14 Δεκεμβρίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΘΥΡΣΟΣ, ΛΕΥΚΙΠΠΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν επί της βασιλείας του Δεκίου, όταν ηγεμόνας ήταν ο Κουμβρίκιος, ο οποίος κίνησε διωγμό κατά των Χριστιανών στα μέρη της Νικομηδείας και της Νίκαιας και της Καισαρείας της Βιθυνίας. Ο άγιος Λεύκιος από μόνος του προσήλθε στον ηγεμόνα, ομολογώντας την πίστη του στον Χριστό και διακωμωδώντας τη ματαιότητα των ειδώλων. Κρεμάστηκε λοιπόν με την προσταγή του ηγεμόνα, καταξέστηκαν οι σάρκες του με φοβερό τρόπο, κι επειδή επέμενε με σταθερότητα στην ευσεβή πίστη των Χριστιανών, του κόψανε το κεφάλι. Έπειτα, καθώς πορεύτηκε ο ηγεμόνας  στον Ελλήσποντο, ο μέγας αθλητής Θύρσος τον συνάντησε, ανακηρύσσοντας με παρρησία ότι ο Χριστός είναι Θεός και ελέγχοντας τον τύραννο ότι απονέμει σεβασμό κατά παράλογο τρόπο σ’ αυτούς που δεν είναι θεοί. Γι’  αυτό γρονθοκοπείται, του σπάνε τα πλευρά, του δένουν και του συντρίβουν τα χέρια και τα πόδια, του τρυπάνε τα βλέφαρα των οφθαλμών και τους ίδιους του οφθαλμούς, του σπάνε με χάλκινους στρόβιλους τα πόδια και του χύνουν καυτό μολύβι στην πλάτη. Το μολύβι που χύθηκε μάλλον έβλαψε τους υπηρέτες παρά τον άγιο. Επειδή με τη χάρη του Χριστού διαφυλάχτηκε αβλαβής από όλα τα φοβερά που του έκαναν, τον έδεσαν με σιδερένια δεσμά. Καταστρέφει όμως με την προσευχή του όλα τα σεβάσματα των ειδώλων. Έπειτα τον έβαλαν  με το κεφάλι κάτω μέσα σε κάποιο αγγείο γεμάτο νερό, το οποίο όμως έσπασε αμέσως. Τον έριξαν στη συνέχεια από ένα ψηλό τοίχο, ενώ είχαν βάλει στο μέρος που θα έπεφτε, μυτερά καρφιά και σίδερα, αλλά και από αυτά με τη δύναμη του Χριστού διαφυλάχτηκε πάλι αβλαβής.

Αργότερα, αφού έφυγαν από τη ζωή αυτή με άσχημο τρόπο ο Κουμβρίκιος και ο Σιλβανός, ήλθε στην ηγεμονία ο Βάβδος. Αυτός βλέποντας τον άγιο να μένει σταθερός ακόμη στην πίστη του Χριστού, τον έβαλε μέσα σε σάκο και τον έριξε στη θάλασσα.  Έσπασε όμως ο σάκος με τη δύναμη αγγέλου και οδηγήθηκε ο άγιος στην ξηρά. Έπειτα τον κτύπησαν με σφοδρότητα, αλλά αυτός και πάλι με την προσευχή του έριξε κάτω τα ξόανα, ενώ όταν τον έβαλαν για να φαγωθεί από άγρια θηρία, αυτά δεν του έκαναν τίποτε. Και πάλι τον κτύπησαν τόσο πολύ, ώστε να κομματιαστούν οι σάρκες του και να πέφτουν στη γη. Τότε τράβηξε  στην πίστη του Χριστού και τον άγιο Καλλίνικο, που ήταν ιερέας των ειδώλων, γιατί σκέφτηκε αυτός ότι μεγαλύτερος από όλους είναι εκείνος ο Θεός, που με την επίκλησή Του πέφτουν τα είδωλα. Φτάνοντας ο άγιος Θύρσος στην Απολλωνία, τράνταξε τους ναούς των ματαίων θεών με την προσευχή και τα έριξε στη γη. Το ίδιο θαυματούργησε  και ο άγιος Καλλίνικος, ο οποίος αφού έριξε το είδωλο, δέχτηκε το τέλος του με ξίφος. Ο δε άγιος Θύρσος, αφού τον έβαλαν μέσα σε κιβώτιο, ώστε να τον κομματιάσουν με πριόνι, κι επειδή οι υπηρέτες δεν μπόρεσαν να μετακινήσουν το πριόνι, ο άγιος παρέμεινε και πάλι αβλαβής. Εκεί παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό, ενώ ακούστηκε από τον ουρανό εκείνη την ώρα φωνή σ’ αυτόν, που του φανέρωνε τα αγαθά που του έχουν ετοιμαστεί. Τελείται δε η σύναξη των αγίων στο Μαρτυρείο τους, που είναι κοντά στους Ελενιανούς».

Η αγία Εκκλησία μας σήμερα, επί τη μνήμη των αγίων αυτών μαρτύρων, μας προσφέρει ένα μπουκέτο από λουλούδια ευωδιαστά, που ευωδιάζουν τη χάρη του αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για την ευωδία που λέει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή οι πιστοί στον Χριστό αποτελούν οσμή ζωής, την οποία όμως μπορούν να οσφρανθούν μόνον οι επίσης πιστοί, ενώ  η ίδια αυτή ευωδία λειτουργεί ως οσμή θανάτου για εκείνους που έχουν αποστρέψει το πρόσωπό τους από τον Θεό, λόγω της μεταποίησης που προκαλεί στις πνευματικές αισθήσεις τους  η «χαλασμένη» διάνοιά τους. Με απλά λόγια, η αγιότητα  άλλους, τους πιστούς, τους ωθεί σε δοξολογία του Θεού, ενώ άλλους, τους απίστους και μη καλοπροαιρέτους ανθρώπους, τους ωθεί σε βλασφημία και δυσανασχέτηση. Την αλήθεια αυτή προβάλλει απαρχής σχεδόν η ακολουθία των σημερινών αγίων μας. «Οι ένδοξοι άγιοι άνθησαν σαν ωραιότατα άνθη μέσα στον κήπο των μαρτύρων, στέλνοντας τη θεϊκή ευωδία του αγίου Πνεύματος, και ευωδιάζοντας τις διάνοιες αυτών που τους τιμούν κάθε χρόνο με πίστη».

