16 Νοεμβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ

«Ο άγιος Ματθαίος, καθισμένος στο τελώνιο, ως φοροεισπράκτορας που ήταν, άκουσε τον Κύριο να του λέει: Ακολούθει μοι. Την ίδια ώρα σηκώθηκε και Τον ακολούθησε. Του έκανε μεγάλη φιλοξενία στο σπίτι του, όπως λέει το ευαγγέλιο, και συναριθμήθηκε στους αποστόλους. Αυτός, αφού δέχτηκε τη δύναμη του αγίου Πνεύματος και έμαθε τα θεία, συνέγραψε το κατ’  αυτόν ευαγγέλιο και το έστειλε στους Ιουδαίους. Δίδαξε τους Πάρθους και τους Μήδους, ίδρυσε Εκκλησία, κι αφού έκανε πολλά θαύματα, ύστερα τελειώθηκε διά πυρός από τους απίστους».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Ματθαίου, σε δύο κυρίως σημεία επικεντρώνει την προσοχή μας μέσα από τους ύμνους του γι’  αυτόν: πρώτον, στο γεγονός της κλήσεώς του από τον Κύριο, ώστε από τελώνης να γίνει απόστολος, δεύτερον, στη συγγραφή του ευαγγελίου του. Προκειμένου να κατανοήσει κανείς τη σημασία της μεταστροφής αυτής, θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο όρος «τελώνης» την εποχή εκείνη ήταν ταυτόσημος με τον όρο «αμαρτωλός». Κι αυτό  διότι οι τελώνες ήταν εκείνοι, που νοικιάζοντας τους φόρους που είχαν επιβάλει στους Ιουδαίους οι κυρίαρχοι Ρωμαίοι, τους απαιτούσαν έπειτα πολλαπλασίως. Θεωρούνταν λοιπόν ως εκείνοι που «ρουφούσαν» κυριολεκτικά το αίμα του λαού, λόγω της μεγάλης αδικίας τους. Επ’ αυτού μάλιστα έχει καταγραφεί και το εξής περιστατικό, που φανερώνει πολύ άμεσα την αμαρτωλότητα των τελωνών: κάποιος τελώνης που πήγε να εισπράξει τους φόρους από έναν πτωχό Ιουδαίο, διεπίστωσε ότι αυτός είχε πεθάνει προ ολίγων ημερών. Τι έκανε λοιπόν; Προκειμένου να εκβιάσει την πληρωμή από τους συγγενείς του αποθανόντος, ξέθαψε το πτώμα και άρχισε να το μαστιγώνει. Ώστε τελώνης και αμαρτωλός ήταν όροι ταυτόσημοι.

Ο υμνογράφος λοιπόν επικεντρώνει στη μεταστροφή του Ματθαίου  Μόλις Σε ακολούθησε, παντουργέ Κύριε, ο πανάριστος θεηγόρος Ματθαίος, άλλαξε κι έγινε ευαγγελιστής από τελώνης με την παντοκρατορική δύναμή Σου»), εξηγώντας μας όμως ότι αυτό έγινε αφενός διότι ο ίδιος ο Χριστός έδωσε αυτήν τη δύναμη, αφετέρου διότι ο Κύριος ως καρδιογνώστης είδε την ένθεη γνώμη του, παρόλη την αμαρτωλή δραστηριότητά του, και έτσι τον λύτρωσε από τον κόσμο της αδικίας - ό,τι συνέβη και με τον απόστολο Παύλο, για παράδειγμα. Κι αυτό σημαίνει: ο Κύριος προγνωρίζοντας την καλή προαίρεση του ανθρώπου, καλεί τον άνθρωπο να Τον ακολουθήσει, οπότε στη συνέχεια τον ενισχύει ποικιλοτρόπως. «Αυτός που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων, όταν είδε με τη θεία πρόγνωσή Του την ένθεη γνώση σου, απόστολε, σε λύτρωσε από τον κόσμο της αδικίας». Απόδειξη της πράγματι καλής διάθεσης του τελώνη Ματθαίου ήταν η άμεση αντίδρασή του: τα άφησε όλα, κάθε γήινη φροντίδα, και ακολούθησε με προθυμία τον Χριστό, για τον Οποίο έδωσε στο τέλος και την ίδια τη ζωή του. «Ακολούθησες με προθυμία τον Χριστό που σε καλούσε στην ουράνια μαθητεία, αφήνοντας κατά μέρος αμέσως κάθε ενασχόληση γήινης φροντίδας». Επιφανειακά, φαινόταν ένας αμαρτωλός που αδικούσε τον κόσμο. Εσωτερικά, ήταν έτοιμος να δεχτεί την κλήση του Θεού. Πόσο λανθασμένα κρίνουμε εμείς οι άνθρωποι και πόσο δίκαιη είναι η κρίση του Θεού. Γι’  αυτό και ο Κύριος μάς καλεί «μη κρίνετε κατ’  όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε».

Ο άγιος Ματθαίος όμως έγινε και ευαγγελιστής: «ευαγγελιστής από τελώνου γενόμενος». Είναι το δεύτερο σημείο που προβάλλει ο υμνογράφος, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ωραιότατες εικόνες. Μας υπενθυμίζει εν πρώτοις ότι ήταν ο πρώτος που έγραψε ευαγγέλιο: στα εβραϊκά πρώτα και έπειτα με δική του μεταγραφή στα ελληνικά. «Ο πρώτος του Χριστού ευαγγέλιον γράψας». Με αποτέλεσμα, να φωτίσει όλη την υφήλιο – «πάσαν δαδουχών την υφήλιον κτίσιν» -  και να καταφωτίσει τους λαούς με τις λάμψεις του ευαγγελίου του: «και κατεφώτισας λαούς ευαγγελίου ταις επιλάμψεσι». Ο φωτισμός αυτός του κόσμου μέσω του ευαγγελίου του Ματθαίου είναι, κατά τον υμνογράφο και κατά την πίστη γενικώς της Εκκλησίας, ο φωτισμός της χάρης του αγίου Πνεύματος. Ο Ματθαίος έσκυψε μέσα στα βάθη του Πνεύματος και κατενόησε τον ακένωτο πλούτο Του. Άντλησε λοιπόν τη χάρη αυτή και τη μοίρασε σε όλους του ανθρώπους. «Εις τα βάθη του Πνεύματος διακύψας, απόστολε, πλούτον τον ακένωτον κατενόησας∙ και εξ αυτού αρυσάμενος την χάριν την άφθονον, ημίν ευαγγελικώς πάσι ταύτην διένειμας».

Δεν υπάρχει περίπτωση να μελετήσει κανείς το ευαγγέλιο του αγίου Ματθαίου και να μην αιχμαλωτιστεί από τα θεόπλοκα δίχτυα του. Αρκεί να το μελετήσει με καλή διάθεση και με πίστη. Θα διαπιστώσει ότι το Πνεύμα του Θεού που τον φώτισε, θα φωτίσει και εκείνον. Συνεπώς θα οδηγηθεί στην επίγνωση του ίδιου του Θεού, του μεγαλύτερου θησαυρού στον κόσμο τούτο. Όπως το λέει και ο υμνογράφος: «Οι πιστοί αιχμαλωτίζονται από τα θεόπλοκα δίχτυα του μαθητή Ματθαίου, και καθοδηγούνται πάντοτε προς τη δική Σου επίγνωση, ευεργέτα Κύριε». Κι ακόμη: είναι το ευαγγέλιο του Ματθαίου που τονίζει κατεξοχήν και την ημέρα της Κρίσεως, της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου - μία καταγραφή που όταν λαμβάνεται υπόψη σοβαρά, κάνει τον άνθρωπο να ξυπνάει από τη ραθυμία και να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού. Διότι με όριο την Κρίση του Θεού επιλέγει να σκέπτεται και να πράττει εκείνα που θα αντέξουν την ώρα αυτή: ό,τι αποτελεί πλουτισμό της ψυχής. «Ξύπνησες τις ψυχές των ραθύμων... καθώς έγινες πρώτος ευαγγελιστής στον κόσμο, γιατί τόνισες την ημέρα της Κρίσεως».

15 Νοεμβρίου 2021

ΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΣΦΡΑΓΙΖΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

«Άλλο πράγμα είναι το να προσεύχεσαι εναντίον των λογισμών, άλλο το να αντιλέγεις προς αυτούς και άλλο το να τους εξουθενώνεις και να τους αφήνεις πίσω σου» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. κστ΄ 51).

