25 Δεκεμβρίου 2021

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΞ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΑΠΑΝΤΗΣΑΤΕ!»

Η κάθοδος του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι γεγονός. Εκείνος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», φανερώνοντας την άπειρη αγάπη Του και την άβυσσο της ταπείνωσής Του. Δεν ζούμε πια την προσδοκία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης – ό,τι εν Πνεύματι οραματίζονταν για τις μελλοντικές γενιές. Εμείς είμαστε οι μελλοντικές γενιές, από τη στιγμή που ήρθε ο ενανθρωπήσας Θεός, εμείς ζούμε στο εδώ και το τώρα, μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, το μυστήριο της παρουσίας Του, που θα πει την εύρεση του Παραδείσου ως εκ νέου ανοίγματος της Βασιλείας του Θεού. Κι αυτό θα πει ότι ζούμε, μπορούμε και ζούμε πια, τη θέρμη της αγκαλιάς του Θεού μας, την απειρία της αγάπης Του, αλλά με επίγνωση και συναίσθηση.

Πριν από τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, ο άνθρωπος κείμενος εν τω Πονηρώ λόγω της ανταρσίας του απέναντι στον Δημιουργό του, είχε χάσει τη δυνατότητα ζωής με συνείδηση της αγάπης Του – ζούσε μέσα στην ενέργεια της αγάπης αυτής που τον διακρατούσε στην ύπαρξη αλλά χωρίς, όπως είπαμε, επίγνωση. Η ζωή του ήταν μία μη ζωή, μία πορεία μέσα στο σκότος, με αναλαμπές νοσταλγίας για κάτι βαθύ που του έλειπε και θα του έδινε αληθινό νόημα. Από τη στιγμή όμως που ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και εξαπέστειλε ο Θεός τον Υιό Αυτού να γεννηθεί από μία γυναίκα ως άνθρωπος – όπως το είχε προαναγγείλει ήδη απαρχής της πτώσεως στους πρωτοπλάστους (πρωτευαγγέλιο) και το επανελάμβανε μέσω των προφητών Του στην πρώτη αποκάλυψή Του στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης – ο άνθρωπος και πάλι βρίσκει το αληθινό του πρόσωπο: ο Χριστός τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, του καθαρίζει τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού, του ανοίγει και πάλι την οδό της υιοθεσίας του από τον Θεό. «Άνθρωπος γίνεται ο Θεός, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό».

Οπότε, ανοίγονται και πάλι οι οφθαλμοί του ανθρώπου, τα μάτια του μπορούν να δουν και πάλι «τα μάτια» του Δημιουργού του, η ύπαρξή του μπορεί να αισθανθεί και να νιώσει τη θυσιαστική αγάπη του Πατέρα απέναντί του – οι κτύποι της δικής του καρδιάς συντονισμένοι με τους κτύπους της «καρδιάς» Εκείνου!  Αυτό δεν αποκαλύπτει ο ίδιος ο Κύριος;  «Όπως με αγάπησε ο Θεός Πατέρας σάς αγάπησα κι εγώ. Μείνατε μέσα στην αγάπη μου αυτή» - ο ερχομός Του, η γέννα Του, είναι η πιο δραστική παρουσία της αληθινής αγάπης στον κόσμο. Η εμπειρία επ’ αυτού του αποστόλου Παύλου είναι μοναδική: «Αυτό που τώρα ζω ως άνθρωπος είναι η πίστη μου στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

Ο Χριστός λοιπόν ήλθε «εξ Ουρανών» φέρνοντας και ως άνθρωπος όλες τις ευλογίες του Θεού, τη θέωση του ανθρώπου! Μα σε όλα αυτά επίμονα έρχεται στο προσκήνιο η λέξη «απαντήσατε»! Ο Θεός προσφέρεται κατά τρόπο απόλυτο και χωρίς κρατούμενα. Μα είναι Θεός που ζητάει «συνεργούς» και όχι δουλικά ή μηχανές. Απαιτείται και η δική μας συγκατάθεση στην αποδοχή των δωρεών Του – η δική Του κίνηση θέτει σε κίνηση και τη δική μας ολιγωρία και ακηδία. Να κάνουμε τι; Να σπεύσουμε προς συνάντησή Του. Αν δεν υπάρξει η σπουδή αυτή από πλευράς μας, η δική Του αγάπη μένει «μετέωρη», ένα δώρο που δεν υπάρχει το χέρι για να το αποδεχτεί – η μεγαλύτερη «προσβολή» στον δωρεοδότη: η ίδια η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος! Και το περιεχόμενο της «απαντήσεως» του Θεού, της συνάντησης στον ερχομό Του, τη δίνει ο Ίδιος και τη βλέπουμε και στην παραπάνω μαρτυρία του αποστόλου του: να αποδεχτούμε τον λόγο Του, να Τον πιστέψουμε, να επιμείνουμε και εμείς στην πίστη του Παύλου, να περπατάμε τη ζωή μας πάνω στις άγιες εντολές Του.

24 Δεκεμβρίου 2021

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2021 ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Τέκνα μου ἀγαπητὰ καὶ πεφιλημένα,

Ἀντηχοῦν οἱ χαρμόσυνες ψαλμωδίες πού ὑμνοῦν τό τρισμέγιστο μυστήριο τῆς Σάρκωσης τοῦ ἀπείρου Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει. Γιορτάζει γιατί «ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό κατά χάριν» (Μ. Ἀθανάσιος). Αὐτό πρέπει νά τό συνειδητοποιήσουμε ὅλοι. Ὁ Θεός δεν ἔγινε ἄνθρωπος ἀπλῶς γιά νά μᾶς διδάξει τήν ταπείνωση, τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν ἰσότητα, τήν ἀδελφωσύνη ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀλλά γιά νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά τήν γιατρέψει καί νά τήν ἁγιάσει. «Τό γάρ ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).

Ὁ τρόπος καί ὁ τόπος τῆς Σάρκωσης τοῦ Θεοῦ, ἐκπέμπουν ὁρισμέ­να μηνύματα στήν ἀνθρωπότητα, μηνύματα πού ἀφοροῦν θεμελιώδη προβλήματα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Συγκεκριμένα:

Τά Χριστούγεννα εἶναι μήνυμα ταπείνωσης: Κανένας ἔνδοξος καί ἰσχυρός δέν γεννήθηκε ποτέ σ’ ἕνα σταῦλο μιᾶς ἀσήμαντης πόλης, στό σκοτάδι μιᾶς παγερῆς νύχτας, στή φάτνη τῶν ἀλόγων. Ὅταν γεννήθη­κε, Τόν προσκύνησαν οἱ ταπεινοί ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, κι ἀργότερα, βρῆκε στό πρόσωπο ἀπλοϊκῶν ψαράδων τῆς Γαλιλαίας τούς Ἀποστό­λους τῆς Ἐκκλησίας Του.