Ποια είναι η ωραιότερη ευωδία που μας έρχεται από την αγία ζωή των μαρτύρων; Ασφαλώς εκείνη που φανερώνει και το «μυστικό» τους, να μπορούν δηλαδή να αντέχουν τα βάσανα και όλες τις θλίψεις τους με τρόπο που κυριολεκτικά μας καταπλήσσει: ο πόθος της θεϊκής ομορφιάς, τέτοιος που όλα τα τερπνά και ωραία του βίου αυτού τα θεώρησαν ως ένα τίποτε. «Ποθώντας το θεϊκό κάλλος, όλα τα τερπνά της ζωής αυτής τα θεωρήσατε σαν ένα μηδενικό, αθλοφόροι του Χριστού». Κι είναι εύλογο: ποιος λογικός άνθρωπος, έχων σώας τας φρένας του, καθώς λέμε, μπορεί να θέσει σε ίση μοίρα αυτά που προσφέρει ο κόσμος αυτός με αυτά που προσφέρει ο ίδιος ο Δημιουργός; Όταν μάλιστα γνωρίζει ότι οι ομορφιές του κόσμου υφίστανται ως δωρεές του Θεού, προκειμένου μέσω αυτών να αναχθούμε σ’  Εκείνον; Αν υπάρχει τόση ωραιότητα στον κόσμο, ας φανταστούμε την απείρως μεγαλύτερη ωραιότητα Εκείνου που την δημιούργησε. Κι ακόμη: όλα τα τερπνά του βίου αυτού είναι φθαρτά και παρερχόμενα, οι προσφορές όμως του Κυρίου είναι αιώνιες και αθάνατες. Αν λοιπόν αυτονομηθούν τα τερπνά του βίου, χωρίς αναφορά στον Δημιουργό, ποιο το νόημά τους; Και βεβαίως  ο πόθος αυτός των σημερινών αγίων για τον Χριστό, που αποτελεί κοινό τόπο σε όλους τους αγίους της Εκκλησίας μας, στοιχεί στο επίπεδο ζωής του αποστόλου Παύλου, ο οποίος πρώτος εξ όλων διακήρυσσε: «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό.

Ο άγιος υμνογράφος, ο Θεοφάνης, επισημαίνει όμως και κάτι ακόμη, που πράγματι και αυτό έρχεται ως ευωδία αγιασμού. «Χαρακώνοντας το σώμα σου – λέει - με φοβερό τρόπο οι προστάτες του σκοταδιού, Θύρσε, δεν μάραναν  τον τοκετό του λογισμού σου, ο οποίος ενισχυόταν δυνατά με αγάπη, από τη θεϊκή στοργή». Η αλήθεια που προβάλλει εν προκειμένω ο άγιος Θεοφάνης είναι πράγματι εξόχως σημαντική: ο πιστός χριστιανός πρέπει να βρίσκεται πάντοτε σε μία κατάσταση τοκετού των λογισμών του, δηλαδή να γεννά, να προεκτείνει την αγάπη του Θεού που (πρέπει να) διακατέχει την ύπαρξή του. Με άλλα λόγια, ο λογισμός μας, αν είμαστε, χριστιανοί, πρέπει να βρίσκεται πάντοτε στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Οι λογισμοί μας πρέπει να είναι αδιάκοπα σε κατάσταση «εγκυμοσύνης» του καρπού του αγίου Πνεύματος. Να μη γινόμαστε στείροι και άκαρποι. Πρόκειται για  διαφορετική διατύπωση της εικόνας που απεκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος, ότι Εκείνος είναι το αμπέλι και ο Θεός Πατέρας ο γεωργός. «Και παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη». Κάθε κλήμα, κάθε χριστιανός δηλαδή, που δεν μένει ενωμένο με το αμπέλι που είναι ο Χριστός, ο Θεός Πατέρας το κόβει και το πετά. Ενώ κάθε κλήμα που μένει ενωμένο με το αμπέλι, το καθαρίζει, ώστε να φέρει περισσότερο καρπό. Είναι μία εικόνα, που τον Χριστιανό δεν τον αφήνει σε ησυχία. Καλούμαστε να βρισκόμαστε πάντοτε σε αέναη πορεία αυξήσεως και καρποφορίας. Δεν το κάνουνε; Δεν γεννάμε αυτό που μας προσφέρει ο Χριστός; Δυστυχώς, αυτό που μας περιμένει είναι το σάπισμα και το πέταμα.

13 Δεκεμβρίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ, ΕΥΓΕΝΙΟΣ, ΜΑΡΔΑΡΙΟΣ ΚΑΙ ΟΡΕΣΤΗΣ

«Οι πέντε αυτοί μάρτυρες ήταν Καππαδόκες κατά το γένος, στα χρόνια του Διοκλητιανού, που σέβονταν από τους προγόνους τους τον Χριστό κατά τρόπο όμως κρυφό. Ομολόγησαν με παρρησία κάποια στιγμή την πίστη τους, γι’ αυτό και υποβλήθηκαν σε πολυειδή βασανιστήρια από τον ηγεμόνα Λυσία. Και οι μεν τρεις πέθαναν στα βασανιστήρια, ο δε Ευστράτιος και ο Ορέστης επέζησαν και στάλθηκαν στη Σεβάστεια, στον διοικητή όλης της Ανατολής, τον Αγρικόλαο, ο οποίος διέταξε να ριχτούν στην πυρά, το 296, οπότε και τελειώθηκαν. Ήταν δε ο Ευστράτιος άνδρας λόγιος και κάτοχος της ρητορικής τέχνης, πρώτος από τους αξιωματικούς του Λυσία και με το αξίωμα του χαρτοφύλακα στην επαρχία του, αξίωμα που στα λατινικά λέγεται σκρινιάριος. Στο όνομα του αγίου Ευστρατίου επιγράφεται  η ευχή που λέγεται στο μεσονυκτικό του Σαββάτου «Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε…», όπως στον άγιο Μαρδάριο αποδίδεται η ευχή που λέγεται στην Γ΄ ώρα και αλλού «Δέσποτα Θεέ, πάτερ παντοκράτορ…».