Οι Πατέρες μας είναι απολύτως σαφείς: οι λογισμοί δίνουν τον τόνο και τον ρυθμό στην ψυχή μας. Γιατί μας οδηγούν ή σε διάθεση αγάπης προς τον Κύριο και τους αγίους Του ή σε συσχηματισμό με τον κόσμο τούτο, τον υποταγμένο στον Πονηρό και τις δυνάμεις του. Οι λογισμοί μπορεί να είναι αγαθοί: εκ του Θεού και των αγγέλων Του, μπορεί να είναι φυσικοί: αυτό που εκφράζει η ίδια η ψυχοσωματική μας ύπαρξη, μπορεί όμως – κι αυτό είναι εκείνο που ενδιαφέρει ιδιαιτέρως στην πνευματική ζωή και αναφέρει στο κεφάλαιο ο άγιος – να είναι εκ του Πονηρού. Πρέπει λοιπόν να βρισκόμαστε πάντοτε σε επιφυλακή. Ο νους μας να είναι άγρυπνος φρουρός που να αναγνωρίζει  αμέσως το είδος των λογισμών που μας πλησιάζουν, είτε στη διάνοια είτε στο βάθος της καρδιάς. Ο πόλεμος αυτός μάλιστα συνιστά τον «αόρατο πόλεμο» στον οποίο βρίσκεται ο πιστός, που ή θα μας κάνει να μεγαλουργήσουμε ή θα μας καταβαραθρώσει!

Ο άγιος μάς βοηθάει: επισημαίνει τρεις τρόπους άμυνας απέναντι στους δαιμονικούς λογισμούς. Πρώτος τρόπος: να προσευχόμαστε εναντίον των λογισμών - σπουδαίος τρόπος ειδικά των αρχαρίων χριστιανών, καθώς επικαλούνται τον Παντοδύναμο Κύριο. Δεύτερος τρόπος: να αντιλέγουμε προς αυτούς – να μπορούμε να αντιπαραθέτουμε στην πονηρία τους την αλήθεια του ευαγγελικού λόγου, γεγονός που προϋποθέτει την καλή γνώση της χριστιανικής πίστεως, πράγμα όχι τόσο εύκολο όταν ληφθεί υπόψη μάλιστα η ποικιλία των λογισμών του Πονηρού και η αδιάκοπη επίθεσή του κατά των πιστών. Τρίτος τρόπος: να περιφρονούμε πλήρως κάθε δαιμονική υποβολή. Είναι ο καλύτερος και ο ασφαλέστερος τρόπος, δηλώνει ο άγιος. Γιατί «όποιος χρησιμοποιεί τον τρίτο, έφτυσε και εξευτέλισε ολωσδιόλου τους δαίμονες».

Τυχαία όλοι οι άγιοι Πατέρες, παλαιότεροι και νεώτεροι, προκρίνουν πάντοτε αυτόν; Τόσο που ακριβώς γι’ αυτό ο μεγάλος όσιος Γέροντας της εποχής μας Πορφύριος χαρακτήριζε την πνευματική ζωή και τον πόλεμο των λογισμών «εύκολα πράγματα»! «Τέλεια περιφρόνηση προς τους πονηρούς λογισμούς, διά της στροφής προς τον Κύριο», ήταν η εκ της αγιασμένης εμπειρίας του πρόταση. Και συμπλήρωνε: «το σκοτάδι δεν το πυροβολούμε. Απλώς, ανάβουμε το φως»!

Λοιπόν, «νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» (απ. Παύλος). 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΑΙ ΓΟΥΡΙΑΣ, ΣΑΜΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΒΙΒΟΣ

«Από αυτούς τους αγίους ο μεν Σαμωνάς και Γουρίας άθλησαν επί βασιλείας Διοκλητιανού και Αντωνίου του δουκός. Ο Γουρίας καταγόταν από την κώμη της Σαργωκητίας, ενώ ο Σαμωνάς από τη Γανάδα. Κατηγορήθηκαν  ότι έπειθαν τους ανθρώπους να μη θυσιάζουν στα είδωλα, γι’ αυτό και αμέσως κρεμιόνται από το ένα χέρι ο καθένας, ενώ κάτω από τα πόδια τους έβαλαν ένα μεγάλο λιθάρι ως βάρος. Και έμειναν έτσι κρεμασμένοι από την ενάτη πρωϊνή έως τη δωδεκάτη το μεσημέρι. Έπειτα τους κατέβασαν και τους έριξαν σε σκοτεινό τόπο της φυλακής. Κι αφού έδεσαν σφιχτά τα πόδια τους σε ξύλο, έμειναν εκεί τέσσερις μήνες, πιεζόμενοι από πείνα και δίψα και δεσμά. Μετά από αυτά, τους έβγαλαν πάλι οι διώκτες, και τον μεν άγιο Σαμωνά τον κρεμάνε από το ένα πόδι, μέχρις ότου εξαρθρώθηκε το γόνατό του, κι έπειτα από το κεφάλι από την εβδόμη πρωϊνή έως την ενδεκάτη. Τον δε άγιο Γουρία τον άφησαν, διότι ήταν ημιθανής και έμοιαζε σαν νεκρός. Και την επομένη τα χαράματα, αφού τους έβγαλαν έξω, τους σκότωσαν με τη διά ξίφους τιμωρία. Ο Άβιβος δε που ήταν διάκονος, αφού κατηγορήθηκε επί Λικινίου του βασιλιά ότι διδάσκει τις χώρες και τις κώμες τον λόγο του Κυρίου, κρεμιέται και κτυπιέται, οπότε στη συνέχεια τον άφησαν και τον ξαναρώτησαν για την πίστη του. Επειδή δεν υποχώρησε στο θέλημα του τυράννου, τον έβαλαν σε φωτιά, βάζοντάς του στο στόμα ιμάντα σαν είναι φονιάς. Κι έτσι τέλεσε τη μαρτυρία του».   

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος των αγίων, κατά κόρον μάλιστα (δέκα τροπάρια αφιερώνει γι’ αυτό!), εξυμνεί ένα σπουδαίο θαύμα των τριών αυτών, που επιτέλεσαν στην περιοχή της Έδεσσας της Ασίας, εκεί που βρίσκεται και η αγία σορός τους,  σε μία κοπέλα, η οποία υπέστη άδικη τιμωρία από ένα Γότθο. Ο Γότθος, προφανώς για να εκδικηθεί την κοπέλα, την έκλεισε ζωντανή μέσα σε ένα τάφο. Καταλαβαίνει κανείς το δράμα του μαρτυρίου της. Η κόρη αυτή όμως είχε πίστη στον Θεό και στους αγίους, των οποίων τη δύναμη γνώριζε. Άρχισε λοιπόν να τους επικαλείται με πίστη, όπως άλλωστε έκανε και η μητέρα της, η οποία εξίσου παρακαλούσε τον Κύριο και αυτούς. Και το θαύμα έγινε. Οι άγιοι εισάκουσαν τις προσευχές και τις δεήσεις τους -  δεδομένου ότι «στις ψυχές των μαρτύρων ο Θεός έχει δώσει ως χάρη όσα γίνονται στον κόσμο να τα βλέπουν νοερώς - και με τη παρρησία που έχουν στον Θεό μεσίτευσαν  για τη λύτρωσή της, με αποτέλεσμα να σώσουν την κοπέλα και να την παραδώσουν στη μητέρα της.  «Διέσωσαν μία κοπέλα που την είχαν βάλει ζωντανή μέσα σε τάφο»∙ «εκπληρούντες το αίτημα, την παίδα διεσώσαντο, παρανόμω Γότθω άμυναν ποιήσαντες». Κι όχι μόνον αυτό: τον Γότθο αυτόν, ο οποίος δεν έλαβε υπόψη του την επέμβασή τους και τους περιφρόνησε, τον παρέδωσαν στον όλεθρο, ως φονιά και ανελεήμονα: «και τον τούτους αθετήσαντα παμμίαρον, τω ολέθρω παρέδωκαν, ως φονέα και ανελεήμονα».