Τά Χριστούγεννα εἶναι ἐπίσης μήνυμα ἀγάπης καί εὐεργεσίας, καί μάλιστα πρός παρανόμους καί ἀγνώμονες. Τό μεσότοιχο τῆς ἔχθρας πού μᾶς χώριζε ἀπό τό Θεό διαρρήγνυται, ὄχι γιατί ἐμεῖς πού τό ὑψώσα­με θελήσαμε μέ τήν μετάνοια νά ἐξιλεωθοῦμε ἀπέναντί Του, ἀλλά γιατί ὁ Δημιουργός Πατέρας μας καί ἀναμάρτητος Εὐεργέτης μας ἀφήνει τό θρόνο καί τήν πορφύρα τῆς Θεότητας γιά νά περιβληθεῖ τά ράκη τῆς ἀνθρωπότητας, ξαπλώνοντας, πάνω στ’ ἄχυρα τῆς ταπεινῆς φάτνης. Ὁ ἀδικημένος ἄρχοντας ὄχι ἀπλῶς τείνει πρῶτος τό χέρι τῆς συνδιαλλαγῆς καί τής ἀγάπης στούς φταίχτες καί ἄδικους, ἀλλά ἔρχεται καί παραδίδει τόν ἴδιο Του τόν Ἑαυτό σάν ἐξι­λαστήριο θύμα γιά τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς δείχνει τό ὕψος τῆς ἀγάπης Του πού ἔφτασε «μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. β’ 8).

Τά Χριστούγεννα εἶναι μήνυμα ἐναντίον κάθε ἰδεαλισμοῦ. Ὁ ἰδεα­λισμός ἀπεχθάνεται τήν ὕλη. Μόνο τό πνεῦμα ἔχει γι’ αὐτόν ἀξία Γι’ αὐτό ἡ φράση «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» (Ἰω. α΄ 14), εἶναι ἀδιανόητη γιά τόν ἰδεαλισμό. Τό δόγμα τῆς Σάρκωσης εἶναι κατάφαση τῆς ὕλης. Ὁ Χριστός δέν εἶναι ἐναντίον τῆς σάρκας, ἀλλά ἐναντίον τοῦ ἁμαρτωλοῦ της φρονήματος. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἐναντίον τῆς ὕλης, γιατί ἡ ὕλη εἶναι δημιούργημα τοῦ πανάγαθου Θεοῦ πού δέν κάνει ἀπό τή φύση Του τίποτα κακό. Δεν εἶναι ἐπίσης ἐναντίον τῆς ὕλης, γιατί τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη σάρκα τήν φόρεσε ὁ Θεός μέ τή Σάρκωσή του.

Τά Χριστούγεννα εἶναι ὅμως καί μήνυμα ἐναντίον κάθε ὑλισμοῦ. Ὁ Χριστιανισμός καταφάσκει τήν ὕλη χωρίς νά δέχεται τήν θεοποίησή της. Ἡ ζωή μας εἶναι ὑπέρβαση τοῦ παρόντος πρός τήν ἐρχόμενη Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά διά τοῦ παρόντος καί μέσα στό παρόν. Ὕστερα, ἡ Χριστιανική ἱεράρχηση τῶν πνευματικῶν ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν γίνεται κατανοητή ὅταν λάβουμε ὑπ’ ὄψη ὅτι «πνευματικός» στή χριστιανική ὁρολογία δεν εἶναι λέξη ἰσότιμη μέ τό ἰδεαλιστικός, ἀλλά ἔχει τήν ἔννοια αὐτοῦ πού ἔχει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τά Χριστούγεννα εἶναι μήνυμα ἐναντίον κάθε γνωστικισμοῦ. Γιατί τά γνωστικά συστήματα ζητοῦν νά σώσουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου σ’ ἕνα ἄλλο κόσμο. Ὁ Χριστός ὅμως ἦρθε καί ἔσωσε καί θέωσε ὄχι μόνο τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἐδῶ, σ’αυτό τόν κόσμο, καί στή συνέχεια στήν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό προσέλαβε τή σάρκα τοῦ ἀνθρώπου καί γι’ αὐτό πιστεύουμε στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων πρίν ἀπό τήν Κρίση· γιατί ὁ «ἄνθρωπος» δέν εἶναι μόνο ἡ ψυχή ἀλλά καί τό σῶμα του. Γι’ αὐτό καί θά κριθεῖ σάν ἑνιαία ψυχοσωματική ὀντότητα γιά ὅ,τι ἅγιο ἤ ἁμαρτωλό ἄχει κάνει. Ὁ Χριστιανός ἐπίσης ἔχει νά ἐκπληρώσει τήν ἀποστολή του σ’ αὐτό τόν κόσμο. Γιατί ὁ κόσμος αὐτός θά ὑπάρχει καί μετά τήν Δευτέρα Παρουσία· μεταμορφωμένος βέβαια: «Καινή γῆ καί καινός οὐρανός» (Β’ Πέτρ. γ΄’13). Ἡ μεταμόρφωση ὅμως ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ καί ἀπό τώρα. Ἡ ὁριστική κατάλυση τοῦ κράτους τοῦ Σατανᾶ θά ἐπιτευχθεῖ μέ τήν ἔλευση τῆς Δευτέρας Παρουσίας· ὁ περιορισμός του ὅμως εἶναι μέλημα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν νῦν αἰώνα.

 Ὅταν ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, στόν κόσμο ὑπῆρχαν δύο βασι­κές φιλοσοφίες: (α΄) ἡ τοῦ Στωϊκισμοῦ καί (β΄) ἡ τοῦ Γνωστικισμοῦ. Ὁ πρῶτος ἔλεγε: «Ὁ κόσμος, ὅπως τόν βλέπουμε, εἶναι καλός καί δέν χρειάζεται καμμιά ἀλλαγή. Δέν μένει στόν ἄνθρωπο παρά νά τόν ζήσει ὅπως τόν βρίσκει». Ὁ γνωστικισμός, ἀντίθετα, ἔλεγε: «Ὁ κόσμος πού ζοῦμε εἶναι ἀπόλυτα διεστραμμένος. Ἀλλά κάθε προσπάθεια γιά νά τόν ἀλλάξουμε εἶναι μάταιη. Γι’ αὐτό, τό μόνο πού μᾶς μένει εἶναι νά γνω­ρίζουμε τίς μαγικές μεθόδους πού θά μᾶς ὁδηγήσουν μέ ἀσφάλεια, μεταθανάτια, στή λύτρωση σ’ ἕνα ἄλλο κόσμο».

