18 Νοεμβρίου 2021

ΠΩΣ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΑΣ ΠΑΕΙ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ

«Η πίστη είναι το φτερό της προσευχής… Η πίστη είναι η αδίστακτη στάση της ψυχής, που δεν κλονίζεται από καμία εναντιότητα. Πιστός είναι, όχι εκείνος που έχει τη γνώση ότι όλα είναι δυνατά στον Θεό, αλλά εκείνος που πιστεύει ότι θα τα επιτύχει όλα (όσα ζητεί από τον Θεό)» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κζ΄, β΄, 33).

Χωρίς προσευχή δεν μπορεί να νοηθεί χριστιανός, όπως φυσικά και  άνθρωπος – άνθρωπος σημαίνει κοιτάω πέρα από τα επίγεια, προσβλέπω στην πηγή του Είναι. Δεν είναι τυχαίο ότι όπου γης οι άνθρωποι και σε κάθε θρησκεία έχουν την προσευχή ως βασικό συστατικό της πίστης τους. Πολύ περισσότερο για τον χριστιανό, που είναι μέλος Χριστού και οργανικό κομμάτι συνεπώς Αυτού! Αν βγάλουμε την προσευχή  λοιπόν από αυτόν ούτε χριστιανισμός υπάρχει αλλ’ ούτε καν η ίδια η ζωή. Γιατί δεν υπάρχει η πηγή της, η Ζωή που είναι Χριστός ο Θεός, «ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος», Αυτός «δι’ Ου τα πάντα εγένετο».

Ο όσιος όμως μας ανοίγει τα μάτια σ’ ένα θεωρούμενο αυτονόητο: «το φτερό της προσευχής είναι η πίστη». Κι είναι τόσο σημαντικό τούτο,  που το επισημαίνει ο ίδιος και πάλι: «Η πίστη έδωσε φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν η προσευχή δεν μπορεί να πετάξει στον ουρανό» (κη΄ 29). Πράγματι! Αν δεν πιστεύεις στον Θεό σε ποιον απευθύνεσαι με την προσευχή σου; Μονάχα ίσως σε μια «καρικατούρα» θεότητας που είναι ο ίδιος ο εαυτός σου!  Ας δούμε εν προκειμένω τον Φαρισαίο της γνωστής παραβολής: προσευχόταν, αλλά έχοντας ως «θεό» του το είδωλο του εαυτού του. «Σταθείς εις εαυτόν»! Γι’ αυτό και η «προσευχή» του αυτή όχι μόνο δεν τον δικαίωσε, αλλά τον καταδίκασε: τον έκανε χειρότερο με την έννοια ότι και τον συνάνθρωπό του εξουδένωσε και τον Θεό τον έβαλε απέναντί του ως «εχθρό»!

Καταλαβαίνουμε όμως ότι μιλάμε για την πίστη την αληθινή: όχι μία ιδεολογικού τύπου πίστη – αποδέχομαι τον Θεό αλλά δεν με επηρεάζει στη ζωή μου – αλλ’ ούτε κι εκείνη που την αντιμετωπίζω επιλεκτικά – αποδέχομαι ό,τι μου ταιριάζει και απορρίπτω ό,τι προσκρούει στα πάθη μου! Και η πρώτη και η δεύτερη είναι πολύ εύθραυστες, γιατί κριτήριο έχουν όχι την αποκάλυψη του Κυρίου, συνεπώς ό,τι ζει και διδάσκει και η Εκκλησία Του, αλλά το αλλοιωμένο και σαπισμένο από την αμαρτία εγώ μου. Πίστη αληθινή είναι να είμαστε αταλάντευτα και αδίστακτα και ακλόνητα τοποθετημένοι ενώπιον του Τριαδικού Θεού (:«εστερεώθη εν Κυρίω η καρδία μου» σημειώνει ο πιστός ψαλμωδός), τότε μάλιστα που λειτουργεί ο κατεξοχήν πειρασμός της απιστίας: στην ώρα της δοκιμασίας και της όποιας εναντιότητας στην πορεία της ζωής μας – εκεί δηλαδή που κατεργάζεται κανείς την υπομονή και οδηγείται ανθρωπίνως και σ’ αυτήν την τελειότητα! (πρβλ. Ιακ. 1, 2-3).