Προβαίνει μάλιστα ο άγιος υμνογράφος και σε έναν παραλληλισμό από την Παλαιά Διαθήκη. Ενθυμείται τον άγιο προφήτη Αββακούμ, ο οποίος μεταφέρθηκε από τον Θεό στη Βαβυλώνα, για να δώσει τροφή στον προφήτη Δανιήλ, ευρισκόμενο στον λάκκο των λεόντων. Κατά παρόμοιο λοιπόν τρόπο και οι άγιοι: στον «λάκκο» του τάφου σταλμένοι από τον Θεό, σώζουν την κόρη και την παραδίδουν στη μητέρα της. «Το πριν μεν ο Αββακούμ μετάρσιος αίρεται τη του Δεσπότου προστάξει∙ δι’ υμών δε κόρη τυραννουμένη, θεηγόροι, τη θρεψαμένη αποκαθίσταται».

Μπορούμε να κάνουμε έναν συσχετισμό: συχνά οι δυσκολίες της ζωής,  προσωπικές, οικογενειακές, κοινωνικές και εθνικές ακόμη, δημιουργούν σε πολλούς κλίμα φόβου σαν να είναι σε τάφο˙ όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και εμείς έχουμε την πίστη μας στον Θεό και στους αγίους. Η δύναμη του Θεού είναι μεγαλύτερη όλων, που πάντοτε μας παροτρύνει: «μη φοβού, μόνον πίστευε». Μπορεί λοιπόν να κινητοποιηθεί, να δώσει λύση «από το πουθενά», από τον τάφο κάποιων αγίων για παράδειγμα, αρκεί βεβαίως να υπάρχει η προϋπόθεση που αναφέρουμε: η πίστη στον Θεό, η προσέλευσή μας στους αγίους Του. Που σημαίνει: ο Θεός έσωσε τότε την κόρη από τον τάφο˙ ο Θεός μπορεί να σώσει  και τον οποιονδήποτε από τον ιδιότυπο «τάφο» του την κάθε ώρα και στιγμή.  

14 Νοεμβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ

«Αὐτός ὁ γενναιότατος νεομάρτυς Κωνσταντίνος ὑπῆρξε γέννημα καί θρέμμα τῆς νήσου ῞Υδρας, οἱ δέ γονεῖς του, Μιχαλάκης καί Μαρίνα, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἦταν ἁπλοί καί μέτριας κατάστασης ἄνθρωποι. ῞Οταν ὁ Κωνσταντίνος ἔγινε δεκαοκτώ ἐτῶν, πῆγε στήν Ρόδο καί ἐπισκεπτόταν συχνά τό κονάκι τοῦ ἡγεμόνα τῆς Ρόδου Χασάν Καπετάν. Αὐτό ὅμως ὁδήγησε σέ τραγωδία τόν Κωνσταντίνο, γιατί ὁ ἡγεμόνας βλέποντας τόν νέο προκομμένο καί ἔξυπνο ἔβαλε ὅλη τήν σπουδή του γιά νά διαστρέψει τήν γνώμη του καί νά τόν κάνει μουσουλμάνο. Καί πράγματι! Μέ διάφορες κολακεῖες καί μέ πολλά δῶρα ἔπεισε στό τέλος τόν ἁπαλό νέο καί ἀρνήθηκε δυστυχῶς τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ καί δέχτηκε τήν πλανεμένη θρησκεία τῶν ᾽Αγαρηνῶν. Τρία χρόνια βρισκόταν στήν πλάνη αὐτή ὁ Κωνσταντίνος ὑπηρετώντας τόν ἡγεμόνα καί ἀπολαμβάνοντας κάθε δόξα καί μεγάλη τιμή κοντά του.

Φαίνεται ὅμως πώς ὁ νέος αὐτός ἦταν ἀγαθῆς ψυχῆς, γι᾽ αὐτό καί δέν στάθηκε ἀναίσθητος μπροστά στό κακό πού ἔπραξε. Δέν ἔμεινε μέχρι τέλους στήν πτώση του, ἀλλά ἄρχισε ἀμέσως νά ἐλέγχεται ἀπό τήν συνείδησή του ἀκατάπαυστα, ἄρχισε νά λυπᾶται, νά ἀναστενάζει, νά κλαίει, νά θρηνεῖ γιά τό μέγα κακό πού ἔπαθε. Γι᾽ αὐτό καί ὅσα χρήματα τοῦ τύχαιναν, ὅλα τά μοίραζε ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς. ᾽Αγαποῦσε μάλιστα περισσότερο τούς χριστιανούς καί τιμοῦσε τούς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ μέ μεγάλη εὐλάβεια. Μία ἡμέρα δέ τόσο πολύ ἄναψε ἡ φωτιά τῆς θείας ἀγάπης μέσα του ὥστε ἀποφάσισε νά φανερωθεῖ καί νά ὁμολογήσει τήν πίστη πού ἀρνήθηκε, μπροστά στόν δικό του ἡγεμόνα. Κι ὄντως πρό πολλῶν χρόνων ὁ Κωνσταντίνος θά εἶχε λάβει τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἄν ὁ πνευματικός του πατέρας - στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὄλες τίς ἁμαρτίες του καί τοῦ ἀποκάλυψε τόν σκοπό του νά φανερωθεῖ - δέν τόν ἐμπόδιζε ἀπό τήν ἀπόφαση αὐτή, γιατί φοβήθηκε μήπως λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του δειλιάσει μπροστά στά βάσανα καί ἀρνηθεῖ γιά δεύτερη φορά τόν Χριστό. ῞Ομως τόν προέτρεψε νά πάει σέ ἄλλον τόπο καί ὅταν ἀνδρωθεῖ στήν ἡλικία τότε νά προχωρήσει στόν ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου.

῾Υπάκουσε ὁ υἱός τῆς ὑπακοῆς Κωνσταντίνος κι ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλες τίς δόξες καί τίς τιμές πῆγε πρῶτα ἐπί τρία ἔτη στό λεγόμενο Κρίμι, ζώντας φανερά ὡς χριστιανός, κι ἔπειτα στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ἐκζητώντας θερμά ἔμπειρο πνευματικό πρός θεραπεία τῆς πληγωμένης του ψυχῆς, κάτι πού τό ἐπέτυχε. Σ᾽ αὐτόν τόν πνευματικό λοιπόν ἐξομολογήθηκε μέ συντριμμένη καί κατανυγμένη καρδιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί μάλιστα τήν πρός Χριστό ἄρνησή του, καί κλαίγοντας πικρά γιά τήν συμφορά του ζητάει διόρθωση. ῾Ο πνευματικός τόν ὁδήγησε στόν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος χάρηκε γιά τήν καλή του ἐπιστροφή, ἐνῶ νουθετώντας τον πατρικά νά μήν ἀπελπίζεται καί νά ἐλπίζει μόνο στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τόν ἀπέστειλε στό ῞Αγιον ῎Ορος γιά νά ἁρματωθεῖ μέ τίς εὐχές τῶν ἐκεῖ ὁσίων Πατέρων καί ἔτσι νά μπορέσει νά ἀντιπαλέψει καί νά νικήσει τόν διάβολο πού τόν εἶχε νικήσει προηγουμένως.

Στό ῞Αγιον ῎Ορος, στήν Μονή τῶν ᾽Ιβήρων συγκεκριμένα, ἔζησε ἐπί πέντε μῆνες, ὑπακούοντας στούς Πατέρες, ἐξομολογούμενος στούς πνευματικούς τῆς Μονῆς καί προστρέχοντας μέ κατάνυξη καί διάπυρη εὐλάβεια καθημερινά στήν Παναγία τήν Πορταΐτισσα, ἀπό τήν ὁποία ζητοῦσε νά τόν δυναμώσει καί νά ὑπομείνει ἀνδρείως ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Υἱοῦ της τό μαρτύριο πού πρό πολλοῦ μελετοῦσε καί ποθοῦσε. Γιατί δέν μποροῦσε νά εἰρηνεύσει τήν συνείδησή του ἐνθυμούμενος τόν λόγο τοῦ Κυρίου ῾ὅστις μέ ἀρνήσεται ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽. ῾Ο λογισμός αὐτός τόν κατέτρωγε σάν σκουλήκι μέσα του καί τόν φλόγιζε νά πορευθεῖ στό μαρτύριο τόσο, ὥστε παρ᾽ ὅλες τίς ἐνστάσεις τῶν πνευματικῶν τῆς Μονῆς ἐκεῖνος εἶχε πάρει τήν ἀπόφαση λέγοντας: ῾ὅπου ἀρνήθηκα τόν Χριστόν μου, ἐκεῖ πάλι ἔχω νά τόν ὁμολογήσω᾽. Μέ τίς εὐχές τελικῶς τῶν πατέρων ἀνεχώρησε ἀπό τό ῎Ορος καί πῆγε κατευθεῖαν στήν Ρόδο.