 Ἀπέναντι στά δυό αὐτά φιλοσοφικά ρεύματα, ὁ Κύριος τήρησε μιά ὁλότελα ριζοσπαστική στάση. Εἶπε συγκεκριμμένα: «ὁ κόσμος πού ζοῦμε εἶναι πράγματι διεστραμμένος. Ἀλλά ἡ λύτρωση δέν εἶναι ἄσχε­τη μ’ αὐτό τόν κόσμο. Ἀντίθετα, ἀρχίζει ἐδῶ καί τώρα,_καί συνεχίζεται καί ὁλοκληρώνεται στήν αἰωνιότητα». «Αὐτοί πού δέν εἶδαν τόν Χριστό σ’ αὐτή τήν ζωή, δέν θά τόν γνωρίσουν οὔτε στήν ἄλλη», λέγει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος. Οὔτε καί προσφέρεται στό Χριστιανισμό ἡ Λύτρωση σάν γνώση ἤ καί με τρόπο μαγικό, ἀλλά σάν δῶρο τῆς Θείας Χάρης σ’ αὐτούς πού ἀγωνιοῦν γιά τή σωτηρία τους καί κάνουν τόν ἀνάλογο ἀγώνα.

 Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι μήνυμα χαρᾶς. Ὁ Χριστός δέν μᾶς ἀφήνει νά λυγίσουμε μέσα στή θλίψη. Ἦλθε νά μείνει γιά πάντα μαζί μας. Κι ἄν ὅλοι μᾶς ἐγκαταλείψουν, στή μοναξιά μας δέν εἴμαστε μόνοι. Γι’ αὐτό ὁ ἁγιασμένος πιστός, ὅσο καί νά πειράζεται ἤ καί νά πονεῖ, δέν ἀπελπίζεται καί δέν ἔρχεται σέ ἀπόγνωση, γιατί ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στήν πορεία τῆς ζωῆς του. Ὕστερα, ὁ Χρι­στιανός, δέν μπορεῖ νά ξεκουράζεται στήν πολυθρόνα γιατί ἀναπαύεται μονάχα στό Σταυρό, γιατί μόνο ἀπό τό Σταυρό μπορεῖ νά βλέπει νά ὑποθρώσκει τό φῶς τῆς Ἀνάστασης.

 Τά Χριστούγεννα εἶναι ἀκόμη μήνυμα ἐλευθερίας γιατί ὁ Θεός παίρ­νει μορφή δούλου γιά νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τοῦ Σατανᾶ, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Ἡ ἁμαρτία ἀπό Χριστιανική ἄποψη (μέ τό γκρέμισμα τοῦ μεσότοιχου πού χώριζε τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό καί πού ἐπιτεύχθηκε μέ τή Σάρκωση, τό σωτηριῶδες ἔργο, τή Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου) δέν εἶναι ἕνα ἀνέκκλητο βάρος, ὅπως ἦταν ἡ «μοίρα» στούς ἀρχαίους Ἕλληνες καί Ρωμαίους, ἀλλά μπορεῖ νά ἐπανορθωθεῖ μέ τήν προσφυγή στό Σωτήρα, προσφυγή τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά πραγματοποιήσει ἤ ὄχι. Ἄλλωστε, «ὅπου τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ καί ἡ ἐλευθερία» (Β΄Κορ. γ΄ 17).

 Τά Χριστούγεννα εἶναι, ἀκόμα, μήνυμα εἰρήνης. Ὄχι ὅμως εἰρήνης πού εἶναι καρπός τοῦ συμβιβασμοῦ καί τῆς προδοσίας τοῦ Θεανθρώ­που, ἀλλά εἰρήνης πού ἔρχεται μέ τή θανάτωση τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τοῦ «κόσμου» καί τῶν ἐπιθυμιῶν του. Διαφορετικά, «κρεῖσσον ἐπαινετός πόλεμος, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ». «Ἔστι γάρ καί κακή ὁμόνοια καί καλή διαφωνία», μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Συχνά ξεχνοῦμε «ἴσως γιατί ἔτσι μᾶς βολεύει καλύτερα» ὅτι εἶναι ὁ Κύριος πού εἶπε: «Μή νομίσατε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν · οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλά μάχαιραν» (Ματθ. ι΄ 34), καί προτιμοῦμε ἕνα «γλυκύν Ἰησοῦν» πού δίδασκε τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» σάν ἕνα κοινωνικό καθωσπρεπισμό ἐνῶ περιδιάβαζε στίς ρομαντικές ἀκρογιαλιές τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας, ἀπό τόν Κύριο τῆς Δόξης, τόν ἐρχόμενον ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον ἐν δικαιοσύνῃ καί ἀληθείᾳ.

 Τά Χριστούγεννα εἶναι ἐπίσης μήνυμα εὐτυχίας. Γιατί ἡ εὐτυχία, ἀπό Χριστιανικῆς ἀπόψεως, σημαίνει νά ἔχεις μιά ἀποστολή στόν κόσμο. Καί μέσα στήν ἀποστολή βρίσκεις τή χαρά. Εὐτυχία δέν σημαίνει νά ζεῖς ὅμορφα, ἀλλά νά ἀγωνίζεσαι νά ὁμορφίζεις τόν κόσμο μέσα σου καί γύρω σου. Πρῶτα μέσα σου βέβαια κι ὕστερα γύρω σου. Γιατί, «ἄν δέν καθαρθεῖς, δέν μπορεῖς νά καθαρίσεις· κι ἄν δέν φωτιστεῖς, δέν μπορεῖς νά φωτίσεις» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Κι ὕστερα, εἶναι φανε­ρό πώς εἶναι ὑποκρισία νά θέλεις νά φωτίσεις τούς ἄλλους ἑνῶ ἐσύ εἶσαι σκοτισμένος· κι ἐπί πλέον ὅτι εἶναι ὑπεκφυγή τῶν εὐθυνῶν μας καί κατάφαση στόν ἐγωϊσμό μας νά βλέπουμε τό κακό στίς δομές, στή συγκρότηση τῆς κοινωνίας καί στους συνανθρώπους μας καί ποτέ στόν ἑαυτό μας. Ἔπειτα, ἡ εὐτυχία δέν εἶναι ξένη μέ τόν πόνο. Ὁ πόνος ἀνήκει στην ζωή. Οἱ Χριστιανοί δέν μποροῦν νά τόν ἀποφύγουν. Δια­φέρουν ὅμως ἀπό τόν τρόπο πού τόν ἀντιμετωπίζουν. Ὁ πόνος εἶναι λυτρωτικός γιά τόν πιστό γιατί τοῦ θυμίζει τά μέτρα του, τά ὅριά του, τίς ἀνάγκες του καί τό σκοπό γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε. Ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη εἶναι πόνος. Γιατί εἶναι δόσιμο στό Θεό καί στόν ἀδελφό μας.