«Η πεντάχορδος λύρα και πεντάφωτος λυχνία», κατά την υμνογράφο αγία Κασσιανή, οι πέντε δηλαδή μάρτυρες που εορτάζουμε σήμερα: ο Ευστράτιος, ο Αυξέντιος, ο Ευγένιος, ο Μαρδάριος και ο Ορέστης, χαρακτηρίζονται από τη θερμή αγάπη τους προς τον Κύριο. Η αγάπη τους αυτή, η τέλεια και απολύτως σταθερή, ήταν εκείνη που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη, προκειμένου να αντέξουν τα πάμπολλα είδη μαρτυρίων που υπέστησαν, χωρίς να καμφθούν καθόλου. Κι αυτήν την αγάπη τους την έδειξαν, κατά τον υμνογράφο τους, όχι μόνο στην πράξη, με τα μαρτύριά τους δηλαδή, αλλά και με τον λόγο τους - με την ομολογία της πίστεώς τους και τη μαρτυρία ότι ο Χριστός είναι γι’ αυτούς ό,τι μπορεί να έχει αξία σ’ αυτήν τη ζωή. «Οι άγιοι επέδειξαν την προς Εσένα, Κύριε, τέλεια και σταθερή αγάπη, με τα λόγια και με τα παθήματα και τις πολύτροπες στερήσεις της ζωής». Και: «Ο Χριστός είναι για μένα τα πάντα, φώναζε δυνατά ο Μαρδάριος: και πατρίδα και αξία και όνομα. Διότι από σένα έμαθε τούτο, Ευστράτιε».

Είναι συγκινητική η ομολογία αυτή του αγίου Μαρδαρίου, αλλά και των υπολοίπων μαρτύρων, γιατί μας αποκαλύπτει πως για τους αγίους ο Χριστός δεν είναι κάτι στη ζωή τους, έστω και πολύ σημαντικό, αλλά τα πάντα. Είναι δηλαδή Εκείνος που προσδιορίζει την ύπαρξή τους και όλη την ψυχοσωματική τους οντότητα. Το «Χριστός μοι αντί πάντων» αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού που έλεγαν όλοι οι άγιοι μάρτυρες, οι οποίοι σε κάθε ερώτηση του ανακριτή και του δημίου τους απαντούσαν με το «Χριστιανός ειμι», όπως και τη συνεπή συνέχεια της ομολογίας του αποστόλου Παύλου, που διαλαλούσε το «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» και «εμοί το ζην Χριστός». Για τους χριστιανούς επομένως η όποια αξία της ζωής είναι αξία στον βαθμό που σχετίζεται με τον Χριστό, όπως και η αυτοσυνειδησία τους, η ταυτότητά τους εξαρτάται απολύτως και αποκλειστικά από Εκείνον.

Η αγάπη τους προς τον Κύριο, είπαμε, εκφραζόταν και με τον λόγο. Πράγματι, οι υμνογράφοι (διότι είναι περισσότεροι του ενός) της ακολουθίας των αγίων επανέρχονται «πάλιν και πολλάκις» στο εκ Θεού χάρισμα του λόγου τους, κατεξοχήν δε  στη φιλοσοφική και ρητορική δεινότητα του αγίου Ευστρατίου. «Με ρητορικά λόγια ο στρατιώτης του Χριστού κατέπληξε τους άνομους», και «Τον μεταξύ των μαρτύρων μεγάλο Ευστράτιο, που αναδείχτηκε φιλόσοφος με τη θεία σοφία και αποδείχτηκε ρήτορας με το κάλλος των λόγων», θα πει ο άγιος Γερμανός, ένας από τους εγκωμιαστές του αγίου Ευστρατίου. «Ρητόρων ευγλωττότερος» ή «τον ρήτορα Ευστράτιον» θα σημειώσει αλλού άλλος υμνογράφος του. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η επιμονή αυτή των υμνογράφων, διότι φανερώνει -  ιδίως για την εποχή μας που είναι εποχή πληθωρισμού λόγων χωρίς αντίκρισμα, συνεπώς μία αργολογία και ματαιολογία -  ότι τότε έχουν σημασία τα λόγια, όταν αφενός αναφέρονται στην ίδια την αλήθεια, που λειτουργεί σαν μαχαίρι απέναντι στο ψεύδος («άρπαξες από τον εχθρό το μαχαίρι των λόγων και με αυτό απέκοψες την αντιλογία του ψεύδους»), αφετέρου επιβεβαιώνονται από την ίδια τη ζωή που φτάνει μέχρι το μαρτύριο. Ο άγιος Ευστράτιος δηλαδή, όπως και οι άλλοι, χρησιμοποίησαν τον λόγο, για να ομολογήσουν  Χριστό. Και υπομνημάτισαν τον λόγο τους, άρα και την αλήθεια του λόγου αυτού, με τα αθλητικά στίγματά τους. «Με ρητορικά λόγια κατέπληξε τους άνομους, με τα στίγματα στο σώμα του από την άθληση του μαρτυρίου του κατατρόπωσε τις δυνάμεις του εχθρού, ο ένδοξος και δυνατός αθλοφόρος Ευστράτιος».

Έτσι οι άγιοί μας έδειξαν με τη ζωή τους ότι η θεολογία της Εκκλησίας μας κινείται όχι κατά τρόπο αριστοτελικό, δηλαδή με βάση την ανθρώπινη φιλοσοφία, όσο σπουδαία κι αν είναι αυτή, αλλά κατά τρόπο αλιευτικό, δηλαδή με ό,τι κήρυξαν και δίδαξαν οι μάρτυρες του Χριστού, άγιοι απόστολοι. Είναι πολύ ωραία η εμμελής καταγραφή της παραπάνω αλήθειας από την αγία και πάλι Κασσιανή στο δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου: «Οι άγιοι μάρτυρες προτίμησαν τη σοφία των Αποστόλων παραπάνω από την παιδεία των Ελλήνων, γι’ αυτό  άφησαν κατά μέρος τα βιβλία των ρητόρων και ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τα βιβλία των αλιέων. Διότι στα πρώτα υπάρχει ευγλωττία απλών λόγων, ενώ στα θεία λόγια των αγραμμάτων διδάσκονταν τη θεολογία της αγίας Τριάδος». Η ίδια μάλιστα αγία υμνογράφος δίνει μ’ έναν πολύ δυνατό στίχο της το στίγμα των σημερινών αγίων και τη θέση που έχουν στην Εκκλησία. «Χαίροις ο ισάριθμος χορός των φρονίμων Παρθένων» εγκωμιάζει. Νομίζουμε ότι πιο άμεση αποτίμηση της αγιότητάς τους από τον παραλληλισμό αυτό με τις  φρόνιμες παρθένους που εισήλθαν στον νυμφώνα με τον νυμφίο Χριστό, δεν θα μπορούσε να υπάρξει.