Στήν Ρόδο βρῆκε πνευματικό καί ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του. ᾽Αλλά παρ᾽ ὅλη τήν ἄρνηση τοῦ πνευματικοῦ, ὁ ὁποῖος κι αὐτός ὅπως οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀρκεῖ ἡ μετάνοιά του γιά τόν Κύριο, ἐκεῖνος τελικῶς μέ φλόγα στήν ψυχή του καί βαθύ ἔρωτα γιά τόν Χριστό προσευχήθηκε σ᾽ Αὐτόν, ζητώντας Του τήν βοήθεια γιά τήν πορεία στό μαρτύριο. Μπροστά πιά στόν ἡγεμόνα τῆς Ρόδου Χασάν Καπετάνου, τόν παλαιό κύριό του, ὁμολογεῖ τό ποιός εἶναι, καταθέτοντας τήν μαρτυρία του γιά τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς τόν ἀληθινό Θεό καί καλώντας τόν ἡγεμόνα νά μετανοήσει κι αὐτός γιά νά βρεῖ τήν σωτηρία του ἀπό τόν Κύριο. ῾Η ἀντίδραση τοῦ Χασάν Καπετάνου ἦταν ἡ ἀναμενόμενη: ἐνῶ στήν ἀρχή αἰφνιδιάζεται, γιατί δέν μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει τόν παλαιό προστατευόμενο του πού φορᾶ τώρα καλογερικά ροῦχα, στήν συνέχεια τόν καλεῖ νά συνέλθει, τοῦ ὑπόσχεται καί πάλι τά παλαιά μεγαλεῖα του, ἐνῶ καταλήγει σέ ἀπειλές καί βασανιστήρια μπροστά στήν ἐπιμονή τοῦ Κωνσταντίνου.

Τά βασανιστήρια καί ὁ ἐγκλεισμός στήν φυλακή συνεχίζονται, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στόν ἅγιο μάρτυρα νά τοῦ θεραπεύσει ἐπανειλημμένως τίς πληγές, κάτι πού γίνεται ἀντιληπτό ἀπό πολλούς.  Στήν πρόσκληση μάλιστα πού ἀπευθύνει στό τέλος ὁ ἅγιος πρός τόν ἡγεμόνα, νά γίνει χριστιανός ἀκολουθώντας καί τούς δικούς του γονεῖς – γιατί προερχόταν ἀπό χριστιανική οἰκογένεια ὁ Χασάν - ἐκεῖνος μανιασμένος δίνει τήν ἐντολή τῆς ὁριστικῆς καταδίκης του: νά πεθάνει διά στραγγαλισμοῦ (ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἅγιος εἶχε ἀπορρίψει ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἑλλήνων νά τόν ἀπελευθερώσουν). ῾Ο στραγγαλισμός του συνοδεύθηκε ἀπό τραγικό τέλος τῶν δημίων του, ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας παρεχώρησε τό δικαίωμα νά παραλάβουν τό νεκρό καί βασανισμένο σῶμα του οἱ χριστιανοί ὥστε νά τό ἐνταφιάσουν κατά τά ἔθιμά τους.

Τά θαύματα πού ἔκτοτε ἔγιναν καί γίνονται εἴτε μέ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων λειψάνων του καί τῆς θήκης αὐτῶν εἴτε καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του εἶναι πάμπολλα. ῾Η μητέρα τοῦ ἁγίου ἐν τέλει προσερχόμενη στήν Ρόδο σάν ἐλάφι διψασμένο, γιατί ἔμαθε ὅτι ἐκεῖ ἐνταφιάστηκε ὁ ἅγιος υἱός της, ἔφερε τό ἅγιο λείψανό του στήν πατρίδα της καί πατρίδα τοῦ ἁγίου, κάτι πού συνεχίζεται μέχρι καί σήμερα».

῾Ο ἅγιος ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κωνσταντίνος ἀνήκει στήν χορεία τῶν νεομαρτύρων, ἐκείνων δηλαδή τῶν μαρτύρων πού μαρτύρησαν κατά τά νεώτερα χρόνια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπό τούς ᾽Αγαρηνούς κυριάρχους, χωρίς νά θεωροῦνται γι᾽ αὐτό λιγότερο ἅγιοι ἀπό ὅ,τι οἱ παλαιοί καί μεγάλοι μάρτυρες τῆς πρώτης ἐποχῆς τῆς ᾽Εκκλησίας.  Κι εἶναι ἀπό τά πρῶτα πού ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου, μεγάλος νεώτερος κι αὐτός πατέρας τῆς ᾽Εκκλησίας ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης. «᾽Εμπρός ὁ μελισσώνας τῶν μαρτύρων προϋπαντῆστε μέ χαρά αὐτόν πού φάνηκε στά τελευταῖα χρόνια, ἀλλ᾽ εἶναι ἴσος μέ ἐσᾶς κατά τήν ἄθληση». Πρόκειται πράγματι γιά μία ἀλήθεια πού ἐπανειλημμένως τονίζει ὁ ὅσιος Νικόδημος, γεγονός πού ἀποδεικνύει τήν διαχρονική ταυτότητα τῆς ᾽Εκκλησίας μέ τόν ἁγιοπνευματικό χαρακτήρα της.

Τό ἰδιάζον μέ τόν ἅγιο Κωνσταντίνο τόν ῾Υδραῖο εἶναι ὅτι ἀνήκει μέν στούς νεομάρτυρες, ἀλλά στούς λεγόμενους ἀρνησίχριστους ἀπό αὐτούς, δηλαδή σ᾽ ἐκείνους πού ἀρνήθηκαν σέ κάποια φάση τῆς ζωῆς τους τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά στήν συνέχεια μετανόησαν καί θέλησαν μέ τήν ζωή τους νά ξεπλύνουν τό μίασμα τῆς ἄρνησής τους. Κι ἐδῶ δημιουργήθηκε ἕνα διπλό ζήτημα. ᾽Αφενός τό ἄν ἡ ᾽Εκκλησία θά δεχόταν τήν «εἰσπήδησιν» στό μαρτύριο, τήν θεληματική δηλαδή καί αὐτόκλητη ἐπιδίωξη τοῦ μαρτυρίου, κάτι πού εἶχε καταδικαστεῖ στήν πρώτη ᾽Εκκλησία, ἀφετέρου τό ἄν μπορεῖ ἕνας ἀρνητής τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί μετανοημένος ἀργότερα, νά ἐνταχθεῖ στίς δέλτους τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί νά τιμᾶται καί νά γεραίρεται ὅπως οἱ ἄλλοι γνωστοί μάρτυρες. ῾Ο ὅσιος Νικόδημος λοιπόν δίνει ἀπάντηση καί στά δύο.

Τό εἰσπηδητικό λεγόμενο μαρτύριο, καταδικασμένο μέν καταρχήν, γίνεται ἀποδεκτό στήν πράξη ἀπό τήν ᾽Εκκλησία, ἐφόσον συντρέχουν οἱ κατάλληλες συνθῆκες: ἔχει ὑπάρξει ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό χριστιανό, ὑπάρχει ἔπειτα ἡ βαθειά μετάνοιά του καί ἡ βεβαιωμένη ἀπόφασή του νά ξεπλύνει τήν ἄρνηση μέ τό αἷμα του καί μάλιστα στόν τόπο πού ἀρνήθηκε τήν πίστη του, ἔχει προηγηθεῖ γι᾽ αὐτό ἡ κατάλληλη ἑτοιμασία του ἀπό συγκεκριμένους πνευματικούς, τούς λεγόμενους ῾ἀλεῖπτες᾽ (πνευματικούς γυμναστές καί καθοδηγητές), οἱ ὁποῖοι δυναμώνουν τόν ὑποψήφιο μάρτυρα μέ τήν καθοδήγησή τους ὥστε νά μή δειλιάσει καί ἀρνηθεῖ γιά δεύτερη φορά τόν Κύριο. ῾Ο ὅσιος Νικόδημος μάλιστα ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς μεγάλους αὐτούς ἀλεῖπτες  πού ἔγιναν μάρτυρες καί τῆς μετάνοιας καί τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ πόθου τέτοιων ἀνθρώπων.