Τά Χριστούγεννα εἶναι μήνυμα ἀθανασίας. Μήνυμα ὅτι ὁ Θεός παρεμβαίνει στό χρόνο γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν φυλακή τοῦ χωροχρόνου. Ὁ πανταχού παρών καί αἰώνιος χωρεῖται στή μήτρα τῆς Παρθένου σέ δεδομένη χρονική στιγμή τῆς ἱστορίας, γιά νά μᾶς δώσει τή δυνατότητα προσωπικῆς σχέσης μαζί Του. Δίχως τό Θεό ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο προσδιοριζόμενο ἀπόλυτα ἀπό τό χρόνο καί δουλωμένο στόν τόπο, γίνεται μιά συγκεκριμμένη μονάδα παρα­γωγῆς καί μετρημένη διάρκεια κατανάλωσης. Ἡ ἀνθρώπινη ζωή γίνε­ται ὀκτάωρο, περιορισμένες χρονικές διαφυγές ψυχαγωγίας, ἐτήσιο εἰσόδημα καί ἐτήσιες δαπάνες, συντάξιμα χρόνια καί τελικά δυό ἡμερο­μηνίες: γέννησης καί ταφῆς. Ἀντίθετα, μέ τόν Χριστό, τό αἰώνιο μπῆκε στό χρόνο γιά νά μᾶς ἀνοίξει τήν πόρτα τής αἰωνιότητας· ἔτσι, χάρη σ’ Αὐτόν, ὁ χρόνος γίνετα εἰσαγωγή κι ὁ χῶρος προθάλαμος τῆς αἰωνιότητας.

Τά Χριστούγεννα, ἀκόμη, φέρνουν τό μήνυμα ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἄξενος γιά τόν Χριστό καί γιά ὅσους θέλησαν ἤ θά θελήσουν νά Τόν ἀκολουθήσουν. Ὁ Χριστός ἦρθε κι ἔφυγε ξένος ὄχι γιατί τό θέλησε νά ζήσει ἔτσι, ἀλλά γιατί ὁ κόσμος Τόν μίσησε καί στάθηκε ἄξενος ἀπέ­ναντι Του. Ἡ πορεία τοῦ Χριστοῦ στήν ἱστορία ἀρχίζει ἀπό τή φάτνη, ἑνός σταύλου (πού βρῆκε σάν μοναδικό κατάλυμα γιά νά γεννηθεῖ), καί τελειώνει μέ τό Σταυρό καί τό μνημεῖο τό κενό πού φύλαγε ἡ κουστω­δία Ἡ εὐτυχία, ὅπως τήν καταλαβαίνει ὁ κόσμος, εἶναι μιά μαζοχιστική ἡδονή στήν αὐτοκαταστροφή του, μιά ἡδονή στήν ἁμαρτωλότητα, γι’ αὐτό καί πολέμησε τόν Χριστό καί καταδιώκει τούς Ἁγίους Του. Γι’ αὐτό κι ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ νά μή συμβιβαζόμαστε μέ τόν κόσμο, ἄσχετα μέ τίς συνέπειες. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θέλει νά ἀπλωθεῖ σ’ αὐτό τόν κόσμο, ἀλλά δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά γίνει συμφυρμός τοῦ κόσμου μέ τόν Χριστό καί τούς μαθητάς Του.

 Δέν μπορεῖ τέλος, νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ πίστη στή Σάρκωση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τή σάρκωση τοῦ Λόγου στήν ὕπαρξή μας. Γιατί ἡ  Χριστιανική ἠθική (ὁ Χριστιανικός τρόπος ζωῆς), δέν εἶναι παρά ὁ ἀντικατοπτρισμός τοῦ δόγματος (δηλ. τῆς πίστης μας), στήν καθημερινή, προσωπική, οἰκογενειακή, σχολική, κοινωνική καί ἐθνική μας ζωή. Μέ ἄλλα λόγια, πρέπει νά ζήσουμε ὅπως ἔζησε ὁ Κύριος. Προσωπική βίωση τῆς Σάρκωσης. Ἡ ζωή καί ἡ ὕπαρξή μας νά μαρτυρᾶ ὅτι πιστεύουμε στήν ὕπαρξη καί στή Σάρκωση τοῦ Θείου Λόγου.

 Εὐχόμεθα πατρικῶς ὁ Θεός τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης, ὁ Θεός μας, να πλημμυρίσει καί τή δική μας ψηχή μέ θεϊκό ἔρωτα ὥστε νά βροῦμε τή δύναμη νά μετανοήσουμε, δηλαδή νά ἀλλάξουμε νοοτροπία, καί  νά ἑνωθοῦμε διά τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, τῶν ἁγίων μυστηρίων, τῆς λατρευτικῆς ζωῆς, καί τοῦ «χοράρχη τῶν ἀρετῶν» (Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς), τῆς προσευχῆς, μέ τόν Σαρκωθέντα καί Ἀναστάντα Χριστό καί Θεό μας.

 Εἴθε τά φετεινά Χριστούγεννα νά γίνουν γιά ὅλους μας ἀπαρχή μιᾶς τέτοιας μετάνοιας.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ! 

Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΙ ΑΥΤΑ…

Έντονα ζούσε τα Χριστούγεννα

ο υμνογράφος Ιωσήφ, που για μελάνι

βούταγε μες στης καρδιάς το αίμα.

Γιατί το «δόγμα» αφήνοντας, βρέφος

το νεογέννητο το πήρε απ’ τη φάτνη

και το απόθεσε γλυκά στης Μάνας Του

την αγκαλιά π’ από χαρά σκιρτούσε.

Κι η Μάνα και Παρθένος Γιο Θεού

μ’ άφατο πόθο σφίγγοντας μες στο στήθος

Τον γέμισε με δάκρυα κι αμέτρητα φιλιά.

Και μες στο θάμβος η Μοναδική τούτο

μονολογούσε: «Σπλάχνο μου και Πατέρα μου,

σαν όπως πρώτ’ αγνή και μετά Γέννηση,

την άπειρη Σού προσκυνώ Αγάπη και Ισχύ

μες σε μυστήριο αχλής που έδειξες σε μένα».

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Α

Με τον χρωστήρα του ζωγράφου και με τον κάλαμο του υμνογράφου

Μεγαλειώδης η θεολογία της βυζαντινής εικόνας της Γεννήσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όλα τονίζουν το βάθος των γεγονότων, όλα μηνύουν το ποιος είναι ο τεχθείς, ποια η θέση της Υπεραγίας Θεοτόκου ή  του αγίου Ιωσήφ του μνήστορος, ποια η στάση των αγγέλων και των ανθρώπων (των απλών ποιμένων της Βηθλεέμ αλλά και των αναζητητών της αλήθειας μάγων-αστρονόμων της μακρινής Περσίας), ποια η μετοχή στο υπερφυές γεγονός της ίδιας της φύσεως. Με κεντρικό σημείο βεβαίως την Παναγία: να στέκει, ανακλιμένη ή προσκυνούσα, και ν’ απορεί για το μυστήριο της άπειρης συγκατάβασης του Υιού και Λόγου του Θεού που έγινε δι’ Αυτής άνθρωπος, αδυνατώντας να αγγίξει τον επί λάρνακας κείμενο Υιό Της. Η εικόνα μάς διδάσκει ό,τι σαλπίζει ο παιάνας: «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε∙ Χριστός ἐξ Οὐρανῶν, ἀπαντήσατε∙ Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε..».  