Στη χαρισματική αυτή στιγμή, ο πιστός ενισχυόμενος από τον Κύριο βλέπει δύο πράγματα στη ζωή του: πρώτον, ότι η πίστη του αυτή, «της ευθείας καρδίας», παίρνει πάντοτε τη μορφή της αληθινής θυσιαστικής αγάπης, κατά τον λόγο του αποστόλου «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη»· δεύτερον, ότι όσα ζητεί με την αγάπη αυτή  και προς το πνευματικό του συμφέρον από τον Κύριο, τα προσδοκά ότι θα γίνουν όλα πραγματικότητα στη ζωή του – ό,τι συνέβη  και με το όριο της αληθινής πίστης και του αληθινού ανθρώπου: την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία κατεξοχήν αυτή «επίστευσε ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»!

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΛΑΤΩΝ

«Ο άγιος Πλάτων ήταν από τη χώρα των Γαλατών, από την πόλη της Αγκύρας, αδελφός του αγίου μάρτυρα Αντιόχου. Επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, νεαρός ακόμη, οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Αγριππίνο. Και κτυπιέται από δώδεκα στρατιώτες και απλώνεται πάνω σε χάλκινο πυρωμένο κρεβάτι, ενώ από πάνω τον ράβδιζαν. Και καίγεται στις μασχάλες και στα πλευρά από πυρωμένες σφαίρες, ενώ από την πλάτη του έβγαλαν μία λουρίδα δέρματος, ενώ στη συνέχεια του έξυσαν τις σάρκες και τις πλευρές τόσο πολύ, ώστε αλλοιώθηκε η όψη του. Και τότε δέχεται το τέλος με το ξίφος».  

Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μην επισημάνει για τον άγιο Πλάτωνα ό,τι αποτελεί θησαυρό του κάθε μάρτυρα: τη ζωντανή πίστη του στον Χριστό, την ανάκρασή του με την αγάπη Εκείνου, τη διαρκή ενατένιση και όραση της ομορφιάς και τους κάλλους Του με τα μάτια της ψυχής. Ο ποιητής μάλιστα παρουσιάζει τον άγιο ως ιερέα που προσέφερε θυσία στον Χριστό τον ίδιο του τον εαυτό, και τρόπον τινά ως θεατή που παρατηρεί  το μαρτύριό του σαν να έπασχε κάποιος άλλος. «Αγωνίστηκες, πανεύφημε, σαν να έπασχες σε άλλο σώμα˙ αθλήθηκες σαν να ’γινες θεατής άλλων αγωνιστών».

Ένας ύμνος μάλιστα από την τρίτη ωδή του κανόνα του αγίου έχει ιδιαίτερη σημασία για τα σημερινά δεδομένα.  Σημειώνει ο υμνογράφος: «Το καρτερικότατο σώμα σου, που απλώθηκε πάνω στο ξύλο, υφίστατο φοβερές και βαθιές  χαρακιές και ξεσμούς από τα κτυπήματα. Αλλά άντεχε η δύναμη της ψυχής σου, η οποία δυναμωνόταν από την αγάπη του Κυρίου και τον έρωτα της βασιλείας του Θεού». Τι επισημαίνει ο εκκλησιαστικός ποιητής; Μπορεί ο άγιος Πλάτων να υφίστατο φοβερά βασανιστήρια στο σώμα του, αλλά έμενε όρθια η ψυχή του, που ενισχυόταν από τη χάρη και την αγάπη του Θεού. Στον άγιο δηλαδή βλέπουμε να εφαρμόζεται η προτροπή του Κυρίου, που λέει «να μη φοβόμαστε εκείνον που μπορεί να σκοτώνει το σώμα μας, αλλά δεν έχει ισχύ πάνω στην ψυχή μας». Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν ηττάται, όσο η ψυχή του παραμένει δυνατή. Ηττάται, όταν η ψυχή καμφθεί και σταματήσει επομένως να προσβλέπει στον Θεό που την ενισχύει.

