμως ο άγιος Φιλόθεος, ο οποίος δοξολογεί τον Κύριο για τη δωρεά του μύρου του αγίου, το οποίο θεραπεύει τις ψυχές και τα σώματα των πιστών. Είναι και άλλος υμνογράφος, ο Γερμανός, ο οποίος και αυτός προβαίνει σε έναν παραλληλισμό σπουδαίας ποιητικής συλλήψεως, προκειμένου να εξηγήσει τη χάρη της μυροβολίας του Δημητρίου και την ενέργεια έτσι των θαυμάτων του: «Αφού λογχεύτηκες στην σεβάσμια και αγνή πλευρά σου,  πανσεβάσμιε Δημήτριε, μιμούμενος τον Κύριο που και Αυτός κρεμάστηκε στον Σταυρό και λογχεύτηκε στην πλευρά για τη σωτηρία όλου του κόσμου, έλαβες την ενέργεια των θαυμάτων, παρέχοντας τις ιάσεις αφθόνως».

Ποια η αιτία όμως της καταπλήσσουσας προσωπικότητας του αγίου Δημητρίου και των θαυμαστών δωρεών που του έδωσε ο Κύριος; Τίποτε περισσότερο από την υπακοή του στο θέλημα του Θεού. Η προτεραιότητα του αγίου Δημητρίου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και κατά το μαρτύριό του ήταν να ευαρεστεί τον Κύριο, φανερώνοντας έτσι ότι υπεράνω όλων λειτουργούσε γι’  αυτόν η αγάπη Εκείνου, έστω και με θυσία της ζωής του. Θέλοντας να ευαρεστείς τον Βασιλέα των αιώνων Χριστό, απομακρύνθηκες από κάθε θέλημα του άνομου βασιλιά, ένδοξε, και δεν θυσίασες στα είδωλα. Γι’  αυτό προσέφερες τον εαυτό σου ως θύμα στον Υιό και Λόγο του Θεού, που θυσιάστηκε  για εμάς, με την άθλησή σου την ακλόνητη». Κι όπως είπαμε: εκείνο που κινούσε τον άγιο Δημήτριο στο να επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού, ήταν η σφοδρή σαν φωτιά αγάπη του στον Κύριο: «τω θείω πόθω τον νουν πυρπολούμενος». «Πυρ πόθου θεϊκού εν καρδία δεξάμενος».

Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο υμνογράφος άγιος Φιλόθεος, προκειμένου να αποδώσει αυτήν την αγάπη του Δημητρίου, δανείζεται εικόνες και σχήματα από το περίφημο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το «Άσμα Ασμάτων». Όπως δηλαδή εκεί, η νύμφη ψυχή, πυρπολουμένη από αγάπη προς τον Νυμφίο Χριστό, Τον κυνηγά και εκφράζει με ερωτικούς στεναγμούς την αγάπη της, όπως και το αντίστροφο, κατά τον ίδιο τρόπο και εδώ με τον άγιο: διαμείβεται διάλογος αυτού με τον Χριστό, που φανερώνει τον βαθύ έρωτα του αγίου προς Εκείνον, όπως και Εκείνου προς τον άγιο:  «Πού μένεις, νυμφίε μου; Πού έφτιαξες τη σκηνή σου; Φώναζε στον Χριστό ο στεφανωμένος μάρτυρας». «Σήκω, έλα κοντά μου, λέει ο νυμφίος Χριστός, στην ψυχή του Δημητρίου. Ας μπούμε στο σπίτι του μύρου, και ας μεταλάβουμε την οσμή του μύρου μου». «Εγώ λέει ο αγαπώμενος, εγώ, Νυμφίε, τρέχω πίσω σου. Διότι η οσμή των μύρων σου είναι μεγαλύτερη από όλα τα μύρα. Κι αυτή η οσμή σου έκανε το αίμα μου μύρο».

Ένα πια απομένει: να παρακαλέσουμε τον άγιο μεγαλομάρτυρα να μας επισκεφθεί με συμπάθεια. Και να μας βοηθήσει, πρεσβεύοντας στον Κύριο, ώστε να σωθούμε από όλα τα δεινά που περνάμε ως άνθρωποι και έθνος, από τις απειλές των συγχρόνων τυράννων, όπως και από κάθε απειλή αιρετικών. «Έλα, μάρτυς του Χριστού, σε μας, που έχουμε ανάγκη από τη συμπαθή επίσκεψή σου. Και σώσε μας, που πληγωνόμαστε από τις απειλές των τυράννων και από τη φοβερή μανία της αιρέσεως.



Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ ΣΤΗΝ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πειραιώς, Ιερούργησε σήμερα Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, ο οποίος τέλεσε την αρχαιοπρεπή Θεία Λειτουργία που συνέταξε ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων.

Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος τονίζοντας πως «η Λειτουργία την οποία τελούμε είναι μία απέραντη Ευλογία», επεσήμανε πως «η Λειτουργία αυτή δεν είναι ένα κείμενο μουσειακό που έρχεται από την αρχαιότητα χωρίς καμία θεμελίωση δια Αγίου Πνεύματος. Προβλέπεται και καθιερώνεται από τον 32ο Κανόνα  της Αγίας ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου», συμπληρώνοντας παράλληλα πως το Άγιο Πνεύμα «είναι εκείνο που μας καθιερώνει αυτή την Θεία Λειτουργία  ως έργο του Αγίου Ενδόξου Αποστόλου και Α΄ Επισκόπου Ιεροσολύμων Ιακώβου του Αδελφοθέου».

