01 Ιανουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

«Ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου» (Μάρκ. 1, 3)

Γιά τό λιοντάρι τῆς ἐρήμου, ὅπως ἔχει χαρακτηρισθῆ, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Πρόδρομο, κάνει λόγο σήμερα τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. ᾽Αποτελεῖ αὐτός τήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ ᾽Ιωάννης ἐστάλη ἀπό τόν Θεό νά προετοιμάσει τόν δρόμο τοῦ Μεσσία: «ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου». Καί τόν προετοίμασε καί μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας καί μέ τό βάπτισμα τῆς μετανοίας. Κι ἦταν ὅλη ἡ ζωή του ἀντίστοιχη πρός τήν ἀποστολή του: ντυμένος μέ τρίχες καμήλου καί τρεφόμενος μέ ἀκρίδες καί μέλι ἄγριο. ῾Η κραυγή λοιπόν τοῦ ἀγίου ᾽Ιωάννη ἦταν «ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου».

1. Ποιά ἡ ὁδός Κυρίου; Δέν εἶναι ἀσφαλῶς κάποια ἐπίγεια ὁδός οὔτε ὅμως καί οἱ δρόμοι ὡς τρόποι ζωῆς πού καθορίζουν οἱ διάφορες θρησκεῖες ἤ τά διάφορα φιλοσοφικά καί κοινωνικά ρεύματα. ῞Ολα αὐτά εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, πού σημαίνει ὅτι ἐμπεριέχουν τό στοιχεῖο τῆς πλάνης ὅπως κάθε τι ἀνθρώπινο. ῾Οδός Κυρίου εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς πού ὑποδεικνύει ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός στόν ἄνθρωπο προκειμένου νά τόν ἀκολουθήσει καί νά ζήσει. Εἶναι ἀκριβῶς ὁ δρόμος ζωῆς πού ἐξήγγελλαν οἱ προφῆτες καί ἔφερε ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός, ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός. Κι ἀκόμη πιό καθαρά: ὁδός Κυρίου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅπως τό βεβαίωσε τό ἀψευδές στόμα Του: «᾽Εγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». ῎Ετσι ὄ,τι εἶπε καί ἔζησε ὁ Κύριος συνιστᾶ τόν δρόμο πού μᾶς φέρνει ἄμεσα σέ σχέση μέ τόν Θεό.

2. ῾Ο Κύριος ὅμως ἦλθε ὄχι ἁπλῶς νά μᾶς ὑποδείξει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά μᾶς ἐνσωματώσει στόν ἑαυτό Του καί ἑπομένως γενόμενοι ἕνα μ᾽ ᾽Εκεῖνον νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ὁδός Κυρίου. Μέ ἄλλα λόγια ὁ κάθε χριστιανός (πρέπει νά) εἶναι  μία φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε στό πρόσωπό του πρέπει νά βλέπει ὁ κόσμος Αὐτόν τόν ῎Ιδιο. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογοῦσε τή χάρη αὐτή: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός», ἐνῶ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη εἶχε προφητευθῆ ἡ ὑπερφυής αὐτή πραγματικότητα: «᾽Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός».

3. Αὐτή ὅμως ἡ ἀσύλληπτη γιά τόν ἀνθρώπινο νοῦ πραγματικότητα, τήν ὁποία φέρνει στόν πιστό ὁ Χριστός, ἀπαιτεῖ καί τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἀρκεῖ μόνον ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται καί ἡ ἑτοιμότητα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἡ διάθεσή του νά δεῖ καί νά ἀποδεχθεῖ τήν προσφορά αὐτή. «῾Ετοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου». Μία ἑτοιμότητα πού δέν ἔχει διακοπές ἤ διαλείμματα, δεδομένου ὅτι ἡ ὁδός Κυρίου εἶναι μονίμως ἀνοικτή πρός τόν ἄνθρωπο καί ἡ προσφορά Του σ᾽ αὐτόν ἀδιάκοπη. Χριστιανός ἔτσι σημαίνει νήφων καί ἐγρηγορώς ἄνθρωπος, πού ἔχει τά μάτια του ἀνοικτά γιά νά βλέπει τήν παρουσία τοῦ Κυρίου στόν ἑαυτό του, στό πρόσωπο τοῦ κάθε συνανθρώπου του, στήν κάθε εὐκαιρία τοῦ χρόνου, εὐχάριστη ἤ πολλῷ μᾶλλον θεωρούμενη δυσάρεστη. «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε, ὁ Κύριος ἔρχεται».

4. ῾Ο προφήτης βεβαίως δέν τρέφει αὐταπάτες. ῾Η κλήση τοῦ ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ ᾽Ιωάννου γιά ἑτοιμασία τοῦ ἀνθρώπου πρός ἀποδοχή τοῦ Μεσσία θά βρίσκει συνήθως κλειστά ὦτα. «Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», σημειώνει.  Κι αὐτό γιατί οἱ πολλοί δέν θέλουν νά ἀκούσουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Φορτωμένες οἱ καρδιές τους ἀπό τά ψεκτά πάθη καί ἀπό ὅ,τι γοητευτικό προσφέρει ὁ κόσμος μέσω τῶν αἰσθήσεων, φανερώνουν τήν ἐρημία πού κυριαρχεῖ μέσα τους γιά δίψα τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Η ξηρασία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί ἡ λιμοκτονία τοῦ σωτήριου λόγου Του εἶναι τά γνωρίσματα τῆς ζωῆς τους. Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως ὁ προφήτης, συνεπῶς καί ἡ ᾽Εκκλησία πού συνεχίζει τήν προφητική παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐξακολουθοῦν καί κηρύσσουν: «῾Ετοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου». Γιατί ναί μέν ὑφίσταται ἡ ἐρημία, ἀλλ᾽ ὡς νησίδες ὑπάρχουν καί κάποιες ὀάσεις, ἄνθρωποι δηλαδή καλοπροαίρετοι πού ἀναζητοῦν τόν Θεό στή ζωή τους.