«ΕΛΑΤΕ! ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΑ!»

«Το τραπέζι είναι στρωμένο. Όλα σερβιρισμένα. Τα πάντα έτοιμα. Οι θέσεις σας σάς περιμένουν». Η φωνή του υπηρέτη του Κυρίου δεν μπορούσε να είναι πιο σαφής. Η παραβολή του Κυρίου δηλαδή για το μεγάλο Δείπνο δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης: είναι τέτοια η επιθυμία Κυρίου του Θεού μας για να έχει τον άνθρωπο κοντά Του, είναι τόσο σφοδρός ο πόθος Του να είναι μαζί μας που ήδη μας έχει θέσει στο τραπέζι της Βασιλείας Του. Κι αν κατανοήσουμε την αλήθεια ότι τελικώς Βασιλεία του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος – ο ερχομός Του στον κόσμο αποτελεί την είσοδο της Βασιλείας Του -, τότε κατανοούμε ότι η θέση στο τραπέζι Του είναι η θέση μας μέσα στην καρδιά Του, στο κέντρο της ύπαρξής Του – ο καθένας μας είναι ό,τι ανώτερο και ιερότερο για τον Θεό μας. Κι αυτό γιατί; Διότι μας δημιούργησε έτσι ώστε να Τον «επαναλαμβάνουμε» (όσιος Σωφρόνιος). «Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του κάθε άνθρωπος, που θα πει στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου ο Δημιουργός μας «έβλεπε και βλέπει» τον εαυτό Του! Και μπορεί βεβαίως να ανταρτέψαμε και να χάσαμε την υπερβολή της προσφοράς του Πατέρα, γιατί μάλλον δεν καταλάβαμε το μεγαλείο μας, όμως Εκείνος «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», έγινε ένας από εμάς, ίδιος μ’ εμάς, για να μας δώσει εκ νέου την ευκαιρία να αποκτήσουμε και πάλι το πεταμένο δώρο: να γίνουμε θεοί με τη χάρη Του. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς θεοί».

Η θέση μας έτοιμη και μας περιμένει. Αλλά εμείς δεν έχουμε... χρόνο. Κι έχουμε απόλυτο «δίκιο»! Αυξήσαμε το βιος μας, τη γη και τα ζωντανά μας, κάναμε δηλαδή επενδύσεις – πώς θα ζήσουμε και θα κυριαρχήσουμε στον κόσμο αυτόν που μας έβαλε ο Δημιουργός μας; Εκείνος δεν είπε: «και κατακυριεύσατε της γης;». Και πιο πολύ: πώς να βρούμε χρόνο αφού παντρευτήκαμε; Ο ίδιος ο Θεός πάλι δεν είπε ότι «δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος;» Να λοιπόν, παντρευτήκαμε. Κάναμε υπακοή στο θέλημά Του. Οπότε δεν γίνεται να αφήσουμε μόνο/η τον/τη σύζυγο για κάτι άλλο. Δεν είμαστε απολύτως δικαιολογημένοι; «Σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με!»

Ο Κύριος όμως εξοργίστηκε από τη στάση μας. Μα γιατί; Διότι είμαστε τόσο τυφλοί που δεν καταλαβαίνουμε ότι περιπέσαμε και περιπίπτουμε σε βλασφημία. Τι είναι η βλασφημία; Δεν είναι η αδυναμία ιεράρχησης των προτεραιοτήτων μας; Δεν είναι να βάζουμε πρώτο αυτό που έπρεπε να ακολουθεί και δεύτερο αυτό που από τη φύση του είναι πρώτο; Ποιο είναι το πρώτο; Αυτό που γνωρίζουμε και έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλη της διανοίας, εξ όλης της ισχύος»! Να επιδιώκουμε δηλαδή πρώτα τη Βασιλεία του Θεού, τον ίδιο τον Θεό δηλαδή, κι όλα τα υπόλοιπα θα τα βλέπουμε να έρχονται σωρηδόν και με ευλογίες στη ζωή μας! Και στην πράξη τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει να θέτουμε σε προτεραιότητα της ζωής μας το άγιο θέλημα του Θεού, τις άγιες εντολές του Κυρίου, δηλαδή τελικώς την αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας. Αυτή είναι η κανονική εργασία μας που μας κινητοποιεί και μας κάνει να βρούμε τη θέση μας στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού, να βρούμε δηλαδή το κέντρο της ύπαρξής μας μέσα στο κέντρο της καρδιάς του Θεού μας.

Η κατανόηση της αλήθειας αυτής εννοείται πως φωτίζει την κανονική αυτή εργασία μας – «εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην αλλά την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον» - αλλά με προοπτική καθημερινότητας. Τι θέλουμε να πούμε; Η αποδοχή ή η άρνηση της πρόσκλησης του Θεού μας να μένουμε μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς – το βάθος ερμηνείας της παραβολής του μεγάλου Δείπνου – δεν είναι θέμα μίας φοράς. Η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή της ζωής μας είναι η ώρα πρόσκλησης του Θεού μας για να είμαστε μαζί Του – έχουμε ανοικτή πρόσκληση. Που θα πει: αδιάκοπα βρισκόμαστε στο κρίσιμο σημείο επιλογής να είμαστε πιστοί ή άπιστοι. Όσο έχουμε χρόνο, δηλαδή όσο διαρκεί η εδώ ζωή μας.

 Η συγκεκριμένη παραβολή του Κυρίου πράγματι δεν μας αφήνει σε ησυχία. Και η απάντηση που Του δίνουμε κάθε φορά κρίνει την όποια θεωρούμενη χριστιανικότητά μας. Χριστιανός πάντως του: πότε ναι και πότε όχι, δεν υπάρχει! Γιατί «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι».