Έχουμε την εντύπωση ότι ο λόγος αυτός του υμνογράφου για τον άγιο Πλάτωνα πρέπει ιδιαιτέρως να προσεχτεί, όπως είπαμε, στην εποχή μας. Διότι και εμείς, σ’  ένα μεγάλο βαθμό, υφιστάμεθα πολλά δεινά με τις παντοειδείς κρίσεις, και όχι μόνο τις υγειονομικές, που υφιστάμεθα – κρίσεις που αποτελούν χαρακιές και ξεσμούς πάνω στην ίδια τη σάρκα της ψυχής μας. Αλλά δεν πρέπει να καμφθεί το φρόνημά μας. Δεν πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι μας. Η ψυχή μας πρέπει να κρατηθεί όρθια. Ό,τι συνέβη και στον άγιο Πλάτωνα˙ παρ’  όλα όσα υπέστη, τελικώς νίκησε. Διότι είχε μαζί του την παντοδυναμία του Θεού. Και γι’  αυτόν ισχύει ο λόγος: «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’  ημών;» Αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; Ο υμνογράφος όμως αποκαλύπτει: η ψυχή του Πλάτωνα κρατήθηκε όρθια, γιατί πίστευε στον Χριστό. Γιατί η πίστη του και η αγάπη του στον Θεό ήταν ζωντανή. Και γι’  αυτό είδε να ενεργοποιείται και σ’  αυτόν η παντοδυναμία του Θεού. Όσο το βλέμμα μας είναι στραμμένο στον Χριστό μας, τόσο και θα έχουμε τελικώς το «πάνω χέρι». Η ψυχή, το ξαναλέμε, είναι αυτή που ή νικά ή νικιέται.

17 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ!

«Η αγωγή των παιδιών αρχίζει από την ώρα της συλλήψεώς τους. Το έμβρυο ακούει κι αισθάνεται μέσα στην κοιλιά της μητέρας του. Ναι, ακούει και βλέπει με τα μάτια της μητέρας. Αντιλαμβάνεται τις κινήσεις και τα συναισθήματά της, παρόλο που ο νους του δεν έχει αναπτυχθεί. Σκοτεινιάζει το πρόσωπο της μάνας, σκοτεινιάζει κι αυτό. Νευριάζει η μάνα, νευριάζει κι αυτό. Ό,τι αισθάνεται η μητέρα, λύπη, πόνο, φόβο, άγχος κλπ., τα ζει κι αυτό. Αν η μάνα δεν το θέλει το έμβρυο, αν δεν το αγαπάει, αυτό το αισθάνεται και δημιουργούνται τραύματα στην ψυχούλα του, που το συνοδεύουν σ’ όλη του τη ζωή. Το αντίθετο συμβαίνει με τ’  άγια συναισθήματα της μάνας. Όταν έχει χαρά, ειρήνη, αγάπη στο έμβρυο, τα μεταδίδει σ’  αυτό μυστικά, όπως συμβαίνει με τα γεννημένα παιδιά. Γι’  αυτό πρέπει η μητέρα να προσεύχεται πολύ κατά την περίοδο της κυήσεως και ν’ αγαπάει το έμβρυο, να χαϊδεύει την κοιλιά της, να διαβάζει ψαλμούς, να ψάλλει τροπάρια, να ζει ζωή αγία… Πόσο λεπτό πράγμα είναι για τη γυναίκα να κυοφορεί παιδί! Πόση ευθύνη και πόση τιμή!»

(Βίος και Λόγοι οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής Χανίων, 2003, σελ. 405-406).

Ο μέγας σύγχρονός μας άγιος Πορφύριος με το μεγάλο χάρισμά του της διόρασης ανοίγει και τα δικά μας μάτια για να βλέπουμε τι γίνεται στην κοιλιά μίας εγκύου γυναίκας: το πώς το έμβρυο μετέχει στα συναισθήματα της μάνας του, είτε τα ευχάριστα είτε τα δυσάρεστα! Ό,τι απλώς υποψιάζονται οι ψυχολόγοι και οι επιστήμες του ανθρώπου αυτό μάς το καθιστά πολύ σαφές ο άγιος. Κι αυτό τι δείχνει; «Την ευθύνη και την τιμή» της μάνας, αλλά και του πατέρα ασφαλώς – και εκείνος δεν είναι άμοιρος της ευθύνης και της τιμής αυτής, όταν μάλιστα από τη δική του στάση τις περισσότερες φορές εξαρτάται και η στάση της γυναίκας του. Το να εγκύπτουν εν αγάπη και οι δύο, πρωτίστως η μάνα, στο αγέννητο ακόμη παιδί τους, να παρακολουθούν τους κτύπους της καρδούλας του είναι η σπουδαιότερη αγωγή που μπορεί να του ασκήσουν στη φάση αυτή που βρίσκονται, αλλά και η σημαντικότερη βοήθεια που μπορεί να δώσουν στον εαυτό τους για τον δικό τους αγιασμό! Κι εννοείται ότι δεν μπορούμε να διανοηθούμε το τι συμβαίνει στην ψυχούλα του αγέννητου ακόμη παιδιού, όταν βρίσκεται μπροστά στο… «απόσπασμα» προκειμένου να εκτελεστεί! - το ανοσιούργημα της έκτρωσης! Το θέμα είναι πώς μπορούν να αποφασίζουν κάτι τέτοιο οι γονείς! Κατεξοχήν γι’ αυτούς ισχύει το: «Πάτερ, άφες αυτοίς˙ ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ

«Ἔχεις ἀθλητὴν Χριστὲ Λογγῖνον μέγαν.