῎Ας φοβηθοῦμε τήν ἐρημία καί τήν ξηρασία τῆς καρδιᾶς. ῎Ας συνειδητοποιήσουμε τό μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς μας καί ἄς θελήσουμε τή σωτηρία μας. Δηλαδή ἄς ἀφήσουμε τόν Χριστό νά περιπατήσει μέσα μας, ἐπιλέγοντας τόν μόνο δρόμο πού Τοῦ ταιριάζει: τή μετάνοια.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 1, 1-8)

1 Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 2 Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· 3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, 4 ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 5 καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. 6 ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. 7 καὶ ἐκήρυσσε λέγων· Ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. 8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.

Νεοελληνική Απόδοση

Αυτή είναι η αρχή του χαρμόσυνου μηνύματος για τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού. Στα βιβλία των προφητών είναι γραμμένο: Στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πρίν απο σένα, για να προετοιμάσει τον δρόμο σου! Μια φωνή βροντοφωνάζει στην έρημο: ετοιμάστε τον δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε τα μονοπάτια να περάσει. Σύμφωνα μ’ αυτά, παρουσιάστηκε ο Ιωάννης, ο οποίος βάφτιζε στην έρημο και κήρυττε να μετανοήσουν οι άνθρωποι και να βαφτιστούν, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους. Πήγαιναν σ’ αυτόν όλοι οι κάτοικοι της Ιουδαίας και οι Ιεροσολυμίτες, κι όλους τους βάφτιζε στον ποταμό Ιορδάνη, καθώς ομολογούσαν τις αμαρτίες τους. Ο Ιωάννης φορούσε ρούχο απο τρίχες καμήλας και δερμάτινη ζώνη στη μέση του, έτρωγε ακρίδες, και μέλι απο αγριομέλισσες. Στο κήρυγμα του τόνιζε:«Έρχεται ύστερα απο μένα αυτός που είναι πιο ισχυρός και που εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί απο τα υποδήματα του. Εγω σας βάφτισα με νερό, εκείνος όμως θα σας βαφτίσει με Άγιο Πνεύμα».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Τιμ. 4, 5-8)

Τέκνον Τιμόθεε, νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τήν διακονίαν σου πληροφόρησον. Ἐγώ γάρ ἤδη σπένδομαι, καί ὁ καιρός τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε. Τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα· λοιπόν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δέ ἐμοί, ἀλλά καί πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ.

Νεοελληνική απόδοση

Παιδί μου, Τιμόθεε, να είσαι άγρυπνος για να τα’ αντιμετωπίσεις όλα. Να κακοπαθήσεις, να εργαστείς για τη διάδοση του Ευαγγελίου, να εκπληρώσεις το καθήκον σου στην υπηρεσία του Θεού. Εγώ πια ήρθε η ώρα να χύσω το αίμα μου σπονδή στο Θεό, έφτασε ο καιρός να φύγω από τον κόσμο. Αγωνίστηκα τον ωραίο αγώνα, έτρεξα το δρόμο ως το τέλος, φύλαξα την πίστη. Τώρα πια με περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που μ’ αυτό θα με ανταμείψει ο Κύριος εκείνη την ημέρα ο δίκαιος κριτής. Κι όχι μόνο εμένα, αλλά κι όλους εκείνους που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό του.

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 


ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΕΠΙ ΤΗι ΠΡΩΤΗι ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ 2022

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΑΣ κ. Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,

Τὰ πρῶτα μας βήματα διανύουμε σὲ τοῦτο τὸ νέο ἕτος κι ἡ ψυχή μας λαχταρᾶ νὰ γιορτάσει καὶ νὰ χαρεῖ. Ὅμως εἶναι ἀλήθεια πὼς ἀρκετὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς δυσκολεύουν νὰ ἀφεθοῦμε στὸν εὐφρόσυνο χαρακτήρα τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου. Τὰ ὅσα ἔχουμε ζήσει τὰ τελευταία δύο χρόνια ἐξαιτίας τῆς πανδημίας καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ τὴ συνόδευσαν, μὰ κι αὐτὰ ποὺ ἔχουμε μπροστά μας, γεννοῦν δίκαια προβληματισμό καὶ ἀγωνία. Ὁ νοῦς μας κινεῖται ἀδιάκοπα, ἄλλοτε πρὸς τὸ παρελθὸν κι ἄλλοτε πρὸς τὸ μέλλον. Ἐπιστρέφουμε στὶς πληγές μας καὶ στὰ παθήματά μας, σ’ ἐκεῖνα ποὺ πέρασαν· καὶ ἔπειτα, συναντιόμαστε μὲ τοὺς φόβους μας καὶ τὶς ἀνησυχίες μας, μ’ ἐκεῖνα ποὺ ἐνδέχεται νὰ ʾρθουν.

Καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς στρεφόμαστε πρὸς τὸ παρελθὸν ἀναπολώντας τὰ ὄμορφα χρόνια ποὺ πέρασαν. Μιλοῦμε γιὰ καλὲς ἐποχὲς, ποὺ ἡ ζωὴ ἦταν ἀλλιῶς. Ἐξωραΐζουμε τὰ περασμένα, ἐξιδανικεύοντας τὰ ὅσα ἔχουμε ζήσει. Μὰ ἡ προσέγγιση αὐτὴ σὲ πολλὰ ὑστερεῖ. Γιατὶ εἶναι βέβαιο πὼς καὶ παλαιὰ ὑπῆρχαν μεγάλα προβλήματα στὴν ἀνθρωπότητα. Πολέμους καὶ ἀσθένειες, καταστροφὲς καὶ ἀτυχήματα, πάθη καὶ κακίες συναντᾶ κανεὶς σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Κι ἄν ἐμεῖς δὲ δοκιμαστήκαμε μὲ κάποια μεγάλη συμφορά, ὀφείλουμε νὰ παραδεχθοῦμε πὼς στὸ παρελθὸν ἀποτύχαμε νὰ προετοιμάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ ὅσα ἡ ζωὴ μᾶς ἐπεφύλασσε. Ἄν σήμερα δὲν στεκόμαστε στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων, αὐτὸ ὀφείλεται στὸν τρόπο ποὺ πολιτευτήκαμε στὰ παρελθόντα ἔτη.

Φυσικὰ ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι ποὺ μιλοῦν γιὰ τὸ παρελθὸν μὲ ἀρνητισμὸ καὶ ἀπαξίωση. Τὰ ἄτομα αὐτὰ μὲ εὐκολία ἀποδομοῦν στὸ ὄνομα τῆς προόδου ὁ,τιδήποτε σχετίζεται μὲ τὰ περασμένα. Κι εἶναι ἐντυπωσιακὸ πὼς αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐνῶ αὐτοπροσδιορίζονται ὡς σύχρονοι καὶ σημερινοί, παρὰ ταῦτα ἀσχολούνται σχεδὸν ἐμμονικὰ μὲ τὸ παρελθόν, κατηγορώντας καὶ καταγγέλοντας κάθε παραδοσιακὴ μορφὴ καὶ ἔκφραση τῆς ζωῆς. Αὐτή τους ἡ στάση δημιουργεῖ ἕνα τεράστιο χάσμα καὶ μιὰ μεγάλη ὀξύτητα μεταξύ παρελθόντος καὶ παρόντος. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἰδεολογικῆς διάστασης εἶναι νὰ καλλιεργεῖται μιὰ αἴσθηση ἀσυνέχειας τῆς ζωῆς, ποὺ φέρει τὴ θλίψη μιᾶς ὀρφάνιας.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἐξετάζουν ἐπισταμένα τὸ μέλλον. Ἡ ἐπιστημονική μας κατάρτιση καὶ ὁ τεχνολογικός μας πολιτισμὸς μᾶς παρέχει πολλὰ ἐργαλεῖα πρὸς τούτη τὴ διερεύνηση. Στατιστικὰ μοντέλα, μέθοδοι ἀνάλυσης δεδομένων, ὑπολογιστὲς μὲ τεράστιες δυνατότητες προσπαθοῦν ν’ ἀπαντήσουν στὸ ποῦ ὁδηγεῖται ἡ ἀνθρωπότητα, ὁ πλανήτης, ἡ οἰκουμένη. Κι ἐνῶ ὅλα αὐτὰ ἔχουν τὴ σημασία τους καὶ πολλὰ μποροῦν νὰ προσφέρουν στὸν ἄνθρωπο, εἶναι φανερὸ πὼς συχνὰ ἀστοχοῦν, πὼς πολλές φορὲς δὲν εἶναι ἱκανὰ νὰ κατανοήσουν τὴν πολυπλοκότητα τοῦ μυστηρίου τῆς ὕπαρξης. Τοῦτο πιστεύουμε πὼς ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη ταπεινοῦ φρονήματος, ἐκείνου ποὺ θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ ἔχουμε μιὰ πιὸ καθαρὴ ματιὰ πρὸς τὴ ζωή, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν ἔπαρση καὶ τὴν ἀλαζονεία.

Τὸ μέλλον ἀποτελεῖ τὸ ἀντικείμενο ἐνασχόλησης καὶ κάποιων θρησκευτικῶν ἀτόμων. Ἐκεῖνοι ἔχοντας μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό τους, πιστεύοντας ἀκράδαντα στὴν μεγάλη τους ἀρετή, ἀποφαίνονται γιὰ τὰ ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν. Μιλοῦν μὲ βεβαιότητα καὶ σιγουριὰ γιὰ πράγματα ποὺ καθόλου δὲν ξέρουν καὶ ἀποδίδουν στὸν ἑαυτό τους χαρίσματα ποὺ ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἔχει δώσει. Ζοῦν στὴν πλάνη καὶ δυστυχῶς παίρνουν καὶ ἄλλους στὸ λαιμό τους. Σπέρνουν τὸ φόβο, διχάζουν, σκοτίζουν μετέχοντας στὴ μερίδα τῶν ψευδοπροφητῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς μᾶς εἶχε προειδοποιήσει πὼς θὰ ʾρθοῦν.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἔρχεται νὰ μᾶς προσκαλέσει σ’ ἕναν ἄλλον τρόπο προσέγγισης τοῦ χρόνου. Ἕναν τρόπο ποὺ δὲν ἀπολυτοποιεῖ οὔτε τὸ παρελθὸν οὔτε τὸ μέλλον. Ἕναν τρόπο ποὺ δὲν μερίζει τὴ ζωή, ἀλλὰ συνθέτει καὶ ἑνώνει καὶ ἀναδημιουργεῖ τὸ κόσμο. Καὶ τοῦτος ὁ τρόπος γίνεται φανερὸς μέσα στὴ λειτουργική Της ζωή.