12 Δεκεμβρίου 2021

ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ

Ο άγιος Σπυρίδων έχει την προσωνυμία θαυματουργός. Είναι τόσα πολλά τα θαύματα που έκανε και συνεχίζει να κάνει – διότι βεβαίως οι άγιοί μας είναι ζωντανοί ως μέλη Χριστού ανήκοντας στη θριαμβεύουσα λεγόμενη Εκκλησία απ’ όπου μας παρακολουθούν και μετέχουν στη ζωή μας – ώστε και η απλή καταγραφή τους θα πήγαινε σε μεγάλη έκταση. Εντελώς ενδεικτικά: θεράπευσε τον ίδιο τον βασιλιά Κωνστάντιο που έπασχε από βαριά ασθένεια· μετέβαλε ένα φίδι σε χρυσάφι προκειμένου να βοηθήσει μια φτωχή γυναίκα, κι αργότερα το επανέφερε στην κανονική του κατάσταση· προσευχήθηκε σε περίοδο ανομβρίας και έβρεξε αμέσως, ενώ σταμάτησε από την άλλη τη μακρά περίοδο βροχών που είχε αρχίσει να δημιουργεί κινδύνους· κατέστρεψε σχέδιο πονηρών εμπόρων σίτου, οι οποίοι πήγαν να δημιουργήσουν τεχνητή κρίση για να πλουτίσουν εις βάρος του απλού λαού· μίλησε με την κεκοιμημένη κόρη του, η οποία πέθανε αιφνιδίως και δεν πρόλαβε να πει σε ποιο σημείο κρατούσε θησαυρό που της είχε εμπιστευθεί κάποια γυναίκα κ.ο.κ.

 Το ερώτημα βεβαίως είναι σαφές: τι ήταν εκείνο που καθιστούσε τόσο θαυματουργό τον μεγάλο αυτόν άγιο; Ποια «ιδιαιτερότητα» ενδεχομένως είχε που γινόταν δίοδος τέτοιων θαυμαστών καταστάσεων; Η απάντηση είναι απλή και μονολεκτική, ενώ εξαγγέλλεται ποικιλοτρόπως και από την υμνολογία της Εκκλησίας μας. Μέσα του ενεργούσε ο ίδιος ο Κύριος. «Ὁ Χριστός ἐνήργει ἐν αὐτῷ». Που θα πει: οτιδήποτε θαυμαστό προσφέρει στον κόσμο ένας άγιος, στην πραγματικότητα είναι προσφορά του ίδιου του Θεού, ο Οποίος βρίσκει την καθαρή καρδιά ενός πιστού Του - δηλαδή την καρδιά τη γεμάτη αγάπη στον συνάνθρωπο - για να λειτουργεί ως το χέρι Του και ως «βοηθός» Του. Ο Θεός μας χαίρεται να προσφέρεται στον άνθρωπο κυρίως μέσω των ανθρώπων. Κι ένας τέτοιος άνθρωπος του Θεού, ευλογία κυριολεκτικά για όλον τον κόσμο σε όλες τις εποχές, είναι ο αγαπημένος άγιος Σπυρίδων.

ΤΟ «ΜΥΣΤΙΚΟ» ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ

«Ὁ Χριστός ἐνήργει ἐν τῷ ἁγίῳ Σπυρίδωνι», ώστε να καταστεί αυτός μέγας θαυματουργός άγιος. Και μπόρεσε να βρει δίοδο μέσα του, λόγω της καθαρής του καρδιάς της γεμάτης από έλεος και ευσπλαγχνία, που σημαίνει ότι εκείνο που θέτει εμπόδιο στην έλευση του Κυρίου μέσα μας είναι αποκλειστικά και μόνον ο εγωισμός μας, δηλαδή η αμαρτία μας. Κι είναι ευνόητο: πώς σε μια καρδιά γεμάτη από το εγώ, το οποίο λειτουργεί πάντοτε με κατακτητικό τρόπο που δεν αφήνει τίποτε άλλο δίπλα του, θα μπορέσει να συνυπάρξει ή να ’βρει λίγο χώρο η χάρη του Θεού; «Εγώ» και «χάρη Θεού» είναι αντιθετικές πραγματικότητες, κατά τον αψευδή λόγο του Κυρίου, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν».