Αλλά μεγαλειώδης και η υμνολογία (διά καλάμου αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου) της Εορτής, που ήδη προεορτίως μας καθοδηγεί στις μυστικές διαστάσεις της Γεννήσεως του Θεού ως ανθρώπου – κάποιες φορές διαφορετικά απ’ ό,τι ο χρωστήρας του αγιογράφου. Τι εννοούμε; Λίγο πλάι από το θείο βρέφος η Μάνα Παναγία (στην εικόνα). Μέσα στην αγκαλιά της Μάνας Παναγίας το θείο βρέφος (στους ύμνους), δεχόμενο τους κατασπασμούς της μητρικής στοργής. Ακούμε αίφνης στον οίκο του κοντακίου της 21ης Δεκεμβρίου: «Κρατώντας η Παρθένος μέσα στην αγκαλιά Της τον Υιό του Θεού και καταφιλώντας Τον με μητρικούς ασπασμούς έλεγε... Γι’  αυτό και χαίρομαι κρατώντας στην αγκαλιά τον Υιό του Θεού».

Ο χρωστήρας του ζωγράφου δεν αναιρεί βεβαίως τον κάλαμο του υμνογράφου κι ο κάλαμος του υμνογράφου δεν αναιρεί τον χρωστήρα του ζωγράφου. Απλά ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Πόσο όμως μεγαλείο κι αλήθεια κρύβει η «ανθρώπινη» προσέγγιση του αγίου υμνογράφου (του Ιωσήφ του συναισθηματικού και παρακλητικού, κατά τον αγαπημένο άγιο Πορφύριο) – η Μάνα Παναγία με τον Χριστό στην αγκαλιά Της, καθώς Τον «πνίγει» μέσα στα φιλιά της! Ο Κύριος της δόξας δέχτηκε όχι μόνο την πνευματική αγάπη του αγιότερου πλάσματός Του, της πάναγνης κόρης της Ναζαρέτ, με την απόλυτη υπακοή Της στο θέλημά Του, αλλά και την ανθρώπινη αγάπη της μάνας απέναντι στο βλαστάρι της! Το ανθρώπινο του Κυρίου τρέφεται πέρα από το γάλα της Μάνας και από τη στοργική αγκαλιά Της και τους κατασπασμούς Της.

Και μας συγκινεί ιδίως το δεύτερο, όχι για λόγους συναισθηματικούς πρωτίστως, αλλά για λόγους πνευματικούς. Διότι κατά την υπόσχεση του Κυρίου ο πιστός καλείται να στέκεται απέναντι στον Δημιουργό Του κι απέναντι στην άπειρη αγάπη Του όπως και η Παναγία, καλύτερα: να γίνεται και ο ίδιος μία Παναγία αν θέλει να είναι χριστιανός – να έχουμε τον Χριστό στην αγκαλιά μας και να μπορούμε να Τον κατασπαζόμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγμή! Πώς; Τα ίδια τα λόγια του Κυρίου μάς καθοδηγούν: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν Αὐτῶ», «ὁ τηρῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν τῶ Θεῶ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῶ», ο ακόμη πιο άμεσος στον παραπάνω προβληματισμό λόγος Του «τίς ἐστιν μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου; Πᾶς ὁ ἀκούων τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τηρῶν αὐτόν ἐκεῖνος μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μού ἐστιν». Την ώρα που σπεύδουμε να τηρήσουμε τις εντολές του Κυρίου, κοινωνώντας διά της αγάπης, πνευματικά και μυστηριακά, Θεό και συνάνθρωπο, εκείνη την ώρα πραγματοποιούμε τη μεγαλειώδη υπόσχεση και προοπτική: σαρκώνουμε τον Κύριο μέσα στην ύπαρξή μας και γινόμαστε και εμείς Παναγίες. Τότε, όπως καταλαβαίνουμε δεν γιορτάζουμε απλώς Χριστούγεννα. Γινόμαστε οι ίδιοι Χριστούγεννα.