Αναφέροντας  πως η Εκκλησία μας είναι το σώμα του Χριστού με κεφαλή τον ίδιο τον Κύριό μας, υπογράμμισε ότι «αυτή τη στιγμή μετέχουμε στο γεγονός και το θαύμα της Εκκλησίας που εκτείνεται στην ατελεύτητη αιωνιότητα της ζωής του Θεού».

Σημειώνοντας στοιχεία από τον βίο του Αγίου Ιακώβου, ο οποίος προήδρευσε στην Α΄ Αγία Αποστολική Σύνοδο, τόνισε πως «γεμίζει η καρδιά μας, η ψυχή μας, το σώμα μας από την Ευλογία και τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος που ενέπνευσε τον Άγιο Ιάκωβο», ο οποίος  ως αδελφόθεος «έζησε τον Χριστό», όπως χαρακτηριστικά είπε.

Στη συνέχεια και κάνοντας λόγο για την σημερινή Ευαγγελική περικοπή η οποία περιγράφει το θαύμα της θεραπείας του δαιμονιζομένου, ο Σεβασμιώτατος επεσήμανε πως  το κρίσιμο στοιχείο αυτής της ιερής ιστορίας είναι στην συμπεριφορά των Γεργεσηνών, των κατοίκων οι οποίοι «αντί να μείνουν έκθαμβοι μπροστά στο θαύμα, αντί να απονείμουν δόξα και ευγνωμοσύνη στον Πανάγιο Θεό,  αντί να αισθανθούν δέος και να συγκλονιστεί η καρδιά τους από αυτό το γεγονός, εκείνοι ζήτησαν από τον Χριστό να φύγει μακριά τους, να φύγει από την πόλη τους, να φύγει από την περιοχή τους» «γιατί προτίμησαν το υλικό κέρδος, την πλεονεξία, την αισχρή και άδικη απόκτηση των υλικών αγαθών». «Απομάκρυναν από την πόλη και τις καρδιές τους την πηγή όλων των αγαθών, Εκείνον που είναι ο Δημιουργός των αγαθών. Στερήθηκαν το Χριστό για να συνεχίσουν το αισχρό τους εμπόριο», συμπλήρωσε ο Σεβασμιώτατος.

Τονίζοντας ότι στην σημερινή Ευαγγελική περικοπή παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο «οι άνθρωποι αρνούνται το Θεό, όχι γιατί ο Θεός δεν υπάρχει, αλλά γιατί έχουν πάθη τα οποία αμαυρώνουν την όραση του Θεού», επεσήμανε τα τρία μεγάλα πάθη του ανθρώπου: «Εγωισμός, πλεονεξία, σαρκολατρεία. Από αυτά τα τρία, προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα πάθη και όλες οι υπόλοιπες κακότητες» ανέφερε ο Σεβασμιώτατος, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως για να νικηθούν αυτά τα τρία μεγάλα κακά «η Εκκλησία αντιπροτείνει για την υπέρβασή τους την υπακοή, την ακτημοσύνη και την παρθενία».

«Γι’ αυτό αυτή η περικοπή του Ευαγγελιστού Λουκά είναι τόσο επίκαιρη, γιατί ακριβώς δεικνύει το γιατί ο κόσμος, η οικουμένη, η ζωή μας απομακρύνει τον Χριστό: για τα άνομα και αισχρά μας πάθη», είπε ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, επισημαίνοντας πως «σε αυτή την δύσκολη ιστορικά συγκύρια καλούμαστε να στραφούμε στον Κύριο και να ζητήσουμε το άπειρο έλεός Του, τη  Χάρη Του, την Ευλογία Του, τον Αγιασμό Του, τη θεραπεία μας από κάθε είδους δαιμονικό περίπαιγμα» αφού κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα Του, να γίνουμε μέτοχοι της Θείας Χάριτος.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε και στο ζήτημα της πανδημίας από την οποία δοκιμάζεται ολόκληρος ο κόσμος τονίζοντας εμφατικά ότι «μέσω της Θείας Κοινωνίας δεν μεταδίδεται κανενός είδους ασθένεια», υπογραμμίζοντας όμως παράλληλα ότι «εισερχόμενοι στον Ναό δεν αποκτούμε ανοσία, ούτε ότι αίρονται οι φυσικοί νόμοι στο χώρο της Θείας Λατρείας, γι’ αυτό και επιβάλλεται να σεβόμαστε τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης, διότι ο Κύριος μας έδωσε τον αυτοκράτορα νου για να κρίνουμε τα πράγματα».

«Επειδή είμαστε ελεύθεροι, είμαστε και υπεύθυνοι», είπε ο Σεβασμιώτατος αναφέροντας και την εμπειρία που έχει η Εκκλησία μας και «ιδιαίτερα οι λειτουργοί του σώματος της Εκκλησίας, της Ακτίστου Θείας Ενεργείας δια των Αγίων και Ιερών Μυστηρίων». «Είμαστε αψευδείς μάρτυρες διότι καταλύουμε τα Άγια επί έτη μήκιστα και ουδέποτε ασθενήσαμε εξ αυτού», είπε χαρακτηριστικά.