 Κάθε φορὰ ποὺ ἄρχεται ἡ θεία Λειτουργία καλούμαστε νὰ ζήσουμε στὸ τώρα τὰ ὅσα ἔγιναν καὶ ἐκεῖνα ποὺ πρόκεται νὰ γίνουν.

Μέσα στὴ Λειτουργία ζοῦμε τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὴ γέννηση, τὴ διδαχὴ καὶ τὴ θαυματουργία, τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάσταση. Τοῦτα τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ ἐξελίχθηκαν στὸ παρελθὸν γίνονται πράξεις τοῦ παρόντος χρόνου, γίνονται τώρα, καὶ ἐμεῖς μετέχουμε σὲ αὐτὰ ὡς μάρτυρες αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι.  

Καὶ τὴν ἴδια στιγμή ἡ θεία Λειτουργία μᾶς ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, στὰ ἔσχατα, ἐκεῖ ποὺ ὁ χρόνος πληρώνεται καὶ ἐκπληρώνεται. Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τὸν Παράδεισο τὴν ὥρα τῆς λατρείας, ζεῖ τὴν Κοινωνία τοῦ Χριστοῦ, βλέπει Θεοῦ πρόσωπο καὶ ἀξιώνεται νὰ θεωθεῖ κι ἐκεῖνος κατὰ χάριν στὸ μέτρο τῆς δεκτικότητάς του.  

Στὴν Θεία Λειτουργία τῶν Ὀρθοδόξων τὰ πάντα γίνονται ἕνα «νῦν καὶ ἀεὶ», ἕνα τώρα ποὺ ἔχει τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητας. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ζήσουμε τὸ νέο ἕτος. Εἶναι ὁ χρόνος τῆς σωτηρίας μας, ὁ καιρὸς νὰ παλαίψουμε καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ νὰ τιμήσουμε τὸ παρελθὸν καὶ γιὰ νὰ οἰκοδομήσουμε τὸ μέλλον. Τί κι ἂν οἱ δυσκολίες εἶναι πολλὲς; Τί κι ἂν ὁ θάνατος ἔχει σκορπίσει τὴ σκιά του παντοῦ; Ἡ Ζωὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ὑπερνικήσει τὶς δυσκολίες. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σήμανε τὴν ἀπαρχὴ τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ θανάτου.

Ἡ νέα χρονιά, τὸ 2022, εἶναι ὁ κατάλληλος καιρὸς γιὰ νὰ ζήσουμε, νὰ παλέψουμε καὶ νὰ νικήσουμε τὶς δυσκολίες: τὸν φόβο καὶ τὴν ἀσθένεια, τὸ ψέμα καὶ τὴ διχόνοια, τὰ πάθη μας καὶ τὰ παθήματά μας. Ἄς σταματήσουμε νὰ στρέφουμε τὸ νοῦ μας μὲ ἀπελπισία στὸ παρελθόν· ἂς παύσουμε νὰ εἰκάζουμε γιὰ ἐκεῖνα ποὺ τὸ μέλλον θὰ φέρει. Τὸ τώρα εἶναι τὸ πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς. Ἂς ζήσουμε μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ εὐθύνη, μὲ τιμὴ καὶ δικαιοσύνη, μὲ πίστη καὶ ἀγάπη.  

Εὐχόμαστε ὁ Τριαδικὸς Θεὸς νὰ εὐλογεῖ ὅλους Σας, νὰ δωρίζει ὑγεία καὶ πρόοδο καὶ προκοπὴ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώνει νὰ ἑορτάζουμε μὲ εὐφροσύνη τὰ μεγαλεῖα Του.

Εὐλογημένο, ὑγιεινό καί εἰρηνικό τό νέο ἔτος!

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Π Ρ Ω Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Α!

«ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ!»

«Και γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα χρειάζεται το “γνώθι σαυτόν”. Δηλαδή να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ποιος είσαι. Ποιος είσαι στ’ αλήθεια, όχι ποιός νομίζεις εσύ ότι είσαι. Με τη γνώση αυτή γίνεσαι ο σοφότερος των ανθρώπων. Με τέτοια επίγνωση έρχεσαι σε ταπείνωση και παίρνεις χάρη από τον Κύριο. Διαφορετικά αν δεν αποκτήσεις αυτογνωσία, αλλ’ υπολογίζεις μόνο τον κόπο σου, γνώριζε ότι πάντοτε θα βρίσκεσαι μακριά από το δρόμο» (όσιος Ιωσήφ ο ησυχαστής).

Η αυτογνωσία, ως όραμα και ευχή για το νέος έτος 2022 και για κάθε ξεκίνημα του ανθρώπου,  κατανοείται διαφορετικά στην αρχαιοελληνική (και κάθε εξωχριστιανική) από τη χριστιανική παράδοση: στη μία η κίνηση είναι του ανθρώπου που στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις – δεν υπάρχει καμία αποδοχή αμαρτίας και αδυναμίας! Στην άλλη η κίνηση είναι πάλι του ανθρώπου αλλά που ανταποκρίνεται στην πρωτοβουλία του Θεού να έλθει στον κόσμο προς σωτηρία του ανθρώπου – υπάρχει η πλήρης αποδοχή της αδυναμίας, η οποία όμως μεταποιείται σε παντοδυναμία από τη χάρη του Θεού! Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος μακαρισμός του Κυρίου σχετίζεται με την αλήθεια αυτή: «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των Ουρανών», μακάριοι όσοι αναγνωρίζουν την πνευματική τους φτώχεια, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών. Κι έτσι η χριστιανική κατανόηση της αυτογνωσίας συνδέεται με το ουσιαστικότερο στοιχείο της θείας Αποκαλύψεως: ότι ο Θεός είναι «ο Ων», η πηγή του Είναι και κάθε είναι και ύπαρξης, γι’ αυτό και συνυπάρχει με την ταπείνωση – πώς να καυχηθεί εκείνος που βλέπει ότι η ύπαρξή του είναι δωρεά του Θεού και οτιδήποτε στον κόσμο εξαρτάται από τις ενέργειες Εκείνου;