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΓΕΝΙΑ

 «Ως ευσεβής κλάδος ευγενούς ρίζας βγήκε η Ευγενία, η δόξα του γένους της. Γεννήθηκε στην παλαιά πόλη της Ρώμης και ο πατέρας της έλαβε την τιμή από τον βασιλιά να γίνει έπαρχος της Αλεξανδρείας, οπότε πήγε εκεί μαζί με την Ευγενία και τη σύζυγό του. Η Ευγενία κάποια στιγμή έφυγε κρυφά νύκτα μαζί με δύο υπηρέτες και πήγε σε κάποιον από τους επισκόπους, με εμφάνιση άνδρα, κι αφού βαπτίστηκε και έγινε χριστιανή, κάρηκε μοναχή, παίρνοντας το όνομα Ευγένιος. Πήγε λοιπόν γρήγορα το πρωί σε μοναστήρι και εξάσκησε εκεί κάθε αρετή με ασκητικούς κόπους και αγώνες και με αγρυπνίες. Τόσο πολύ έλαμψε στη Μονή, σαν μεγάλος ήλιος, ώστε όταν ο προεστώς της Μονής έφυγε από τη ζωή αυτή, οι αδελφοί τον παρακαλούσαν να αναλάβει αυτός την ευθύνη και την προστασία της. Η αγία, που φαινόταν ως μοναχός Ευγένιος, συμφώνησε, χωρίς να το θέλει, από τη βία του πόθου και των παρακλήσεων των μοναχών, και έτσι ο Ευγένιος αναδείχτηκε σε όλους λαμπρότατος και μέγας στην πράξη και όχι στα λόγια. Η ασκητική αυτή πράξη του, που είναι ο δρόμος για τη μοναδική θεωρία του Θεού, τράβηξε όλους κατά παράδοξο τρόπο, όπως τραβάει ο μαγνήτης το σίδερο, ώστε όλοι να απολαμβάνουν στο πρόσωπό του την ιδέα του καλού. Μία μοναχή όμως, Μελανθία στο όνομα και στην ψυχή, που ζούσε με κοσμικό φρόνημα – αλλοίμονο για την ακαθαρσία της ψυχής – καθώς είδε τον Ευγένιο όμορφο από φυσικού του, καταλήφθηκε από φοβερό σαρκικό έρωτα γι’ αυτόν, και τον πίεζε, με πονηρή πρόφαση μία τάχα ανίατη αρρώστια που είχε, να του μιλήσει κρυφά και κατά μόνας, διότι διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί από την αρρώστια. Ο Ευγένιος, με συντριμμένη την καρδιά και απονήρευτη διάθεση, υποχώρησε, όπως αγαπά ο Θεός, στα απατηλά λόγια της Μελανθίας, αγνοώντας τον δόλο της. Όταν λοιπόν ο ακόλαστος οίστρος της Μελανθίας της άναψε σαν φωτιά τον έρωτα της καρδιάς, τυφλωμένη και καιομένη από το πάθος της, επεχείρησε να του επιτεθεί αμαρτωλά. Ο Ευγένιος αμέσως αντέδρασε και την έκανε πέρα, χωρίς έτσι αυτή να πετύχει τους σκοπούς της. Οπότε αυτή συκοφάντησε τον θεωρούμενο Ευγένιο. Ότι δηλαδή ο θείος προστάτης της τάδε Μονής, θρασύς πόρνος στην πραγματικότητα, απατώντας με δόλια λόγια αγνές γυναίκες, ήλθε και σε εμένα. Ο έπαρχος λοιπόν και πατέρας της κόρης Ευγενίας, όταν άκουσε τις κατηγορίες, εξοργίστηκε και κάλεσε, ως κατηγορούμενους και δέσμιους, τον ηγούμενο Ευγένιο και τους μοναχούς της Μονής – ψευδολάτρες ή καλύτερα κακεργάτες κατ’ αυτόν – να παρουσιαστούν  γρήγορα ενώπιόν του και να απολογηθούν. Καθώς λοιπόν παρέστησαν τα δύο μέρη στη δίκη, άρχισε αμέσως να ομιλεί η Μελανθία, υβρίζοντας τον θείο προστάτη της Μονής, κοροϊδεύοντας και διακωμωδώντας τον Ευγένιο και τους μοναχούς του με σκληρά λόγια, δείχνοντας και στους φίλους ότι είναι εργάτης της αμαρτίας. Με μεγάλη φωνή μάλιστα έλεγε περίπου τα εξής: Ακούστε με όλοι, λέω την αλήθεια – ω, για την ανοχή σου, Δέσποτα παντοκράτορ! Τότε ο Ευγένιος σηκώθηκε και έσκισε τον χιτώνα του και αμέσως έδειξε ότι ήταν γυναίκα – θαύμα φρικτό και παράξενο! Και μίλησε με θάρρος στους παρευρισκομένους: «Έπρεπε να ευχαριστούμε τον Θεό και να υποφέρουμε τις ύβρεις, τις κοροϊδίες και τα κτυπήματα των σωμάτων. Αλλά για να μη γίνεται αντικείμενο γέλωτος το σχήμα του μοναχού, εγώ είμαι γυναίκα κατά τη φύση, είμαι θυγατέρα του δικαστή πατέρα μου και κριτή δικού μου. Έχω δε μητέρα τη σύζυγό του που με γέννησε. Όλοι αυτοί δε που κατηγορούνται είναι αδελφοί και δεν τους ονομάζω δούλους». Ενώ έλεγε αυτά η καλή Ευγενία, όλοι έπεσαν σε έκπληξη, ενώ η θεία δίκη τιμώρησε  τη Μελανθία, με  τρόπο που αν το ακούσει κανείς, θα θαυμάσει.  Ο πατέρας της λοιπόν, που ήταν ειδωλολάτρης, αμέσως δέχεται τη χάρη του Θεού και αναγεννάται πνευματικά, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη δόξα, τον πλούτο και τον φαντασμένο τρόπο ζωής. Γίνεται δε πιστός ποιμένας των ανθρώπων της πόλεως, γεγονός που έκανε τους ειδωλολάτρες να αντιδράσουν και να τον οδηγήσουν σε μαρτύριο, οπότε από τα σκληρά κτυπήματά τους απήλθε στις ουράνιες μονές. Η μητέρα όμως της Ευγενίας, μαζί με αυτήν, εγκατέλειψαν γρήγορα την Αλεξάνδρεια και κατέφυγαν πάλι στην αγαπημένη τους πόλη, τη Ρώμη. Κι όταν βγήκε διαταγή  του βασιλιά οι χριστιανοί να θυσιάζουν στα είδωλα, διαφορετικά θα πεθαίνουν με πολύ κακό τρόπο, έλαμψε σε όλους η πίστη της Ευγενίας. Διότι από τον πόθο του Χριστού ομολόγησε την πίστη της, γι’ αυτό και προσδέθηκε σε πολύ βαρύ λίθο και ρίχτηκε στο νερό. Κι επειδή κατά παράδοξο τρόπο δεν έπαθε τίποτε, της απέκοψαν το κεφάλι, οπότε με χαρά πορεύτηκε στον αγαπημένο της Νυμφίο Χριστό».

       Η αγία Ευγενία υπήρξε όχι μόνον ευγενής ως προς την καταγωγή της, αλλά ευγενής και από χαρακτήρος. Αυτήν τη φυσική της ευγένεια προβάλλει καταρχάς μεταξύ άλλων και ο υμνογράφος της, άγιος Θεοφάνης, ο οποίος όμως σχετίζει αυτήν με τον πόθο και την αγάπη του Χριστού, προκειμένου να παραμείνει η ευγένειά της σταθερή και ολόκληρη. «Απέφυγες την πρόσκαιρη κοσμική δόξα, Ευγενία πανεύφημε, γι’ αυτό και πόθησες τον Χριστό, κρατώντας έτσι χωρίς πληγές την ευγένεια της ψυχής σου». Κι ακόμη: όχι μόνο να παραμείνει η ευγένεια αυτή σταθερή, αλλά να προχωρήσει στην υψηλή της κατάσταση. «Άκουσες θεϊκή υμνωδία, νύμφη του Χριστού, κι απέκτησες φτερά για την υψηλή ευγένεια».  Ο υμνογράφος με απέριττο και σαφή λόγο εκφράζει μία από τις μεγαλύτερες αλήθειες: η πίστη και η αγάπη του Χριστού, η στροφή προς Εκείνον κάνει τον άνθρωπο να οδηγείται στην αληθινή ευγένεια, δηλαδή να ζει με υγεία ψυχής. Και αντιθέτως: όταν ο άνθρωπος στρέφεται εμπαθώς προς τον κόσμο, εκζητώντας τη δόξα του κόσμου, τότε δυστυχώς πληγώνεται στην ψυχή, χάνεται η ομορφιά αυτής και ο άνθρωπος γίνεται δύσμορφος. Αιτία γι’ αυτό βεβαίως είναι ότι η σχέση με τον Θεό, τον αληθινό εν Χριστώ Θεό, συνιστά τη φυσιολογία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό για να ζει με τον Θεό και να κατατείνει προς Εκείνον. «Ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα», που σημειώνει και ο απόστολος Παύλος. Η ευγενής αγία Ευγενία λοιπόν προβάλλεται καταρχάς ως τύπος του αληθινού και φυσιολογικού ανθρώπου.

       Η διαφύλαξη της ευγένειάς της με τον θερμό πόθο που είχε για τον Χριστό ήταν ευνόητο ότι πέρασε και από πειρασμούς. Δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος του Θεού να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού, χωρίς να υφίσταται δαιμονικές επιθέσεις. Αν ο ίδιος ο Κύριος δέχτηκε την επήρεια των πειρασμών, πολύ περισσότερο ο κάθε άνθρωπος, μάλιστα ο πιστός. Κι ένας από τους πειρασμούς της αγίας ήταν βεβαίως ο αναφερόμενος στο συναξάρι με την ταλαίπωρη Μελανθία. Ο άγιος υμνογράφος μάλιστα θεωρεί τη Μελανθία ως όργανο του διαβόλου. Εκείνος ως ο αρχαίος όφις κρυβόταν πίσω από τις κακές ενέργειές της. «Ο καταστροφέας των ψυχών, ο όφις διάβολος, βλέποντας τον δρόμο της ζωής σου να βρίσκεται στην κατεύθυνση της σωτηρίας, σου δημιουργεί ποικίλους πειρασμούς, προσπαθώντας να χαλαρώσει τη δύναμη της ψυχής σου. Αυτόν όμως, θεόφρον αγνή, τον κατεπάτησες». Ο διάβολος λοιπόν κάνει τη «δουλειά» του: να γίνεται εμπόδιο στην πορεία μας προς τον Θεό. Μπορούμε όμως και τον καταπατάμε, σαν την αγία, αν μένουμε σταθεροί στο θέλημα Εκείνου. Στη σταθερότητα αυτή διαπιστώνουμε την αδυναμία τελικώς του διαβόλου.

       Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει πολύ βεβαίως στην ομορφιά και την ωραιότητα του βίου της αγίας, καθώς διαπιστώνει τη σκληρή πνευματική της άσκηση, η οποία επιστεγάστηκε και με τη δοξασμένη άθλησή της («Λάμπρυνες τον βίο σου με κόσμιο και ωραίο τρόπο, αφού μάρανες τα αμαρτωλά πάθη προηγουμένως με την άσκησή σου, κι ύστερα έλαμψες  με τη δοξασμένη άθλησή σου, Ευγενία»). Αναφέρεται όμως και στην αρχή της μεταστροφής της στον Θεό, τότε που κινούμενη από τη χάρη του Θεού εγκατέλειψε τα εγκόσμια, για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σ’ Εκείνον. Και κάνει εντύπωση η επισήμανσή του ότι η μεταστροφή της αυτή – πέραν της μελέτης των θεοπνεύστων επιστολών του αποστόλου Παύλου, οι οποίες την σαγήνευσαν – σχετίστηκε με την υμνολογία της Εκκλησίας μας, το θεολογικό περιεχόμενό της. «Η θεϊκή υμνωδία που άκουσες, νύμφη του Χριστού, σου έδωσε φτερά για να ανέβεις στην υψηλή ευγένεια. Διότι σαν φως άστραψε στην καρδιά σου η θεολογία των ασμάτων του Πνεύματος, διώχνοντας έτσι κάθε αθεότητα».

       Το τροπάριο  αυτό του αγίου Θεοφάνους συνιστά ύμνο κυριολεκτικά στην υμνολογία. Διότι αφενός τονίζει ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας περιέχουν όλη τη θεολογία της, κατ’  έμπνευση του αγίου Πνεύματος, αφετέρου η ίδια η υμνωδία, ως τρόπος ασματικός, γίνεται όργανο αναγωγής προς τον Θεό, κατανύξεως της καρδίας. Πόση μεγάλη είναι η ευθύνη των ψαλτών της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έχουν τον κλήρο και το χάρισμα να μεταφέρουν με ασματικό τρόπο την πίστη της Εκκλησίας. Γίνονται πραγματικά τα όργανα του Θεού για να ανεβάζουν τις ανθρώπινες ψυχές, να δημιουργούν κατάνυξη με τη σωστή εκφορά των ύμνων και με την προσευχητική διάθεσή τους. Μακάρι όλοι οι ψάλτες μας να είχαν την επίγνωση και τη συναίσθηση αυτή.

23 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (7)

«Μή στύγναζε Ἰωσήφ, καθορῶν μου τήν νυδήν˙ ὄψει γάρ τό τικτόμενον ἐξ ἐμοῦ καί χαρήσῃ, καί ὡς Θεόν προσκυνήσεις, ἡ Θεοτόκος ἔλεγε τῷ ἑαυτῆς μνηστῆρι, μολοῦσα τοῦ τεκεῖν τόν Χριστόν. Ταύτην ἀνυμνήσωμεν λέγοντες˙ Χαῖρε κεχαριτωμένη, μετά σοῦ ὁ Κύριος, καί διά σοῦ μεθ’ ἡμῶν» (απόστιχα όρθρου).

(Μη στενοχωριέσαι και σκυθρωπάζεις, Ιωσήφ, βλέποντάς με έγκυο. Διότι θα δεις αυτό που θα γεννηθεί από εμένα και θα χαρείς και ως Θεό θα το προσκυνήσεις, έλεγε στον μνηστήρα της η Θεοτόκος, καθώς έσπευδε να γεννήσει τον Χριστό. Αυτήν ας ανυμνήσουμε λέγοντας: Χαίρε κεχαριτωμένη, μαζί Σου ο Κύριος, και μέσω Εσένα μαζί και με εμάς).

Οι ακολουθίες της Εκκλησίας μας την τελευταία προ των Χριστουγέννων εβδομάδα προβάλλουν με ένταση τη Γέννηση του Κυρίου και την προετοιμασία μας για το υπερφυές γεγονός. Στο συγκεκριμένο μάλιστα παραπάνω τροπάριο που κατακλείει την ακολουθία της προεόρτιας ημέρας, η κυρία Θεοτόκος «απολογείται» κατά κάποιον τρόπο προς τον μνηστήρα της Ιωσήφ την ώρα που βρίσκεται στο τέλος της εγκυμοσύνης της – προφανώς, κατά τον άγιο υμνογράφο, η Παναγία βιώνει μέχρι τέλους τον προβληματισμό και την επιφύλαξη του Ιωσήφ για ό,τι συνέβη κατά τον Ευαγγελισμό της, την εκ Πνεύματος αγίου σύλληψή της. Και πώς αντιμετωπίζει τον «στυγνασμό» του; Με τρόπο κατεξοχήν θετικό που αποτελεί και λύση και διέξοδο για όλα τα προβλήματα που και εμείς μπορούμε να αντιμετωπίζουμε στον κόσμο που βρισκόμαστε. Τι εννοούμε; Η Θεοτόκος προσανατολίζει τον λογισμό και τη σκέψη του Ιωσήφ όχι στην εγκυμοσύνη της, αλλά στο «τεχθησόμενον», στον Θεό ως «παιδίον νέον» που θα γεννηθεί και το οποίο θα κρατήσει με χαρά και στα δικά του χέρια ο Ιωσήφ και θα το προσκυνήσει ως Θεό του. Κι αυτό συνιστά, όπως είπαμε, και τη διέξοδο και στα δικά μας προβλήματα και τους δικούς μας «στυγνασμούς» στη ζωή αυτή: δεν πρέπει να μένουμε «αγκυλωμένοι» στα προβλήματα, αλλά να υψώνουμε τον νου και τη διάνοιά μας στη λύση, στο θετικό αποτέλεσμα που φέρνει κάθε φορά η Πρόνοια του Θεού και για εμάς. Διότι ποιο πρόβλημα μπορεί να είναι ανυπέρβλητο μέσα στο πλαίσιο της αγάπης και της φροντίδας του Θεού για τον άνθρωπο; Ο λόγος του Θεού διά στόματος ιδίως αποστόλου Πέτρου είναι σαφής: «όλη τη μέριμνά μας ας τη ρίξουμε στον Θεό, γιατί Αυτός φροντίζει για εμάς – «ὅτι αὐτῷ μέλλει περί ἡμῶν»!