Κι ἀπό τήν ἄλλη: ὁ ἴδιος ὅσιος εἶναι ὁ κατεξοχήν ὑποστηρικτής τῆς ἁγιότητας αὐτῶν τῶν νεομαρτύρων, φέρνοντας τό κατεξοχήν  καί πιό ἰσχυρό ἐπιχείρημα πού ὑπάρχει: τήν ἐπιβεβαίωσή τους ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. ῞Οπου ὁ Θεός ἐπιβραβεύει μέ τά θαύματα καί μέ τήν εὐωδία, λέει, ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἀρνηθεῖ; Γι᾽ αὐτό καί χρησιμοποιεῖ  πολύ σκληρή γλῶσσα γιά τούς ἀντιτιθέμενους στήν ἁγιότητα τῶν ἀρνησιχρίστων μαρτύρων, μιλώντας μέ τά παραδείγματα τῆς ἱστορίας: πρῶτος ἀρνησίχριστος ὑπῆρξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ποιός ἀρνεῖται τήν ἁγιότητα καί τήν ἀποστολικότητά του; Κι ἀκόμη τόν ἅγιο ᾽Ιάκωβο τόν Πέρση.  Ποιός ἐπίσης θά ἀρνηθεῖ τήν βεβαιωμένη ἁγιότητά του καί τήν παρρησία συνεπῶς πού ἔχει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;

Εἶναι περιττό βεβαίως νά ὑπενθυμίσουμε δύο ἀκόμη πράγματα: πρῶτον, ὅτι ἡ δύναμη τῆς μετανοίας καί ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου ἦταν καρπός πρωτίστως τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού βρῆκε ἀνταπόκριση ἀπό τήν καλή διάθεση τοῦ ἁγίου. ῞Ο,τι μεγαλειῶδες συνέβη δηλαδή στόν ἅγιο Κωνσταντίνο μετά τήν πτώση τῆς ἄρνησής του ὀφείλετο πρωτίστως στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ μας καί ὄχι σέ ἕνα περίσσευμα δικῶν του ἐνεργειῶν. Τί καλό ἄλλωστε μπορεῖ νά ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι ἀπό  μόνοι μας; Κάθε τι καλό «ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν Φώτων» (ἅγιος ᾽Ιάκωβος).  ῾Η μνήμη σου, δυνατέ Κωνσταντίνε φάνηκε σάν λαμπρός ἥλιος... καί μᾶς ξεσήκωσε νά δοξολογήσουμε Αὐτόν πού σοῦ ἔδωσε τήν δύναμη στούς ἄθλους σου» (κάθισμα ὄρθρου). Καί δεύτερον, ποιητικό αἴτιο τοῦ ὅλου μαρτυρίου – μετανοίας καί ἀπόφασης θανάτου – μέ τό δεδομένο τῆς ὑποκινούσης χάρης τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου  πρός τόν Κύριο. ῎Οχι μόνο ἡ ἐκ Θεοῦ δύναμη, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ὑπάρξει ὅ,τι καλό στήν ἐπί γῆς πορεία του. Χωρίς τήν ἀγάπη ὡς ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τίποτε δέν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα κι οὔτε ἀφήνει κάποιο σοβαρό στίγμα τῶν ἰχνῶν τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο τοῦτο. ῾Ο ὅσιος ὑμνογράφος ἰδιαιτέρως τό τονίζει: Κοίτα ὁ δυνατός στήν ψυχή νέος, κοίτα ὁ ἔνδοξος μάρτυρας, κοίτα πῶς σάν πρόβατο ἡμερότατο ὁ Κωνσταντίνος παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά θάνατο λόγω τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

Ἡ ἀγάπη του αὐτή μάλιστα γιά τόν Χριστό κάνει τόν ὅσιο Νικόδημο νά τόν παραλληλίζει μέ τόν ἅγιο τῆς παράδοσης, τόν θερμουργό στήν πίστη καί τόν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ ἅγιο ᾽Ιγνάτιο τόν θεοφόρο. ῾Ο λυρισμός τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου γίνεται λυρισμός καί τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου διά γραφίδος τοῦ ὁσίου ὑμνογράφου: «Μάρτυς Κωνσταντίνε, μιμούμενος τόν ἱερό καί θεοφόρο ᾽Ιγνάτιο, ἔγραφες καθώς ἤσουν στήν φυλακή γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ στούς συμπολίτες σου: μή μέ ἐμποδίσετε, ἀλλά ἀφῆστε με νά πεθάνω γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου, Αὐτοῦ πού ὑπέμεινε γιά μένα τόν Σταυρό» (ὠδή δ´). Κι ἀκόμη ἐπί πλέον στό ἴδιο μῆκος κύματος: «Ποιό εἶναι γιά μένα τό χρυσάφι, ποιός εἶναι γιά μένα ὁ πλοῦτος, ἔδινες ὡς ἀπάντηση στούς τυράννους; Τί εἶναι γιά μένα τά φθαρτά ἀγαθά πού πλούσια μοῦ προτείνετε, πλάνοι, ἀπατεῶνες καί ἄφρονες; ῾Ο Χριστός εἶναι γιά μένα ἔναντι ὅλων ὁ ἔρωτάς μου, ὁ πιό μεγάλος καί ὡραῖος πόθος» (ὠδή δ´).

῾Ο ἅγιος Νικόδημος προβάλλει τόν νεομάρτυρα ὡς παράδειγμα ὅλων τῶν ἀρνησιχρίστων, λόγω τῆς μετανοίας πού ἐπέδειξε. «Μέ νόμιμο τρόπο ἔγινες παράδειγμα, πολύαθλε, κι ὁ βίος σου ἔγινε τύπος ὁλοκάρδιας μετάνοιας σέ ὅλους αὐτούς πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό. Διότι ὅπου ἀρνήθηκες τόν Χριστό, ἐκεῖ πάλι, ἅγιε, Τόν ὁμολόγησες μέ ἀνδρικό τρόπο» (ὠδή ε´). ᾽Αλλά ἀρνησίχριστοι δέν εἶναι μόνον αὐτοί πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό τήν ἐποχή τῶν ὅποιων διωγμῶν. ᾽Αρνησίχριστοι γινόμαστε κι ἐμεῖς, κάθε φορά πού ἀρνούμαστε νά ὑπακούσουμε στίς ἅγιες ἐντολές Του καί μάλιστα αὐτήν τῆς ἀγάπης. ῞Οταν γιά παράδειγμα δέν συγχωρῶ ἕναν συνάνθρωπό μου πού μέ ἀδίκησε, δέν γίνομαι κι ἐγώ ἀρνησίχριστος, ἀφοῦ ἀθετῶ τήν ἐντολή Του; Λοιπόν γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως εἶναι παράδειγμα μετανοίας ὁ ἅγιος Κωνσταντίνος καί τόν γεραίρουμε καί τόν δοξολογοῦμε ὅπου γῆς κι ἄν βρισκόμαστε.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ

«Ο άγιος Φίλιππος ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, συμπολίτης του Ανδρέου και του Πέτρου. Διακρινόταν για τη σύνεσή του και τη βαθειά προσήλωσή του στα βιβλία των Προφητών, ενώ ήταν γνωστός σε όλη τη ζωή του για την παρθενικότητά του. Τον βρήκε ο Χριστός μετά το Βάπτισμά Του στη Γαλιλαία και τον κάλεσε να Τον ακολουθήσει. Αυτός δε, μετά από αυτό, συνάντησε τον Ναθαναήλ και του είπε: Ευρήκαμεν Ιησούν τον Υιόν Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ. Και άλλα πολλά είναι δυνατόν να βρει κανείς στη Θεόπνευστη Γραφή, γραμμένα γι’  αυτόν. Αυτός λοιπόν αφού του έλαχε ο κλήρος του ευαγγελισμού της Ασιατικής γης, είχε συνακόλουθο και συνεργάτη του στο κήρυγμα τον Βαρθολομαίο. Ακολουθούσε δε αυτούς και τους διακονούσε και η κατά σάρκα αδελφή του αγίου Φιλίππου, η Μαριάμνη. Αφού πέρασαν τις πόλεις της Μυσίας και της Λυδίας, κηρύσσοντας το ευαγγέλιο, και υπέμειναν πολλούς πειρασμούς και θλίψεις από τους απίστους, δηλαδή μαστιγώσεις, ραβδισμούς, εγκλεισμούς στη φυλακή, λιθοβολισμούς, έφτασαν εκεί που ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού και Θεολόγος Ιωάννης, που κήρυσσε στην Ασία τον Χριστό. Όταν και η γυναίκα του ανθυπάτου Νικάνορος πίστεψε, τότε  ο ανθύπατος με τον ειδωλολατρικό λαό  έβαλε φωτιά και κατέκαψε την οικία του αποστόλου Στάχυος. Ο Φίλιππος σύρθηκε στην πλατεία της Ιεραπόλεως, έπειτα τρυπήθηκε στους αστραγάλους και σταυρώθηκε πάνω σε ξύλο. Και έτσι, αφού προσευχήθηκε, παρέθεσε στον Θεό το πνεύμα του. Αμέσως τότε η γη, αφού  άρχισε να τρέμει και να βγάζει ήχο, σχίστηκε στα δύο και κατάπιε πολλούς από τους απίστους. Οι υπόλοιποι, τρομοκρατημένοι από αυτά που συνέβαιναν, πρόσπεσαν στον Βαρθολομαίο και στη Μαριάμνη, που ήταν και αυτοί κρεμασμένοι. Τους έλυσαν και προσήλθαν στην αληθινή πίστη. Έπειτα, όλοι μαζί μάζεψαν το λείψανο του αποστόλου Φιλίππου, κατέστησαν τον Στάχυ επίσκοπο στην πόλη, και έφυγαν για τη Λυκαονία».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας είναι φυσικό να τονίζουν, εφόσον πρόκειται για απόστολο του Χριστού και μάλιστα από τους δώδεκα, «τους θεμελίους της Εκκλησίας», την εκλογή του από τον Κύριο – «τω χορώ των μαθητών σε Χριστός ενέταξε» -  τη μετοχή του στη φλόγα του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, ώστε «γεμάτος από τη φλόγα αυτή να δώσει ζωή με τη θέρμη της πίστεως σ’ αυτούς που είχαν παγώσει από την αθεΐα», την παρουσία του γενικώς στον κόσμο ως «θείον άλας, προκειμένου να αποξηράνει τη φοβερή σαπίλα της φθαρμένης από τα πάθη ανθρωπότητας», και βεβαίως τη δοξασμένη θέση του στη βασιλεία του Θεού, στην οποία «βλέπει όχι αινιγματικά, αλλά σαφώς πρόσωπον προς πρόσωπον τον ίδιο τον Χριστό».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος όμως, ο άγιος Θεοφάνης, πέραν των πολλών εγκωμίων που γράφει για τον άγιο απόστολο, επισημαίνει δύο σημεία που αξίζουν, νομίζουμε, ιδιαιτέρας προσοχής. Πρώτον, το γεγονός ότι ο Κύριος εκλέγει τον Φίλιππο ως μαθητή Του – μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος είχε την απόλυτη πρωτοβουλία εκλογής των μαθητών: «ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’  εγώ εξελεξάμην υμάς» είπε – σημαίνει ότι καλεί κάποιον του οποίου τις αρετές έχει προβλέψει, ως παντογνώστης Θεός, και συνεπώς έχει εκτιμήσει  τις δυνατότητές του για την ανάληψη ενός τέτοιου τιτάνιου κυριολεκτικά έργου, δηλαδή της μαρτυρίας Του στον κόσμο ως του ενανθρωπήσαντος Θεού. «Φίλιππε, τω χορώ των μαθητών σε Χριστός ενέταξε, την σην προγινώσκων αρετήν, θεομακάριστε». Κι είναι τούτο ένα σημαντικό στοιχείο, που αποκαλύπτει ότι ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο να αναλάβει κάποια διακονία, εφόσον αυτός έχει τα προαπαιτούμενα προσόντα για τη διακονία αυτή. Δηλαδή, δεν αρκεί μόνον η καλή διάθεση ενός ανθρώπου για να διακονήσει την Εκκλησία, αλλά απαιτείται να έχει και τις φυσικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Μεγάλο μάθημα τούτο και για εμάς, οι οποίοι πολλές φορές αναθέτουμε διακονήματα σε καλούς μεν ανθρώπους, αλλά μη δυναμένους λόγω αδυναμίας φυσικών προτερημάτων τους να ανταποκριθούν.

Εκεί όμως που επιμένει καθ’  υπερβολήν, θα έλεγε κανείς,  ο άγιος υμνογράφος - προϋποθέτοντας τη γνώση του περιστατικού από το ευαγγέλιο, κατά το οποίο ο  Φίλιππος εξέφρασε το παράπονό του  κάποια φορά στον Κύριο: «Κύριε, μας μιλάς διαρκώς για τον Θεόν Πατέρα. Δείξον ημίν τον Πατέρα, και αρκεί ημίν» -  είναι ακριβώς η ερμηνεία του λόγου αυτού του Φιλίππου. Θεωρεί ότι ο λόγος–παράπονο αυτός έδωσε στον Κύριο την αφορμή να μιλήσει στους μαθητές Του για την ισοτιμία Του με τον Θεό Πατέρα. «Ζήτησες και βρήκες στον Υιό, δηλαδή τον Χριστό, τον Πατέρα των φώτων. Διότι το φως, ο Θεός Πατέρας, βρίσκεται στο φως, τον Χριστό. Κι αυτό γιατί  ο Χριστός είναι η ισότυπη σφραγίδα, που φανερώνει το αρχέτυπο, τον Θεό Πατέρα». Ο άγιος Φίλιππος λοιπόν με την ερώτησή του έγινε η αφορμή να έχουμε μία από τις πιο άμεσες αποκαλύψεις του Κυρίου περί της Θεότητάς Του.

Το ίδιο γεγονός όμως, την ερώτηση του Φιλίππου, το βλέπει ο άγιος Θεοφάνης και από άλλη οπτική γωνία: ως αποκαλυπτική των ίδιων των διαθέσεων του αποστόλου. Ο άγιος Φίλιππος δηλαδή,  κατά τον υμνογράφο, αναζητώντας τον Θεό Πατέρα διά του Χριστού, δείχνει τον ένθεο πόθο του για τον Θεό, την επιθυμία του να διαβεί πέρα από την πράξη στη θεωρία, γενόμενος ένας δεύτερος Μωυσής. Όπως ο Μωυσής δίψασε να δει τον Θεό και αφού ανέβηκε στο όρος Σινά, καλεσμένος από τον Ίδιο για να λάβει τις πλάκες του Νόμου, είδε «τα οπίσθια του Θεού», δηλαδή την ενέργεια και τη δόξα Του, κατά τον ίδιο τρόπο, σύμφωνα με τον υμνογράφο, ο Φίλιππος: κι αυτός πόθησε να δει τον Θεό, του Οποίου την εικόνα είδε με τρόπο γνωστό στο πρόσωπο του Χριστού. Διότι ο Υιός αποτελεί τη σύντομη γνώση και την απόδειξη του Πατέρα.  «Θείας αναβάσεσι, διαπαντός κεχρημένος, ως Μωσής  το πρότερον, τον Θεόν θεάσασθαι επεπόθησας∙ και γνωστώς είδες δε, την αυτού εικόνα, δεδεγμένος προς εμφέρειαν∙ Πατρός γαρ σύντομος γνώσις ο Υιός και απόδειξις».

Από την άποψη αυτή, ο θείος υμνογράφος κατανοεί τον άγιο Φίλιππο και ως πρότυπο του θεωρητικού χριστιανού, θεωρητικού όχι με την έννοια του ασχολουμένου με θεωρίες του μυαλού, αλλά με την έννοια του θεατή του Θεού, του μετέχοντος στο φως και τη δόξα Εκείνου. Και προϋπόθεση γι’  αυτό είναι η πράξη των αρετών. Ο άγιος Φίλιππος ευρισκόμενος σε μία διαρκή ανάβαση λόγω της εξασκήσεων των αρετών, της πράξεως, θέλησε να ανεβεί και στη θεωρία. Το πατερικό λόγιο «πράξίς εστιν θεωρίας επίβασις», η πράξη, η άσκηση των αρετών, είναι το σκαλοπάτι για την ανάβαση στη θεωρία, στη θέα του Θεού, το εφαρμόζει με απόλυτο τρόπο ο υμνογράφος στον άγιο απόστολο. Είναι μία διάσταση που διαφεύγει της προσοχής των περισσοτέρων χριστιανών. Ο άγιος Φίλιππος είναι, μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, μαζί με τον απόστολο Παύλο, η βάση των νηπτικών αργότερα Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι κατέγραψαν τις θεοπτικές εμπειρίες τους, κινούμενοι σ’  έναν χώρο πιο εσωτερικό, πιο ένδον στην καρδιά του ανθρώπου. «Βάζοντας, μακάριε, την πράξη ως σκαλοπάτι της αληθινής θεωρίας, και τη θεωρία ως τέλος της φιλόθεης πράξης, αξίωσες από τον Χριστό να σου υποδείξει την μη δυναμένη να εκφραστεί με λόγια δόξα του Θεού Πατέρα».