 Και η Εκκλησία μας έρχεται και μας παίρνει από το χέρι για να μας πάει σε βαθύτερα επίπεδα του εσωτερικού κόσμου του αγίου Σπυρίδωνα. Κυριάρχησε ο Χριστός μέσα στην καρδιά του αγίου εξορίζοντας τον νοσηρό εγωισμό του, έγινε δηλαδή «καταγώγιον θείου Πνεύματος», διότι «ἐγένετο ἔμπλεως ἀποστολικῆς διδασκαλίας» και  έζησε «δι’ ἐναρέτου πολιτείας». Να λοιπόν το «μυστικό» της πνευματικής ζωής του αγαπημένου αυτού αγίου: Στράφηκε με δύναμη ψυχής – ενισχυόμενος προφανώς από τη χάρη του Θεού – στην αληθινή εικόνα του Χριστού που κηρύσσει η αποστολική εκκλησιαστική παράδοση, και αγωνίστηκε, όση αυτώ δύναμις, να τηρήσει τις άγιες εντολές Εκείνου.  Αλήθεια πίστεως της Εκκλησίας και ενάρετη ζωή. Όπου υπάρχει η έφεση στα δύο αυτά, εκεί έχουμε Πνεύμα Θεού, εκεί έχουμε αγιότητα, εκεί λοιπόν κηρύσσεται ορθά ο Θεός και προσφέρονται ιάματα ψυχής και σώματος σε όλους τους ανθρώπους.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Σπυρίδων άκμασε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του μεγάλου και Κωνσταντίου του υιού του. Ήταν στον τρόπο απλός και στην καρδιά ταπεινός. Απαρχής ήταν ποιμένας προβάτων, έπειτα παντρεύτηκε και μετά τον θάνατο της γυναίκας του καταστάθηκε επίσκοπος. Τόσο πολύ του δόθηκε από τον Θεό η χάρη των ιαμάτων, ώστε τα θαύματα έγιναν γι’ αυτόν η επωνυμία του. Πράγματι: σε εποχή ξηρασίας έφερε βροχή, και πάλι εμπόδισε τη μεγάλη βροχή με την προσευχή του. Άλλη φορά, διέλυσε σχέδιο σιτοκαπήλων, που μελέτησαν να φέρουν πείνα, με το να πέσουν οι αποθήκες τους που είχαν το σιτάρι. Ένα φίδι το μετέβαλε σε χρυσάφι, που το έδωσε σε πτωχό.  Μετά το ξεπέρασμα της συμφοράς από τον πτωχό, πάλι το χρυσάφι το αποκατέστησε σε φίδι. Κράτησε επίσης ρεύματα ποταμών, ενώ μία πόρνη που τόλμησε να τον αγγίξει, αφού είπε τα σχετικά με τη ζωή της, την έπεισε  να εξομολογηθεί. Αυτούς που μεγαλοφρονούσαν για τη συλλογιστική τους δεινότητα τους έκλεισε το στόμα στη Σύνοδο της Νικαίας με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος. Και σε μια γυναίκα  που ζητούσε θησαυρό που είχε δώσει προς φύλαξη στην κόρη του αγίου, η οποία όμως είχε πεθάνει, πήγε στον τάφο της και την ρώτησε πού είχε κρύψει τα χρήματα, κι αφού το έμαθε, τα έδωσε στην κάτοχο  αυτών. Απάλλαξε επίσης  και τον βασιλιά Κωνστάντιο από μία ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε, ενώ ανάστησε και το παιδί μιας γυναίκας. Επιπλέον, έλεγξε και εκείνον που ήθελε από πλεονεξία να πάρει μία αίγα του, ενώ η αίγα πήγαινε πίσω προς τη μάνδρα της, θέλοντας να φύγει από εκείνον που την τραβούσε με τη βία. Όταν όμως πλήρωσε την τιμή της, έμεινε μαζί με τις άλλες που είχε αγοράσει ο άνθρωπος. Θεράπευσε μάλιστα και την αφωνία του Διακόνου, ο οποίος ενώ ήταν να πει μία μικρή ευχή, αυτός λόγω κενοδοξίας την έκανε μεγάλη, και αμέσως έχασε τη φωνή του. Στον άγιο φάνηκαν άγγελοι να τον υπηρετούν, λέγοντας «Και τω πνεύματί σου», όταν εκφωνούσε το «ειρήνη πάσι». Κι όταν άναψαν οι υπηρέτες λίγα φώτα με τα καντήλια, κάτι που έκανε τον όσιο να δυσανασχετήσει, εκείνοι έλεγαν ότι βρίσκονται λίγοι πιστοί στην Εκκλησία κι έτσι δεν χρειάζονται περισσότερα φώτα, φανερώθηκε όμως στον άγιο από τον Κύριο, ότι είχε θεατές περισσότερο αγγέλους που έψελναν μαζί του στις ευχές. Από την άλλη, ποιους δεν θα εκπλήξει το θαύμα της ξαφνικής ανάβλυσης λαδιού κατά τον εσπερινό, όταν λόγω ένδειάς του το φως ήταν λιγοστό; Από πρόγνωση θεϊκή, ανέφερε τα μέλλοντα σε πολλούς. Και τον επίσκοπο Τριφύλλιο, που στρεφόταν στα ωραία της ζωής αυτής, τον νουθέτησε και τον έπεισε να ποθεί τα μέλλοντα αγαθά. Και τη γυναίκα που είχε πέσει στο αμάρτημα της μοιχείας και δεν ήθελε να εξομολογηθεί το αμάρτημά της, προσπαθώντας μάλιστα να πείσει τον άντρα της κατά τη γέννα ότι το παιδί ήταν δικό του, μολονότι αυτός έλειπε στη θάλασσα είκοσι μήνες και συνεπώς δεν είχε σχέσεις μαζί της, την επιτίμησε και την παρέδωσε σε θάνατο. Κατά το θέρος, που έκαιγε ο ήλιος, η κεφαλή του αγίου φαινόταν γεμάτη από δροσιά, δείγμα ότι ο Θεός φανέρωνε την τιμή που θα γινόταν στο μέλλον σ’ αυτόν. Πόσο δε ήταν συμπαθής και γεμάτος αγάπη προς τους ανθρώπους, φανέρωσε αυτό που συνέβη με εκείνους που επιχείρησαν να κλέψουν τα δικά του πρόβατα. Διότι όχι μόνον τους απάλλαξε από αυτό που έπαθαν, που κρατήθηκαν ακίνητοι με αόρατο τρόπο, αλλά τους ελευθέρωσε, δίνοντάς τους και από ένα κριάρι, με την εξήγηση ότι δεν έπρεπε να θεωρηθεί μάταια η αγρύπνια τους. Ο άγιος Σπυρίδων λοιπόν αφού κατεύθυνε καλά το ποίμνιο που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, μετατάχθηκε στην πολιτεία και τη διαγωγή των αγγέλων. Τελείται δε η σύναξή του στο αποστολείο του Αγίου και κορυφαίου Πέτρου, που ήταν κοντά στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που εορτάσαμε τον μεγάλο άγιο, Νικόλαο τον θαυματουργό. Η θαυματουργία του, είχαμε τονίσει, αποτελούσε και αποτελεί την προσωνυμία του, δεδομένου ότι κάθε ένας που και μόνο θα επικαλεστεί το όνομά του, θα τον βρει πρόθυμο συμπαραστάτη του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον επίσης μεγάλο σημερινό άγιο, όπως άλλωστε αναφέρει και το συναξάρι του: «επωνυμίαν αυτώ γενέσθαι τα θαύματα». Ο Θεός τον θαυμάστωσε με το ίδιο χάρισμα, διότι αγάπησε με πάθος, όπως λέει ο υμνογράφος του, τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, γενόμενος έτσι δίοδος που φανερώνεται η Βασιλεία του Θεού. «Πληγώξηκες από τον πόθο του Χριστού, ιερώτατε, κι έγινες θυσιαστήριο του Θεού». Είναι τέτοιο το χάρισμα αυτό του αγίου, ώστε στο απολυτίκιό του ο υμνογράφος σ’ αυτό επικεντρώνει την προσοχή μας: «…και θαυματουργός (ανεδείχθης), θεοφόρε, Σπυρίδων, πατήρ ημών».