Ἔχεις δὲ καὶ Λογγῖνον ἀσκητὴν μέγαν» (οίκος συναξαρίου)

(Χριστέ, έχεις τον αθλητή Λογγίνο (τον επί του Σταυρού) που είναι μεγάλος, έχεις όμως και τον ασκητή Λογγίνο που είναι μεγάλος).

«Ο όσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους λόγιους και σοφούς της ερήμου ασκητές. Κάποια σοφά αποφθέγματα του περιλαμβάνονται στον Ευεργετινό, όπου ο Λογγίνος ρωτά τον Αββά Λούκια για διάφορα ζητήματα. Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά» (Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του (με μεταγραφή στη νεοελληνική).

«Ο όσιος αυτός Λογγίνος μας άφησε το απόφθεγμα αυτό∙ “Όπως ακριβώς ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ούτε κρίνει κανένα, έτσι και ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα”. Ο ίδιος όσιος ρώτησε τον αββά Λούκιο ως εξής: “Θέλω να ξενιτευτώ”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν δεν κυριαρχήσεις στη γλώσσα σου, δεν είσαι ξένος όπου κι αν πας. Λοιπόν, κυριάρχησε στη γλώσσα σου κι εδώ που είσαι, οπότε είσαι ξένος”. Ρώτησε και δεύτερη φορά∙ “Θέλω να νηστέψω”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Είπε ο προφήτης Ησαῒας. Αν κάμψεις σαν κρίκο τον τράχηλό σου, ούτε κι έτσι θα ονομαστεί δεκτή η νηστεία σου. Αλλά μάλλον κυριάρχησε στους πονηρούς λογισμούς”. Ρώτησε και τρίτη φορά∙ “Θέλω να αποφύγω τους ανθρώπους”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν προηγουμένως δεν κατορθώσεις την αρετή μαζί με τους ανθρώπους, ούτε και μόνος σου μπορείς να την κατορθώσεις”.

Αυτός ο όσιος ρωτήθηκε μια φορά ποια αρετή είναι μεγαλύτερη από όλες, και είπε. Όπως η υπερηφάνεια είναι μεγαλύτερη από όλες τις κακίες και τα πάθη, τόσο που μπόρεσε να ρίξει και τους αγγέλους από τον ουρανό, έτσι εκ του αντιθέτου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές. Διότι αυτή μπορεί να ανεβάσει από τις αβύσσους τον άνθρωπο, ακόμη κι αν είναι αυτός αμαρτωλός σαν τον δαίμονα. Γι’  αυτό και ο Κύριος πρώτα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι, δηλαδή τους ταπεινούς. Γράφεται δε και περί του Λογγίνου και στο χειρόγραφο Παράδεισος των Πατέρων ότι είπε αυτά τα ψυχοσωτήρια λόγια. “Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νου. Η ησυχία φέρνει το πένθος. Το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον κάνει αναμάρτητο”. Είχε δε ο αββάς Λογγίνος πολλή κατάνυξη στην προσευχή και στην ψαλμωδία του. Λέγει λοιπόν μία ημέρα ο μαθητής του: Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, το να κλαίει ο μοναχός κατά την προσευχή του; Κι αποκρίθηκε ο Γέρων. Ναι τέκνον, αυτός είναι ο κανόνας, τον οποίο ζητάει ο Θεός. Διότι ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά για να χαίρεται και να ευφραίνεται, προκειμένου να δοξάζει Αυτόν με καθαρό και αναμάρτητο τρόπο όπως οι άγγελοι. Αφότου όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία, χρειάστηκε να κλαίει. Διότι όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν υπάρχει ανάγκη ούτε για κλαυθμό”» (Α΄εξάμηνο, σελ. 229, χ.έ. Αθήνησι).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος έζησε επί της βασιλείας του Αυρηλιανού, γεννημένος από Έλληνες γονείς. Επειδή ζητούσε ό,τι καλύτερο για τον εαυτό του, γνώρισε την αληθινή κατά Χριστό πίστη. Κι όσο μεγάλωνε, τόσο αύξανε σ’ αυτόν η ευσέβεια. Από το μέγεθος και το πλήθος των θαυμάτων που έκανε, πήρε την επωνυμία του: θαυματουργός. Όταν λοιπόν φοιτούσε ακόμη στη σχολή της Αλεξάνδρειας και σπούδαζε θεολογία, κάποια πόρνη, παρακινημένη από συμφοιτητές του,  με σκοπό να τον συκοφαντήσουν, τον πλησίασε. Καταλήφθηκε όμως από δαιμόνιο, λόγω της συκοφαντίας, και έπεσε στη γη σπαράσσοντας. Ο άγιος τότε προσευχήθηκε και την έκανε καλά. Αυτός κάποτε είδε στον ύπνο του την Υπεραγία Θεοτόκο με τον Ιωάννη τον Θεολόγο να τον μυούν στο μυστήριο της αγίας Τριάδος. Και μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο από τον Φαίδιμο, τον Μητροπολίτη Αμασίας, και με το που πήγε στην Εκκλησία που του έλαχε, και μετά την κοίμησή του, λέγεται ότι έκανε θαύματα τέτοια, που και δεν είναι εύκολο  να τα ακούσει κανείς και είναι μεγαλύτερα και από το να τα πιστέψει.