Έτσι ο μεν χριστιανός με το «γνώθι σαυτόν» γνωρίζει την πραγματικότητα του εαυτού του καθώς τοποθετείται ενώπιον του Θεού: η αυτογνωσία είναι καρπός της θεογνωσίας του, ενώ ο μη χριστιανός, όπως ο αρχαίος Έλληνας, (αλλά και ο χριστιανός που έχει χάσει την πίστη του), ενώ κατανοεί ότι υπάρχουν προβλήματα στον αυτοπροσδιορισμό του, γνωρίζει αποσπάσματα του εαυτού του, που σημαίνει έχει αλλοιωμένη επίγνωση του είναι του – βλέπει πρωτίστως τα πάθη του! Κι εδώ ακριβώς διευκρινίζεται ο λόγος του αγίου Ιωσήφ: «να γνωρίσεις ποιος είσαι στ’ αλήθεια κι όχι αυτός που νομίζεις ότι είσαι»! Πραγματικά, όσο δεν έχουμε την ορθή πίστη του Θεού, τόσο δεν έχουμε και ορθή θεώρηση του εαυτού μας – όποιος δεν ζει κατά Θεόν «πουθενά δεν βλέπει τον Θεό και τη δύναμή Του. Παντού βλέπει σάρκα και ύλη», κατά την έκφραση του αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης. «Βρισκόμαστε πάντοτε μακριά από τον δρόμο» δηλαδή, μακριά από τον Χριστό και την αλήθεια, οπότε η αυτογνωσία μας στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται παρά μόνο στα φτερά της φαντασίας μας! 

Μακάρι ο καινούργιος χρόνος να μας βρίσκει καθημερινά στην ετοιμότητα θέας του Θεού μας, ώστε μέσα στο φως Εκείνου να βλέπουμε καθαρά και τον εαυτό μας και να «μετράμε» έτσι και τον βαθμό της σοφίας μας στον κόσμο τούτο. Αλλά τούτο απαιτεί ως γνωστόν την προσπάθεια να κρατάμε καθαρή την καρδιά μας από οτιδήποτε πονηρό και κακό, που θα πει να βρισκόμαστε αδιάκοπα στον δρόμο της μετανοίας.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο άγιος Βασίλειος άκμασε στους χρόνους του βασιλιά Ουάλεντα. Ενώπιόν του ομολόγησε με θάρρος την υγιά ορθόδοξη πίστη και εναντιώθηκε στην κακοδοξία του Αρείου, την οποία αποδέχτηκε ο βασιλιάς σαν φωτιά που λυμαίνεται την Εκκλησία. Ο πατέρας του καταγόταν από τον Πόντο, ενώ η μητέρα του από την Καππαδοκία. Στους λόγους υπερέβαλε τους πάντες, όχι μόνον τους ρήτορες της εποχής του, αλλά και τους παλαιούς. Διότι αφού σπούδασε την κάθε επιστήμη, έφτασε στο ανώτερο σημείο καθεμιάς από αυτές. Αλλά όχι λιγότερο άσκησε την πρακτική φιλοσοφία και μέσω αυτής ανέβηκε στη θεωρία των όντων, οπότε και ανήλθε στον αρχιερατικό θρόνο. Ως αρχιερέας αγωνίστηκε πολύ υπέρ της ορθοδόξου πίστεως και κατέπληξε τον έπαρχο με το σταθερό και ανυποχώρητο φρόνημά του. Συνέθεσε και λόγους, με τους οποίους εξαφάνισε τα συστήματα των ετεροδόξων, δίδαξε το ορθό ήθος και με σαφήνεια φανέρωσε τη γνώση των όντων. Κι αφού καθοδήγησε το ποίμνιο του Χριστού με κάθε αρετή, εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος ψηλός, ξηρός και λιπόσαρκος, μελαχρινός, με ωχρότητα στο πρόσωπο, με μακριά μύτη, κάνοντας κύκλο τα φρύδια του, με σύσπαση αυστηρή αλλά που μοιάζει φροντιστικός, με μέτωπο που ρυτιδώνεται από ακτινοβολίες, επιμήκης στις παρειές, κοίλος στους κροτάφους, χωρίς πολλά μαλλιά, με μεγάλη όμως γενειάδα, μεσήλικας. Ήταν υιός του Βασιλείου και της Εμμέλειας. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Ο μέγας Ιωάννης Δαμασκηνός, ο βαθύς θεολόγος και ιδιοφυής υμνογράφος της Εκκλησίας μας, είναι ο συνθέτης του κανόνα του αγίου Βασιλείου του μεγάλου. Ένας μεγάλος που έγραψε για έναν πολύ μεγάλο, μπροστά στον οποίο όμως ο ίδιος νιώθει μικρός, γι’ αυτό και θεωρεί ότι μόνον ένας με τη φωνή του αγίου Βασιλείου μπορεί να είναι ικανός να εγκωμιάσει τη μεγαλοσύνη του. «Έπρεπε η δική σου φωνή να είναι παρούσα, Βασίλειε, σ’ αυτούς που θέλουν να επιχειρήσουν τον εγκωμιασμό σου». Παρ’  όλα αυτά το επιχειρεί, ζητώντας τη συγνώμη του και τη χάρη του.