Ο άγιος δεν ανήκει στους διδασκάλους της Εκκλησίας, σε εκείνους δηλαδή, σαν τον άγιο Αθανάσιο, σαν τον άγιο Βασίλειο, σαν τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, που σε συγκεκριμένη κρίση που πέρασε αυτή λόγω κάποιας αίρεσης, φωτίστηκαν από τον Θεό για να δώσουν απάντηση. Ανήκει όμως στους Πατέρες της, που κύριο γνώρισμά τους έχουν την εμπειρία του Θεού και συνεπώς τη γνώση που δίνει αυτή η εμπειρία. Έτσι ο άγιος Σπυρίδων με αυτήν την εκ Θεού εμπειρική γνώση του – απόρροια της ορθής μετοχής του στην Αποστολική Παράδοση («αποστολικής διδασκαλίας γενόμενος έμπλεως») – μπόρεσε να συμβάλει και αυτός με τον δικό του απλό τρόπο στην υπέρβαση της κρίσης που προκαλούσε στην εποχή του ο Αρειανισμός. «Καταλαμπόμενος από το φως και τη δόξα του αγίου Πνεύματος, κατέστρεψε ο σοφός Ιεράρχης την τρέλλα του Αρείου. Γι’ αυτό, αφού δογμάτισε με απλό τρόπο και με πίστη την αγία Τριάδα, δοξάσθηκε από τους σοφούς και τους συνετούς Πατέρες, και έδωσε κύρος στη Σύνοδο».  Το περιστατικό στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο (325), που σηκώθηκε και έκανε θαύμα με ένα κεραμίδι, για να δείξει ότι η αγία Τριάδα είναι τρεις υποστάσεις αλλά έχει μία φύση ή ουσία, είναι γνωστό σε όλους. Ο λόγος του δηλαδή μπορεί να μην επαρκούσε με τη χρήση αποδεικτικών επιχειρημάτων, η αλήθεια όμως που ζούσε βρήκε τρόπο να εκφραστεί: το κεραμίδι ήταν ένα, αλλά αναλύθηκε στα εξ ων συνετέθη: το χώμα, το νερό, τη φωτιά που έψησε τον πηλό.

11 Δεκεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καί ἐκάλεσε πολλούς (Λουκ. 14, 16)

Προσκεκλημένος ο Κύριος μαζί με άλλους σε τραπέζι που έκανε πλούσιος Φαρισαίος, βρήκε την ευκαιρία αφενός να διδάξει τους παρόντες Ιουδαίους στο να επικεντρώνουν στην ουσία του Νόμου και όχι στην τυπική κατανόησή του, μέσω θαύματος που πραγματοποίησε ημέρα Σάββατο σ’ έναν υδρωπικό, αφετέρου να ελέγξει τον εγωισμό τους, ο οποίος εκφραζόταν με την εκζήτηση από αυτούς «των πρωτοκλισιών», των πρώτων θέσεων στα τραπέζια, με παράλληλο αποκλεισμό από αυτά όλων των πτωχών και καταφρονεμένων συνανθρώπων τους. Ένας από τους συνδαιτημόνες εξέφρασε τότε την άποψη πόσο ωραίο θα ήταν το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού, μαζί με τον Μεσσία και τους λοιπούς πατριάρχες του Ισραήλ. Και ο Κύριος απάντησε στην παρατήρηση με τη σημερινή παραβολή του μεγάλου Δείπνου. Η παραβολή λοιπόν αυτή συνιστά την απάντηση του Κυρίου σε κάτι που, κατά τους Ιουδαίους,  αναφέρεται στα έσχατα, εκεί που θα φανερωθεί η Βασιλεία του Θεού. «Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς».

1. Εξαρχής λοιπόν είναι κατανοητό ότι η παραβολή του μεγάλου Δείπνου ερμηνεύεται μέσα σε εσχατολογικά λεγόμενα πλαίσια, σ’ εκείνα δηλαδή τα πλαίσια που φανερώνουν τη Βασιλεία του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού είναι ένα στρωμένο τραπέζι. Με τη μόνη διαφορά ότι ο μεν Ιουδαίος που έδωσε την αφορμή αποδεχόταν το τραπέζι αυτό της Βασιλείας με τρόπο υλιστικό, ο δε Κύριος το ανάγει στην αληθινή του διάσταση, δηλαδή ότι έχει πνευματικό χαρακτήρα. Έτσι ο άνθρωπος που παραθέτει το τραπέζι είναι ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος καλεί τους ανθρώπους να μετάσχουν σ’ αυτό, να ενταχθούν δηλαδή στη Βασιλεία Του, συνεπώς να μετάσχουν στη ζωή Του – η μετοχή στον ίδιο τον Θεό είναι η ζωή της Βασιλείας. Η αναφορά σε Δείπνο και όχι σε άριστο, δηλαδή όχι σε ένα απλό γεύμα, δεν είναι τυχαία. Για τους Ιουδαίους εκείνο που είχε βαρύνουσα σημασία, εκείνο που είχε επισημότητα ήταν το Δείπνο, το βραδινό δηλαδή γεύμα, συνεπώς η παρομοίωση της Βασιλείας με Δείπνο δείχνει και τη σημασία που αποδίδει ο ίδιος ο Θεός στην κλήση σ’ αυτό. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει περαιτέρω ότι η Βασιλεία του Θεού έχει χαρμόσυνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι άνθρωποι καλούνται να μετάσχουν σε κάτι που από τη φύση του έχει το στοιχείο της κοινωνίας και της χαράς: να φάνε και να πιούνε. Κι είναι ευνόητο: η κλήση του Θεού είναι πάντοτε κλήση χαράς, διότι ο Ίδιος είναι η πηγή της. Κλήση μετοχής σ’  Αυτόν σημαίνει ο άνθρωπος να κοινωνήσει τη χαρά Του, να φύγει συνεπώς από οτιδήποτε έχει το στοιχείο της θλίψης που φέρνει κάθε τι αμαρτωλό.