Για παράδειγμα: Μετακίνησε σε άλλο μέρος μία τεράστια πέτρα, ίση σχεδόν με βουνό, μόνο με την προσευχή του. Και κάποτε περνώντας από ένα ναό ειδώλων, εισήλθε μέσα και έβγαλε από εκεί τα δαιμόνια. Όταν έφυγε δε, δεν μπορούσαν τα δαιμόνια να ξαναμπούν στον ναό. Το έμαθε αυτό ο νεωκόρος και οργίσθηκε κατά του αγίου. Τότε ο άγιος έγραψε σ’ ένα χαρτί: «ο Γρηγόριος προς τον σατανά: Να μπεις μέσα». Ο νεωκόρος έβαλε μέσα στον ναό το χαρτί, οπότε μπόρεσαν να μπουν και τα δαιμόνια. Μόλις είδε ο νεωκόρος το θαύμα αυτό, έμεινε έκπληκτος, και αντί να λατρεύει πια τους δαίμονες, αναδείχθηκε αμέσως μαθητής του Χριστού, προσερχόμενος στον μεγάλο Γρηγόριο. Άλλοτε, έμεινε ξάγρυπνος μία νύκτα στην προσευχή, για να κάνει ήσυχη και χέρσα μία λίμνη, η οποία είχε κύματα σαν της θάλασσας και την οποία διεκδικούσαν δύο αδέλφια. Ο άγιος λοιπόν «αποξήρανε», μαζί με τη λίμνη,  και τη μεταξύ τους έχθρα. Ακόμη: σταμάτησε την προς τα εμπρός φορά ενός ποταμού, επειδή τον παρεκάλεσαν οι κάτοικοι της περιοχής, βάζοντας τη ράβδο του στη λασπωμένη και ανακατωμένη γη. Και πρόσθεσε θαύμα πάνω στο θαύμα. Γιατί τότε το ρείθρο του ποταμού φάνηκε να αναχαιτίζεται, σαν να φοβόταν να αγγίξει τη ράβδο, ενώ η ράβδος που ήταν ξερή και χωρίς φυσική υγρασία, έγινε ευθαλές δέντρο. Κι ούτε ο χρόνος μπόρεσε να σβήσει το θαύμα, γιατί και τώρα, όπως λένε, κηρύσσεται η δύναμη του Χριστού διά του μεγάλου Γρηγορίου, αφού ο ποταμός δεν προχωρεί προς τα εμπρός και το δέντρο εξακολουθεί να είναι στη θέση του. Κι εκτός από τα παραπάνω, ένας Εβραίος που υποκρίθηκε τον νεκρό, σε σχήμα ύπτιο και απλωμένο, πράγματι έπαθε αυτό που υποκρινόταν, με την προσευχή του. Κάποτε, οι διώκτες του τον νόμισαν ότι ήταν δέντρο, όταν αυτός στεκόταν στο όρος και προσευχόταν. Άλλοτε, έφερε πείνα στους απίστους, τους οποίους έσωσε από τον θάνατο, μόλις πίστεψαν στον Χριστό. Όταν δε ήλθε η ώρα να φύγει από τον κόσμο αυτό και να εκδημήσει  προς τον Κύριο, έκανε ευχαριστήριες προσευχές, διότι την πόλη του που ήταν πολυάνθρωπη και γεμάτη από μεγάλη ασέβεια και απιστία, την άφησε ακριβώς αντίθετα. Όσους πιστούς δηλαδή βρήκε εκεί, όταν πήγε ως επίσκοπος, τόσους άπιστους και άφησε, που επέμεναν στην απιστία».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας υπήρξε σπάνιος άνθρωπος. Και μόνο το γεγονός ότι πηγαίνοντας στη Νεοκαισάρεια βρήκε ελάχιστους πιστούς (17 χριστιανοί αναφέρονται), ενώ εκδημώντας άφησε ελάχιστους απίστους (επίσης 17 τον αριθμό), φανερώνει τον ζήλο της πίστεώς του, τη δύναμη του λόγου του, τη δύναμη των θαυμάτων που ο Θεός τού χάρισε. Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μην εφαρμόσει γι’  αυτόν το προφητικό λόγιο: «ο ζήλος ο του Θεού κατέφαγέ σε, Γρηγόριε». Ψάχνοντας ο εκκλησιαστικός ποιητής, ο άγιος Θεοφάνης, να βρει ανάλογα με τον Γρηγόριο αναστήματα, καταφεύγει στους Πατριάρχες και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο άγιος μοιάζει με τον Μωυσή, λέει, που έλαβε σαν κι εκείνον τις πλάκες της πίστεως πάνω στο όρος της μυστικής θεοφανείας, νομοθετώντας στους λαούς την ευσέβεια: «Νέος γέγονας Μωυσής τοις έργοις, πλάκας πίστεως επί του όρους της μυστικής θεοφανείας δεξάμενος, νομοθετήσας λαοίς την ευσέβειαν». Μοιάζει με τον προφήτη Σαμουήλ, που ανέβηκε στο όρος της θεωρίας: «αναβάς εις ύψος, ως Σαμουήλ, ταις θεωρίαις». Μοιάζει με τον προφήτη Δανιήλ, που όπως σε εκείνον δόθηκε το χάρισμα ερμηνείας ονείρων, σ’  αυτόν με ενύπνιο αποκαλύφθηκε το μυστήριο της πίστεως: «ώσπερ γαρ εκείνω (τω Δανιήλ) το ενύπνιον, ούτω το της πίστεως μυστήριον απεκαλύφθη σοι».