Δεν ξεχνά βεβαίως ο άγιος Δαμασκηνός ότι η εορτή του αγίου συμπίπτει με την Δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και διπλά πανηγυρίζει, κατ’ αυτόν, η Εκκλησία μας: «Διπλή εορτή εορτάζει η Εκκλησία σήμερα. Την Περιτομή, διότι ο Δεσπότης Χριστός φάνηκε στη γη ως βρέφος, και την εορτή της μνήμης του δούλου του Χριστού Βασιλείου, του σοφού και τρισμακάριστου». Και προβαίνει σε μία υπερβολή: προκειμένου να τονίσει το ύψος της αγιότητας του Βασιλείου, σημειώνει ότι η Εκκλησία έχει ως στολισμό τη μνήμη του αγίου, όπως έχει στολισμό τη Γέννηση του Κυρίου. «Όπως στολίζεται η Νύμφη Εκκλησία με τον τόκο του Χριστού, έτσι και με τη μνήμη σου, Παμμακάριστε». Η υπερβολή όμως μειώνεται και γίνεται αποδεκτή, αν σκεφτεί κανείς ότι η όποια τιμή ενός αγίου στην πραγματικότητα αποτελεί τιμή και δόξα του ίδιου του Κυρίου. Διότι ο Θεός εξυμνείται με τους αγίους, αφού Εκείνος τους έδωσε τη χάρη του αγιασμού τους. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού».

Ο υμνογράφος μας, βαθύς γνώστης της ζωής και του έργου του Μεγάλου Βασιλείου, προσπαθεί να τον προβάλει στο πλήρωμα των πιστών, σε όλες σχεδόν τις διαστάσεις της πολυποίκιλης προσωπικότητας και του πολυσχιδούς έργου του. Κατεξοχήν βεβαίως επιμένει στον αγώνα του υπέρ της ορθοδόξου πίστεως και κατά των αιρετικών. Ο Βασίλειος για τον άγιο Ιωάννη, αλλά και για τους λοιπούς υμνογράφους που έγραψαν γι’ αυτόν, είναι «αυτός που ανάβλυσε στην Εκκλησία τα διδάγματα της ορθοδοξίας», «των δογμάτων θησαυρός ο ανέκλειπτος», «ο των πιστών τας καρδίας ενθέως ευφραίνων», όπως αντιστοίχως βεβαίως είναι εκείνος που στηλίτευσε τους αιρετικούς και κονιορτοποίησε όλα τα επιχειρήματά τους: «των απίστων τα δόγματα αξίως εβύθισε» και «φάνηκες σαν κοφτερός πέλεκυς για τους αντίθεους και σαν φωτιά που κατατρώγει την απάτη, πάτερ Βασίλειε».

Η σαν άστρο φωτεινό παρουσία του αγίου Βασιλείου στην Εκκλησία, με την οποία φώτισε αυτήν στον δρόμο της ορθοδοξίας, στηρίχτηκε κατά τον άγιο Δαμασκηνό πρωτίστως σε δύο παράγοντες: πρώτον, στον καθαρό και αγνό τρόπο της ζωής του, με τον οποίο έκανε τον Χριστό ένοικο της ψυχής του. Ενοικώντας δηλαδή ο Χριστός στην ψυχή του, που είναι η πηγή της ζωής, έκανε τον Βασίλειο να αναβλύσει ποταμούς δογμάτων ευσεβών για όλη την οικουμένη. «Αφού έβαλες τον Χριστό ως ένοικο στην ψυχή σου, με τον καθαρό τρόπο ζωής σου, Αυτόν που είναι η πηγή της ζωής, ανέβλυσες, ιεροοφάντα Βασίλειε, ποταμούς ευσεβών δογμάτων στην οικουμένη». Κι ο καθαρός τρόπος ζωής του έγκειτο στον αγώνα να αποκτήσει τις αρετές όλων των αγίων: «Μάζεψες τις αρετές όλων των αγίων, πατέρα μας Βασίλειε». Δεύτερον, στην τεράστια παιδεία του, την κοσμική και την εκκλησιαστική, καρπό των πολυετών σπουδών του και της μεγαλοφυούς διανοίας του, όπως βεβαίως και της εφέσεώς του προς τον Θεό.  «Μελέτησες καλά τη φύση των όντων και εξέτασες το άστατο όλων των δημιουργημάτων», σημειώνει ο άγιος Δαμασκηνός. Και: «Έγινες πλήρης από όλη την παιδεία, όχι μόνο την κάτω και γήινη, αλλά πολύ περισσότερο την ανώτερη, γι’ αυτό και φάνηκες στον κόσμο ως φως, Βασίλειε».

Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να μην αναφέρει και εκείνο το έργο, πέραν της διδασκαλίας του αγίου και του προσωπικού του αγιασμού, με το οποίο σφράγισε την εποχή του ο άγιος και έμεινε χρυσό παράδειγμα ανά τους αιώνες: την ελεήμονα προσφορά του στον συνάνθρωπο, ιδίως με τη λεγόμενη «Βασιλειάδα». Η φιλανθρωπική δράση του αγίου Βασιλείου όντως έχει μείνει παροιμιώδης. Θεωρείται κυριολεκτικά «κανών», τύπος, προς τον οποίο στρέφουν τα βλέμματα όλοι οι πιστοί στους μετέπειτα αιώνες μέχρι σήμερα, για να κατανοούν τι σημαίνει αγιότητα βίου συνδυασμένη με οξυδέρκεια και άνοιγμα καρδιάς. Κατά τον άγιο Δαμασκηνό «Αναδείχτηκες, Βασίλειε, πατέρας των ορφανών και των χηρών υπερασπιστής, και ο πλούτος για τους πτωχούς, η παρηγοριά για τους ασθενείς και ο κυβερνήτης των πλουσίων, το στήριγμα των γηρατειών, η παιδαγωγία της νεότητας και ο κανόνας της αρετής των μοναχών».