2. Στο Δείπνο λοιπόν της Βασιλείας ο Κύριος κάλεσε πολλούς. Όχι όλους σε πρώτη φάση, διότι μέσα στο σχέδιο του Θεού, στην οικονομία Του, πρώτα κλήθηκαν οι Ιουδαίοι – αυτοί που θεωρούνταν ο εκλεκτός λαός Του – και έπειτα όλοι οι άλλοι. Και μάλιστα στους πρώτους αυτούς υπήρξε μία διπλή πρόσκληση: μία αρχική, για να  προετοιμαστούν, και μία τελική, για να ανταποκριθούν όταν όλα θα ήταν έτοιμα. Η αρχική πρόσκληση πραγματοποιήθηκε με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που κατά καιρούς στέλνονταν από τον Θεό, προκειμένου να κηρύξουν μετάνοια και να προετοιμάσουν το έδαφος για τον ερχομό του Μεσσία, ενώ η τελική με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε ως ο Μεσσίας, που φανέρωνε στο πρόσωπό Του αυτήν την Βασιλεία. Και ποιο το αποτέλεσμα; Η τελική πρόσκληση βρίσκει απροετοίμαστους τους επίσημους πρώτους προσκεκλημένους. Οι οποίοι με παιδαριώδεις δικαιολογίες – ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «προφάσεις εν αμαρτίαις» - αρνούνται την προσέλευσή τους, φανερώνοντας ότι η επιλογή και η προτεραιότητα της ζωής τους είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός από τη Βασιλεία του Θεού και το άγιο θέλημά Του.

3. Η απορριπτική στάση στην πρόσκληση του Κυρίου οδηγεί σε διπλή αντίδρασή Του: αφενός διαγράφει διαπαντός τη συμμετοχή των Ιουδαίων στο τραπέζι της Βασιλείας Του, εφόσον βεβαίως θα διατηρήσουν την ίδια στάση – «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» - αφετέρου επιταχύνει, θα λέγαμε, την κλήση στους απλούς και καταφρονεμένους Ιουδαίους, ώστε και αυτοί να μετάσχουν του Δείπνου, όπως και φέρνει σ’ αυτό και τους εκτός της πόλεως των Ιουδαίων, δηλαδή όλους τους εθνικούς και ειδωλολάτρες. Κι αυτό φαίνεται να είναι το αρχικό θέλημα του Θεού, διότι ο πόθος Του είναι «ίνα γεμισθή ο οίκος Του». Με άλλα λόγια στη Βασιλεία του Θεού είναι προσκεκλημένοι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκουν ή τη φυλή και το έθνος τους. Ο Θεός βεβαίως αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και η χαρά Του είναι ακριβώς η συμμετοχή όλων των ανθρώπων σε Αυτόν – αυτό που κήρυσσαν έκτοτε και οι απόστολοι, σαν τον απόστολο Παύλο που διακήρυσσε: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ  ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ∙ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού».

4. Το μεγάλο Δείπνο της παραβολής, ως το Δείπνο της Βασιλείας του Θεού, όπως είπαμε, στο οποίο οι άνθρωποι καλούνται να φάνε και πιούνε, παραπέμπει ασφαλώς σε αυτό που συνιστά τον πυρήνα της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία. Η ίδια η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του Χριστού  είναι η επί γης φανέρωση της Βασιλείας αυτής. Αφού ο Ίδιος ο Κύριος φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού, δεν μπορεί παρά και η Εκκλησία, το σώμα Του, να βρίσκεται στον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Συνεπώς αντιστοίχως κατανοείται και το τραπέζι της, η Θεία Ευχαριστία. Όλοι λοιπόν καλούνται σ’ αυτό το τραπέζι, να κοινωνήσουν το σώμα και το αίμα του Υιού του Θεού ως ανθρώπου, για να γίνουν σύσσωμοι και σύναιμοι με Εκείνον και μέτοχοι της χαράς Του. Πόσοι όμως από τους χριστιανούς είναι έτοιμοι να αποδεχθούν την κλήση αυτή; Το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», λεγόμενο από τον Κύριο διά χειλέων του ιερέως, συναντά ή απουσιάζοντα ώτα χριστιανών, ή κεκλεισμένα  τις περισσότερες φορές από «προφάσεις εν αμαρτίαις». Η παραβολή αυτή του Κυρίου δηλαδή βιώνεται και επιβεβαιώνεται καθημερινά, όπου υπάρχει Εκκλησία και όσο θα ζει με τον τρόπο του Χριστού. Και από την άποψη αυτή το «ερωτώ σε, έχε με παρητημένον» των αρνητών της πρόσκλησης του Δείπνου γίνεται έμπρακτη άρνηση και πρόφαση δικαιολογίας και από εμάς τους χριστιανούς, κάτι που σημαίνει ότι η στάση μας αυτή καθρεπτίζει και την εδώ –στον κόσμο τούτο σχέση μας με τον Χριστό, και την μελλοντική, αν συνεχίζουμε βεβαίως την ίδια τακτική. Τα λόγια πάντως του Κυρίου: «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» συνιστούν τη σαφή προειδοποίησή Του.

Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου λέγεται λίγες σχετικά ημέρες προ της εορτής των Χριστουγέννων. Η Εκκλησία μας επίτηδες την θέτει σ’ αυτό το χρονικό σημείο, για να δείξει ότι αν δεν γίνουμε κι εμείς έτοιμοι προς μετοχή στο τραπέζι της Βασιλείας Του, τη Θεία Ευχαριστία εν προκειμένω, δεν υπάρχει περίπτωση να εορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, ως γέννηση του Χριστού στις καρδιές μας. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι δεν αρκεί να καθίσει κανείς στο τραπέζι της Βασιλείας, αλλά να έχει και το κατάλληλο ένδυμα: την όσο το δυνατόν καθαρή ψυχή του, λουσμένη στα δάκρυα της μετανοίας του. Τότε πράγματι θα δει ότι όχι μόνο θα φάει και θα πιει τον προσφερόμενο «εκ του ουρανού καταβάντα άρτον», αλλά θα έχει και τον Ίδιο τον οικοδεσπότη να τον διακονεί, κατά την αψευδή διαβεβαίωση του Κυρίου: «περιζώσεται και  ανακλινεί αυτούς και παρελθών διακονήσει αυτοίς».