Δεν είναι τυχαίο ότι τον βίο του τον έγραψε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος καταγράφει γι’ αυτόν συγκεκριμένα περιστατικά της ζωής του, όπως και διδασκαλίες του, τα οποία άκουσε, όταν ήταν ακόμη μικρό παιδάκι, από τη γιαγιά του αγία Μακρίνα, μαθήτρια και πνευματικοπαίδι του ίδιου του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Το ίδιο κάνει σε λόγους του και ο άγιος Βασίλειος. Και αυτός μνημονεύει με μεγάλο θαυμασμό τον σήμερα εορταζόμενο, καθώς και ο ίδιος υπήρξε αυτήκοος παρομοίων περιστατικών από τη γιαγιά του. Και ας επιτραπεί, εν παρενθέσει, να τονίσουμε την αξία των γιαγιάδων και των παππούδων, διαχρονικά, οι οποίοι μυούν στα νάματα της αγιασμένης μας χριστιανικής παραδόσεως τα εγγόνια τους. Ας φανταστούμε το σκηνικό: η γιαγιά Μακρίνα, αναπνέοντας την παράδοση του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού, δηλαδή την παράδοση του Χριστού και της Εκκλησίας μας, να έχει στην αγκαλιά της τα θαυμαστά, όπως θα αποδειχτεί αργότερα, εγγόνια της, και να  μεταγγίζει σ’  αυτά τη ζωντανή αυτή παράδοση. Πόσο συνήργησε η αγιασμένη αυτή γιαγιά στο να αναδειχτούν τέτοια αναστήματα για την Εκκλησία τα εγγόνια της, μόνον ο Θεός μπορεί να το ξέρει. Σίγουρα πάντως δεν ήταν άμοιρη σ’ αυτό και εκείνη.