13 Νοεμβρίου 2021

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. ι΄  25-37)

Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη

«25 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν  Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ  Ἱερουσαλὴμ εἰς  Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».

Απόδοση στη Νέα Ελληνική

«25 Κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, του είπε: "Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;"  26 Και ο Ιησούς του είπε: "Ο νόμος τι γράφει;" 27 Εκείνος απάντησε: "Να αγαπάς τον Κύριο, το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου, με όλη τη δύναμή σου και με όλο το νου σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου". 28 "Πολύ σωστά απάντησες", του είπε ο Ιησούς· "Αυτό κάνε και θα ζήσεις". 29 Εκείνος, όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: "Και ποιός είναι ο πλησίον μου;" 30 Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: "Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. 31 Έτυχε να κατεβαίνει από εκείνο το δρόμο και κάποιος ιερέας, ο οποίος, παρ΄ όλο που τον είδε, τον προσπέρασε, χωρίς να του δώσει σημασία. 32 Το ίδιο και κάποιος Λευΐτης, που περνούσε από εκείνο το μέρος· κι αυτός, παρ΄ όλο που τον είδε, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. 33 Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. 34 Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί, και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι΄ αυτόν. 35 Την άλλη μέρα φεύγοντας, έβγαλε και έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: "Φρόντισέ τον, και ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω". 36 Ποιος, λοιπόν, από αυτούς τους τρεις, κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε "πλησίον" εκείνου που έπεσε στους ληστές;" 37 Κι εκείνος απάντησε: "Αυτός που τον σπλαχνίστηκε". Τότε ο Ιησούς του είπε: "Πήγαινε και να κάνεις και συ το ίδιο"».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄Κορ. δ΄ 9-16)

«9 Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀν­θρώ­ποις. 10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑ­μεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔν­δοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. 11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν 12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, δι­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­ωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 13 βλασφημούμενοι παρα­κα­λοῦμεν· ὡς περικαθάρ­ματα τοῦ κόσμου ἐγενή­θημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. 14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γρά­φω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. 15 ἐὰν γὰρ μυρίους παιδα­γωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. 16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε».

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

9 Ἀδελφοί, ὁ Θεός ἐμᾶς τούς Ἀπο­­­­­­­στόλους μᾶς παρουσίασε δημόσια καί στά μάτια ὅλων ὡς τελευταίους, ὡς καταδίκους πού πρόκειται νά θα­­­να­­τωθοῦν. Διότι γίναμε θέαμα σ’ ὅλο τόν κόσμο, καί στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους. Καί ἀπό τή μιά μᾶς θαυμάζουν οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη μᾶς περιφρονοῦν καί μᾶς χλευάζουν οἱ ἄλλοι. 10 Ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι θεωρούμαστε ἀπό τούς ἀπί­στους ἠλίθιοι καί ἀνόητοι γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ἐσεῖς ὅμως εἶστε συνετοί ἐν Χριστῷ. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀσθε­νεῖς καί καταδιωκόμαστε ἀπό τούς ἀνθρώπους· ἐσεῖς ὅμως εἶστε ἰσχυροί, διότι δέν σᾶς βρῆκε κάποιος πειρασμός. Ἐσεῖς εἶστε ἔνδοξοι, ἐμεῖς ὅμως εἴ­μαστε ἄτι­μοι καί περιφρονημένοι. 11 Μέχρι τήν ὥρα αὐτή πού σᾶς γράφω, καί πεινοῦμε καί ὑποφέρουμε ἀπό δίψα στίς περιοδεῖες μας, καί δέν ἔχουμε ἀρκετά ροῦχα, ὅταν στή μέση τῶν ταξιδιῶν μας μᾶς πιάνει ξαφνικά ὁ χειμώνας· καί δεχόμαστε χτυπήματα καί κακομεταχειρίσεις, καί δέν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, ἀλλά διαρκῶς φεύγουμε ἐδῶ κι ἐκεῖ. 12 Καί κοπιάζουμε δουλεύοντας μέ τά ἴδια μας τά χέρια. Τήν ὥρα πού μᾶς βρίζουν ἐκεῖνοι πού ἀπιστοῦν στό Εὐαγγέλιο καί μᾶς περιγελοῦν, ἐμεῖς εὐχόμαστε τό καλό τους. Ἐνῶ μᾶς καταδιώκουν, δείχνουμε ἀνοχή στούς διῶκτες μας. 13 Ἐνῶ μᾶς δυσφημοῦν καί μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαν­τοῦμε μέ λόγια γλυκά καί παρηγορητικά. Σάν καθάρματα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου γίναμε, ἀποβρά­σματα ἀκάθαρτα τῆς κοινωνίας στά μάτια ὅλων μέχρι τή στιγμή αὐτή. 14 Δέν θέλω μ’ αὐτά πού σᾶς γράφω νά σᾶς ντροπιάσω, ἀλλά σάν παιδιά μου ἀγαπητά σᾶς συμβουλεύω. 15 Ναί. Σᾶς συμβουλεύω μέ πατρική λαχτάρα καί στοργή. Διότι, ἐάν ἔχετε πάρα πολλούς παιδαγωγούς καί διδασκάλους ἐν Χριστῷ, δέν ἔχετε ὅμως πολλούς πατέρες. Ἕναν καί μόνο πνευματικό πατέρα ἔχετε, ἐμένα. Διότι ἐγώ μέ τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σᾶς γέννησα πνευματικά, μέ τή χάρη πού μοῦ ἔδωσε ἡ κοινωνία καί ἡ σχέση μου μέ τόν Χριστό. 16 Ἀφοῦ λοιπόν εἶμαι πατέρας σας, σᾶς παρακαλῶ νά γίνεστε μιμητές μου».

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς· πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. 10, 37)

 Αφορμή για τη γνωστή παραβολή του Κυρίου του καλού Σαμαρείτου – την οποία διασώζει μόνον ο εαυγγελιστής Λουκάς - έδωσε ένας νομοδιδάσκαλος, ένας δηλαδή Ιουδαίος θεολόγος, ο οποίος θέλοντας να Τον φέρει σε δύσκολη θέση – «εκπειράζων αυτόν» - Του έθεσε αφενός το θέμα πώς κερδίζεται η αιώνιος ζωή, αφετέρου το θέμα ποιος είναι ο πλησίον του ανθρώπου, όταν αποκαλύφθηκε ότι ερώτησε κάτι που του ήταν ήδη γνωστό. Ο Κύριος δεν δυσανασχετεί και δεν παρεξηγείται  με την «πονηριά» του θεολόγου. Του απαντά με τρόπο κανονικό και σοβαρό, οδηγώντας τον όμως στο σημείο συμφωνίας του με ό,τι ο Ίδιος έλεγε. Η τελική προτροπή Του μάλιστα προς αυτόν δεν του αφήνει κανένα περιθώριο αντίδρασης. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως», πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο.