Κι αν σ’ αυτά προσθέσουμε και το μαρτυρικό φρόνημα του αγίου, το οποίο κατεξοχήν φάνηκε με τη σθεναρή στάση του απέναντι στον αλαζόνα έπαρχο του αυτοκράτορα, τον Μόδεστο, ο οποίος προκειμένου να τον μεταπείσει από την αλήθεια της ορθοδοξίας, τον απείλησε με δήμευση της περιουσίας, με εξορία και με αυτόν ακόμη τον θάνατο, καταλαβαίνουμε ότι μιλώντας για τον άγιο Βασίλειο μιλάμε για άγιο που και ο χαρακτηρισμός του μεγάλου είναι ελλιπής. Και μπορεί να μην υπήρξε μάρτυρας με τη συνήθη έννοια του όρου, υπήρξε όμως μάρτυρας στη συνείδηση και στο φρόνημα, έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για χάρη της αληθούς πίστεως. Ιδού πώς εγκωμιάζει ο άγιος Δαμασκηνός το μαρτυρικό αυτό φρόνημά του: «Υπέρμαχε της Τριάδος Βασίλειε, στάθηκες μπροστά σε δικαστικό θρόνο, κινδυνεύοντας για την πίστη. Γιατί δείχνοντας την αντίθεσή σου με γενναίο φρόνημα, ντρόπιασες τον θυμό του επάρχου, ο οποίος υπερηφανευόταν για την εξουσία της ασέβειάς του. Και ενώ απειλούσε να σου βγάλει τα σπλάχνα, εσύ προτίμησες με προθυμία να το κάνει. Και αφού έγινες μάρτυρας ως την προαίρεσή σου, πήρες το στεφάνι της νίκης από τον Χριστό».

Είθε «μιμούμενοι αυτού την πίστιν, την ζέσιν, την ταπείνωσιν» να γίνουμε κι εμείς οίκος Χριστού και κάτοικοι του Παραδείσου.

31 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (3)

 

ΤΟ ΤΩΡΑ ΩΣ ΛΕΥΚΟ ΧΑΡΤΙ!

Τό τώρα, ὡς ἡ εὐκαιρία καί ἡ δωρεά πού μᾶς δίνει Χριστός ὁ Θεός μας γιά νά τήν ἀξιοποιοῦμε μέ συνετό τρόπο,  μοιάζει μ’  ἕνα λευκό χαρτί πού μᾶς ἁπλώνει ἐνώπιόν μας, εἴτε αὐτό λέγεται σήμερα, εἴτε λέγεται ὥρα πού περνᾶμε, εἴτε λέγεται στιγμή τοῦ χρόνου, ὥστε μέ τόν χρωστήρα τῆς βούλησής μας νά ζωγραφίσουμε πάνω  σ’ αὐτό ὄχι μουτζαλιές καί σκιές, ὄχι τίς μαυρίλες τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά τόν ὁλοφώτεινο πίνακα τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν καί τοῦ ἁγίου Του θελήματος. Ἡ κάθε στιγμή καί ὥρα μας δηλαδή πρέπει νά μᾶς βρίσκει στήν ἑτοιμότητα τοῦ «γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό θέλημά μου. Καί τό θέλημά Του κι ἡ ἐντολή Του εἶναι γνωστή: «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. Ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ Μου». Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά γεμίσω τόν χρόνο μου καλῶς, νά ζωγραφίσω τό πορτραῖτο τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα μου, πέρα ἀπό τό νά θέτω σέ πράξη αὐτό πού ζητάει ὁ Θεός καί πού συνιστᾶ καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξή Του: τήν ἀγάπη. Ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι σαφεστάτη: «νά ὁδεύουμε καλῶς σάν σέ ἡμέρα μέ τό φῶς τῶν ἐντολῶν σου».

Η ΟΣΙΑ ΜΕΛΑΝΗ Η ΡΩΜΑΙΑ

«Η οσία Μελάνη έζησε επί της βασιλείας του Ονωρίου και καταγόταν από ένδοξο και λαμπρό γένος. Επειδή αγάπησε με όλη την ψυχή της τον Κύριο, θέλησε να ζήσει παρθενικό βίο. Οι γονείς της όμως την πίεσαν και παρά τη θέλησή της την οδήγησαν σε γάμο, από τον οποίο έκανε δύο παιδιά. Έπειτα οι γονείς της και τα παιδιά της έτυχε να φύγουν από τη ζωή αυτή, οπότε η αγία άφησε την Πόλη και πήγε να ζήσει σε προάστειο. Εκεί ασχολείτο πια με τη φιλοξενία των ξένων που έρχονταν, και με τις επισκέψεις της στους φυλακισμένους και τους εξόριστους. Μετά από αυτά, αφού πούλησε την περιουσία της που ήταν μεγάλη και μάζεψε δώδεκα μυριάδες χρυσού,  έδινε χρήματα  στα Μοναστήρια και στις Εκκλησίες, ενώ η ίδια έτρωγε ανά δύο ημέρες, έπειτα ανά πέντε, ώστε τελικά να τρώει μόνον κατά το Σάββατο και την Κυριακή. Από την άλλη είχε το χάρισμα να γράφει έντεχνα και με ευφυή τρόπο. Έζησε και στην Αφρική  για επτά χρόνια κι αφού σκόρπισε τον πολύ πλούτο της, έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου έγινε έγκλειστη σε κελλί. Μάζεψε κοντά της και ενενήντα παρθένους, που  παρείχε σ’ αυτές διαρκώς όλα τα αναγκαία για τη ζωή τους. Κάποια στιγμή την έπιασε ξαφνικά πόνος στον πλευρό και αρρώστησε βαριά. Προσκάλεσε τότε τον επίσκοπο Ελευθερουπόλεως και δέχτηκε από αυτόν τη θεία μετάληψη. Κι αφού  μάζεψε όλες τις αδελφές, άφησε αυτήν τη φωνή σαν τελευταίο λόγο της: «Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε». Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο».