Ο υμνογράφος μας βεβαίως επιμένει ιδιαιτέρως – κι είναι λογικό τούτο – στη χάρη θαυματουργίας του αγίου Γρηγορίου. Την θεωρεί δε ως άβυσσο, λόγω του πλήθους των θαυμάτων του, η οποία όμως προήλθε από τη μύησή του στο μυστήριο της αγίας Τριάδος και τη σταθερή πνευματική προσήλωσή του στον Ιησού Χριστό. «Εις βάθος θεωρίας υπελθών πανσόφως, Ιεράρχα Χριστού, την θείαν εμυήθης της Τριάδος φανέρωσιν∙ και πνεύματι προσβλέπων ακλινώς, Χριστόν τον Θεόν ημών, των θαυμάτων άβυσσον πηγάζεις ημίν». Το θεωρητικό όμως αυτό του αγίου Γρηγορίου, η χάρη της μετοχής του στον Θεό, δεν ήλθε ακόπως και απροϋπόθετα. Ο άγιος Θεοφάνης υπενθυμίζει και πάλι ότι η θεωρία του Θεού είναι αποτέλεσμα της πρακτικής επιστήμης, δηλαδή της εξασκήσεως των αρετών, με τις οποίες τα πάθη υποτάσσονται στον νου. Καθαρός λοιπόν ο νους με τον τρόπο αυτό οδηγείται στη θέα του Θεού. «Τι σε νυν καλέσω Γρηγόριε; Πρακτικόν, ότι τα πάθη καθυπέταξας τω νω∙ θεωρόν, ότι εδρέψω της σοφίας τον καρπόν».

Ο υμνογράφος επιμένει και εδώ στην πρακτική επιστήμη της εξασκήσεως των αρετών από τον άγιο Γρηγόριο. Έχοντας μάλιστα υπόψη του πέραν της όλης ασκητικής βιοτής του και το περιστατικό της προκλήσεώς του από την κοινή γυναίκα,   τον προβάλλει ως πρότυπο μεταξύ άλλων σωφροσύνης, διά της οποίας, ως κυριολεκτικά αδελφής του, ντρόπιασε τους δαιμονοκίνητους συμφοιτητές του. «Ο φοβερός όφις, ο διάβολος, Γρηγόριε, βλέποντάς σε να έχεις αποκτήσει τη σωφροσύνη ως αδελφή σου και συνεργό των καλών της ζωής σου, εξήγειρε εναντίον σου τους δαιμονοκίνητους. Αυτούς τους ντρόπιασες, πάτερ, γιατρεύοντας με τη μακροθυμία σου, το γύναιο, που καταλήφθηκε από το πάθος».  Είθε οι ευχές του αγίου Γρηγορίου να συνοδεύουν και εμάς πάντοτε, ώστε να σωζόμαστε από τις διάφορες αμαρτίες μας. Θα είναι τούτο μία επιβεβαίωση της θαυματουργίας του και σε εμάς τους ίδιους. «Των σων θαυμάτων εν εμοί, Γρηγόριε, θείαν ενέργειαν, περιφανώς, Πάτερ, και τανύν ανάδειξον, εκ του βυθού ρυόμενος των πταισμάτων με».

16 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ο ΠΙΟ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΚΑΙ ΕΥΚΟΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

«Ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης ζούσε το μυστήριο της υπακοής. Από πείρα έμαθε τα αγαθά της, γι’  αυτό την επιζητούσε… Ήθελε όμως η υπακοή να πηγάζει από την ελευθερία και να γίνεται με χαρούμενη διάθεση. Να μην είναι τυπική, εξωτερική και στρατιωτική, αλλά υποταγή στο φρόνημα του Γέροντα. Την θεωρούσε θεραπεία κάθε ψυχικού νοσήματος και προ παντός της υπερηφανείας. Τόνιζε: “Η υπακοή είναι ο πιο σύντομος και εύκολος δρόμος. Είναι το κλειδί του παραδείσου. Με αυτήν κόβεται το θέλημα, ο εγωισμός, τα πάθη, έρχεται η χάρις του Θεού και γίνεται η ζωή παράδεισος”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος, σελ. 399. 403).

Πόση ευλογία θα υπήρχε αν αυτό εφαρμοζόταν και στις ανθρώπινες σχέσεις στην κοινωνία, ιδίως μέσα στην οικογένεια. Ο απόστολος Παύλος μάλιστα δεν είναι εκείνος που τονίζει την αλήθεια αυτή; «Υποτασσόμενοι αλλήλοις εν φόβω Θεού» λέει για το πώς πρέπει να ζουν ο άνδρας και η γυναίκα μέσα στην οικογένεια. Ο καθένας να υποτάσσεται στον άλλον, μέσα στο κλίμα της παρουσίας του Θεού. Γιατί ο άλλος είναι εικόνα του Χριστού. «Γέροντα», ρώτησε κάποιος έγγαμος τον ίδιο τον όσιο Παΐσιο, «ποιος να πλένει τα πιάτα στο σπίτι;». Κι η απρόσμενη αλλά τόσο ευαγγελική απάντηση του οσίου: «Όποιος… προλάβει πρώτος!»

ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΟΥΛΟΣ!

«Να κλείνεις τη θύρα του κελλιού σου (γράφε: του σπιτιού σου) για να μην εξέρχεται το σώμα σου, τη θύρα της γλώσσας σου για να μην εξέρχονται λόγια, και την εσωτερική πύλη της ψυχής σου για να μην εισέρχονται τα πονηρά πνεύματα» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. κζ΄, α΄, 17).

Δηλαδή να είσαι ο κύριος, ο αφέντης του σπιτιού και του εαυτού σου. Το σπίτι σου να σε ξέρει, η γλώσσα σου να είναι υπό τον έλεγχό σου, η ψυχή σου να παραμένει μ’ εκείνον που είναι ο νυμφίος της. Που σημαίνει: να ξέρεις γιατί ζεις και ποιος είναι ο καθημερινός σκοπός  σου, ώστε να χαίρεσαι την παρουσία Κυρίου του Θεού σου. Γιατί μόνον ένας που είναι απολύτως συνειδητοποιημένος ως προς τη χριστιανική του ζωή και έχει ενεργή τη χάρη του Θεού στην ύπαρξή του μπορεί να υπομένει το σπίτι του και να δαμάζει τη γλώσσα του και να στέκεται άγρυπνος φρουρός στην πύλη της ψυχής του.

Μήπως είναι υπερβολές αυτά; Μα το βλέπουμε καθημερινά, σε μας και στους άλλους: πολύ συχνά «σκάμε» με το να είμαστε στο σπίτι μας· τις περισσότερες δυστυχώς φορές μιλάμε ακατάσχετα, έχοντας ένα απύλωτο στόμα· ο νους, το κέντρο της ψυχής μας, άπειρες φορές γίνεται «μπάτε σκύλοι αλέστε»! Και το αποτέλεσμα; Να μην είμαστε ο εαυτός μας, να είμαστε σαν κυνηγημένοι, να μας αποφεύγουν ακόμη κι οι φίλοι μας. Κι αυτό γιατί τελικώς δεν έχουμε τον… Θεό μας!

Και δεν εννοεί ο όσιος βεβαίως ότι δεν πρέπει να βγαίνουμε από το σπίτι μας! Αυτό είναι δεδομένο, εφόσον είμαστε στον κόσμο τούτο, με τις υποχρεώσεις των εργασιών μας και με τις ανάγκες της ψυχαγωγίας μας. Κι ασφαλώς θα βγαίνουμε λοιπόν, όταν μάλιστα ο ίδιος ο Κύριος μάς έχει δώσει και μας δίνει συνεχώς τόσες ευκαιρίες με την ομορφιά της φύσης Του και τη συναναστροφή των καλών φίλων και την κοινωνία και επικοινωνία με τους άλλους εν Χριστώ αδελφούς μας, ιδίως στα θαυμαστά σκηνώματά Του, τους άγιους Ναούς Του! Εννοεί ότι κάποια στιγμή, όταν πια δεν συντρέχουν οι παραπάνω συνθήκες, να μπορούμε να βρίσκουμε καταφύγιο στο σπίτι μας: να μένουμε με χαρά σ’ αυτό, αξιοποιώντας την παρουσία μας εκεί για να συνομιλήσουμε με τον/τη σύζυγό μας, με τα παιδιά μας, με τους λοιπούς συγγενείς μας, με τον ίδιο τον Κύριό μας εν προσευχή. Η χωρίς λόγο και αιτία απομάκρυνσή μας είναι εκείνο που καταδικάζεται· αυτό δηλαδή για το οποίο έχει γραφεί, ότι ο σημερινός άνθρωπος έχει χάσει τη δυνατότητα να είναι… βοσκός! Να μπορεί να μείνει μόνος του, για να βρει περισσότερο τον εαυτό του, ενώπιον του Θεού του!

Για να γίνει όμως αυτό χρειάζονται τα δύο επόμενα που σημειώνει ο όσιος: να ελέγχουμε τη γλώσσα μας – ό,τι πιο δύσκολο, αφού ο έλεγχος αυτός θεωρείται χαρακτηριστικό του τελείου ανθρώπου: «ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ» (άγιος Ιάκωβος) – και να είμαστε φρουροί στην πύλη της ψυχής μας: με τη διαρκή επαγρύπνησή μας κι έχοντας στα χείλη μας πάντοτε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!»

Τόσο θεωρούμενα απλά, μα και τόσο… τρομακτικά δύσκολα!