 1. Ο Κύριος καταρχάς καλεί σε κινητοποίηση τον νομοδιδάσκαλο, συνεπώς και κάθε άνθρωπο, προκειμένου να πορεύεται στη ζωή του κατά το πρότυπο του καλού Σαμαρείτη. Η προτροπή Του δηλαδή δεν αφήνει υποψία εφησυχασμού του ανθρώπου, αδράνειας ή περιδίνησης μέσα στα δικά του πάθη. Ο εφησυχασμός και  η αδράνεια δεν σχετίζονται με αυτό που συνιστά θέλημα του Θεού, διότι φανερώνουν καταστάσεις που αλλοιώνουν τη φυσιολογία του ανθρώπου, την κατ’  εικόνα Θεού δηλαδή δημιουργία του. Ο άνθρωπος είναι κίνηση, ενέργεια, πορεία προς τα εμπρός, δημιουργία. Αν υπάρχουν τόσοι συνάνθρωποί μας που δυστυχώς ταλαιπωρούνται από ψυχολογικά κυρίως προβλήματα, είναι γιατί έπεσαν στην παγίδα της στασιμότητάς τους και της ανακύκλωσης των ίδιων πάντοτε παθών τους, κυρίως δε των λογισμών τους. Σαν να λειτουργούν, με άλλα λόγια, μ’ έναν τρόπο «αυτιστικό», περιφερόμενοι αδιάκοπα γύρω από το κέντρο του εαυτού τους. Ο Κύριος λοιπόν στο πρόσωπο του νομοδιδασκάλου καλεί όλους τους ανθρώπους σε πορεία προς τα εμπρός, χωρίς να στρέφονται προς τα οπίσω.

2. Η πορεία αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη και άσκοπη. Δεν καταξιώνεται ο άνθρωπος απλώς με το να πορεύεται, αλλά να πορεύεται σωστά. Και το σωστά σημαίνει: κατά το πρότυπο που προβάλλει η παραβολή ως δικαιωμένο από τον Θεό τρόπο ζωής, δηλαδή του καλού Σαμαρείτη. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως». Ομοίως όχι με τον τρόπο  του ιερέα ή του λευίτη, των ιερωμένων του Ιουδαϊσμού, διότι ο τρόπος αυτός καταδικάστηκε και από τον ίδιο τον νομοδιδάσκαλο: είναι ο τρόπος του εγωισμού, της προτεραιότητας των προσωπικών συμφερόντων έναντι των πραγματικών αναγκών του συνανθρώπου, της προτεραιότητας ακόμη και μιας θρησκευτικής αποστολής έναντι του άλλου – δεν αρνείται κανείς ότι μπορεί οι συγκεκριμένοι ιερωμένοι να βρίσκονταν και σε μια τέτοια αποστολή. Το ομοίως λοιπόν είναι με τον τρόπο ζωής του Σαμαρείτη. Αυτός είναι που επαινείται  και θεωρείται ότι βρήκε την οδό της αιώνιας ζωής. Και ποιο είναι το γνώρισμα της οδού αυτής; Όπως αναγκάζεται να το ομολογήσει και ο νομοδιδάσκαλος: «ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού». Σωστός δηλαδή τρόπος που δικαιώνεται από τον Θεό είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Όπως τίθεται στην παραβολή, η αγάπη αυτή συνιστά μονόδρομο: έξω από την αγάπη ο άνθρωπος χάνεται σε δρόμους που τον απομακρύνουν από τη σχέση του με τον Θεό. Κι αυτό θα πει∙ για να βρω τον Θεό: «την αιώνιον ζωήν», πρέπει να βρω τον συνάνθρωπό μου: να ποιώ «έλεος μετ’  αυτού».

3. Ο προσδιορισμός της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ως της απόλυτης καθοριστικής προϋπόθεσης για την αιώνια ζωή, απαιτεί, κατά την παραβολή, τρεις διευκρινίσεις:

(1) ο άλλος, ο πλησίον, δεν είναι ο άνθρωπος που ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, κατά τον καταδικασμένο τύπο της Ιουδαϊκής εκδοχής: των Φαρισαίων για παράδειγμα που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους γνώστες του ιουδαϊκού νόμου, άρα έθεταν εκτός της έννοιας αυτής τους φτωχούς και αγραμμάτους, ή των Εσσαίων, που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους ανήκοντες στην κοινότητά τους, ή ακόμη και των απλών Ιουδαίων, που απέρριπταν την έννοια του πλησίον για τους μη Ιουδαίους. Πλησίον, κατά το πρότυπο του Σαμαρείτη, είναι ο κάθε συνάνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας ή κοινωνικής τάξεως, διότι ο ίδιος ο άνθρωπος που αγαπά γίνεται πλησίον του άλλου. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι ο Κύριος αντιστρέφει το ερώτημα του νομοδιδασκάλου: από την παθητική διατύπωσή του -  «τις εστί μου πλησίον;» - το θέτει με ενεργητική διάθεση – «γεγονέναι πλησίον». Εγώ να γίνομαι πλησίον του άλλου.

(2) Η αγάπη έτσι προς τον οποιονδήποτε συνάνθρωπο έχει το γνώρισμα της θυσίας. Μπροστά στην ανάγκη του άλλου, το θέλημα του Θεού απαιτεί προσωπική στάση, απώλεια ίσως του χρόνου μας, της άνεσής μας και των δικών μας αναγκαίων μέσων, προσφορά των χρημάτων μας, έγνοια διαρκή. Ό,τι δηλαδή επέδειξε ο Σαμαρείτης. Πρόκειται για την αληθινή αγάπη, για την οποία μίλησε ο Κύριος και με λόγο σαφή, εκτός των παραβολών: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Είναι η αγάπη που έζησε ο Ίδιος και που Τον ανέβασε στον Σταυρό, γεγονός που τονίζεται και από την αλληγορική ερμηνεία της παραβολής, σύμφωνα με την οποία ο Σαμαρείτης είναι ο ίδιος ο Χριστός.

 (3) Αυτονοήτως, η αγάπη, με τα παραπάνω δεδομένα, δεν είναι θεωρία και λόγια, αλλά πράξη. «Ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού» λέει. Και: «πορεύου και συ  π ο  ί ε ι  ομοίως». Όσο κανείς μένει σε λόγια, ακόμη και σε μία πραγματική καλή διάθεση, δεν έχει αγγίξει την αγάπη που δικαιώνει. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς».

4.  Η αγάπη όμως προς τον συνάνθρωπο που δικαιώνει αυτόν που την ασκεί, είναι, σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα, άμεσα συνδεδεμένη και με την αγάπη προς τον Θεό. Ο Κύριος χαρακτήρισε ορθή την απάντηση του νομοδιδασκάλου, όταν ανέφερε την πεμπτουσία του λόγου του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της ισχύος σου και  εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Δηλαδή, η αγάπη έχει διπλή διάσταση: προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Και ο Ίδιος έτσι τοποθέτησε τα πράγματα: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε», είπε. Κι επειδή η κύρια εντολή Του είναι το «αγαπάτε αλλήλους», άρα αγαπάμε τον Χριστό, εάν αγαπάμε και τους άλλους, όπως και αγαπάμε τους άλλους, εάν αγαπάμε τον Χριστό. Μονομερής ακολουθία της αγάπης, επιλογή της μιας από την άλλη, σημαίνει διαστροφή και των δύο. Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος σημειώνει ότι «όποιος ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον συνάνθρωπό του, είναι ψεύτης». Όπως και το αντίστροφο: «αγαπάμε τον συνάνθρωπο, όταν αγαπάμε τον Θεό και τηρούμε τις εντολές Του».

 Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη απαιτεί προς αποδοχή της γενναιότητα ψυχής και απόφαση υπακοής μέχρι θανάτου. Μελετώντας την βεβαιώνουμε δυστυχώς την πνευματική μας γύμνια. Διότι συνήθως τι διαπιστώνουμε στη ζωή των περισσοτέρων μας; Την ακολουθία ενός εύκολου και βολεμένου χριστιανισμού, που έχει ως πρότυπο μάλλον τον τρόπο ζωής του ιερέα και του λευίτη παρά του Σαμαρείτη. Ο Κύριος δεν θέλει κάτι από τη ζωή μας. Θέλει ολόκληρη τη ζωή μας. Μας έδωσε και μας δίνει τη δική Του, κυρίως μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, κομματιάζεται από αγάπη για εμάς, και ζητεί αντίστοιχο τρόπο ζωής. Η συμπεριφορά Του, όπως καταφαίνεται με κρυστάλλινο τρόπο στη συμπεριφορά του Σαμαρείτη, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Πόσοι άραγε αντέχουμε να είμαστε αληθινοί χριστιανοί; Πόσοι, τουλάχιστον,  όταν βλέπουμε τη μικρότητά μας, στρεφόμαστε μέσα μας και κλαίμε για την κατάντια μας; Πώς χωρίς έλεος προς τους άλλους μπορούμε έστω και να ζητάμε το έλεος του Θεού για εμάς;