Μέσα στις ανεξερεύνητες βουλές Του ο Θεός θέλησε να ικανοποιήσει τελικώς την αρχική επιθυμία της οσίας Μελάνης: να αφιερωθεί πλήρως στον Κύριο. Κι όχι μόνον αυτό: η οσία έγινε ο ελκτικός πόλος για να συναχτούν γύρω της και πάρα πολλές κοπέλες που επιθυμούσαν επίσης την πλήρη αφιέρωση διά του παρθενικού βίου, ώστε να δοξολογούν διαρκώς ως άγγελοι το άγιο όνομα Εκείνου.   Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος  επισημαίνει μεν  τη διάσταση αυτή του έργου της, αλλά σημειώνει και την προϋπόθεση: μπόρεσε η αγία να ανοικοδομήσει ιερό μοναστήρι για τις παρθένους, αφού όμως η ίδια είχε καταστήσει τον εαυτό της ναό της υπερθέου Τριάδος, κατοικητήριο του Θεού. «Έκανες την καρδιά και το σώμα σου ναό της υπερθέου αγίας Τριάδος, αξιάγαστη Μελάνη,  και έτσι οικοδόμησες θεϊκούς οίκους. Σ’ αυτούς συνάθροισες τάγματα παρθένων και χορούς μοναζόντων, που με σύμφωνη γνώμη υμνούν και δοξολογούν τον Χριστό στους αιώνες».

Κι είναι προφανές: κανείς δεν μπορεί να φέρει κοντά του και πολύ περισσότερο να κρατήσει στη συνέχεια νέους ανθρώπους, άνδρες ή γυναίκες, και μάλιστα με σκοπό την με αδιάκοπη βία κατά του εαυτού τους δοξολογία του Θεού, αν ο ίδιος δεν έχει γεμίσει από τη χάρη του Θεού, η οποία αυτή κατεξοχήν λειτουργεί ως μαγνήτης των ανθρώπων. Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει ιδιαίτερα στον πνευματικό αγώνα της οσίας Μελάνης. Αν έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος η οσία, αν κατέστησε τον εαυτό της άξιο κατοικητήριο του ίδιου του Θεού, είναι διότι πρώτον, ασκήθηκε στις βασικές αρετές του κάθε αφιερωμένου στον Θεό ανθρώπου, δηλαδή τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη θεία δικαιοσύνη, με τις οποίες τα πάθη της αμαρτίας μεταστρέφονται και γίνονται ένθα πάθη: «Έλαμψες με τη φρόνησή σου, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη θεία δικαιοσύνη, γι’ αυτό και είχες την υψοποιό ταπείνωση να σε ανυψώνει προς το ουράνιο ύψος. Με αυτήν την ταπείνωση νίκησες, οσία, τον υπερήφανο διάβολο»∙ και δεύτερον, εκτός από τις ασκητικές αρετές έλαμψε κυρίως σ’ αυτό που αποτελεί σκοπό και των αρετών αυτών: την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Η οσία υπήρξε ελεήμων καρδία, τόσο που όλη τη μεγάλη περιουσία της την διέθεσε στους πτωχούς και αναγκεμένους συνανθρώπους της. Κι ίσως ο Θεός γι’ αυτό θέλησε να έχει επίγειο πλούτο: για να γίνει όργανο προσφοράς του προς τον συνάνθρωπο. «Με το έλεός σου απέκτησες το έλεος του Θεού. Σκόρπισες, έδωσες στους φτωχούς, γι’ αυτό και η δικαιοσύνη σου μένει στους αιώνες, όπως και το κέρδος σου από αυτήν τη δικαιοσύνη δεν παλιώνει, Μελάνη θεοφόρε οσία».

Πράγματι: δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει πιο εύκολα και άνετα στη Βασιλεία του Θεού από τα δύο αυτά: την ασκητική δι’ εγκρατείας διαγωγή και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Και σημειώνει ο υμνογράφος τα δύο αυτά, διότι το ένα αποτελεί προϋπόθεση του άλλου: κανείς δεν μπορεί να ζήσει σωστά την αγάπη, να έχει αληθινό έλεος προς τον συνάνθρωπό του - συνεπώς να μπορεί να κατοικήσει μέσα του ο Θεός που είναι αγάπη – αν με τη ζωή της εγκράτειας και της άσκησης δεν εξαλείψει το κεντρικό εμπόδιό της, τον εγωισμό. Η ασκητική ζωή της εγκρατείας ισοπεδώνει το εγωιστικό αμαρτωλό φρόνημα και ανοίγει τον άνθρωπο στην ελευθερία της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Κι αυτό συνιστά τον Παράδεισο ήδη από τη ζωή αυτή. Όπως το λέει και ο άγιος Θεοφάνης: «Αφού καθάρισες βαθιά, σεμνή, από την ψυχή εντελώς τις άμορφες ιδέες των παθών, ζωγράφισες σ’ αυτήν με τα χρώματα της εγκράτειας την απάθεια και την ανυπόκριτη αγάπη».