Ο χαιρετισμός προς την Παναγία λόγω της πληρότητας της χάρης Της είναι η μόνη στάση μας απέναντί της. Μετέχουμε στη χαρά της, γιατί είναι ο Κύριος μαζί Της. Και βεβαίως, μέσω Εκείνης είναι μαζί και μ’ εμάς. Η Παναγία έφερε στον κόσμο τον «Ἐμμανουήλ», δηλαδή τον Θεό που είναι πια διαπαντός μαζί μας.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΕΚΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΚΡΗΤΗ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

«Οι άγιοι αυτοί άθλησαν επί Δεκίου βασιλέως, στη νήσο Κρήτη, προερχόμενοι από διαφορετικά μέρη αυτής και όχι από μία μόνο πόλη της. Πέντε ήταν από τη μητρόπολη Γορτύνης, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος και ο Ευνικιανός. Από την Κνωσό ήταν ο Ζωτικός. Από το Επίνειο Πανόρμου ο Αγαθόπους. Από την Κυδωνία ο Βασιλείδης και από το Ηράκλειο ο Ευάρεστος και ο Πόμπιος. Αυτοί παραδόθηκαν από τους απίστους στον άρχοντα της νήσου, ο οποίος επέτρεψε στον δήμιο να τους περιφέρει στους βωμούς των ειδώλων, κι αν δεν θυσιάζουν, να τους βασανίζει με παντός είδους βασανιστήρια. Τριάντα ημέρες λοιπόν γύριζαν συρόμενοι από τους άτακτες υβριστές, οι οποίοι τους κορόιδευαν  και τους έσερναν  κατά γης μέσα στις κοπριές, κι ύστερα, επειδή είδε ο δικαστής ότι είχαν αμετακίνητο και στέρεο  το φρόνημά τους, παρ’ όλα τα κτυπήματα και τους λιθοβολισμούς, τους στρέβλωσαν τα μέλη του σώματος, τους υπέβαλαν σε άλλα φοβερά μαρτύρια και τέλος τους έκοψαν το κεφάλι. Τελείται δε η σύναξή τους στο ναό του αγίου Στεφάνου, πλησίον των Πλακιδίων».  

Η εμπνευσμένη σκέψη του Ιωσήφ του υμνογράφου, να συνδέει τις εορτές των αγίων με τα προεόρτια των Χριστουγέννων, συνεχίζεται. Ό,τι είδαμε και με την αγία Αναστασία την φαρμακολύτρια, να προβάλλεται δηλαδή από τον υμνογράφο ως φως που φωτίζει την Γέννηση του Κυρίου, το ίδιο βλέπουμε και εδώ με τους αγίους δέκα μάρτυρες τους εν Κρήτη: «έφτασε η μνήμη των Μαρτύρων, που κηρύσσει τη Γέννηση του Σωτήρος. Και η Δεσποτική εορτή κάνει την εμφάνισή της σε εμάς  με την άθλησή τους». Με ποιον τρόπο οι άγιοι μας παραπέμπουν στα Χριστούγεννα; Μα με την προσφορά των δώρων τους στον εκ Παρθένου γεννηθέντα: τη θυσία του εαυτού τους. «Οι μάγοι σού πρόσφεραν τα δώρα, οι δε μάρτυρες τα αίματα του μαρτυρίου τους, σε Σένα που γεννήθηκες επί γης από Παρθένο κόρη στην πόλη του Δαυίδ». Κατά τον άγιο Ιωσήφ το μαρτύριο των δέκα μαρτύρων λειτουργεί ως τύπος της Γέννησης του Κυρίου: είναι το νέο αστέρι, που κηρύσσει στους πιστούς Αυτόν που η Παρθένος εκύησε. «Ο αστέρας παλαιά φανερώθηκε στους μάγους, οδηγώντας τους στη Βηθλεέμ, την πόλη Ιούδα. Αυτοί δε κηρύσσουν σε εμάς με τα βάσανά τους Αυτόν που η Παρθένος εκύησε χωρίς συνάφεια ανδρός».

Η καταγωγή των δέκα μαρτύρων από την Κρήτη δεν μένει αναξιοποίητη από τον άγιο υμνογράφο. Παίρνει αφορμή να θυμηθεί τον μεγάλο απόστολο Παύλο και τους μαθητές του, οι οποίοι πέρασαν από την Κρήτη και ίδρυσαν την τοπική Εκκλησία. Στο πρόσωπο των δέκα αυτών ο Ιωσήφ βλέπει την προέκταση  του αποστόλου των εθνών, τα κλήματα που ανήκουν στη φυτεία εκείνου. «Φανήκατε, μάρτυρες, κλήματα του Τίτου και του Κάρπου σαν να βλαστήσατε από τη φυτεία του Παύλου, αφού προσφέρατε από τα χείλη σας στον Χριστό τους καρπούς της ομολογίας σας». Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι ιδιαιτέρως σημαντική: γνήσιος συνεχιστής της παράδοσης των αποστόλων θεωρείται εκείνος που έμπρακτα, και μάλιστα με τη θυσία της ζωής του, φανερώνει την πίστη που αυτοί παρέδωσαν. Μία αλήθεια που πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου, δεδομένου ότι συχνά οι νεώτεροι  καυχώμαστε για τους πατέρες μας, χωρίς καμία προσπάθεια συντονισμού μας με τη ζωή εκείνων.

Η αποστολικής καταγωγής πίστη στον Χριστό των αγίων μαρτύρων προβάλλεται από τους ύμνους της ακολουθίας τους και με μία εξαίσια εικόνα: μοιάζει η πίστη τους με πλοίο ευρισκόμενο σε απάνεμο λιμάνι, και γι’ αυτό προφυλαγμένο από τα άγρια κύματα της θάλασσας. Η πίστη στον Χριστό δηλαδή ήταν εκείνη που έδινε τη δύναμη στους μάρτυρες να ξεπερνούν όλα τα κτυπήματα των αθέων, που σαν κύματα έρχονταν εναντίον τους. «Σαν κύμα της θάλασσας ήταν η τυραννίδα του εχθρού που κτυπούσε την ομολογία του Χριστού. Οι αθλητές όμως φάνηκαν  όλοι  σαν απάνεμα λιμάνια, κρατώντας την πίστη τους σαν πλοίο». Όλη η ιστορία της Εκκλησίας και της ανθρωπότητας αδιάκοπα επιβεβαιώνει ότι πράγματι η μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο, αυτή που έκαμψε σιδηρόφρακτες αυτοκρατορίες και υπερίσχυσε θεωρουμένων πανίσχυρων αυτοκρατόρων και βασιλέων, είναι η πίστη στον Χριστό. Όταν βεβαίως αυτή δεν εξαντλείται στα λόγια – τούτο συνιστά βλασφημία – αλλά φανερώνεται ως ζωή. Και δικαίως: είναι η πίστη που συνιστά τη δίοδο της παρουσίας του ίδιου του Θεού μέσα στον κόσμο.